ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
91/2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 9114/4061/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον Π……….., οδός …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 10-12-2018 πληρεξούσιου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, Δημήτριος Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΑ …), που υπέβαλε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: … – Β. του Π., κατοίκου Π……., οδός …, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 31-08-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 9114/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4061/2018, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 25-02-2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει -μεταξύ άλλων- ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο θα ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και ενάγοντος στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Η υποχρέωση αυτή ορίζεται στο άρθρο 271 παρ. 1, με την εξής διατύπωση «Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ. 2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος – Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η έκδ., σελ. 87, 343, 533 επ., Μακρίδου, Απαλαγάκη, Διαμαντόπουλος, Πολιτική δικονομία, έκδ. 2016, σελ. 9, Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ. 472 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 31-08-2018 και η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 10-12-2018, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της δυνάμει του από 10-12-2018 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνει κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αντίθετα, η εναγόμενη δεν έχει καταθέσει προτάσεις. Από την υπ’ αριθμ. …΄/04-09-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Δ. Δ., την οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται, ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών, επιδόθηκε στην εναγομένη νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 α΄,γ΄, 129 παρ. 2, 128 παρ. 4, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ). Επομένως, η εναγόμενη πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διστάξεων των άρθρων 79 ν. 5960/33, 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι ο εκδίδων επιταγή, καίτοι γνωρίζει ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, ζημιώνει ταν κομιστή από τη μη πληρωμή αυτής υπαιτίως και παρά το νόμο, δηλ. εναντίον της πρώτης των πιο πάνω διατάξεων, που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή ποινικό αδίκημα. Συνεπώς, δημιουργείται σε βάρος του αδικοπρακτική ευθύνη προς σποζημίωση του κομιστή, αφού η διάταξη του άρθ. 79 ν. 5960 έχει θεσπιστεί για να προστστεύσει όχι μόνο το δημόσιο, αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχαυ της επιταγής (ΑΠ 218/62 ΑρχΝ 13. 453, ΕΑ 12410/90 ΕΕμπΔ 43. 249, ΕΑ 3488/80 ΝοΒ 29.110). Εξάλλου, από το άρθρο 71 ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναπ υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα ή τον παραλίποντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 1285/80 ΝοΒ 29. 554, ΕΑ 8577/82 ΕΕμπΔ ΛΔ`, 614, ΕΑ 5601/82 ΑρχΝ λγ` 365). Τέλος, ο κομιστής της επιταγής μπορεί μαζί με την αγωγή εξ αδικήμστος να σωρεύσει και αίτημα προσωπικής κράτησης του εκδότη για την εκτελεση της αξιώσεως εξ αδικήμστος (ΕΑ 10303/91 ΕλλΔνη 34. 1384, ΕφΠειρ 459/91 ΕλλΔνη 33.1503, ΕφΠειρ 822/82 ΕλλΔνη 24. 1331). Το αίτημα αυτό (περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης) είναι νόμιμο και καθόσον αφορά το διαχειριστή της εταιρείας Π.Ε., εφόσον αυτός είναι “ο δράστης του αδικήματος” δηλ. το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο που με γνώση του εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, διότι η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθ. 1047 ΚΠολΔ αναφέρεται στην απαγόρευση προσωπικής κράτησης των εκπροσώπων Ανωνύμων Εταιρειών ή εταιρειών περιορισμένης ευθύνης για χρέη εμπορικά ή από αδικοπραξία που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία που βαρύνουν το ίδιο το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στα πλαίσια των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (βλ. ΕφΑθ 2377/2000 ΔΕΕ 2000.1008, ΕφΑθ 4704/1998 ΕλλΔνη 39.1365, και ΕφΑθ 5681/95, 6267/94 και 3834/96, αδημοσίευτες σε νομικό περιοδικό).
Με την υπό κρίση αγωγή και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εκθέτει η ενάγουσα ότι ασχολείται µε την διεξαγωγή τεχνικών επιθεωρήσεων πλοίων (συστηµάτων φορτοεκφόρτωσης, ελασµάτων κλπ.), επιθεωρήσεων και επισκευών σωστικών µέσων καθώς και µε την παροχή σωστικών εφοδίων σε πλοία. Ότι η εναγοµένη είναι αναπληρώτρια νόµιµη εκπρόσωπος, διευθύντρια και εταίρος της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία έχει τυπικά συσταθεί στη Λ. αλλά ουσιαστικά εδρεύει στην Ελλάδα και δη στον Π……….. όπου και διατηρεί γραφεία ως εγκατεστηµένη στην Ελλάδα εφοπλίστρια (άλλως και επικουρικώς διαχειρίστρια) εταιρεία, νόµιµος εκπρόσωπος, διευθυντής και κυρίαρχος εταίρος της οποίας τυγχάνει ο αδελφός της εναγομένης Ν. Β.. Ότι στο πλαίσιο της εµπορικής συνεργασίας µεταξύ της ιδίας (ενάγουσας) και της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας, δυνάµει της οποίας η ενάγουσα αναλάµβανε και διεξήγαγε επιθεωρήσεις, ελέγχους και επισκευές διαφόρων πλοίων του στόλου της ως άνω εταιρείας, η τελευταία εξέδωσε στον Πειραιά, τις κάτωθι µεταχρονολογηµένες τραπεζικές επιταγές και δη: α) την υπ’ αριθ. … τραπεζική επιταγή, ποσού 10.120 ευρώ, µε ηµεροµηνία εκδόσεως την 18-02-2011, β) την υπ’ αριθ. … τραπεζική επιταγή, ποσού 13.990 ευρώ, µε ηµεροµηνία εκδόσεως την 18-12-2010 και γ) την υπ’ αριθ. … τραπεζική επιταγή, ποσού 35.134 ευρώ, µε ηµεροµηνία εκδόσεως την 20-09-2010, άπασες πληρωτέες εις διαταγήν της ενάγουσας, µε πληρώτρια τράπεζα την «…», ενώ επιπλέον παρέλαβε (η ενάγουσα) και την υπ’ αριθ. … τραπεζική επιταγή, ποσού 15.000 ευρώ, εκδοθείσα σε διαταγή της από την εταιρεία «…» πληρωτέα στις 18-07-2010, µε πληρώτρια τράπεζα ομοίως την «…». Ότι όλες οι ανωτέρω επιταγές εµφανίστηκαν νοµότυπα και εµπρόθεσµα προς πληρωµή από την ενάγουσα ως νόµιµη κοµίστρια αυτών, στις 26-07- 2010, 28-09-2010, 26-12-2010 και 26-02-2011 αντίστοιχα, δεν πληρώθηκαν, ωστόσο, λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθεσίµων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασµό που διατηρούσε στην ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα η εκπροσωπούµενη από την εναγοµένη εταιρεία. Ότι ο εναγοµένη και ο Ν. Β. τελούσαν σε γνώση της ανεπάρκειας διαθεσίµων κεφαλαίων για την πληρωµή των επιταγών τόσο κατά το χρόνο έκδοσης όσο και κατά τον χρόνο πληρωµής αυτών, µέσω δε συνεχών διαβεβαιώσεων και υποσχέσεων έπεισαν την ενάγουσα να µην προβεί σε σφράγιση των ανωτέρω επιταγών και να µεταθέσει το χρόνο πληρωµής τους. Ότι κατόπιν κάποιων τμηµατικών καταβολών από την πλευρά της εταιρείας, έναντι του συνόλου – κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στην αγωγή – των κατ’ αυτής απαιτήσεων της ενάγουσας, οι οποίες (καταβολές) ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 19.252 ευρώ (ήτοι κατεβλήθη ποσό 4.090 ευρώ στις 14-07-2011, ποσό 12.582 ευρώ στις 10-08-2011 και ποσό 2.580 ευρώ στις 03-09-2011) και καλύπτουν το σύνολο του ποσού της υπ’ αριθμ. … επιταγής εκ 15.000 ευρώ, εκδοθείσα από την εταιρεία …» και εν µέρει την προερχόµενη εκ της υπ’ αριθμ. … επιταγής οφειλής, ποσού 10.120 ευρώ, ως εκ τούτων, το προερχόµενο εκ των ανωτέρω επιταγών ανεξόφλητο υπόλοιπο ανέρχεται στο ποσό των (74,244 – 19.252 =) 54.992 ευρώ. Ότι η ανωτέρω συµπεριφορά της εναγοµένης, της οποίας την υπογραφή φέρουν τελικά οι επίδικες επιταγής, όπως η ενάγουσα πληροφορήθηκε μόλις τον Δεκέμβριο του 2013, ενώ το αγνοούσε πλήρως μέχρι τότε, για τον λόγο ότι όλες οι επιταγές παρελήφθησαν από υπαλλήλους της από το λογιστήριο της ως άνω εταιρείας «…», προκάλεσε αιτιωδώς στην ίδια (ενάγουσα) περιουσιακή ζηµία ισόποση µε το ως άνω συνολικό ανεξόφλητο ποσό των ανωτέρω επίδικων τραπεζικών επιταγών, αλλά η ίδια υπέστη και ηθική βλάβη, η οποία συνίσταται στην διατάραξη της οικονομικής της σταθερότητας και στην τρώση της εικόνας και της φήμης της στους πελάτες της. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητά, κατόπιν νομίμου περιορισμού του αιτήματός της, η οποία περιλαμβάνεται στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της κατ’ άρθρα 297 και 298 ΚΠολΔ, µε βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών του ΑΚ (914 επ.), άλλως µε βάση τις διατάξεις του Ν. 5960/33 περί επιταγών, άλλως µε βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισµού, να υποχρεωθεί η εναγοµένη να της καταβάλει, για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 54.992 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη λήψη των ένδικων ακάλυπτων επιταγών, καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ ως ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, όλα δε τα ανωτέρω, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της υπό κρίσιν αγωγής και µέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, η ενάγουσα ζητεί να απαγγελθεί σε εκτέλεση της εκδοθησοµένης απόφασης, προσωπική κράτηση σε βάρος της εναγοµένης διαρκείας ενός (1) έτους, λόγω της αδικοπραξίας, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγοµένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόµενο και αιτήµατα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το αντικείµενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούµενο τέλος δικαστικού ενσήµου µε τις νόµιµες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθ. 249117361959 0218 0037 ηλεκτρονικό παράβολο), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρµόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 22, 35, ΚΠολΔ σε συνδυασµό µε το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Εξάλλου, η υπό κρίσιν αγωγή αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννοµη σχέση (δηλαδή σχέση µε στοιχεία αλλοδαπότητος, καθ’ όσον η επίδικη επιταγή έχει εκδοθεί από το καταστατικό όργανο αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας), οπότε τίθεται ζήτηµα εφαρµοστέου δικαίου, σχετικά µε το οποίο θα πρέπει να σηµειωθούν τα εξής: α) όσον αφορά στην ευθύνη της εναγοµένης από την αδικοπραξία, εφαρµοστέο είναι, µε βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισµού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11 ης lουλίου 2007 «για το εφαρµοστέο δίκαιο στις εξωσυµβατικές ενοχές (Ρώµη ΙΙ) σύµφωνα µε την οποία «Το εφαρµοστέο δίκαιο επί εξωσυµβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζηµία … », το ελληνικό δίκαιο, β) όσον αφορά στην ευθύνη της εναγοµένης από τις διατάξεις του Ν. 5960133 περί επιταγών, δεδοµένου ότι σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. γ’ του Κανονισµού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβoυλίoυ της 11 ης lουλίου 2007 «για το εφαρµοστέο δίκαιο στις εξωσυµβατικές ενοχές (Ρώµη ΙΙ)», εξαιρούνται του πεδίου εφαρµογής του εν λόγω Κανονισµού οι εξωσυµβατικές ενοχές που απορρέουν από συναλλαγµατικές, επιταγές, γραµµάτια σε διαταγή και άλλα αξιόγραφα, κατά το µέτρο που οι ενοχές πηγάζουν από το χαρακτήρα τους ως αξιογράφων, εφαρµοστέο είναι, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, το ελληνικό δίκαιο, δεδοµένου ότι η φεροµένη ως παράνοµη και υπαίτια πράξη της εναγοµένης (έκδοση ακαλύπτου επιταγής εν γνώσει της ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου κατά το χρόνο εκδόσεως και εµφανίσεως προς πληρωµή) έλαβε χώρα στην Ελλάδα (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 38.1036, ΟλΑΠ 15 – 16/1996 ΕλλΔνη 38.25, ΑΠ 1595/2001 ΕλλΔνη 43.749, ΑΠ 295/2000 ΕλλΔνη 41.1020) και γ) όσον αφορά στην ευθύνη της εναγοµένης από αδικαιολόγητο πλουτισµό, εφαρµοστέο είναι, µε βάση τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ως άνω Κανονισµού, σύµφωνα µε την οποία «αν εξωσυµβατική ενοχή, η οποία απορρέει από αδικαιολόγητο πλουτισµό, συµπεριλαµβανοµένης της καταβολής αχρεωστήτου, συνδέεται µε υφιστάµενη σχέση µεταξύ των µερών, όπως εξωσυµβατική ενοχή απορρέουσα από σύµβαση ή αδικοπραξία, που εµφανίζει στενό σύνδεσµο µε αυτόν τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, εφαρµόζεται το δίκαιο που διέπει την εν λόγω σχέση», το ελληνικό δίκαιο, το οποίο άλλωστε – και πέραν των ανωτέρω – είναι εφαρµοστέο στην προκειµένη περίπτωση εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγει η εναγοµένη, λόγω της ερηµοδικίας της, υφισταµένης έτσι σιωπηρής µετασυµβατικής συµφωνίας αυτών σχετικά µε την εφαρµογή του (πρβλ. σχ. ΕφΠειρ 18/1998, ΕΕµπΔ 1998.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22.457, Δ. Ευρυγένη, Αρµ. 24, 1057 επ., ιδ. 1066). Περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή τυγχάνει νόµιµη, στηριζόµενη στις διατάξεις των άρθρων 29, 79 του Ν. 5960/1933 περί επιταγής, όπως το άρθρο 79 αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 του ν.δ/τος 1325/1972, 71, 297, 298,330,346,914 ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 εδ. δ΄ 1047 ΚΠολΔ. Εξάλλου, µη νόµιµη και ως εκ τούτου απορριπτέα τυγχάνει η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισµού διότι η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισµού είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται µόνο αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από σύµβαση ή αδικοπραξία (ΑΠ 104/2003, ΕλΔνη 44.983, ΑΠ 1351/2001 ΕλΔνη 44.752, ΑΠ 712/2001 ΕλΔνη 43.762), εν προκειµένω δε, η ενάγουσα δεν επικαλείται περιστατικά διαφορετικά προς στήριξη της βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισµού (ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81, ΑΠ 1369/1993 ΕλλΔνη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 32.1534). Πρέπει, εποµένως, η υπό κρίσιν αγωγή, κατά το µέρος που κρίθηκε νόµιµη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιµότητα.
Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται ομολογία. Ενόψει τούτων, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην κρινόμενη αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας (βλ. άρθρο 271 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ. 2 του ίδιου Νόμου). Αντίθετα, το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ομολογημένο, αφού δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ομολογίας, διαμορφώνεται δε κατά την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της προσβολής της ενάγουσας και το βαθμό του πταίσματος που συντρέχει στο πρόσωπο της εναγομένης κρίνει ως εύλογο, για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, που πρέπει να της επιδικαστεί. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 55.992 ευρώ ήτοι ποσό 54.992 ευρώ για την τελεσθείσα σε βάρος της αδικοπραξία, καθώς και ποσό 1.000 ευρώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Συνεπεία δε της αδικοπραξίας που τέλεσε η εναγομένη εις βάρος της ενάγουσας και λαμβανομένων υπόψη του ύψους της απαιτήσεως, του πταίσματός της, της φερεγγυότητάς της και των λοιπών συντρεχουσών περιστάσεων (ΕφΘεσ 797/2004 ΔΕΕ 2004/1023, ΕφΑθ 6286/2000 ΕλλΔνη 2003/202), πρέπει να απαγγελθεί εις βάρος της προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας αποφάσεως, μετά την τελεσιδικία της. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρούσα απόφαση πρέπει να κηρυχθεί, εν μέρει, προσωρινά εκτελεστή, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της, διότι η καθυστέρηση της εκτέλεσης μπορεί να ζημιώσει σημαντικά την ενάγουσα. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρο 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και σύμφωνα με τον πίνακα που υπέβαλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας και για τα ποσά που κρίθηκαν ορισμένα, ενώ πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρο 505 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των πενήντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα δύο (55.992) ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την αμέσως προηγούμενη διάταξη της παρούσας απόφασης προσωρινώς εκτελεστή κατά το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ κατά της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων οχτακοσίων (2.800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις .
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ