ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
4062 / 2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7378 / 3708 /8-8-2019 κλήση)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :11057 /5736 / 29-12-2016 αγωγή)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη–Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στον Π. στις 15 Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει στο Κ. Π., (Λ.Δ. …. με ΑΦ.Μ. … Δ.Ο.Υ. Ε. Π., νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Αρκουμάνης (Α.Μ. ΔΣΑ: 8365) και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει … όπως νόμιμα εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία …», που εδρεύει στον Π. ( Α. .2) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία …», που εδρεύει στον Π. ( Α. .2) με Α.Φ.Μ. : … Δ.Ο.Υ.Πλοίων Π. και εκπροσωπείται νόμιμα για τις οποίες δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Η καλούσα με την από 8-8-2019 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ.: 7378/3708/8-8-2019 κλήση της, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τα ισχύοντα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο, νόμιμα επαναφέρει προς συζήτηση την από 29-12-2016 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 11057/5736/2016 αγωγή της κατά των καθ’ών η κλήση-εναγομένων, η οποία συζητήθηκε αρχικά κατά τη δικάσιμο της 24ης-5-2017 και εξεδόθη επί αυτής (της αγωγής) η υπ’αριθμ. 571/2018 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτό λειτουργικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο τμήμα ναυτικών διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου κι εν συνεχεία με την από 17-4-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ.:4199/1816/2018 κλήση της ενάγουσας, επαναφέρθηκε προς συζήτηση στις 13-11-2018 ότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’αριθμ. 5426/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου συμπληρωθεί η ελλείπουσα κατά το άρθρο 105 ΚΠολΔ πληρεξουσιότητα του δικηγόρου της ενάγουσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν παραστάθηκαν οι διάδικοι δια πληρεξουσίου δικηγόρου αλλά ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-ενάγουσας προκατέθεσε προτάσεις τις οποίες ζήτησε να γίνουν δεκτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 8-8-2019 κλήση με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ.: 7378/3708/8-8-2019, η οποία προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο, η από 29-12-2016 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 11057/5736/2016 αγωγή της κατά των καθ’ών η κλήση-εναγομένων, η οποία συζητήθηκε αρχικά κατά τη δικάσιμο της 24ης-5-2017 και εξεδόθη επί αυτής (της αγωγής) η υπ’αριθμ. 571/2018 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτό λειτουργικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο τμήμα ναυτικών διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου κι εν συνεχεία με την από 17-4-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ.:4199/1816/2018 κλήση της ενάγουσας, επαναφέρθηκε προς συζήτηση στις 13-11-2018 ότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’αριθμ. 5426/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου συμπληρωθεί η ελλείπουσα κατά το άρθρο 105 ΚΠολΔ πληρεξουσιότητα του δικηγόρου της ενάγουσας.Από την προσκομισθείσα με τις από 1-10-2019 προτάσεις της καλούσας-ενάγουσας από 5-8-2019 εξουσιοδότηση προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αρκουμάνη (ΑΜ ΔΣΑ : 8365) την οποία υπογράφει ο νόμιμος εκπρόσωπός της Σ. Κ. προκύπτει ότι πληρώθηκε ο όρος που έθεσε η υπ’αριθμ. 5426/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε η κρινόμενη αγωγή με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου, δεν παραστάθηκαν οι εναγόμενες ,ενώ κι από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι δεν κατέθεσαν προτάσεις. Όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Μ.-Γ. και τις υπ’αριθμ. και τις υπ’αριθμ…. και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Α.Δ., τις οποίες νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η καλούσα-ενάγουσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κλήσης επαναφοράς της αγωγής, με πράξη ορισμού και κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, έχει επιδοθεί με επιμέλεια της καλούσας-ενάγουσας στις καθ’ών η κλήση εναγομένες με θυροκόλληση (άρθρα 126 παρ.1γ, 128 παρ.4 και 136 παρ.2 ΚΠολΔ). Επομένως, δεδομένου ότι οι καθ’ών η κλήση-εναγόμενες ως ελέχθη, κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς συζήτηση της υπόθεσης κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, πρέπει να δικασθούν ερήμην (βλ. άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ. 2 του ιδίου Νόμου).
Ι.Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105, 106 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλ. εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Εξάλλου στις διατάξεις αυτές γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Τέλος, προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 84, 85, 105 παρ. 4 και 106 εδ. α΄ του ίδιου κώδικα, ότι ο εφοπλιστής ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτελέσεως των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος (άρθρο 53 του ΚΙΝΔ), από δε τη διάταξη του άρθρου 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, ότι παράλληλα με εκείνον ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες αυτές και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο» και μπορεί να εναχθεί γι’ αυτές. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρο ενοχή (481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαιτήσεως που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό. Απλώς, μόνο, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’ αυτού (βλ. Κ. Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968 παρ. 43, ΑΠ 624/1968 ΕΕΔ 1969, 243, ΑΠ 214/1968 ΕΕΔ 1968, 429, ΕφΠειρ 37/2011 ΕΝΔ 2011, 114, ΕφΠειρ 516/1986 ΕΝΔ 1986,231).
ΙΙ.Κατά το άρθρο 10 του ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής ως έδρα του νομικού προσώπου, από την οποία κρίνεται και η εθνικότητα του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 461/1978 ΝοΒ 27.271, EφΠειρ 811/2013, 376/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και προσδιορίζεται μεταξύ άλλων η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΕφΠειρ 85/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), νοείται η πραγματική έδρα, ο τόπος δηλαδή στον οποίο ασκείται πράγματι η διοίκηση του προσώπου, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ο τόπος, στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υπόστασής του και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις, και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΟλΑΠ 461/1978 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας, που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» μόνον εταιρία (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 335/2001 και ΑΠ 261/2001, ΕΝΔ 29.193 και 202 αντίστοιχα, με σημείωση Γ. Θεοχαρίδη κάτω από την ΑΠ 335/2001, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΠειρ 701/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Διάφορη εκδοχή θα καθιστούσε συνδετικό στοιχείο, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, τη θέληση (επιλογή) των ενδιαφερομένων. Η λύση αυτή, ενώ υιοθετείται προκειμένου περί συμβατικών ενοχών (βλ. ΑΚ 25), δεν αρμόζει προκειμένου να κριθεί η σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου. Τούτο γιατί αυτό αποτελεί υποκείμενο δικαίου, δηλαδή ενεργεί όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, όπως η συμβατική ενοχή, αλλά έναντι όλων, ώστε η σύσταση, τα όργανα και η εν γένει δράση του ενδιαφέρουν τους τρίτους και τις συναλλαγές, όπως είναι τους μετόχους της εταιρίας, αλλά και τους δανειστές αυτές και ενδεχομένως τον έλεγχο της εταιρίας από το Κράτος της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου. Επιπλέον το συνδετικό στοιχείο της θέλησης των ιδρυτών (καταστατική έδρα) θα κατέληγε στον παραμερισμό, στην εγχώρια έννομη τάξη, κανόνων δημοσίας τάξεως που είναι αντίθετο στη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 3 Α.Κ. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 του ν. 791/1978 για τις ναυτιλιακές εταιρείες (ΑΠ 201/2014, ΕφΠειρ 40/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 277/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρείες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, τα της λειτουργίας τους, τις εσωτερικές τους σχέσεις, τη λύση και εκκαθάρισή τους από το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 10 ΑΚ και 786 του ΚΠολΔ, ήτοι της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους (ΕφΑθ 117/1982 ΤΝΠ ΔΣΑ, Α. Τούση Γεν. Αρχαί έκδ. Β΄ παρ. 13 σελ. 145 σημ. Β. Γεωργιάδη – Σταθοπούλου ΑΚ υπ’ άρθρο 10 παρ. IV). Το ίδιο ισχύει και ως προς τις αλλοδαπές εταιρίες πλοιοκτήτριες με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 του ν.814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75 παρ. 5 του ν.1892/1990 και αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 4 του ν.2234/1994, βλ. ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 201/2014, ΑΠ 186/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η άδεια δε εγκαταστάσεως των εταιρειών αυτών στην Ελλάδα χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου, όπως τροποποιηθείς ισχύει, από της δημοσιεύσεως δε αυτής και μόνο επέρχονται οι έννομες συνέπειές της (ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ο όρος «ικανότητα δικαίου» στο ν. 791/1978 χρησιμοποιείται με τη στενότερη έννοια της κτήσης δικαιωμάτων και ανάληψης υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή δεν καλύπτει όλες τις ειδικές ικανότητες για τη δημιουργία ορισμένων έννομων σχέσεων, όπως π.χ. η πτωχευτική ικανότητα (ΕφΠειρ 12/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Δηλαδή ο ν. 791/1978 δεν ασχολείται με δικονομικά θέματα, αλλά η πιο πάνω θεσμοθέτησή του έγινε χάρη της διαφυλάξεως του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρείες, λόγω μη τηρήσεως των υπό του ελληνικού νόμου προβλεπομένων διατυπώσεων συστάσεως και απόκτησης ικανότητας δικαίου αυτών (ΟλΑΠ 2/2003 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 803/2010, ΕφΠειρ 85/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο ένεκα των εντελώς περιορισμένων σκοπών του Νομοθέτη τότε, ο οποίος απέβλεψε στο να αρθούν αυθεντικά αμφισβητήσεις για τη νομιμότητα αλλοδαπών ανώνυμων εταιρειών, ελληνικών συμφερόντων, από τις οποίες για λόγους οικονομικότερης εκμετάλλευσης γινόταν και γίνεται, σε πολύ μεγάλη έκταση, η άσκηση της ναυτιλίας του ελληνικού γένους (ΕφΑθ 438/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ).
ΙΙΙ.Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποιο στοιχείο θεμελιωτικό της τοπικής αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών των άρθρων 22 έως 40 του ΚΠολΔ. Προκειμένου δε να κριθεί αν υπάρχει η διεθνής αυτή δικαιοδοσία, στο μεν δικονομικό πεδίο εφαρμόζεται αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, στο οποίο και παραπέμπει το άρθρο 3 του ΚΠολΔ, ενώ στο ουσιαστικό πεδίο είναι εφαρμοστέο το δίκαιο (ημεδαπό ή αλλοδαπό), που υποδεικνύεται από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΕφΠειρ 77/1985 ΕΝΔ 13.445). Εξάλλου, κατά το άρθρο 36 του ΚΠολΔ, διαφορές από διαχείριση που έγινε χωρίς δικαστική εντολή μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έγινε η διαχείριση. Έτσι, αν η διαχείριση δεν έχει διεξαχθεί με δικαστική εντολή, τότε, ανεξάρτητα από την αιτία της (εντολή, διοίκηση αλλότριων κλπ.), υπάγεται στην συντρέχουσα δωσιδικία του τόπου διεξαγωγής της διαχειρίσεως (άρθρο 36 ΚΠολΔ) ή στη γενική νόμιμη δωσιδικία του τόπου κατοικίας του εναγομένου (άρθρο 22 ΚΠολΔ). Η δε δωσιδικία της διαχειρίσεως εξακολουθεί να υπάρχει και μετά, ή μάλλον κυρίως μετά, το πέρας της διαχειρίσεως (Κ. Μπέη Πολ. Δικονομία, υπ’ άρθρ. 473 σελ. 1773 και υπ’ άρθρ. 36 σελ. 238). Ως τόπος δε διεξαγωγής της διαχειρίσεως είναι εκείνος όπου έλαβαν χώρα οι πράξεις του διαχειριστή, ανεξάρτητα του πού ευρίσκεται η διαχειριζόμενη περιουσία ή του πού θα έπρεπε να είχε γίνει η διαχείριση (Σταυρόπουλο Πολ. Δικ. Υπ’ άρθρ. 36 παρ. 5 σελ. 102).
ΙV. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ΑΚ και των άρθρων 2, 3 παρ. 1, 4 παρ 1 και 5 της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 και η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1792/1988 και άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα από 1 -4-1991 η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της συμβάσεως ή τα δεδομένα της υποθέσεως. Στο μέτρο που δεν έχει επιλεγεί το εφαρμοστέο δίκαιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα. Ειδικότερα, σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στο νόμο. Ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής. Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο, πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδαφ β’ ΑΚ και του προαναφερθέντος τελευταίου εδαφίου της Συμβάσεως της Ρώμης, δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της Χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (πρβλ. σχετ. Γ. Μαριδάκη Ιδ. Διεθνές Δίκαιο παρ. 35, σελ. 50, ΕΑ 10142/ 1981 ΝοΒ 30, 679, ΕΑ 14059/1988 ΝοΒ 38, 458, ΕφΠειρ. 366/1998 ΕΝΔ 26, 420). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΕφΠειρ 897/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στον τομέα των επισκευών μηχανών πλοίων , έχοντας εγκαταστήσει στο Κερατσίνι πλήρως εξοπλισμένο μηχανουργείο από δεκαετίας και πλέον, στο οποίο απασχολει έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό. Ότι η πρώτη εναγομένη είναι ναυτιλιακή εταιρεία που εδρεύει στις Μ. και εκπροσωπείται από την δεύτερη εναγομένη εδρεύεουσα στον Π. ναυτική εταιρεία. Ότι η πρώτη εναγομένη είναι κύρια του υπό κυπριακή σημαία επιβατικού πλοίου Ο/Γ-Ε.Γ Vastervik με αριθμό νηολογίου … Λεμεσός, κ.κ.χ. … και κ.ο.χ. … με … και εκπροσωπείται στην Ελλάδα από τη δεύτερη εναγόμενη και ότι η δεύτερη εναγόμενη έχει τον εφοπλισμό την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου . Ότι στις 27 -2-2014 αποδεχόμενες την υπ’ αριθμ. … προσφορά της που αφορούσε την επισκευή των κύριων μηχανών και ηλεκτρομηχανών οι εναγόμενες δια των νόμιμων εκπροσώπων τους ανέθεσαν γραπτά και προφορικά στην ίδια (ενάγουσα) την εκτέλεση σειράς εργασιών και επισκευών στις κυρίες και βοηθητικές μηχανές του πλοίου, το οποίο ήταν ελλιμενισμένο στο Νέο Μώλο ΔΕΗ Κερατσινίου. Ακολούθως ότι οι εναγόμενες αποδέχτηκαν στις 12-5-2014 την υπ αριθμ. 0 165 2014 προσφορά της για την επιχρωμίωση των βάθρων των υδραυλικών μπουκαλών του πηδαλίου του πλοίου, στις 13-5-2014 την υπ αριθμ … προσφορά της για την επισκευή του Bow Thruster του πλοίου και την υπ αριθμ. … πρoσφορά της που της απέστειλε στις 27-3-2014 που αφορούσε τους άξονες του πλοίου. Ότι οι εργασίες επισκευής των κύριων μηχανών και ηλεκτρομηχανών του πλοίου συνεχίζονταν ενώ τον Μάρτιο του 2014 υπήρξαν και προφορικές αναθέσεις εργασιών τόσο επισκευής όσο και μετασκευής στις μηχανές του πλοίου οι οποίες διακόπηκαν τον Ιούλιο του 2014 και ξανάρχισαν το 2015 μετά από προφορική εντολή από τις εναγόμενες καθό χρόνο το πλοίο μεθόρμισε από το νέο Μώλο Δραπετσώνας σε ναυπηγείο στη Σαλαμίνα. Περαιτέρω ότι η πληρωμή για τις παρεχόμενες εκ μέρους της εργασίες συμφωνήθηκε να γίνεται είτε εβδομαδιαίως είτε μετά την περάτωση μέρος των εργασιών, οι οποίες ήταν εκτός από αυτές που αναφέρονται στις προσφορές της και οι λοιπές αναφερόμενες στην αγωγή (εξάρμωση και εξαγωγή των πωμάτων των κυλίνδρων, λήψη deflection του στροφαλοφόρου άξονα, εξάρμωση εμβόλων και χιτωνιών των μηχανών, εξάρμωση κουζινέτων και διωστήρων, επιθεώρηση και συντήρηση εκκεντροφόρου άξονα, επισκευές αντλιών πετρελαίου, επισκευές ψυγείων ελαίου και ύδατος και οτιδήποτε απαιτείται για την επισκευή των μηχανών του πλοίου ). Επιπλέον ότι αγοράστηκαν νέα καινούργια ανταλλακτικά και τοποθετήθηκαν στις αρχές του 2015 και ότι το κόστος των εργασιών συμφωνήθηκε και συνομολογήθηκε από τις εναγόμενες. Τέλος ότι οι εργασίες αυτές πραγματοποιήθηκαν από αυτή (την ενάγουσα) παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα τη δεύτερη εναγόμενη και από τον πρώτο μηχανικό του πλοίου και μετά το πέρας όλων αυτών αρχές Ιουνίου 2015 έγινε αναλυτική έκθεση , συντάχθηκε η από 18-6-2015 έκθεση βεβαίωση παράδοσης παραλαβής των εργασιών που φέρει τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του πρώτου μηχανικού Γ. Κ. και με την οποία έγινε αποδεκτή και εκδόθηκε το από 18-6-2015 προτιμολόγιο που καθόριζε το κόστος αυτών άνω των 872.450 ευρώ χωρίς ΦΠΑ και το οποίο ενσωματώνεται στην αγωγή Επικαλούμενη ότι από τη συνολική αξία των εργασιών αυτών οι εναγόμενες της κατέβαλαν τμηματικά το ποσό των 485.000 ευρώ και εξακολουθούν να οφείλουν το υπόλοιπο ποσό το οποίο ανέρχεται σε 378.163, 50 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23% (=307.450 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23 % 70.173,50 ευρώ) με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα μετά από παραδεκτώς υποβληθείσα με τις προτάσεις της αγωγής (άρθρα 223, 224, 294,295 παρ.1,297 ΚΠολΔ) μερική παραίτηση εκ του αρχικώς αιτούμενου ποσού σε ποσό 344.450 ευρώ και εν όλω τροπή του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό ζητεί : 1) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες είναι υπόχρεες αλληλέγγυα και εις ολόκληρον η πρώτη δε εξ αυτών δια του πλοίου της vastervik να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 344.450 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23% με το νόμιμο τόκο από 18-6-2015 δηλαδή από την ημερομηνία έκδοσης του προτιμολογίου άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, 2) να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και 3) να καταδικαστούν οι εναγόμενες στο σύνολό της δικαστικής δαπάνης και αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου της.
Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η κρινομένη αγωγή για το παραδεκτό της συζήτησης, της οποίας o πληρεξούσιoς δικηγόρος της ενάγουσας, που όπως προαναφέρθηκε προσκόμισε στην προκείμενη μετ’επανάληψη συζήτηση με τις προτάσεις της την από 5-8-2019 εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 96 και 237 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), κατέθεσε το υπ’αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου μετά την παραδεκτή τροπή του αιτήματος αυτής σε αναγνωριστικό, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού ( άρθρα 1,7,8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 ,14 παρ.2, ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και 18 παρ. 1 ΚΠολΔ) και κατά τόπον λόγω του επικαλουμένου τόπου καταρτίσεως και εκτελέσεως της ενδίκου συμβάσεως έργου, της έδρας της νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης και έδρας της δεύτερης εναγομένης στον Π. (άρθρα 33, 25 παρ. 2 , 37 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. β΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακολούθως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις υπό στοιχεία IΙΙ και ΙV νομικές σκέψεις της παρούσας το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 4 και 63 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 που αντικατέστησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών, με βάση τον οποίο καθιερώνεται ως βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και τίθενται διαζευκτικά ως κριτήρια για την έδρα που έχει το νομικό πρόσωπο η καταστατική έδρα ή η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση του νομικού προσώπου, εν δε προκειμένω στον Π., βρίσκεται σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο η έδρα της νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα και η έδρα της δεύτερης ως προεκτέθηκε.Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σ. 12 επ.). Δεδομένου δε ότι η μεν πρώτη εναγομένη κυρία του πλοίου υπέχει πραγματοπαγή ευθύνη από και δια του πλοίου και η δεύτερη εναγομένη εφοπλίστρια ως αντισυμβαλλόμενη στη σύμβαση έργου σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο , εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, και εκ του συνόλου των επικαλούμενων με την υπό κρίση αγωγή, περιστάσεων, – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη σε συνδ.με το άρθρο 25 ΑΚ, προκύπτει ότι εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 2 του ως άνω Ν. 1792/1988, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η επίδικη σύμβαση συνδέεται στενότερα κι εν προκειμένω δεδομένου ότι στον Π. συνήφθη η ένδικη σύμβαση έργου και εκεί έλαβαν χώρα οι συμφωνηθείσες εργασίες, εκεί παραδόθηκαν αυτές και επιπλέον εκεί εδρεύουν αμφότερες οι συμβαλλόμενες κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως πώλησης. Επομένως κατά το ελληνικό η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341 εδ. α΄, 346, 361,681 ΑΚ, 105, 106 β ΚΙΝΔ,70, 176 , 189 παρ.1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. με τη σημείωση ότι μετά τον παραδεκτό με τις προτάσεις περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό αφενός είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, διότι προσωρινής εκτελέσεως είναι δεκτικές μόνο καταψηφιστικές αγωγές αφετέρου δεν οφείλονται πλέον τόκοι επιδικίας κατά τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ, πλην όμως διατηρούνται οι συνέπειες της επιδόσεως της κρινομένης αγωγής ως οχλήσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ ( ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 35 1259, ΑΠ 488/2002 ΕλλΔνη 44 502, ΑΠ 1174/2001 ΕλλΔνη 43 383, ΑΠ 1122/2000 ΕλλΔνη 41 1664, ΑΠ 679/1999 ΕλλΔνη 41 448, ΑΠ 518/1999 ΕλλΔνη 40 1701, ΑΠ 787/1998 ΕλλΔνη 40 609, ΑΠ 209/1997 ΝοΒ 46 1224 ). Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινομένη αγωγή θα πρέπει να εξετασθεί κατ’ουσίαν.
Κατά της κρινόμενης αγωγής, δεν υφίσταται ένσταση, που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα, που μνημονεύονται στο δικόγραφο, επιτρέπεται η ομολογία. Ενόψει τούτων, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην υπό κρίση αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ. 2 του ίδιου νόμου) κι ως εκ τούτου, η κρινομένη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται η μεν πρώτη κυρία μέχρι της αξίας του πλοίου, η δε δεύτερη εφοπλίστρια εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριακοσίων σαράντα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ευρώ (344.450 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της κρινομένης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας για αμφότερες τις εναγόμενες (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ ). Επίσης λόγω της ήττας των εναγομένων, θα πρέπει να υποχρεωθεί αυτές στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, γινομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας ως βάσιμου και στην ουσία του (άρθρα 176, 184 , 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 του ΚωδΔικ-Ν. 4194/2013, ΦΕΚ Α’ 208/27-9- 2013, όπως τροποποιήθηκε με Ν 4205/2013), κατά τα οριζόμενα κατωτέρω στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσόν των διακοσίων πενήντα ( 250 ) ευρώ για εκάστη των εναγομένων για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται η μεν πρώτη κυρία μέχρι της αξίας του πλοίου, η δε δεύτερη εφοπλίστρια εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριακοσίων σαράντα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ευρώ (344.450 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της κρινομένης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσόν των πέντε χιλιάδων διακοσίων ευρώ (5.200 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Π. στις……………..
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Π. στις………., χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή του πληρεξουσίου δικηγόρου της καλούσας-ενάγουσας.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ