Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης

           4063 / 2019   

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 (Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. :672/345/24-1-2019  αγωγή)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 24η  Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας :Της εταιρείας υπό την επωνυμία «… η οποία εδρεύει στον Ωρωπό, με Α.Φ.Μ. …, Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τη διαχειρίστριά της Κ. Δ.-Γ., για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος (Α.Μ. ΔΣΠ : 3718) και  παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του ίδιου πληρεξουσίου δικηγόρου.

Των εναγομένων : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «… (ως παραδεκτώς διορθώθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας από το εσφαλμένο … η οποία  εδρεύει  στο Π. Φ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, από τον διαχειριστή της, Μ. Γ. (ως παραδεκτώς διορθώθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας από το εσφαλμένο «Γούτο») και 2) Μ. Γ.υ (ως παραδεκτώς διορθώθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας από το εσφαλμένο Γ., κατοίκου ομοίως, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξουσία δικηγόρος τους Κυριακή Κουντούρη (…) και δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από  22-1-2019 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. : 672/345/24-1-2019 αγωγή της, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τα ισχύοντα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, προκατέθεσαν προτάσεις τις οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

          Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 303 Α.Κ. με εκείνες των άρθρων 473-477 Κ.Πολ.Δ., οι οποίες δεν καθιερώνουν ειδική διαδικασία, αλλά εισάγουν ειδικές ρυθμίσεις στην δίκη λογοδοσίας στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας (βλ. Κρητικός σε Α.Κ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 303, § 25), προκύπτει ότι εκείνος που από οποιαδήποτε αιτία είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση (π.χ. εντολή, εταιρεία) ή από οιονεί σύμβαση (διοίκηση αλλοτρίων) ή και από διάταξη τελευταίας βουλήσεως διαχειρίζεται ξένη ολικά ή μερικά περιουσία (ή έστω και μία υπόθεση), που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει σε εκείνον που του ανέθεσε την διαχείριση (δεξίλογο) (ΑΠ 1592/2018, ΑΠ 360/2014, ΕφΠειρ 306/2018, ΠΠΗρακλ 29/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υποχρέωση δηλαδή για λογοδοσία μπορεί να γεννηθεί από οποιαδήποτε έννομη σχέση (ενοχικού ή εμπραγμάτου ή άλλου δικαιώματος). Εκτός από την παραπάνω διάταξη, τόσο στον Α.Κ. όσο και σε άλλους νόμους υπάρχουν ειδικές διατάξεις που επιβάλουν την υποχρέωση λογοδοσίας, συνδέοντάς τη με ορισμένη ιδιότητα του υπόχρεου προσώπου και ορισμένο έργο που αυτό άσκησε, όπως π.χ. στο άρθρο 685 Α.Κ. του εργολάβου απέναντι στον εργοδότη, στο άρθρο 718 Α.Κ. του εντολοδόχου απέναντι στον εντολέα, στο άρθρο 1032 Κ.Πολ.Δ. του διαχειριστή που διορίστηκε με απόφαση που διέταξε κατά το άρθρο 1022 Κ.Πολ.Δ. την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στο άρθρο 23 Κ.Ι.Ν.Δ. του διαχειριστή συμπλοιοκτησίας απέναντι σε καθέναν από τους συμπλοιοκτήτες κ.λ.π. Με βάση δε την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων που θεσπίζεται από το νόμο (άρθρο 361 Α.Κ.), μπορεί να συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρέωση για λογοδοσία και πέραν από τις περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο (Α.Π. 193/1976, Νο.Β. 24, 718, Π.Π.Πειρ. 905/1994, Ε.Ν.Δ. 22, 409). Περαιτέρω όμως η διάταξη του άρθρου 303 Α.Κ. είναι ανεφάρμοστη στις περιπτώσεις που η υποχρέωση για λογοδοσία ρυθμίζεται ειδικά και αποκλειστικά από άλλες διατάξεις, όπως π.χ. του άρθρου 22 παρ. 1 Ν. 3190/1955 περί Ε.Π.Ε. (Εφ.Πειρ. 168/1990, Ελλ.Δνη 33, 405, Εφ.Θεσ. 6115/1975, Αρχ.Ν. 27, 70) και Ν. 2190/1920 περί Α.Ε., καθόσον αφορά το Δ.Σ. της Α.Ε. απέναντι στους μετόχους της, όπου δεν υπάρχει υποχρέωση για λογοδοσία (Π.Π.Αθ. 1263/1972, Νο.Β. 21, 669). Εξάλλου, για τη θεμελίωση αξίωσης παροχής λογοδοσίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) να πρόκειται για διαχείριση ξένης περιουσίας. Η διαχείριση δυνατόν να στηρίζεται, σύμφωνα και με όσα ήδη αναφέρθηκαν, στο νόμο, σε σύμβαση (εντολή, εταιρία, κ.λ.π. – βλ. ΑΠ 1184/1980, Νο.Β. 29, 543, ΑΠ 193/1976, Νο.Β. 24, 718), σε οιονεί σύμβαση (διοίκηση αλλοτρίων –βλ. ΠΠΙωαν. 169/1985, Αρμ. 1985, 731), σε διάταξη τελευταίας βουλήσεως ή, και κατά μια άποψη, να ενεργήθηκε και αυτοκλήτως ακόμη επί ιδίω κέρδη του διαχειριστή (Κασίμη-Κιτσικοπούλου, Πανδέκτης Αστικού Δικαίου, Τομ. 3, σ. 2668 επ.), β) η υπόθεση να είναι ξένη είτε στο σύνολό της, είτε κατά ένα μέρος (ΑΠ 1184/1980, Νο.Β. 29, 543).Εάν  ο δοσίλογος δεν πείθεται εκουσίως να προβεί σε λογοδοσία εξαναγκάζεται σε τούτο από το Δικαστήριο κατόπιν σχετικής αγωγής εκείνου που του ανέθεσε την λογοδοσία (δεξίλογου). Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αυτής αρκεί το γεγονός ότι ο δοσίλογος διαχειρίστηκε υπόθεση ολικά ή μερικά του δεξιλόγου με βάση οποιοσδήποτε μεταξύ τους έννομη σχέση και ότι η διαχείριση αυτή, συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες (ΑΠ 360/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 977/1997 ΝοΒ 46. 347, ΕφΑΘ 5884/2001 ΕλλΔνη 43. 836, ΕφΘεσ 109/2004 ΕπισκΕΔ 2004. 475, ΜΠΘες 1154/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Η αγωγή λογοδοσίας υπάγεται κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κατ’ εξαίρεση όμως, αν η αγωγή περί λογοδοσίας περιέχει και αίτημα περί καταβολής εικαζομένου ελλείμματος και ορίζεται αυτό, η αρμοδιότητα καθορίζεται βάσει του ποσού του αιτουμένου εικαζομένου ελλείμματος (ΠΠρΙωαν 169/1985 Αρμ 1985.731).Εξάλλου, στην αγωγή λογοδοσίας, εκτός από το αίτημα περί λογοδοσίας, μπορεί να περιληφθεί και αίτημα περί καταβολής του υπολοίπου του λογαριασμού, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, σύμφωνα με το άρθρο 490 ΚΠολΔ, να προσδιοριστεί τούτο στο δικόγραφο της αγωγής. Ειδικότερα, στην αγωγή λογοδοσίας μπορεί να σωρευθεί όμως, εκτός από το αίτημα καταβολής του καταλοίπου (χωρίς να χρειάζεται να προσδιορίσει αυτό στο δικόγραφο της αγωγής, κατά παρέκκλιση των ορισμών του άρθρου 216   και αίτημα καταβολής ορισμένου ελλείμματος, αν δεν κατατεθεί ο λογαριασμός ή ο κατάλογος με τα δικαιολογητικά. Το αίτημα αυτό διαφοροποιείται από το αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού. Ενώ λοιπόν το αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου συνέχεται με την κατάθεση του λογαριασμού και μπορεί να συγκεκριμενοποιείται κατά το στάδιο που θα επακολουθήσει, το αίτημα για την καταβολή του πιθανολογούμενου (εικαζόμενου) ελλείμματος, αποτελεί ιδιότυπο (πρόσθετο) μέσο εξαναγκασμού του οφειλέτη και πρόσθετο μέσο εκτέλεσης, το οποίο συντρέχει με τα μέσα εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ. Το μέσο αυτό διατάζεται από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του ενάγοντα, και αποσκοπεί όπως και τα μέσα εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ να κάμψει την άρνηση του οφειλέτη να καταθέσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας το λογαριασμό ή τον κατάλογο των στοιχείων, πράξη η οποία δεν μπορεί να επιχειρηθεί από τρίτο πρόσωπο. Από τα παραπάνω σε συνδυασμό και με το άρθρο 216 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, στην περίπτωση που ο δεξίλογος με την αγωγή του σωρεύει και αίτημα (καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό) για καθορισμό συγκεκριμένου ελλείμματος ή καταλοίπου του λογαριασμού, θα πρέπει για το ορισμένο του αιτήματος αυτού, να επικαλείται σε αυτήν περιστατικά που να δικαιολογούν την επιδίκαση του (π.χ. πράξεις που ενήργησε ο δοσίλογος στα πλαίσια της γενομένης από αυτόν διαχείρισης και το ποσό της δαπάνης στην οποία υποβλήθηκε γι`αυτές, καθώς και τις γενόμενες δαπάνες), κάτι που δεν απαιτείται να γίνει λεπτομερειακά (αφού πρόκειται για κονδύλια κατ` αρχήν άγνωστα στον ενάγοντα), αλλά αρκεί μια γενική περιγραφή τους, ώστε να διαταχθούν σχετικές αποδείξεις και να προσδιορισθεί το κατάλοιπο (ΕφΠατρ215/2003 ΑΧΑΝΟΜ 2004.224, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ, 2000, άρθρο 473 παρ. 8, σελ. 839, Μ. Μαργαρίτης/Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2012, τόμος I, άρθρο 473 αριθμ. 6, σελ. 812). Πλέον συγκεκριμένα, η σχετική δίκη λογοδοσίας διέρχεται δύο στάδια καθώς και ένα άλλο, που μεσολαβεί μεταξύ των δύο τούτων και είναι προπαρασκευαστικό του δευτέρου σταδίου κατά τα άρθρα 473 επ. του ΚΠολΔ, Σε ένα πρώτο στάδιο, λαμβάνει χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου η συζήτηση της ως άνω αγωγής κατά τις γενικές διατάξεις, κατά την οποία ερευνάται εάν υπάρχει υποχρέωση του εναγομένου για λογοδοσία, που να προκύπτει είτε από το άρθρο 303 του ΑΚ είτε από άλλη διάταξη νόμου, ο δε εναγόμενος μπορεί να αμφισβητήσει την υποχρέωσή του για λογοδοσία ή να αντιτάξει προς άμυνα κατά της αγωγής ενστάσεις, σχετικά με την υποχρέωσή του προς λογοδοσία (λ.χ. ότι απαλλάχθηκε από την υποχρέωσή του για λογοδοσία ή ότι εγκρίθηκε από το δεξίλογο, έστω και σιωπηρά, εξώδικη λογοδοσία του·(βλ. ΑΠ 978/1997 ΕλλΔνη 39.110, Εφθεσ 185/1998 ΕλλΔνη 39.1390, ΠΠρΠειρ 359/2006 ΝοΒ 2006.440). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι λογοδότησε εξωδίκως προς τον ενάγοντα πριν από την άσκηση της αγωγής, με τη θέση υπόψη του των σχετικών λογαριασμών της όλης διαχείρισης, τους οποίους αναγνώρισε αυτός και παραδέχτηκε ότι έχουν καλώς, αποτελεί ανατρεπτική ένσταση για την αγωγή λογοδοσίας, καθόσον η εξώδικη λογοδοσία αν γίνει αποδεκτή από το δεξίλογο συνιστά σύμβαση απόλυτα έγκυρη και ισχυρή λόγω του απαλλοτριωτού των ιδιωτικών δικαιωμάτων, η οποία απαλλάσσει το δοσίλογο από την υποχρέωση να λογοδοτήσει εκ νέου και καθιστά απαράδεκτη την για την λογοδοσία αγωγή. Η έγκριση του λογαριασμού μπορεί να γίνει και σιωπηρώς, εφόσον συνάγεται από περιστατικά που υποδηλώνουν αναμφίβολα την πρόθεση έγκρισης. (Α.Π.977/1997 ΝοΒ 46, σελ. 347 Εφ.Πειρ. 1246/1997 ΝοΒ 46, σελ.793). Περαιτέρω, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται (ΑΠ 1263/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η γενική υποχρέωση για εξώδικη ή δικαστική λογοδοσία εκείνου στο πρόσωπό του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις του νόμου και ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση λογοδοσίας, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και τα έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, ακόμη δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον η έκθεση τους συνηθίζεται, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στον δεξίλογο πλήρης εικόνα της υπόθεσης, που διαχειρίστηκε αυτός (δοσίλογος) και να διευκολύνεται έτσι ο έλεγχος των επί μέρους κονδυλίων (ΑΠ 1122/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ5224/2008 ΕλλΔνη 51.825). Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε ο δοσίλογος, δεν είναι σαφής, ορισμένος και λεπτομερειακός, για όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσίλογου για ανακοίνωση του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473 – 477 ΚΠολΔ (ΑΠ 977/1997 ΕλλΔνη 39.110, ΑΠ 934/1995 ΝοΒ 1997.1106, ΑΠ 526/1992 ΕλλΔνη 34.1477). Αν ο εναγόμενος δεν καταθέσει το λογαριασμό, η απόφαση που έχει εκδοθεί γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας και, όταν τελεσιδικήσει, μπορεί να εκτελεστεί ως προς τις διατάξεις της για τη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση. Αν, όμως, ο εναγόμενος συμμορφωθεί προς την απόφαση και καταθέσει λογαριασμό ή κατάλογο με όλα τα σχετικά έγγραφα (για την κατάθεση τους συντάσσεται έκθεση, τα δε έγγραφα και τα δικαιολογητικά τοποθετούνται στο φάκελο της δικογραφίας), η δίκη προχωρεί στο δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο οι διάδικοι υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, προσδιορίζουν σαφώς τα κονδύλια του λογαριασμού ή τα στοιχεία του καταλόγου, τα οποία αμφισβητούν, τις ελλείψεις ή τις παραλείψεις τους και γενικά προβάλλουν όλα τα μέσα επίθεσης και άμυνας που αφορούν το λογαριασμό ή τον κατάλογο (άρθρο 475 παρ. 2 ΚΠολΔ) και εν τέλει εκδίδεται επ’ αυτών όλων οριστική απόφαση που επιλύει τη διαφορά (η οριστική αυτή απόφαση κατά το δεύτερο στάδιο ακολουθεί, όπως είναι εύλογο, μόνον εφόσον στην αγωγή για τη λογοδοσία περιέχεται και αίτημα για καταβολή του καταλοίπου, άνευ του οποίου (αιτήματος) είναι άσκοπη κάθε περαιτέρω διαδικαστική πράξη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, δεδομένου ότι (η πράξη αυτή) δεν μπορεί να οδηγήσει και να καταλήξει, ελλείψει αιτήματος, στην έκδοση απόφασης που θα έχει διατακτικό διάφορο και επωφελέστερο για τον ενάγοντα από εκείνο της απόφασης, που προηγήθηκε και διέταξε τη λογοδοσία, πρβλ. ΕφΑθ 512/1983 Αρμ 37.959, ΠΠρΑθ 1901/1979 ΕλλΔνη 20.380, ΜΠρΡεθ 63/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ, Μπέη, ΕρμΚΠολΔ, υπό άρθρο 477 παρ. 2, σελ. 1776). Συνοψίζοντας επομένως τα ανωτέρω, αν ο εναγόμενος (διαχειριστής) έχει υποχρέωση για λογοδοσία και αν τούτο συνομολογείται ή αποδεικνύεται, το Δικαστήριο εκδίδει μη οριστική απόφαση, που διατάζει λογοδοσία και ορίζει συγχρόνως την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί στην γραμματεία του Δικαστηρίου, συντασσομένης σχετικής εκθέσεως, ο λογαριασμός ή ο κατάλογος με τα σχετικά δικαιολογητικά, ο οποίος πρέπει να περιέχει σαφή και ορισμένη αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων και το προκύπτον από την αντιπαράθεση αυτή, ώστε να παρέχεται στον δεξίλογο μία πλήρης εικόνα της διαχείρισης του δοσιλόγου και να διευκολύνεται έτσι ο σχετικός έλεγχος ( βλ. Κρητικός σε Α.Κ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 303, § 13). Συγχρόνως δε με την απόφαση απαγγέλονται και εξαναγκαστικά μέτρα σε βάρος του εναγομένου (διαχειριστή), κατ’ άρθρο 946 § 1 Κ.Πολ.Δ., χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως για την περίπτωση απειθείας του, αν δηλαδή αυτός δεν συμμορφωθεί με την απόφαση και δεν καταθέσει εντός της προθεσμίας που τάχθηκε, τον λογαριασμό με τα σχετικά δικαιολογητικά που τον συνοδεύουν. Επίσης όταν αμφισβητούνται τα κονδύλια του λογαριασμού [άρθρο 475 παρ.2 ΚΠολΔ] εκδίδεται μη οριστική απόφαση που υποχρεώνει τον ενάγοντα – δεξίλογο να αποδείξει τις εισπράξεις και τον εναγόμενο – δοσίλογο, τις δαπάνες και την αναγκαιότητά τους, μετά δε τη διεξαγωγή των αποδείξεων εκδίδεται οριστική απόφαση και η διαφορά επιλύεται. Συνεπώς απαραίτητη προ υπόθεση για την επακολούθηση του δευτέρου σταδίου, είναι η τήρηση της προδικασίας του από τον εναγόμενο – δοσίλογο, δηλαδή η τήρηση της υποχρέωσης προς λογοδοσία που υλοποιείται με την κατάθεση του λογαριασμού και των σχετικών εγγράφων [ΠΠρΘεσ 3026/1980 ΕλλΔνη 22.568].Σε όλες, πάντως, τις παραπάνω περιπτώσεις, η λογοδοσία για να οδηγεί στην κατάλυση της αγωγικής αξίωσης και την προσήκουσα εκπλήρωση της ενοχικής υποχρέωσης λογοδοσία, πρέπει να μην είναι ατελής (ΑΠ 977/1997 ό.π.), πράγμα που σημαίνει ότι ο λογαριασμός πρέπει να είχε συνταχθεί κατά τις απαιτήσεις του νόμου, η αντιπαράθεση δε των κονδυλίων σε αυτόν πρέπει να ήταν σαφής και ορισμένη και κατά το δυνατό λεπτομερειακή, για όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, ώστε να παρέχεται στο δεξίλογο μια πλήρης εικόνα της διαχείρισης του δοσίλογου και για να μπορεί ο πρώτος να ελέγξει τα κονδύλια και να εγκρίνει ή να αμφισβητήσει μερικά ή και όλα αυτά, το δε δικαστήριο να τα ερευνήσει, διατάζοντας αποδείξεις, αν απαιτείται, σε βάρος των διαδίκων (έτσι ρητά ΑΠ 1122/2006 ό.π., ΑΠ 934/1995 ΝοΒ 1997,1106, πρβλ. και ΕφΑΘ 2310/1975 Αρμ 1975,678, ΠΠρΛαρ 102/2001 Δικογρ 2001,320). Ο σχετικός δε ισχυρισμός του δοσίλογου εναγομένου για την εκ μέρους του εκπλήρωση της υποχρέωσης λογοδοσίας συνιστά ένσταση καταλυτική της σχετικής αγωγής, η απόδειξη της οποίας βαρύνει τον ίδιο (Βλ. Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, υπό άρθρο 303, αρ. 15, ΕφΠατρ 833/2003 ΔΕΕ 2004,764, ΕφΠειρ 1246/ 1997 ό.π., ΕφΑΘ 6786/1979 ΝοΒ 28,809, ΠΠρΠειρ 367/1990 ό.π., ΠΠρΒερ 72/1975 ΑρχΝ 1976,75). Η ένσταση αυτή για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχει τα απαιτούμενα για την κατάρτιση της πιο πάνω συμβάσεως στοιχεία, δηλαδή ότι ο ενάγων δεξίλογος ενέκρινε τον λογαριασμό που του ανακοίνωσε ο εναγόμενος και αναγνώρισε έτσι το αποτέλεσμα τούτου. Αναφορά των κονδυλίων του λογαριασμού που εγκρίθηκε δεν απαιτείται, αφού η εν λόγω ένσταση στηρίζεται, όπως εκτέθηκε, στη συμφωνία των μερών ότι θα ισχύει εφεξής μόνο το αποτέλεσμα του λογαριασμού και συνακόλουθα ότι δεν θα επανέλθουν οι συμβαλλόμενοι στα επί μέρους κονδύλια τούτου. Διευκρινίζεται ότι η παροχή εξώδικης λογοδοσίας δεν αρκεί από μόνη της για να αποκλεισθεί η δικαστική λογοδοσία- αντίθετα, όπως έχει κριθεί, μόνον η έγκριση της λογοδοσίας αυτής (εξώδικης) καθιστά περιττή και απαράδεκτη την αγωγή λογοδοσίας (Βλ. Κιτσικόπουλο, Πολιτική Δικονομία, σελ. 6237, παρ. 106 και 109 εδ. β`, Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, υπό άρθρο 303, αρ. 15, ΕφΠατρ 833/2003 ΔΕΕ 2004,764, ΕφΠειρ 1246/ 1997 ό.π., ΠΠΑ 2725/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

          ΙΙ. Συνήθης μορφή ναυτιλιακής δραστηριότητας είναι και εκείνη που ο επιχειρηματίας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς με άλλα πρόσωπα μία ή περισσότερες ανώνυμες εταιρείες ή εταιρείες περιορισμένης ευθύνης στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε άμεσα προσωπικά είτε αναθέτοντας τη διαχείρισή τους σε άλλη εταιρεία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για το λόγο αυτό και ενεργεί κατ’ εντολή και για λογαριασμό τους. Στην εταιρεία τη διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα ανατίθεται τόσο η τεχνική διαχείριση τούτων, δηλαδή η μέριμνα της συντηρήσεως του εξοπλισμού και επανδρώσεώς τους όσο και η εμπορική διαχείριση τούτων δηλαδή η επιμέλεια της εκναυλώσεως, εισπράξεως ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της εξαγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων. Η πλοιοκτήτρια δηλαδή εταιρεία είναι, κατ’ άρθρο 211 του ΑΚ, το υποκείμενο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που συνάπτει η διαχειρίστρια υπό την ιδιότητά της αυτή, είναι δηλαδή η διαχειρίστρια εταιρεία γενικός εντολοδόχος της πλοιοκτήτριας εταιρείας (ή της εφοπλίστριας) και αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας κλπ) για λογαριασμό της οποίας ενεργεί. Ο διαχειριστής προβαίνει σε υλικές ή νομικές πράξεις που αφορούν στην εκμετάλλευση πλοίου στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη. Όταν ο πλοιοκτήτης θέλει να εκναυλώσει το πλοίο του συνήθως αναθέτει στον διαχειριστή να έλθει σε επαφή με έναν ναυλομεσίτη που διαμεσολαβεί στην σύναψη της ναύλωσης φέροντας σε επαφή τον πελάτη του (υποψήφιο ναυλωτή) με τον πλοιοκτήτη (μέσω του διαχειριστή). Επίσης, στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας και μεσιτείας. Η μεσιτεία εμπορικών συναλλαγών, η οποία είναι άτυπη, ιδιόρρυθμη και ατελώς ετεροβαρής σύμβαση παροχής προσωπικών υπηρεσιών, κυριαρχείται από τη σχέση εμπιστοσύνης και το στοιχείο της ουδετερότητας του μεσίτη τόσο έναντι του μεσιτικού εντολέα όσο και έναντι του τρίτου ενδιαφερόμενου για τη σύναψη της σκοπούμενης κύριας σύμβασης και διέπεται από τις διατάξεις για τη μεσιτεία των άρθρων 703 επ. του ΑΚ και συμπληρωματικά από τις διατάξεις για την εντολή των αρ. 713 επ. του ΑΚ (ΕφΠειρ 919/2002 ΕΕμπΔ 2002,876). Ο μεσίτης αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει, ώστε να συναφθεί από το μεσιτικό εντολέα και τον ενδιαφερόμενο τρίτο σύμβαση με αντικείμενο που εμπίπτει στο χώρο των εμπορικών συναλλαγών. Η διαμεσολάβηση περιλαμβάνει κάθε παρεμβατική ενέργεια για την κατάρτιση της συμβάσεως (λ.χ. διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, κανονισμό συναντήσεων των υποψηφίων συμβαλλομένων κ.λπ.). Ο μεσίτης δεν είναι ούτε άγγελος, ούτε αντιπρόσωπος του μεσιτικού εντολέα. Σε αντίθεση με την άμεση αντιπροσώπευση η οποία αποτελεί όργανο στα χέρια του αντιπροσώπου για τη δικαιοπρακτική δέσμευση του αντιπροσωπευόμενου έναντι τρίτων, η μεσιτεία αποτελεί εσωτερική σχέση (άρθρο 703 ΑΚ). Επομένως ο μεσίτης δεν εκπροσωπεί τον εντολέα του ούτε ενεργεί επ’ ονόματι του, εκτός αν αυτός του χορήγησε επιπροσθέτως πληρεξουσιότητα (βλ. σχετ. Γεωργιάδη- Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ κατ’ άρθρο ερμηνεία, κάτω από τα αρ. 211 και 703 σελ. 357 αρ. 32 και 696 αρ. 7, αντίστοιχα, Δ. Φίλιο, Ενοχ. Δικ. Ειδικό Μέρος εκδ. 1997 παρ 90, ΑΠ 58/1975 ΝοΒ 23, 879, ΕφΝαυπλ513/2000 ΝοΒ 49, 1321). Δεν αποκλείεται επομένως ο μεσίτης να έχει πληρεξουσιοδοτηθεί από τον εντολέα να συνάψει ο ίδιος την κύρια σύμβαση, δηλαδή να αποδεχθεί αυτός στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του την προσφορά του αντισυμβαλλόμενου τρίτου, οπότε ο μεσίτης έχει την ιδιότητα του άμεσου αντιπροσώπου του μεσιτικού εντολέα.  Πλέον συγκεκριμένα, ο ναυλομεσίτης (sea broker) είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος (άρθρο 1 ΕμπΝ και 2 εδ. δ` ΝΔ αρμοδιότητος εμποροδικείων). Αυτός συνήθως, μεσολαβεί μόνον και δεν μετέχει στην κατάρτιση της συμβάσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων, τους οποίους απλώς φέρνει σε επαφή, οπότε και δεν ευθύνεται για την καλή εκτέλεση αυτής (ΕφΠειρ 456/2000 Ναυτική Δικαιοσύνη 4 [2001], σελ. 425). Όπως προαναφέρθηκε, η σύμβαση (ναυλο)μεσιτείας είναι άτυπη και ετεροβαρής σύμβαση βασιζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 703 ΑΚ. Με βάση τη διάταξη αυτή ο ναυλομεσίτης έχει αξίωση για αμοιβή, ευθύς μόλις καταρτισθεί έγκυρα, η σύμβαση της ναύλωσης για την οποία διαμεσολάβησε ή υπέδειξε την προς τούτο ευκαιρία (πρβλ. ΑΠ 333/1999 ΕλΔ 40,173S, βλ. και ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 26,420), χωρίς η αμοιβή του αυτή να εξαρτάται πολλές φορές από την εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης ή της πρότερης απόληψης του ναύλου από τον εκναυλωτή. Μερικές φορές, ο ναυλομεσίτης που εξυπηρετεί μία ή και περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ή εμπόρους, δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τους ενδιαφερομένους, αλλά παίρνει μέρος και στην κατάρτιση της συμβάσεως, ήτοι, ενεργεί πράξεις ή δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του πλοιοκτήτη, όπως π.χ. όταν εισπράττει ολόκληρο το ναύλο, με σκοπό να τον αποδώσει σε αυτόν. Στην περίπτωση αυτή, έχει υποστηριχθεί ότι  ενεργεί κατ` ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο (βλ. Αλίκη Κιάντου – Παμπούκη, ό.π., σελ. 301, Καραβά, Εμπορικόν Δικαιον 1, 1947, παρ. 226 σελ. 232 επ., ΕφΠειρ 237/2000 Επισκ. ΕΔ 2000, σελ. 785, 793 επ. με παρατηρήσεις Κιάντου -Παμπούκη και σχόλια Ι. Κοροτζή, κάτω από την ΕφΠειρ 456/2000 σε Ναυτική Δικαιοσύνη 4 (2001), σελ. 428-429), ήτοι ευθύνεται όπως ο ναυτικός πράκτορας και υποχρεούται απέναντι στον εντολέα του (συνήθως πλοιοκτήτη) να εκτελεί τα καθήκοντά του με κάθε επιμέλεια, ευθυνόμενος για κάθε πταίσμα. Ο κανόνας αυτός προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 1 ΠΔ 213/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους αλλά και στις διατάξεις που αφορούν άλλες συγγενείς συμβάσεις, όπως είναι το άρθρο 652 παρ. 1 ΑΚ για τη μίσθωση. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 719, 721 ΑΚ και 375 ΠΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά κατά την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές ή με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του.

Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα  εκθέτει ότι  δυνάμει της από 10-3-2015 έγγραφης σύμβασης που συνήψε με την πρώτη εναγομένη εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της μεσιτείας ναυλώσεως σκαφών αναψυχής και της διαχείρισής τους και της οποίας διαχειριστής είναι ο δεύτερος εναγόμενος, ανέθεσε στην πρώτη εναγομένη την προώθηση , την  μεσιτεία ναυλώσεως και  εν γένει την διαφημιστική προώθηση για την προσέλκυση πελατείας  του σκάφους αναψυχής πλοιοκτησίας της (ενάγουσας) με το όνομα …» με διεθνές σήμα … νηολογίου Πειραιά με αριθμό …. Ότι η διάρκεια της από 10-3-2015 σύμβασης συμφωνήθηκε για ένα (1) έτος, ανανεώθηκε τον Μάρτιο του 2016 , παρατάθηκε μέχρι το 2017 , ότε και διακόπηκε .Ότι μέχρι την διακοπή της ως άνω σύμβασης, το έτος 2017 η πρώτη εναγομένη προσέφερε ίδιες υπηρεσίες και για το έτερο σκάφος πλοιοκτησίας της ιδίας (της ενάγουσας), ήτοι για το σκάφος αναψυχής με το όνομα … ΙΙ» με διεθνές σήμα … νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….Ότι μεταξύ των συμφωνηθέντων , προβλέφθηκε : στους όρους 1.1.μέχρι 1.4. της σύμβασης ότι υποχρεούται η πρώτη εναγομένη να προωθεί το σκάφος για ναύλωση μέσω του εσωτερικού τμήματος των μεσιτών της και μέσω συνεργαζόμενων ναυλομεσιτικών εταιρειών, να ενημερώνει τη διεθνή κοινότητα για την διαθεσιμότητα του σκάφους και τα στοιχεία του και του πληρώματός του, να διαφημίζει και να προωθεί με ποικίλους τρόπους το σκάφος στον Τύπο και στις συνεργαζόμενες εταιρείες , στον όρο 1.5. ότι υποχρεούται η πρώτη εναγομένη να ολοκληρώνει εκ μέρους της (ενάγουσας) τα ναυλοσύμφωνα, να συλλέγει το συνολικό ναύλο και να αποδίδει τον αναλογούντα καθαρό ναύλο σε αυτή (ενάγουσα) και στον όρο  1.7 ότι δικαιούται η πρώτη εναγομένη να λαμβάνει ως αμοιβή  5% της συνολικής αξίας του ναύλου για διαχείριση ναυλώσεων είτε από το εσωτερικό τμήμα των μεσιτών  της πρώτης εναγόμενης  ή από άλλη ναυλομεσιτική εταιρεία ή ναυλομεσίτη του εξωτερικού , 5% της συνολικής αξίας του ναύλου για τις διεκπεραιωθέισες ναυλώσεις που προέρχονταν από άλλη ελληνική ναυλομεσιτική εταιρεία και 15 % της συνολικής αξίας του ναύλου για διεκπεραιωθείσες ναυλώσεις που προέρχονταν από άλλη ναυλομεσιτική εταιρεία του εξωτερικού . Περαιτέρω ότι η πρώτη εναγομένη για τα έτη 2015 και 2016 είχε αναλάβει να προβαίνει εκ μέρους της (ενάγουσας) να προβαίνει σε πληρωμές μισθών του πληρώματος του σκάφους και σε πάσης φύσεως εξόδων. Ότι κατά τους τελευταίους μήνες ισχύος της μεταξύ τους σύμβασης (η ενάγουσα) διαπίστωσε ότι οι ναυλώσεις στις οποίες διαμεσολαβούσε η πρώτη εναγομένη διεκπεραιώνονταν τις περισσότερες φορές μέσω ναυλομεσιτών του εξωτερικού με αποτέλεσμα το ποσοστό της μεσιτικής αμοιβής να είναι σταθερά υψηλό και σε ικανό αριθμό αυτών να μην συνοδεύονται από τα σχετικά παραστατικά και τιμολόγια των ναυλομεσιτικών εταιρειών του εξωτερικού, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ειδικότερα ότι για τα έτη 2015-2017 η πρώτη εναγομένη διεκπεραίωσε τις  συνολικά σαράντα δύο (42) αναφερόμενες αναλυτικά στην αγωγή ναυλώσεις, στις πλείστες των οποίων οι τιμολογηθείσες προμήθειες είναι ασαφείς και αόριστες και δεν ανταποκρίνονται στις συμβατικές και συμφωνηθείσες χρεώσεις, σε αρκετές εξ αυτών ελλείπουν τα σχετικά παραστατικά και τιμολόγια των συνεργαζόμενων κυρίως ναυλομεσιτικών εταιρειών κυρίως του εξωτερικού και κυρίως  ότι το έτος 2017 τα προσκομιζόμενα από την πρώτη εναγομένη παραστατικά και τιμολόγια  των συνεργαζόμενων ναυλομεσιτικών εταιρειών του εξωτερικού  φαίνονται πως δεν ακολουθούν τους τύπους των τιμολογίων, θα μπορούσαν να έχουν εκτυπωθεί από υπολογιστή και δεν φέρουν διακριτή υπογραφή από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ναυλομεσιτικής εταιρείας. Περαιτέρω ότι η πρώτη εναγομένη υπέγραφε ναυλοσύμφωνα εκ μέρους αυτής  (της ενάγουσας) χωρίς να έχει λάβει σχετική εξουσιοδότηση από τη νόμιμο εκπρόσωπό της  και ότι  πρώτη εναγομένη είχε παρασκευάσει χωρίς εξουσιοδότηση κάποιες σφραγίδες  της καθώς οι εταιρικές σφραγίδες που χρησιμοποιούσε η πρώτη εναγομένη επί των ναυλοσυμφώνων δεν ήταν οι εταιρικές σφραγίδες της ιδίας (της ενάγουσας). Τέλος ότι παρότι μετά την υπογραφή των ναυλοσυμφώνων η πρώτη εναγομένη τα έστελνε στον λογιστή της (ενάγουσας) , οι ασαφείς και αόριστες προμήθειες που χρέωνε καθιστούσαν αδύνατη την έγκριση των λογαριασμών ενώ ότε τον Ιούλιο του 2017 της ζήτησε (η ενάγουσα) το λόγο που σχεδόν όλα τα ναυλοσύμφωνα διεκπεραιώνονταν μέσω τρίτων εταιρειών και δη του εξωτερικού δεν έλαβε καμία απάντηση. Επίσης ότι παρότι από το 2016 η πρώτη εναγομένη είχε εγκαταστήσει λογισμικό ναύλωσης σκαφών και παρακολούθησης , επειδή το λογισμικό περιείχε άλλα ποσά από τα καταγεγραμμένα στα τιμολόγια και σπανίως λειτουργούσε, ήταν αδύνατη η παρακολούθηση αυτών από την ίδια (την ενάγουσα). Επικαλούμενη ότι  παρότι η πρώτη εναγομένη είχε αναλάβει την διαχείριση των πλοίων της τα έτη 2015 και 2016 και την διαμεσολάβηση στη ναύλωση των πλοίων της, ήτοι την εν γένει τακτοποίηση της λειτουργίας των πλοίων πληρώνοντας τα έξοδα λειτουργίας τους και αποδίδοντάς της το υπόλοιπο του ναύλου , επομένως ότι είχε τη διαχείριση ξένης υποθέσεως έχοντας δικαίωμα εισπράξεων και υποχρέωση αποδόσεως του πλέον του ποσού των ναύλων ποσό , η διαχείριση αυτή ήταν πλημμελής και μέχρι σήμερα δεν είναι σαφής η εικόνα των εσόδων και εξόδων της, ότι το πιθανολογούμενο έλλειμμα σύμφωνα με τα αναγραφόμενα ποσά των ναυλοσυμφώνων κατά τους υπολογισμούς που αναλυτικώς προβαίνει στη σελίδα 20 της αγωγής (η ενάγουσα) για τα έτη 2015-2017 ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 63.923,29 ευρώ και ότι παρά τις επανειλημμένες γραπτές και προφορικές αιτήσεις της (ενάγουσας) από τον δεύτερο εναγόμενο-διαχειριστή της πρώτης Μ. Γ. για λογοδοσία, υπήρξε άρνηση εκ μέρους των εναγομένων να της εξηγήσουν τις πλημμέλειες που εντόπισε (η ενάγουσα) στη τιμολόγηση των υπηρεσιών της (εναγομένης) και των σχετικών προμηθειών των τρίτων εταιρειών και να της παραδώσουν όλα τα σχετικά παραστατικά και αποδείξεις ώστε να διασαφηνίσει τις χρεώσεις και πλήρη κατάλογο εσόδων εξόδων για τις δαπάνες λειτουργίας των πλοίων των ετών 2015-2016, με βάση το ιστορικό αυτό , η ενάγουσα ζητεί : 1) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να παράσχει λογοδοσία και ειδικώτερα να υποχρεωθεί εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την επίδοσή της εκδοσησομένης απόφασης να καταθέσει στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου : α) λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή από τη διαχείριση της για τους ναύλους του σκάφους αναψυχής με το όνομα … με διεθνές σήμα … «νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό … από το Μάρτιο του 2015 μέχρι και το έτος 2017  και του σκάφους αναψυχής με το όνομα « … ΙΙ» με διεθνές σήμα … νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό 11 601 για το έτος 2017, σε σχέση με όλες τις ναυλώσεις των σκαφών στην περίοδο αυτή και συγκεκριμένα πόσοι ναύλοι εισπράχθηκαν, για ποιά ναύλωση εισπράχθηκε κάθε ναύλος, ποιά ήταν τα έξοδα λειτουργίας των πλοίων τα έτη 2015 και 2016, σε ποιές τρίτες εταιρείες κατεβλήθησαν αμοιβές επί των ναύλων και β)  να επισυνάψει στο λογαριασμό τα δικαιολογητικά που συνηθίζονται για τα έσοδα και έξοδα του ανωτέρω λογαριασμού με κατάλογο των δικαιολογητικών αυτών- ενδεικτικά και όχι περιοριστικά τιμολόγια που αφορούν τις πληρωμές για τη λειτουργία των πλοίων, τραπεζικά εμβάσματα για τις ανωτέρω πληρωμές ,τιμολόγια τρίτων εταιρειών που μεσολάβησαν στις ναυλώσεις , αποδεικτικά τραπεζικών συναλλαγών, πληρωμών, εισπράξεων, εμβασμάτων, εντολών στις συνεργαζόμενες ναυλομεσιτικές εταιρείες του εσωτερικού και του εξωτερικού- και να συνταχθεί από τη Γραμματέα η σχετική έκθεση καταθέσης , 2) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη σε καταβολή του κατάλοιπου του λογαριασμού και δη του ποσού για το οποίο μετά την απόδοση και εκκαθάριση του λογαριασμού θα κριθεί οφείλεται με το νόμιμο τόκο μέχρι την εξόφληση, 3) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη στην περίπτωση που αυτή δεν καταθέσει εμπρόθεσμα στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού το λογαριασμό ή τον κατάλογο με τα δικαιολογητικά να της καταβάλει ως πιθανολογούμενο έλλειμμα το ποσό των 63.923,29 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 473 ΚΠολΔ, 4) να καταδικαστεί η πρώτη εναγομένη σε χρηματική ποινή 50.000 ευρώ και να διαταχθεί προσωπική κράτηση του δεύτερου εναγομένου μέχρι ενός (1) έτους σύμφωνα με το άρθρο 946 ΚΠολΔ και 5)να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην  εν γένει δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω με τις προτάσεις της, επικαλούμενη την εφαρμογή του άρθρου 224 ΚΠολΔ, η ενάγουσα δήλωσε ότι προβαίνει σε διόρθωση της επωνυμίας της πρώτης εναγομένης στο ορθό «… και του ονόματος του δεύτερου εναγομένου στο ορθό Μ. Γ.  Μ.» από το εσφαλμένο «Μ. Γ.υ του Μ.», διόρθωση η οποία, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω ειικότερα, είναι παραδεκτή μόνο ως προς τη διόρθωση της επωνυμίας της πρώτης εναγομένης και το επώνυμο του δεύτερου εναγομένου, ως προς τα οποία δεν δημιουργείται αμφιβολία περί της ταυτότητας αυτών.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας κατά τη συζήτηση, προσκομίζονται τα υπ’αριθμ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Πειραιώς από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, το υπ’αριθμ. … ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Πειραιά Χρήστου Γκορίτσα και η από 19-4-2019 εξουσιοδότηση περί παροχής πληρεξουσιότητας αντίστοιχα των διαδίκων στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους (άρθρα 61 παρ.4 Ν.4194/2013 και 237 παρ.1 σε συνδ.με 96 ΚΠολΔ) και η ενάγουσα προέβη στην καταβολή του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου (διότι ζητεί και την καταδίκη της εναγόμενης στην περίπτωση μη κατάθεσης του λογαριασμού, σε καταβολή του εικαζόμενου υπολοίπου) (βλ. υπ’αριθμ. … e-παράβολο και τη συνημμένη σε αυτό από 23-9-2019 απόδειξη επιτυχούς εκτέλεσης συναλλαγής της winbank), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω του αιτούμενου ποσού του πιθανολογούμενου ελλείμματος σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ως άνω νομική σκέψη (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον λόγω της ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας της διαχείρισης χωρίς δικαστική εντολή (άρθρα 22, 25 παρ. 2, 36 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή λογοδοσίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, είναι ορισμένη αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την θεμελίωση της (βλ. σχετ. και Α.Π. 1629/2001, ΕλλΔνη 43, 418, Α.Π. 1184/1980, ό.ά., Εφ.Αθ. 4433/1976, Νο.Β. 25, 210), απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων ως αβασίμου . Ειδικότερα, ορισμένως αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι η πρώτη εναγομένη είχε κατά το χρονικό διάστημα τη διαχείριση υποθέσεως που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες,  ότι αρνείται να ανακοινώσει στην ενάγουσα λογαριασμό που περιέχει αντιπαράθεση εσόδων-εξόδων και το κατάλοιπο που προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή με τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα και επιπλέον ορισμένως εμπεριέχεται σε αυτό αίτημα για λογοδοσία, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται ποιο ποσό εισέπραξε η ενάγουσα για κάθε ξεχωριστή ναύλωση κατ’έτος ή  συνολικά. Ορισμένο επίσης είναι και το αίτημα της κρινόμενης αγωγής για την καταδίκη της πρώτης των εναγομένων στην καταβολή του τυχόν καταλοίπου του λογαριασμού χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός του αξιούμενου ποσού, κατ΄ εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 216γ ΚΠολΔ αφού, η αγωγή προς λογοδοσία ασκείται από τον ενάγοντα προκειμένου να διακριβωθεί το κατάλοιπο, το οποίο είναι προηγουμένως άγνωστο  (ΕφΑθ. 6029/1981 Ε.Εμπ.Δ. 1983 σελ. 46, Πολ. Πρωτ. Πειρ. 1196/1988 Αρμ. 1989, σελ. 148). Περαιτέρω η κρινόμενη αγωγή καθ’ό μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη είναι παραδεκτή και -πλην των παρεπόμενων αιτημάτων περί καταβολής τόκων του καταλοίπου που θα προκύψει, που τυγχάνει αόριστο καθώς δεν προσδιορίζεται το σημείο έναρξης της τοκοφορίας και του αιτήματος περί καταδίκης των εναγομένων στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας,που είναι μη νόμιμο καθώς η υπό κρίση απόφαση εφόσον γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη δεν είναι οριστική υπό την έννοια ότι όσο διαρκεί η προθεσμία καταθέσεως του καταλόγου η απόφαση που διέταξε λογοδοσία είναι οριστική υπό αίρεση και καθίσταται οριστική ως προς την υποχρέωση για λογοδοσία μόνο αν δεν κατατεθεί ο λογαριασμός και παρέλθει άπρακτη η προθεσμία –κατά τα λοιπά είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις  των άρθρων, 303, 361,  718 επ., 762, 763 παρ. 1, 69 παρ. 1 εδ. α’, 176, 189 παρ.1 , 191 παρ.2, 473-477, 946 παρ. 1, Κ.Πολ.Δ. Σημειωτέον επίσης ότι ως προς πιθανολογούμενο έλλειμα δεδομένου ότι δεν ζητείται το νομιμότοκο (αρχή διαθέσεως-άρθρο 106 ΚΠολΔ) και παρότι η αξίωση του δικαιούχου για το πιθανόν έλλειμμα γεννάται συγχρόνως με το ασκούμενο με την αγωγή του δικαίωμα για την παράδοση του καταλόγου και η απαίτησή του αυτή είναι ληξιπρόθεσμη και παράγει νομίμους τόκους από της επιδόσεως της αγωγής (ΑΠ 1896/2014, ΕφΠειρ 63/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) το Δικαστήριο δεν θα επιδικάσει τόκους περί τούτου. Επιπλέον όσον αφορά στη νομική της βασιμότητα της υπό κρίσιν αγωγής (κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης των εναγομένων), σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο και τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας, λεκτέον είναι ότι ναι μεν η εναγομένη είχε την ιδιότητα του ναυλομεσίτη αλλά επιπλέον προέβαινε κατ’εντολή της ενάγουσας σε διαχειριστικές πράξεις υπό την έννοια της έστω και περιορισμένης πληρωμής μισθών του πληρώματος των σκαφών της ενάγουσας πλοιοκτήτριας και κυρίως, όπως και η ίδια η εναγομένη συνομολογεί, στο πλαίσιο της μεταξύ τους συμβάσεως εισέπραττε ναύλους  και αφαιρουμένης της μεσιτικής της προμήθειας,  απέδιδε το υπόλοιπο στην ενάγουσα. Ως εκ τούτου θεμελιούται η ιδιότητά της πρώτης εναγομένης ως έχουσας (έστω και περιοριστικώς) τη διαχείριση ξένων υποθέσεων και δη της ενάγουσας που συνεπάγετο εισπράξεις εσόδων και απόδοσης δαπανών, ιδιότητα που μπορεί να θεμελιώσει αξίωση της ενάγουσας προς λογοδοσία αυτής (της πρώτης εναγομένης), απορριπτομένου ως αβασίμου κατ’ ουσίαν του προβληθέντος ισχυρισμού της εναγομένης περί νόμω αβασίμου της υπό κρίσιν αγωγής. Περαιτέρω η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη καθ’ό μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου εναγομένου, ως διαχειριστή της πρώτης, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης αυτού, καθώς ο τελευταίος δεν είναι νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, όπως συνομολογείται άλλωστε και από την ίδια την ενάγουσα ενώ εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα παραδεκτής κατά άρθρο 224 ΚΠολΔ (με τις προτάσεις) διόρθωσης του αγωγικού δικογράφου ως προς το πρόσωπο αυτού, -παρά μόνο ως προς το επώνυμό του από το εσφαλμένο «Γ. στο ορθό «Γ. και ως προς την επωνυμία της πρώτης εναγομένης από το εσφαλμένο … στο ορθό «… ως προς την ταυτότητα της οποίας δεν υπάρχει αμφισβήτηση- καθότι αλλάζει το πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου σε βάρος του οποίου έγινε η άσκηση της αγωγής και στον οποίο επεδόθη αντίγραφό της. Συγκεκριμένα, στην υπ’αριθμ. … έκθεση επίδοσης αντιγράφου της κρινόμενης αγωγής προς την πρώτη εναγομένη αναφέρεται ότι παραλαμβάνει για λογαριασμό της ο νόμιμος εκπρόσωπος-ως δήλωσε στον δικαστικό επιμελητή- της εταιρείας,  Μ. Γ.-, ομοίως δε παραλαμβάνει για τον εαυτό του αντίγραφο της αγωγής ο Μ. Γ. (υπ’αριθμ. … έκθεση επίδοσης). Επίσης αναφέρεται το αυτό πρόσωπο, ήτοι ο Μ. κι όχι ο Μ., όχι μόνο στα εισαγωγικά του αγωγικού δικογράφου αλλά και μέσα στο κείμενο της αγωγής(βλ. σελ 16 στίχοι 8-9)  ενώ και στη σελίδα 22 των προτάσεών της στο στοιχείο στ. η ενάγουσα αναφέρει αυτόν ως το πρόσωπο στο οποίο απευθύνθηκε αιτούμενη παροχή λογοδοσίας («Αν και επανειλημμένως προφορικώς  και γραπτώς ζητήθηκε λογοδοσία από τον κ….….») καθώς και στις σελίδες 23- 26 των προτάσεών της επικαλείται  ηλεκτρονική της αλληλογραφία με την πρώτη εναγομένη και προσκομίζει με τις προτάσεις ως σχετικά 53-59 τα από …  ηλεκτρονικά μηνύματα τα οποία απευθύνει στον δεύτερο εναγόμενο (με την προσφώνηση  Μ.) για λογαριασμό της εναγομένης . Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθ’ό μέρος αφορά τον δεύτερο εναγόμενο, ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως  αυτού γινομένης δεκτής ως βάσιμης νόμω και ουσία της σχετικής ενστάσεως των εναγομένων ως προς αυτόν, έλλειψη η οποία συνομολογείται από την ενάγουσα και δεν είναι δεκτική διορθώσεως με τις προτάσεις ως σφάλμα εκ παραδρομής , απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας ως αβάσιμου. Ακολούθως πρέπει να επιβληθούν τα έξοδα του δεύτερου εναγομένου σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της και αναλόγως αυτής, γινομένου ως προς αυτόν δεκτού ως βάσιμου στην ουσία του του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176 , 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και η κρινόμενη αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν μόνο ως προς την πρώτη εναγομένη.

Η πρώτη εναγομένη με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της, αρνείται ως προαναφέρθηκε το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα της αγωγής επικαλούμενη ότι δεν προέβη στην διαχείριση των αναφερόμενων στην αγωγή πλοίων της ενάγουσας  ούτε υπήρξε εντολοδόχος της, επικουρικώς δε αιτήθηκε την απόρριψη της αγωγής προβάλλοντας τις ενστάσεις : α) περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος  της ενάγουσας λόγω  ετήσιας παραγραφής της υποκείμενης αιτίας κατά το άρθρο 289 ΚΙΝΔ παρ.4  επικαλούμενη ότι οι αξιώσεις της ναυλώσεως υπόκεινται σε ετήσια παραγραφή , ως εκ τούτου ότι έχουν παραγραφεί στο σύνολό τους κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, που κατατέθηκε στις 24-1-2019 και κοινοποιήθηκε στους εναγομένους στις 29-1-2019, β) περί γνώσης, αποδοχής και έγκρισης της ενάγουσας των εσιπραττομένων και καταβληθέντων ποσών κι εν γένει όλων των οικονομικών στοιχείων που αιτείται η ενάγουσα να παράσχει (η εναγομένη) λογοδοσία και γ) περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος της αγωγής κατ΄άρθρο 281 ΑΚ επικαλούμενη την γνώση εκ μέρους της ενάγουσας τόσο των  στοιχείων των ναυλώσεων όσο και των εξόδων που αυτή (η πρώτη εναγομένη) της κατέβαλε μέχρι το 2017 που διακόπηκε η συνεργασία τους , ως επιβεβαίωσε ο λογιστής της ενάγουσας, την επί 2,5 χρόνια έγκριση των διαπραγματεύσεων των συμβάσεων, τη χωρίς διαμαρτυρία λήψη τιμολογίων και χρημάτων που της απέστελνε και την παρακολούθηση  σε πραγματικό χρόνο της εξέλιξης κάθε σύμβασης ναύλωσης  από την ενάγουσα δια της νομίμου εκπροσώπου της, γεγονός που της δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει καμία εκκρεμότητα με την ενάγουσα ότε τον Μάρτιο του 2018 η νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας το πρώτον της ζήτησε λογοδοσία με ηλεκτρονικά μηνύματα που της απέστειλε, υποβάλλοντάς την σε μέγιστη ταλαιπωρία (ως επι λέξει αναφέρει) να συλλέξει στοιχεία που απαιτούνται για την απόκρουση της αγωγής της αρκετά εκ των οποίων είτε δεν σώζονται πλέον είτε μόνο η ίδια η ενάγουσα έχει πρόσβαση. Όσον αφορά την ένσταση παραγραφής, αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι εν προκειμένω εφαρμοστέο τυγχάνει το άρθρο 250 παρ. 5 ΑΚ , ήτοι η πενταετής παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων και όχι το  άρθρο 289 ΚΙΝΔ, ήτοι η ετήσια παραγραφή αυτών γιατί η μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης σχέση στηρίζεται στις από 10-3-2015 και 10-3-2016  συμβάσεις ναυλομεσιτείας όπου εφαρμοστέο τυγχάνει το άρθρο 703 ΑΚ και κι όχι σε συμβάσεις ναυλώσεων των σκαφών αναψυχής, όπου πράγματι θα τύγχανε εφαρμογής το άρθρο 289 του ΚΙΝΔ και η ενιαύσια παραγραφή των σχετικών αξιώσεων. Όσον αφορά την καταλυτική ένσταση περί γνώσης, αποδοχής και έγκρισης της ενάγουσας των εισπραττομένων και καταβληθέντων ποσών κι εν γένει όλων των οικονομικών στοιχείων που αιτείται η ενάγουσα να της παράσχει (η εναγομένη) λογοδοσία, αυτή τυγχάνει νόμιμη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχεία Ι νομική σκέψη της παρούσας και θα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν. Αντιθέτως, η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος κατ’άρθρο 281 ΑΚ, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη καθώς ακόμη και αν αληθεύουν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το ιστορικό της δεν καθιστούν καταχρηστική τη συμπεριφορά της ενάγουσας, δεν υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλει καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικο-οικονομικός σκοπός του δικαιώματος λογοδοσίας ούτε είναι πρόσφορα να προκαλέσουν στην εναγομένη την πεποίθηση και δη ευλόγως ότι  η ενάγουσα δεν θα ασκήσει την αγωγική αξίωση της δεδομένου ότι όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, ως παραδεκτώς προεπισκοπείται στο παρόν στάδιο, υπήρχε εξ αρχής της συνεργασίας τους αίτημα της ενάγουσας για διασαφηνίσεις ως προς τα εισπραττόμενα ποσά των ναύλων κι εν γένει ως προς το ύψος των ποσών που απεικονίζονταν στα τιμολόγια που εκδίδοντο και την ροή των χρηματικών εμβασμάτων (ΑΠ 16/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια και κατ’ελεύθερη εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζονται χωρίς μετάφραση στην ελληνική γλώσσα  ως μη πληρούντα τους όρους κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ, των υπ’αριθμ….   ενόρκων βεβαιώσεων αντίστοιχα των μαρτύρων απόδειξης Σ. Γ.  Κ., Β. Ο.  Χ.  Δ. Μ.  Σ. ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Χρήστου Γκορίτσα κατόπιν νομίμου κλητεύσεως των εναγομένων (βλ.υπ’αριθμ. … εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Ιωάννη …), οι οποίες λαμβάνονται υπόψην μόνο ως προς την πρώτη εναγομένη (σε κάθε περίπτωση λόγω απόρριψης της αγωγής ως προς τον δεύτερο και εν προκειμένω ελλείψει κλητεύσεως του δεύτερου εναγομένου γινομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων περί ανυπόστατου αυτών κατά το άρθρο 422 ΚΠολΔ, ως βάσιμου (ΑΠ 627/2018 ,ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και των υπ’αριθμ. … ενόρκων βεβαιώσεων αντίστοιχα των μαρτύρων ανταπόδειξης Ε. Ο., Γ., Α. Γ., Β. Μ.   Ε. Τ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Σταματίας Χρυσικοπούλου κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ.υπ’αριθμ. … εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …), σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 10-3-2015 έγγραφης σύμβασης που συνήψαν η ενάγουσα, πλοιοκτήτρια των κάτωθι αναφερόμενων πλοίων αναψυχής με την πρώτη εναγομένη εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της μεσιτείας ναυλώσεως σκαφών αναψυχής και της διαχείρισής τους και της οποίας διαχειριστής και μοναδικός εταίρος είναι ο Μ. Γ. του … η ενάγουσα ανέθεσε στην πρώτη εναγομένη την προώθηση , την  μεσιτεία ναυλώσεως και εν γένει την διαφημιστική προώθηση για την προσέλκυση πελατείας  του σκάφους αναψυχής με το όνομα …» με διεθνές σήμα … νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, πλοιοκτησίας της (ενάγουσας). Ειρήσθω στο σημείο αυτό ότι η πρώτη εναγομένη συστάθηκε στις 16-6-2013 από τον Μ. Γ. του Μιλτιάδη μοναδικό εταίρο και διαχειριστή της και την ίδια ημερομηνία καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ με αριθμό 12 5894 40 8000 ενώ ο δεύτερος εναγόμενος της υπό κρίση αγωγής, ο Μ. Γ., ουδέποτε διετέλεσε διαχειριστής της πρώτης εναγομένης αλλά εργάζεται σε αυτήν ως υπάλληλος στο τμήμα ναυλώσεων. Σημειωτέον επίσης ότι ο προαναφερόμενος μοναδικός εταίρος, ιδρυτής και διαχειριστής της πρώτης εναγομένης προέβη στην επέκταση του σκοπού της τροποποιώντας το άρθρο 4 του καταστατικού με απόφαση που καταχωρήθηκε στις 29-5- 2015 στο Γενικό εμπορικό μητρώο με … και μεταξύ άλλων σκοπών της εταιρείας προβλέφθηκε στο σημείο ε) ότι είναι η διαχείριση παντός είδους και μεγέθους πλοίων αναψυχής, ενώ παρότι δεν αφορά το επίδικο διάστημα, ύστερα από την από 22-11-2018 απόφαση του μοναδικού εταίρου Μ. Γ.υ ρητώς επεκτάθηκε ο σκοπός της  εν λόγω εταιρίας μεταξύ άλλων σε : δ) εκπροσώπηση και εμπορική αντιπροσώπευση εταιριών ναυπήγησης και εμπορίας πλοίων αναψυχής , στ) και η) εμπορική εκμετάλλευση πλοίων αναψυχής και ζ)  διαχείριση παντός είδους και μεγέθους πλοίων αναψυχής  .Περαιτέρω απεδείχθη ότι  η από 10-3-2015 σύμβαση συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια για ένα (1) έτος, ανανεώθηκε τον Μάρτιο του 2016 , παρατάθηκε μέχρι το 2017 , ότε και διακόπηκε . Μεταξύ των συμφωνηθέντων στην ως άνω σύμβαση, προβλέφθηκε στους όρους 1.1.μέχρι 1.4. της σύμβασης ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να προωθεί το σκάφος για ναύλωση μέσω του εσωτερικού τμήματος των μεσιτών της και μέσω συνεργαζόμενων ναυλομεσιτικών εταιρειών, να ενημερώνει τη διεθνή κοινότητα για την διαθεσιμότητα του σκάφους και τα στοιχεία του και του πληρώματός του, να διαφημίζει και να προωθεί με ποικίλους τρόπους το σκάφος στον Τύπο και στις συνεργαζόμενες εταιρείες . Περαιτέρω, στον όρο 1.5.της ως άνω σύμβασης οι συμβαλλόμενοι σε αυτήν συμφώνησαν ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να ολοκληρώνει εκ μέρους της ενάγουσας τα ναυλοσύμφωνα, να συλλέγει το συνολικό ναύλο και να αποδίδει τον αναλογούντα καθαρό ναύλο σε αυτή (την ενάγουσα) ενώ στον όρο  1.7 συμφώνησαν ότι η πρώτη εναγομένη δικαιούται να λαμβάνει ως αμοιβή  5% της συνολικής αξίας του ναύλου για διαχείριση ναυλώσεων είτε από το εσωτερικό τμήμα των μεσιτών  της ή από άλλη ναυλομεσιτική εταιρεία ή ναυλομεσίτη του εξωτερικού , 5% της συνολικής αξίας του ναύλου για τις διεκπεραιωθείσες ναυλώσεις που προέρχονταν από άλλη ελληνική ναυλομεσιτική εταιρεία και 15 % της συνολικής αξίας του ναύλου για διεκπεραιωθείσες ναυλώσεις που προέρχονταν από άλλη ναυλομεσιτική εταιρεία του εξωτερικού. Μάλιστα παρότι δεν προσκομίζεται έγγραφη σύμβαση, από το έτος 2017 μέχρι την διακοπή της ως άνω σύμβασης, η πρώτη εναγομένη προσέφερε τις ίδιες  ως άνω συμφωνηθείσες υπηρεσίες και για το έτερο σκάφος πλοιοκτησίας της ενάγουσας, ήτοι για το σκάφος αναψυχής με το όνομα …s ΙΙ» με διεθνές σήμα … νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα υπ’αριθμ. … σχετικά έγγραφα-ναυλοσύμφωνα και ανταλλαγέντα ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ των διαδίκων, απορριπτομένων των όσων αντιθέτως ισχυρίζονται στις υπ’αριθμ. …  ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες ανταπόδειξης, Αικατερίνη Γ.υ και Β. Μ., ήτοι ότι καμία σύμβαση δεν συνήφθη για τη ναύλωση του ως άνω πλοίου. Επομένως με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις και του σκοπού της πρώτης εναγομένης, ως ορίσθηκε στο καταστατικό της ήδη από το έτος 2015, η πρώτη εναγομένη ανέλαβε τη συλλογή του συνολικού ναύλου, τον επιμερισμό των προμηθειών των τρίτων μεσιτών και την καταβολή στην ενάγουσα του τελικού υπολοίπου του ναύλου η οποία γινόταν με τιμολόγια των τρίτων μεσιτών και τραπεζικά παραστατικά ως αποδεικτικά της κυκλοφορίας των χρηματικών ποσών που αφορούν τις μεσιτικές αμοιβές των τρίτων. Η εναγομένη συνομολογεί με τις προτάσεις της ότι προχωρούσε στη σύναψη ναυλοσυμφώνων εκ μέρους της ενάγουσας με βασικό της καθήκον τη συλλογή του συνολικού ναύλου και την απόδοση του καθαρού ναύλου στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια , ως εκ τούτου διαχειριζόταν την είσπραξη του ναύλου που ήταν ξένη υπόθεση για αυτήν, εισέπραττε το ναύλο δηλαδή προέβαινε σε εισπράξεις και συμφωνούσε στην παρακράτηση αμοιβών τρίτων από το ναύλο δηλαδή προέβαινε σε καταβολή δαπανών .Επιπλέον αυτών , όπως ομοίως συνομολογεί η πρώτη εναγομένη, για τα έτη 2015 και 2016 είχε αναλάβει να προβαίνει κατ’εντολή της ενάγουσας και για λογαριασμό αυτής  σε πληρωμές μισθών του πληρώματος του σκάφους «… κι εν γένει προέβη σε σειρά πληρωμών που αφορούσαν υποχρεώσεις της ενάγουσας  προς τρίτους  κυρίως προς τα πληρώματα και τον προμηθευτή καυσίμων και τροφίμων και ποτών κατόπιν της εντολής της ενάγουσας και προς διευκόλυνση της νομίμου εκπροσώπου της και για όλες αυτές τις πληρωμές παρέδωσε στη ενάγουσα τα παραστατικά που εξέδιδε κάθε φορά ο τρίτος για να τα καταχωρήσει τα λογιστικά της βιβλία. Το ότι δεν  προσέλαβε (η πρώτη εναγομένη) το πλήρωμα, δεν συμφώνησε τους μισθούς του, δεν επέλεξε την ασφαλιστική εταιρεία , δεν μερίμνησε για την επισκευή και συντήρηση των σκαφών, δεν συμφώνησε ναυλώσεις για δικό της λογαριασμό ούτε κάλυψε τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας των σκαφών της ενάγουσας αλλά μεμονωμένα μετά από εντολή της και για λογαριασμό της προέβη σε συγκεκριμένες πληρωμές προς τρίτους, οι οποίες συνδέονταν με την εκτέλεση  της ναύλωσης, δεν αναιρούν την κρίση του Δικαστηρίου ότι η πρώτη εναγομένη διαχειρίστηκε των ξένων προς αυτήν έστω και μεμονωμένων υποθέσεων που της ανέθεσε η ενάγουσα και λειτούργησε ως εντολοδόχος επί των σχετικών υποθέσεων της ενάγουσας, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της και των μαρτύρων ανταπόδειξης στις ένορκες βεβαιώσεις τους. Τουναντίον, δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η πρώτη εναγομένη είχε αναλάβει την κάλυψη των πάσης φύσεως εξόδων των πλοίων της, αλλά ως προελέχθη διαχειρίστηκε μόνο τα ως άνω μεμονωμένα έξοδα που και η ίδια η πρώτη εναγομένη συνομολογεί . Περαιτέρω, κατά τους τελευταίους μήνες ισχύος της μεταξύ τους σύμβασης η ενάγουσα διαπίστωσε ότι οι ναυλώσεις στις οποίες διαμεσολαβούσε η πρώτη εναγομένη διεκπεραιώνονταν στην πλειοψηφία τους μέσω ναυλομεσιτών του εξωτερικού με αποτέλεσμα το ποσοστό της μεσιτικής αμοιβής να είναι σταθερά υψηλό και κάποιες εξ αυτών να μην συνοδεύονται από τα σχετικά παραστατικά και τιμολόγια των ναυλομεσιτικών εταιρειών του εξωτερικού, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, γεγονός που προκάλεσε αμφισβήτηση στην ενάγουσα ως προς την επιμελή ή μη διαχείριση των ανατεθεισών από αυτήν υποθέσεων εκ μέρους της πρώτης εναγομένης. Ενδεικτικό της αμφισβήτησης αυτής της ενάγουσας είναι το περιστατικό που αναφέρει στην υπ’αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας απόδειξης Δ. Μ.  Σ.-βοηθός καπετάνιου, ήτοι ότι κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με το σκάφος … το οποίο είχε ναυλώσει ένας Γερμανός ονόματι …, του ανέφερε ο ως άνω πελάτης ότι «έκλεισε το σκάφος μέσω διαδικτύου και όχι μέσω συγκεκριμένου πράκτορα του εξωτερικού» , γεγονός που ανέφερε στην κα Δημητρού (ενν. τη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας) και «ενίσχυσε τους προβληματισμούς της για κακή διαχείριση των ναυλώσεων από την πρώτη εναγομένη». Ειδικότερα για τα έτη 2015-2017 η πρώτη εναγομένη διεκπεραίωσε τις  συνολικά σαράντα δύο (42) αναφερόμενες αναλυτικά στην αγωγή συμβάσεις ναύλωσης των ως άνω δύο σκαφών αναψυχής πλοιοκτησίας της ενάγουσας, όπως δεν αμφισβητεί κανείς εκ των διαδίκων και επιβεβαιώνει ως προς όλα τα στοιχεία τους ο λογιστής της ενάγουσας Β. Ο. στην υπ’αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του. Στην πλειοψηφία αυτών ως προς τις τιμολογηθείσες προμήθειες διατυπώθηκαν αμφισβητήσεις εκ μέρους της ενάγουσας περί του αν ανταποκρίνονται στις συμβατικές και συμφωνηθείσες χρεώσεις με βάση τα σχετικά παραστατικά και τιμολόγια των συνεργαζόμενων κυρίως ναυλομεσιτικών εταιρειών κυρίως του εξωτερικού. Και ναι μεν σύμφωνα με την σύμβαση, ως προαναφέρθηκε για ναυλοσύμφωνα που διεκπεραιώνονταν μέσω τρίτων στο εξωτερικό, προβλέφθηκε η περίπτωση, όπου το ποσοστό της οφειλόμενης μεσιτικής ήταν το υψηλότερο (15 %), πλην όμως επειδή η περίπτωση αυτή ήταν ο κανόνας , τον Ιούλιο του 2017 η ενάγουσα ζήτησε από την εναγομένη το λόγο που σχεδόν όλα τα ναυλοσύμφωνα διεκπεραιώνονταν μέσω τρίτων εταιρειών και δη του εξωτερικού, όμως δεν έλαβε καμία απάντηση. Λόγω δε των ασαφειών που εντόπισε η ενάγουσα, ζήτησε διασαφηνίσεις από την πρώτη εναγομένη, ώστε να μπορέσει να προσδιορίσει επακριβώς τα έσοδα και τα έξοδα που απέρρεαν από την εκπλήρωση της μεταξύ τους συμβάσεως, κι επιπλέον διατύπωσε σαφείς ισχυρισμούς ότι όσον αφορά το έτος  2017 τα προσκομιζόμενα από την πρώτη εναγομένη παραστατικά και τιμολόγια  των συνεργαζόμενων ναυλομεσιτικών εταιρειών του εξωτερικού  φαίνονται πως δεν ακολουθούν τους τύπους των τιμολογίων, ότι  θα μπορούσαν να έχουν εκτυπωθεί από υπολογιστή και ότι δεν φέρουν διακριτή υπογραφή από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ναυλομεσιτικής εταιρείας. Επίσης η ενάγουσα ισχυρίστηκε, επιφυλασσόμενη μάλιστα των σχετικών δικαιωμάτων της, ότι η πρώτη εναγομένη υπέγραφε ναυλοσύμφωνα εκ μέρους αυτής  (της ενάγουσας) χωρίς να έχει λάβει σχετική εξουσιοδότηση από τη νόμιμο εκπρόσωπό της  καθώς και ότι  είχε παρασκευάσει χωρίς εξουσιοδότηση κάποιες σφραγίδες  της καθώς οι εταιρικές σφραγίδες που χρησιμοποιούσε (η πρώτη εναγομένη )επί των ναυλοσυμφώνων , οι οποίες δεν ήταν οι εταιρικές σφραγίδες της ιδίας (της ενάγουσας), ισχυρισμός που όμως εκτός από αορίστως προβληθείς δεν αποδεικνύεται ως βάσιμος δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν διατυπώνει ισχυρισμό περί πλαστότητας.

Όσον ειδικότερα αφορά τη διαδικασία εκτέλεσης της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, η πρώτη εναγομένη και οι μάρτυρές της στις ένορκες βεβαιώσεις τους περιγράφουν την διαδικασία εκτέλεσης των εντολών της ενάγουσας από την πρώτη εναγομένη ως εξής : Ο υπάλληλος της πρώτης εναγομένης επικοινωνούσε με τη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας και της ανακοίνωνε την περίοδο- τις ημέρες της ναύλωσης, τυχόν απαιτήσεις του ναυλωτή, το μικτό ναύλο και τη συνολική μεσιτική αμοιβή ή τον καθαρό ναύλο αφαιρούμενης της συνολικής μεσιτικής αμοιβής.  Μόλις η νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας επιβεβαίωνε τη ναύλωση ο υπάλληλος της πρώτης εναγομένης που είχε επιληφθεί της συγκεκριμένης ναύλωσης επικοινωνούσε με τον μεσίτη -πράκτορα του ναυλωτή και ολοκλήρωνε την κράτηση,  η ενάγουσα λάμβανε προκαταβολή και την εξόφληση του ναύλου νωρίτερα από ότι είχε συμφωνηθεί και η νόμιμη εκπρόσωπος της γνώριζε  από τις κρατήσεις το καθαρό ναύλο. Επιπλέον κάθε ναύλωση λάμβανε κωδικό αριθμό που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της μεταξύ τους επικοινωνίας, ο ναύλος κατατίθετο από την πρώτη εναγομένη στο λογαριασμό της ενάγουσας με αναφορά του κωδικού αυτού και έτσι η ενάγουσα μπορούσε να ελέγξει αν τα χρήματα που είχε λάβει αντιστοιχούσαν στο ναύλο που είχε συμφωνήσει αφαιρουμένων των προμηθειών των ναυλομεσιτών που είχαν μεσολαβήσει. Ο καπετάνιος του κάθε πλοίου της ενάγουσας είχε τη σφραγίδα της ενάγουσας και την εξουσιοδότηση να υπογραφεί για λογαριασμό της και όλα τα ναυλοσύμφωνα είναι θεωρημένα από την οικεία λιμενική αρχή , σε αυτά δε, φαίνονται τα στοιχεία του πλοίου και του ναυλωτή,  ο χρόνος έναρξης και ο χρόνος λήξης της ναύλωσης και του κατάπλου του σκάφους ,ο συνολικός ναύλος, τυχόν προκαταβολές και τυχόν λοιπές χρεώσεις καθώς και ο ναυλομεσίτης που μεσολάβησε. Επίσης η πρώτη εναγομένη ενέταξε τα πλοία της ενάγουσας το σύστημα sedna , που απεικόνιζε κάθε ναύλωση και όλες τις επιμέρους συμφωνίες και ο υπάλληλος της πρώτης εναγομένης Μ. Γ. είχε δώσει στην εκπρόσωπο της ενάγουσας δικαίωμα πρόσβασης και παρακολούθησης των κρατήσεων ναυλώσεων χρεώσεων και μεσιτικών αμοιβών των σκαφών της παραδίδοντας της τους σχετικούς κωδικούς πρόσβασης στο σύστημα . Τέλος  η πρώτη εναγομένη εξέδιδε τιμολόγια τα οποία απέστελνε στην ενάγουσα, οι μεσίτες του ναυλωτή εισέπρατταν από αυτόν τον ναύλο , κρατούσαν την προμήθεια και απέστελναν το υπόλοιπο στο ναυλομεσίτη του πλοιοκτήτη δηλαδή στην πρώτη εναγομένη, η οποία αφού παρακρατούσε τη δικιά της αμοιβή, μετέφερε στην ενάγουσα τον καθαρό προσυμφωνημένο ναύλο. Την ανωτέρω διαδικασία δεν την αμφισβητεί ειδικώς η ενάγουσα, αντιθέτως συνομολογεί ότι μετά την υπογραφή των ναυλοσυμφώνων η εναγομένη τα έστελνε στον λογιστή της (ενάγουσας) , πλήν όμως λόγω ασαφειών που ενυπήρχαν στις προμήθειες που χρέωνε ως αυτές αναγράφονταν στα τιμολόγια που εξέδιδε η πρώτη εναγομένη και ελλείψει των σχετικών παραστατικών, δεν μπορούσε να προβεί σε έγκριση των σχετικών κονδυλίων. Επίσης συνομολογεί η ενάγουσα ότι η ασάφεια αυτή δεν κάμφθηκε  παρότι από το 2016 η πρώτη εναγόμενη είχε εγκαταστήσει λογισμικό ναύλωσης σκαφών και παρακολούθησης , πλην όμως επειδή υπήρχε διαφοροποίηση των ποσών που αναγράφονταν στα καταχωρημένα τιμολόγια με αυτά που καταγράφονταν στο λογισμικό, ήταν αδύνατη η παρακολούθηση αυτών από αυτήν (την ενάγουσα). Ακόμη όμως και αν έλαβαν χώρα επακριβώς τα ανωτέρω καθόλη τη διάρκεια της τριετούς συνεργασίας των διαδίκων και παρά την λήψη των ναυλοσυμφώνων και των εκδοθέντων εκ μέρους της πρώτης εναγομένης τιμολογίων από την ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι λόγω ασαφειών και ελλείψεων σε αυτά  για τα οποία μάλιστα η ενάγουσα ζήτησε επανειλημμένως επεξηγήσεις και παροχή πρόσθετων στοιχείων από την πρώτη εναγομένη, όπως προκύπτει από την προσκομιζομένη ηλεκτρονική αλληλογραφία ,χωρίς όμως το αίτημά της να ικανοποιηθεί, η ενάγουσα δεν μπόρεσε  ποτέ να εγκρίνει ή να αποδεχθεί τα αποτελέσματα αυτά, όπως αυτό καθίσταται φανερό από τις επανειλημμένες αιτήσεις της προς την πρώτη εναγομένη για επιπλέον στοιχεία που να παρουσιάζουν λεπτομερώς την οικονομική κίνηση και διαχείριση των πλοίων που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα, από τη μεταξύ τους ανταλλαγείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία προκύπτoυν  επισημάνσεις της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη για διαφοροποιήσεις που διαπίστωσε ως προς τα προς εξόφληση υπόλοιπα των ναύλων σε σχέση με τα αναγραφόμενα στα τιμολόγια και στα λοιπά παραστατικά που της απέστελνε η εναγομένη. Η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται με τις προτάσεις της (σελ.27, 28) ότι προκειμένου  να λύσει  τις απορίες της ενάγουσας και να προβεί από κοινού με αυτή στους υπολογισμούς που ζητούσε στα μέσα του 2017 εκτύπωσε από τα ηλεκτρονικά της αρχεία τις καταστάσεις στις οποίες εμφαίνονταν όλα τα στοιχεία που αμφισβητεί η ενάγουσα, τις οποίες όμως όπως στη συνέχεια αναφέρει, ποτέ δεν παρέλαβε η ενάγουσα «διότι προφανώς τις είχε ήδη στη διάθεσή της ο λογιστής της (ενν. ο Β. Ο.  Χ.)….ο οποίος προσήλθε στα γραφεία μας, επιβεβαίωσε ότι έχει όλα τα παραστατικά για τις πληρωμές που είχαμε πραγματοποιήσει κατ’εντολή της». Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης αντικρούεται από τα όσα κατέθεσε ο ίδιος ο Β. Ο.  στην υπ’αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του , ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει ότι έγιναν συναντήσεις των διαδίκων τον Σεπτέμβριο του 2017 και τον Ιανουάριο του 2018 για να γίνει οικονομικός απολογισμός  κι ότι μέχρι σήμερα (ενν. κατά το χρόνο σύνταξης της ένορκης βεβαίωσής του) δεν του έχει προσκομιστεί κανένα έγγραφο -εκτός ορισμένων- δηλαδή επίσημο τιμολόγιο, διατραπεζικές συναλλαγές που θα απεδείκνυαν ότι υπήρχαν τρίτοι ναυλομεσίτες οι οποίοι και είχαν εισπράξει τις προμήθειές τους. Επίσης σε απάντηση στο ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στις 5-2-2018 για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης ο Μ. Γ. ότι όλα όσα ζητεί η ενάγουσα έχουν παραδοθεί στο λογιστή της και ότι έχει η ενεργούσα για λογαριασμό αυτής Κ. Γ. στη διάθεσή της το υπολογιστικό φύλλο με όλες τις αναλύσεις και τα έξοδα που έχουν γίνει για τα σκάφη, με το με ίδια ημερομηνία ηλεκτρονικό της μήνυμα , η τελευταία του ανέφερε ότι ο λογιστής της ενάγουσας Ο. την ενημέρωσε ότι δεν έχει λάβει ποτέ από την εναγομένη αποδείξεις με τραπεζικά εμβάσματα που να δείχνουν τη ροή των χρημάτων του κάθε ναύλου από τον πελάτη στους agents, στην εναγομένη και τελικά στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας. Ακολούθως , λόγω της αδυναμίας της ενάγουσας να παρακολουθήσει τη χρηματική ροή των σχετικών συναλλαγών και του καταλοίπου που της απέδιδε η πρώτη εναγομένη, με τα παραστατικά που της παρέδιδε, ζήτησε από αυτήν να της παράσχει εξώδικη λογοδοσία. Μάλιστα στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 2ας Φεβρουαρίου 2018 αναφέρεται ότι οι δύο συμβαλλόμενες συμφωνήσανε θα γίνει οικονομικός απολογισμός από το 2015 αναλυτικώς ανά ναύλο με παρουσίαση όλων των παραστατικών δηλαδή ναυλοσύμφωνο, τιμολόγια, τραπεζικά εμβάσματα,  ενώ η ενάγουσα υπέβαλε όμοιο αίτημα με τα ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε απευθυνόμενη στην πρώτη εναγομένη δια του Μ. Γ.υ στις 5 Φεβρουαρίου 2018, στις 9 Φεβρουαρίου 2018  και τελικά στις 19 Μαρτίου 2018. Η πρώτη εναγομένη, απέρριψε το αίτημα της ενάγουσας για παροχή εξώδικης λογοδοσίας, τόσο σιωπηρώς με το να μην προβαίνει σε αυτήν όσο και ρητώς-εγγράφως με την από 28-3-2018 εξώδικη δήλωση που επέδωσε στην ενάγουσα στις 11-4-2018 (βλ.υπ’αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …) , επικαλούμενη την έλλειψη ιδιότητάς της ως διαχειρίστριας των πλοίων της ενάγουσας. Επιπλέον με την ίδια ως άνω εξώδικη δήλωσή της η πρώτη εναγομένη κάλεσε την ενάγουσα να προσέλθει στα γραφεία της εντός 15 ημερών  για να συζητήσουνε τις σχετικές με τη συνεργασία τους τυχόν απορίες και αντιρρήσεις της (ενάγουσας) εμμένοντας στην άρνησή της να ικανοποιήσει το αίτημα της ενάγουσας για παροχή εξώδικης λογοδοσίας για το λόγο ότι,-όπως επί λέξει ανέφερε- «δεν μπορούμε να προβούμε σε ενέργειες παράνομες και παράτυπες θα εκθέσουν την εταιρεία μας αμφισβητώντας χωρίς στοιχεία πράκτορες του εξωτερικού». Λόγω δε της απόλυτης άρνησης της εναγομένης να προβεί σε εξώδικη λογοδοσία η προταθείσα από την πρώτη εναγομένη συνάντηση των διαδίκων δεν πραγματοποιήθηκε. Όπως προαναφέρθηκε είχαν προηγηθεί της εξώδικης δήλωσης της εναγομένης, το ηλεκτρονικό μήνυμα της 2ας Φεβρουαρίου 2018, στο οποίο αναφέρεται ότι οι δύο συμβαλλόμενες συμφωνήσανε θα γίνει οικονομικός απολογισμός από το 2015 αναλυτικώς ανά ναύλο με παρουσίαση όλων των παραστατικών δηλαδή ναυλοσύμφωνο, τιμολόγια, τραπεζικά εμβάσματα και τα ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε απευθυνόμενη στην πρώτη εναγομένη δια του Μ. Γ.υ στις 5 Φεβρουαρίου 2018, στις 9 Φεβρουαρίου 2018  και στις 19 Μαρτίου 2018, με τα οποία η ενάγουσα αιτήθηκε επανειλημμένως την διενέργεια  του απολογισμού με την προσκομιδή και έλεγχο των συνημμένων παραστατικών. Ο ισχυρισμός επομένως της πρώτης εναγομένης ότι υπήρξε εξώδικη λογοδοσία με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτη η άσκηση της κρινόμενης αγωγής, πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας καθώς αποδείχθηκε αφενός η άρνηση της πρώτης εναγομένης να προβεί σε εξώδικη λογοδοσία , η οποία και ενεργοποίησε το δικαίωμα της ενάγουσας να ζητήσει τη δικαστική λογοδοσία με την κρινόμενη αγωγή, αφετέρου η έλλειψη αποδοχής και έγκρισης της ενάγουσας περί των οικονομικών στοιχείων και των σχετικών με αυτά δικαιολογητικών που παρουσίασε και διέθεσε η εναγομένη στην ενάγουσα . Ακόμη δε  κι αληθής ο ισχυρισμός της  εναγομένης ότι η ενάγουσα είχε συνεχή πληροφόρηση της οικονομικής πορείας των ναυλοσυμφώνων και των εξόδων που κατ’εντολή της της είχε αναθέσει περιοριστικά, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 2015  έως 2015, καθώς ελάμβανε γνώση μέσω του εγκατεστημένου συστήματος λογιστικού SEDNA, αυτή η πληροφόρηση δεν συνιστά ούτε έγκριση, ούτε εξώδικη λογοδοσία. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να προκύψει είτε από τα όσα αντίθετα ισχυρίστηκαν στις υπ’αριθμ. … ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες ανταπόδειξης είτε από τον αλυσιτελώς προβληθέντα ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης ότι η γνώση της ενάγουσας προκύπτει από την καταγραφή των σχετικών στοιχείων (ναυλομεσιτών τρίτων κλπ ) στην αγωγή της, καθώς ακόμη και η γνώση αυτή που εκπηγάζει από τις καταγραφές στα ναυλοσύμφωνα που δεν αρνήθηκε ότι λάμβανε, δεν αποτελεί και έγκρισή της περί των σχετικών εξόδων και εσόδων, ούτε αποτελεί αποδοχή η συνέχιση της συνεργασίας τους επί τριετία. Κατ’ακολουθίαν αυτών αποδεικνύεται αβάσιμη στην ουσία της η ένσταση περί έγκρισης και αποδοχής των αιτουμένων προς λογοδοσία ποσών από την ενάγουσα, που προέβαλε η πρώτη εναγομένη. Περαιτέρω, εφόσον αποδεικνύεται η εκ μέρους της πρώτης εναγομένης διαχείριση συγκεκριμένης υπόθεσης από δικαιοπραξία, που συνεπάγεται δαπάνες και εισπράξεις, η αμφισβήτηση της ενάγουσας ως προς την τιμολόγηση των υπηρεσιών της (εναγομένης) και των σχετικών προμηθειών των τρίτων εταιρειών, η έλλειψη έγκρισης εκ μέρους της ενάγουσας των σχετικών αμφισβητούμενων από αυτή ποσών και η άρνηση της πρώτης εναγομένης να παρέχει εξώδικη λογοδοσία στην αιτούμενη αυτήν ενάγουσα, προκύπτει ότι η ενάγουσα δικαιολογεί το έννομο συμφέρον της να ζητήσει από την πρώτη εναγομένη να της παράσχει δικαστική λογοδοσία με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, στο πλαίσιο της οποίας με βάση τα σχετικά παραστατικά και αποδείξεις, που θα της παράσχει (η πρώτη εναγομένη) ως συνηθίζεται, (η ενάγουσα) θα μπορέσει να διασαφηνίσει τις χρεώσεις και πλήρη κατάλογο εσόδων εξόδων για τις δαπάνες λειτουργίας των πλοίων της των ετών 2015-2016. Επίσης η ενάγουσα έχει έναντι της πρώτης των εναγομένων, όχι μόνο βάσιμη αξίωση προς παροχή λογοδοσίας κατά τη διάταξη του άρθρου 303 του ΑΚ για τις διαχειριστικές πράξεις στις οποίες αυτή προέβη, αλλά και για το ποσό για το οποίο μετά την απόδοση και εκκαθάριση του λογαριασμού η υπόλογος πρώτη εναγομένη θα κριθεί οφειλέτιδα, άλλως σε περίπτωση αρνήσεώς της να ανακοινώσει στην ενάγουσα  τον άνω λογαριασμό και το προκύπτον κατάλοιπο, αυτή έχει αξίωση για   το αιτούμενο (από την ενάγουσα) εικαζόμενο έλλειμμα, ποσού  63.923,29 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 473 ΚΠολΔ, το οποίο πιθανολογείται ως βάσιμο στην ουσία του. Πρέπει επομένως, με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά η κρινόμενη αγωγή να γίνει ουσιαστικά βάσιμη και κατ΄ουσίαν κατά το περί λογοδοσίας αίτημά της καθ’ό μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη και ειδικότερα, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταθέσει στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου, συνταχθησομένης της κατά το άρθρο 475 παρ.1 ΚΠολΔ σχετικής εκθέσεως κατάθεσης εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την επίδοση της παρούσας απόφασης σε αυτή: α) λογαριασμό, ο οποίος να περιέχει σαφή, ορισμένη και κατά το δυνατόν λεπτομερή αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων που προκύπτουν από την εκ μέρους της πρώτης εναγομένης διαχείριση των πλοίων αναψυχής της ενάγουσας, ήτοι : 1) του σκάφους αναψυχής με το όνομα …» με διεθνές σήμα … «νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό … από το Μάρτιο του 2015 μέχρι και το έτος 2017 και 2) του σκάφους αναψυχής με το όνομα « …s ΙΙ» με διεθνές σήμα … νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό … για το έτος 2017 αναφέροντας το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αυτής και β) όλα τα σχετικά παραστατικά-δικαιολογητικά που συνηθίζονται για τα έσοδα και έξοδα του ανωτέρω λογαριασμού , όπως τιμολόγια, τραπεζικά εμβάσματα, αποδεικτικά τραπεζικών συναλλαγών, πληρωμών, εισπράξεων, εμβασμάτων, εντολών στις συνεργαζόμενες ναυλομεσιτικές εταιρείες του εσωτερικού και του εξωτερικού. Περαιτέρω, το δικαστήριο επιφυλάσσεται για τα, μετά την πάροδο της οριζόμενης στο διατακτικό προθεσμίας, αναφορικά με την ζητούμενη καταβολή του υπολοίπου. Επίσης σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού και όλων των σχετικών παραστατικών πρέπει η πρώτη εναγομένη να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή ύψους πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) κι επιπλέον να καταδικαστεί να καταβάλει στην ενάγουσα ως πιθανολογούμενο έλλειμμα το ποσό των εξήντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τριών ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (63.923,29 €). Τέλος, ενόψει του ότι η παρούσα απόφαση δεν αποφαίνεται και ως προς το αίτημα του καταλοίπου (καθ’ό μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη) δεν είναι οριστική απόφαση , ως προαναφέρθηκε, γι΄αυτό και δεν απαιτείται να περιληφθεί σε αυτήν διάταξη περί δικαστικής δαπάνης όσον αφορά την πρώτη εναγομένη.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ο,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή ως προς την πρώτη  εναγομένη.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταθέσει στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου, συνταχθησομένης της κατά το άρθρο 475 παρ.1 ΚΠολΔ σχετικής εκθέσεως κατάθεσης εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την επίδοση της παρούσας απόφασης σε αυτή : α) λογαριασμό, ο οποίος να περιέχει σαφή, ορισμένη και κατά το δυνατόν λεπτομερή αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, που προκύπτουν από την εκ μέρους της πρώτης εναγομένης διαχείριση των πλοίων αναψυχής της ενάγουσας, ήτοι : 1) του σκάφους αναψυχής με το όνομα…» με διεθνές σήμα … «νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό … από το Μάρτιο του 2015 μέχρι και το έτος 2017 και 2) του σκάφους αναψυχής με το όνομα « …s ΙΙ» με διεθνές σήμα … νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό … για το έτος 2017 αναφέροντας το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αυτής και β) όλα τα σχετικά παραστατικά-δικαιολογητικά που συνηθίζονται για τα έσοδα και έξοδα του ανωτέρω λογαριασμού , όπως τιμολόγια, τραπεζικά εμβάσματα, αποδεικτικά τραπεζικών συναλλαγών, πληρωμών, εισπράξεων, εμβασμάτων, εντολών στις συνεργαζόμενες ναυλομεσιτικές εταιρείες του εσωτερικού και του εξωτερικού.

ΑΠΕΙΛΕΙ εναντίον της πρώτης εναγομένης χρηματική ποινή ύψους πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) για την περίπτωση μη συμμορφώσεώς της προς την άνω διάταξη της παρούσας απόφασης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγομένη για την περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης της ορισθείσας λογοδοσίας, να καταβάλει στην ενάγουσα, ως πιθανολογούμενο έλλειμμα το ποσό των εξήντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τριών ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (63.923,29 €).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εναγομένου, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων πενήντα ευρώ (1.250 €).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις                       , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων  δικηγόρων τους.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ