ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
141 /2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 9233/4120/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 16η Απριλίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «….» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον Δ. Κ., οδός …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του από 17-12-2018 πληρεξούσιου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, Άννα Κοζώνη (ΑΜ/ΔΣΑ …), που υπέβαλε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει καταστατικά στη … (…) και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά, επί της οδού Ψαρρών αριθμ. 23 δυνάμει των διατάξεων του ΑΝ 378/68 και Ν. 27/75, με ΑΦΜ …, όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-08-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 9233/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4120/2018, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 26-03-2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει -μεταξύ άλλων- ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο θα ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και ενάγοντος στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Η υποχρέωση αυτή ορίζεται στο άρθρο 271 παρ. 1, με την εξής διατύπωση «Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ. 2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος – Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η έκδ., σελ. 87, 343, 533 επ., Μακρίδου, Απαλαγάκη, Διαμαντόπουλος, Πολιτική δικονομία, έκδ. 2016, σελ. 9, Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ. 472 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η κλήση για συζήτηση της αγωγής κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 06-09-2018 και η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 17-12-2018, νομίμως υπογεγραμμένες από την πληρεξούσια δικηγόρο της δυνάμει του από 17-12-2018 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνει κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αντίθετα, η εναγόμενη δεν έχει καταθέσει προτάσεις. Από την υπ’ αριθμ. …/07-09-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς Α. Α., την οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται, ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών, επιδόθηκε στην εναγομένη νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 α΄, γ΄, 129 παρ. 2, 128 παρ. 4, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ). Επομένως, η εναγόμενη πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει η ενάγουσα, η οποία είναι ετερόρρυθμη εταιρία (Ε.Ε.) ότι δραστηριοποιείται στην περιοχή του Π………. και στον τομέα της εμπορίας και εισαγωγής καινούργιων και παλαιών μηχανών πλοίων, ανταλλακτικών και μερών αυτών, της επισκευής μηχανών θαλάσσης, εμπορία χαλύβων και μετάλλων καινούργιων και παλαιών, καθώς και κάθε άλλης συναφούς εργασίας. Ότι η εναγομένη, η οποία εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στη …, έχει νόμιμα εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα, κατά τον α.ν. 89/1967, με νόμιμο εκπρόσωπό της τον …. Ότι κατά το έτος 2010, σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που συνήψε στον Πειραιά με την εναγομένη, κατόπιν παραγγελιών της τελευταίας, εφοδίασε, έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος, διάφορα πλοία του ομίλου της εναγομένης με ανταλλακτικά και εκδόθηκαν αντίστοιχα τα σχετικά δελτία αποστολής – τιμολόγιά της στο όνομα της εναγομένης, με τη συμφωνία μάλιστα, ότι θα ήταν πληρωτέα εντός 60 ημερών από την παράδοση των ανταλλακτικών. Ότι προς πιστοποίηση των ανωτέρω, (η ενάγουσα) εξέδωσε τα αναλυτικά αναφερόμενα και επισυναπτόμενα αποτελούντα ενιαίο κείμενο στην αγωγή τιμολόγια – δελτία αποστολής, και δη εξέδωσε: 1) το υπ’ αριθμ. …/10-08-2010 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής, ποσού 7.720 ευρώ, 2) το υπ’ αριθμ. …/28-11-2010 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής, ποσού 8.100 ευρώ, 3) το υπ’ αριθμ. …/27-11-2010 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής, ποσού 8.000 ευρώ, 4) το υπ’ αριθμ. …/17-12-2010 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής, ποσού 7.876 ευρώ, και 5) το υπ’ αριθμ. …/13-01-2011 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής, ποσού 4.500 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 36.196 ευρώ, για όλα δε τα ανωτέρω τιμολόγια εκδόθηκαν τα αναφερόμενα και ενσωματούμενα στην αγωγή πιστωτικά τιμολόγια λόγω απαλλαγής ΦΠΑ. Ότι εκ της συνολικής αξίας των ως άνω τιμολογίων, η εναγομένη της κατέβαλε μόνο το ποσό των 6.000 ευρώ την 23η-04-2014, σε μερική εξόφληση του παλαιότερου υπ’ αριθμ. …/2010 τιμολογίου, η οποία εξόφληση έλαβε χώρα με τον εξής τρόπο: σε εξασφάλιση του συνολικού τιμήματος εκ των ως άνω τιμολογίων και ως αναγνώριση της οφειλής αυτής, η εναγομένη της χορήγησε τις υπ’ αριθμ. … και … επιταγές εκδόσεως της εταιρείας … εις διαταγήν της (εναγομένης), τις οποίες η τελευταία οπισθογράφησε και παρέδωσε στην ενάγουσα, οι οποίες εν συνεχεία ανταλλάχθησαν με μία συναλλαγματική εις διαταγήν της ποσού 6.000 ευρώ και ημερομηνία πληρωμής 15-10-2011 και έξι ακόμη συναλλαγματικές εις διαταγήν της, ποσού 5.000 εκάστη και ημερομηνίες πληρωμής την 20-05-2014, 20-06-2014, 20-07-2014, 20-08-2014, 20-09-2014 και 20-10-2014 αντίστοιχα, οι οποίες έγιναν δεκτές προς πληρωμή από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης …, ο οποίος με τον τρόπο αυτό αναγνώρισε την οφειλή της εναγομένης, πλην όμως ούτε κι αυτές πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, εκτός από την πρώτη, ποσού 6.000 ευρώ, η οποία πληρώθηκε την 23-04-2014, με αποτέλεσμα να παραμένει ανεξόφλητο ποσό 30.196 ευρώ. Τέλος, ότι παρότι η ίδια τήρησε τα συμφωνηθέντα, απέστειλε τα αντίστοιχα δελτία αποστολής και παρέδωσε στην πρώτη εναγόμενη τα συμφωνηθέντα ανταλλακτικά για τα πλοία της, η τελευταία, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αρνείται να της εξοφλήσει το ως άνω συνολικό ποσό των 30.196 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη ότι η εναγόμενη ευθύνεται να της καταβάλει το ως άνω οφειλόμενο ποσό εκ της σύμβασης πώλησης, άλλως επικουρικώς ότι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη κατά τις διατάξεις του 904 επ. ΑΚ, μετά από παραδεκτό περιορισμό και τροπή του κύριου αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε (έντοκο) αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της, ζητεί η ενάγουσα να αναγνωρισθεί, ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 30.196 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επομένη ημέρα που το κάθε τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2, 33 και 37 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακολούθως, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς την ιστορούμενη σύμβαση και την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη της εναγομένης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 25 ΑΚ και εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. β΄ και 2 του ως άνω Κανονισμού, το δίκαιο το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος έχει τη συνήθη διαμονή του και ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση δε, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς αυτή στενότερα, εν προκειμένω εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, στο Κ. Αττικής εδρεύει η ενάγουσα, στον Π……. καταρτίστηκαν οι επίδικες συμβάσεις πώλησης κι επιπλέον η εναγομένη έχει εγκαταστήσει τα γραφεία της στον Π…………, ενώ επιπλέον (η εναγομένη) δεν αντιλέγει, λόγω της ερημοδικίας τους, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτής σχετικά με την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 1792/1988, βλ. σχετ. Ευρυγένη, Αρμ. 24, 1057 επ, ιδ. σελ. …6, Παπασιώπη – Πασιά, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, έκδ. 1991, σ. 18 επ, ΕφΠειρ 612/1992, ΕΝΔ 20.481, ΕφΠειρ 508/1988, ΕΝΔ 17.497). Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει νόμιμη, κατά την κύρια βάση της στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 513 επ. ΑΚ, 84, 105,… ΚΙΝΔ, 176, ΚΠολΔ, ενώ μη νόμιμο είναι, μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθώς εκτελεστό τίτλο παράγουν μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις. Σημειωτέον ότι το αίτημα περί έναρξης τοκοφορίας του οφειλομένου ποσού είναι νόμιμο μόνο ως προς το επικουρικό του σκέλος, ήτοι από την επομένη από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, ενώ είναι απορριπτέο ως αόριστο κατά το κύριο σκέλος του, ήτοι περί έναρξης της τοκοφορίας από την επομένη της 60ης ημέρας από την έκδοση κάθε τιμολογίου, καθώς δεν εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι αυτή καθορίστηκε ως δήλη ημέρα καταβολής, ούτε ότι η ενάγουσα όχλησε την εναγομένη, προκειμένου να επέλθει έναρξη της τοκοφορίας. Επίσης, απορριπτέα είναι η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καταρχήν ως αόριστη γιατί η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι είναι άκυρη η σύμβαση πώλησης, που συνήψε με την εναγομένη και σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμη, διότι λόγω της επιβοηθητικής φύσης της, η εν λόγω βάση ασκείται μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής από τη σύμβαση ή αδικοπραξία, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω Πρέπει επομένως η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δοθέντος ότι μετά τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του αιτήματος, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.
Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται ομολογία. Ενόψει τούτων, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην κρινόμενη αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας (βλ. άρθρο 271 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ. 2 του ίδιου Νόμου). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 30.196 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Επίσης, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που θα ασκηθεί από την εναγομένη ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (βλ. άρθρα 501 και 505 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, η εναγόμενη, η οποία ηττάται, πρέπει να καταδικασθεί να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας (βλ. άρθρο 176 του Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων εκατόν ενενήντα έξι (30.196) ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -01-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ