Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης

143/ 2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 3849/1885/19-4-2019 Κλήση)

 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 5…/2219/10-5-2018 Αγωγή)

 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :  8285/4160/20-9-2019 Αγωγή)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 3 Δεκεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον Π……..  (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …  Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Πειραιά,  η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικόλαου Λύγουρη (Α.Μ. ΔΣΑ : …) .

ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη Ν.Ι. Αττικής (οδός …) ,νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Ι. Δ. και 2) Ι. Δ. του Α. και της …, κατοίκου Ν.Ι.ς Αττικής (οδός …), που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεώργιου Ζαβίτσα (Α.Μ. ΔΣΑ : …) .

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 8-5-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 5…/2219/10-5-2018, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 20ης-11-2018, ότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’αριθμ…./2019 παραπεμπτική-μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 11-4-2019 με Γ.Α.Κ./ΕΑ.Κ. : 3849/1885/19-4-2019 κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί  αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 17ης-9-2019 και μετ’αναβολής κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Β) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον Π….  (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …  Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Πειραιά,  η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικόλαου Λύγουρη (Α.Μ. ΔΣΑ : …) .

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη Ν.Ι. Αττικής (οδός …) ,νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Ι. Δ. και 2) Ι. Δ. του Α. και της …, κατοίκου Ν.Ι.ς Αττικής (οδός …), που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεώργιου Ζαβίτσα (Α.Μ. ΔΣΑ : …) .

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-9-2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8285/4160/20-9-2019, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο όπως προαναφέρθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από την διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, κατά πάσα στάση της δίκης, δύναται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως ενός των διαδίκων, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων ενώπιον αυτού εκκρεμουσών δικών μεταξύ των ίδιων ή διαφόρων διαδίκων, εάν εκδικάζονται κατά την ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η εν λόγω συνεκδίκαση έχει την έννοια ότι εφεξής θα διεξαχθεί κοινή διαδικασία και θα εκδοθεί από κοινού οριστική απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση : α) η από 8-5-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 5…/2219/10-5-2018 αγωγή (α αγωγή), που νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 11-4-2019 με Γ.Α.Κ./ΕΑ.Κ. : 3849/1885/19-4-2019 κλήση της ενάγουσας μετά την έκδοση της υπ’αριθμ…./2019 παραπεμπτικής-μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και β) η από 19-9-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8285/4160/20-9-2019 αγωγή (β αγωγή). Αμφότερες οι ως άνω ένδικες αγωγές είναι συναφείς μεταξύ τους, καθόσον αφορούν τους ίδιους διαδίκους, έχουν ίδιο αντικείμενο, είναι εκκρεμείς ενώπιον του αυτού (παρόντος) Δικαστηρίου και υπάγονται αμφότερες στην ίδια (ειδική) διαδικασία (περιουσιακών διαφορών). Πρέπει, επομένως, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους κατά την ανωτέρω προσήκουσα ειδική διαδικασία αφού, κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης.

Ι. Κατά το άρθρο 31 Α παρ. 5 και 6 του Ν. 2160/1993  όπως η παρ. 6 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6α της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85/7.4.2014), η παρ. 5 καταργήθηκε  με την παρ. 6β της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85/7.4.2014) όπως προστέθηκε με την παρ. 3 το άρθρο 38 του ν. 3105/2003 (Α΄ 29/10.2.2003) και ως τίθεται το παρόν άρθρο ,μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 161 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012) και η παρ. 5 του  τίθεται όπως αντικαταστάθηκε, με την παρ. 3 του άρθρου 11 του Ν. 4179/2013 (ΦΕΚ Α’ 175/8.8.2013) ορίζεται ότι «1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Τουρισμού και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, θεσπίζεται Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων. Ο Κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλες τις μαρίνες, στις ζώνες αγκυροβολίου και στα καταφύγια τουριστικών σκαφών ανεξάρτητα από τον φορέα διαχείρισής τους (δημόσιο ή ιδιωτικό) και από το χρόνο έναρξης λειτουργίας τους.2. Με το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας και ασφάλειας των λιμένων αυτών, όπως: α. Τα μέτρα ασφαλείας και προστασίας από πυρκαγιά, ρύπανση και κάθε άλλο κίνδυνο εντός της ζώνης του λιμένα που δεν είναι δυνατόν να αποτραπεί με την επίδειξη της δέουσας, κατά τα συναλλακτικά ήθη, επιμέλειας. β. Η προστασία περιβάλλοντος, καθαριότητα και ευταξία του λιμένα. γ. Οι πέραν της καταβολής της αξίας των τιμολογίων υποχρεώσεις και ευθύνες των ιδιοκτητών των ελλιμενιζόμενων σκαφών και όσων κάνουν χρήση των εξυπηρετήσεων του τουριστικού λιμένα. δ. Ο είσπλους και έκπλους των σκαφών, η αγκυροβολία, πρυμνοδέτηση ή πλαγιοδέτηση αυτών, καθώς και η κατάληψη θέσης και η παραμονή αυτών στον τουριστικό λιμένα. ε. Η κίνηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, φορτηγών και επιβατηγών αυτοκινήτων, καθώς και λοιπών τροχοφόρων εντός του τουριστικού λιμένα. στ. Οι παρεχόμενες ευκολίες και εξυπηρετήσεις των σκαφών. ζ. Κάθε άλλο θέμα σχετικό με την ασφάλεια, προστασία και την εύρυθμη λειτουργία των τουριστικών λιμένων.3. Στους παραβάτες των κανονισμών λειτουργίας των τουριστικών λιμένων επιβάλλονται από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται, οι κυρώσεις του άρθρου 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου. (ν.δ. 187/1973, Α’ 261).4. Μετά την έκδοση της άδειας λειτουργίας ο φορέας διαχείρισης υποβάλλει στη Γενική Γραμματεία Τουρισμού Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα. Με αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνονται οι Ειδικοί Κανονισμοί για ένα έκαστο από τους λιμένες της παραγράφου 1. Οι εγκριτικές αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου εκδίδονται εντός ενός μηνός από την υποβολή των Ειδικών Κανονισμών στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου του πιο πάνω χρονικού διαστήματος οι Ειδικοί Κανονισμοί τεκμαίρονται εγκεκριμένοι. Οι κανονισμοί αυτοί ρυθμίζουν τους ειδικούς όρους λειτουργίας και εκμετάλλευσης κάθε τουριστικού λιμένα και ιδίως τα εξής θέματα: α. Την οργάνωση της διοίκησης, τη στελέχωση και τις ειδικές συνθήκες λειτουργίας του τουριστικού λιμένα. β. Το σαφή προσδιορισμό των ορίων της ζώνης (χερσαίας και θαλάσσιας) του λιμένα. γ. Το μέγεθος (ελάχιστο-μέγιστο) κατά μονάδα και τον αριθμό κατά κατηγορία σκάφους, καθώς και το συνολικό αριθμό των σκαφών, που μπορούν να ελλιμενιστούν. δ. Τον τρόπο διαθέσεως των θέσεων ελλιμενισμού των σκαφών στο λιμένα και το σύστημα αγκυροβολίας τους. ε. Τις παρεχόμενες υπηρεσίες και εξυπηρετήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξυπηρετήσεων ατόμων με αναπηρία. στ. Τα μέτρα ασφάλειας και προστασίας των σκαφών και των χρηστών του λιμένα. ζ. Η διάταξη κυκλοφορίας, στάσης και στάθμευσης τροχοφόρων και της αντίστοιχης σήμανσης εντός του τουριστικού λιμένα κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. η. Κάθε άλλο θέμα σχετικό με την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία του λιμένα.[5. παραλείπεται ως μη ισχύουσα]…6. Οι Ειδικοί Κανονισμοί των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5.»7. Όσοι κάνουν χρήση των τουριστικών λιμένων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 υπόκεινται στους ελέγχους που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις για τις ζώνες των λιμένων (λιμενικούς, τελωνειακούς και λοιπούς ελέγχους).». Σημειωτέον ότι η παρεχόμενη από την ως άνω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 31α του ν. 2160/1993, νομοθετική εξουσιοδότηση για τον καθορισμό των τιμολογίων, προβλέπουσα ενδεικτικώς ορισμένα κριτήρια, όπως είναι το μέγεθος των σκαφών είτε σε μέτρα ολικού μήκους είτε σε μέτρα ολικού πλάτους, η διάρκεια ελλιμενισμού, η εποχή ελλιμενισμού, η κατηγορία των σκαφών και οι λοιπές παρεχόμενες από τον τουριστικό λιμένα εξυπηρετήσεις σύμφωνα με το επενδυτικό και εν γένει το επιχειρηματικό σχέδιο του φορέα διαχείρισης, είναι ειδική και ορισμένη, δεδομένου ότι αρκεί εν προκειμένω η κατά νόμο πρόβλεψη των κριτηρίων καθορισμού των τιμολογίων με ενδεικτικό τρόπο, εφ’ όσον, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, ο καθορισμός του ύψους των σχετικών ποσών γίνεται κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας (ΣΤΕ 1559/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επίσης κατά το άρθρο 29 Ν. 2160/1993, ως η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 156 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012) και η παρ. 6 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 157 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012-Το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν.4276/2014 (ΦΕΚ Α΄155/30.7.2014-ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ Δημιουργία και λειτουργία τουριστικών λιμένων), ορίζεται ότι «1. «Τουριστικός λιμένας» σκαφών αναψυχής είναι ο χερσαίος και θαλάσσιος χώρος που προορίζεται κατά κύριο λόγο για/και υποστηρίζει λειτουργικά τον ελλιμενισμό σκαφών αναψυχής και ναυταθλητισμού. Οι τουριστικοί λιμένες διακρίνονται σε μαρίνες, καταφύγια και αγκυροβόλια. «Μαρίνα» είναι ο τουριστικός λιμένας που διαθέτει χερσαίες και θαλάσσιες εγκαταστάσεις και υποδομές προδιαγραφών που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 31, για την εξυπηρέτηση των σκαφών αναψυχής και των χρηστών τους…» 3. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται η φράση “φορέας διαχειριστικού τουριστικού λιμένα” νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου το οποίο έχει αναλάβει με σύμβαση μετά του Δημοσίου «ή μετά της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρία»» «ή εκ του νόμου» την κατασκευή, λειτουργία και εκμετάλλευση τουριστικού λιμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.».Τέλος κατά το άρθρο 33 Ν. 2160/1993 ορίζεται ότι «το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 162 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012). Το τρίτο εδάφιο της παρ.1 του παρόντος κ α τ α ρ γ ή θ η κ ε με την παρ.1β του άρθρου 51 του ν.4276/2014 (ΦΕΚ Α΄155/30.7.2014). «1. Ο φορέας διαχείρισης τουριστικού λιμένα δικαιούται να παραχωρεί σε τρίτους διαρκή ή πολυετή ενοχικά δικαιώματα, είτε για επιχειρηματικές δραστηριότητες σε σκάφη αναψυχής που ελλιμενίζονται εντός της ζώνης του τουριστικού λιμένα είτε για την εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων της χερσαίας ζώνης του (ιδίως μίσθωση ή παραχώρηση εκμετάλλευσης εστιατορίων, μπαρ, τουριστικών καταλυμάτων, οικιών, διαμερισμάτων, σταθμού ανεφοδιασμού) είτε τέλος για επιχειρηματικές δραστηριότητες στο σύνολο του τουριστικού λιμένα. Κατά τα λοιπά ισχύει ο ν. 1652/1986 (Α΄ 167).(*** Παραλείπεται ως μη ισχύον).

ΙΙ. Σύμφωνα με την κοινή Υ.Α. Τ /9803 /5-9-2003 (ΦΕΚ Β  1323/2003) του Υφυπουργού Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκρίθηκε ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων  ο οποίος στο άρθρο 2 παρ.3 ορίζει ότι «Για τις παρεχόμενες ευκολίες εξυπηρέτησης των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφους, ο φορέας διαχείρισης κάθε τουριστικού λιμένα,εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα» και στην παρ.4 ου ίδιου άρθρου ότι «υπόχρεος προς καταβολή είναι ο πλοιοκτήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους ο οποίος ευθύνεται και εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης». Περαιτέρω στην παρ. 1 του άρθρου 9  προβλέπεται ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης  εξόφλησης θα ισχύουν οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας. Ακολούθως , με την υπ’αριθμ. 14350/2008 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1476/Β/28-7-2008) θεσπίστηκε ο Ειδικός Κανονισμός  της Μ. Ζ., ο οποίος αφορά τους ειδικούς όρους λειτουργίας και εκμετάλλευσης της μαρίνας, ο οποίος προβλέπει ομοίως, μεταξύ άλλων ότι για τις παρεχόμενες ευκολίες και εξυπηρετήσεις προς τα ελλιμενιζόμενα σκάφη εισπράττονται ανάλογες χρεώσεις ελλιμενισμού και άλλα δικαιώματα οι οποίες χρεώσεις είναι αυτές του Τιμοκαταλόγου ελλιμενισμού (άρθρο 4.1) και ότι υπόχρεοι  προς καταβολή συγκεκριμένων δικαιωμάτων ελλιμενισμού είναι ο πλοιοκτήτης ή νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης (άρθρο 4.5). Με την υπ’αριθμ. 2714/2011 απόφαση του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού (ΦΕΚ Β’ 421/16-3-2011) εγκρίθηκαν τα τέλη ελλιμενισμού των ετών 2011, 2012 , 2013 εως 7-4-2014, ενώ με την υποπερίπτωση 6α της υποπαραγράφου 15 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου 1 του Ν.4254/2014 καταργήθηκαν έκτοτε (από τις 7-4-2014) οι εγκριτικές υπουργικές αποφάσεις που αφορούν σε τιμολόγια ελλιμενισμού.

          ΙΙΙ. Περαιτέρω, με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στα πολιτικά Δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1406/1983 στις διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων, περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά, εκτός άλλων και : “ι) τις διοικητικές συμβάσεις. Διοικητικές είναι οι συμβάσεις εκείνες στις οποίες ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, έχουν αντικείμενο σχετικό με τη λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας ή εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό, και, προσθέτως, η κατάρτιση και εκτέλεσή τους διέπεται, έστω και εν μέρει, από κανόνες διοικητικού δικαίου ή περιέχουν νομίμως όρους που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Δημοσίου ή ΝΠΔΔ δυνατότητες μονομερούς επέμβασης ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς και δη ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι εξασφαλίζουν στο Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπερέχουσα, έναντι του αντισυμβαλλομένου, θέση (ΑΕΔ 10/1987 , 10/1992 , 21/1997 , 3/1999 και 10/2003 , ΣτΕ 1031/1995 Ολομ., 4467/1995 , 3486/1996 , 2403/1997 Ολομ., 3106/2002 , 3774/2003 κ.ά.). Εάν δε δεν συντρέχει μια από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τότε η σύμβαση είναι ιδιωτική και οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή των πράξεων, οι οποίες προηγούνται της καταρτίσεως της συμβάσεως, είναι ιδιωτικές υπαγόμενες, κατά το Σύνταγμα, στα πολιτικά δικαστήρια, διότι οι πράξεις αυτές δεν αποτελούν αποσπαστές από την ιδιωτική σύμβαση διοικητικές πράξεις. Κατά την ίδια, εξ άλλου, νομολογία, για τον χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως διοικητικής και, επομένως, για τον καθορισμό των αρμόδιων για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών δικαστηρίων, δεν ασκεί καμία επιρροή το γεγονός ότι το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που συνάπτει την σύμβαση ανήκει στο Δημόσιο ή είναι δημόσια επιχείρηση (βλ. μειοψηφία στις ΣτΕ 1211-1212/2010, ΣτΕ 891-5/2008 Ολομ.).Ειδικότερα, η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών είναι σύμβαση μίσθωσης ακίνητου διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΕφΠειρ 126/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 585/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 10868/1988 ΑρχΝ 1989, 426, ΔΕΚ 428/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και από το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α` 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β` 1323/16.9.2003), έχων, επομένως, ισχύ νόμου (ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011,220), οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 εδ. β, 16 αρ. 1 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 648 επ. του ΚΠολΔ. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσεως του πράγματος, εφόσον έχει τη δυνατότητα χρήσεως αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί (ΑΠ 585/1997 ΕλλΔνη 39, 112, ΕφΛαρ 95/2012 Δικογραφία 2012, 494, ΕφΠειρ 481 /2001 ΕΔΠ 2003, 352, Κ. Καυκάς, Ενοχικόν Δίκαιον, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Ειδικόν Μέρος, τόμος Α, 1955, άρθρο 596, παρ. 2, σελ. 269). Ως μίσθωμα, η καθυστέρηση καταβολής του οποίου ιδρύει για τον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται και από την καθυστέρηση του μισθώματος, θεωρείται και η αναλογία των κοινοχρήστων δαπανών που βαρύνουν το μίσθιο, εφόσον ο μισθωτής έχει με τη μισθωτική σύμβαση αναλάβει, μεταξύ άλλων συναφών υποχρεώσεων, την υποχρέωση να καταβάλλει και την αναλογία αυτή (ΑΠ 902/1996 ΕλλΔνη 1997, 108 = ΕΕΝ 1998, 142, ΕφΑΘ 8882/2006 ΕλλΔνη 2008, 283, ΕφΑΘ 8813/2002 ΕλλΔνη 45, 1502, ΕφΑΘ 2988/2001 ΕλλΔνη 42, 1402, I. Κατράς, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, παρ. 7, σελ. 83). Περαιτέρω, για το ζήτημα του καθορισμού του ανταλλάγματος, το οποίο στα πλαίσια της σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους ο πλοιοκτήτης – μισθωτής οφείλει για την παραχώρηση της χρήσης των εγκαταστάσεων αυτού του λιμένα στον εκμεταλλευόμενο αυτές EOT, καθώς και στους νομίμους ειδικούς διαδόχους του (φορείς διαχείρισης του τουριστικού λιμένα), πρέπει να αναφερθεί ότι κατά διαχρονική νομοθετική επιλογή το τέλος ελλιμενισμού δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικής μεταξύ των συμβαλλομένων διαπραγμάτευσης κατά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης αλλά καθορίζεται μονομερώς με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εκάστοτε φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, που δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο χρήστη των εγκαταστάσεων υπό την προϋπόθεση, όμως, της εγκρίσεώς της με υπουργική απόφαση, αφού αποτελεί πράξη διαχείρισης κοινοχρήστου πράγματος κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω διαμορφωθείσα νομολογία, οι νεώτερες ως άνω διατάξεις προέβλεψαν την κατάρτιση από τον εκάστοτε φορέα διαχείρισης των τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών υπηρεσιών, που παρέχονται στα σκάφη, όπως και των ειδικών κανονισμών των τουριστικών λιμένων, των ζωνών αγκυροβολιού, των καταφυγίων τουριστικών σκαφών και των λιμένων ξενοδοχειακών μονάδων, ανεξαρτήτως του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα του φορέα τους και την έγκρισή τους με υπουργική απόφαση. Για δε τον καθορισμό των τιμολογίων οι εξουσιοδοτικές διατάξεις όρισαν ως κριτήρια το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια και την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από τον λιμένα εξυπηρετήσεις (περί αυτών Βλ. Β. Κορμπή, Οι τουριστικοί λιμένες – Το θεσμικό πλαίσιο και η σχετική νομολογία, σε ΝοΒ 2004, 1960 επ. [1968]). Κρίνοντας το κύρος υπουργικών αποφάσεων με τις οποίες εγκρίθηκαν πράξεις του διοικητικού συμβουλίου του φορέα διαχείρισης σχετικές με τον καθορισμό των τιμολογίων υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής στις ανά την Επικράτεια μαρίνες, το Συμβούλιο της Επικράτειας έχει αποφανθεί, πρώτον, ότι η διαχείριση των κοινοχρήστων πραγμάτων, περί των οποίων ορίζει το άρθρο 967 ΑΚ και μεταξύ των οποίων περιλαμβά­νονται και οι χώροι που εμπίπτουν σε ζώνη λιμένα, που ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, συνιστάμε- νου στην κοινοχρησία τους, συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας και αντιδιαστέλλεται προς τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου (ΣτΕ Ολ 2403/2014, ΣτΕ Ολ 414/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεύτερον, ότι η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, ακόμη και αν επιδιώ­κεται δευτερευόντως και ταμειακός σκοπός (ΣτΕ Ολ 1212/2010, ΕΔΔΔ 2010/703, ΣτΕ Ολ 891/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τρίτον, ότι με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 8 του Ν 2636/1998, δυνάμει των οποίων επιτρέπεται η επιβολή τελών ελλιμενισμού στα ελλιμενιζόμενα σε τουριστικούς λιμένες (μαρίνες) σκάφη με αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου του οικείου φορέα διαχείρισης που εγκρίνονται με υπουργική απόφαση, παρεχόμενη εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη, εφόσον κατά την έννοιά τους ο καθορισμός του ύψους των τελών γίνεται κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας που εξαρτώνται από ποικίλες και μεταβαλλόμενες συνθήκες, λαμβανομένου υπόψη και του δημόσιου σκοπού στον οποίο αποβλέπουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις (ΣτΕ 1155/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τέταρτον, ότι η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του φορέα, με την οποία καθορίζονται τα ως άνω τιμολόγια συνιστά πράξη διαχείρισης κοινοχρήστου πράγματος, η οποία κατά νόμο χωρεί μεν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, παραλλήλως, όμως, αποβλέπει στο δημόσιο συμφέρον και, συγκεκριμένα, στην ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ η προβλεπόμενη από το νόμο υπουργική απόφαση, με την οποία, κατόπιν ελέγχου τους νόμω και ουσία, εγκρίνονται τα ίδια τιμολόγια, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, αφού πρόκειται κατ’ ουσίαν για τέλη υπέρ του EOT, χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τους εκ μόνου του λόγου ότι εισπράττονται από φορέα διοικήσεως και διαχειρίσεως με μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος, όμως, αποδίδει στη συνέχεια το συμφωνηθέν μίσθωμα στο φορέα  (ΣτΕ Ολ 2404/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, πέμπτον, ότι τα καθοριζόμενα με την υπουργική απόφαση τέλη δεν αποτελούν οικονομικά Βάρη ούτε έχουν φορολογικό ή ανταποδοτικό χαρακτήρα έναντι παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, αλλά αντιθέτως αποτελούν απλώς το τίμημα για τις παρεχόμενες από το φορέα διαχείρισης του λιμένα υπηρεσίες ελλιμενισμού (ΣτΕ 1559/2015, ΣτΕ 1558/1015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και ναι μεν το ύψος του επέχοντος θέση μισθώματος τέλους ελλιμενισμού σκάφους στις εγκαταστάσεις τουριστικού λιμένα καθορίζεται μονομερώς από τη διοίκηση του φορέα διαχείρισής του και δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτή εφόσον ο καθορισμός αυτός έχει εγκριθεί με υπουργική απόφαση. Τούτο σημαίνει ότι αγωγή του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα περί επιδικάσεως τέλους ελλιμενισμού που καθορίστηκε με απόφαση της διοικήσεώς του αλλά υπερβαίνει το ύψος του διοικητικώς εγκεκριμένου δεν είναι νόμιμη κατά το υπερβάλλον της διοικητικής εγκρίσεως χρηματικό ποσό, μη αποκλεισμένης, όμως, της δυνατότητας του δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, το αίτημα περί επιδικάσεως του νομίμου τέλους – υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’ άρθρο 223 εδ. β ΚΠολΔ (Βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 85/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

          ΙV. Περαιτέρω, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ορίζει : α) στο άρθρο 126 §1 στοιχ. δ’, ότι η επίδοση γίνεται για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, β) στο άρθρο 127 παρ. 1, ότι η επίδοση συνίσταται στην παράδοση του εγγράφου στα χέρια του προσώπου προς το οποίο γίνεται, γ) στο άρθρο 129 παρ. 1, ότι αν ο παραλήπτης της επιδόσεως δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 παρ.2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεων τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επιδόσεως και δ) στο άρθρο 139 παρ. 1 στοιχ. δ’, ότι όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση η οποία, εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117 πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων οριζομένων στοιχείων και μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως … και 138. Από το συνδυασμό όλων των παραπάνω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι για να επιδοθεί έγκυρα δικόγραφο σε νομικό πρόσωπο πρέπει αυτό να παραδοθεί στο νόμιμο ή κατά το καταστατικό εκπρόσωπό του, είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, κατά το άρθρο 126 παρ.1 στχ. δ’  ΚΠολΔ και η ιδιότητα αυτή πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο επίδοσης (ΑΠ 1663/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ), ενώ σημασία έχει η έδρα αυτού και όχι  της εταιρείας (ΟλΑΠ 3/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ). Αν ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δεν βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίδεται στην πρώτη περίπτωση, σε έναν από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη κατά τη σειρά που ορίζεται στο άρθρο 128 παρ. 1 ΚΠολΔ και στη δεύτερη περίπτωση, σε ένα από τα διαζευκτικώς αναφερόμενα πρόσωπα (στο διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες) χωρίς να είναι απαραίτητο για το κύρος της επιδόσεως να τηρηθεί καμία σειρά τόσο ως προς τον τόπο της επιδόσεως, δηλαδή αναζήτηση του νομίμου εκπροσώπου πρώτα στην κατοικία και μετά στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, όσο και, προκειμένου περί επιδόσεως στο κατάστημα κλπ, ως προς τα πρόσωπα που θα παραδοθεί το επιδιδόμενο έγγραφο, σε περίπτωση απουσίας του, αφού η προαναφερόμενη διάταξη (του άρθρου 129 παρ.1 ΚΠολΔ) δεν απαιτεί τούτο, όπως αντιθέτως το επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 128 παρ.1 του ίδιου κώδικα (ΑΠ 2916/2007, ΑΠ 963/2006, ΑΠ 769/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην έκθεση επιδόσεως πρέπει να αναγραφεί από τον δικαστικό επιμελητή το ονοματεπώνυμο του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, αν η επίδοση γίνεται στον ίδιο. Αν, όμως, αυτός δεν βρεθεί στο γραφείο του και η επίδοση γίνει με παράδοση του εγγράφου σε πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 129 παρ.1, δεν απαιτείται μεν η αναγραφή στην έκθεση του ονόματος του νομίμου εκπροσώπου (ΟλΑΠ 8/2010, ΟλΑΠ 900/1985, ΑΠ 322/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει όμως ν’ αναφέρεται σ’ αυτή το γεγονός της μη ανεύρεσης και το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του προσώπου στο οποίο έγινε η παράδοση του εγγράφου, για να διαπιστωθεί αν αυτό το φυσικό πρόσωπο είναι από τα αναγραφόμενα στη διάταξη αυτή ως δεκτικά παραδόσεως (ΑΠ 499/2000, EφΑθ 2488/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η βεβαίωση στην έκθεση του δικαστικού επιμελητή περί της απουσίας επιδεκτικών επιδόσεως προσώπων, παράγει, κατ’ άρθρο 438 ΚΠολΔ, ως γεγονός εμπίπτον στις αισθήσεις του, πλήρη απόδειξη, μη επιτρεπόμενης της ανταποδείξεως, παρά μόνο με την προσβολή της εκθέσεως ως πλαστής (ΑΠ 1019/2009, ΑΠ 415/2005, ΕφΑθ 3903/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν αποδειχθεί ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η επίδοση ο προς ον αυτή κατοικούσε μονίμως σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση που θα μπορούσε να πληροφορηθεί, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προς τούτο -κατά το μέτρο επιμελούς ανθρώπου- προσπάθεια, εκείνος που παρήγγειλε την επίδοση ή ο δικαστικός επιμελητής που την ενήργησε, η επίδοση είναι άκυρη, εφόσον η σχετική παράβαση επέφερε κατά την κρίση του δικαστή τέτοια βλάβη, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 132/2015 ό.π., ΕφΘεσ 409/2010 ΕΠολΔ 2010.853 με εκτενή αναφορά στη νομολογία, όπου και σημ. Μαρ. Κουκουζέλη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε η ελαττωματικότητα της επιδόσεως της αγωγής κατά τα άρθρα 159 παρ. 1 εδ. γ και 160 παρ. 1 του ΚΠολΔ δεν λαμβάνεται υπ’ όψην αυτεπάγγελτα, όταν παρίσταται ο διάδικος, αλλά πρέπει να προτείνεται από αυτόν (τον παριστάμενο διάδικο) που πλήττει το κύρος αυτής και συνεπάγεται ακυρότητα (ΑΠ 1521/2013, ΕφΑθ 427/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

V. Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. ΄Ασκηση ουσιαστικού δικαιώματος αποτελεί και η δια της αναγκαστικής εκτελέσεως επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή. Η επίκληση της ΑΚ 281 παρέχει το δικαίωμα προς αναγνώριση και προστασία του μισθωτικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 16/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 65/2005). Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη του, η δε με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών,όχι δε κατ` ανάγκη και αφόρητων, συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμιση τους προς το συμφέρον που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί για τον δικαιούχο, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Έτσι, το ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του (ΑΠ 395/2009, ΑΠ 1878/2007, ΑΠ 263/2007, ΑΠ 65/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικώς στην περίπτωση μακράς αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, για να υπάρχει κατάχρηση πρέπει να συντρέχουν και άλλα περιστατικά, από τα οποία δημιουργείται ευλόγως στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει τούτο, έτσι ώστε η ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε να περιάγει στην άσκησή του σε αντίθεση προς τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 1/97 ΝοΒ 46/17, ΟλΑΠ 62/1990 ,ΑΠ 1546/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Στην προκειμένη περίπτωση με αμφότερες τις υπό κρίση  αγωγές της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει της από 23-12-2002 συμβάσεως μισθώσεως και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Τ. Λ. Ζ., μίσθωσε από την εταιρεία με την επωνυμία «….» (ήδη μετονομασθείσα ως «….») τον   Ζ. και ανέλαβε τη διαχείριση και εκμετάλλευσή του από την 1-1-2003 και για σαράντα έτη·. Ότι σύμφωνα με τα άρθρα 28.1 και 28.2 της ως άνω συμβάσεως η εκμισθώτρια εταιρεία εκχώρησε στην ίδια (ενάγουσα) τις απαιτήσεις της για την καταβολή από 1-1-2003 των τελών ελλιμενισμού όλων των σκαφών που περιγράφονται στο παράρτημα  Χ της σύμβασης και τις απαιτήσεις της κατά των μισθωτών για την καταβολή από 1-1-2003 των μισθωμάτων που οφείλουν οι μισθωτές δυνάμει των αντίστοιχων συμβάσεων μίσθωσης που περιγράφονται στο παράρτημα V της σύμβασης. Ότι μεταξύ των σκαφών που ελλιμενίζονταν στον   Ζ., συμπεριλαμβανόταν και το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό σκάφος αναψυχής με το όνομα «…», νηολογημένο στον Πειραιά με αριθμό νηολογίου …, μήκους 26,50 μ., πλάτους 6,70 μ., βυθίσματος 2,20 μ., ολικής χωρητικότητας 139,05 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 79,17 κόρων που ανήκει στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή της πρώτης εναγομένης εταιρείας νομίμως εκπροσωπουμένης από τον δεύτερο εναγόμενο. Ότι δυνάμει της από 1-5-2013 σύμβασης ελλιμενισμού που καταρτίστηκε μεταξύ της ίδιας και της πρώτης εναγομένης (ενάγουσα) ανέλαβε και παρείχε προσηκόντως τις κατά το νόμο και τη σύμβαση, υπηρεσίες ελλιμενισμού στο ένδικο σκάφος , για λογαριασμό κι επωφελεία της πρώτης εναγομένης στις εγκαταστάσεις του Τ. Λ. Ζ. για το χρονικό διάστημα από τις 1-5-2013 εως τις 31-12-2013 μετά την παρέλευση του οποίου η ως άνω σύμβαση θα καθίστατο αορίστου χρόνου, ως και έγινε. Ότι η πρώτη εναγομένη κατά τη συνομολόγηση της ένδικης σύμβασης δήλωσε ότι έλαβε γνώση όλων των όρων του ισχύοντος Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας της ένδικης Μαρίνας και του ισχύοντος Τιμοκαταλόγου, τους οποίους αποδέχεται ανεπιφύλακτα και οι οποίοι θα διέπουν την παρούσα σύμβαση. Περαιτέρω ότι τα μηνιαία τέλη ελλιμενισμού του σκάφους σύμφωνα με το τιμολόγιο του Τ. Λ. Ζ. και τις διαστάσεις αυτού καθορίστηκαν δυνάμει του υπ’αριθμ. …/17-11-2015 πρακτικού του Δ.Σ. της (ενάγουσας) και ανήλθαν στο ύψος των 1.646 ευρώ το μήνα πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24 % για τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2017 έως 31-12-2017, από 1-1-2018 έως 31-12-2018 κι από 1-1-2019 έως 31-12-2019 τα οποία ήταν καταβλητέα τοις μετρητοίς εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, όπως αναλυτικώς αναφέρονται στην αγωγή.  Επίσης ότι για τα έτη 2011 έως τις 7-4-2014 τα τέλη ελλιμενισμού για τον Ζ. εγκρίθηκαν με την υπ’αριθμ. 2714/2011 απόφαση του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 421/16-3-2011. Τέλος ότι παρότι η ίδια τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις και παρείχε αδιακώλυτο ελλιμενισμό και λοιπές συναφείς υπηρεσίες ελλιμενισμού στο  ένδικο σκάφος, οι εναγόμενοι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της (ενάγουσας) δεν της έχουν εξοφλήσει τα αντιστοιχούντα : όσον αφορά την υπό κρίση α αγωγή για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2017 έως και την 30-4-2018 σχετικά τέλη ελλιμενισμού πλέον των αναλογούντων κοινόχρηστων δαπανών συνολικού ποσού 26.336 ευρώ  συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24 %, όπως τα επιμέρους ποσά προσδιορίζονται αναλυτικώς στην α αγωγή κατά τα επιμέρους  χρονικά διαστήματα και τις σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε (η ενάγουσα) και όσον αφορά την υπό κρίση β αγωγή για το χρονικό διάστημα από 1-5-2018 έως και την 28-2-2019 σχετικά τέλη ελλιμενισμού πλέον των αναλογούντων κοινόχρηστων δαπανών συνολικού ποσού 18.567,30  ευρώ  συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24 %, όπως τα επιμέρους ποσά προσδιορίζονται αναλυτικώς στην β αγωγή κατά τα επιμέρους  χρονικά διαστήματα και τις σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε (η ενάγουσα). Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί : 1) με την ένδικη α αγωγή (όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως και 30-4-2018) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι,  η  μεν πρώτη ως πλοιοκτήτρια,ο δε δεύτερος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών το συνολικό ποσό των 26.336 ευρώ, εντόκως από την επομένη της ημερομηνίας που κάθε επιμέρους κονδύλιο ήταν καταβλητέο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην δικαστική της δαπάνη και 2) με την ένδικη β αγωγή (όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2018 εώς και 28-2-2019) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι,  η  μεν πρώτη ως πλοιοκτήτρια,ο δε δεύτερος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών το συνολικό ποσό των 18.567,30 ευρώ, εντόκως από την επομένη της ημερομηνίας που κάθε επιμέρους κονδύλιο ήταν καταβλητέο και απαιτητό (6η ημέρα εκάστου και αντίστοιχου μηνός) άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην δικαστική της δαπάνη . Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα : 1) η υπό κρίση α αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας, προσκομίζονται τα υπ’αριθμ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Πειραιώς, (άρθρα 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε από την ενάγουσα το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθμ.κωδικού e-παράβολο … με την  συνημμένη από 17-9-2019 απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της Τράπεζας Πειραιώς) και 2) η υπό κρίση β αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας, προσκομίζονται τα υπ’αριθμ. …και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Πειραιώς, (άρθρα 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε από την ενάγουσα το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθμ.κωδικού e-παράβολο … με την  συνημμένη από 5-12-2019 απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της ALPHA BANK), παραδεκτώς εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της προκειμένης διαφοράς, απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων ως νόμω αβασίμου σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, καθότι εν προκειμένω η ένδικη διαφορά απορρέει από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (μίσθωση) που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας και των εναγομένων ιδιωτών και ελλείπει το στοιχείο της άσκησης δημόσιας εξουσίας εκ μέρους της ενάγουσας ως κυρίαρχου αντισυμβαλλόμενου μέρους, ο συμβατικός δεσμός δεν διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι εξασφαλίζουν στο Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπερέχουσα, έναντι του αντισυμβαλλομένου, θέση, οι διάδικοι συμβλήθηκαν οικειοθελώς και συμφώνησαν στους όρους της ένδικης συμβάσεως, ενώ σε κάθε περίπτωση η άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση  με στόχο την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας μέσω της ανάπτυξης του τουρισμού  δεν αντίκειται στο Σύνταγμα αλλά έγινε με βάση ιδιωτικοικονομικά κριτήρια.  Περαιτέρω το παρόν Δικαστήριο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 1β και 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ.2, 33, 37 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), προκειμένου να συνεκδικάσει τις ένδικες δύο αγωγές κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών των άρθρων 614 επ.ΚΠολΔ παρ.1 , ως ισχύει από 1-1-2016 με το Ν. 4335/2015, καθώς αμφότερες στηρίζονται σε αξιώσεις που απορρέουν από σύμβαση με προέχοντα χαρακτήρα αυτό της μίσθωσης δεδομένου ότι τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν με την εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού πρωτίστως στην παραχώρηση της χρήσης του χώρου της Μ. Ζ. για τον ελλιμενισμό του επίδικου σκάφους ως βασική υποχρέωση της ενάγουσας και όχι στην παροχή επιπρόσθετων υπηρεσιών εκ μέρους της (βλ. και ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011. 220, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989. 426).Ειρήσθω επιπλέον ότι η κρινόμενη υπό κρίση α αγωγή, η οποία βάλλεται από τους εναγομένους ως ανυπόστατη, τυγχάνει υποστατή και παραδεκτώς ασκηθείσα (όπως και η κρινόμενη β αγωγή ως προς την οποία δεν υπάρχει σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων) καθότι η άσκησή της ολοκληρώθηκε με επίδοση αντιγράφου της στους εναγομένους, οι οποίοι παριστάμενοι στην προκειμένη δίκη στην οποία εκκρεμεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως και προβάλλοντας μεταξύ των άλλων όλων των ενστάσεων και των αμυντικών ισχυρισμών τους, κάλυψαν κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 159 ΚΠολΔ τη σχετική ακυρότητα που συνεπάγεται η επίδοση σε άλλο τόπο από την κατά το χρόνο της επίδοσης έδρα της πρώτης εναγομένης και της κατοικίας του δεύτερου εξ αυτών , αληθών υποτιθέμενων των ισχυρισμών τους . Επιπλέον ως εκ του περισσού , ως προς τη βασιμότητα του ισχυρισμού των εναγομένων ότι η επίδοση της ένδικης αγωγής ακύρως έγινε στην οδό …,στη Ν .Ιωνία Αττικής , διότι η εναγομένη εταιρεία απεβλήθηκε από την ως άνω έδρα της από τις 30-9-2016 με την υπ’αριθμ. …/2015 διαταγή απόδοσης μισθίου και την υπ’αριθμ. …/2016 έκθεση αποβολής  και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Δ. Μ. λεκτέα είναι τα εξής : εκτός του ότι και στις από 3-12-2019 προτάσεις τους οι εναγόμενοι αναφέρουν ότι έστω και τυπικά η πρώτη εδρεύει στην εν λόγω διεύθυνση χωρίς να αναφέρουν πού εδρεύει πραγματικά  δεν επικαλούνται πολλώ δε μάλλον δεν αποδεικνύουν ουδέν περί της γνώσης ή της δυνατότητας γνώσης της ενάγουσας περί αλλαγής διεύθυνσης της έδρας της πρώτης εναγομένης ή/και της  διεύθυνσης κατοικίας του δεύτερου εναγομένου και δη διαφορετικής από αυτήν στην οποία η μεν πρώτη ήδρευε και ο δεύτερος λόγω της εργασίας του κατοικούσε μέχρι τις 30-9-2016  και στην οποία έγινε η επίδοση του αγωγικού δικογράφου (οδός …-Ν.Ι. Αττικής), πολλώ δε μάλλον ουδέν επικαλούνται και δεν αποδεικνύουν σχετικά με τη γνώση της ενάγουσας  για την υπ’αριθμ. …/2015 διαταγή απόδοσης μισθίου και την υπ’αριθμ. …/2016 έκθεση αποβολής  και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Δ. Μ.. Ανεξάρτητα δε του ότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η τυχόν ακυρότητα της επίδοσης δεν τους επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη υπό την έννοια ότι είχαν τη δυνατότητα με την παρουσία τους στη δίκη να την επιδιορθώσουν διαφορετικά καθότι νομίμως παρίστανται στην παρούσα δίκη όπου εκκρεμεί η έκδοση οριστικής απόφασης, η πεποίθηση της ενάγουσας ότι η έδρα της εναγομένης εταιρείας παραμένει η … , στην οποία είχαν κοινοποιηθεί κι άλλα μεταξύ τους δικόγραφα (όπως η με ΓΑΚ /ΕΑΚ : 1546/39/2014 αγωγή  όπου παρέλαβε συνεργάτης του εναγομένου  -βλ. υπ’αριθμ.  … και …/20-5-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Β. Π.) αλλά και η με ΓΑΚ/ΕΑΚ : 697/12/2017 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά-βλ. υπ’αριθμ.  … και …/6-2-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Β. Π.), ενισχύθηκε από το ότι  η εναγομένη με τις από 17-9-2018 προτάσεις της αναφέρει αυτήν ως έδρα της ενώ η ίδια διεύθυνση αναφέρεται και στην υπ’αριθμ. …/19-4-2019 πρόσκληση δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιά –υπάλληλο του πλειστηριασμού Μ. Σ., εκεί έγιναν όλες οι αναγγελίες δανειστών, χωρίς να προκύπτει ότι έχει προσβληθεί η ως άνω επίδοση με ανακοπή κατά του υπ’αριθμ. …/19-4-2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, ενώ ούτε και οι προαναφερθείσες εκθέσεις επιδόσεως έχουν προσβληθεί ως πλαστές από τα όσα βεβαίωσε ο επιδόσας δικαστικός επιμελητής. Τέλος, αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να συναχθεί από το ότι ο δεύτερος εναγόμενος κατοικεί στο Χ. στην οδό … όπου και επέδωσε η ενάγουσα τη β αγωγή της  -σε αντίθεση με την α αγωγή της- με αποτέλεσμα να εκδοθεί ερήμην των εναγομένων η υπ’αριθμ. …/2019 παραπεμπτική-μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου καθώς ουδεμία βλάβη αλλά και υπαιτιότητα της ενάγουσας περί των ανωτέρω κατά το χρόνο επίδοσης της α αγωγής προκύπτει. Περαιτέρω, αμφότερες οι υπό κρίση αγωγές, καθ’ο μέρος αφορούν τον δεύτερο εναγόμενο-νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης, είναι απορριπτέες ως παθητικώς ανομιμοποίητες κατά το άρθρο 70 ΑΚ σε συνδ. με τις διατάξεις περί αντιπροσωπεύσεως 211 επ.ΑΚ, δεδομένου ότι δεν ζητείται αποζημίωση ώστε να υπέχει ο δεύτερος εναγόμενος εις ολόκληρον ευθύνη με το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγομένης κατά το άρθρο 71 ΑΚ. Αντιθέτως, αμφότερες οι υπό κρίση αγωγές, καθ’ο μέρος αφορούν την πρώτη εναγομένη είναι ορισμένες-απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων περί αοριστίας (που προέβαλλαν με την προσθήκη των προτάσεών τους αλλά αυτεπαγγέλτως λαμβάνεται υπόψην από το Δικαστήριο) επικαλούμενοι ότι η ενάγουσα δεν αναφέρει τα κριτήρια επιβολής τριπλάσιων τελών ελλιμενισμού με το …/17-11-2015 πρακτικό του Δ.Σ. της και νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις περί μίσθωσης με βάση σύμβαση ελλιμενισμού , ήτοι των άρθρων 68, 70, 340, 341, 345, 346, 361, 574, 595 του ΑΚ, 4 παρ. 1 και 5 του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας του Τ. Λ. Ζ., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 14350/2008 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1476/Β/28.7.2008) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 2714/2011 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β 421/16-3-2011). Επομένως,καθ’ό μέρος οι υπό κρίση αγωγές κρίθηκαν παραδεκτές και νόμιμες και δη μόνο ως προς την πρώτη εναγομένη πρέπει να κριθούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους.

Οι εναγόμενοι εκτός του ότι προέβαλαν και στις δύο ένδικες αγωγές με τις προτάσεις τους και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης την ένσταση (ισχυρισμό) περί έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και, επιπλέον προέβαλαν με τις προτάσεις τους μόνο όσον αφορά την υπό κρίση α αγωγή τον ισχυρισμό περί ανυπόστατου της υπό κρίση αγωγής,- ισχυρισμοί που εξετάσθηκαν ήδη ανωτέρω και απερρίφθησαν ως αβάσιμοι-, επιπλέον αρνήθηκαν αμφότερες τις αγωγές ως νόμω και ουσία αβάσιμες και προέβαλαν την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος κατά άρθρο 281 ΑΚ επικαλούμενοι αφενός ότι η ενάγουσα από τις 1-1-2017 αύξησε αυθαίρετα και χωρίς προφανή αιτία μονομερώς τα μηνιαία τέλη ελλιμενισμού από το ποσό των 560, 560  και 585 ευρώ που ανέρχονταν τα έτη 2014,2015 και 2016 στο ποσό των 1.646 ευρώ αιτούμενη να της καταβάλουν υπέρογκα ποσά, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι το ένδικο πλοίο ήταν ακινητοποιημένο εξαιτίας βλαβών επί πολλά χρόνια στη … χωρίς να μπορεί να ναυλωθεί αλλά και να μεταφερθεί λόγω επιβληθείσας σε βάρος της αναγκαστικής κατάσχεσης του εν λόγω πλοίου, αφετέρου ότι η ενάγουσα εκμεταλλεύτηκε  την δεσπόζουσα θέση που έχει η Ένωση Μαρίνων Ελλάδος την οποίας (η ενάγουσα) τυγχάνει μέλος και βάσει των οδηγιών της  οποίας (Ένωσης Μαρίνων Ελλάδος) καθορίζονται τα τιμολόγια των μελών της. Η εν λόγω ένσταση που ερείδεται στο άρθρο 281 ΑΚ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη της παρούσας τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη καθώς και αληθή υποτιθέμενα τα όσα επικαλούνται οι εναγόμενοι δεν καθιστούν άνευ άλλου καταχρηστική τη συμπεριφορά της ενάγουσας υπό την έννοια της πρόκλησης εξαιτίας της υπέρμετρων και μη ανεκτών συνεπειών στους εναγομένους σε σχέση με τις προκληθείσες συνέπειες στην ενάγουσα (ΟλΑΠ 8/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένης άλλωστε της παραμονής και της συνέχισης του ελλιμενισμού του ενδίκου πλοίου στον ένδικο χώρο της Μ. Ζ. εξαιτίας λόγου που αφορούν αποκλειστικά την πρώτη εναγομένη.

Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως της μάρτυρος απόδειξης Κ. Λ. του Κ., που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου  που είναι κοινά για αμφότερες τις υπό κρίση αγωγές και η οποία (κατάθεση) κατά περιεχόμενο ταυτίζεται με την υπ’αριθμ. 4594/17-9-2018 ένορκη βεβαίωση της ίδιας μάρτυρα απόδειξης ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Γεωργίου Τριανταφυλλάκη, επιμελεία της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης προηγούμενης κλήτευσης των εναγομένων (βλ.τις υπ’αριθμ. …/12-9-2018 και …/12-9-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Β. Π.) και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται τόσο η ενάγουσα σε αμφότερες τις υποθέσεις, μετά νομίμου επικλήσεως (με αναφορά εκάστου εξ αυτών μετά του αριθμού του ως σχετικού εγγράφου), απορριπτομένου ως αόριστου και σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 23-12-2002 συμβάσεως μισθώσεως και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Τ. Λ. Ζ., η ενάγουσα μίσθωσε από την εταιρεία με την επωνυμία «….» (ήδη μετονομασθείσα ως «….») τον   Ζ. και ανέλαβε τη διαχείριση και εκμετάλλευσή του από την 1-1-2003 και για σαράντα έτη·. Σύμφωνα με τα άρθρα 28.1 και 28.2 της ως άνω συμβάσεως η εκμισθώτρια εταιρεία εκχώρησε στην ενάγουσα τις απαιτήσεις της για την καταβολή από 1-1-2003 των τελών ελλιμενισμού όλων των σκαφών που περιγράφονται στο παράρτημα  Χ της σύμβασης και τις απαιτήσεις της κατά των μισθωτών για την καταβολή από 1-1-2003 των μισθωμάτων που οφείλουν οι μισθωτές δυνάμει των αντίστοιχων συμβάσεων μίσθωσης που περιγράφονται στο παράρτημα V της σύμβασης. Μεταξύ των σκαφών που ελλιμενίζονταν στον   Ζ.,ήδη από το 2003, όπως κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως η μάρτυρας απόδειξης, συμπεριλαμβανόταν και το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό σκάφος αναψυχής με το όνομα «…», νηολογημένο στον Πειραιά με αριθμό νηολογίου …, μήκους 26,50 μ., πλάτους 6,70 μ., βυθίσματος 2,20 μ., ολικής χωρητικότητας 139,05 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 79,17 κόρων που ανήκει στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή της πρώτης εναγομένης εταιρείας νομίμως εκπροσωπουμένης από τον δεύτερο εναγόμενο. Ακολούθως δυνάμει της από 1-5-2013 σύμβασης ελλιμενισμού που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης εταιρείας, η ενάγουσα ανέλαβε και παρείχε προσηκόντως τις κατά το νόμο και τη σύμβαση, υπηρεσίες ελλιμενισμού στο ένδικο σκάφος μετά των πρόσθετων κοινόχρηστων παροχών ύδατος, ρεύματος κλπ. για λογαριασμό κι επωφελεία της πρώτης εναγομένης στις εγκαταστάσεις του Τ. Λ. Ζ. για το χρονικό διάστημα από τις 1-5-2013 εως τις 31-12-2013 μετά την παρέλευση του οποίου η ως άνω σύμβαση θα καθίστατο αορίστου χρόνου, ως και έγινε. Επίσης η πρώτη εναγομένη κατά τη συνομολόγηση της ένδικης σύμβασης δήλωσε ότι έλαβε γνώση όλων των όρων του ισχύοντος Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας της ένδικης Μαρίνας και του ισχύοντος Τιμοκαταλόγου, τους οποίους αποδέχεται ανεπιφύλακτα και οι οποίοι θα διέπουν την παρούσα σύμβαση. Περαιτέρω τα μηνιαία τέλη ελλιμενισμού του σκάφους σύμφωνα με το τιμολόγιο του Τ. Λ. Ζ. και τις διαστάσεις αυτού καθορίστηκαν δυνάμει του υπ’αριθμ. …/17-11-2015 πρακτικού του Δ.Σ. της ενάγουσας, που προέβλεψε αύξηση κατά 4 % του σχετικού ποσού από 1-1-2016 και ανήλθαν στο ύψος των 1.646 ευρώ το μήνα πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24 % για τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2017 έως 31-12-2017, από 1-1-2018 έως 31-12-2018 και από 1-1-2019 έως 31-12-2019, τα οποία ήταν καταβλητέα τοις μετρητοίς εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα.  Σημειωτέον ότι για τα έτη 2011 έως τις 7-4-2014 τα τέλη ελλιμενισμού για τον   Ζ. εγκρίθηκαν με την υπ’αριθμ. 2714/2011 απόφαση του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 421/16-3-2011, προϋπόθεση ( η έγκριση με Υ.Α.) η οποία από τις 7-4-2014 καταργήθηκε όπως αναφέρεται στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, δυνάμει της υποπερίπτωσης 6α υποπαρ.ΣΤ15 της παρ.ΣΤ του πρώτου άρθρου του Ν. 4254/2014 . Επιπλέον απεδείχθη ότι το πλαίσιο της ως άνω συμβάσεως μίσθωσης η ενάγουσα παρείχε προσηκόντως τις κατά το νόμο και τη σύμβαση, υπηρεσίες ελλιμενισμού στο σκάφος προκειμένου αυτό να μην υποστεί βλάβη και να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρισκόταν προς εκπλήρωση του προορισμού του και προς τούτο  η ενάγουσα εξέδωσε : Α) 1) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 31-12-2017  τα  υπ’αριθμ. … τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 19.752 ευρώ (=1.646 ευρώ Χ 12 μήνες), 2) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2018 έως 30-4-2018  τα  υπ’αριθμ. … τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 6.584 ευρώ (=1.646 ευρώ Χ 4 μήνες), και Β) 1) για το χρονικό διάστημα από 1-5-2018 έως 31-12-2018  τα  υπ’αριθμ. … τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 14.353,12 ευρώ (=1.646 ευρώ Χ 8 μήνες πλέον 24% Φ.Π.Α.  για το διάστημα από 1-10-2018 έως 31-12-2018 , ήτοι ποσό 1.185,12 ευρώ ),2) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 έως 28-2-2019 τα υπ’αριθμ. … τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 4.082,08 ευρώ (=1.646 ευρώ Χ 2 μήνες πλέον  24% Φ.Π.Α. για το διάστημα από 1-1-2019 έως 28-2-2019, ήτοι ποσό  790,08 ευρώ) και 3) για το χρονικό διάστημα από 1-5-2018 έως 28-2-2019 το υπ’αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 132,10 ευρώ (=106,53 πλέον ποσού 24% Φ.Π.Α. για το διάστημα αυτό, ήτοι ποσό 25,57 ευρώ) για κοινόχρηστες δαπάνες, όπως είναι οι δαπάνες ύδατος, ρεύματος και οι ενδεικτικά αναφερόμενες από τη μάρτυρα απόδειξης στην ένορκη κατάθεσή της δαπάνες συντήρησης του αγκυροβολίου, διαχείρισης , παραλαβής και απομάκρυνσης αποβλήτων και ελεύθερης πρόσβασης στο διαδίκτυο. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται κι αποδεικνύει ότι η επιβάρυνση των τιμολογίων που εκδόθηκαν από τις 1-10-2018 έως τις 28-2-2019 με Φ.Π.Α. 24 % οφείλεται στο ότι η εναγομένη πλοιοκτήτρια δεν της προσκόμισε ως όφειλε αντίγραφο δηλώσεως διενέργειας ανοικτών πλόων του σκάφους σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΠΟΛ 1209/14-11-2018 της ΑΑΔΕ προκειμένου να τύχει απαλλαγής από τον Φ.Π.Α. Επιπλέον, όπως ανέφερε μετά λόγου γνώσεως η εξετασθείσα ενόρκως μάρτυρας απόδειξης, οικονομική διευθύντρια της ενάγουσας, συμφωνήθηκε στην από 1-5-2013 σύμβαση ότι η εναγομένη θα απολάμβανε εκπτωτικό τιμολόγιο που θα ίσχυε για επαγγελματικά σκάφη  πλοιοκτησίας μέλους της Ένωσης Πλοιοκτητών Επαγγελματικών Σκαφών Τουρισμού εφόσον θα ήταν συνεπής, αλλιώς θα καταργείτο αυτόματα  η μειωμένη χρέωση και θα όφειλαν να καταβάλλουν ότι και τα λοιπά ιδιωτικά σκάφη αναλόγων διαστάσεων , ως και έγινε. Παρότι δε ο καθορισμός ειδικού εκπτωτικού τιμολογίου για τα επαγγελματικά σκάφη, όπως αυτά χαρακτηρίζονται με το ν. 2743/1999, που ελλιμενίζονται στις μαρίνες Ζέας και Φλοίσβου, υπό τον όρο ότι οι πλοιοκτήτες τους είναι μέλη επαγγελματικών ενώσεων, έχει κριθεί από τη νομολογία του ΣτΕ  ότι αντίκειται στις αρχές α) ισότητας διότι προβαίνει σε αδικαιολόγητες διακρίσεις μεταξύ των επαγγελματικών σκαφών αναλόγως εάν ανήκουν σε ένωση ή όχι, και β) ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι αφού επιβάλλει αναγκαστικά ως όρο για την απόλαυση του εκπτωτικού τιμολογίου την είσοδο και παραμονή των πλοιοκτητών σε επαγγελματική ένωση κι επιπλέον αντίκειται και προς τα χρηστά ήθη και την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος διότι με τον τρόπο αυτό η Ε.Τ.Α. Α.Ε. καταχράται την εξουσιαστική και δεσπόζουσα θέση που έχει στην εκμετάλλευση των σημαντικότερων λιμένων της χώρας έναντι των πλοιοκτητών επαγγελματικών σκαφών. (ΣΤΕ 1559/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εν προκειμένω η σχετική συμφωνία έγινε προς το συμφέρον της εναγομένης, ενώ δεν μπορεί να θεωρηθεί μονομερής δυσμενής μεταβολή η παύση της ισχύος της σχετικής συμφωνίας λόγω της υπερημερίας της εναγομένης ως προς την καταβολή των οφειλών της, καθώς η προϋπόθεση υπό την οποία τελούσε η συνέχισή της ήταν η συνέπεια της εναγομένης στην καταβολή των οφειλομένων με βάση το εκπτωτικό-μειωμένο τιμολόγιο . Επίσης απεδείχθη ότι, το ύψος των εκάστοτε επιβληθεισών χρεώσεων των τελών ελλιμενισμού και των πρόσθετων συναφών του ελλιμενισμού κοινόχρηστων δαπανών, ήταν σε γνώση της εναγομένης πλοιοκτήτριας τόσο με την αποστολή των σχετικών τιμολογίων που δεν αμφισβήτησε ότι παρέλαβε και δη ανεπιφύλακτα, έχουσα σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα γνώσης αυτών λόγω αναρτήσεων στην ιστοσελίδα της ενάγουσας και στον πίνακα ανακοινώσεων στα γραφεία της που ήταν εύκολα προσβάσιμα στους ενδιαφερόμενους υπόχρεους. Πλήν όμως, όπως επιβεβαίωσε η εξετασθείσα και ενώπιον του ακροατηρίου μάρτυρας απόδειξης Κ. Λ., οικονομική διευθύντρια της ενάγουσας, η εναγομένη παρότι δεν προέβαλε από το 2003 που ελλιμενίζει το ένδικο σκάφος της  καμία  αμφισβήτηση ως προς το ύψος και τον λόγο των επιμέρους χρεώσεων, δεν ζήτησε μεταρρύθμιση της μεταξύ τους συμφωνίας υπό την έννοια της μείωσης του ύψους των σχετικών τελών ούτε εξέφρασε κάποιο παράπονο για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, η εναγομένη δεν υπήρξε συνεπής από το 2014 ως προς την καταβολή των οφειλομένων γεγονός που οδήγησε την ενάγουσα να της επιβάλει με βάση τον επίσημο κατάλογο του επίδικου χρονικού διαστήματος αναλογούσες ως προς το είδος (επαγγελματικό) του σκάφους και το μήκος αυτού (26,50 μ.) που ανήλθαν στο ποσό των 1.646 ευρώ μηνιαίως, ήτοι  πράγματι τριπλασιάστηκαν των μέχρι τότε επιβληθεισών λόγω της έκπτωσης χρεώσεων (ύψους 560-580 ευρώ) όπως δεν αμφισβητεί η ενάγουσα. Όσον δε αφορά στους σχετικούς ισχυρισμούς της περί βλάβης του επιδίκου σκάφους και αδυναμίας μεταφοράς του από τη Μαρίνα, επικαλουμένη (η εναγομένη) την υπ’αριθμ. 1001/2018 (εκουσία δικαιοδοσία) απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην οποία μάλιστα αναφέρεται τόσο η τριπλάσια αύξηση όσο και η οφειλή της εναγομένης και η οποία αφορούσε τον διορισμό προσωρινής διοίκησης του νομικού προσώπου της (εναγομένης) προκειμένου να αντιμετωπίσει επείγουσες ανάγκες της μεταξύ των οποίων και η ανάγκη μεταφοράς του σκάφους από την …, αυτοί αλυσιτελώς προβάλλονται αφενός διότι δεν υπέχει υπαιτιότητα η ενάγουσα περί του λόγου παραμονής του ενδίκου σκάφους στη μαρίνα της αφετέρου διότι δεν προκύπτει ότι είχε γνώση η ενάγουσα, που θα είχε κατ’αποτέλεσμα την διακοπή παροχής των συμφωνηθεισών υπηρεσιών βάσει της ένδικης συμβάσεως, η οποία ειρήσθω εκ του περισσού δεν καταγγέλθηκε από ουδένα των συμβαλλομένων μερών. Δεδομένου επομένως ότι η ενάγουσα παρείχε αδιακώλυτο ελλιμενισμό και λοιπές συναφείς υπηρεσίες ελλιμενισμού στο  ένδικο σκάφος, το οποίο παρέμενε ελλιμενισμένο, του είχε παραχωρηθεί χώρος στον εν λόγω τουριστικό λιμένα και δεν είχε απομακρυνθεί από την πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια αυτού ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας ή μη της τελευταίας προς τούτο (η εναγομένη πλοιοκτήτρια) όφειλε να καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες στην ενάγουσα α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως και 30-4-2018 το συνολικό ποσό των 26.336 ευρώ (=19.752 ευρώ + 6.584 ευρώ) και β) για το χρονικό διάστημα από 1-5-2018 εώς και 28-2-2019 το συνολικό ποσό των 18.567,30 ευρώ(=14.353,12 ευρώ + 4.082,08 ευρώ + 132,10 ευρώ. Τα ως άνω οφειλόμενα ποσά η εναγομένη πλοιοκτήτρια παρότι δεν αμφισβήτησε και  παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας η οποία ανήγγειλε τις απαιτήσεις της κατόπιν της υπ’αριθμ. …/19-4-2019 πρόσκληση δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιά –υπάλληλου του πλειστηριασμού Μ. Σ., συνταχθέντος του υπ’αριθμ. …/19-4-2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, εξακολουθεί να οφείλει να  καταβάλει στην ενάγουσα , εντόκως, από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο ήταν καταβλητέο σύμφωνα με τη σύμβαση ελλιμενισμού που κατήρτισε η ενάγουσα με την εναγομένη, κατά άρθρο 341 ΑΚ  από τη δήλη ημέρα ήτοι από την 6η ημέρα του τρέχοντος μήνα ελλιμενισμού. Ειρήσθω δε εκ του περισσού, ότι δεν τίθεται ζήτημα απαλλαγής της εναγομένης πλοιοκτήτριας-μισθώτριας με την τυχόν κατακύρωση του εκπλειστηριασθέντος πλοίου κατά το άρθρο 479 ΑΚ που αφορά μεταβίβαση περιουσίας με την ιδιόρρυθμη σύμβαση του πλειστηριασμού καθώς η νέα κυρία-κτήτορα του πλοίου–φέρουσα μόνο πραγματοπαγή ευθύνη, ελλείψει σχετικής σύμβασης μίσθωσης που να συνήφθη μεταξύ της ίδιας και της ενάγουσας εκμισθώτριας, ευθύνεται για τα χρέη της καθ’ής η εκτέλεση προηγούμενης κυρίας του πλοίου, ήτοι εν προκειμένω τα οφειλόμενα τέλη ελλιμενισμού, εις ολόκληρον με αυτή ενώ, ως ειδική διάδοχος αυτής κατά τα άρθρα 1011Α και 1017 παρ.4 ΚΠολΔ, παίρνει τα ωφελήματα αλλά και φέρει τα βάρη του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, ως βάρυναν κατά το χρόνο αυτό  την προκατόχου της καθ’ής η εκτέλεση- κυρίας του πλοίου διότι κάθε δικαίωμα τρίτου  εμπράγματο ή ενοχικό (εν προκειμένω της ενάγουσας) δεν εξαλείφεται με τον πλειστηριασμό.Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει αμφότερες οι υπό κρίση  αγωγές να γίνουν δεκτές ως εν μέρει βάσιμες και κατ’ ουσίαν καθ’ο μέρος αφορούν την πρώτη εναγομένη και δη : 1) όσον αφορά την α ένδικη αγωγή  πρέπει να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ (26.336 €) νομιμοτόκως  από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο ήταν καταβλητέο σύμφωνα με τη σύμβαση ελλιμενισμού, ήτοι από την 6η ημέρα του τρέχοντος μήνα ελλιμενισμού μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της ενάγουσας και 2) όσον αφορά την β ένδικη αγωγή πρέπει να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό  των δεκαοκτώ χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα επτά ευρώ και τριάντα λεπτών (18.567,30 €) νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο ήταν καταβλητέο σύμφωνα με τη σύμβαση ελλιμενισμού, ήτοι από την 6η ημέρα του τρέχοντος μήνα ελλιμενισμού μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της ενάγουσας. Περαιτέρω, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει υποχρεωτικά δεκτό και ως ουσία βάσιμο  σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 910 παρ.2 ΚΠολΔ, σε αμφότερες τις υπό κρίση αγωγές, ανεξάρτητα από το αν η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει ή όχι σημαντική ζημία στην ενάγουσα καθώς  αφορά σε τέλη ελλιμενισμού , ήτοι σε εν ευρεία έννοια καθυστερημένα μισθώματα. Τέλος, αφού απορριφθεί η αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, σε αμφότερες τις υπό κρίση αγωγές, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 180, 189 παρ.1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

          ΣΥΝΕΝΩΝΕΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων : α) την από 8-5-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 5104/2219/10-5-2018 αγωγή (α αγωγή) και β) την από19-9-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8285/4160/20-9-2019 αγωγή (β αγωγή).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ο,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από  8-5-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 5104/2219/10-5-2018 αγωγή (α αγωγή) καθ’ό μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ (26.336 €) νομιμοτόκως από την 6η ημέρα του τρέχοντος μήνα ελλιμενισμού μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της ενάγουσας.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ προσωρινά εκτελεστή την παρούσα ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη .

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8-5-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 5104/2219/10-5-2018 αγωγή (α αγωγή) καθ’ό μέρος αφορά τον δεύτερο εναγόμενο.

          ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 19-9-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8285/4160/20-9-2019 αγωγή (β αγωγή) καθ’ό μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα επτά ευρώ και τριάντα λεπτών (18.567,30 €) νομιμοτόκως από την 6η ημέρα του τρέχοντος μήνα ελλιμενισμού μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της ενάγουσας.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ προσωρινά εκτελεστή την παρούσα ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη .

           ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-9-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8285/4160/20-9-2019 αγωγή (β αγωγή)  καθ’ό μέρος αφορά τον δεύτερο εναγόμενο.

           ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.

 

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 14-01-2020

χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 

          Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ