ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
144 / 2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. :891/452/31-1 -2019 κλήση)
(Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. :975/421 /29-1-2018 αγωγή)
(Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. 3347/1464/23-3-2018 ανταγωγή)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 22α Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – εναγομένου – αντενάγοντος: …, ναυτικού πράκτορα, κατοίκου Κ. Αττικής (…) , με Α.Φ.Μ. : … Δ.Ο.Υ Κ., για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξουσία δικηγόρος του Βασιλική Δελαρου (Α.Μ. ΔΣΑ : …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Του καθ’ ου η κλήση – ενάγοντος – αντεναγομένου: H. H. L., κατόχου του υπ’αριθμ. … γερμανικού διαβατηρίου, κατοίκου Γερμανίας, προσωρινά διαμένοντος στον Π…… (…), με Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. Πλοίων Π….., για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Κατσιέρης (Α.Μ. ΔΣΠ :…) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-1-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : . :975/421 /29-1-2018 αγωγή του, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 10ης-10-2018, ότε και συζητήθηκε συνεκδικαζομένη με την από 23-3-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. 3347/1464/23-3-2018 ανταγωγή του εναγομένου από το παρόν Δικαστήριο το οποίο, με την υπ’αριθμ. 5425/2018 παραπεμπτική του απόφαση, αφού κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο, την παρέπεμψε να εκδικασθεί, από το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου. Ο αντενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-3-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. : 3347/1464/23-3-2018 ανταγωγή, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 10ης-10-2018, ότε και συζητήθηκε συνεκδικαζομένη με την από 23-1-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 975/421 /29-1-2018 αγωγή του αντεναγομένου από το παρόν Δικαστήριο το οποίο, με την υπ’αριθμ. 5425/2018 παραπεμπτική του απόφαση, αφού κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο, την παρέπεμψε να εκδικασθεί, από το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου. Με την από 30-1-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 891/452/31-1-2019 κλήση του εναγομένου-αντενάγοντος, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο, νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση η ως άνω αγωγή και η ανταγωγή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 5425/2018 παραπεμπτικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου,που κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο, με την από 30-1-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 891/452/31-1-2019 κλήση του εναγομένου-αντενάγοντος, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο, νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού: α) η από 23-1-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 975/421 /29-1-2018 αγωγή και β) η από 23-3-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. : 3347/1464/23-3-2018 ανταγωγή, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, διότι όλες αφορούν αξιώσεις των ίδιων διαδίκων, αναγόμενες στην ίδια έννομη σχέση, υπαγόμενες στο ίδιο είδος διαδικασίας, συνακόλουθα δε δια της συνεκδικάσεως διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων ( άρθρα 31, 246, ΚΠολΔ).
Ι. Aπό τα άρθρα 298, 330, 681, 688 και 690 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Με τη σύμβαση έργου μεταξύ εργολάβου και κυρίου του έργου, ο μεν εργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, ο δε κύριος του έργου (εργοδότης) να του καταβάλει την εργολαβική αμοιβή (ΑΠ 537/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 2229/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 688-690 ΑΚ, οι οποίες καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου ανάλογα με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τις οποίες φέρει το έργο που εκτελέσθηκε από αυτόν, προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει: α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων είτε τη διόρθωση αυτών είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής (ΑΚ 688), β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο, ή έλλειψης των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων είτε τη διόρθωση, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε αντί αυτών δύναται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (ΑΚ 689) και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται είτε σε ουσιώδη είτε σε επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνημένες ιδιότητες, οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται αντί υπαναχώρησης ή μείωσης της αμοιβής να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος δεν ανταποκρίθηκε υπαιτίως στις εκ της συμβάσεως απορρέουσες υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα. Διαγράφεται, δηλαδή, από τα άρθρα αυτά διαζευκτική συρροή περισσοτέρων δικαιωμάτων υπέρ του εργοδότη, ο οποίος έχει έτσι το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει οποιοδήποτε από τα παραπάνω παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα, όταν δε κάνει την επιλογή του ασκώντας ένα από αυτά, δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτό και να ασκήσει το άλλο (ΑΠ 972/1994, ΑρχΝομ 1994/498, ΕφΠειρ 160/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό, δε, διότι σύμφωνα με τον Κανόνα του άρθρου 306 ΑΚ, ο οποίος εφαρμόζεται και επί διαζευκτικής συρροής δικαιωμάτων, η ως άνω επιλογή, που μπορεί να γίνει με άτυπη, μονομερή και απευθυντέα δήλωση προς τον εργολάβο, είναι αμετάκλητη και αναλίσκεται με τη δήλωση του εργοδότη ότι ασκεί ένα από τα πιο πάνω δικαιώματα (ΕφΠειρ 160/2016, ΕφΛαμ 154 και 155/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ως άνω δικαίωμα διορθώσεως του εργοδότη προς τον εργολάβο αποτελεί τροποποιητική μορφή της αξιώσεως του πρώτου προς εκπλήρωση, δηλαδή προς εκτέλεση έργου απαλλαγμένου ελαττωμάτων. Εάν η ταχθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτη ο εργολάβος καθίσταται υπερήμερος. Η συνέπεια της υπερημερίας του είναι ότι ο εργοδότης δικαιούται να εκτελέσει αυτός τη διόρθωση των ελαττωμάτων σε βάρος του εργολάβου, κατ` ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 687 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 945 ΚΠολΔ, επί αποδόσει λογαριασμού για τις γενόμενες δαπάνες (Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου «Αστικός Κώδιξ» άρθρα 688-690, αριθ. 14- 15 σελ. 639, Β. Βαθρακοκοίλη «ΕΡΝΟΜΑΚ» άρθρο 688 αριθ. 11, σελ. 704, ΕφΛαρ 209/2015, ΕφΠειρ 109/2014, ΕφΛαμ 154, 155/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάκριση επομένως των ελλείψεων (ελαττωμάτων) σε ουσιώδεις ή επουσιώδεις δεν έχει σημασία για το ορισμένο της αγωγής στην περίπτωση κατά την οποία ασκείται η αξίωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 690 ΑΚ (ΠΠΑ 1056/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στις δυο πιο πάνω περιπτώσεις των άρθρων 688 και 689 ΑΚ έχουν εφαρμογή τα άρθρα 541, 546 έως 549, 551 έως 553 ΑΚ, που ισχύουν για την πώληση. Έτσι με βάση τα προεκτεθέντα, αν ο εργοδότης ασκήσει το δικαίωμα της αναστροφής, λόγω ουσιωδών ελαττωμάτων ή ελλείψεως συμφωνημένων ιδιοτήτων, αποδειχθεί δε η ύπαρξη επουσιωδών απλώς ελαττωμάτων, το δικαστήριο δεν μπορεί κατ` αυτεπάγγελτη ενέργεια να προβεί στη μείωση της αμοιβής του εργολάβου, δεδομένου μάλιστα ότι η διάταξη του άρθρου 689 παρ. 2 ΑΚ, που παραπέμπει στις αναφερόμενες σ` αυτό περί πωλήσεως διατάξεις του ΑΚ, δεν μνημονεύει και τη διάταξη του άρθρου 542. Από το συνδυασμό δε της παραπάνω διάταξης 681 ΑΚ με εκείνες των άρθρων 374 και 690 του ΑΚ, προκύπτει ότι, η αποζημίωση για τον εργοδότη περιλαμβάνει κατ` αρχήν τη δαπάνη στην οποία πρέπει να υποβληθεί για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις, καθώς και το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία του εργοδότη που συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη των ελλείψεων (ΑΠ 1654/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 181/2005 Δικογραφία 2005 σελ. 504, ΕφΠατρ 658/2004 ΑρχΝομ 2005 σελ. 81, ΕφΠατρ 564/2004 ΑρχΝομ 2005 σελ. 72). Αν ο εργολάβος βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να τάξει σ` αυτόν εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδο της αποκρούει την παροχή και, αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή (άρθρο 383 ΑΚ), ενώ δεν απαιτείται να τάξει στον υπερήμερο εργολάβο προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή αν ο ίδιος (εργοδότης) εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης (άρθρο 385 ΑΚ) (ΑΠ 1176/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1729/2003 Αρμ. 2004.1401). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 389 ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί συμβατικής και επί νόμιμης υπαναχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 904 και 911 ΑΚ, προκύπτει ότι αποτέλεσμα της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης είναι ότι η σύμβαση καταργείται αναδρομικά (ex tunc), αποσβέννυται η υποχρέωση προς παροχή και οι παροχές που δόθηκαν αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι ex causa finite και αποδίδεται η ληφθείσα παροχή αυτούσια ή η αξία της, καθώς και ο νόμιμος τόκος από την υπαναχώρηση, διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση (ΑΠ 905/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/1997 ΕλλΔνη 39. 128, ΕφΘεσ 1374/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5183/2001 ΕλλΔνη 43. 246). Επιπλέον, κατά το άρθρο 387 ΑΚ, μπορεί, με αίτηση του δανειστή που υπαναχώρησε και κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, να επιδικασθεί σ` αυτόν και αποζημίωση ( εύλογη) για την τυχόν ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (ΑΠ 328/2006 ΕλλΔνη 47. 830, ΕφΘεσ 1848/2003 Αρμ. 2004. 1139, ΕφΘεσ 1729/2003 Αρμ. 2004.1401, ΕφΑθ 5183/2001 ΕλλΔνη 43.246). Η εύλογη αυτή αποζημίωση δεν ταυτίζεται προς το πλήρες διαφέρον, διότι η διάταξη του άρθρου 387 ΑΚ εισάγει μετριασμό της ανορθωτέας ζημίας μέχρι σημείου αποκείμενου στην κρίση του δικαστή της ουσίας (ΑΠ 388/2006 ΕφΑθ 6203/2000 ΕλλΔνη 44. 253). Επειδή δε η εύλογη αποζημίωση δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό της τελούσας σε αιτιώδη συνάφεια προς την αντισυμβατική διαγωγή του οφειλέτη πραγματικής ζημίας του δανειστή, πρέπει το ως άνω ποσό να αναφέρεται συγκεκριμένα (βλ. ΟλΑΠ 568/1975 ΝοΒ 23. 1081, ΑΠ 328/2006 ΕλλΔνη 47.830, ΕφΑθ 149/2004 ΕλλΔνη 45. 902). Εξάλλου, εφόσον με την εκ μέρους του δικαιουμένου άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης λύεται αναδρομικά η σύμβαση, εν αμφιβολία, καταργούνται και οι τυχόν πρόσθετες μεταξύ των μερών συμφωνίες (ΑΠ 905/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο οι διατάξεις των άρθρων 383-385 και 686 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, άρα μπορεί να γίνει ειδική συμφωνία, κατά την οποία ο εργοδότης θα δικαιούται όχι εύλογη αλλά πλήρη αποζημίωση, οπότε ο δανειστής δικαιούται παράλληλα με την υπαναχώρηση να αξιώσει και πλήρη αποζημίωση, αφού η σώρευση όλων αυτών των αποτελεσμάτων δεν είναι αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 686 εδ. β` ΑΚ, καθώς η υπαναχώρηση αυτή είναι συμβατική (ΑΠ 413/1990 ΕλλΔνη 31. 1020, ΕφΠατρ 798/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 106/1998 Αρμ 1998.1482, ΠολΠρωτΘες 10223/2012 αδημ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 382, 383, 681 και 686 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν εκτελέσθηκε ήδη ένα μόνο μέρος του έργου, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, να υπαναχωρήσει μόνο σε σχέση με το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οφείλοντας έτσι μόνον αντίστοιχη αμοιβή για τις εργασίες που εκτελέσθηκαν μέχρι τότε. Η υπαναχώρηση αυτή ενεργεί στην πραγματικότητα κατά κάποιο τρόπο ως καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 700 ΑΚ), αναφορικά με το έργο που μέχρι τότε εκτελέστηκε,, αφού ενεργεί για το μέλλον και δεν θίγει τη σύμβαση για το σκέλος της αυτό ( εκτέλεση έργου) (ΑΠ 1035/2010, ΕφΑθ 8098/2006 ΕλλΔνη 49. 293, ΕφΘεσ 1374/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 149/2004 ΕλλΔνη 45. 902, ΕφΘεσ 1848/2003 Αρμ. 2004. 1139, ΕφΘεσ 1729/2003 Αρμ. 2004. 1401). Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα καταβολής της συνομολογηθείσης ποινικής ρήτρας μέχρι τον χρόνο της λειτουργούσης στην πραγματικότητα ως καταγγελίας υπαναχώρησης (ΑΠ 1035/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συχνά εμφανίζονται δυσχέρειες στην προσπάθεια χαρακτηρισμού της δήλωσης του εργοδότη ως δήλωσης που κατατείνει στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της διάταξης του άρθρου 700 ΑΚ ή εκείνης του άρθρου 686 του ιδίου Κώδικα, οπότε είναι ενδεχόμενη η προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Δεν αποτελεί, όμως καταγγελία, δήλωση του εργοδότη που τείνει στη λύση της σύμβασης, όταν επικαλείται αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου. Στη σχετική δήλωση υπαναχώρησης πρέπει ν` αναφέρονται οι λόγοι της, όχι μόνο για να μπορέσει ο εργολάβος ν` αμυνθεί αλλά και για να μην προκύψει σύγχυση σχετικά με το αν πρόκειται για την υπαναχώρηση του άρθρου 686 εδ. α` ή για την καταγγελία με βάση το άρθρο 700. Αν, περαιτέρω, δεν αποδειχθούν οι λόγοι της υπαναχώρησης, δηλαδή η επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου από τον εργολάβο, η δήλωση του εργοδότη, κατά νόμιμη μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ και υπό τις προϋποθέσεις αυτού, ενεργεί ως καταγγελία κατ`άρθρο 700 του ιδίου Κώδικα, όποτε ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει στον εργολάβο τη συμφωνημένη αμοιβή (ΕφΑθ 225/2009 ΕλλΔνη 50. 606).Περαιτέρω, το άρθρο 691 ΑΚ ορίζει ότι «ο εργοδότης δεν έχει κανένα δικαίωμα για ελλείψεις του έργου αν είναι υπαίτιος για αυτές είτε εξαιτίας των οδηγιών που έδωσε παρά τις ρητές αντιρρήσεις του εργολάβου, είτε κατ` άλλο τρόπο». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο εργολάβος απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για ελλείψεις του έργου, αν το τελευταίο εκτελείται σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη, στις οποίες αυτός εμμένει, παρά τις ρητές αντιρρήσεις του πρώτου (εργολάβου). Οι αντιρρήσεις του εργολάβου αποτελούν, συνεπώς, προϋπόθεση για την υπαιτιότητα του εργοδότη. Αν ο εργολάβος δεν αντιλέγει στις οδηγίες του εργοδότη ή προβάλλει αντιρρήσεις αόριστες ή ασαφείς, ευθύνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 688 – 690 του ίδιου Κώδικα. Το βάρος για την επίκληση και απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων της προαναφερόμενης διάταξης το φέρει ο απαλλασσόμενος εργολάβος (βλ. σχετικά ΑΠ 156/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1376/1994 ΕλλΔνη 1996 σελ. 685). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 692 ΑΚ μετά την έγκριση του έργου από τον εργοδότη ο εργολάβος απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για τις ελλείψεις του, εκτός αν αυτές δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν με κανονική εξέταση όταν έγινε η παραλαβή του έργου ή αν ο εργολάβος τις απέκρυψε με δόλο. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η έγκριση προϋποθέτει πραγματική παράδοση του έργου μπορεί δε να είναι ρητή, με την έννοια ότι ο εργοδότης δήλωσε ότι το έργο εκτελέστηκε σύμφωνα με τους όρους και τις προδιαγραφές της εργολαβικής σύμβασης που κατάρτισε με τον εργολάβο, ή σιωπηρή που μπορεί να συναχθεί από την ανεπιφύλακτη ή χωρίς διαμαρτυρία παραλαβή του έργου από τον εργοδότη. Ως κανονική εξέταση νοείται εκείνη που γίνεται είτε από τον ίδιο τον εργοδότη (ή τον αντιπρόσωπό του ή τρίτον ορισθέντα από τον εργοδότη) είτε από ειδικό που έχει τις αναγκαίες για το εκτελεσθέν έργο γνώσεις, όταν, ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, εκτιμώμενες κατά την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, πρόκειται για ελλείψεις που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από οποιονδήποτε. Παρά την έγκριση του εργοδότη ο εργολάβος ευθύνεται για τις ελλείψεις του έργου, αν αυτές δεν μπορούσαν να διαγνωσθούν με την παραπάνω εξέταση αυτού κατά την παραλαβή του και μάλιστα είτε έγινε η “κανονική” εξέταση είτε όχι (ΑΠ 446/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ). Τέλος, ο εργολάβος έχει υποχρέωση να ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση (“αμελλητί”) τον εργοδότη αν προκύψει κατάσταση από την οποία κινδυνεύει η έγκαιρη ή η προσήκουσα εκτέλεση του έργου, καθώς και αν κατά την εκτέλεση του έργου η ύλη που χορήγησε ο εργοδότης ή το γήπεδο που αυτός υπέδειξε παρουσιάζουν ελαττώματα (αρθρ.685 εδ. β` ΑΚ). Το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της γενομένης ειδοποιήσεως φέρει ο εργολάβος. Η παράβαση της υπό της διατάξεως αυτής θεσπιζομένης υποχρεώσεως ειδοποιήσεως του εργοδότου από τον εργολάβο, γεννά υποχρέωση του τελευταίου προς αποκατάσταση της προκληθείσης στον εργοδότη ζημίας, αιτιωδώς συνδεομένης προς την ως άνω παράβαση, χωρίς όμως η παράλειψη τηρήσεως της προαναφερομένης υποχρεώσεως να συνεπάγεται την αποστέρηση του δικαιώματος του εργολάβου να ζητήσει την καταβολή από τον εργοδότη της συμφωνηθείσης εργολαβικής αμοιβής.
ΙΙ. Ως έργο κατά τις διατάξεις των άρθρων 681 επ.ΚΠολΔ, νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρ. 694 ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 και 694 Α.Κ, η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται κατά την παράδοση του έργου και έκτοτε ο εργοδότης οφείλει τόκους για την αμοιβή, εκτός αν ο εργολάβος χορηγήσει προθεσμία, καταβολής της αμοιβής, οπότε το χρέος καθίσταται απαιτητό, ληξιπρόθεσμο και τοκοφόρο από την πάροδο της προθεσμίας αυτής (ΕφΛαρ 118/2001 Δικογραφία 2001. 218).Η αμοιβή, μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ` αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της. Εάν συμφωνήθηκε το σύστημα καθορισμού της αμοιβής κατά χρονικές μονάδες που αναφέρονται στη χρονική έκταση του αποτελέσματος και ειδικότερα στον προσδιορισμό αντί ορισμένου ποσού ανά ώρα μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, προκειμένου να εξαχθεί η συνολική αμοιβή του εργολάβου, μετά την εκτέλεση του έργου ή τμήματος αυτού, πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των ωρών που απαιτήθηκαν για την εκτέλεσή του με το συμφωνηθέν ανά ώρα ποσόν. Καταβάλλεται δε η αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 694 του ΑΚ, κατά την παράδοση του έργου, εκτός αν η παράδοση τούτου συμφωνήθηκε κατά τμήματα, που καθένα αποτελεί και αυτοτελές έργο, οπότε καταβάλλεται με την παράδοση κάθε τμήματος ή αυτοτελούς έργου. Περαιτέρω, με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας, η έναντι του έργου, απλού ή σύνθετου, αμοιβή είναι μία, έστω και αν στη σύμβαση εμφανίζεται αυτή ως άθροισμα μερικότερων αμοιβών που αντιστοιχούν στα μέρη του σύνθετου έργου, συνέπεια δε τούτου είναι ότι αν ο κύριος του έργου καταβάλει στον εργολάβο χρηματικό ποσό προς μερική εξόφληση της εκ της συμβάσεως υποχρεώσεως αυτού, επιφέρει εξόφληση του σχετικού μέρους της αμοιβής και όχι εξόφληση μιας ή περισσότερων από τις προαναφερόμενες μερικότερες αμοιβές και αντίστοιχα, ο εργολάβος διατηρεί απαίτηση για το υπόλοιπο της αμοιβής και όχι απαίτηση για μια ή περισσότερες από τις μερικότερες αμοιβές (ΑΠ 882/2013, ΑΠ 257/2009, ΑΠ 543/2007, ΕφΑθ 5536/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, είναι ορισμένη κατά τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και το άρθρ. 216 ΚΠολΔικ, όταν σ` αυτήν περιγράφεται το έργο που συμφωνήθηκε, προσδιορίζεται το είδος και το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής και αναφέρεται ότι το έργο εκτελέσθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκε στον εργοδότη(ΑΠ 162/2018, ΑΠ 554/2018, ΑΠ 535/2018, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 346/2010, ΑΠ 257/2009, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1539/2008, ΑΠ 508/2008, ΑΠ 1336/2008, ΑΠ 543/2007, ΕφΑθ 5536/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο εργολάβος που ενάγει τον εργοδότη προς καταβολή της συμφωνημένης εφάπαξ αμοιβής, ενόψει του ότι είναι υποχρεωμένος σε προεκπλήρωση, αρκεί να επικαλεσθεί και, στην περίπτωση αμφισβητήσεως, αποδείξει την σύναψη της εργολαβικής συμβάσεως, το συμφωνημένο έργο, την συμφωνημένη αμοιβή, την εκτέλεση του έργου, καθώς και την παράδοσή του ή τουλάχιστον, την πραγματική προσφορά του προς τον εργοδότη (ΑΠ 1367/2003, ΕφΔΩΔ 88/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση ελλείψεων του έργου, στις οποίες περιλαμβάνονται τόσο τα ουσιώδη και επουσιώδη αυτού ελαττώματα, όσο και η έλλειψη συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, ο εργοδότης, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το εκτελεσθέν και παραδοθέν έργο είναι άχρηστο, δεν έχει κατά του εργολάβου που ζητεί την καταβολή συμφωνημένης εργολαβικής αμοιβής την ένσταση της μη εκπληρώσεως ή της μη προσηκούσης εκτελέσεως της συμβάσεως, ούτε και μπορεί να αποποιηθεί το προσφερόμενο σ` αυτόν ελαττωματικό έργο, καθιστώντας έτσι ανενεργό το δικαίωμα του εργολάβου για την καταβολή της αμοιβής του κατά την διάταξη του άρθρου 694 ΑΚ, περιοριζόμενος μόνο στην άσκηση των υπό των διατάξεων των άρθρων 688 έως 690 ΑΚ περιοριστικώς προβλεπομένων αξιώσεων προς μείωση της αμοιβής, αναστροφή ή καταβολή αποζημιώσεως. Άρνηση καταβολής της συμφωνημένης αμοιβής μπορεί ο εργοδότης να αντιτάξει κατά του εργολάβου μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το εκτελεσθέν έργο που παραδόθηκε ή προσφέρθηκε εξαιτίας των ελλείψεων είναι εντελώς διαφορετικό από το συμφωνηθέν, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει ούτε και μερική εκπλήρωση της παροχής που συμφωνήθηκε, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του δικαιώματος του εργολάβου να ζητήσει την συμφωνημένη αμοιβή του και δεν ισχύει η ειδική ρύθμιση των άρθρων 688 έως 690 ΑΚ. Ο δε εργολάβος έχει υποχρέωση να ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση (“αμελλητί”) τον εργοδότη αν προκύψει κατάσταση από την οποία κινδυνεύει η έγκαιρη ή η προσήκουσα εκτέλεση του έργου, καθώς και αν κατά την εκτέλεση του έργου η ύλη που χορήγησε ο εργοδότης ή το γήπεδο που αυτός υπέδειξε παρουσιάζουν ελαττώματα (αρθρ.685 εδ. β` ΑΚ). Το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της γενομένης ειδοποιήσεως φέρει ο εργολάβος. Η παράβαση της υπό της διατάξεως αυτής θεσπιζομένης υποχρεώσεως ειδοποιήσεως του εργοδότου από τον εργολάβο, γεννά υποχρέωση του τελευταίου προς αποκατάσταση της προκληθείσης στον εργοδότη ζημίας, αιτιωδώς συνδεομένης προς την ως άνω παράβαση, χωρίς όμως η παράλειψη τηρήσεως της προαναφερομένης υποχρεώσεως να συνεπάγεται την αποστέρηση του δικαιώματος του εργολάβου να ζητήσει την καταβολή από τον εργοδότη της συμφωνηθείσης εργολαβικής αμοιβής. Με τη διάταξη του άρθρου 699 εδ. α` ΑΚ, ορίζουσα ότι “Αν από το ελάττωμα της ύλης που χορήγησε ο εργοδότης ή εξαιτίας του τρόπου που αυτός όρισε για την εκτέλεση, το έργο καταστράφηκε ή χειροτέρεψε πριν από την παράδοση ή έγινε αδύνατη η εκτέλεσή του, ο εργολάβος έχει δικαίωμα, εφόσον επέστησε εγκαίρως την προσοχή του εργοδότη σ` αυτούς τους κινδύνους, να απαιτήσει αμοιβή για την εργασία που εκτελέσθηκε και απόδοση των δαπανών που δεν περιλαμβάνονται στην αμοιβή”, ρυθμίζεται η περίπτωση της μεταθέσεως του κινδύνου του έργου από τον εργολάβο στον εργοδότη πριν από τον χρόνο της παραδόσεώς του, όπως ορίζεται στην διάταξη του άρθρου 698§1 ΑΚ, στην περίπτωση κατά την οποία η καταστροφή ή η χειροτέρευση ή η αδυναμία εκτελέσεως του έργου οφείλεται σε ελάττωμα της ύλης που χορήγησε ο εργοδότης, οπότε ο κίνδυνος μετατίθεται σ` αυτόν κατά την στιγμή της καταστροφής ή χειροτερεύσεως ή επελεύσεως της αδυναμίας. Η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που το έργο εκτελέσθηκε και παραδόθηκε στον εργοδότη, έστω και με ελλείψεις (ΑΠ 1336/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει του από 9-6-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού ανάθεσης έργου με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχονται σε αυτό, το οποίο κατήρτισε στην Καλλιθέα Αττικής ο ίδιος ως ιδιοκτήτης του θαλαμηγού πλοίου με το όνομα Μ/Υ “… μετονομασθέν στη συνέχεια ως Μ/Υ “…” νηολογίου Πειραιά με αριθμό νηολογίου …, ανέθεσε στον εναγόμενο, ως εργολάβο-ανάδοχο την υλοποίηση της από 8 Μαΐου 2017 προσφοράς του τελευταίου να εκτελέσει τις εξής εργασίες επί του σκάφους : 1) τη βαφή: α)των εξάλων (γάστρας και υπερκατασκευής) συμπεριλαμβανομένων των ικριωμάτων, β)κάτωθι της ισάλου γραμμής (antifouling σε βρεχάμενα) και γ) των ξύλινων κουπαστών και 2) τη στεγανοποίηση είκοσι (20) φινιστρινίων. Ότι η διάρκεια των συμφωνηθεισών εργασιών και η παράδοση του έργου συμφωνήθηκε να γίνει σε περίπου 40 ημέρες από την σταθεροποίηση του σκάφους με σκαλωσιές στην ξηρά και την υπερκατασκευή θόλου με θερμοσκληρυνόμενη μεμβράνη. Ότι η συνολική εργολαβική αμοιβή συμφωνήθηκε να ανέλθει στο ποσό των 116.000 ευρώ συνολικά μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή επιμέρους ποσά ανά εργασία και ειδικότερα να προκαταβληθεί από τον ίδιο στον εναγόμενο το 25% του συνολικού ποσού δηλαδή 29.000 ευρώ και επιπλέον 25% του συνολικού τιμήματος (ποσό 29.000 ευρώ) σε 15-20 μέρες από την έναρξη των εργασιών. Ότι κατ’εφαρμογή των συμφωνηθέντων κατέβαλε στον εναγόμενο στον υποδειχθέντα από αυτόν λογαριασμό της τράπεζας Alpha Bank στις 12 -6-2017 πόσο 29.000 ευρώ και στις 4-7-2017 τη δεύτερη δόση της προκαταβολής, ήτοι ποσό 29.000 ευρώ στον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό, επομένως συνολικά το ποσό των 58.000 ευρώ. Επίσης , ότι συμφωνήθηκε ο εναγόμενος να εγγυηθεί για περίοδο 24 μηνών από την παράδοση του πλοίου με δυνατότητα παράτασης για ένα εξάμηνο ακόμα την ποιότητα τόσο των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν όσο και των σχετικών εργασιών(όρος 9του συμφωνητικού) .Ότι στις 31-7-2017 το πλοίο παρέλαβε ο πλοίαρχος του Θ. Ω.-ο οποίος συμβλήθηκε και στην ένδικη σύμβαση ως εκπρόσωπός του-κατ’ εντολή και για λογαριασμό του ιδίου (του ενάγοντος) με τη ρητή επιφύλαξη της επιθεωρήσεώς του από αυτόν (τον ενάγοντα) ώστε να ακολουθήσει στη συνέχεια η εξόφληση του υπολοίπου οφειλόμενου ποσού .Όμως ότι κατά τον έλεγχο από εξειδικευμένους τεχνικούς (Α. Δ. και Α. Μ.) τις εκθέσεις-αναφορές των οποίων επικαλείται διαπίστωσε ότι η ποιότητα των εργασιών βαφής ήταν το σύνολο τους χειριστή και ότι είχε γίνει κακότεχνη βαφή του πλοίου από τον εναγόμενο . Ειδικότερα ότι διαπιστώθηκε ότι από τις πρώτες μέρες άρχισαν να δημιουργούνται φυσαλίδες στις βαμμένες επιφάνειες και απορρόφηση υγρασίας στο υπόστρωμα και εν γένει ότι απαιτείτο εξαρχής ολική απόξεση των βαμμένων επιφανειών, σωστή προετοιμασία υποδοχής της βαφής, δημιουργία του κατάλληλου υποστρώματος και στη συνέχεια βαφή κατά τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης. Επίσης ότι σύμφωνα με την από 27-11-2017 αναφορά επιθεώρησης του πλοίου που διενήργησε ο ορισθείς από τον ίδιο (ενάγοντα) επιθεωρητής ναυπηγός μηχανολόγος Α. Δ. διαπιστώθηκε ότι απαιτείτο άμεσα νέα επισκευή, προετοιμασία και βαφή του πλοίου και κατέληξε στα αναλυτικώς αναφερόμενα σελίδες 4-5 της αγωγής συμπεράσματα καθώς και ότι παρά την επανειλημμένη επικοινωνία τους μέσω ηλεκτρονικών μήνυμάτων ο εναγόμενος δεν έβαψε τις ξύλινες κουπαστές ούτε προέβη στη στεγανοποίηση των 20 φινιστρινιων με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να παραδώσει το πλοίο εμπρόθεσμα σύμφωνα με το ιδιωτικό συμφωνητικό ενώ προέβη μεν σε επισκευή των φινιστρίνιων αλλά κακότεχνα γιατί συνέχιζαν να εισρέουν νερά με τη δικαιολογία ότι δεν είναι στεγανά. Τέλος, ότι λόγω των ελαττωμάτων του έργου και της έκτασης των ελλειπουσών συμφωνημένων ιδιοτήτων τους σε σχέση με το έργο που έχει αναλάβει ο εναγόμενος και συμφωνήσει να εκτελέσει και δεδομένου ότι (ο ενάγων) είχε επιφυλαχθεί ρητά για την επιθεώρησή του, όπως είχε δηλώσει εγγράφως στον εναγόμενο και επανέλαβε στις 7-8-2017, δήλωσε την επιθυμία του για αναστροφή της σύμβασης λόγω ουσιωδών ελαττωμάτων και έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων του εκτελεσθέντος έργου και τον κάλεσε να του επιστρέψει το ποσό των 58.000 ευρώ που είχε καταβάλει σε αυτόν ως προκαταβολή της αμοιβής για την εκτέλεση του έργου πλην όμως ότι ο εναγόμενος αρνήθηκε την επιστροφή του. Επιπλέον ότι από την αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγομένου υπέστη περιουσιακή ζημία και δη τόσο θετική κατά το ποσό της προκαταβολής των 58.000 ευρώ που του κατέβαλε (ο ενάγων ) όσο και αποθετική (διαφυγόν κέρδος) συνολικού ύψους 180.000 ευρώ από απώλεια μισθώματος του σκάφους του που θα αποκέρδαινε μετά βεβαιότητας για 6 εβδομάδες έναντι μισθώματος 60.000 ευρώ εβδομαδιαίως αφαιρουμένων των εξόδων ύψους 30.000 ευρώ ανά εβδομάδα . Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού με τις προτάσεις του (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ) περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό για το ποσό των 180.000 ευρώ , ο ενάγων ζητεί : 1) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 58.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της από 7-8-2017 δηλώσεως αναστροφής της σύμβασης έργου, 2) να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει για την ως άνω αιτία να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 180.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, 3) να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και 4) να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των εν γένει δικαστικών του εξόδων και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Με τέτοιο περιεχόμενο κι αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το καταψηφιστικό αίτημα της οποίας καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’αριθμ. … e-παράβολο και την από 23-5-2018 απόδειξη πληρωμής, που επισυνάπτονται στη δικογραφία) και για το παραδεκτό της συζήτησης, της οποίας oι πληρεξούσιoι δικηγόροι των διαδίκων προσκομίζουν τα υπ’αριθμ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013), καθώς και το από 9-5-2019 πληρεξούσιο και το υπ’αριθμ.3578/4-5-2018 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευδοκίας Οικονόμου, αντίστοιχα, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον λόγω της φύσεως της υποθέσεως ως ναυτικής διαφοράς (άρθρα 33 ΚΠολΔ και 51 του Ν. 2172/1993 λόγω της φύσεως της υποθέσεως ως ναυτικής διαφοράς). Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας και παραδεκτώς ασκηθείσα από τον ενάγοντα εργοδότη-κύριο του έργου και τυγχάνει νόμιμη μόνο όσον αφορά το κονδύλιο της θετικής ζημίας στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 340, 341, 345,346, 361, 681 επ.,689 ΑΚ, 1 ΚΙΝΔ και 70,176, 189 παρ.1,191 παρ. 2,907, 908 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον επίσης ότι το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι νόμιμο μόνο καθ’ό μέρος αφορά το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής. Αντιθέτως η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, γινομένης δεκτής της σχετικής ενστάσεως του εναγομένου ως βάσιμης νόμω και ουσία, καθ’ό μέρος αφορά το αναγνωριστικό κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών διότι από την παραδεκτή προεπισκόπηση των προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων και δη από τα έγγραφα εθνικότητας και κυριότητας του πλοίου προκύπτει ότι το επίδικο σκάφος στις 28-11-2017 μεταβιβάστηκε στην εταιρεία …, της οποίας πρόεδρος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο ενάγων ενώ αγοράστηκε από τη Βρεταννή … στις 8-6-2017 και ήταν χαρακτηρισμένο ως τουριστικό αναψυχής μέχρι και τις 28-11-2017. Επομένως δεδομένου ότι το σκάφος δεν ανήκε μέχρι τον Νοέμβριο του 2017 στον ενάγοντα αλλά ούτε και στην εκπροσωπούμενη από αυτόν …, δεν είχε καταστεί επαγγελματικό και ο ενάγων δεν δύνατο να έχει λάβει άδεια εκμίσθωσης και εκμετάλλευσης αυτού, ως εκ τούτου αυτός δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να αξιώνει απωλεσθέντα εισοδήματα για το ένδικο διάστημα από εκμίσθωση του σκάφους. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή καθ’ό μέρος κρίθηκε νόμιμη θα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.
Ο εναγόμενος με τις προτάσεις που κατέθεσε αρνείται την αγωγή , ισχυρίζεται ότι γενικά και αόριστα ο ενάγων αναφέρει ότι η ποιότητα των εργασιών βαφής ήταν στο σύνολο της χείριστη επικαλούμενος (ο ενάγων) τις τεχνικές εκθέσεις αναφορές του Α. Δ. με ημερομηνία 27-11-2017 χωρίς όμως ο επιθεωρητής αυτός να έχει προβεί σε αυτοψία του σκάφους πριν αρχίσουν οι εργασίες βαφής και μετά που ολοκληρώθηκαν, και την από 14-11-2017 έκθεση του Α. Μ., την οποία δεν προσκομίζει ούτε αναλύει στην αγωγή του, και οι οποίες αντικρούονται τόσο από την σχολαστική επιθεώρηση που έκανε ο τεχνικός διευθυντής της κατασκευάστριας εταιρίας με εξειδίκευση στα θέματα βαφή σκαφών A. C. όσο και από την από 22-9-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Π. Κ.. Επιπλέον ο εναγόμενος αρνείται ότι φέρει υπαιτιότητα ο ίδιος για τις τυχόν ελαττώματα στο ανατεθέν έργο τα οποία όπως αναφέρει μπορεί να εμφανίστηκαν αν εμφανίστηκαν λόγω του ότι η βαφή τους πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες καύσωνα, είναι απότοκα της παλαιότητας του σκάφους, της επι 4 μήνες χρήσης του από τον ενάγοντα και δη της κακής χρήσης και συντήρησης του σκάφους, της έκθεσής του στον ήλιο και στη θάλασσα,είναι επιφανειακά, συνηθισμένα και μικρής έκτασης και ότι αποκλειστικά υπαίτιος για κάθε ενδεχόμενη αστοχία υλικού είναι ο ίδιος ο ενάγων ο οποίος εξαιτίας των οδηγιών του παρά τις ρητές αντιρρήσεις του ιδίου (εναγομένου) επέμενε το σκάφος να είναι έτοιμο στις 31-7-2017 προκειμένου να αναχωρήσει την επόμενη ημέρα μολονότι και κατ’ επανάληψη ενημερώθηκε από τον ίδιο (εναγόμενο) τόσο για τις ακατάλληλες προς εργασία καιρικές συνθήκες δηλαδή τον παρατεταμένο καύσωνα , που ενδεχομένως να επηρέαζε την ποιότητα των τελικών αποτελεσμάτων βαφής και τη μη αποτελεσματικότητα του εξαερισμού που τέθηκε αμέσως σε λειτουργία μετά την υπόδειξη του ενάγοντος όσο και για την απεργία των εργατών στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος . Επίσης ισχυρίζεται ότι ο ενάγων είχε και ο ίδιος συνεχή και λεπτομερή ενημέρωση για την πορεία των εργασιών με εβδομαδιαίες γραπτές αναφορές και του παρείχε διευκρινίσεις όποτε του τις ζήτησε, ότι πολλές φορές κατά την επισκευή του σκάφους επισκέφτηκε το ναυπηγείο ο καπετάνιος Θ. Ω. εκπρόσωπος του ενάγοντα αλλά και ο ίδιος προσωπικά χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθούν για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, ότι ο ίδιος παρέδωσε στον εναγόμενο εμπρόθεσμα στις 31-7-2017 το σκάφος περατωμένο και εκτελεσμένο προσηκόντως και αφού είχαν ολοκληρωθεί όλες οι εργασίες σύμφωνα με τη σύμβαση εκτός από τη βαφή των ξύλινων κουπαστών,ότι το σκάφος καθελκύστηκε στη θάλασσα όπως επιτακτικά απαιτούσε ο ενάγων ο οποίος και το παρέλαβε μέσω του εκπροσώπου του πλοιάρχου του πλοίου (Θ. Ω.) χωρίς να διατυπώσει καμία επιφύλαξη καθώς και ότι τον ενημέρωσε ότι μετά την επιστροφή του σκάφους στον ίδιο θα ολοκλήρωνε το μοναδικό τμήμα του έργου που δεν είχε εκτελέσει , ήτοι το φινίρισμα των φινιστρινιών και θα αποκαταστούσε τυχόν ελαττώματα βαφής , πλην όμως ο ενάγων αρνήθηκε.Τέλος ο εναγόμενος αρνείται ότι στις 7 -8- 2017 ο ενάγων του δήλωσε την επιθυμία του για αναστροφή της σύμβασης λόγω ουσιωδών ελαττωμάτων και έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων του έργου , αντιθέτως, όπως ισχυρίζεται, στις 7-8-2017 ο ενάγων του ζήτησε να επιδιορθώσει κάποια ελαττώματα και αυτός δέχθηκε το δέχτηκε , πλην όμως, ότι όταν γύρισε από τις διακοπές του τον Οκτώβριο του 2017 δεν θέλησε να δει (ο εναγόμενος) το σκάφος και να εκτιμήσει τυχόν προβλήματα που προέκυψαν αλλά προτίμησε να προχωρήσει σε εργασίες με άλλα συνεργεία για να αποφύγει την πληρωμή της οφειλόμενης αμοιβής του. Επικαλούμενος μάλιστα τη διάταξη του άρθρου 688 ΑΚ ισχυρίζεται ότι ο ενάγων δεν δικαιούται να ζητήσει αναστροφή της σύμβασης και επιστροφή του καταβληθέντος ποσού στις 20-9- 2017, δηλαδή 1 μήνα μετά τη παράδοση του σκάφους κι ενώ το είχε παραλάβει χωρίς επιφύλαξη και το είχε χρησιμοποιήσει, δεδομένου ότι ο ενάγων με το από 7-8-2017 ηλεκτρονικό του μήνυμα του ζήτησε τη διόρθωση του ελαττώματος επιλέγοντας από τα συρρέοντα δικαιώματα αυτό της διόρθωσης οπότε έχει εξαντλήσει το δικαίωμά του αμετακλήτως κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ. Σε κάθε δε περίπτωση αν θεωρηθεί ότι ο ενάγων νομίμως υπαναχωρεί από τη σύμβαση έργου με την επίδοσή της αγωγής του, ο εναγόμενος αρνείται ότι προκάλεσε ουσιώδη ελαττώματα στο σκάφος δηλαδή ελαττώματα που αναιρούν ολοσχερώς τη χρησιμότητα του καθώς και ότι αν προκλήθηκαν ζημιές εκ των υστέρων ο ίδιος ως εργολάβος δεν ευθύνεται για την τυχαία χειροτέρευση του έργου ή τις ελλείψεις που θα προκληθούν σε αυτό. Όλοι οι ως άνω αρνητικοί ισχυρισμοί και καταλυτικές ενστάσεις του εναγομένου εργολάβου, είναι νόμιμοι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας και θα εξετασθούν περαιτέρω κατ’ουσίαν με την αγωγή.
Με την υπό κρίση ανταγωγή του,επιπλέον των ανωτέρω ισχυρισμών του, ο αντενάγων-εναγόμενος εκθέτει ότι ο ίδιος ως εργολάβος-ανάδοχος επιμελήθηκε της γενικής επίβλεψης του έργου που αφορούσε και τη εφαρμογή των υλικών και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών καθώς και ότι συμβλήθηκε ως δικαιούτο βάσει της συμβάσεως προκειμένου να εκτελέσει το αναληφθέν έργο δυνάμει της από 16-6-2017 σύμβασης με τους υπερεργολάβους Αντώνιο Σέρφο, Νικόλαο Παπαδόπουλο και Dervishi Van Argjeri, οι οποίοι εκτέλεσαν τις εργασίες τους με πιστοποιημένα υλικά . Ότι ο ίδιος ενημέρωνε τον αντεναγόμενο εργοδότη ή τον εκπρόσωπό του Θ. Ω. για λογαριασμό του συνεχώς και λεπτομερώς με εβδομαδιαίες γραπτές αναφορές. Ότι η προθεσμία ολοκλήρωσης του έργου εντός 40 ημερών από τη μέρα υπογραφής του από 9-6-2017 συμφωνητικού τελούσε υπό την προϋπόθεση να βρίσκεται το σκάφος στην ξηρά ,να έχει εκδοθεί άδεια εργασιών από τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος και να μην συντρέχουν περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Περαιτέρω, ότι παρά τη συνδρομή περιπτώσεων ανωτέρας βίας (απεργία εργατών ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, υψηλές θερμοκρασίες), περίπτωση για την οποία στο άρθρο 14 της σύμβασης προβλέφθηκε ότι αν η καθυστέρηση οφείλεται σε ανωτέρα βία θα τάσσεται μια εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργολάβου, ολοκλήρωσε εμπρόθεσμα τις ανατεθείσες εργασίες κατά τα αναλυτικώς ανά ημερομηνίες και εργασίες αναφερόμενα στην κρινόμενη ανταγωγή καθώς και ότι στις 4-7-2017 μαζί με τον εκπρόσωπο του αντεναγομένου Θ.Ωρολογά επιθεωρήσαν το έργο και υπέδειξαν βελτιώσεις οι οποίες έγιναν άμεσα. Επίσης ότι στις 10-7-2017 ο τεχνικός διευθυντής της κατασκευάστριας ….με εξειδίκευση στα θέματα βαφής σκάφους επιθεώρησε σχολαστικά το σκάφος και πιστοποίησε ότι σε όλα τα στάδια προ της βαφής της γάστρας κάτωθεν της ισάλου γραμμής χρησιμοποιήθηκαν τα ενδεδειγμένα υλικά και εφαρμόστηκαν οι τεχνικές οδηγίες της κατασκευάστριας εταιρείας . Ακολούθως ότι στο από 13-7-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στον αντεναγόμενο ενημερώνοντάς τον για το ότι οι εργασίες βαφής υπό υψηλές θερμοκρασίες σε συνθήκες καύσωνα που θα επικρατούσαν τις επόμενες ημέρες ακόμη και με τη χρήση εξαερισμού ενδεχομένως θα επηρεάσουν την ποιότητα των τελικών αποτελεσμάτων της βαφής, ότι υπήρχε απεργία των εργατών της Ν/Ε ζώνης Περάματος κι ότι η βαφή μπορεί να πραγματοποιηθεί τμηματικώς, ο αντεναγόμενος του απάντησε ότι αδιαφορεί για τον λόγο που δεν προχωρούν οι εργασίες και ότι θα υπάρξουν μεγάλα προβλήματα αν δεν ολοκληρωθεί εγκαίρως το έργο, αποδεχόμενος έτσι τον κίνδυνο για ενδεχόμενη αστοχία. Εν συνεχεία, ότι με το από 19-7-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στον αντεναγόμενο τον ενημέρωσε για τις εργασίες που έγιναν ή δεν έγιναν και τους λόγους που δε έγιναν κατά το διάστημα από 11-7-2017 εως 19-7-2017, ότι εξετελέσθηκαν οι αναφερόμενες στην ανταγωγή (σελ.17) πρόσθετες εργασίες πλέον των συμφωνηθεισών στη μεταξύ τους σύμβαση, που κρίθηκαν αναγκαίες για την σωστή εκτέλεση του έργου , συνολικής αξίας 2.000 ευρώ, ποσό που δεν αξίωσε από τον αντεναγόμενο, καθώς και ότι το κύριο έργο της βαφής θα ολοκληρωνόταν εως το τέλος της εβδομάδας .Επιπλέον ότι ο αντεναγόμενος, του ζήτησε να υποβάλει προσφορά και για βιολογικό-εσωτερικό καθαρισμό του σκάφους , την οποία του απέστειλε στις 26-7-2017, συνολικής αξίας 2.728 ευρώ πλέον ΦΠΑ και ότι παρότι οι σχετικές (πρόσθετες) εργασίες εκτελέστηκαν από τις 29-7-2017 εως τις 31-7-2017 εκθοθέντος προς τούτο του υπ’αριθμ. 037/30-9-2017 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών ο αντεναγόμενος δεν προέβη σε καταβολή του εν λόγω αντιτίμου. Τέλος ότι παρά τις διαβεβαιώσεις των υπερεργολάβων ότι όλα τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα ενδεδειγμένα και πραγματοποιήθηκαν οι βαφές από εξειδικευμένους εργάτες κατά τις προδιαγραφές των υλικών , ότι παρά το γεγονός ότι με το από 8-8-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στον αντεναγόμενο δηλώνοντάς του ότι όποιο πρόβλημα προέκυψε μπορεί να διορθωθεί στο πλαίσιο της εγγύησης και το γεγονός ότι δεν έχει ο ίδιος υπαιτιότητα αλλά ο αντεναγόμενος εξαιτίας των οδηγιών του και παρά τις οδηγίες του που επέμεινε το σκάφος να είναι έτοιμο στις 31-7-2017 μολονότι είχε ενημερωθεί και για τις ακατάλληλες καιρικές συνθήκες και την απεργία στην Ν/Ε Ζώνη καθώς και ότι μόνο το φινίρισμα των ξύλινων κουπαστών δεν ολοκληρώθηκε , εργασία που προσφέρθηκε να την πραγματοποιήσει,ο αντεναγόμενος εκτός του ότι ανέθεσε σε άλλα συνεργεία τον Νοέμβριο του 2017 την επισκευή του σκάφους, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του δεν υπέγραψε το πρωτόκολλο παραλαβής, το πρώτον στις 7-8-2017 κι έχοντας ήδη προβεί σε χρήση του σκάφους του επικαλέστηκε ότι η βαφή δεν είναι καλής ποιότητας και ολοκληρωμένη, ότι έχει μπαλώματα,ότι πρέπει να διορθωθεί καθώς και ότι υπήρξε καθυστερημένη παράδοση του σκάφους χωρίς να συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας και για τους λόγους αυτούς αρνείται να εξοφλήσει το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής του, ήτοι ποσό 79.640 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24% και το ποσό των 2.728 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ 24% από την μεταγενέστερη συμφωνία τους. Με βάση το ιστορικό αυτό ο αντενάγων ζητεί : 1) να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει τo συνολικό ποσό των 82.368 ευρώ (υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής του) με το νόμιμο τόκο από 31-7-2017 , ήτοι από την ημερομηνία παράδοσης του σκάφους άλλως από την επίδοση της ανταγωγής μέχρι την ολοσχερή και πλήρη εξόφλησή του, 2) να απορριφθεί η αγωγή του αντεναγομένου και 3) να καταδικαστεί ο αντεναγόμενος στην δικαστική του δαπάνη και στην αμοιβή της πληρεξουσίας δικηγόρου του.Με τέτοιο περιεχόμενο κι αίτημα, η υπό κρίσιν ανταγωγή, για το καταψηφιστικό αίτημα της οποίας καταβλήθηκε από τον αντενάγοντα το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’αριθμ. … e-παράβολο και την από 14-5-2018 απόδειξη πληρωμής, που επισυνάπτονται στη δικογραφία) και για το παραδεκτό της συζήτησης, της οποίας oι πληρεξούσιoι δικηγόροι των διαδίκων προσκομίζουν τα υπ’αριθμ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013), καθώς και το υπ’αριθμ.3578/4-5-2018 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευδοκίας Οικονόμου και το από 9-5-2019 πληρεξούσιο, αντίστοιχα, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2-268 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 33 -31 ΚΠολΔ και 51 του Ν. 2172/1993 λόγω της φύσεως της υποθέσεως ως ναυτικής διαφοράς). Περαιτέρω, η υπό κρίση ανταγωγή είναι πλήρως ορισμένη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας και τυγχάνει νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 340, 341, 345, 346, 361, 681 επ., 691, 692, 694 ΑΚ, 1 ΚΙΝΔ και 176, 189 παρ.1,191 παρ. 2,907, 908 παρ.1 ΚΠολΔ.
Ο αντεναγόμενος με τις προτάσεις που κατέθεσε αρνήθηκε την ανταγωγή,επανέλαβε τους ισχυρισμούς της συνεκδικαζόμενης αγωγής του και ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι είχε τις διαβεβαιώσεις του αντενάγοντος ότι κανένα εμπόδιο δεν θα τον παρεμπόδιζε στην έγκαιρη ολοκλήρωση της βαφής, την πρόοδο των εργασιών και την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος του έργου, ότι επέλεξε ο ίδιος ο αντενάγων κι οι υπεργολάβοι του να εργάζονται σε συνθήκες απρόσφορης για την επιτυχή ολοκλήρωση του έργου που είχε αναλάβει και είχε υποσχεθεί να παραδώσει μέχρι το τέλος Ιουλίου παραβλέποντας ότι σύμφωνα με τις οδηγίες βαφής της κατασκευάστριας εταιρείας και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν οι προτεινόμενες θερμοκρασίες για τις εργασίες βαφής κυμαίνονται από 10 βαθμούς έως 35 βαθμούς Κελσίου, όπως προκύπτει από τις συνημμένες στην από 22-9-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του επιθεωρητή Παναγιώτη Κωνσταντίου τεχνικές προδιαγραφές των χρησιμοποιημένων υλικών, ενεργώντας αντίθετα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης χωρίς να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνταν δηλαδή εξαερισμό και κλιματισμό για να επιτύχει τις ιδανικές συνθήκες και θερμοκρασίες βαφής. Επίσης ο αντεναγόμενος αρνείται ότι αδιαφορούσε για τις υψηλές θερμοκρασίες ή για τις συστάσεις που δίνονταν από τον Αντώνιο Σέρφο επιβάλλοντας την άποψή του , ότι έδωσε εντολή ο ίδιος για την καθέλκυση του σκάφους στη θάλασσα στις 31-7-2017 ενώ το έργο δεν ήταν αποπερατωμένο κι εκτελεσμένο προσηκόντως , ότι ο αντενάγων του παρείχε συστάσεις περί μη πατήματος του σκάφους στο νερό και μη πλεύσης με δυνατό αέρα 24 ώρες μετά τη βαφή ,γεγονότα που σε κάθε περίπτωση (αρνείται ο αντεναγόμενος ότι έλαβαν χώρα), ότι πίεσε τον αντενάγοντα να του παραδώσει το σκάφος οπωσδήποτε μέχρι τις 31-7-2017 και ότι ο παριστάμενος καπετάνιος του σκάφους που τον εκπροσωπούσε κατά τη σύναψη της σύμβασης παρέλαβε το σκάφος ανεπιφύλακτα. Τέλος αρνείται ότι ο αντενάγων προέβη σε πρόσθετες εργασίες για πλήρη βιολογικό καθαρισμό του σκάφους «όπως ζητήθηκε από μέλη του πληρώματος και ότι αποφάσισε από κοινού με μέλη του πληρώματος να μη στεγανοποιηθούν τα φινιστρίνια από το συνεργείο στις 1- 8-2017», όπως επι λέξει του ανέφερε, ότι ο τεχνικός διευθυντής της κατασκευάστριας εταιρείας A. C. επιθεώρησε σε βάθος όλες τις επιφάνειες του σκάφους, ότι ο αντενάγων προσφέρθηκε πραγματικά καλή τη πίστη να προβούνε από κοινού σε επιθεώρηση και έλεγχο του σκάφους , ότι έγινε μη ενδεδειγμένη χρήση και κακή συντήρηση του σκάφους από τον ίδιο (αντεναγόμενο) καθώς και ότι από την ηλεκτρονική τους αλληλογραφία προκύπτει η αναγνώριση ανυπαρξίας ελλείψεων του έργου για της εκτέλεσής του πλήρως και κατά τους όρους του από 9-6-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού. Αντιθέτως ισχυρίζεται ότι από τις 7-8-2017 προέβαλε τις αντιρρήσεις του στον αντενάγοντα για την κακή ποιότητα της βαφής, τη μη ολοκλήρωση του έργου και την απαίτησή του στο βαθμό που μέχρι τότε είχαν εμφανιστεί μπαλώματα και θαμπάδα να διορθωθούν καθώς κι ότι ποτέ δεν εξέφρασε αντίρρηση σε έλεγχο του σκάφους τον Οκτώβριο του 2017 όπως αναληθώς ισχυρίζεται ο αντενάγων .Τέλος, ότι όσον αφορά τη δήθεν επιλογή από μέρους του της διόρθωσης των ελαττωμάτων του έργου που επικαλείται ότι προέβη στις 7-8-2017 μόλις μία εβδομάδα μετά την παράδοση του σκάφους ο αντεναγόμενος ισχυρίζεται ότι τότε δεν είχε αναφανεί σε όλη της την έκταση η ελαττωματικότητα της βαφής και ότι αυτή συνεχώς αυξανόταν μέρα με τη μέρα με την εμφάνιση νέων φυσαλίδων και σκασίματων που αναιρούσαν τελικά ουσιωδώς το εκτελεσθεν έργο καθιστώντας το απαράδεκτο γεγονός που τον οδήγησε στις 20-9-2017 να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων που είχε καταβάλει διότι το ελαττωματικό αυτό αποτέλεσμα της βαφής του σκάφους δεν έχρηζε μερικής αποκατάστασης αλλά νέας επισκευής και ολοκληρωτικής εξαρχής βαφής όπως αναφέρουν οι τεχνικοί σύμβουλοι Σ. Μ., Α. Μ. και Α. Δ. στις από 9-9-2017, 14-11-2017 και 27-11-2017 αναφορές επιθεωρήσεις τους, που αντικρούουν τα όσα διαπιστώθηκαν στην από 22-9-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Π. Κ., που προσκόμισε με τις προτάσεις του ο εναγόμενος-αντενάγων. Όλοι οι ως άνω αρνητικοί ισχυρισμοί και καταλυτικές ενστάσεις του αντεναγομένου εργοδότη είναι νόμιμοι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις υπό στοιχείο Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας και θα εξετασθούν περαιτέρω κατ’ουσίαν με την ανταγωγή.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψην ότι όπως προκύπτει από τις ομολογίες των διαδίκων ως παραδεκτώς προεπισκοπούνται στα υπό κρίση δικόγραφα και στις προτάσεις τους (στις οποίες εμπεριέχεται και η μεταξύ τους αλληλογραφία) πρόκειται περί μη ολοκληρωμένου έργου που στις 31-7-2017 παραδόθηκε στον εργοδότη (ακόμη και με ελλείψεις ή/και με επιφύλαξη του εργοδότη), ότι στις 7-8-2017 υπήρξε αίτημα διόρθωσης των ελαττωμάτων που κατά το χρόνο εκείνο είχε αντιληφθεί ο ενάγων –αντεναγόμενος εργοδότης χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένη εύλογη προθεσμία διόρθωσης και ότι αίτημα επιστροφής της προκαταβληθείσας αμοιβής υπήρξε το πρώτον στις 20-9-2017 σε συνδυασμό με το ότι τυγχάνουν αντιφατικές μεταξύ τους ως προς τα αποδεικτέα ζητήματα τόσο οι από 9-9-2017, 14-11-2017 και 27-11-2017 αναφορές επιθεωρήσεις τις οποίες συνέταξαν επιμελεία του ενάγοντος-αντεναγομένου οι τεχνικοί σύμβουλοι Σ. Μ., Α. Μ. και Α. Δ. σε σχέση με την από 22-9-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Π. Κ. την οποία συνέταξε επιμελεία του εναγομένου-αντενάγοντος ο ως άνω τεχνικός σύμβουλος, όσο και οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα-αντεναγόμενο ένορκες βεβαιώσεις (ήτοι οι υπ’ αριθμ. …/7-5-2018 και …/ 8-5-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Θ. Ω. και Μ. Λ. που δόθηκαν επιμελεία του ενάγοντος-αντεναγομένου ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά) σε σχέση με τις προσκομισθείσες από τον εναγόμενο-αντενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις (ήτοι οι υπ’αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Α. Σ. και Ν. Π. που δόθηκαν επιμελεία του αντενάγοντος-εναγομένου ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευδοκίας Οικονόμου) ενώ ασφαλές συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί είτε από την επισκόπηση των φωτογραφιών, εκ των οποίων μάλιστα, τις συνημμένες με τις από 14-11-2017 και 27-11-2017 εκθέσεις-αναφορές που προσκομίζει ο ενάγων-αντεναγόμενος, αμφισβητεί ως προς τη γνησιότητά τους ο αντενάγων-εναγόμενος σε συνδυασμό με την προβαλλόμενη αμφισβήτηση του εναγομένου-αντενάγοντος αναφορικά με την ύπαρξη, το είδος, την αιτία, τον χρόνο εμφάνισης αλλά και το ουσιώδες ή το επουσιώδες των επικαλούμενων από τον ενάγοντα-αντεναγόμενο πλημμελειών της βαφής του σκάφους του, κρίση από την οποία εξαρτώνται τα ένδικα δικαιώματα τόσο του εργοδότη όσο και του εργολάβου, εν όψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν επαρκούν τα μέχρι τώρα αποδεικτικά μέσα προς σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, αφού πρόκειται για ζητήματα τεχνικής φύσεως, τα οποία για να γίνουν αντιληπτά, λόγω των αντικρουόμενων απόψεων των διαδίκων, χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης. Επομένως, προκειμένου να εξαχθεί ασφαλές και αναμφισβήτητο αποδεικτικό συμπέρασμα από το Δικαστήριο αναφορικά με τα αποδεικτέα γεγονότα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις, θα πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη με επιμέλεια του επιμελέστερου διαδίκου, στην οποία (πραγματογνωμοσύνη) ο διορισθείς πραγματογνώμονας θα πρέπει ν’ απαντήσει αιτιολογημένα επί των ερωτημάτων, που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασης αυτής. Τέλος, η Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου πρέπει να επιμεληθεί για την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στους διαδίκους και στον πραγματογνώμονα, κατ’ άρθρο 375 ΚΠολΔ, ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, αφού η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (ΕφΑθ 10739/1997 ΕλλΔνη 1999/1111).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων : α) την από 23-1-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 975/421 /29-1-2018 αγωγή και β) την από 23-3-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. : 3347/1464/23-3-2018 ανταγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου, με επιμέλεια οποιουδήποτε των διαδίκων, να διεξαχθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον Α. Μ. του Π………, Πλοίαρχο Ε.Ν.-Επιθεωρητή Πλοίων, κάτοικο …, κιν. : …, …, email : , που περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και ο οποίος, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε δημόσια συνεδρίασή του και σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την προς αυτόν νόμιμη κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, οφείλει να καταθέσει την έκθεσή του στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την όρκισή του. Στην εν λόγω έκθεση, αφού λάβει υπόψην του όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, εξετάσει το επίδικο σκάφος και λάβει υπόψην του κάθε άλλο χρήσιμο κατά την κρίση του στοιχείο, με δεόντως αιτιολογημένη έγγραφη έκθεση, θα πρέπει αιτιολογημένα να αποφανθεί :
1) αν α) οι συμφωνηθείσες με το από 9-6-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης έργου εργασίες επί του ενδίκου σκάφους (θαλαμηγού πλοίου με το όνομα Μ/Υ “… το οποίο μετονομάστηκε στη συνέχεια ως Μ/Υ “…” νηολογίου Πειραιά με αριθμό νηολογίου … μήκους 106,63 ft (32,1 m) έτους κατασκευής 2006), που διενήργησε ο εναγόμενος-αντενάγων με τους υπερεργολάβους του, ήτοι : 1) η βαφή: α)των εξάλλων (γάστρας και υπερκατασκευής) συμπεριλαμβανομένων των ικριωμάτων, β)κάτωθι της ισάλου γραμμής (antifouling σε βρεχάμενα) και γ) των ξύλινων κουπαστών, έγιναν με προετοιμασία και εκτέλεση σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης ,τις τεχνικές προδιαγραφές των υλικών της κατασκευάστριας εταιρείας …. και τους όρους του από 9-6-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού ανάθεσης έργου
2) να προσδιορίσει στο μέτρο του εφικτού αν υπήρχαν στις 31-7-2017 ελαττώματα στη βαφή του ενδίκου σκάφους και σε καταφατική απάντηση: ποια ήταν αυτά και ποια από αυτά επιβεβαιώνονται ως προς το είδος τους στις από 9-9-2017, 14-11-2017,27-11-2017, 22-9-2019 τεχνικές εκθέσεις επιθεώρησης που συνέταξαν οι τεχνικοί σύμβουλοι Σ. Μ., Α. Μ., Α. Δ. και Π. Κ. αντίστοιχα
3) αν τα ελαττώματα της βαφής του ενδίκου σκάφους που αναφέρονται στην αγωγή α) ήταν εφικτό να διαπιστωθούν κατά την καθέλκυση, παράδοση και παραλαβή του σκάφους στις 31-7-2017 ή μεταγενέστερα και πότε, με κανονική εξέταση είτε από τον ίδιο τον εργοδότη είτε από ειδικό, που έχει τις αναγκαίες για το εκτελεσθέν έργο γνώσεις, ή αν από τη φύση τους, δεν μπορούσαν παρά να διαγνωσθούν βραδύτερα δηλαδή μετά την παραλαβή, β) σε ποια έκταση επί του σκάφους εντοπίζονται και γ) αν με το πέρας του χρόνου αυξήθηκαν
4) αν οι εργασίες (προετοιμασία και εκτέλεση) βαφής του σκάφους που έγιναν από τον εναγόμενο-αντενάγοντα εργολάβο και τους υπερεργολάβους που αυτός πρόστησε, α) είχαν ως αποτέλεσμα το εκτελεσθέν έργο να είναι εντελώς διαφορετικό από το συμφωνηθέν και β) ήταν πρόσφορες να προκαλέσουν τα αναφερόμενα στην αγωγή ελαττώματα (φυσαλίδες στις βαμμένες επιφάνειες, μπαλώματα, απορρόφηση υγρασίας στο υπόστρωμα, μη επαρκής γυαλάδα κλπ)
5) α) ποιες είναι οι πιθανές αιτίες πρόκλησης των ελαττωμάτων που τυχόν διαπιστωθούν και δη αν οφείλονται σε : η εσφαλμένη εφαρμογή των υλικών και της τεχνικής της βαφής με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές της κατασκευάστριας εταιρείας, βαφή υπό ακατάλληλες καιρικές συνθήκες (θερμοκρασία άνω των 38ο C), έκθεση του σκάφους σε θαλασσινό νερό και σε δυνατό αέρα εντός 24 ωρών από την ολοκλήρωση της βαφής ή β) αν είναι απότοκες συνηθισμένης χρήσης , μη ενδεδειγμένης χρήσης του σκάφους ή/και κακής συντήρησης του σκάφους
6) αν στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουν γίνει εργασίες βαφής σε συνθήκες θερμοκρασίας πάνω από τα επιτρεπτά όρια και τις οδηγίες της κατασκευάστριας εταιρείας όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές των χρησιμοποιηθέντων υλικών και αντίθετα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης αν θα μπορούσαν να ληφθούν από τον εργολάβο ενδεδειγμένα μέτρα και ποια προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση των ελαττωμάτων στην βαφή του σκάφους που τυχόν διαπιστωθούν
7) αν τα διαπιστωθέντα ελαττώματα των εργασιών βαφής θα μπορούσαν να διορθωθούν. Σε καταφατική απάντηση :α) εντός ποιας προθεσμίας, β) ποιες οι ενδεδειγμένες κατά είδος, αξία και χρόνο εκτέλεσης εργασίες αποκατάστασης των διαπιστωθέντων ελαττωμάτων και γ) αν λόγω του είδους και της έκτασής τους καθιστούν αναγκαία την εξαρχής βαφή του σκάφους μετά από ολική απόξεση των βαμμένων επιφανειών ή θα μπορούσε να γίνει διόρθωσή τους -μερική αποκατάστασή τους χωρίς να απαιτείται εξαρχής νέα βαφή και επισκευή
8) αν μετά τις 31-7-2017 (προσδιορίζοντας συγκεκριμένα πότε) ο ενάγων-αντεναγόμενος έχει προβεί σε συντήρηση των εξάλων και της υπερκατασκευής ή αν έγιναν επισκευές της βαφής με διαφορετικά υλικά ή /και από συνεργείο μη εγκεκριμένο από τον εναγόμενο-αντενάγοντα.
9) α)αν τα διαπιστωθέντα ελαττώματα των εργασιών βαφής έχουν αποκατασταθεί , β) πότε αποκαταστάθηκαν και γ) αν οι εργασίες αποκατάστασής τους είναι οι ενδεδειγμένες και
10) με βάση τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του ενδίκου σκάφους α) ποιος ο αναγκαίος χρόνος βαφής των ξύλινων κουπαστών και της στεγανοποίησης των 20 φινιστρινιών και β) αν θα μπορούσαν οι εργασίες αυτές να γίνουν παράλληλα με τις λοιπές εργασίες που ολοκληρώθηκαν μέχρι τις 31-7-2017.
Οι διάδικοι οφείλουν να παράσχουν κάθε συνδρομή που θα τους ζητηθεί από τον πραγματογνώμονα και ιδίως, όσον αφορά τον ενάγοντα-αντεναγόμενο, να επιτρέψει την αυτοψία επί του σκάφους καθώς και να θέσουν υπόψη του όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν στην παρούσα υπόθεση, καθώς και όσα άλλα βρίσκονται εις χείρας τους και θα είναι, κατά τη γνώμη του πραγματογνώμονα, χρήσιμα για τη σύνταξη της έκθεσής του. Ο πραγματογνώμονας διατηρεί τη δυνατότητα, αφού λάβει υπόψη του το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας, να διατυπώσει, πλην των απαντήσεων επί των ανωτέρω ερωτημάτων, αιτιολογημένη άποψη επί οποιουδήποτε άλλου ζητήματος κρίνει χρήσιμο για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την με επιμέλεια της Γραμματείας αυτού του Δικαστηρίου κοινοποίηση αντιγράφου της παρούσας απόφασης στους διαδίκους και στον ανωτέρω πραγματογνώμονα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 14-01-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ