ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
145/ 2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. : 2778/1325/27-3-2019 κλήση)
(Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. :7157/3541/28-6-2017 αγωγή)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 5η Νοεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος –ενάγοντος: Δ. Μ., κατοίκου Σ. Ή.Π.Α.-Π. Ι. (οδός ….), με Α.Φ.Μ. : …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξουσία δικηγόρος του Αγγελική Μωυσίδου (Α.Μ. ΔΣΑ : …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των καθ’ ών η κλήση –εναγομένων: 1) Της Υπεράκτιας Εταιρείας του ν. 69/67 με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον Π…….. (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αντώνιος Παπαδόπουλος (Α.Μ. ΔΣΑ : …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Χ. Γ. του Ν. και της Ε., κατοίκου Β. (οδός …) με Α.Φ.Μ. …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αντώνιος Παπαδόπουλος (Α.Μ. ΔΣΑ : …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) Ν. Γ. του Χ., κατοίκου Β. (οδός …) με Α.Φ.Μ. … (ή κατά δήλωσή του με τις προτάσεις του :…) , για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Δημήτριος Μπόνης (Α.Μ. ΔΣΠ :…) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-6-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : . :7157 / 3541 /28-6-2017 αγωγή του, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 11ης-1-2018, ότε και συζητήθηκε από το παρόν Δικαστήριο το οποίο, με την υπ’αριθμ. 115/2019 παραπεμπτική του απόφαση, αφού κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο, την παρέπεμψε να εκδικασθεί, από το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου. Με την από 27-3-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 2778 / 1325 / 27-3-2019 κλήση του ενάγοντος, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η ως άνω αγωγή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 115/2019 παραπεμπτικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο, με την από 27-3-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 2778 / 1325 / 27-3-2019 κλήση του ενάγοντος, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 28-6-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : . :7157 / 3541 /28-6-2017 αγωγή .
Ι. Από το άρθρο 71 του ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του, που κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή τον παραλείποντα, ευθύνεται και αυτός σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο (AΠ 1083/2008,ΑΠ 1051/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Eιδικότερα, κατά το άρθρο 70 ΑΚ, δικαιοπραξίες, που επιχείρησε μέσα στο όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο και κατά τους ορισμούς του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του, τα οποία αντιπροσωπεύουν αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 ΑΚ και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, που ευθύνεται και αυτός σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Η αρχή, δηλαδή, της μη ευθύνης του νομίμου εκπροσώπου δεν ισχύει, όταν υπάρχει ευθύνη αυτού από αδικοπραξία, κατά τις γενικές αρχές, οπότε θεμελιώνεται και ιδιαίτερη ευθύνη αυτού. Συνακόλουθα για τις εναντίον του απαιτήσεις από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του μπορεί ως μέσο εκτέλεσης να διαταχθεί κατά το άρθρο 1047 παρ.1 ΚΠολΔ και η προσωποκράτησή του, αφού η εξαίρεση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου εμποδίζει την προσωποκράτησή του για χρέη που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (Α.Ε. ή Ε.Π.Ε.) και όχι ατομικά το ίδιο το φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό αδικοπράκτησε στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1720/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 1047 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ, με την άσκηση αξιώσεως αποζημιώσεως από αδικοπραξία παρέχεται στον ενάγοντα η ευχέρεια να ζητήσει και την αναγγελία προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου, (ΑΠ 418/2007 ΝοΒ 55, 1168, ΑΠ 133/2001 Δνη 42, 699, ΕφΠειρ 601/2002 ΠειρΝ 2002, 436) ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ.1εδ.α ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, μπορεί δε να διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Τέλος, υπαίτια ζημιογόνος, πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, εκτός από την αξίωση από τη σύμβαση, να επιστηρίξει και αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, αν χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο, από το δίκαιο, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, επιβαλλόμενο καθήκον του δράστη να μη ζημιώνει κάποιον, υπαίτια, άλλον χωρίς να απαιτείται προς τούτο κάποιο άλλο στοιχείο (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 484/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής και μόνη δεν συνιστά άνευ άλλου και αδικοπραξία αφού η προσβολή εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου δικαιώματος που πηγάζει από σύμβαση συνιστά μεν πράξη παράνομη, οι έννομες όμως συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται από τις διατάξεις του ΑΚ για τη μη εκπλήρωση της παροχής και όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται μόνον σε περιπτώσεις συρροής ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 1647/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ).
ΙΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ προκύπτει, ότι ο Κώδικας διακρίνει τρία πρόσωπα, των οποίων το ενδιαφέρον αναφέρεται στο πλοίο και ειδικότερα στο πλοίο που ενεργεί ναυτιλιακές “επί κέρδει” εργασίες: 1) τον κύριο του πλοίου, που απλώς έχει την κυριότητα, χωρίς συγχρόνως και να εκμεταλλεύεται το πλοίο, 2) τον πλοιοκτήτη, στο πρόσωπο του οποίου συμπίπτουν κυριότητα και εκμετάλλευση του πλοίου και 3) τον εφοπλιστή, δηλαδή εκείνον, που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο, που ανήκει σε άλλον (ΑΠ 48/1988 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται είτε σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί όντως για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΟλΑΠ 5/1996, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009, 1, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009, 800, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011, 28, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009, 13). Επίσης από τις ως άνω τρεις ιδιότητες διαφέρει η ιδιότητα του διαχειριστή. Συγκεκριμένα, τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας και κατά κανόνα της διαχειρίστριας διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμμετέχει συνήθως και στη διοίκησή τους και το οποίο κερδοσκοπεί έμμεσα ως κύριος μέτοχος με την απόληψη των κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας. Η πιο πάνω όμως επιχειρηματική δραστηριότητα, που δεν είναι αθέμιτη, δεν προσδίδει άνευ άλλου τινός, -γι’ αυτό και επιλέγεται-, την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο του επιχειρηματία, ο οποίος έχοντας την ιδιότητα του κυρίου μετόχου ελέγχει και διοικεί την πλοιοκτήτρια ή διαχειρίστρια ή και αμφότερες (ΕφΠειρ 1000/2006, ΕφΠειρ 940/2003, ΕφΠειρ 512/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών. Ειδικότερα στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων και τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 ν.δ. 2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρίες, δηλαδή εταιρίες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ` αυτήν (άρθρο 1 ν. 791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιριών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρεία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 του ν. 814/1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕφΠειρ 497/2013, ΕφΠειρ 362/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, Α. Αντάπαση «Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών», εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα « Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδ. ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επ. και ιδίως σελ. 443 – 449, 483). Πλέον συγκεκριμένα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων : α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη [υποχρεούμενος όμως να λάβει τη συναίνεσή του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας], προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου (ΕφΠειρ 110/2014, ΕφΠειρ 63/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΠειρ 1750/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Περαιτέρω, ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπός του και η εξουσία αντιπροσωπεύσεως παρέχεται είτε με σχετική δικαιοπραξία, οπότε γίνεται λόγος για εκούσια αντιπροσώπευση, είτε με διάταξη νόμου ΑΠ 134/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ) και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΑΠ 1988/2014, ΕφΠειρ 110/2014, ΕφΠειρ 5/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Επίσης, ο πλοιοκτήτης ως το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές (ΕφΠειρ 1000/2006, ΕφΠειρ 940/2003, ΕφΠειρ 512/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δε δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι` αυτόν (ΑΠ 57/2002, ΑΠ 476/1991,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Από τις προαναφερθείσες αυτές διατάξεις συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος πρέπει να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (ΑΠ 929/2004 ΕλλΔ 2005.1661, ΕφΑθ 9826/1989 ΕλλΔ 1991. 1631).
ΙΙΙ. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, που συντελείται με την ευκρινή έκθεση όλων των πραγματικών περιστατικών, που είναι αναγκαία, κατά νόμο, για τη στήριξη του αξιούμενου δικαιώματος. Η αναγραφή των πραγματικών αυτών περιστατικών είναι απαραίτητη, για να μπορέσει τόσο ο εναγόμενος να αμυνθεί, όσο και το δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Ειδικότερα δε, η νομιμοποίηση σε στενή έννοια, δηλαδή η ύπαρξη δικαιώματος υπεράσπισης της υπόθεσης, στην οποία δικάζεται κάποιος, ως ενάγων ή εναγόμενος, ή η εξουσία για διεξαγωγή της δίκης, που αναφέρεται σε συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, συμπίπτει εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (περιπτώσεις μη υποχρέων, ή μη δικαιούχων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης. Έτσι από το συνδυασμό των άρθρων 68 και 216 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής λόγω αοριστίας (ΕφΠειρ. 701/2003 ΠειρΝ 2003,423), η αοριστία δε αυτή του δικογράφου δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41). Ειδικότερα, η αοριστία της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301).
ΙV.Tέλος, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 Α.Κ. και 216 παρ. 1 ΚΠολ, ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως δανείου, τα οποία πρέπει τα αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί αποδόσεώς του για το ορισμένο αυτής, είναι: α) μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωση τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητος. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής αποδόσεως του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012, ΑΠ 992/2010, ΑΠ 847/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξή της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείσματος και δη με εξουσία αναλώσεώς του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία, (ΑΠ 1802/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, δεν είναι αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής : 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχείο αυτής, όπως το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 889/2010, ΑΠ 663/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος – τον οποίο γνώριζε από το έτος 2008 και του παρουσιαζόταν ως εφοπλιστής και πλοιοκτήτης και ο οποίος διαχειριζόταν με τον τρίτο εναγόμενο υιό του-διευθυντή και εκπρόσωπο την πρώτη εναγομένη συσταθείσα στη Λιβερία υπεράκτια εταιρεία- διαχειρίστρια κατά τον χρόνο εκείνο έξι (6) πλοίων- τον προσέγγισε τον Νοέμβριο του 2012 και του ζήτησε να του χορηγήσει έντοκο δάνειο διάρκειας 45-60 ημερών ύψους 150.000 δολαρίων ΗΠΑ προς προσωρινή διευκόλυνση όλων των εναγομένων με την συμφωνία να υπολογίζονται νόμιμοι τόκοι εφόσον παρέμενε ανεξόφλητο το δάνειο μετά την πάροδο των 60 ημερών.Ότι για το σκοπό αυτό ο δεύτερος εναγόμενος του απέστειλε δεσμεύοντας αυτούς (ενν . τους εναγομένους –φυσικά πρόσωπα και την εταιρεία τους, ως επι λέξει αναφέρει στην αγωγή), σχετική επιστολή συνταχθείσα στην αγγλική γλώσσα, η οποία παρατίθεται στις σελίδες 3-11 της ένδικης αγωγής.βΌτι (ο ενάγων) αυθημερόν έδωσε εντολή στην τράπεζα …. με την οποία συνεργαζόταν, για την αποστολή εμβάσματος ποσού 150.000 δολαρίων Η.ΠΑ. πλην όμως ότι παρότι στις 12-11-2013 οι εναγόμενοι παρέλαβαν μέσω του καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας στην έδρα της πρώτης εναγομένη στον Πειραιά το εκταμιευθέν ποσό του δανείου και-όπως επιλέξει αναφέρεται στην αγωγή – κατέστησαν κύριοι αυτού λόγω δανείου εμπορικής φύσεως αναλαμβάνοντας τη συμβατική υποχρέωση να του καταβάλλουν το ως άνω ποσό εντόκως το αργότερο μέχρι την 12-1-2014, που ήταν η ορισθείσα δήλη ημέρα καταβολής του, εντούτοις δεν του κατέβαλαν παρά τις συνεχείς οχλήσεις του κανένα ποσό μέχρι σήμερα . Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί : 1) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν από κοινού και εις ολόκληρον έκαστος για την αναφερόμενη στο ιστορικό αιτία το ποσό των 150.000 δολαρίων ΗΠΑ στο αντίστοιχο ποσό του σε ευρώ κατά το χρόνο καταβολής με το νόμιμο τόκο από τις 12-11-2013, άλλως από τις 12-1-2014, άλλως κι όλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής , μέχρι την πλήρη εξόφλησή του και με βάση την επίσημη τιμή συναλλάγματος κατά τη στιγμή της εξοφλήσεως , 2) να διαταχθεί κατά εκάστου των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων προσωπική κράτηση για ένα (1) έτος, 3) να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και 4) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης. Με τέτοιο περιεχόμενο κι αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το καταψηφιστικό αίτημα της οποίας καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. τα υπ’αριθμ. … σειρά Α παράβολα αγωγοσήμου που επισυνάπτονται στη δικογραφία) και για το παραδεκτό της συζήτησης, της οποίας oι πληρεξούσιoι δικηγόροι των διαδίκων προσκομίζουν τα υπ’αριθμ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013), καθώς και τα από 27-6-2017, 2-7-2019 και 4-7-2019 πληρεξούσια αντίστοιχα, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ.2 ,33, 37 ΚΠολΔ και 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (άρθρα 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ, 4 παρ.1,6 παρ.1,63 παρ.1 Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Συμβουλίου της 12-12-2012, που ισχύει σε αντικ/ση του ΕΚ 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000 απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων. Όσον δε αφορά το υποστατό της άσκησης της ένδικης αγωγής που αμφισβητείται από τους εναγομένους και κρίνεται ως στοιχείο του δικονομικού δικαίου από το lex fori, ήτοι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, λεκτέον είναι ότι η κρινόμενη υπό κρίση αγωγή τυγχάνει υποστατή και παραδεκτώς ασκηθείσα καθότι η άσκησή της ολοκληρώθηκε με επίδοση αντιγράφου της στους εναγομένους, οι οποίοι παριστάμενοι στην προκειμένη δίκη στην οποία εκκρεμεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως και προβάλλοντας μεταξύ των άλλων όλων των ενστάσεων και των αμυντικών ισχυρισμών τους, δεν υπέστησαν δικονομική βλάβη αλλά κάλυψαν κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 159 ΚΠολΔ ΚΠολΔ τη σχετική ακυρότητα που συνεπάγεται η επίδοση σε άλλο τόπο από την κατά το χρόνο της επίδοσης πραγματικής κατοικίας των φυσικών προσώπων και της έδρας του νομικού προσώπου των εναγομένων,αληθών υποτιθέμενων των ισχυρισμών τους.Ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων,καταρχάς ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εναγομένων και σε κάθε περίπτωση ως αλυσιτελώς προβληθείς. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση (δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας) καθώς η αγωγική αξίωση εκπορεύεται από σύμβαση δανείου που φέρεται να συνήψε ο ενάγων, κάτοικος Η.Π.Α. με τους εναγόμενους εκ των οποίων η πρώτη εναγομένη είναι έστω και τύποις είναι αλλοδαπή κατά το καταστατικό εταιρεία, είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο είναι και εφαρμοστέο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1,2,4 παρ.1, 4 παρ.1 του ΕΚ 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο (Ρώμη Ι) και των άρθρων 25 εδ. β΄ ΑΚ και 4 παρ. 1 και 2 της από 19-6-1980 Συμβάσεως της Ρώμης « Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές », η οποία κυρώθηκε και ισχύει στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988 «Κύρωση σύμβασης για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», καθόσον από το σύνολο των περιστάσεων (φερόμενη πραγματική έδρα και εγκατάσταση κατά το χρόνο της σύμβασης της πρώτης των εναγομένων στην Ελλάδα, κατοικία του δεύτερου και τρίτου εξ αυτών ομοίως στην ημεδαπή και κατάθεση του εμβάσματος μέσω της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας στον Πειραιά) συνάγεται ότι η ένδικη σύμβαση δανείου συνδέεται στενότερα με την Ελλάδα. Περαιτέρω όμως η κρινόμενη αγωγή σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στις υπό στοιχεία Ι,ΙΙ και ΙΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας και δεδομένου ότι το ορισμένο της αγωγής ως προϋπόθεση του παραδεκτού ανάγεται στο πεδίο του δικονομικού δικαίου συνεπώς εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori) τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης από το Δικαστήριο κι ως εκ τούτου ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ως προς τα στοιχεία της νομιμοποίησης των εναγομένων. Συγκεκριμένα εν προκειμένω δεν αναφέρονται ορισμένως τα θεμελιωτικά στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων ως έδει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις προπαρατεθείσες Ι-ΙΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και εκάστου των εναγομένων προς την επίδικη σχέση. Πλέον συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δε δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι` αυτόν, όσον αφορά την μεν πρώτη εναγομένη εταιρεία η αναφορά ότι ο δεύτερος εναγόμενος συνδιαχειριστής της με τον τρίτο εναγόμενο-διευθυντή και εκπρόσωπό της πρότεινε και απέστειλε επιστολή αιτούμενος το ένδικο ποσό ως δάνειο από τον ενάγοντα προς σκοπό προσωρινής διευκόλυνσης τόσο του ίδιου και του υιού του (γ εναγομένου ) όσο και της πρώτης εναγομένης, προκαλεί σύγχυση ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου του ενάγοντος στην ένδικη σύμβαση και στην ευθύνη των λοιπών εναγομένων, ήτοι ως προς το εάν ήταν ο δεύτερος εναγόμενος που συνήψε τις ένδικες συμβάσεις για λογαριασμό του ιδίου ή της πρώτης εναγομένης ως διαχειριστής αυτής και για λογαριασμό της, οπότε στην περίπτωση αυτή σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας αντισυμβαλλόμενη ως οφειλέτιδα εκ της συμβάσεως δανείου είναι μόνο η πρώτη εναγομένη, απαλλασσομένων των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων συνδιαχειριστών της. Έτι πλέον συγκεκριμένα όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται αν αυτοί αμφότεροι ως συνδιαχειριστές της πρώτης εναγομένης συμβλήθηκαν για λογαριασμό της ή για δικό τους λογαριασμό , ομοίως προκαλείται σύγχυση ως προς τον λόγο ευθύνης εκάστου εξ αυτών καθώς στην περίπτωση που συμβλήθηκαν υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστές της πρώτης εναγομένης ευθύνονται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας ως άμεσοι αντιπρόσωποι της τελευταίας κατά τα άρθρα 211 και 212 Α.Κ., ενώ δεν θα φέρουν οι ίδιοι ευθύνη εκ της ενδίκου συμβάσεως, καθισταμένης της αγωγής ως μη νόμιμης ως προς αυτούς (τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων) . Επίσης λόγω της αοριστίας του δικογράφου ως προς τα θεμελιωτικά γεγονότα της νομιμοποίησης εκάστου των εναγομένων εκ της συμβάσεως δανείου, με βάση τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ως προς την εκτίμηση του νομίμου λόγου ευθύνης των εναγομένων φυσικών προσώπων ενδεχομένως με βάση σύμβαση είτε εγγύησης υπερ της πρώτης εναγομένης, που αποτελεί παρεπόμενη σύμβαση με την οποία ο εγγυητής υπόσχεται την εκπλήρωση αλλότριου χρέους είτε αναδοχής χρέους , που δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Αντιθέτως, το ορισμένο της ένδικης αγωγής δεν πλήττεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας, από το ότι δεν αναφέρεται το ακριβές ύψος των τόκων , ο τόπος παροχής δανείου ή το δίκαιο του τόπου σύναψής του καθώς τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής αποδόσεως δανείου (ΑΠ 402/2012, ΑΠ 992/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων ως αβασίμου. Τέλος, δεδομένου ότι η ως άνω αοριστία ως προς τα στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων και του νομίμου λόγου ευθύνης τους στην ένδικη αγωγή εντοπίζεται στο αγωγικό δικόγραφο και στην αναφορά ότι « οι εναγόμενοι ανέλαβαν τη συμβατική υποχρέωση να του επιστρέψουν εις ολόκληρος εντόκως το δάνειο», επομένως αναφέρονται γενικώς άπαντες οι εναγόμενοι (φυσικά πρόσωπα και νομικό πρόσωπο) ως αντισυμβαλλόμενοι και λήπτες-κύριοι του εμβάσματος του δανείου και ως διαχειριστές πλοίων-έμποροι που συνήψαν το δάνειο για χάριν της εμπορίας τους ενώ η αοριστία αυτή του αγωγικού δικογράφου δεν εξαλείφεται από τα όσα αναφέρονται στην επιστολή του δεύτερου εναγομένου που εμπεριέχεται σε ελληνική μετάφραση στο αγωγικό δικόγραφο στην οποία αναφέρεται ως δικαιούχος του λογαριασμού του ενδίκου εμβάσματος η πρώτη εναγομένη σε συνδυασμό με το ότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας οι ανωτέρω ελλείψεις της αγωγής, δεν μπορούν να συμπληρωθούν ως προς τα ελλείποντα στοιχεία τους με τις προτάσεις του ενάγοντος ενόψει αυτών και μη υπαρχούσης άλλης βάσης της αγωγής (άρθρο 106 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 22/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει αυτή (αγωγή) να απορριφθεί στο σύνολό της, παρελκομένης της εξέτασης των παρεπομένων αιτημάτων της και των λοιπών αρνητικών ισχυρισμών και ενστάσεων των εναγομένων. Τέλος όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων-που όσον αφορά τους εναγόμενους η μεν πρώτη και δεύτερος παραστάθηκαν στην προκειμένη δίκη με διαφορετικό πληρεξούσιο δικηγόρο σε σχέση με τον τρίτο εναγόμενο και κατέθεσαν χωριστές προτάσεις, από αυτόν- αυτά θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179,180, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμφηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 14-1-2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ