Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης

148/ 2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 9797/4942/30-10-2019 αίτηση)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Πετρούλα Δαμίγου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Δεκεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: …, συζύγου …, το γένος …, κατοίκου … Αττικής (οδός …), με ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Πάρι Καραμήτσιου (Α.Μ.ΔΣΑ : …).

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ προς τους : 1) Α. Κ. του Β., κάτοικο Πειραιά (…), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γρηγορίου Τιμαγένη (Α.Μ.ΔΣΠ : …), 2)Ά. Κ., κάτοικο Πειραιά (…), η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) Π. Κ., κάτοικο Πειραιά (…), η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-10-2019 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 9797/4942/30-10-2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της αιτούσας και της πρώτης καθ’ής η κοινοποίηση ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

           Ι. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 758 ΚΠολΔ : 1. Οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν με αίτηση διαδίκου, μετά τη δημοσίευση τους, να ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν. Η ανάκληση ή μεταρρύθμιση γίνεται κατά τη διαδικασία των όρθρων 741 έως 781, αφού κληθούν οι διάδικοι της αρχικής δίκης και τα πρόσωπα, τα οποία είχαν διοριστεί ή είχαν αντικατασταθεί ή παυθεί από την απόφαση για την άσκηση λειτουργήματος. 2. Η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική απόφαση δεν έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν το ορίσει ειδικά το δικαστήριο. Δικαίωμα να ζητήσει την ανάκληση έχει όποιος προσέλαβε την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη της υπό ανάκληση απόφασης, δηλαδή όποιος μετέσχε σε αυτήν ως αιτών, καθ’ ου η αίτηση ή άσκησε κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, εφόσον, όμως, θίγεται από την έκδοση ή το περιεχόμενο της απόφασης και δικαιολογεί έννομο συμφέρον (άρθρο 747 παρ. 1γ΄, 69 ΚΠολΔ). Το έννομο συμφέρον αποτελεί όρο του παραδεκτού της αίτησης ανάκλησης και πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη (ΕφΛαρ 74/2013 ό.π., ΕφΑΘ 1639/07 ό.π., βλ. και Κ. Βαρσάνη σε Ν. Λεοντή, Εκούσια Δικαιοδοσία, έκδοση 2018, σελ. 77). Κατά την ίδια δε πιο πάνω διάταξη του άρθρου 758 ΚΠολΔ, στη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης πρέπει να κληθούν υποχρεωτικά οι διάδικοι της αρχικής δίκης, καθώς επίσης και τα πρόσωπα, τα οποία είχαν διορισθεί ή αντικατασταθεί ή παυθεί από την κρίσιμη απόφαση (Μπέη, ό.π., άρθ. 758, σ 325, ΕφΑΘ 9707/1999 ΕλλΔνη 41.1398, ΠΠΗρακλ 3/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Μεταρρύθμιση της δικαστικής απόφασης είναι η μεταγενέστερη προσαρμογή του διατακτικού της στα νέα πραγματικά ή/και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προκύψει και που παραδεκτώς το δικαστήριο συνεκτιμά. Κατά κυριολεξία η μεταρρύθμιση δεν διαφέρει ριζικά από την ανάκληση. Και στην περίπτωση της μεταρρύθμισης σωρεύονται δύο δικαστικές κρίσεις, αφενός, εκείνη, με την οποία καταργούνται όλες οι έννομες συνέπειες της μεταρρυθμιζόμενης απόφασης και, αφετέρου, εκείνη, με την οποία διατάσσεται κάτι άλλο αναφορικά με το αρχικό αίτημα δικαστικής προστασίας. Παρόλη την αντίθετη εντύπωση που προκαλεί το άρθρο 758, και για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας ισχύει ως κανόνας ότι οι εκδιδόμενες οριστικές αποφάσεις δεν είναι δεκτικές ανάκλησης ή μεταρρύθμισης, όμοια όπως ισχύει και για τις οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 309 ΚΠολΔ.Από τον κανόνα τούτο εισάγει εξαίρεση το άρθρο 758 και επιτρέπει την ανάκληση ή μεταρρύθμιση οριστικής απόφασης από το δικαστήριο που την έχει εκδώσει, αποκλειστικά και μόνο στις δυο περιπτώσεις που αναφέρει.Τούτο δε διότι στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας δε γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού ή νομικού προσώπου. Συνεπώς, ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις, προς πραγμάτωση του σκοπού των ρυθμιστικών μέτρων, δηλαδή για την επέλευση του ρυθμιστικού αποτελέσματος (βλ. και Αρβανιτάκη σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, έκδοση 2000, άρθρο 758, σελ. 1502, Κώστα Ε. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, εκούσια δικαιοδοσία, έκδοση 1991, άρθρο 758, σελ. 320). Δύο λοιπόν είναι οι θεμιτοί λόγοι που στηρίζουν την ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση: (α) αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή αν, μετά τη δημοσίευση της κρίσιμης οριστικής απόφασης, εντοπιστούν κρίσιμα πραγματικά γεγονότα, που είχαν συντελεστεί όσο η δίκη ήταν εκκρεμής, αλλά είτε ήταν άγνωστα, είτε από υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου δεν είχαν προταθεί τότε, και για το λόγο τούτο το δικαστήριο που εξέδωσε την κρίσιμη οριστική απόφαση δεν τα είχε συνεκτιμήσει κατά την έκδοση της απόφασης, και τα οποία ήδη δικαιολογούν διαφορετική έκβαση της δίκης. Η υπαιτιότητα του διαδίκου να προτείνει τα γεγονότα τούτα, όσο η δίκη ήταν εκκρεμής, δεν καθιστά απαράδεκτη τη μεταγενέστερη επίκληση τους με ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση, είναι όμως λόγος για να καταδικαστεί ο διάδικος στα δικαστικά έξοδα της νέας δίκης (185 αρ. 2), καθώς και, ανάλογα με τη βαρύτητα του πταίσματος του, να καταδικαστεί σε ποινή τάξης κατά το άρθρο 205 αρ. 2 .(β) αν μεταβληθούν οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν οι οριστικές αποφάσεις, των οποίων ζητείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση, δηλαδή κυρίως αν μεταγενέστερα συντελεστούν νέα πραγματικά γεγονότα που ανατρέπουν ή διαφοροποιούν σημαντικά τη βάση, στην οποία είχε στηριχθεί το διατακτικό της απόφασης, επειδή ήδη διαφοροποιείται η εξυπηρέτηση είτε του συμφέροντος του αιτούντα είτε του γενικότερου συμφέροντος με τα ρυθμιστικά μέτρα που είχαν διαταχθεί αρχικά. Ο κανόνας του ανακλητού των οριστικών αποφάσεων σε υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όταν εντοπίζονται πραγματικά περιστατικά που δεν είχαν συνεκτιμηθεί κατά την πρώτη δίκη, ή όταν μεταβάλλονται οι συνθήκες, στις οποίες είχε στηριχθεί το ρυθμιστικό μέτρο που είχε αρχικά διαταχθεί, δεν ισχύει στις ειδικές περιπτώσεις διαφορετικής νομοθετικής ρύθμισης, μεταξύ άλλων ενδεικτικά και στην περίπτωση της αντικατάστασης προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 786 παρ. 3 (ΑΠ 619/1987 Δ 19,282 με ενημ. σημ. Σ. Σταματόπουλου).

          ΙΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 69 ΑΚ και των παρ. 1 και 3 εδ. α` του 786 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι το Δικαστήριο της περιφερείας όπου έχει την έδρα του  το νομικό πρόσωπο ή η εταιρία,μπορεί, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να αντικαταστήσει την προσωρινή διοίκηση για σπουδαίους λόγους, αποκλειομένης στην περίπτωση αυτή της εφαρμογής του άρθρου 758 παρ. 1 του ΚΠολΔ (Α.Π. 619/87 αδημ., αντιθ. γνωμ. Κ.Μπέη, στη Δίκη 18, 230 επ.). Κύριο (αμιγώς διαπλαστικό) αντικείμενο των δικών, που ανοίγουν στο πλαίσιο του άρθρου 786, είναι το ουσιαστικό αίτημα να διαταχθεί από το δικαστήριο να διοριστούν δικαστικώς ειδικοί εκπρόσωποι της ανώνυμης εταιρίας, προκειμένου να ασκήσουν αγωγή για αξιώσεις της εναντίον των μελών του διοικητικού συμβουλίου της (22β’ v. 2190/1920).`Οπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη του άρθρ. 786 παρ. 3 εδ. β`του ΚΠολΔ, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως για την αντικατάσταση της προσωρινής διοικήσεως καλούνται υποχρεωτικώς και τα πρόσωπα των οποίων ζητείται η αντικατάσταση. Αν δε παραλειφθεί η κλήτευσή των ή ταύτα δεν παρέμβουν εκουσίως ή κατόπιν προσεπικλήσεως, πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως (Μπέης, όπ. ανωτ. σ. 568). Τέλος διορισμός της προσωρινής διοίκησης επιβάλλεται και σε περίπτωση αρνήσεως εκτέλεσης των καθηκόντων των μελών αυτής (ΑΠ 854/1998, ΕλλΔνη 1999, 118-119, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας-Αρβανιτάκης, άρθρο 786, σελ.1550, παρ.2) ενώ η αντικατάσταση των δικαστικώς διορισθέντων είναι δυνατή μόνο με την υποβολή νέας αιτήσεως και όχι με αίτηση ανακλήσεως κατά το άρθρο 758 ΚΠολΔ(Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας-Αρβανιτάκης, άρθρο 786, σελ.1551, παρ.6). Ειδικότερα, η αντικατάσταση προσωρινής διοίκησης ν.π.για σπουδαίο λόγο κατά το άρθρο 786 παρ.3 ΚΠολΔ δεν γίνεται με αίτηση ανάκλησης αλλά με αυτοτελή αίτηση που υπάγεται στο κατά το άρθρο 786 παρ.1 ΚΠολΔ  (ΑΠ 619/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας-Αρβανιτάκης, άρθρο 758, σελ.1505, παρ.11) καθώς εμφάνιση σπουδαίων λόγων μετά το διορισμό των μελών της προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου ή εταιρείας, οι οποίοι επιβάλλουν την αντικατάστασή τους, δεν αποτελεί “νέο πραγματικό περιστατικό” με την έννοια του άρθρου 758 παρ. 1 ΚΠολΔ, ώστε να δικαιολογείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης διορισμού των από το δικαστήριο που την εξέδωσε, αλλά στοιχείο ανεξάρτητο από την προηγούμενη αίτηση για τον διορισμό τους, και το οποίο, σύμφωνα με τις παραπάνω ρητές διατάξεις του άρθρου 786 παρ. 1 και 3 του ΚΠολΔ, οι οποίες αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 758 παρ. 1 (όπως ορίζεται και στην αυτή παράγραφο του άρθρου 758, ότι οι διατάξεις της εφαρμόζονται “εφόσον δεν ορίζεται άλλως’’) και διαπιστώνεται μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, όχι από το δικαστήριο που εξέδωσε την προηγούμενη απόφαση διορισμού των μελών της προσωρινής διοίκησης, αλλά από το αρμόδιο κατά το άρθρο 786 παρ. 1 δικαστήριο. Άλλωστε, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 786 ΚΠολΔ είναι ειδικότερη έναντι αυτής του άρθρου 758 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 10261/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα με την υπό κρίση αίτησή της εκθέτει ότι άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 4-9-2019 με ΓΑΚ/ΕΑΚ : 7709/3889/2019 αίτησή της, στην οποία εξέθετε ότι ο Α. Κ.-νόμιμος εκπρόσωπος και κάτοχος του 75% του μετοχικού κεφαλαίου της εδρεύουσας τύποις στα νησιά Μ. και πραγματικά στον Π., όπου έχει νομίμως εγκατασταθεί κατά το άρθρο 25 του ν. 27/1975  εταιρίας «…» και στην οποία και η ίδια μετέχει, κατέχοντας το υπόλοιπο 25% των μετοχών της, με το υπ’ αριθμ. 113/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά παραπέμφθηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για την πράξη της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση του ποσού των 490.004,59 ευρώ από την περιουσία της εταιρείας που εκπροσωπούσε, επομένως ότι υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων αυτού (του Α. Κ.), προς την ίδια την εταιρεία και επιπλέον ότι υπάρχει άρνηση των λοιπών μελών του διοικητικού συμβουλίου να υποβάλουν τη σχετική έγκληση. Ότι με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να διορισθεί από το δικαστήριο τούτο προσωρινός διαχειριστής ο  Χρήστος Λουτράδης του Δημητρίου, προκειμένου να υποβάλει για λογαριασμό της εταιρείας δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά ότι επιθυμεί την πρόοδο της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά του κατηγορουμένου Α. Κ. του Β. για το αδίκημα της υπεξαίρεσης καθώς και να ασκήσει για λογαριασμό της εταιρείας αγωγή ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων σε βάρος του Α. Κ. με αίτημα την απόδοση του ποσού των 480.004,59 ευρώ, διαφορετικά να διορισθεί προσωρινή διοίκηση της εταιρείας. Ότι επί της ως άνω αιτήσεως και της συνεκδικασθείσας με αυτήν από 16-9-2019  με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8085/4067/2019 κυρίας παρέμβασης που άσκησε ο Α. Κ. , οι οποίες συζητήθηκαν από το παρόν Δικαστήριο στις 24-9-2019, εξεδόθη  η υπ’αριθμ. 3566/2019 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (εκουσία δικαιοδοσία), δυνάμει της οποίας απερρίφθη ως ουσία αβάσιμη η κύρια παρέμβαση ενώ η ως άνω αίτηση, έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη νόμω και ουσία και δη αφού κρίθηκε νόμιμη ως προς το αίτημα να διορισθεί προσωρινός ειδικός εκπρόσωπος για το σκοπό που εκτέθηκε και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 104 και 105 του Νόμου περί Επιχειρηματικών Εταιρειών των Νήσων Μ. ως προς το ζήτημα της σύστασης και της λύσης της εταιρείας, και τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της ως άνω απόφασης διατάξεις ως προς την αντιπροσωπευτική ικανότητα του προσωρινού ειδικού εκπροσώπου, απορριπτομένου του επικουρικού αιτήματος για διορισμό προσωρινής διοίκησης ως μη νόμιμου για τους ειδικότερους λόγους που εκτίθενται στο δικανικό συλλογισμό της εν λόγω απόφασης,  κρίθηκε ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διορισθεί ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας «…», η εξουσία του οποίου θα είναι περιορισμένη, ειδικότερα δε θα αφορά μόνο στην υποβολή εγκλήσεως σε βάρος του Α. Κ. για το αδίκημα της υπεξαίρεσης και στη διεξαγωγή της αστικής δίκης για τη διεκδίκηση των ποσών που φέρεται να έχει υπεξαιρέσει σε βάρος της περιουσίας της εταιρείας και ακολούθως ορίστηκε ως προσωρινός – ειδικός εκπρόσωπος από τον κατάλογο Πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Πειραιά ο Γ.  Α. του Α.. Τέλος, ότι ότε με τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης ενημέρωσε (η αιτούσα) τον ορισθέντα προσωρινό-ειδικό εκπρόσωπο για τον διορισμό του προκειμένου να προβεί στις ως άνω ορισθείσες με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση ενέργειες, ο τελευταίος με την από 29-10-2019 έγγραφη απάντησή του που της απέστειλε δεν αποδέχθηκε τον διορισμό του επικαλούμενος ότι ήδη από τις 15-7-2019 έχει υποβάλει προς το Πρωτοδικείο Πειραιά την υπ’αριθμ. πρωτ…./15-7-2019 αίτηση για τη διαγραφή του από τους καταλόγους πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου. Επικαλούμενη ότι η μη αποδοχή του διορισμού του ως προσωρινού-ειδικού εκπροσώπου της ένδικης εταιρείας εκ μέρους του ορισθέντος με την υπ’αριθμ. 3566/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου Γ. Α. λόγω της αίτησης διαγραφής του από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων αποτελεί νέο πραγματικό περιστατικό, άλλως μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες εξεδόθη η πραναφερόμενη υπ’αριθμ. 3566/2019 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που δικαιολογεί την κατ’άρθρο 758 ΚΠολΔ μεταρρύθμισή της, με βάση το ιστορικό αυτό η αιτούσα ζητεί τη μεταρρύθμισης αυτής (της υπ’αριθμ. 3566/2019 οριστικής απόφασης) και την αντικατάσταση του Γ. Α. με τον Δ. Γ. του Α., κάτοικο Π.(οδός …), ο οποίος θα έχει τα ίδια καθήκοντα με τον αντικαταστατέο, ως αυτά ορίστηκαν στην προαναφερόμενη απόφαση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αίτηση.  Επιπλέον η αιτούσα στην κρινόμενη αίτηση σώρευσε και αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής μέχρι τον χρόνο έκδοσης (οριστικής) αποφάσεως επί της κυρίας αιτήσεως, η οποία (προσωρινή διαταγή) συζητήθηκε στις 31-10-2019 και έγινε δεκτή μέχρι την συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως και υπό τον όρο συζήτησης αυτής (της κρινόμενης αιτήσεως). Η δε διατήρησή της ζητήθηκε από την αιτούσα κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με αίτημα που υπέβαλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της στην παρούσα δίκη, αίτημα που έγινε δεκτό και διατηρήθηκε αυτή μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της υπό κρίση κυρίας αιτήσεως. Για το παραδεκτό της συζήτησης της υπό κρίση αιτήσεως που στηρίζεται στο άρθρο 758 ΚΠολΔ και αρμοδίως εισάγεται να εκδικασθεί κατά την εκουσία δικαιοδοσία (άρθρα 739, 740 επ.ΚΠολΔ) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας προσκόμισε με τις προτάσεις που κατέθεσε το υπ’αριθμ. Α 304155 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και παραδεκτώς κλητεύθηκαν οι διάδικοι της δίκης επί της οποίας εξεδόθη η προς μεταρρύθμιση υπ’αριθμ. 3566/2019 απόφαση (βλ.υπ’αριθμ…./30-10-2019, …/30-10-2019 και …/30-10-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Β. Χ.) και προς τους οποίους είχε διαταχθεί η κοινοποίηση της αίτησης δέκα (10) ημέρες πριν από την από 24-9-2019 δικάσιμο με την από 4-9-2019 πράξη κοινοποίησης της Δικαστή προσδιορισμού του Πρωτοδικείου Πειραιά. Πλήν όμως, με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση, ανεξαρτήτως αν τυγχάνει νόμιμη ή όχι όπως εισάγεται ως αίτηση μεταρρύθμισης κατά το άρθρο758 ΚΠολΔ ή αν είναι νόμιμη μόνο ως αίτηση του άρθρου 786 παρ.3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 69 ΑΚ, ήτοι ως αυτοτελής αίτηση διορισμού νέου προσωρινού-ειδικού επιτρόπου σε αντικατάσταση του ήδη παραιτηθέντος-αρνούμενου την εκπλήρωση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας και δεδομένου ότι η κρίση περί της νομικής βασιμότητας έπεται της κρίσεως περί παραδεκτού ή μη της συζήτησης, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως, ελλείψει σε αμφότερες τις περιπτώσεις (είτε ως αιτήσεως του άρθρου 758 ΚΠολΔ, είτε ως αιτήσεως του άρθρου 786 παρ.3 ΚΠολΔ) τηρήσεως της υποχρεωτικής προδικασίας κλήτευσης και του διορισθέντος με την υπ’αριθμ. 3566/2019 δικαστική απόφαση προσωρινού –ειδικού εκπροσώπου Γ. Α., του οποίου ζητείται η αντικατάσταση,σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, μη αρκούσης μόνο της κλήτευσης των αρχικών διαδίκων που έλαβε χώρα επιμελεία της αιτούσας, ως προαναφέρθηκε.  Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν θα περιληφθεί καθώς η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι οριστική (ΑΠ 7/2003 ΕλλΔνη 44, 482, ΕφΔωδ 201/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 337/2010 ΕΠολΔ 2010, 851, ΕφΘεσ ΑΡΜ 2012, 86, ΕφΑθ 1380/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ως μη οριστική υπόκειται σε ανάκληση από το ίδιο δικαστήριο (ΕφΠειρ 313/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,ΕφΑθ 2866/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ σχετ. ΕφΑθ 6264/2007 ΕλλΔνη 49, 561).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 14-01-2020  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ