ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3530 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 6902/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 3380/2017)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 6902/2017 και 3380/2017 αγωγή καταβολής αποζημίωσης από θαλάσσια ασφάλιση πλοίου, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εμπορικής Βιομηχανικής Εταιρείας με την επωνυμία …” και με διακριτικό τίτλο … Τ., εδρεύουσας … Σ. Θ., επί της οδού Ν.Β.6, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ … Θ., νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει της από 30-10-2017 ειδικής πληρεξουσιότητας διά του με ίδια ημερομηνία πρακτικού συνεδρίασης του Δ.Σ. της εταιρείας με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής των μελών του σε αυτήν από τον αρμόδιο υπάλληλο του ΚΕΠ Δήμου Δέλτα Κ. Τ., κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Δανιήλ του Δημητρίου (Α.Μ. Δ.Σ.Θ…), κατοίκου Θ., επί της οδού Σαπφούς, αριθ.3, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία …, εδρεύουσας στην …… επί της Λ. Σ., …., με ΑΦΜ …ης ΔΟΥ … ……. και ΓΕ.Μ.Η. … νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του υπ’ αριθ. … πράξης συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης εταιρείας, Ι. Κ. Α. Β., κατοίκου Π. Φ. Α., επί της Π., … και Γ. Β. Π. και της Κ., κατοίκου … επί της οδού Κ., …., που συντάχθηκε από τον συμβολαιογράφο Αθηνών Σωτήριο Ματσανιώτη του Γεωργίου, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την από 9-12-2016 απόφαση του Δ.Σ. που ελήφθη κατά την υπ’ αριθ.628 συνεδρίασή του, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αργύριου Κουτσούκου του Κωνσταντίνου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού Φίλωνος, αριθ.53, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ενάγουσα με την από 23-6-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 6902/2017 και 3380/2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 23-6-2017 και επιδόθηκε στις 5-7-2017 στην εναγομένη, στην αρμόδια για την παραλαβή δικογράφων υπάλληλό της Λ. Κ., λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 8-12-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 26-9-2017, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 3, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, η δε ως άνω εναγομένη εταιρεία που προκατέθεσε προτάσεις, ζητεί την απόρριψή της για τους λόγους που αναφέρει σε αυτές.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Ι. Όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφάλισης, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου (ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6), επισημαίνονται τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ.α΄ ΑΚ, που αποτελεί το γενικό κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, καταρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (ΟλΑΠ 46/1987 ΕΕΝ 1987.864, ΑΠ 276/1982 ΕΕΝ 1983.151, ΑΠ 1206/1982 ΝοΒ 1983.1168, ΕφΑθ 6272/1985 ΑρχΝ 37.114), ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους, ρητή δε είναι εκείνη που επιτρέπει άμεσα τη διαπίστωση της βουλήσεως των μερών. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ.α΄ ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού,για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν.1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ.2 περ.(ι) αυτού (Κανονισμού). Ειδικώς ως προς την εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.α΄ ΑΚ, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως ως προς την υποβολή μιας συμβάσεως στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας, η αυτονομία αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι δεν δύναται να επιλεγεί δίκαιο προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Δεν έχει σημασία, εάν ο σύνδεσμος, κρινόμενος αντικειμενικά, είναι πολύ ασθενέστερος από τους συνδέσμους που παρουσιάζει η σύμβαση με άλλα δίκαια, διότι αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητά του. Υπάρχει άλλωστε η τάση για τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση της έννοιας του συνδέσμου, ήτοι να διευρύνεται και ο κύκλος των δικαίων μεταξύ των οποίων δύναται να γίνει η επιλογή. Για την υποβολή μιας συμβάσεως στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας, θα πρέπει να λεχθεί ότι, όπως παρατηρείται ήδη σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών αλλά και των ασφαλίσεων, υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται και με την υποβολή των σπουδαιοτέρων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγενείας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της συμβάσεως. Στους προαναφερθέντες κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, όπου οι γενικώς χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων συντάσσονται σύμφωνα με τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο είναι εύλογη και φυσική (ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, Ε.Κρίσπη-Νικολετοπούλου-Ενοχαί εκ συμβάσεως κατά το ΙΔΔ, σελ. 65, 66επ., Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, στο άρθρο 25 και ιδίως εδαφ.24). Συνεπώς, ένας εσωτερικός σύνδεσμος μιας τέτοιας συμβάσεως με το Αγγλικό δίκαιο δεν δύναται να χαρακτηριστεί απαράδεκτος. Εξάλλου, οι όροι το ασφαλιστηρίου, γενικοί ή ειδικοί, έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί, έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς στη σύβαση ασφαλίσεως, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής (ΑΠ 1584/2011 ΕΝΔ 2012.45, ΕφΠειρ 480/2014 ΕλλΔνη 2015.470, ΕφΠειρ 11/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 619/2008 ΕΝΔ 2009.137, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165). Ειδικότερα, το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο κατά τη διεθνή συναλλακτική πρακτική επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ουσιώδους ή συνδέσμου με αυτές (ΕφΠειρ 1141/2004 ΕΝΔ 32.440, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΕφΔωδ 10257/1995 ΕΕμπΔ 47.361, ΕφΑθ 1545/1994 ΕΕμπΔ 46.262, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, ΠολΠρΠειρ 8277/1988 ΕΝΔ 19.13) περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλάσσιας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), καθώς και στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφ’ όσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Ρractice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους Άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, οι διατάξεις του οποίου (δικαίου), ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων και τους άλλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από τον νόμο (ΜονΠρΠειρ 5794/2004 ΤΝΠ Νόμος). Οι διατάξεις του Marine Insurance Act 1906 έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλάσσιων μέσων αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί, ωστόσο, διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφάλισης πλοίων, σκαφών και φορτίων, να διέπεται η ασφάλιση, εκτός από τις διατάξεις του ως άνω νόμου και από έντυπους κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης, εκπονημένους κατά κανόνα από τον συλλογικό φορέα των Άγγλων Ασφαλιστών, δηλαδή το Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) που εδρεύει στο Λονδίνο. Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται με βάση τις διατάξεις του ως άνω νόμου για τη ναυτική ασφάλιση, το κοινό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε έντυπους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και, κατά τη συμφωνία των μερών, ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών, η ασφάλιση σχεδόν κατά κανόνα παρέχεται με βάση τους όρους της Ρήτρας Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου με την κωδική ονομασία «Institute Yacht Clauses 1.11.1985». Στις περιπτώσεις ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών συνήθως χρησιμοποιείται ένα τυποποιημένο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο περιέχει τις ρήτρες περί Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής και περί Ασφάλισης Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1.11.85 και Institute Speed Boat Clauses 1.11.85). Οι ασφαλιστές μπορούν εντούτοις να χρησιμοποιούν δικά τους έντυπα ασφαλιστήρια ή να προσθέτουν ή να αφαιρούν όρους από το τυποποιημένο ασφαλιστήριο του Ινστιτούτου Ασφαλιστών. Ο Marine Insurance Act του 1906 έχει εφαρμογή στις ασφαλίσεις σκαφών αναψυχής κάθε τύπου. Προσαρμογή στις ανάγκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης γίνεται συνήθως με την προσθήκη ή απάλειψη όρων στα ασφαλιστήρια. Προϋπόθεση για την εφαρμογή του M.Ι.Α. 1906 επί συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης είναι ότι το ασφαλισμένο σκάφος εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους, προϋποτίθεται δηλαδή η ύπαρξη θαλάσσιου κινδύνου, προς αντιμετώπιση του οποίου συνομολογείται η ασφαλιστική κάλυψη. Κύριος σκοπός της σύμβασης ναυτικής ασφάλισης είναι η παροχή αποζημίωσης εκ μέρους του ασφαλιστή προς τον ασφαλισμένο για ζημίες που προήλθαν από θαλάσσιους κινδύνους, δηλαδή για απώλειες που είναι συμφυείς με τη θαλάσσια επιχείρηση, εναντίον των οποίων έχει γίνει η ασφάλιση, κατά τον τρόπο και την έκταση που έχει συμφωνηθεί. Το περιεχόμενο δε κάθε σύμβασης ασφάλισης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο και τα παραρτήματά του.
ΙΙ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906, που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής: 1) Η σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και κατά την έκταση, που συμφωνείται με αυτήν εναντίον ναυτικών-θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια και τη θαλάσσια επιχείρηση (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906). Οποιαδήποτε έννομη θαλάσσια περιπέτεια δύναται να αποτελέσει το αντικείμενο συμβολαίου θαλάσσιας ασφάλισης. Υπάρχει δε θαλάσσια περιπέτεια εφόσον κάποιο πλοίο, εμπορεύματα ή άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευση του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπο του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 §§ 1, 2 του Μ.Ι.Α. 1906). 3) Υπό τις διατάξεις του παρόντος νόμου, οποιαδήποτε νόμιμη θαλάσσια περιπέτεια δύναται να αποτελέσει το αντικείμενο σύμβασης ναυτικής ασφάλισης. Ειδικότερα, υφίσταται θαλάσσια περιπέτεια όταν…… γ. υφίσταται περίπτωση αστικής ευθύνης προς τρίτους εκ μέρους των ιδιοκτητών ή έτερου προσώπου ενδιαφερομένου ή υπεύθυνου για την ασφαλίσιμη περιουσία ένεκα θαλασσίων κινδύνων. Ως θαλάσσιοι κίνδυνοι νοούνται οι επακόλουθοι ή συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα κίνδυνοι, ήτοι οι κίνδυνοι της θάλασσας, της πυρκαγιάς, οι πολεμικοί κίνδυνοι, οι κίνδυνοι από πειρατές, ληστές, κλέπτες κλπ., ως και οποιοιδήποτε άλλοι κίνδυνοι παρόμοιου είδους ή προβλεπόμενοι στο ασφαλιστήριο. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευση του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπο του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 του Μ.Ι.Α. 1906). 4) Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 του Μ.Ι.Α. 1906). Το ασφαλιστήριο πρέπει να προσδιορίζει: α) το όνομα του ασφαλιζομένου ή κάποιου προσώπου, το οποίο πραγματοποιεί την ασφάλιση για λογαριασμό του, β) το αντικείμενο της ασφαλίσεως και τον καλυπτόμενο κίνδυνο, γ) το ταξίδι ή τη χρονική περίοδο ή και αμφότερα, αναλόγως της περιπτώσεως, που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο, δ) το ασφαλιζόμενο ή τα ασφαλιζόμενα ποσά και ε) το όνομα ή τα ονόματα των ασφαλιστών (τι πρέπει να προσδιορίζει το ασφαλιστήριο – άρθρο 23 του Μ.Ι.Α. 1906). 5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφόσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δόλιας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 §1 του Μ.Ι.Α. 1906). Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή, πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνα «causa proxima non remota spectator». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων: Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σελ.190-191). Πολλές φορές συμβαίνει συνδυασμός πολλών αιτίων να προκαλεί τη ζημία. Τούτο δεν έχει πρακτική αξία, εάν όλες αυτές οι αιτίες καλύπτονται από το ασφαλιστήριο. Εάν, όμως, μια από αυτές εξαιρείται από τον νόμο ή το ασφαλιστήριο, το ζήτημα παρουσιάζει δυσκολίες. Εάν οποιαδήποτε από τις συντρέχουσες αιτίες αρκεί μόνη για να προκαλέσει τη ζημία, τότε ο αποκλεισμός της μιας μη συμπλεκομένης με την άλλη δεν επιδρά στο βάσιμο της αξιώσεως κατά του ασφαλιστή. Όταν, όμως, και οι δύο αυτές σε συνδυασμό προξένησαν τη ζημία και η μια από αυτές αποκλείει την ευθύνη του ασφαλιστή, τότε δυσχεραίνεται η κρίση περί την αναζήτηση μεταξύ της κυριαρχούσας και αμέσου αιτίας (βλ. σχετ. Copley – Gibes, Ναυτικό Δίκαιο, σελ.303επ.), στην περίπτωση δε του συνδυασμού αιτίων η επιλογή της πραγματικής ή αποτελεσματικής αιτίας μέσα από ένα ολόκληρο σύμπλεγμα γεγονότων πρέπει να γίνεται με την εφαρμογή των κανόνων της κοινής λογικής και νοημοσύνης ενός κοινού ανθρώπου (βλ. σχετ. Arnould’s “Law of Maritime Insurance and Average”, Vol. II, 16th edition, 1981, σελ.761-763). To βάρος αποδείξεως ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος. Το ποσό, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια κάτω από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για την απώλεια – άρθρο 67 παρ.1 του Μ.Ι.Α. 1906) (ΕφΠειρ 1592/1989 ΕΝΔ 18.64, ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6, ΜονΠρΠειρ 4145/2004 αδημ.). 6) Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μια πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια (άρθρο 56 παρ.1 – 2 Μ.Ι.Α. 1906). Όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος υφίσταται πραγματική ολική απώλεια. Στην περίπτωση πραγματικής ολικής απώλειας δεν απαιτείται δήλωση εγκαταλείψεως (άρθρο 57 παρ.1 και 2 του Μ.Ι.Α.1906). Όταν το ενεχόμενο στην περιπέτεια πλοίο τυγχάνει αγνοούμενο και, μετά την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος, δεν ελήφθησαν νέα περί αυτού, συμπεραίνεται ολική απώλεια (άρθρο 58 του Μ.Ι.Α. 1906). Με την επιφύλαξη τυχόν όρων του ασφαλιστηρίου, υφίσταται τεκμαρτή ολική απώλεια όταν το ασφαλισμένο πράγμα ευλόγως εγκαταλείπεται εξαιτίας εμφανίσεως της πραγματικής ολικής απώλειάς του ως αναπόφευκτης ή διότι δεν μπορούσε να σωθεί από πραγματική ολική απώλεια άνευ δαπάνης, η οποία θα υπερέβαινε την αξία του κατά τον χρόνο που αυτή θα πραγματοποιείτο. Ειδικότερα, τεκμαρτή ολική απώλεια υφίσταται: i) όταν ο ασφαλισμένος στερείται την κατοχή του πλοίου ή των πραγμάτων από ασφαλισμένο κίνδυνο και: α) είναι απίθανο ότι δύναται να επανακτήσει το πλοίο ή τα πράγματα ή β) το κόστος επανακτήσεως πλοίου ή αγαθών θα υπερέβαινε την αξία τους κατά τον χρόνο επανακτήσεως ή ii) στην περίπτωση ζημίας σε πλοίο, όταν έχει υποστεί τέτοιες ζημίες από ασφαλισμένο κίνδυνο, που το κόστος αποκαταστάσεώς τους θα υπερέβαινε την αξία του πλοίου ως επισκευάσιμου (άρθρο 60 παρ.1 και 2 υποπαρ. α΄ του Μ.Ι.Α. 1906). Όπου υφίσταται τεκμαρτή ολική απώλεια ο ασφαλισμένος δύναται είτε να εκλάβει την απώλεια ως μερική απώλεια είτε να εκλάβει την απώλεια ως εάν αυτή είχε υπάρξει πραγματική ολική απώλεια (άρθρο 61 του Μ.Ι.Α. 1906). Το ποσόν, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή σε περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (άρθρο 67 παρ.1 του Μ.Ι.Α. 1906). 7) Με το άρθρο 69(1) Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι όταν το πλοίο έχει επισκευασθεί, ο ασφαλισμένος δικαιούται το εύλογο κόστος των επισκευών, μείον τις συνήθεις απαλλαγές, το οποίο όμως δεν θα υπερβαίνει το ασφαλιζόμενο ποσό για κάθε μία ασφαλιστική περίπτωση. Με την παράγραφο (3) του άρθρου 69 Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι, όταν το πλοίο δεν έχει επισκευασθεί και δεν έχει πωληθεί στην ανεπισκεύαστη κατάσταση του κατά τη διάρκεια της ασφάλισης, ο ασφαλισμένος δικαιούται να αποζημιωθεί για την εύλογη απομείωση της αξίας που προκύπτει από την ανεπισκεύαστη ζημία, η οποία όμως δεν θα υπερβαίνει το εύλογο κόστος της επισκευής τέτοιας ζημιάς κατά τον πιο πάνω υπολογισμό». Επίσης, με τον όρο 16.1 της Ρήτρας Θαλαμηγών Σκαφών (I.Y.C. 1/11/85), ρητά ορίζεται ότι το μέγεθος της αποζημίωσης για απαιτήσεις για ανεπισκεύαστη ζημία θα είναι η εύλογη απομείωση της αγοραίας αξίας του πλοίου κατά τον χρόνο λήξης της ασφαλιστικής περιόδου, η οποία προκύπτει από αυτή την ανεπισκεύαστη ζημία, που όμως δεν θα υπερβαίνει το εύλογο κόστος της επισκευής (ΕφΠειρ 62/2005 ΕΝΔ 2005.256, βλ. σχετ. για την εφαρμογή των IYC 1-11-1985 στις συμβάσεις θαλάσσιας ασφαλίσεως σκαφών αναψυχής και MARINE INSURANCE: LAW AND PRACTICE, F.D. ROSE, 2004, σελ. 427, για το μέτρο αποζημιώσεως στις ανεπισκεύαστες ζημίες, κατά το αγγλικό ασφαλιστικό δίκαιο). Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις του ΜΙΑ 1906 και της ως άνω Ρήτρας συνάγεται ότι σε περίπτωση καλυπτόμενων ζημιών, η νόμιμη υποχρέωση του ασφαλιστή είναι: α) Σε περίπτωση μερικής ζημιάς ήδη επισκευασμένης, να καταβάλει το εύλογο ποσό της δαπάνης που πραγματικά καταβλήθηκε και όχι ό,τι εικάζεται ότι θα καταβληθεί, ενώ δεν προβλέπεται δικαίωμα του ασφαλισμένου ούτε υποχρέωση του ασφαλιστή για προχρηματοδότηση του κόστους αποκατάστασης. β) Σε περίπτωση ανεπισκεύαστης ζημίας, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει ποσό ισούμενο με την απομείωση της αγοραίας αξίας του ασφαλισμένου πράγματος εξαιτίας της ανεπισκεύαστης ζημίας, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβεί το κόστος επισκευής. Από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους “Institute yachts clauses 1.11.1985” συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει καταρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σ’ αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Γενικά, ο ασφαλιστής είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε ζημιά που προκλήθηκε αμέσως από τον ασφαλισθέντα κίνδυνο τον οποίον καθορίζει το ασφαλιστήριο. Η γενική έκφραση “εναντίον κινδύνων θαλάσσης” δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης. Η κατηγορία αυτή περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.) όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς εκ του ταξιδιού ή εκ της ενεργείας ή αμέλειας του ασφαλισμένου ως άμεσου αιτίου (βλ. σχετ. Lord Chorley O.C. Giles, Ναυτικόν Δίκαιον, μετάφραση Ιασ.Κρεμεζή, Αθήνα 1978, σελ.302, ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, το Αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δεύτερη δε ομάδα κανόνων προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφάλισης και διακρίνονται ειδικότερα: 1) στους κανόνες των άρθρων 17 έως 21 του Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν στην αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως, που πρέπει να διέπει την ασφαλιστική σύμβαση και τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί από τη σύμβαση (“to avoid the contract”) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη, δηλαδή να αρνηθεί την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου και 2) στους κανόνες περί “WARRANTIES” των άρθρων 33επ.του Μ.Ι.Α., των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση και η απόδειξη της ως άνω παραβίασης βαρύνει τον ασφαλιστή (ΜονΠρΠειρ 4022/2004, ΜονΠρΠειρ 4672/2003 αδημ. στον νομικό Τύπο). Ειδικότερα, σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες. πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Όσον αφορά στην πρώτη ομάδα κανόνων, στο άρθρο 17 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι η ναυτική ασφάλιση βασίζεται επί της αρχής της υπέρτατης καλής πίστεως και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από οποιονδήποτε των συναλλασσομένων, η σύμβαση δύναται να ακυρωθεί από το άλλο μέρος. Η έννοια της «απόλυτης καλής πίστεως» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου και συγκεκριμένα έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή την λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλισμένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία (βλ. Γερ.Βλάχου «Η θαλάσσια ασφάλιση», σελ.36-37επ.). Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι: 1. Ο ασφαλιζόμενος οφείλει να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό (material circumstance) που είναι γνωστό στον ασφαλιζόμενο και ο ασφαλιζόμενος θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών που κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών, θα έπρεπε να του είναι γνωστά. Αν ο ασφαλιζόμενος παραλείψει να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2. Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώδες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο…. 4. Κατά πόσον ένα περιστατικό συγκεκριμένο, το οποίο δεν ανακοινώθηκε είναι ή όχι ουσιώδες, κρίνεται κατά περίσταση”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 20 του Μ.Ι.Α. 1906: 1.Οποιαδήποτε ουσιώδης απεικόνιση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγμάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν είναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2. Η απεικόνιση είναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανάληψη του κινδύνου, όπως π.χ. σε περίπτωση δήλωσης από τον ασφαλιζόμενο αξίας μεγαλύτερης από την πραγματική αναφορικά με θαλαμηγό σκάφος (βλ. σχετ. Slattery vs Mance (1962) 61 L1.Rep. 60, Piper vs Royal Excange Assurance (1932) 44 L1.Rep. 103, ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31, με σημείωση Αθ.Μαρκάκη, Arnould’s, Law οf Marine Insurance & Average, Vol. II, 16th ed. 1981, παρ.643). Η υποχρέωση του ασφαλιζόμενου συνεχίζεται και για κάθε μεταγενέστερη ανανέωση ήδη συναφθείσας ασφάλισης (βλ. σχετ. Pacific Queen Fisheries vs Symes U.S., U.S. Court of Appeal 1963, A.M.C. 1647, ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31). Τόσο δε η παράλειψη ανακοίνωσης (“non disclosure”) που αναφέρεται στο άρθρο 18 του ΜΙΑ 1906, όσο και η εσφαλμένη ή πεπλανημένη απεικόνιση (“misrepresentation”) του άρθρου 20 του ΜΙΑ 1906, οι οποίες αμφότερες είναι αρχές που απορρέουν και έχουν τις ρίζες τους στην απόλυτη καλή πίστη, έχουν ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεώς τους, ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτομένου μέρους και συγκεκριμένα του ασφαλιστή, ο οποίος δικαιούται να αποστεί του συμβολαίου (κατά λεκτική δε κυριολεξία να αποφύγει το ασφαλιστήριο – “to avoid the contract”) (ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31.372, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 1999.370, βλ. σχετ. Arnould’ s,Law of Marine Insurance and Average, ό.α., παρ.581, και Chalmer’ s, Marine Insurance Act 1906, ed.1976, σελ.26). Η αθέτηση όρων της σύμβασης ασφάλισης σχετικά με ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου δίνουν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποφύγει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή να τη θεωρήσει εξαρχής άκυρη. Και τούτο, διότι ο Μ.Ι.Α. 1906 με ρητή διάταξη (παράγραφος 17) καθόρισε ότι, η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι σύμβαση, η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη (“uberrima fides/utmost good faith”) και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος, η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί (“may be avoided”) από το άλλο μέρος (ΕφΠειρ 480/2014 αδημ. στον νομικό Τύπο). Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, από το γεγονός, δηλαδή ότι ο ασφαλιστής προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και τον χαρακτήρα του κινδύνου που αναλαμβάνει, για να κρίνει, αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση και υπό ποιες προϋποθέσεις, καθώς και σε ποιο ύψος καταβολής ασφαλίστρων και ασφαλιστικής αποζημίωσης, εκατέρωθεν. Εξάλλου, αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε, είναι ουσιώδες (ήτοι μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφαση του να αναλάβει τον κίνδυνο) ή όχι, είναι ζήτημα πραγματικό (άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906) (ΕφΠειρ 619/2008 ΕΝΔ 2009.137). Το βάρος απόδειξης βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη (ΑΠ 1651/2005 ΕΝΔ 2005.241, ΕφΠειρ 1141/2004 ΠειρΝομ 27.72, ΜονΠρΠειρ 5046/2012 ΕΝΔ 2012.289). Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι και για τον μετά την κατάρτιση της συμβάσεως χρόνο εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση του άρθρου 17 Μ.Ι.Α. του 1906 και διατηρείται έτσι ενεργό το καθήκον του ασφαλισμένου για μετασυμβατική (post contractual) επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστεως προς τον ασφαλιστή σε σχέση με κάθε ζήτημα, για το οποίο απαιτείται ο ασφαλισμένος να παρέχει πληροφορίες προς τον ασφαλιστή, ιδίως δε όπου υπάρχει περίπτωση επίτασης του κινδύνου. Έτσι, ο ασφαλισμένος υπόκειται στο καθήκον της υπέρτατης καλής πίστης και κατά τον χρόνο υποβολής στοιχείων της ζημιάς προς τον σκοπό υποβολής απαίτησης της αποζημιώσεως και για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η από τον ασφαλισμένο πλήρης και ολοκληρωμένη επίδειξη των εγγράφων του πλοίου, καθώς και άλλων ουσιωδών εγγράφων (βλ. Essential Law “Marine Insurance Legislation” by Robert Merkin, ed 2000, σελ.15 και 16). Β) ΄Οσον αφορά στη δεύτερη ομάδα κανόνων, οι όροι αυτοί ονομάζονται εγγυήσεις (warranties). Το άρθρο 33 του Marine Insurance Act 1906 δίδει τον ακόλουθο ορισμό για το τι σημαίνει «warranty»: «warranty», για τους σκοπούς των επομένων άρθρων που αναφέρονται ως «warranties», σημαίνει υποσχετική εγγύηση (promissory warranty), δηλ. εγγύηση, δια της οποίας ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει την ευθύνη ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα θα γίνει ή δεν θα γίνει, ή ότι κάποιος όρος θα πληρωθεί ή δια του οποίου ο ασφαλισμένος καταφάσκει ή αρνείται την ύπαρξη μιας ορισμένης καταστάσεως πραγμάτων. «Warranty» μπορεί να έχει συμφωνηθεί ρητώς ως «συμφωνηθείσα εγγύηση» (express warranty) ή να εξυπακούεται (implied warranty) και υπό την έννοια του άρθρου 33 επ. Μ.Ι.Α. του 1906, αποτελεί ουσιώδη όρο της ασφαλιστικής συμβάσεως, προς το περιεχόμενο του οποίου απαιτείται πάντοτε ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση. Η μη συμμόρφωση ελευθερώνει τον ασφαλιστή από κάθε ευθύνη εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως. Στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που διέπει και τις συμβάσεις θαλάσσιας ασφάλισης, είναι δυνατή η ενσωμάτωση στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο δηλώσεων – εγγυήσεων του ασφαλισμένου, οι οποίες αφορούν το αντικείμενο της ασφάλισης, οπότε αυτές καθίστανται περιεχόμενο του συμβολαίου, χαρακτηριζόμενες, μάλιστα, και ως πρόσθετοι όροι. Στην πρακτική, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο τέτοιοι όροι ενσωματώνονται, με τον τύπο των ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου, μεταξύ των οποίων και οι καλούμενες “Institute Yacht Clauses”. Τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να προσδίδουν ιδιαίτερη έμφαση και σπουδαιότητα σε ορισμένες δηλώσεις – εγγυήσεις, έτσι ώστε να ανάγουν αυτές σε ουσιώδεις όρους της ασφαλιστικής σύμβασης και, μάλιστα, κατά τρόπο, που η παράβαση κάποιας από αυτές να επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης αυτής και, συνακόλουθα, απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του έναντι του ασφαλισμένου. Οι ουσιώδεις αυτοί όροι (warranties) μπορεί να έχουν αποτελέσει αντικείμενο δικαιοπρακτικής ρύθμισης, οπότε είναι ρητοί (express warranties) ή, απλά, να εξυπακούονται (implied warranties). Αποτελούν υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή για την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων είτε σε σχέση με την κατάσταση του πλοίου είτε σε σχέση με τις συνθήκες ελλιμενισμού ή παροπλισμού αυτού. Ο όρος «warranty», διατηρεί στο ασφαλιστικό δίκαιο έννοια διαφορετική από εκείνη που επικράτησε στο γενικό δίκαιο των συμβάσεων. Στο ασφαλιστικό δίκαιο και στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφαλίσεως ειδικότερα «warranty» σημαίνει «condition». Αποτελεί ακριβέστερα ιδιαίτερο είδος «condition» που απαντά στις ασφαλιστικές συμβάσεις και του οποίου η παράβαση παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί τη δέσμευση εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως (ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας (ad hoc ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, βλ. και Arnould’s «Law of Marine Insurance and Average» 16th ed. 1981 παρ. 683, Colinvaux «The law of insurance» 3rd ed. , παρ. 181). Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως (ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165), το βάρος δε της αποδείξεως φέρει ο ασφαλιστής (ΠολΠρΠειρ 5462/1999, ό.π.). Τέτοιοι επιτρεπόμενοι ουσιώδεις όροι (warranties) είναι και: α) ο όρος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος υποχρεούται να φροντίζει να κυβερνάται το πλοίο πάντοτε από διπλωματούχο ιστιοπλόο και β) ο όρος κατά τον οποίο ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της ευθύνης αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης είναι αποτέλεσμα της ελλείψεως επαρκούς επιμέλειας από μέρους του ασφαλισμένου-πλοιοκτήτη σχετικά με την αποτροπή της (ρήτρα 16 των “INSTITUTE YACHT CLAUSES”). Kαι στις δύο περιπτώσεις παράβαση των όρων αυτών από τον ασφαλισμένο συνεπάγεται ακυρότητα της συμβάσεως και απαλλαγή του ασφαλιστή από τις έναντι του ασφαλισμένου υποχρεώσεις του, ενώ επιπλέον στην πρώτη περίπτωση παρέχεται στον ασφαλιστή και δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ασφαλίσεως (βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Φ.Χριστοδούλου και Χρ.Στυλιανέα “Αι δηλώσεις-εγγυήσεις (warranties) εις την ναυτικήν ασφάλισιν”,ΕΝΔ4.55, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 1991.6). Η κύρωση από τη μη συμμόρφωση, κατά τα παραπάνω, δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση καθεαυτή συνετέλεσε με οποιοδήποτε τρόπο, στην επέλευση της ζημίας ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση άρθηκε, ενδεχόμενα, πριν από κάθε ζημία. Μόνη, δε, η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παράβασης του όρου. Την παράβαση αυτή πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο ασφαλιστής (βλ. σχετ. Arnould’ s, Law of Marine Insurance and Average, Volume II, 16th ed., 1981, σελ.579επ., Φ.Χριστοδούλου, Γνωμοδότηση σε ΕΕμπΔ 1998, σελ.154επ., Χρ.Στυλιανέα, Αι δηλώσεις-εγγυήσεις – warranties εις την ναυτικήν ασφάλισιν, ΕΝΔ 4.55, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Έτσι, απαιτείται ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση (Υπόθεση Overseas Commodities vs Style (1958) Lloyd’ s Rep. 546). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ.1 του Μ.Ι.Α. 1906, η μη συμμόρφωση σε μία εγγύηση επιτρέπεται, όταν, εξαιτίας αλλαγής των περιστάσεων, η εγγύηση παύει να ισχύει, υπό τους όρους της σύμβασης ή όταν η συμμόρφωση με την εγγύηση είναι παράνομη, εξαιτίας ισχύος μετέπειτα νόμου, ενώ, με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από τα δικαιώματα, που του χορηγεί η παράβαση μιας εγγύησης. Η ερμηνεία τέτοιων, όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με όσα κρατούν στη Μ.Βρετανία και τους κανόνες (ερμηνευτικούς), που ισχύουν εκεί (ΑΠ 87/1993 ΝοΒ 42.1142). Σε περίπτωση ύπαρξης αβεβαιότητας ή ασάφειας ως προς το νόημα ή το σκοπό όρου σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που εκπονήθηκε για να εξαιρεί ή να περιορίζει την ευθύνη του ασφαλιστή, (η οποία, χωρίς τον αμφισβητούμενο όρο, θα γεννιόταν κάτω από τους όρους του ασφαλιστηρίου), η προσέγγιση της αληθούς έννοιας του όρου, παραδεκτά, γίνεται με την εφαρμογή του κανόνα “contra proferentum”, ήτοι, σε περίπτωση αμφιβολίας, η διατύπωση στο συμβόλαιο πρέπει να ερμηνεύεται εναντίον του μέρους εκείνου, το οποίο επιδιώκει να επιστηριχθεί σε αυτήν, προκειμένου να μειώσει ή να αποκλείσει τη βασική υποχρέωσή του (βλ. σχετ. ΕφΛονδίνου, υπόθεση “Zeus Tradition Marine Ltd vs Bell” (The “Zeus”), Τόμος Β των Lloyd’ s Law Reports 2000, σελ.587). Οι δηλώσεις – εγγυήσεις (“warranties”) διαφέρουν ουσιωδώς από τα καλούμενα καθήκοντα του ασφαλισμένου (“duties of assured”), με τα οποία νοούνται οι υποχρεώσεις, που φέρει, χρονικά, μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και προβλέπονται είτε στον νόμο είτε στο ασφαλιστήριο, αποσκοπούν, δε, στον περιορισμό της ζημίας και στην προστασία των δικαιωμάτων των ασφαλιστή και ασφαλισμένου κατά τρίτων προσώπων, που ευθύνονται για τη ζημία. Κύριο διακριτικό γνώρισμα της δήλωσης – εγγύησης από το καθήκον του ασφαλισμένου είναι η υποχρέωση του ασφαλισμένου να παραλείπει, καθόλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης, όλες εκείνες τις ενέργειες, που μπορεί να συμβάλουν, άμεσα ή έμμεσα, στην επέλευση του κινδύνου και αντίκεινται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη (ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 1991.6, ΜονΠρΠειρ 5415/2003 ΕΕμπΔ 2004.340).
IV. Τέλος, επισημαίνεται ότι συμβόλαιο θαλάσσιας ασφάλισης θεωρείται συνομολογηθέν όταν η πρόταση του ασφαλιζόμενου έγινε αποδεκτή από τον ασφαλιστή, είτε το ασφαλιστήριο εκδόθηκε τη στιγμή εκείνη είτε όχι. Η κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης πλοίων αναψυχής δεν διαφέρει κυρίως από τις λοιπές συμβάσεις ασφάλισης άλλων πλοίων. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, όμως, η σύμβαση ασφάλισης πλοίου αναψυχής καταρτίζεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (time policy) και όχι για ένα συγκεκριμένο πλου, όπως συμβαίνει συνήθως με τις ασφαλίσεις εμπορικών πλοίων. Οι όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, γενικοί ή ειδικοί, έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί, έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς με τη σύμβαση ασφάλισης, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής (ΑΠ 1650/2001 ΕλλΔνη 2002.1039, ΕφΠειρ 618/2005 ΕΝΔ 2005.250, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 2003.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 2001.165). Ακόμη, οι όροι που περιέχονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, για την κατάρτιση του οποίου ο απαιτούμενος κατά νόμο τύπος δεν είναι συστατικός αλλά αποδεικτικός, είναι δεσμευτικοί ειδικότερα για τον ασφαλισμένο και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπέγραψε μεν αυτός τούτο, στηρίζοντας, όμως, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ίδιες αξιώσεις το επικαλείται, διότι η επίκληση του ασφαλιστήριου συμβολαίου, σημαίνει αποδοχή των όρων του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ο ίδιος επικαλείται σαφώς και περαιτέρω πράξεις συνιστώσες αποδοχή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου π.χ. παραλαβή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου από αυτόν, καταβολή των ασφαλίστρων κλπ. (ΑΠ 1650/2001 ό.π., ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 2003.377, ΕφΑθ 10257/1995 ΕΕμπΔ ΜΖ/341, ΕφΠειρ 39/1996, ΕφΠειρ 1222/1997 Νομ.Ναυτ.Τμ.ΕφΠειρ 1996-1997, σελ.55επ. και 66επ., αντιστοίχως, ΕφΑθ 8383/1992 ΕΕμπΔ 1993.438, βλ. σχετ. Ρόκα, Ιδ.Ασφ.Δικ, εκδ.1974, παρ.21, σελ.71).
Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι είναι κυρία του περιγραφόμενου ταχύπλοου σκάφους αναψυχής με το όνομα «… I», μάρκας …, με μία κύρια μηχανή τύπου MERCRUISER, έτους κατασκευής 2007, εγγεγραμμένο στα βιβλία μικρών σκαφών του Κεντρικού Λιμεναρχείου Θεσσαλονίκης με Τ.Θ…. ιδιωτικής χρήσης, το οποίο είναι ασφαλισμένο στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου κλάδου σκαφών αναψυχής, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στη Θεσσαλονίκη, για το αρχικό χρονικό διάστημα από 11-5-2007 έως και 11-5-2008, το οποίο εν συνεχεία ανανεώθηκε με τους ίδιους όρους, ίδια ασφαλιζόμενα ποσά, ίδιες συμφωνίες και για τους ιδίους κινδύνους, διαδοχικά για το χρονικό διάστημα από 11-5-2008 έως και 11-5-2009 και εν συνεχεία για το χρονικό διάστημα από 11-5-2009 έως και 11-5-2010, για αστική ευθύνη και ίδιες ζημίες καθώς και για ζημίες που ενδέχεται να υποστεί το σκάφος από μερική ή ολική καταστροφή ή απώλειά του, με βάση το οποίο, μεταξύ άλλων, η εναγομένη είχε την υποχρέωση να της καταβάλει το ποσό, που θα χρειαζόταν να δαπανήσει για την αποκατάσταση ενδεχομένων ζημιών, που θα υφίστατο το ασφαλισμένο σκάφος της στην περίπτωση μερικής ή ολικής καταστροφής ή απώλειάς του μέχρι του ποσού των 528.246,52 ευρώ. Ότι στις υποχρεώσεις της ασφαλισμένης για το σκάφος συμφωνήθηκε η παρουσία πληρώματος ενός προσώπου κατά τον πλου και με ανώτατο όριο επιβατών τα έξι πρόσωπα πλην του πληρώματος και με γεωγραφικά όρια πλεύσης έως 10 ναυτικά μίλια από την ακτή εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Ότι κατά την ανανέωση της αρχικής σύμβασης για το δεύτερο έτος συνήφθησαν μεταξύ τους διαδοχικά η υπ’ αριθ. 14684 πρόσθετη πράξη επί του αρχικού ασφαλιστηρίου και η υπ’ αριθ. 18919 πρόσθετη πράξη επί του αρχικού ασφαλιστηρίου. Ότι το απόγευμα της 11ης-10- 2009 με κυβερνήτη τον Χ. Π., διπλωματούχο για την πλοήγηση ταχύπλοων σκαφών και επιβάτη τον Χ. Μ. κατευθύνθηκαν με το εν λόγω σκάφος από Σάνη του Νομού Χαλκιδικής προς Τορωναίο μέσω της τεχνητής διώρυγας της Ποτίδαιας Χαλκιδικής, για να ψαρέψουν, λόγω όμως της αιφνίδιας και απρόβλεπτης χειροτέρευσης των καιρικών συνθηκών και της ανάπτυξης ανέμων 5-6 μποφόρ, ήταν αδύνατη η επιστροφή του στη Σάνη, τόπο του αρχικού ελλιμενισμού του, με αποτέλεσμα να καταπλεύσουν στις Καλύβες Πολυγύρου Χαλκιδικής και να δέσουν το σκάφος σε υποδειχθέν από επαγγελματία ψαρά κατάλληλο ρεμέντζο (αγκυροβόλιο), από το οποίο λόγω επιδείνωσης του καιρού και για λόγους προσωπικής ασφάλειας βγήκαν στην ακτή, κολυμπώντας και ανέμεναν εκεί τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών, ώστε να επιστρέψουν στη Σάνη Χαλκιδικής και να ελλιμενίσουν εκ νέου το σκάφος. Πλην όμως, την επομένη, δηλαδή τη 12η-10-2009, δεν κατέστη δυνατό να ανασύρουν το σκάφος λόγω της εξακολούθησης των δυσμενών καιρικών συνθηκών και παρέμειναν δίπλα στην ακτή, περιμένοντας τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες για την ανέλκυση του σκάφους στην ακτή. Ότι το πρωί της 13ης-10-2009 παρουσιάστηκε ραγδαία επιδείνωση του καιρού και αναγκάστηκαν να ανεβούν στο σκάφος, για την απομάκρυνση των υδάτων που εισήλθαν στο εσωτερικό του και να κάνουν τις κατάλληλες κινήσεις για την αποτροπή κάθε πιθανής ζημίας ή καταστροφής, πλην όμως, αυτό δεν κατέστη δυνατό εξαιτίας των εξαιρετικά δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή, οι οποίες οδήγησαν τη 13η-10-2009 στην εκ νέου εισροή υδάτων στο σκάφος και την ημιβύθισή του, καθώς προσάραξε στην αμμουδιά, με βυθισμένη την πρύμνη και γεμάτο νερό και άμμο στο εσωτερικό του και έτσι το τράβηξαν στην αμμουδιά, επειδή ήταν αδύνατο να το τραβήξουν με τρέιλερ στη στεριά. Ότι στις 14-10-2009, όταν βελτιώθηκαν οι καιρικές συνθήκες μετέφεραν το σκάφος σε συνεργείο επισκευής σκαφών στην περιοχή του Ρυσίου Μουδανίων. Ότι εξαιτίας της εισροής θαλασσινών υδάτων στο σκάφος, της καταστροφής τμημάτων του σκάφους και της οξείδωσης που έχουν υποστεί λειτουργικά μέρη του κινητήρα τύπου MERCRUISER 4,3 It, το σκάφος υπέστη σημαντικές ζημίες και δη σκούριασαν τα κύλινδρα του κινητήρα, τα πιστόνια και τα ελατήρια, κόλλησε ο στρόφαλος, σκούριασαν η κυλινδροκεφαλή, οι βαλβίδες και το καρμπυλατέρ, έσπασε το κάτω άκρο του ποδαρικού, σκούριασε ο κεντρικός άξονας μετάδοσης της κίνησης στο ποδαρικό και καταστράφηκαν τα ακόλουθα ηλεκτρικά εξαρτήματα, ήτοι σεντίνα νερού, blower εισαγωγής αέρα, κόρνα, πλοϊκά φώτα, αυτόματο φλοτέρ σεντίνας, δείκτης βενζίνης και φώτα εσωτερικού χώρου. Ότι γνωστοποίησαν άμεσα το ως άνω συμβάν και την καταστροφή του ασφαλισμένου σκάφους στην εναγομένη με την από 14-10-2009 δήλωση ζημίας και κατόπιν αίτησης το πραγματογνώμονα επανέλαβαν την ίδια γνωστοποίηση με την από 6-5-2010 δήλωση ζημίας της εταιρείας, πλην όμως η εναγομένη αρνήθηκε και εξακολουθεί να αρνείται μέχρι σήμερα να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της καταβάλλοντας το ασφάλισμα επί της ασφαλίσεως του σκάφους κατά των ζημιών. Ότι ο πραγματογνώμονας της εναγομένης έλαβε ειδοποίηση από αυτήν στις 4-11-2009 και η καθυστέρησή τους συνεχίστηκε παρά τις συχνές τηλεφωνικές κλήσεις και το από 12-9-2011 εξώδικο της ενάγουσαyς προς την εναγομένη –το οποίο της επιδόθηκε στις 20-10-2011- και τις επισημάνσεις της ότι το σκάφος της κινδυνεύει να υποστεί ανεπανόρθωτες ζημίες. Ότι συνεπεία της καθυστέρησης επιτάθηκε η οξείδωση στα λειτουργικά μέρη κινητήρα του σκάφους και ότι αν και η ενάγουσα το μετέφερε προς επισκευή σε κατάλληλο συνεργείο, δεν είχε το δικαίωμα να επέμβει πριν ελεγχθεί από πραγματογνώμονα της εναγομένης, ειδάλλως δεν θα είχε δικαίωμα αποζημίωσης. Ότι η εναγομένη παρά τη μη καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης εκ μέρους της, ζήτησε και εισέπραξε από την ενάγουσα αυξημένα ασφάλιστρα σε σχέση με αυτά που εισέπραξε με βάση το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα του επιδίκου συμβάντος, γεγονός που αποδεικνύει ότι η εναγομένη αναγνώρισε την ασφαλιστική ευθύνη της για αποζημίωση ή θεώρησε ότι θα καταβάλει ασφαλιστική αποζημίωση για το συγκεκριμένο συμβάν και για τον λόγο αυτόν αύξησε τα ασφάλιστρα. Ότι η ενάγουσα άσκησε την υπ’ αριθ. καταθέσεως 4260/31-5-2013 αγωγή της κατά της εναγομένης με αίτημα την καταβολή του ασφαλίσματος για την ανωτέρω αιτία, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3108/31-7-2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), βάσει της οποίας απορρίφθηκε η αγωγή της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της, κρίνοντας εσφαλμένα ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην προκείμενη περίπτωση είναι το αγγλικό και όχι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η δε απόφαση αυτή δεν είχε καταστεί τελεσίδικη κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης δεύτερης αγωγής της με το ίδιο περιεχόμενο και αίτημα κατά της ιδίας εναγομένης. Ότι το εφαρμοστέο δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη για τις προκύπτουσες διαφορές μεταξύ τους από την επίδικη έννομη σχέση είναι το αγγλικό, αλλά βάσει των δεδομένων της επίδικης έννομης σχέσης αρμόδιος κανόνας σύνδεσης για την υπόδειξη του εφαρμοστέου δικαίου στην προκείμενη περίπτωση καθίσταται το άρθρο 25 ΑΚ, αφού η Σύμβαση της Ρώμης του 1980 ρητώς εξαιρεί από το ρυθμιστικό της πεδίο τις συμβάσεις ασφαλίσεως για τις περιπτώσεις κινδύνων εντοπιζόμενων εντός του εδάφους των κρατών μελών της Ε.Ε. και δεδομένου ότι η επίδικη σύμβασης ασφάλισης συνήφθη στις 26-6-2007, ήτοι πριν την έναρξη εφαρμογής του Κανονισμού «Ρώμη Ι», ο δε ασφαλιστέος κίνδυνος εντοπίζεται στην Ελλάδα. Ότι το αγγλικό δίκαιο δεν συνδέεται με την κρινόμενη έννομη σχέση καθώς ουδέν στοιχείο, υποκειμενικό, χωρικό ή εκ της δικαιοπραξίας προβλεπόμενο ως προς τις ουσιαστικές ρυθμίσεις της (τόπος υπογραφής σύμβασης, ασφαλιστική κάλυψη, εκπλήρωση παροχής ή αντιπαροχής κλπ.) συνδέεται με το αγγλικό δίκαιο, οπότε η επιλογή του αγγλικού δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη και διαδίκους τυγχάνει αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ και ο δικάζων δικαστής οφείλει να ανεύρει το εφαρμοστέο δίκαιο προσφεύγοντας στον σύνδεσμο του ιδίου κανόνα σύνδεσης, σαν να μην είχε γίνει η επιλογή του. Ότι εν προκειμένω αρμόζον εξ όλων των συνθηκών εφαρμοστέο δίκαιο υποδεικνύεται το ελληνικό, αφού τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα, ο τόπος σύναψης της σύμβασης εντοπίζεται στον Δήμο Καλλιθέας και ήδη Ωραιόκαστρου στην περιοχή της Σίνδου Νομού Θεσσαλονίκης και ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος ευρίσκεται εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων. ¨Ότι διαπιστώνεται η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, λόγω πρόκλησης ζημιών του σκάφους, η πλήρης και προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας ασφαλιζόμενης εταιρείας με την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης ζημιών ενώπιον της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και με εκπλήρωση των προαναφερόμενων όρων περί πληρώματος και επιβατών στο εν λόγω σκάφος κατά τον πλου. Ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει πλήρες το ασφάλισμα για την αποκατάσταση των ζημιών του σκάφους που προήλθαν από την ανωτέρω αιτία λόγω της ημιβύθισής του και συγκεκριμένα. α) για την αντικατάσταση διά αγοράς νέου κινητήρα MERCRUISER 4.3 LMPΙ, το ποσό των 14.641 ευρώ, β) για μεταφορά του σκάφους στο συνεργείο επισκευής, το ποσό των 600 ευρώ, γ) για τεχνικές εργασίες, το συνολικό ποσό των 4.850 ευρώ, ήτοι για εξαγωγή κινητήρα και ποδαρικού και για τοποθέτηση το ποσό των 1500 ευρώ, για το γερανό, τα ηλεκτρολογικά (σεντίνα, blower, κόρνα, πλοηγά φώτα, αυτόματο φλοτέρ σεντίνας, δείκτη βενζίνας, φώτα εσωτερικού χώρου, radio cd), αγορά οργάνων και τεχνικά, το ποσό των 1500 ευρώ, για αγορά και τοποθέτηση σπασμένου παρμπρίζ, το ποσό των 850 ευρώ και για εξαγωγή, καθαρισμό και αντικατάσταση σωληνώσεων του ντεπόζιτου βενζίνας από τη γάστρα του σκάφους το ποσό των 1000 ευρώ, για αγορά δύο μπαταριών τύπου 12 volt και 100 amb έκαστη και ηλεκτρολογικών υλικών που απαιτούνται για την εκκίνηση της μηχανής του σκάφους το ποσό των 850 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 20.941 ευρώ. Ότι η επισκευή του σκάφους δεν έχει εισέτι πραγματοποιηθεί λόγω οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει η ενάγουσα εταιρεία και μέχρι σήμερα ευρίσκεται αποθηκευμένο και προφυλαγμένο προσηκόντως σε κατάλληλο χώρο στο εργοστάσιο της εταιρείας στη βιομηχανική περιοχή Σίνδου. Ότι επικουρικώς, σε περίπτωση που κριθεί εφαρμοστέο εν προκειμένω το αγγλικό δίκαιο, λόγω της συμβατικής επιλογής του από τα μέρη, το δικαίωμα στην αποκατάσταση των ασφαλιστέων ζημιών ερείδεται στις διατάξεις του άρθρου 69 της ΜΙΑ 1906 του αγγλικού δικαίου, βάσει του οποίου προβλέπεται η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας, η οποία σε περίπτωση που δεν έχουν πραγματοποιηθεί οι επισκευές του σκάφους υπολογίζεται στο ύψος της μείωσης της αγοραστικής αξίας του με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβαίνει το σύνολο της απαιτούμενης δαπάνης. Ότι εν προκειμένω η μείωση της αγοραστικής αξίας του σκάφους ανέρχεται στο ποσό των 15.491 ευρώ, που ισούται με την αξία των εξαρτημάτων που χρήζουν αντικατάστασης, του κινητήρα και των μπαταριών του σκάφους. Ότι παρόλο που έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος και συνεπώς, η εναγομένη υποχρεούται με βάση την ως άνω ασφαλιστική σύμβαση να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.941,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., άλλως και επικουρικώς το συνολικό ποσό των 15.491 ευρώ, εκείνη αρνείται να της καταβάλει τη σχετική αποζημίωση, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Με βάση αυτό το ιστορικό της αγωγής, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως ασφαλιστική αποζημίωση το συνολικό ποσό των 20.941,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, άλλως και επικουρικώς το συνολικό ποσό των 15.491 ευρώ, για την επίδικη ως άνω αιτία, νομιμοτόκως από την 1-7-2013, ημερομηνία κοινοποίησης της υπ’ αριθ. καταθέσεως 4260/31-5-2013 αγωγής της που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3108/2015 απόφασή του που την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεώς της, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη εταιρεία στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη.
Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 12 §1, 14§2, 25 §2, 33, 42-44 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄- 2, 3 Α και Β περ.θ’ και 4 του Ν.2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 215επ. ΚΠολΔ) και επιδόθηκε στις 5-7-2017 στην εναγομένη εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 23-6-2017, στην αρμόδια για την παραλαβή δικογράφων υπάλληλό της Λ. Κ., λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Χ. Π., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. … παράβολο του Δημοσίου, υπ’ αριθ. … παραστατικό της ΕΤΕ και υπ’ αριθ. … γραμμάτιο είσπραξης της ΕΤΕ). Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφαλίσεως, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου (ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6), πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, προκύπτει ότι με σχετική ρήτρα αυτού, έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους ότι εφαρμοστέο στην ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι το Αγγλικό Δίκαιο και η Αγγλική Πρακτική και Νομολογία (βλ. σελ.2 του ασφαλιστηρίου). Επομένως, ενόψει του ότι αμφότεροι οι διάδικοι συνομολογούν την κατάρτιση του εν λόγω ασφαλιστηρίου, εφαρμοστέο τυγχάνει, στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με την ύπαρξη και εγκυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης και των όρων της (άρθρο 25 εδ.α΄ ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ) και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, ήτοι το ουσιαστικό Αγγλικό Δίκαιο, το οποίο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906), σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την Ασφάλεια Ταχυπλόων της 1.11.1985, τις Ρήτρες Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, τους Γενικούς Όρους Ασφάλισης Σκαφών της εναγομένης, οι οποίοι, με ρητή πρόβλεψη που διαλαμβάνεται στη σελ.2 του ασφαλιστηρίου, εφαρμόζονται στην ένδικη σύμβαση (ΠολΠρΠειρ 3522/2014 αδημ., ΜονΠρΠειρ 4145/2004 αδημ. στον νομικό Τύπο). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στον νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από τον νόμο. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι το Αγγλικό Δίκαιο της ναυτικής ασφαλίσεως περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό Νόμο περί Θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως του 1906 «Marine Insurance Act 1906» οι διατάξεις του οποίου, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων (Case Law) και τους Άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του Δικαίου (Authorities) ισχύουν μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του «Μ.Ι.Α. 1906» έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφαλίσεως πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής, ως εν προκειμένω. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφαλίσεως πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου και υπό εντύπων κωδικοποιημένων όρων ασφαλίσεως εκπονημένων κατά κανόνα υπό του συλλογικού φορέως των Άγγλων Ασφαλιστών, εδρεύοντος στο Λονδίνο υπό την επωνυμία Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute of London Underwriters). Σχετικά με το εφαρμοζόμενο στην ένδικη περίπτωση δίκαιο, επισημαίνεται ότι συνομολογήθηκε από τα διάδικα μέρη η ρητή υπαγωγή, κατά σαφή συμβατική πρόβλεψη (άρθρο 25 εδ.α΄ AK, σε συνδυασμό με το άρθρο 361 AK, δεδομένου ότι επί συμβάσεων ασφαλίσεως δεν εφαρμόζεται η Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν.1792/1988 – ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΠολΠρΑθ 1039/1993 ΕΕμπΔ 1994.76), της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης στις ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, και δη σ’ αυτές που προσήκουν στη θαλάσσια (ναυτική) ασφάλιση και, πλέον συγκεκριμένα, των επισυναπτομένων στο ασφαλιστήριο Ρητρών Θαλαμηγών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, των Ρητρών Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, των Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση μεταφοράς σκάφους αναψυχής της 1.2.1980, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ενδίκου ασφαλιστηρίου. Στις περιπτώσεις ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών συνήθως χρησιμοποιείται ένα τυποποιημένο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο περιέχει τις ρήτρες περί Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής και περί Ασφάλισης Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1.11.85 και Institute Speed Boat Clauses 1.11.85). Οι ασφαλιστές μπορούν εντούτοις να χρησιμοποιούν δικά τους έντυπα ασφαλιστήρια ή να προσθέτουν ή να αφαιρούν όρους από το τυποποιημένο ασφαλιστήριο του Ινστιτούτου Ασφαλιστών. Ο Marine Insurance Act του 1906 έχει εφαρμογή στις ασφαλίσεις σκαφών αναψυχής κάθε τύπου. Προσαρμογή στις ανάγκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης γίνεται συνήθως με την προσθήκη ή απάλειψη όρων στα ασφαλιστήρια. Το περιεχόμενο δε κάθε σύμβασης ασφάλισης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο και τα παραρτήματα του. Συνεπώς, σύμφωνα με το ουσιαστικό Αγγλικό Δίκαιο θα κριθεί η επίδικη διαφορά και δη τόσο η νομική βάση της αγωγής, όσο και των ενστάσεων αντίστοιχα που προβάλλει η εναγομένη (ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610). Το εν λόγω δίκαιο (το οποίο κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξαρτήτως μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές (ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.255, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΕφΔωδ 10257/1995 ΕΕμπΔ 46.262, ΕφΑθ 1545/1994 ΕΕμπΔ 46.262, ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610, ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΕφΠειρ 624/1997 ΕΝΔ 25.392, ΕφΠειρ 1592/1989 ΕΝΔ 18.64, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, ΠολΠρΑθ 8277/1988 ΕΝΔ 19.13, ΜονΠρΠειρ 5794/2005 ΕΝΔ 2006.30), περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο “περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906”, γνωστό με την ονομασία “Marine Insurance Act 1906” (Μ.I.A. 1906), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου, και στην αγγλική πρακτική (English Practice), σε συνδυασμό μεταξύ άλλων και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την Ασφάλεια Ταχυπλόων της 1-11-1985 και για την Ασφάλεια Σκαφών Αναψυχής της 1-2-1980, τις Ρήτρες Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985, τους Γενικούς Όρους Ασφάλισης Σκαφών, που ερμηνεύονται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις ανωτέρω ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses 1.11.1985” και με ρητή πρόβλεψη που διαλαμβάνεται στη σελ.2 του ασφαλιστηρίου εφαρμόζονται στην ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης (βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου το νομικό σύγγραμμα “Templeman on marine insurance, its Principles and Practice”, 6th ed, σελ.190-191, ΑΠ 1650/2001 ΕλλΔνη 43.1039, ΕφΠειρ 566/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 618/2005 ΕΝΔ 2005.250, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠολΠρΠειρ 3522/2014 αδημ. στον νομικό Τύπο). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στον νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από τον νόμο. Περαιτέρω, ενόψει του ότι προσκομίζεται από τους διαδίκους προαποδεικτικώς κατά τις κρίσιμες διατάξεις του (σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική (άρθρο 53 Ν.Δ. 3026/1954), αλλά αναζήτησε και με δικές του ενέργειες το παρόν Δικαστήριο, το περιεχόμενο των διατάξεων και των κανόνων του ως άνω εφαρμοζόμενου αλλοδαπού δικαίου, οι οποίοι έχουν εφαρμογή στην επίδικη διαφορά και θεμελιώνουν τους εκατέρωθεν προβαλλόμενους ισχυρισμούς τους, σε σχέση με το ένδικο ασφαλιστήριο, αλλά και ως προς τα επίδικα ζητήματα, που αφορούν την ερμηνεία των Ρητρών του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου, δεν απαιτείται να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως όπως το περιεχόμενο του αναφέρεται στην προηγηθείσα νομική σκέψη (ΕφΠειρ 85/2001 Ναυτική Δικαιοσύνη 2002.55, ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610, ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, ΠολΠρΠειρ 4645/1998, ΠολΠρΠειρ 2559/1998 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΠολΠρΘεσ 674/1977 Αρμ 31.547, ΜονΠρΠειρ 5046/2012 ΕΝΔ 2012.289, ΜονΠρΠειρ 5794/2005 ΕΝΔ 2006.30, ΜονΠρΠειρ 4145/2004 αδημ. στον νομικό Τύπο). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι με έντυπη ρήτρα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο εκδόθηκε σε απόδειξη της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, έχει συμφωνηθεί μεταξύ της ιδίας και της ενάγουσας αφενός μεν ότι εφαρμοστέο στην ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι το ελληνικό δίκαιο, αφετέρου δε ότι ως προς την ερμηνεία των περιλαμβανόμενων στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο Ρητρών του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1-1-1985, εφαρμοστέο είναι το αγγλικό δίκαιο και η αγγλική πρακτική. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης περί εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου στην υπό κρίση υπόθεση, κατά συμβατική πρόβλεψη, είναι νόμιμος, κατά την ανωτέρω σκέψη, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 25 εδ.α΄ ΑΚ (ΑΠ 1584/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370), εφόσον σε αυτήν δεν έχει εφαρμογή ούτε η Σύμβαση της Ρώμης του 1980, από το πεδίο εφαρμογής της οποίας εξαιρούνται ρητώς οι συμβάσεις θαλάσσιας ασφάλισης όταν η ένδικη διαφορά που βασίζεται στην επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου εντοπίζεται σε έδαφος κράτους μέλους της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, ούτε ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», δεδομένου ότι η επίδικη ασφαλιστική σύμβαση συνήφθη πριν τη 17-12-2009 (άρθρο 28 Κανονισμού), ήτοι στις 26-6-2007 με έναρξη ισχύος από τις 11-5-2007 και ανανεώθηκε διαδοχικά τα επόμενα έτη, ήτοι πριν την έναρξη εφαρμογής του Κανονισμού «Ρώμη Ι», ενώ και το επίδικο συμβάν που συνιστά πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου έλαβε χώρα από 11 έως 14-10-2009, όπως αυτά πράγματι προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τα διάδικα μέρη σχετικά έγγραφα. Δεν έχει εφαρμογή η Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 «περί του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές», κυρωθείσα δια του Ν.1792/1988, εφόσον οι ασφαλιστικές συμβάσεις εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής της κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 αυτής σε συνδυασμό προς άρθρο 3 παρ.1 του Ν.Δ. 551/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως πλοίων και αεροσκαφών» (ΕφΠειρ 773/2005 ΕΝΔ 2006.20, ΕφΠειρ 62/2005 ΕΝΔ 2005.256, ΕφΠειρ 690/2000 ΕΕμπΔ 2000.550). Συνακόλουθα, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 25 εδ.α΄ ΑΚ για τον καθορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, που εν προκειμένω ένεκα της αδιαμφισβήτητης συμφωνίας και επιλογής των διαδίκων ως συμβαλλομένων μερών στην επίδικη σύμβαση ασφαλίσεως είναι το Αγγλικό Δίκαιο. Συνεπώς, ο προβληθείς από την εναγομένη ισχυρισμός περί συμφωνίας για εφαρμογή του αγγλικού δικαίου στην υπό κρίση υπόθεση, αποδεικνύεται κατ’ ουσίαν βάσιμος και, ως εκ τούτου, εφαρμοστέο στην προκείμενη υπόθεση τυγχάνει το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη και, συγκεκριμένα, ως προς τα ζητήματα που αφορούν το κύρος και την ισχύ της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών που πηγάζουν εξ αυτής, την ερμηνεία των ως άνω Ρητρών του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου, εφαρμοστέο τυγχάνει το αγγλικό δίκαιο, το οποίο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906) και η αγγλική πρακτική, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας, που εκθέτει ότι εφαρμοστέο τυγχάνει εν προκειμένω το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, παρά την επιλογή των συμβαλλομένων μερών, διότι αυτό κατ’ άρθρο 25 εδ.β΄ ΑΚ αρμόζει στην επίδικη σύμβαση ασφαλίσεως από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, καθώς στην Ελλάδα ευρίσκεται ο τόπος της πραγματικής έδρας των διαδίκων, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης της σύμβασης καθώς και εκπλήρωσης της παροχής κλπ., αλλά και επήλθε ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος. Πλην όμως, όμως αυτός ο ισχυρισμός της ενάγουσας και το συναφές κύριο αίτημα της αγωγής της, πέραν του ότι είναι αόριστος, διότι δεν γίνεται κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή σχετική μνεία στην αγωγή ή στις προτάσεις της περί καταχρηστικότητας της επιλογής των μερών για το εφαρμοστέο δίκαιο (ΚΠολΔ 216 και ΑΚ 281, 25 εδ.α΄) στην επίδικη σύμβαση ασφαλίσεως, αναγκαίο στοιχείο για να παρακάμψει κανείς τη συμβατική επιλογή και συμφωνία των συμβαλλομένων μερών για το forum που θα διέπει τα ένδικες διαφορές που ανακύπτουν από τη μεταξύ τους σύμβαση ασφαλίσεως (ΑΚ 361), πολύ περισσότερο δε, τυγχάνει και μη νόμιμος, διότι ξεκάθαρα προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ότι οι ενοχές από την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη και εφόσον δεν υπάρχει τέτοιο, τότε μόνο εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Επομένως, εάν υπάρχει τέτοιο, δεν προσφεύγει ο εφαρμοστής σε άλλο δίκαιο, αυτό που αρμόζει στη σύμβασης ασφαλίσεως από το σύνολο των ειδικών περιστάσεων, αλλά δεσμεύεται από την επιλογή και συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, να εφαρμόσει το ουσιαστικό δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη, ήτοι εν προκειμένω το Αγγλικό, παρεκτός και κατόπιν σχετικού ορισμένου ισχυρισμού διαδίκου, διαγνωστεί από το Δικαστήριο ότι αυτή η επιλογή αποτελεί προϊόν κατάχρησης δικαιώματος, επιβλήθηκε κατά τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη, στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη και στην ελευθερία των συμβάσεων από τον ισχυρότερο στον ασθενέστερο συμβαλλόμενο, ιδίως δε από την ασφαλιστική προς τον ασφαλιζόμενο, περίπτωση, την οποία δεν επικαλείται εν προκειμένω η ενάγουσα ούτε και προκύπτει όμως από την επισκόπηση υπό του Δικαστηρίου των δικογράφων των διαδίκων και των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας. Ως εκ τούτου, επί της παρούσης, τυγχάνει εφαρμογής και μόνο το ουσιαστικό Αγγλικό Δίκαιο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 25 εδ.α΄ ΑΚ, αφού τα μέρη δε προκύπτει ότι μετέβαλαν με μετασυμβατικό καθορισμό συμφωνία για το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο στην ένδικη διαφορά που προέρχεται από τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση, απορριπτομένου δε ως νόμω αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού-κυρίου αιτήματος της αγωγής της ενάγουσας, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης (ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610). Περαιτέρω δε, ενόψει όλων των προαναφερομένων και του ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, είναι το Αγγλικό Δίκαιο, η αγωγή, κατά τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης βάση της, με την οποία ζητείται η καταβολή του συνόλου της ασφαλιστικής αποζημιώσεως για τις ζημίες του σκάφους της ενάγουσας, έτσι όπως αυτή προβλέπεται στο καταρτισθέν μεταξύ των διαδίκων ασφαλιστήριο συμβόλαιο, τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 340, 345, 346, 361 ΑΚ 907, 908, 176, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες ως lex fori, σε συνδυασμό με τις αναλυτικώς αναφερόμενες στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας απόφασης σχετικές και κρίσιμες διατάξεις του Marine Insurance Act του 1906 («Μ.Ι.Α. 1906»), αναφορικά με το επικουρικό και μόνο αίτημά της (ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΜονΠρΠειρ 5046/2012 ΕΝΔ 2012.289, ΜονΠρΠειρ 5794/2005 ΕΝΔ 2006.30, ΜονΠρΠειρ 5415/2003 ΕΕμπΔ 2004.340, ΜονΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 1999.370), δεδομένου ότι ως προς το κύριο αίτημά της κρίνεται απορριπτέα, αφού το εν λόγω ποσό των 20.941 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. ζητείται μόνο σε περίπτωση εφαρμογής του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, ενόψει δε του ότι εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, ζητείται επικουρικώς μόνο το ποσό των 15.491 ευρώ, ως ασφαλιστική αποζημίωση για την επίδικη αιτία. Τέλος, σχετικά με το αίτημα περί καταβολής τόκων από την ημερομηνία άσκησης της προηγούμενης όμοιας αγωγής μεταξύ τους που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 35Α του νόμου «SUPREME COURT ACT», το Δικαστήριο, αν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση και εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους, σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία απώλειας ή βλάβης μέχρι την έκδοση της απόφασης. Το σύνηθες στην πρακτική των Αγγλικών δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία κατά την οποία τα χρήματα έπρεπε να είχαν καταβληθεί, επιδικάζεται δε, συνήθως, το εμπορικό επιτόκιο. Τα ανωτέρω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως για τόκους επιδικίας, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του τόπου όπου εδρεύει το δικάζον Δικαστήριο και στην προκείμενη περίπτωση κατά το Ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 1584/2011 ΕΝαυτ 2012/45). Συνακόλουθα, μη νόμιμο είναι το αίτημα έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης αξίωσης από την 1-7-2013, ημερομηνία κοινοποίησης της υπ’ αριθ. καταθέσεως 4260/31-5-2013 όμοιας κατά το ιστορικό και το αίτημα αγωγής της ενάγουσας που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3108/2015 απόφασή του που την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της, διότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν συνιστά όχληση κατά την έννοια του εφαρμοζόμενου εν προκειμένω ελληνικού νόμου (ΑΚ 341), (ΑΠ 1235/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 310/1993 ΕλλΔνη 35.1528, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 2013.220, ΕφΠειρ 162/2004 ΤΝΠ Νόμος), αλλά ούτε και έτερη προηγηθείσα νόμιμη όχληση επικαλείται η ενάγουσα (ΑΚ 345), συνακόλουθα, η έναρξη της τοκοφορίας ζητείται νομίμως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μόνον (ΑΚ 340, 346). Κατόπιν τούτων,η αγωγή αυτή, στην έκταση που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσίαν.
Περαιτέρω δε, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία αρνείται αιτιολογημένα την ιστορική βάση της αγωγής, επικαλείται ότι είναι αόριστη και νόμω και ουσία αβάσιμη και ζητεί την απόρριψή της και την καταδίκη της ενάγουσας στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης για την παρούσα δίκη. Μεταξύ δε άλλων πολυσχιδών και επάλληλων ισχυρισμών και ενστάσεων, καταλυτικών του επιδίκου δικαιώματος, όπως: α) η υπαναχώρησή της από την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση και η ακύρωσή της αναδρομικά, β) η συνδρομή δικονομικού κωλύματος εκδίκασης της παρούσας αγωγής σε σχέση με την προηγούμενη όμοια κατά το περιεχόμενο και το αίτημά της ασκηθείσα, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη, λόγω εκκρεμοδικίας ή δεδικασμένου που υφίσταται μεταξύ τους αναφορικά με το κύριο αίτημα της αγωγής αυτής (η εξέταση του οποίου παρέλκει ως άνευ αντικειμένου πλέον, δεδομένου ότι και το παρόν Δικαστήριο έκρινε ήδη ως άνω ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην κρινόμενη ένδικη διαφορά τυγχάνει όχι το ελληνικό αλλά το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο), γ) η επίκληση της μη συνδρομής της ασφαλιστικής περίπτωσης (ασφαλιστικού κινδύνου) αλλά περιστάσεων μη καλυπτόμενων ήτοι εξαιρούμενων από την συμφωνηθείσα ασφαλιστική κάλυψη, δ) η συστηματική παραβίαση κατά τις αρχές του Μ.Ι.Α. της θεμελιώδους αρχής (καθήκοντος) της υπέρτατης καλής πίστης εκ μέρους της ενάγουσας ασφαλιζόμενης εταιρείας, ιδιοκτήτριας του επίδικου σκάφους, λόγω απόκρυψης ή παρασιώπησης προσυμβατικώς κρίσιμων και ουσιωδών στοιχείων, καθώς και προβολής ανακριβών δηλώσεων και ανακριβών πληροφοριών περί την ταυτότητα του ασφαλισμένου σκάφους (αθέμιτης υπερσφάλισης), που σαφώς επηρέαζαν τη γνώση και τη βούληση της ασφαλιστικής εταιρείας για το εάν θα συνάψει την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση κάλυψής της ζημίας και με ποιό περιεχόμενο και όρους έναντι της υπέρ ης η ασφάλιση ενάγουσας πλοιοκτήτριας (αντισυμβαλλομένης της), αλλά και αθέμιτης διόγκωσης της πραγματικής ζημίας και υποβολής παραπλανητικών απαιτήσεων, απαλλασσόμενης συνακόλουθα της πρώτης από την υποχρέωσή της για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης προς κάλυψη της ζημίας που υπέστη το εν λόγω σκάφος, ε) το συντρέχον πταίσμα της ενάγουσας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό της έκτασης και της βαρύτητας της ζημίας που υπέστη το σκάφος της, λ.χ. παράλειψη προστασίας του διαβρεγμένου μηχανοηλεκτρολογικού εξοπλισμού του σκάφους, ο οποίος έτσι αχρηστεύθηκε από διάβρωση και οξείδωση, κατά παράβαση έτσι εκ μέρους των σχετικών υποχρεώσεών της από το άρθρο 78(4) του Μ.Ι.Α. 1906 και τον όρο 15.1 της Ρήτρας Θαλαμηγών για την άμεση πρόληψη προς ελαχιστοποίηση της ζημίας, με έννομη συνέπεια τη γέννηση κατά της ενάγουσας ανταπαίτησης της εναγομένης για το υπερβάλλον μέρος της ζημίας στο σκάφος της, στ) της παραβίασης από την ενάγουσα της υποχρέωσής της να προβεί σε άμεση ειδοποίηση του ασφαλιστή, ο οποίος είχε το δικαίωμα επιλογής του χώρου επισκευών στον οποίο θα μεταφερόταν το ασφαλιζόμενο σκάφος, κατά παράβαση του όρου 13 παρ.1 της Ρήτρας Θαλαμηγών, αλλά και ως υποπερίπτωσης (ειδικής μορφής) αθέτησης του καθήκοντος της υπέρτατης καλής πίστης εκ μέρους της, ζ) της αφαίρεσης (περιορισμού ευθύνης), όλως επικουρικώς, ποσού 600 ευρώ από την καλυπτόμενη ασφαλιστικά ζημία, κατ’ απαλλαγή του ασφαλιστή, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας που διατυπωνόταν εγγράφως στο κύριο σώμα του ασφαλιστηρίου, για την οποία θα έπρεπε να επιβαρυνθεί η ίδια η ασφαλιζόμενη εταιρεία, η) ότι εφόσον ομολογείται από την ενάγουσα ότι μέχρι τη λήξη της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης (11-5-2010, με βάση την τελευταία πρόσθετη πράξη ανανέωσής της) το ασφαλισμένο σκάφος παραμένει ανεπισκεύαστο, η ενάγουσα γνώριζε ότι δεν είχε επισκευαστεί και δεν δικαιούταν να αξιώσει αποζημίωση με βάση το ποσό που η ίδια αυθαίρετα υπολόγισε για την επισκευή του, ενώ το μέτρο της αποζημίωσης που δικαιούταν να αξιώσει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 69(3) του ΜΙΑ 1906 σε συνάρτηση με τον όρο 16.1 της Ρήτρας Θαλαμηγών ήταν η απομείωση της εμπορικής-αγοραίας αξίας του σκάφους κατά τον χρόνο λήξης της ασφάλισης την 11-5-2010 εξαιτίας της ανεπισκεύαστης κατάστασής του, επιπλέον δε –και τούτο είναι λυσιτελώς κρίσιμο εν προκειμένω- προβάλλει (η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία) και την ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας κατά το επικουρικό αίτημα της αγωγής, επικαλούμενη την 6ετή παραγραφή του Μ.Ι.Α. 1906 για τις αξιώσεις από σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως, η οποία ένσταση παραγραφής είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη τυγχάνει, στηριζόμενη στις οικείες διατάξεις των κρίσιμων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906, που αναφέρονται και στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 262 και 216 ΚΠολΔ και με τις γενικές αρχές περί προθεσμιών άσκησης αξίωσης από ασφαλιστική σύμβαση για την επιδίκαση και καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης που ισχύουν στο εφαρμοστέο εν προκειμένω Αγγλικό Δίκαιο, βάσει της προσκομιζόμενης εκ μέρους της εναγομένης μετάφρασης από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα, την οποία δεν αμφισβητεί η ενάγουσα, σύμφωνα με την οποία αναφέρεται ότι το κύριο νομοθέτημα στο οποίο πρέπει να γίνει αναφορά για το δίκαιο των προθεσμιών αγωγών είναι ο Νόμος των Προθεσμιών του 1980 που τέθηκε σε ισχύ την 1-5-1981, με την επιφύλαξη δε των εξαιρέσεων που δεν επηρεάζουν το δίκαιο των συμβάσεων, ο Νόμος έχει εφαρμογή σε δικαστικές διαδικασίες από και κατά του στέμματος όπως και σε δικαστικές διαδικασίες μεταξύ των υποκειμένων, ενώ με το άρθρο 5 του Νόμου του 1980 προβλέπεται ρητώς ειδικώς και σαφώς ότι καμία αγωγή που στηρίζεται σε απλή σύμβαση δεν μπορεί να εγερθεί μετά την εκπνοή έξι (6) ετών από την ημερομηνία κατά την οποία γεννήθηκε η αιτία της αγωγής (βλ. σχετ. Chitty on Contracts, 25th Edition, The Common Law Library, Number 1, Volume 1, General Principles, London, Sweet & Maxwell, 1983, Κεφάλαιο 28: Προθεσμία αγωγών– Παρ.1821.Περίοδος προθεσμιών – Παρ.1822.Απλές συμβάσεις, σελ.1013). Συγκεκριμένα, από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων προκύπτει ότι η παραγραφή (ή αποσβεστική προθεσμία άσκησης) αξίωσης για αποζημίωση ασφαλιστικής κάλυψης υπό τη βάση της ανεπισκεύαστης ζημίας ασφαλισμένου σκάφους είναι κατά το Αγγλικό Δίκαιο 6ετής με χρόνο έναρξης από την ημερομηνία που είναι γνωστή η ζημία στο σκάφος και δικαστικά επιδιώξιμη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας, εμπίπτουσα δε στον ασφαλιστικό κίνδυνο και καλυπτόμενη από τη σχετική σύμβαση ασφαλίσεως (“no action founded on simple contract can be brought after the expiration of six years from the date on which the cause of action accrued” = «καμία ενέργεια που στηρίζεται σε απλή σύμβαση δεν μπορεί να ασκηθεί μετά τη λήξη έξι ετών από την ημερομηνία κατά την οποία προέκυψε το αίτιο της ενέργειας»). Ως εκ τούτου, η ως άνω ένσταση παραγραφής (ή αποσβεστικής προθεσμίας) πρέπει εν προκειμένω να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν στο στάδιο αυτό. Ειδικότερα δε, όπως προκύπτει από τα ιστορούμενα στην υπό κρίση αγωγή και όσα επικαλούνται οι διάδικοι στις προτάσεις τους, χωρίς να αμφισβητούνται μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπόψη και επισκοπώντας και τα οικεία κρίσιμα έγγραφα της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι: Η ενάγουσα άσκησε την 28-5-2013 από και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4260/31-5-2013 αγωγή της σε βάρος της εναγομένης με το ίδιο ιστορικό και αίτημα με την κρινόμενη, την οποία της επέδωσε την 1-7-2013 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ε. Λ.), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3108/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) κατά την τακτική διαδικασία στις 31-7-2015, η οποία επιδόθηκε από την εναγομένη στην ενάγουσα στις 19-10-2017 (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης Σ. Χ.) και έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στις 9-1-2018, καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ούτε οποιοσδήποτε από τους διαδίκους επικαλείται ότι έχει ασκηθεί έφεση κατ’ αυτής, αντιθέτως, συνομολογείται ότι δεν ασκηθεί (ΚΠολΔ 261, 352). Η συγκεκριμένη αγωγή της ενάγουσα είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της, διότι, μεταξύ άλλων, δεν προσδιορίζονταν με σαφήνεια οι συνθήκες επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, ήτοι των αιτίων επέλευσης της ημιβύθισης του σκάφους, ούτε ο ακριβής χρόνος και ο τόπος επέλευσης του συμβάντος ούτε τα πρόσωπα που επέβαιναν στο σκάφος και οι ακριβείς ενέργειές τους για την αποτροπή του συμβάντος της βύθισης του σκάφους, αρκούμενη η ενάγουσα σε γενικές και αόριστες αναφορές και μόνο περί των προαναφερομένων κρίσιμων για την ιστορική βάση της αγωγής στοιχείων, με συνέπεια να προκαλείται ασάφεια ως προς τα αίτια ημιβύθισης του σκάφους, στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να εκτιμηθεί ένα και πώς επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση και εάν τα οικεία περιστατικά που επέφεραν την ημιβύθιση του σκάφους υπάγονται στους ασφαλιστικούς κινδύνους με βάση το επίδικο ασφαλιστήριο, τους οποίους επίσης δεν προσδιόριζε ορισμένα η ενάγουσα, πολλώ δε μάλλον εφόσον σε αυτό περιέχεται η ρήτρα για την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Επίσης, η ενάγουσα κρίθηκε στην απόφαση αυτή ότι δεν διευκρίνιζε εάν τα αιτούμενα κονδύλια συνιστούν δαπάνη που είχε ήδη πραγματοποιήσει για την αποκατάσταση της επικαλούμενης ζημίας του σκάφους της, καθόσον δεν προέκυπτε με σαφήνεια από το περιεχόμενο της αγωγής εάν είχε ήδη καταβάλει και ποίο ποσό για τις ως άνω επισκευές ούτε άλλωστε ανέφερε σχετικά φορολογικά παραστατικά ή εάν συνιστούν κονδύλια που απαιτείται να δαπανήσει στο μέλλον για την επισκευή του σκάφους. Ενόψει δε του ότι έκρινε η εν λόγω απόφαση ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο εν προκειμένω για την επίδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων τυγχάνει το Αγγλικό Δίκαιο (Μ.Ι.Α. 1906), η Αγγλική Νομολογία και η Αγγλική Πρακτική, συμπεριλαμβανομένων των προαναφερομένων Ρητρών σχετικών με τα θέματα της θαλάσσιας ασφάλισης που αφορούν την επίδικη περίπτωση, που προβλέπουν ειδικό τρόπο υπολογισμού της ζημίας του σκάφους για τη λήψη της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση ζημίας που δεν έχει επισκευαστεί ακόμη, με βάση άλλα κριτήρια από αυτά που ισχύουν για τον υπολογισμό της σε περίπτωση πραγματοποίησης της επισκευής (άρθρο 69 (1) ΜΙΑ 1906 για την επισκευασμένη ζημία και άρθρο 69 (3) για τη μη επισκευασμένη ζημία), καθότι σε περίπτωση που οι ένδικες ζημίες του σκάφους δεν έχουν επισκευαστεί η ενάγουσα οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την απομείωση της αγοραίας αξίας του σκάφους κατά τη λήξη της συμβατικής περιόδου ασφάλισης λόγω της ανεπισκεύαστης ζημίας και να αξιώσει το σχετικό ποσό, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη της απόφασης, τα οποία όμως κρίσιμα στοιχεία υπό τη νομική βάση εφαρμογής του ουσιαστικού Αγγλικού Δικαίου ως άνω ουδόλως μνημονεύονταν στο δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής και γι’ αυτό απορρίφθηκε ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, αυτεπαγγέλτως κρινόμενα αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας ως βάσιμου. Με την υπό κρίση μεταγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζητεί κατά μεν το κύριο αίτημά της την επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης συνολικού ποσού 20.941,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, επικαλούμενη εκ νέου την εφαρμογή του ουσιαστικού Ελληνικού Δικαίου για την επίδικη περίπτωση, κατά δε το επικουρικό της αίτημα ζητεί το συνολικό ποσό των 15.491 ευρώ, επικαλούμενη το πρώτον –“καθ’ υπόδειξη” της ως άνω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που απέρριψε την προηγούμενη αγωγή της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αναφορικά με το μοναδικό αίτημά της για την επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης κατά το ουσιαστικό Ελληνικό Δίκαιο, προκρίνοντας ως εφαρμοστέο στην ένδικη περίπτωση του ουσιαστικού Αγγλικού Δικαίου- την εφαρμογή επικουρικώς του ουσιαστικού Αγγλικού Δικαίου στην επίδικη υπόθεση υπό την αντίστοιχη νομική βάση της απομείωσης της αγοραίας αξίας του ζημιωθέντος σκάφους της κατά τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης, το οποίο δεν έχει εισέτι επισκευαστεί κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής της αυτής. Πλην όμως, κατά μεν το κύριο αίτημά της κρίθηκε απορριπτέα η αγωγή της, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, αφού εφαρμοστέο τυγχάνει κατ’ επιλογή συμβατική των διαδίκων και αντισυμβαλλομένων το ουσιαστικό Αγγλικό Δίκαιο (ΜΙΑ 1906), με την Αγγλική Νομολογία και Πρακτική καθώς και όλες τις ως άνω Ρήτρες Θαλάσσιας Ασφάλισης Ταχυπλόων Σκαφών και Σκαφών Αναψυχής αλλά και τις Γενικές Ρήτρες Ασφάλισης κλπ., ως μία ενότητα εφαρμοστέου δικαίου στο οποίο υπήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη τις διαφορές που θα ανέκυπταν από τη σύμβαση ασφάλισης μεταξύ τους αναφορικά με το επίδικο σκάφος, κατά δε το επικουρικό αίτημα, που αφορά την εφαρμογή του ουσιαστικού Αγγλικού Δικαίου, ενόψει του ότι προβάλλεται ενδίκως για πρώτη φορά, τυγχάνει απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, λόγω καθολικής παραγραφής της σχετικής αξίωσης της ενάγουσας έναντι της εναγομένης από τη μεταξύ τους ασφαλιστική σχέση, διότι είναι πρόδηλο ότι έχουν ήδη παρέλθει κατά τον επίδικο χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής της (κατάθεση στις 23-6-2017 και επίδοση στις 5-7-2017) έξι (6) έτη αρχομένης της εν λόγω προθεσμίας (παραγραφής ή αποσβεστική), που προβλέπεται κατά τα προαναφερόμενα για περιπτώσεις όπως η επίδικη από το Αγγλικό Δίκαιο, από το χρόνο που έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 11 έως 14-10-2009 και έκτοτε ήταν γνωστή η ζημία του σκάφους, είχε γεννηθεί η αιτία της αγωγή της εμπίπτουσα στον ασφαλιστικό κίνδυνο για τον οποίο αιτείται την επιδίκαση της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την κάλυψη της ζημίας της και η δυνατότητα δικαστικής επιδίωξής της εκ μέρους της ενάγουσας και έναντι της εναγομένης, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα. Συνακόλουθα, είχε ήδη συμπληρωθεί αυτή μέχρι τα τέλη του έτους 2015, πολύ πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής εντός του έτους 2017, καθόσον το επικουρικό της αίτημα όπως προβάλλεται με την επίκληση της εφαρμογής και της αντίστοιχης νομικής βάσης του Αγγλικού Δικαίου, όπως προαναφέρθηκε, προβάλλεται εν προκειμένω το πρώτον, στην παρούσα δίκη, συνεπώς, ουδεμία επιρροή ασκεί η προηγούμενη ασκηθείσα όμοια αγωγή της για την επίκληση της περίπτωσης του άρθρου 263 ΑΚ εν προκειμένω, ήτοι για την αναδρομική διακοπή της προθεσμίας αυτής (παραγραφής ή αποσβεστικής) με την άσκηση της προηγηθείσας αγωγής της, που ολοκληρώθηκε στην 1-7-2013, δοθέντος ότι αυτή αφορούσε αποκλειστικά το επί της παρούσης κύριο αίτημα της αγωγής της κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας υπό τη νομική βάση εφαρμογής του ουσιαστικού Ελληνικού Δικαίου που επικαλούταν τότε και μόνον η ενάγουσα (ουδόλως του Αγγλικού Δικαίου το οποίο μάλιστα και επί της κρινόμενης δεύτερης αγωγής της αντικρούει καταρχήν και μόνο επικουρικώς επικαλείται…). Επιπλέον, η ενάγουσα ουδόλως επικαλείται ως αντένσταση συγκεκριμένο ορισμένο και νόμιμο λόγο διακοπής ή αναστολής της εν λόγω προθεσμίας (παραγραφής ή αποσβεστικής) είτε με βάση το Αγγλικό είτε με βάση το Ελληνικό Δίκαιο ούτε και σχετικές συγκεκριμένες, σαφείς και βάσιμες αντιρρήσεις επ’ αυτού προβάλλει. Ως εκ τούτου, εφόσον δεν προτείνεται ούτε προκύπτει λόγος αναστολής ή διακοπής της προθεσμίας (παραγραφής ή αποσβεστικής) της άσκησης της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας κατά της εναγομένης υπό την επικουρική νομική βάση-αίτημα που ερείδεται στην εφαρμογή του ουσιαστικού Αγγλικού Δικαίου εκ μέρους της ενάγουσας, η ένδικη αυτή αξίωσή της, συνολικού ποσού 15.491 ευρώ, -πέραν του ότι δεν ορίζεται πλήρως και δεν εξειδικεύεται έτσι επαρκώς σε τι συνίσταται η απομείωση της αγοραίας αξίας του επιδίκου σκάφους κατά τον χρόνο λήξης της επίδικης συμβατικής περιόδου ασφάλισης λόγω της ανεπισκεύαστης, η οποία δεν ισοδυναμεί/ταυτίζεται αναγκαίως με την προκληθείσα ζημία από το επίδικο ασφαλιστικό συμβάν σε διάφορα μέρη του ζημιωθέντος σκάφους, ως ορθώς και η εναγομένη ισχυρίζεται στις προτάσεις της, λαμβάνοντας υπόψη ότι υπό τη νομική βάση της ένδικης αξίωσης (επικουρικής) που βρίσκει νομικό έρεισμα στην εφαρμογή του ουσιαστικού Αγγλικού Δικαίου, η αξίωση αυτή δεν ταυτίζεται με την ασφαλιστική αποζημίωση ούτε έχει τις ίδιες προϋποθέσεις σε περίπτωση ανεπισκεύαστης ζημίας, αλλά επιτελεί έναν διαφορετικό σκοπό και διέπεται από διαφορετικές προϋποθέσεις κατά τον Αγγλικό Νόμο, Νομολογία και Πρακτική (βλ. σχετ. ΠολΠρΠειρ 1643/2007 αδημ. στον νομικό Τύπο)- προεχόντως τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν λόγω συμπλήρωσης της προθεσμίας (παραγραφής ή αποσβεστικής), ώστε δεν είναι πλέον δικαστικά επιδιώξιμη και εναγώγιμη αξίωση σε βάρος της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας για την επίδικη περίπτωση, κατ’ επίκληση και εφαρμογή του Αγγλικού Δικαίου. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η ένσταση συμπλήρωσης της εξαετούς προθεσμίας (παραγραφής ή αποσβεστικής) άσκησης της επίδικης επικουρικής αξίωσης της ενάγουσας έναντι της εναγομένης και το σχετικό επικουρικό αίτημα της αγωγής τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, βάσει των προδιαλαμβανομένων, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών ισχυρισμών και ενστάσεων της εναγομένης ασφαλιστικής κατά της ενάγουσας ως ιδιοκτήτριας του ασφαλισμένου σκάφους, διότι μετά την απόρριψη και της επικουρικής νομικής βάσης της αγωγής της, κατά παραδοχή του ότι η επικουρική αξίωσή της μετά την παρέλευση της προθεσμίας ένδικης άσκησής της –γεγονός που εξετάζεται προεχόντως υπό του Δικαστηρίου- δεν είναι πλέον δικαστικά επιδιώξιμη έναντι της εναγομένης, η αγωγή της είναι πλήρως απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, σε κάθε δε περίπτωση η έρευνα των λοιπών αμυντικών ισχυρισμών της εναγομένης κατέστη πια άνευ αντικειμένου.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, λόγω παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας έναντι της εναγομένης, εξ αυτής της νομικής βάσης υπό την οποία εγείρεται στο δικόγραφο της αγωγής ως μοναδικό (επικουρικό) αίτημά της, ενόψει του ότι και κατά το κύριο αίτημά της κρίθηκε ήδη απορριπτέα ως μη νόμιμη, κατά τα προδιαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της απόφασης. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των αλλοδαπών και ημεδαπών κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρα 336-337, 179 ΚΠολΔ, ως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του Ν.2915/2001, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν.2943/2001), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης (ΕφΑθ 833/2009 ΕλλΔνη 2010.1046, ΕφΑθ 5540/2006 ΕλλΔνη 49.23, ΠολΠρΠειρ 422/1994 ΔΕΕ 1995.82, ΜονΠρΠειρ 4145/2004 αδημ. στον νομικό Τύπο).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -10-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ