Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός Απόφασης

    234/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 13096/5914/2018)

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Π., οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πειραιώς Παύλο Σιούφα (Α.Μ. ΔΣΠ …) βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου: Γ. Π. του Ν., κατοίκου ….., οδός … αριθμ. .., με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Πειραιώς Ελένης Κοντοσέα (Α.Μ. ΔΣΠ 1439), βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 17-12-2016 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 3944/142/27-12-2016) αγωγή του κατά της εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 97/2018 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή του εφεσίβλητου. Ήδη η εκκαλούσα με την από 14-12-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 12877/304/18-12-2018) έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 13096/5914/18-12-2018, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 97/2018 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγομένη κατά του αντιδίκου της (αρθρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 27-12-2016 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 3944/142/27-12-2016) αγωγή που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγοµένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία, να του καταβάλει µε απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 15.741,37 ευρώ, εντόκως από την απόλυσή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, αξίωση που αντιστοιχεί σε διαφορές υπερωριακής αμοιβής καθημερινών – Κυριακών και Σαββάτων – αργιών, διαφορά αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές» αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2015, αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2016 και αποζηµίωση λόγω απολύσεως και ερείδεται σε µεταξύ των διαδίκων σύµβαση ναυτικής εργασίας, σε εκτέλεση της οποίας ο ίδιος ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σηµαία πλοίο «…», κοχ 14.640,10 ως χυτροκαθαριστής, κατά το διάστημα από 05-06-2015 έως 12-02-2016, σύμφωνα με τους όρους της οικείας ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Με την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκε η εναγομένη, με απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.973,90 ευρώ με βάση τις διατάξεις της σύμβασης εργασίας με τον νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της απολύσεώς του, ήτοι από τις 13-02-2016 και επιπλέον καταδικάσθηκε η εναγόμενη να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος ύψους 250 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα παραπονείται για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η από 27-12-2016 αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών σε βάρος του εφεσίβλητου.Από την επανεκτίµηση των αποδεικτικών µέσων που προσκοµίζονται και ειδικότερα από την υπ’ αριθμ. 1472/25-10-2017 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε, νοµότυπα, επιµελεία του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νοµοτύπου κλητεύσεως της εναγοµένης και ήδη εκκαλούσας, την υπ’ αριθμ. …/04-09-2017 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε, νοµότυπα, επιµελεία της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού, κατόπιν νοµοτύπου κλητεύσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκοµίζονται και τα οποία λαµβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόµου είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν ως δικαστικά τεκµήρια σε συνδυασµό µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, απoδεικvύoνται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε ο ενάγων στον Πειραιά, με την εναγόμενη εταιρεία, ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…», ολικής χωρητικότητας 14640 κόρων, νηολογίου Πειραιώς υπ’ αριθ. …, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.5.2/01/2014 ΥΑ (ΦΕΚ Β΄ 1664/24-06-2014). Στο εν λόγω πλοίο ο ενάγων υπηρέτησε κατά το χρονικό διάστημα από 05-06-2015 έως 17-02-2016, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει», παρείχε δε από την ημερομηνία ναυτολόγησής του την εργασία του συνεχώς, ως χυτροκαθαριστής. Κατά την περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντος επί του ένδικου πλοίου, αυτό εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: από Πειραιά προς Καβάλα µε επιστροφή και προσέγγιζε ενδιαµέσως Άγιο Κήρυκο, Βαθύ, Χίο, Μυτιλήνη, Λήµνο, είτε προς Σάµο µε επιστροφή µε ενδιάµεσους λιµένες αυτούς της Σύρου, Μυκόνου, Πάτµου, Ικαρίας. Από τα τέλη Οκτωβρίου του έτους 2015, εκτελώντας, οµοίως, καθηµερινά δροµολόγια, εκτελούσε πλόες προς Χίο και Μυτιλήνη µε επιστροφή , µεταφέροντας πρόσφυγες από τα εν λόγω νησιά. Ο ενάγων, ως εκ της ειδικότητάς του ως χυτροκαθαριστής, εργαζόταν σε µη άµεση συνάρτηση µε τα ανωτέρω δροµολόγια, δεδοµένου ότι οι ώρες λειτουργίας του εστιατορίου και του µπαρ όπου απασχολείτο ήταν σταθερές, όσο το πλοίο διενεργούσε πλόες, ενώ, στο πλαίσιο των αρµοδιοτήτων του και ενόσω εργαζόταν στην κουζίνα, βοηθούσε στην προετοιµασία των γευµάτων, όχι µόνο για τους επιβάτες, αλλά και για το πλήρωµα. Ειδικότερα, ασχολείτο µε την προετοιµασία των γευµάτων των επιβατών και του πληρώµατος, αλλά και των πρόχειρων εδεσµάτων που πωλούνταν στα µπαρ του πλοίου, µετέφερε τα φαγητά στην τραπεζαρία των επιβατών ή των αξιωµατικών, εκτελούσε εργασίες καθαριότητας στο χώρο της κουζίνας, καθαρίζοντας τα µαγειρικά σκεύη, τους πάγκους εργασίας, τα εργαλεία και µηχανήµατα που χρησιμοποιούνταν στην εστίαση και τακτοποιούσε τα πλυµένα σκεύη («λάντζα»). Βάσει λοιπών των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του ως άνω πλοίου, οι οποίες ήταν επιβαρυµένες, λόγω του µεγέθους του πλοίου και της επιβατικής κίνησης ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς µήνες, γεγονός το οποίο οµοίως επιβεβαιώνεται από την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας, για την οποία παρείχετο αµοιβή στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, σε συνδυασµό µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνεται ότι ο µέσος όρος της συνολικής ηµερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος στο ως άνω Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο, ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες για όλη τη χρονική περίοδο της ένδικης ναυτολογήσεώς του. Ο χρόνος αυτός εργασίας των δώδεκα ωρών ημερησίως, κατά μέσον όρο, κρίνεται απόλυτα επαρκής για την εκτέλεση των καθηκόντων που είχε αναλάβει ο ενάγων, με βάση την ειδικότητά του και το ωράριο αυτό της εργασίας του και είναι συμβατό προς τα όρια αντοχής του ανθρώπινου οργανισμού, είναι ως εκ τούτου απορριπτέος ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί καθηµερινής υπερωριακής απασχόλησης πέραν των ανωτέρω, καθώς κρίνεται υπερβολικός και αντίθετος µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας. Ως προς την ύπαρξη, όµως, υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος και δη κατά τέσσερις επιπλέον ώρες ημερησίως, οδηγήθηκε το Δικαστήριο σταθμίζοντας τις συνθήκες που επικρατούσαν στο πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις προαναφερθείσες ακτοπλοϊκές γραμμές με συνεχή και πολύωρα δρομολόγια και δεδομένης της φύσης και της απασχόλησης του ενάγοντα, του οποίου τα καθήκοντα περιλάμβαναν όλες τις ως άνω εκτεθείσες εργασίες, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, ότι οι προεκτεθείσες εργασίες δεν περιλαμβάνονται στα καθήκοντα του χυτροκαθαριστή. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 126 του ΒΔ 683/1960 «οι χυτροκαθαρισταί βοηθούσι τους μαγείρους, αρτοποιούς και ζαχαροπάστας εις τα ειδικά καθήκοντα των, ασχολούμενοι ειδικώτερον εις την σάρωσιν, πλύσιν και καθαρισμόν εν γένει των διαμερισμάτων του μαγειρείου, την πλύσιν και καθαρισμόν και ευθέτησιν των εν αυτώ σκευών εις τας σκευοθήκας, την αφήν της πυράς του μαγειρείου, την μεταφοράν των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και ψυγείων εις το μαγειρείον, τον καθαρισμόν αυτών και συγκέντρωσιν των απορριμμάτων εις ειδικά προς τούτο δοχεία και την απόρριψιν αυτών εις την ανοικτήν θάλασσαν και εν γένει εις πάσαν βοηθητικήν εργασίαν ειδικότητος μαγειρείου ανατιθεμένην αυτοίς υπό του Αρχιμαγείρου». Άλλωστε, το κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο είναι οι ώρες υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντα σε καθημερινή βάση κατά μέσον όρο, οι οποίες ήταν αναγκαίες με βάση τις αυξημένες ανάγκες στο πλοίο. Όλα τα ανωτέρω δεν αναιρούνται ούτε από όσα διαλαμβάνονται στην περιεχόμενη στην προσκομιζόμενη από την εναγομένη ένορκη βεβαίωση, κατάθεση του μάρτυρά της περί μη απασχόλησης του ενάγοντος επί 14 ώρες καθημερινά, διότι κανένας ναυτικός δεν αντέχει εργασία καθημερινά επί τόσες ώρες για τέτοιο χρονικό διάστημα, διότι, αφενός το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων εργαζόταν επί 12 (και όχι 14) ώρες ημερησίως, αφετέρου, ο ίδιος μάρτυρας αναφέρει στην κατάθεσή του, ότι όταν παρίσταται ανάγκη ο ναυτικός δύναται να εργαστεί και 20 και 24 ώρες ημερησίως, στην προκειμένη δε περίπτωση, οι ανάγκες του πλοίου παρίσταντο αυξημένες για μεγάλα διαστήματα, δεδομένης της συχνότητας των δρομολογίων και του αριθμού των εξυπηρετούμενων επιβατών. Εξάλλου, οι επικαλούμενες από την εναγομένη εγγραφές στις καταστάσεις υπερωριών που τηρούνταν στο ένδικο πλοίο, ενόψει της συμπλήρωσής τους κάθε μήνα, δεν κρίνονται ικανές να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε ασφαλή κρίση περί των ωρών καθημερινής εργασίας του ενάγοντος, ενώ, σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω εγγραφές δεν αποκλείουν την απόδειξη εκ μέρους του τελευταίου διαφορετικού περιεχομένου ισχυρισμού του με άλλα αποδεικτικά μέσα (βλ. και ΕφΠειρ 562/2012 ΕΝΔ 2012. 381), το γεγονός δε ότι, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, ο ενάγων υπέγραψε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας του και τις τηρούμενες ως άνω καταστάσεις, χωρίς να προβάλει περαιτέρω απαιτήσεις, ενώ δεν διαμαρτυρήθηκε στις αρμόδιες αρχές για μη καταβολή υπερωριακής αμοιβής, αφενός δικαιολογείται στην προσπάθειά του να μην θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση αφετέρου ουδεμία νομική επιρροή ασκεί, δεδομένου ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290). Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, µε το να δεχθεί ότι αποδείχθηκαν εν µέρει οι αγωγικοί ισχυρισµοί περί υπερωριακής απασχόλησής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, τεσσάρων ωρών ημερησίως, δεν έσφαλε στην εκτίµηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός πρώτος λόγος εφέσεως της εκκαλούσας – εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιµος.

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (βλ. ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι στις ανωτέρω μηνιαίες αποδοχές δεν συνυπολογίζονται η πρόσθετη αμοιβή για την πραγματοποίηση των εξπρές δρομολογίων του πλοίου, το επίδομα ιματισμού καθώς και τα ποσοστά επί των εισπράξεων από τα κυλικεία του πλοίου, τα οποία δεν συγκαταλέγονται στις πάγιες και σταθερά καταβαλλόμενες τακτικές αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών (ΕφΠειρ 495/2017 αδημοσ., ΕφΠειρ 177/2016, 117/2016 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, βάλλει κατά του τρόπου υπολογισμού της αποζημίωσης που εδικαιούτο να λάβει ο ενάγων για την υπερωριακή απασχόλησή του στο πλοίο κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του, ισχυριζόμενη, στο μεν δεύτερο λόγο έφεσης, ότι λανθασμένα η εκκαλουμένη δέχτηκε ότι ο ενάγων για 11,40 ταξίδια εξπρές (ο αριθμός αυτών δεν αμφισβητείται από την εκκαλούσα), εδικαιούτο ποσό 1.211,27 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 608,11 ευρώ, επομένως δικαιούται εισέτι 603,16 ευρώ, ενώ με τον μεν τρίτο λόγο έφεσης ότι λανθασμένα η εκκαλουμένη δέχτηκε ότι ο ενάγων δικαιούται για δώρο Χριστουγέννων έτους 2015 ποσό 2.817,75 ευρώ. Και τούτο διότι, για την εξεύρεση των ανωτέρω ποσών, συμπεριελήφθησαν το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η άδεια μετά τροφοδοσίας, το μηνιαίο αντίτιμο τροφής και ο μέσος όρος των μηνιαίων υπερωριών. Ωστόσο, από την προπαρατεθείσα νομική σκέψη προκύπτει, ότι όλα τα ανωτέρω περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των νομίμων αποδοχών και του δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα, επομένως ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, ενώ για τον μαθηματικό υπολογισμό των ανωτέρω, η εκκαλούσα δεν προέβαλε σχετικό λόγο έφεσης. Ακολούθως, με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη, δεχόμενη ότι οφείλεται στον ενάγοντα αποζημίωση λόγω λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης ποσού 2.337,52 ευρώ, έσφαλε και τούτο διότι, δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι ο ενάγων προσήλθε μόλις συμπληρώθηκε ο χρόνος των 60 ημερών από την απόλυσή του στα γραφεία της προκειμένου να τον προσλάβει και αυτή αρνήθηκε, επομένως η αγωγή κατά το κονδύλι αυτό πάσχει αοριστίας. Ωστόσο και ο λόγος αυτός έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 27 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, «σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα (60) ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο (22) ημερών», χωρίς εν προκειμένω να τίθεται για την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης λόγω απόλυσης, οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση, πέραν της διακοπής των πλόων πέραν των 60 ημερών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, πρέπει συνεπώς να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος της κρινόμενης έφεσης. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση, η δε εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την      20-01-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ