ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
3539/2019
(13541/6216/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 4 Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Κ. Χ. του Ν., κατοίκου Κ. A., επί της οδού Λ. Κ. αρ. 52, με ΑΦΜ … η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου Βασιλείου Δεδελούδη.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Δ. Γ. Λ., κατοίκου …… οδός Κ. Δ. …. ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου Αντωνίας Βοργιά.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η, από 13.12.2018, αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 1354/2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 6216/2018, προσδιορίστηκε αρχικά να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 28.02.2019, κατόπιν δε νομίμου αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 Ν 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς ν’ ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 1110/2017, 465/2013, 1133/2012, 821/2006, σε ΤΝΠ Νόμος).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι την 15.04.2011 προσλήφθηκε από τον εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών σε σχέση με τη φωτογραφία (φωτογράφιση κοινωνικών εκδηλώσεων, φωτογραφικές εκτυπώσεις..), με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα της φωτογράφου – πωλήτριας, αντί «καθαρών» μηνιαίων αποδοχών ποσού 1.300,00€. Ότι ειδικότερα συμφωνήθηκε να παρέχει τις υπηρεσίες της από Πέμπτη έως και Κυριακή, με το αναφερόμενο στην αγωγή ωράριο (εκτός από τις δύο εβδομάδες των εορτών των Χριστουγέννων και των Αποκριών, οπότε εργαζόταν καθημερινά), ακολουθώντας τις δεσμευτικές εντολές και οδηγίες του εναγομένου, ως προς τον τόπο, τρόπο και χρόνο παροχής της εργασίας της. Ότι η εργασιακή της σχέση διήρκησε έως και τις 14 Σεπτεμβρίου 2018, οπότε και απολύθηκε, χωρίς να της καταβληθεί όμως η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, ενώ καθ΄ όλη τη διάρκεια της εργασίας της ο εναγόμενος ουδέποτε κατέβαλε σε αυτήν δώρα εορτών και επιδόματα αδείας, ούτε και της χορηγούσε την ετήσια άδεια αναψυχής. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα, ζητεί, κύρια με βάση τη σύμβαση εργασίας της και επικουρικά, ήτοι για την περίπτωση που αυτή κριθεί άκυρη, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής της, με την τροπή του καταψηφιστικού της αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις της (άρθ. 223, 295§1, 297 Κ.Πολ.Δ. όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ 87/23.07.2015) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει, για τα έτη 2013, 2014, 2015, 2016, 2017 και 2018: για Δώρα Χριστουγέννων το συνολικό ποσό των 7.617,15€, για Δώρα Πάσχα το συνολικό ποσό των 4.062,48€, για επιδόματα αδείας το συνολικό ποσό των 4.062,48€, για αποδοχές μη ληφθείσης αδείας το συνολικό ποσό των 7.800,00€, επιπλέον δε να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 6.548,32€, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από τον χρόνο που έκαστο επί μέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, έως την πλήρη εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγομένος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, η οποία έχει ασκηθεί εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας [ΑΚ 280] του άρθρου 6 παρ.2 του Ν.3198/1955 [βλ. ΟλΑΠ 1338/1985 ΝοΒ 1986.1574 & ΑΠ 1409/2005 ΕλλΔ/νη 47.148], όσον αφορά την αποζημίωση απόλυσης, δεδομένου ότι με επικαλούμενο από την ενάγουσα χρόνο απόλυσής της την 14.09.2018, η αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 23.01.2019 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Χ. Ζ.), παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 22, 621 του Κ.Πoλ.Δ.), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, 621επ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015) και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 672 ΑΚ, του άρθρου 56 του Ν. 4487/2017, των άρθρων 1 παρ.1 και 2 του Ν.1082/1980 και 1 παρ.1 & 2, 2, 3 παρ.1 και 6 της 19.040/1981 Κ.Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας [για τα δώρα εορτών], 2 παρ.1, 5 παρ.5 του A.N.539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 N.1346/1983, και 3 παρ.16 N.4504/1966 [για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας], των άρθρων 1,3 του Ν. 2112/1920, 2, 5 παρ.1, 6 παρ.8 του Ν.3198/1955, 74 παρ. 3 του ν. 3863/2010 12 της παρ. ΙΑ περ. 2 και 3 του Ν.4093/2012 [για την αποζημίωση απόλυσης] και των άρθρων 68, 70, 176 του Κ.Πολ.Δ., εκτός από το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο κατέστη μη νόμιμο μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, καθώς η προσωρινή εκτέλεση αναφέρεται μόνο στις καταψηφιστικές διατάξεις και, συνεπώς, οι αναγνωριστικές και διαπλαστικές αποφάσεις δεν είναι δεκτικές προσωρινής εκτελεστότητας (βλ. και ΕφΑΘ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986 . 706). Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, καθόσον μετά τον νόμιμο περιορισμό της δεν υπόκειται στην καταβολή δικαστικού ενσήμου.
Από την εκτίμηση των ενόρκων επ’ ακροατηρίω καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ένας από κάθε πλευρά), που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία λαμβάνονται υπόψην είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμα και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, μεταξύ των οποίων και οι νόμιμα προσκομιζόμενες, μετ’ επικλήσεως, φωτογραφίες, το περιεχόμενο των οποίων, μη αμφισβητούμενο ειδικότερα, αποδεικνύεται ως γνήσιο (άρθρ. 444 αριθμ. 3, 449 παρ. 2, 453 παρ. 1, 457 παρ. 1, 458 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 380/2010 ΝΟΜΟΣ), από την προσκομιζόμενη, με επίκληση, από την ενάγουσα, με αριθμό …, ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που δόθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου (βλ. την υπ’αριθ. … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Κ., σε συνδυασμό με την, από 19.02.2019, εξώδικη γνωστοποίηση – κλήση) και από την προσκομιζόμενη, με επίκληση, από τον εναγόμενο, με αριθμό …, ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία δόθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Γ. Σ., σε συνδυασμό με την, από 27.03.2019, κλήση προς την ενάγουσα), αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψην από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: η ενάγουσα απασχολήθηκε ως φωτογράφος, στην ατομική επιχείρηση που διατηρεί ο εναγόμενος με την επωνυμία Φ. …», επί της οδού Κ. Δ. 77, στον ……. Αττικής, η οποία έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών φωτογράφισης (φωτογραφίσεις και βιντεοσκοπήσεις κοινωνικών εκδηλώσεων, εκτύπωση φωτογραφιών κ.α.). Ειδικότερα, ο εναγόμενος αναλάμβανε εργολαβικά τη φωτογράφιση κοινωνικών εκδηλώσεων (γάμων, βαπτίσεων, εκδηλώσεων σωματείων κ.α.), κατόπιν σχετικής συμφωνίας με τους ιδιοκτήτες των κέντρων, στα οποία λάμβαναν χώρα οι εκδηλώσεις, στο πλαίσιο δε της δραστηριότητάς του αυτής απασχολούσε την ενάγουσα, χωρίς ωστόσο να δηλώνει την εργασία της στις αρμόδιες Αρχές. Συγκεκριμένα η ενάγουσα, η οποία είναι φωτογράφος, έκανε τις φωτογραφίσεις στις εκδηλώσεις που τις ανέθετε κάθε εβδομάδα ο εναγόμενος, ακολούθως δε έδινε το φιλμ προς εμφάνιση, είτε στον ίδιο τον εναγόμενο, είτε σε υπάλληλο αυτού, οι οποίοι μετέβαιναν στο κατάστημα του εναγομένου, όπου υπήρχε εργαστήριο φωτογραφικών εκτυπώσεων και αφού τις παραδίδονταν πλέον εκτυπωμένες οι φωτογραφίες, πωλούσε αυτές στους πελάτες του κέντρου. Η σχέση της ενάγουσας με τον εναγόμενο ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας, αφού ο τελευταίος παρείχε στην ενάγουσα δεσμευτικές εντολές ως προς τον τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας της και ήλεγχε τη συμμόρφωσή της προς αυτές, προσέτι δε είχε χορηγήσει σε αυτήν τον εξοπλισμό της εργασίας της, αφού είχε αγοράσει και της είχε παραδώσει τη φωτογραφική μηχανή που χρησιμοποιούσε για τις φωτογραφίσεις, αξίας 323,10€ (βλ. την από 19.12.2014 απόδειξη λιανικής πώλησης της εταιρείας Κωτσόβολος), ενώ παρείχε και τον λοιπό εξοπλισμό για την εκτύπωση των φωτογραφιών. Η ενάγουσα άλλωστε δεν είχε κάνει έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στη Δ.Ο.Υ., για την έκδοση δε αποδείξεων πώλησης των φωτογραφιών χρησιμοποιούσε το μπλοκ αποδείξεων της επιχείρησης του εναγομένου. Επίσης, άλλο στοιχείο που συνηγορεί υπέρ του πορίσματος περί ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων είναι το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν παρείχε τις υπηρεσίες της για λογαριασμό άλλων προσώπων ή ασκώντας ατομικά το επάγγελμα της φωτογράφου, αφού, όπως ανέφερε και ο μάρτυρας του εναγομένου, αυτή απασχολείτο σε σταθερή βάση σε εκδηλώσεις που τις ανέθετε ο εναγόμενος, επί 2-3 ημέρες εβδομαδιαίως, επομένως απασχολείτο κατ’ αποκλειστικότητα για λογαριασμό του εναγομένου, συνήθως από Παρασκευή έως και Κυριακή, οπότε και υπάρχει αντικείμενο για την εν λόγω εργασία. Τυχόν δε φωτογραφίσεις που περιστασιακά αναλάμβανε ατομικά, για συγγενικά ή φιλικά της πρόσωπα, δεν αναιρούν το ως άνω αποδεικτικό πόρισμα. Σημειωτέον δε ότι η ενάγουσα αμειβόταν ακόμη και εάν για κάποιον λόγο δεν γινόταν η φωτογράφιση την οποία είχε λάβει εντολή να εκτελέσει, όπως αποδεικνύεται από σχετικό μήνυμα του εναγομένου προς αυτήν, ήτοι τον κίνδυνο από τη ματαίωση του έργου τον έφερε ο εναγόμενος. Εξάλλου η ενάγουσα, μετά τη λήξη της εργασίας της στην επιχείρηση του εναγομένου δεν εργάστηκε ως φωτογράφος, όπως κατέθεσε επ’ ακροατηρίω η μητέρα της, αλλά εργάζεται πλέον σε αρτοποιείο, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι δεν είχε δική της ατομική πελατεία προκειμένου να συνεχίσει, μετά τη διακοπή της συνεργασίας της με τον εναγόμενο, να ασκεί το επάγγελμα της φωτογράφου. Ωστόσο, από το εισφερθέν στην παρούσα δίκη αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκαν ουσιώδη στοιχεία της επίδικης σύμβασης εργασίας και δη ο χρόνος κατάρτισης αυτής και ο συμφωνηθείς μισθός. Μόνη δε η κατάθεση της μητέρας της ενάγουσας ως προς τα στοιχεία αυτά, ως μη ενισχυόμενη από έτερο αποδεικτικό μέσο, δεν αποτελεί ικανό αποδεικτικό έρεισμα, προκειμένου να σχηματισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση ως προς τα ανωτέρω πραγματικά ζητήματα και επομένως, εφόσον η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης της ιστορικής βάσης της αγωγής της και δη των ουσιωδών στοιχείων της σύμβασης εργασίας της, τα οποία συνέχονται άμεσα με όλα τα αγωγικά κονδύλια, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί, ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (179, 191§2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 23 Οκτωβρίου 2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ