ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
333/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Δέδε Σοφία.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 02-04-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο Κ. Άργους και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Αγγελικής Νικολουδάκου με Α.Μ. … του Δ.Σ. Ναυπλίου.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Δ. Μ., κατοίκου Θεσσαλονίκης (…), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Μιχαήλ Ιωαννίδη με Α.Μ. … του Δ.Σ. Πειραιώς.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 24-12-2012 και με αριθμό κατάθεσης 12013/370/2012 αγωγή του κατά της εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 13/2017 οριστική απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 14-1-2019 έφεση της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 419/16/2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 13/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, 82 ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, (495 παρ. 1 και 2, 498, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 περ. α, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4335/2015, ενόψει του άνω χρόνου άσκησης της έφεσης), εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που με επιμέλεια της εκκαλούσας – εναγομένης πραγματοποιήθηκε στις 20-12-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. …/20-12-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου Ι. Κ.), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3994/2011, σε συνδ. με το άρθρο 51 παρ. 1γ Ν. 2172/1993). Είναι επομένως, παραδεκτή, καθόσον αφορά εργατική διαφορά για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 495§4 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, εκθέτει ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που κατήρτισε στον Πειραιά στις …-2011 με την εναγομένη, ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του Α΄ Μηχανοδηγού και υπό τους όρους που θέτει η ελληνική ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501-3.000 κ.ο.χ., στο υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο «…», πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας, η δε ναυτολόγησή του διήρκησε μέχρι τις …-2012, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Βόλου μετά από αμοιβαία συμφωνία. Ότι οι δεδουλευµένες αποδοχές που του κατέβαλε η πλοιοκτήτρια εταιρεία, ως εργοδότρια του ήταν κατώτερες των νομίμων αποδοχών που ορίζονταν από την οικεία ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Ζητούσε δε ακολούθως, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, ως διαφορές αποδοχών και επιδοµάτων για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης του στο ως άνω πλοίο, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή, το συνολικό ποσό των το ποσό των 8.172,06 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 13/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, η εναγομένη άσκησε την υπό κρίση έφεση της, με λόγο εφέσεως, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο, που δίκασε πρωτοδίκως την αγωγή, από κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεν κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και γι’ αυτό ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση της, να εξαφανισθεί η ανωτέρω υπ’ αριθ. 7/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, να απορριφθεί η αγωγή του και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική της δαπάνη.
Στο άρθρο 33 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι διαφορές που αφορούν την ύπαρξη, το κύρος δικαιοπραξίας και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν απ’ αυτήν μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της κατάρτισής της ή της εκπλήρωσης της παροχής. Από τη δικονομική αυτή διάταξη, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της κατάρτισης της δικαιοπραξίας ή σύμβασης, εισάγονται και οι αγωγές που εγείρονται για κάθε πληρωμή μη κανονικής εκπλήρωσης της παροχής και για την εκπλήρωση οποιασδήποτε άλλης παροχής ή αξίωσης αποζημίωσης, που προβλέπεται από το νόμο και είναι συναφής με τις συμβατικές υποχρεώσεις των συμβαλλομένων. Ο προσδιορισμός, όμως, του τόπου όπου έχει καταρτισθεί η σύμβαση προκύπτει από την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 185 έως 194 του ΑΚ, από τις οποίες το άρθρο 192 ορίζει ότι η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει σ’ αυτόν που την πρότεινε η δήλωση αποδοχής της πρότασης αυτής, μάλιστα στο άρθρο 193 υπάρχει εξαίρεση από τον κανόνα αυτό, στην οποία η σύμβαση μπορεί να συντελεσθεί με μόνη την αποδοχή, αν από το περιεχόμενο της πρότασης ή από τα συναλλακτικά ήθη ή από τις ειδικές περιστάσεις συνάγεται ότι δεν είναι ανάγκη να περιέλθει η αποδοχή σ’ αυτόν που έκανε την πρόταση (βλ. ΑΠ 720/1986 ΕΝαυτΔ 16 508, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο» εκδ. 1990 σελ. 289). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 39, 53 και 54 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολογήσεως μέλους πληρώματος καταρτίζεται με τον πλοίαρχο, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες του πλοιοκτήτη του πλοίου ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, αφορά δε την εργασία του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο. Για να συντελεσθεί όμως η ναυτολόγηση απαιτείται, επιπλέον, η καταχώρηση της σύμβασης στο ναυτολόγιο του πλοίου και η επιβίβαση του ναυτικού στο πλοίο και η ανάληψη των καθηκόντων του. Αν η σύμβαση δεν καταχωρηθεί στο ναυτολόγιο είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάστηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο. Από τη ναυτολόγηση διαστέλλεται η συμφωνία που συνάπτεται πριν απ’ αυτή, μεταξύ του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, σχετικά με τη μελλοντική επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο, κατά την οποία συμφωνείται να επιβιβαστεί αυτός στο πλοίο και να ναυτολογηθεί μέσω του πλοιάρχου. Η συμφωνία αυτή αποτελεί ιδιότυπη οριστική σύμβαση, που αποκαλείται «προσύμφωνο σύμβασης ναυτολόγησης», η οποία παράγει αποτελέσματα και δεν απαιτείται γι’ αυτή η τήρηση τύπου (βλ. ΑΠ 168/1999 ΕΝαυτΔ 27 278, ΕφΠειρ 345/2002 ΠειρΝ 2002 199, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 1ος σελ. 297-299). Περαιτέρω, το προσύμφωνο είναι η σύμβαση, με την οποία οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να καταρτίσουν στο μέλλον άλλη ορισμένη σύμβαση, τη λεγόμενη οριστική ή κύρια σύμβαση. Παρέπεται εξ αυτού, ότι το προσύμφωνο είναι η προπαρασκευαστική, αυτοτελής, αυθύπαρκτη, ενοχική και υποσχετική σύμβαση, με την οποία αναλαμβάνεται η υποχρέωση για σύμπραξη στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, για να είναι δε έγκυρο πρέπει να περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία της κύριας σύμβασης (ΑΠ 772/2014, ΑΠ 2356/2009, 597/2007). Η σύναψη του προσυμφώνου είναι συνήθης στην πράξη, (και) όταν η κατάρτιση τη οριστικής σύμβασης δεν είναι ώριμη, από λόγους νομικούς ή πραγματικούς, ή δεν την επιθυμούν ακόμη τα μέρη, είναι δε ζήτημα ερμηνείας των δηλώσεων βουλήσεως των μερών, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση θελήθηκε οριστική δέσμευση ή απλώς επιδιώχθηκε μια προπαρασκευαστική δέσμευση, με σκοπό να εξασφαλιστεί η κατάρτιση στη συνέχεια της οριστικής σύμβασης (Κ. Παντελίδου: Το προσύμφωνο στη θεωρία και στην πράξη, 2012, σελ.1). Επίσης, επί του προσυμφώνου έχουν αναλογική εφαρμογή οι για τις συμβάσεις γενικές διατάξεις (ΑΠ 568/2014 Νόμος, 152/2001 ΕλΔικ 42.1635), πλην, όμως, αυτός που αποκτά δικαιώματα από το προσύμφωνο δεν δικαιούται να αξιώσει από τον άλλο συμβαλλόμενο ό,τι δικαιούται να απαιτήσει βάσει της οριστικής σύμβασης (ΑΠ 1195/14 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση αθέτησης της υποχρεώσεως για τη σύναψη της οριστικής σύμβασης, παρέχεται στο αντισυμβαλλόμενο μέρος αγώγιμη αξίωση για καταδίκη του υπόχρεου σε δήλωση βουλήσεως για την κατάρτιση της προσυμφωνημένης δικαιοπραξίας, οπότε με την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης θεωρείται, αυτοδικαίως και κατά νομικό πλάσμα, ως γενομένη η δήλωση βουλήσεως και τελεσμένη η προσυμφωνημένη δικαιοπραξία (ΑΠ 772/14 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Όμως, ο από το προσύμφωνο δανειστής δεν μπορεί να αξιώσει την προς αυτόν καταβολή της παροχής της κύριας σύμβασης, ούτε και να ασκήσει δικαιώματα απορρέοντα από τη μη κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, και, συνεπώς, αν ασκήσει τέτοια αγωγή, αυτή απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμη (ΕφΑθ 2743/86 ΕλΔικ 1986.699, ΕΑ 9142/83 ΕλΔικ 1984.369). Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα – εναγομένη, με τον πρώτο λόγο της έφεσης της επαναφέρει τον ισχυρισμό της ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ήταν κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής και ότι αρμόδιο είναι το Δικαστήριο της περιφέρειας της έδρας της, όπου, όπως ισχυρίζεται, καταρτίσθηκε η εν λόγω σύμβαση ναυτικής εργασίας. Όπως αποδεικνύεται η ως άνω σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος συντελέσθηκε στο Αλιβέρι Ευβοίας, όπου ναυλοχούσε το προαναφερθέν πλοίο, με την επιβίβαση και ανάληψη υπηρεσίας στο πλοίο αυτό από τον ενάγοντα, γεγονός που δεν αρνείται ειδικώς ο εφεσίβλητος-ενάγων. Αντιθέτως, το προσύμφωνο της σύμβασης ναυτολόγησης, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος καταρτίσθηκε στον Πειραιά. Ωστόσο, ο τόπος κατάρτισης του προσυμφώνου θεμελιώνει την κατά τόπον αρμοδιότηταμ κατ’ άρθρο 33 ΚΠολΔμ μόνον ως προς τις διαφορές που ανακύπτουν από την μη τήρηση του, ήτοι τις συνέπειες από την μη εκπλήρωση της υποχρέωσης κατάρτισης της οριστικής σύμβασης καθώς και την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως. Ο ενάγων που απέκτησε δικαιώματα από το εν λόγω προσύμφωνο ναυτολόγησης δεν δικαιούται να αξιώσει από την εναγομένη ό,τι δικαιούται να απαιτήσει βάσει της οριστικής σύμβασης εργασίας που καταρτίσθηκε μεταγενέστερα, διότι το προσύμφωνο αποτελεί αυτοτελή, αυθύπαρκτη σύμβαση, με την οποία αναλαμβάνεται η υποχρέωση για σύμπραξη στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης για τον ενάγοντα. Επομένως, εφόσον ο από το προσύμφωνο δανειστής δεν μπορεί να αξιώσει την προς αυτόν καταβολή της παροχής της κύριας σύμβασης, ούτε και να ασκήσει δικαιώματα απορρέοντα από τη μη κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, ο τόπος κατάρτισης του ιδρύει τη συντρέχουσα δωσιδικία της δικαιοπραξίας μόνο ως προς τις διαφορές που ανακύπτουν από τη μη τήρηση του. Αντιθέτως, για τις διαφορές που γεννώνται από τη λειτουργία της οριστικής σύμβασης εργασίας καθοριστικός είναι ο τόπος κατάρτισης και εκπλήρωσης της σύμβασης αυτής, ο οποίος είναι δυνατόν να διαφέρει από εκείνον του προσυμφώνου. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, η ένδικη αγωγή υπάγεται στην κατά τόπον αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου Άργους Αργολίδας όπου βρίσκεται η έδρα της εναγομένης εταιρείας, δεδομένου ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί η συντρέχουσα αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς με βάση τη δωσιδικία της δικαιοπραξίας σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν. Εξάλλου, για τις ναυτικές διαφορές εκτός Νομού Αττικής, θεμελιώνεται συντρέχουσα αρμοδιότητα, κατ’ άρθρο 51 παρ.2 εδ.β΄ Ν.2172/1993, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παρ.17 του ένατου άρθρου 1 Ν.4335/2015, του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς, δεδομένου ότι συγκροτούνται από δικαστικούς λειτουργούς με μακρά εμπειρία στον χειρισμό υποθέσεων ναυτεργατικού δικαίου και όχι του Ειρηνοδικείου της αντίστοιχης δικαστικής περιφέρειας. Υπό τα άνω περιστατικά, αποκλειστικά αρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο για να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή είναι το Ειρηνοδικείο Άργους Αργολίδος και όχι το Ειρηνοδικείο Πειραίως, όπως έκρινε η εκκαλούμενη, απορρίπτοντας σιωπηρώς, την προσηκόντως προβληθείσα, σχετική ένσταση της εναγομένης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Δεχόμενη η εκκαλούμενη τα αντίθετα, έσφαλε και δεν εφάρμοσε ορθά το νόμο, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεσή της, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.
Συνεπώς, πρέπει να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 2 εδ. α` και β` ΚΠολΔ), που δεν υπάγεται στην περιφέρεια του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, για να μην απολέσουν οι διάδικοι την (ουσιαστική) κρίση του πρώτου βαθμού, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των παραπάνω κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν εν προκειμένω, ήταν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε χωρίς να απαιτείται λόγω της εργατικής φύσης της διαφοράς (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 14-1-2019 και με αριθμό κατάθεσης 419/16/2019 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 13/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών).
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κηρύσσει το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Ειρηνοδικείο Πειραιώς) αναρμόδιο κατά τόπον να δικάσει την από 24-12-2012 και με αριθμό κατάθεσης 12013/370/2012 αγωγή.
Παραπέμπει την ως άνω αγωγή στο αρμόδιο κατά τόπο Ειρηνοδικείο Άργους Αργολίδος.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του υπ’ αριθ. … παραβόλου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις
, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ