ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 370/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ειδική διαδικασία περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Της Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία …), που εδρεύει στον Χ. Αττικής, οδός …, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, 2) Πέτρου Ευγένιου του Δημητρίου, κατοίκου Χ. Αττικής, οδός …, νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «…», με ΑΦΜ … και 3) Ο. Κ. του Λ., χήρας Δ. Ε., κατοίκου Χ. Αττικής, οδός …, με ΑΦΜ …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεοδώρα Κρητικοπούλου του Λ. (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικο Α…., η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/20.9.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, …, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δημήτριο Βολτή (ΑΜ/ΝΣΚ …), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, και 2) Της Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΤΑΔ Α.Ε.», με Α.Φ.Μ. 0945…54, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Βουλής αριθ. 7, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αντωνία Κιάτου του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΑ 30722), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. Α287123/16.9.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 15.5.2019 με Γ.Α.Κ. 4822/2019 και με Ε.Α.Κ. 2383/2019 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και ο δικαστικός πληρεξούσιος του Ν.Σ.Κ. ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 94 Σ συνάγεται ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν υπαχθεί μέχρι τότε και μνημονεύονται ενδεικτικά στην παράγραφο 2, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι υπό στοιχείο ια’ διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (ν.δ. 356/1954). Όμως, δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας όλες ανεξαιρέτως οι διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία είσπραξης των δημοσίων εσόδων, διότι είναι δυνατόν να προέρχονται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του οφειλέτη του Δημοσίου ή των λοιπών προσώπων στα οποία εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ. Κριτήριο για να θεωρηθεί μία τέτοια διαφορά ως διοικητική ή ιδιωτική, αποτελεί η φύση της απαίτησης που αποδεικνύεται από τον τίτλο του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης. Αν η απαίτηση είναι ιδιωτικού δικαίου, τότε και η διαφορά που ανακύπτει κατά την επιδίωξη της αναγκαστικής είσπραξής της είναι ιδιωτική, χωρίς η φύση της να μεταβάλλεται από την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της διοίκησης και την είσπραξή της από το δημόσιο ταμείο (βλ. ΑΕΔ 8/1989 ΕλλΔνη 30.1148), οπότε για την εκδίκασή της έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια (βλ. ΑΠ 210/1996, ΕφΘεσ 3138/2004, ΜονΕφΠατρ 162/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOΣ). Περαιτέρω, η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών φέρει τον χαρακτήρα σύμβασης μίσθωσης ακινήτου διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ, εφαρμοζομένου επιπρόσθετα του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 29/ 10.2.2003), και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄ 1323/16.9.2003), και έχει, επομένως, ισχύ νόμου (βλ. ΕφΠειρ 126/2017 ΔΕΕ 2017.801, ΜονΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ NOMOΣ). ΙΙ. Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Εξάλλου, το άρθρο 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ΝΔ 356/1974), ορίζει: «Επί δικών του παρόντος νομοθετικού διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ’ ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών». Κατά δε το άρθρο 5 §§ 1, 2 του Δ/τος της 26 Ιουνίου – 10 Ιουλίου 1944 «περί Κώδικος των Νόμων περί δικών του Δημοσίου»: «1. Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών … γενόμεναι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας. 2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπήται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργόν των Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης…». Ήδη δε το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 94/27.5.2016) ορίζει ότι «1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η “Αρχή”), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και είσπραξη των φορολογικών […] δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», ενώ το 36 ορίζει ότι: «Η Αρχή [Α.Α.Δ.Ε.] εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α΄, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ΝΔ 356/1974 (Α΄ 90). Η προβλεπομένη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ΝΔ 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσο στον Υπουργό Οικονομικών και ήδη στον Διοικητή Α.Α.Δ.Ε., όσο και στο αρμόδιο όργανο, δηλαδή τον Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου, και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και στον Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (πρβλ. Α.Ε.Δ. 27/2004 ΔΕΕ 2005.1101, ΑΠ 1274/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1515/2010 ΕλλΔνη 2011.451· βλ. και ΜΠρΡόδ 101/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 1166/2018 NoB 2019.512).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή, όπως το περιεχόμενό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εκτίθεται ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο η Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, κατόπιν της από 31.12.2018 κατάστασης βεβαίωσης με χρηματικό κατάλογο με την ορθή επανάληψη της υπ’ αριθ. …/28.12.2018 απόφασης περί βεβαίωσης προς είσπραξη από το Δημόσιο Ταμείο οφειλής, που της απέστειλε η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «….», εξέδωσε την υπ’ αριθ. Α.Τ.Β. …/28.3.2019 ταμειακή βεβαίωση για το ποσό των 20.519,25 ευρώ, για τέλη ελλιμενισμού κατά τη χρονική περίοδο 2013 έως ….2018 στη Μαρίνα Αλίμου του με Αριθμό Νηολογίου … σκάφους αναψυχής «…», ιδιοκτησίας της πρώτης ανακόπτουσας, καθώς και τις υπ’ αριθ. … και …/10.4.2019 ατομικές ειδοποιήσεις χρεών, τις οποίες απέστειλε αντίστοιχα στην πρώτη και την τρίτη των ανακοπτόντων. Με βάση αυτό το ιστορικό, οι ανακόπτοντες ζητούν, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, την ακύρωση των υπ’ αριθ. …/10.4.2019 και …/10.4.2019 ατομικών ειδοποιήσεων της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, της με Α.Τ.Β. …/28.3.2019 ταμειακής βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και του χρηματικού καταλόγου που τη συνοδεύει. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, διότι ο τίτλος βάσει του οποίου εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίζεται σε έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, και, ειδικότερα, σε σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους της πρώτης ανακόπτουσας στη Μαρίνα Αλίμου, η οποία (σύμβαση) φέρει τον χαρακτήρα μίσθωσης ακινήτου, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετα υποστηριζόμενων από τη δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή. Περαιτέρω, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ., 591 ΚΠολΔ) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρο 73 ΚΕΔΕ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3Α Ν. 2172/1993). Ωστόσο, η υπό κρίση ανακοπή, με την οποία ανοίγεται δίκη σχετική με την είσπραξη δημοσίων εσόδων (Ν.Δ. 356/1974 – ΚΕΔΕ), τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον δεν έχει επιδοθεί στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., προϋπόθεση που ερευνάται κατά τα προαναφερόμενα αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/24.5.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Δ. Χ., και την υπ’ αριθ. …/24.5.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ι. Ε., που προσκομίζουν οι ανακόπτοντες, η ένδικη ανακοπή επιδόθηκε αντίστοιχα στον Υπουργό των Οικονομικών και στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, ενώ, κατά τα αναφερόμενα στη δεύτερη νομική σκέψη, απαιτείται επίδοση, αντί για τον Υπουργό των Οικονομικών, στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., με συνέπεια να μην έχει ολοκληρωθεί η επίδοση και, συνακόλουθα, η άσκηση της ανακοπής, τούτο δε άνευ βλάβης του Δημοσίου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί. Περαιτέρω, πρέπει οι ανακόπτοντες, λόγω της ήττας τους, να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, τα οποία ορίζονται μειωμένα (άρθρα 176, 180 παρ. 1 ΚΠολΔ, 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και 206 εδ. α΄ Ν. 4389/2016), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των καθ’ ων η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για κάθε καθ’ ου η ανακοπή.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, των πληρεξούσιων δικηγόρων τους και του δικαστικού πληρεξούσιου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ