ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3566 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και από τη Γραμματέα Δαμίγου Πετρούλα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 24-9-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Δ. Λ., Δ. Λ., το γένος Β. Μ., κατοίκου Π. Φ. Α. (οδός Σ. . 62) με ΑΦΜ … η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Πάριδος Καραμήτσιου.
ΤΟΥ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Α. Κ. Β., κατοίκου …… ( Φ. . 70) με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του Γρηγορίου Τιμαγένη και Ιορδανίδου Αρσενίας – Ευαγγελίας – Χλόης.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 4-9-2019 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7709/3889/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.
Ο κυρίως παρεμβαίνων ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-9-2019 κύρια παρέμβαση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 8085/4067/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση η από 4-9-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7709/3889/2019 αίτηση, καθώς και η από 16-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης 8085/4067/2019 κύρια παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, εφόσον εκκρεμούν ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 246 και 741 του ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα, που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” νοείται κατά τη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, στον οποίο (τόπο) συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του και στον οποίον ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Έτσι, οι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι”. Τούτο, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί: α) εταιριών των Η.Π.Α., συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του ν. 2893/1954, β) εταιριών συσταθεισών συμφώνως προς την νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, η οποία έχει κυρωθεί δια του άρθρου πρώτου του ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 1 του ν.791/1978, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό Ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, οι οποίες διέπονται ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται, κατά το καταστατικό τους, η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Σημειωτέον ότι, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 του ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διεχειρίζοντο γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας, χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία ως άνω (υπό στοιχείο γ’ ) εξαίρεση (άρθρα 1 του ν. 791/1978 και 25 του ν. 27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του ν. 2234/1994, 11Δ του ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεών τους και δ) ναυτιλιακών εταιριών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ’ ) εξαίρεση (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 201/2014, 803/2010, 812/2008, ΑΠ 186/2008). Επομένως, αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες, που έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν εγκατασταθεί & αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων, ούτε ήταν ποτέ πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων με ελληνική σημαία δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω ρυθμίσεις και, επειδή δεν συστήθηκαν συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, είναι άκυρες ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν στην Ελλάδα και αυτές ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι” (ΑΠ 803/2010). Εάν ανακληθεί η άδεια εγκαταστάσεως των υπό στοιχείο δ` εταιριών, οι εν λόγω εταιρίες, από της δημοσιεύσεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της σχετικής υπουργικής αποφάσεως, εφ` όσον συνεχίζεται η λειτουργία αυτών, επειδή δεν έχουν συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ομόρρυθμοι εν τοις πράγμασι και τα μέλη της διοικήσεως και οι μέτοχοι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, δεν επάγεται, όμως, το αυτό αποτέλεσμα η ανάκληση της τυχόν υφισταμένης αδείας εγκαταστάσεως των υπό στοιχεία ά, β` και γ` εταιριών ή η ανάκληση της υφισταμένης αδείας εγκαταστάσεως των υπό στοιχείο ε` εταιριών, αφού η εγκατάσταση των υπό στοιχεία α`, β` και γ` εταιριών και η ενεστώσα εγκατάσταση των υπό στοιχείο ε` εταιριών εντός της ημεδαπής δεν αποτελεί προϋπόθεση της αναγνωρίσεως των εν λόγω νομικών προσώπων ως διεπομένων ως προς την σύσταση, την νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της καταστατικής έδρας αυτών (ΕφΠειρ 701/2013 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος).
Η αιτούσα με την υπό κρίση αίτηση της εκθέτει ότι ο Α. Κ. τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος και κάτοχος του 75% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας …», στην οποία και η ίδια μετέχει, αφού κατέχει το υπόλοιπο 25% των μετοχών της. Ότι η εταιρεία αυτή έχει συσταθεί κατά το εταιρικό δίκαιο των νήσων Μ., όπου και τύποις, κατά το καταστατικό της, εδρεύει, αν και η πραγματική έδρα της βρίσκεται στον ….. είχε δε λάβει άδεια να εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα με βάση το άρθρο 25 το Ν. 27/1975 δυνάμει της υπ’ αριθμ. 3122.1/3717/24055/21.8.2003 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας. Ότι η άδεια εγκατάστασης ανακλήθηκε το Δεκέμβριο του έτους 2010 δυνάμει της υπ’ αριθ. … όμοιας Υπουργικής απόφασης, δημοσιευθείσας στο ΦΕΚ 1876/Β/01.12.2010. Ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Α. Κ. με το υπ’ αριθ. … βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά παραπέμφθηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για την πράξη της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση του ποσού των 490.004,59 ευρώ από την περιουσία της εταιρείας που εκπροσωπούσε. Εκθέτει περαιτέρω ότι υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων του Α. Κ., προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας προς την ίδια την εταιρεία, δεδομένου ότι δυνάμει του άρθρου 464 ΠΚ, η τελευταία ως φορέας του εννόμου αγαθού που προσβλήθηκε με την υπεξαίρεση μέρους της περιουσίας της, πρέπει να υποβάλει πλέον έγκληση σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη περαιτέρω την άρνηση των λοιπών μελών του διοικητικού συμβουλίου να υποβάλουν τη σχετική έγκληση, ζητεί να διορισθεί από το δικαστήριο τούτο προσωρινός διαχειριστής ο Χρήστος Λουτράδης του Δημητρίου, προκειμένου να υποβάλει για λογαριασμό της εταιρείας δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά ότι επιθυμεί την πρόοδο της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά του κατηγορουμένου Α. Κ. του Βασιλείου για το αδίκημα της υπεξαίρεσης καθώς και να ασκήσει σε βάρος του και για λογαριασμό της εταιρείας αγωγή ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων με αίτημα την απόδοση του ποσού των 480.004,59 ευρώ, διαφορετικά να διορισθεί προσωρινή διοίκηση της εταιρείας. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η εταιρεία, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα (άρθρα 68, 739, 740 εδ. α`, 786 ΚΠολΔ όπως ισχύουν, τροποποιηθέντα αρχικά με το άρθρο 65 παρ. 4,5 του Ν.4139/2013, και εκ νέου αντικατασταθέντα από το άρθρο 1 άρθρο έκτο παρ.2 Ν.4335/2015, 25 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρου 51 παρ. 1β, 3 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην υπό κρίση αίτηση, η εταιρεία με την επωνυμία …, με αντικείμενο δραστηριότητας της μεσιτεία σε ναύλους, είχε νόμιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή και, επομένως, υπάγεται και αυτή στις ρυθμίσεις του Ν. 791/1978. Τούτο σημαίνει ότι το κύρος της συστάσεώς της πρέπει να κριθεί κατά το δίκαιο των Μ., δηλαδή κατά το δίκαιο της καταστατικής της έδρας και όχι κατά το ελληνικό δίκαιο. Κατά το δίκαιο των Μ. η εταιρεία αυτή έχει εγκύρως συσταθεί ως εταιρεία κατά μετοχές, δηλαδή ως κεφαλαιουχική εταιρία. Επομένως, δεν τίθεται καταρχήν ζήτημα ακύρως κατά το ελληνικό δίκαιο συσταθείσας κεφαλαιουχικής εταιρίας, επειδή δεν τήρησε τις γηγενείς διατυπώσεις δημοσιότητας και επειδή είχε αναπτύξει συναλλακτική δραστηριότητα και για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία. Εξάλλου, η αιτούσα δεν αναφέρει στο δικόγραφο της αίτησης ότι η ως άνω ναυτιλιακή εταιρεία, μη πλοιοκτήτρια ή διαχειρίστρια πλοίων υπό ελληνική σημαία, συνέχιζε να εμφανίζει συναλλακτική δραστηριότητα και μετά την ανάκληση της άδειας εγκατάστασης της, προκειμένου να θεωρηθεί ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι εταιρεία. Για το λόγο αυτό θα κριθεί με βάση το δίκαιο της καταστατικής έδρας τόσο η σύσταση όσο και η λύση της, καθώς και η ικανότητα δικαίου της εταιρείας αυτής. Ομοίως η διαδικασία της εκκαθάρισης επειδή ρυθμίζει το ζήτημα της ικανότητας δικαίου του νομικού προσώπου διέπεται από το δίκαιο της καταστατικής έδρας της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας που ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα. Αντιθέτως, τα λοιπά, πλην του κύρους της ίδρυσης, της αναγνώρισης της νομικής προσωπικότητας και της ικανότητας δικαίου της αλλοδαπής εταιρείας, ζητήματα εταιρικής φύσεως, όπως η αντιπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, η ευθύνη των διαχειριστών της και των εκπροσώπων της, κρίνονται κατά το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό. Κατόπιν τούτων η αίτηση κρίνεται νόμιμη ως προς το αίτημα να διορισθεί προσωρινός ειδικός εκπρόσωπος για το σκοπό που εκτέθηκε και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 104 και 105 του Νόμου περί Επιχειρηματικών Εταιρειών των Μ. ως προς το ζήτημα της σύστασης και της λύσης της εταιρείας, καθώς και στις προμνησθείσες στην ως άνω μείζονα σκέψη διατάξεις ως προς την αντιπροσωπευτική ικανότητα του προσωρινού ειδικού εκπροσώπου. Αντιθέτως, το επικουρικό αίτημα για διορισμό προσωρινής διοίκησης είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι πλασματική έλλειψη διοίκησης σε κεφαλαιουχική εταιρεία υφίσταται όταν καθίσταται αδύνατη η λήψη εταιρικών αποφάσεων λόγω διενέξεων και διαφωνιών μεταξύ περισσότερων μελών του Δ.Σ. και όχι αν διαφωνούν για τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων από το πρόεδρο του Δ.Σ. Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη πρέπει η αίτηση να κριθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ο παρεμβαίνων με την από 16.9.2019 κύρια παρέμβασή του ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως περί διορισμού προσωρινού – ειδικού αντιπροσώπου της εταιρείας …» με σκοπό να υποβάλει την έγκληση σε βάρος του ιδίου για την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας ως κατηγορουμένου για το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου μεγάλης αξίας και την άσκηση σε βάρος του και για λογαριασμό της εταιρείας αγωγής ενώπιον των Πολιτικών Δικαστηρίων. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η κρινομένη κύρια παρέμβαση παραδεκτώς ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο προκειμένου ο παρεμβαίνων να λάβει την ιδιότητα του διαδίκου, δεδομένου ότι ο ορισμός από το δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά την κατάθεση της αίτησης, απλώς της προθεσμίας για την τυχόν κοινοποίησή της στον καθ’ ου για να ασκήσει παρέμβαση ή για να προστατεύσει κατ’ άλλο, ενδεχομένως τρόπο τα πιθανά συμφέροντά του, δεν συνιστά ή δεν μπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ κλήτευση με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ώστε να προσδίδει στον καθ’ ου η αίτηση ιδιότητα διαδίκου (ΑΠ 1275/2001, ΑΠ 1305/1994, ΕφΑΘ 813/2010, ΕφΠειρ 798/2010, ΜΕφ 211/2016, ΜονΠρωτΚαρδ 16/2012, ΜονΠρωτΒολ 68/2009 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η κύρια παρέμβαση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 31 παρ. 1, 786 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 69 ΑΚ, 79, 752 παρ. 1 και 786 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Από όλα τα προσκομιζόμενα με νόμιμη επίκληση έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια της αρχής της ελεύθερης απόδειξης και του ανακριτικού συστήματος, που εφαρμόζεται στην παρούσα διαδικασία, της εκούσιας δικαιοδοσίας, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς ωστόσο, κανένα να παραλείπεται για την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση της Π. Κ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζωής Βενίτη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: Η εταιρεία … συστήθηκε στις 23 Ιουλίου του έτους 2003 σύμφωνα με τους νόμους των Μ. ως επιχειρηματική ναυτιλιακή εταιρεία με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη ναυλομεσιτεία. Η εταιρεία αυτή εδρεύει κατά το καταστατικό της Μ., στην πραγματικότητα όμως στον ……..όπου και εγκατέστησε γραφείο δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/3717/24055/21.08.2003 κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας με βάση το άρθρο 25 του Ν. 27/1975. Σύμφωνα με το Πρακτικό Πρώτης Συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας η οποία συνήλθε στον Πειραιά στις 24-7-2003, ο Α. Κ., ο οποίος διαθέτει το πλειοψηφικό μερίδιο των μετοχών ορίσθηκε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος. Στη συνέχεια η αιτούσα Δ. Λ. απέκτησε μειοψηφικό μερίδιο των μετοχών της εταιρείας αυτής και κατέστη μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Η άδεια εγκατάστασης της εταιρείας αυτής ανακλήθηκε τον Δεκέμβριο του έτους 2010, ενώ διαγράφθηκε από το μητρώο εταιρειών των Μ. τον Ιανουάριο του έτους 2011. Επομένως, εφόσον η αιτούσα δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύεται η ύπαρξη συναλλακτικής δραστηριότητας κατά το χρόνο της ανάκλησης της άδειας εγκατάστασης της άνω εταιρείας, προκειμένου να εκτιμηθεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία, η τελευταία έχει λυθεί με βάση το δίκαιο των Μ. και βρίσκεται σε καθεστώς εκκαθάρισης, όπως εκτέθηκε στη προηγούμενη σκέψη. Ωστόσο, στο ελληνικό δίκαιο η διάρκεια της εκκαθάρισης δεν προκαθορίζεται και κατά συνέπεια αυτή διαρκεί μέχρι την εκπλήρωση του σκοπού της. Χρονικοί περιορισμοί που τίθενται με ειδικές διατάξεις για ορισμένες μορφές νομικών προσώπων δεν συνεπάγονται αυτοδίκαιη λύση της νομικής προσωπικότητας σε περίπτωση υπέρβασης τους, αλλά ερμηνεύονται ως οδηγίες του νομοθέτη προς τον εκκαθαριστή, η παράβαση των οποίων ενδέχεται να θεμελιώνει ευθύνη του για αποζημίωση των δανειστών η μελών του νομικού προσώπου. Γίνεται δεκτό μάλιστα ότι, ακόμη και όταν θεωρηθεί περατωθείσα η εκκαθάριση αυτή «αναβιώνει» και συνεχίζεται μόλις αποκαλυφθεί η ύπαρξη και άλλων στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού, λ.χ. μια αγώγιμη αξίωση ή οφειλή του νομικού προσώπου. Στην αντίθετη περίπτωση, επειδή η διαδικασία της εκκαθάρισης αποσκοπεί στην προστασία των δανειστών του νομικού προσώπου, τα συμφέροντα αυτών θα έμεναν έκθετα είτε λόγω κακής διαχείρισης και συντήρησης της περιουσίας του νομικού προσώπου, η οποία μόνον υπόκειται προς ικανοποίηση των δανειστών. Ως εκ τούτου η διάταξη του άρθρου 72 ΑΚ, δηλαδή ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της εκκαθάρισης μετά τη λύση του νομικού προσώπου και η απεριόριστη χρονικά διάρκεια της, αποτελεί κανόνα δημοσίας τάξεως (βλ. Δημ. Γιαννόπουλο, Γενικαί Αρχαί Αστικού Κώδικος, Ερμ. κατ’ άρθρον, τ. Α, άρθρο 72, σελ. 194). Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 33 ΑΚ (διεθνής δημόσια τάξη) η διάταξη του αλλοδαπού δικαίου, εν προκειμένω των Μ., που θέτει χρονικό όριο στη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης αντίκειται στην ελληνική δημόσια τάξη με την οποία συνδέεται στενά η κρινόμενη βιοτική σχέση (Βρέλλης, ΙΔΔ, σ. 128, 129) και για το λόγο αυτό κρίνεται ανεφάρμοστη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα υπέβαλε την από … μήνυση σε βάρος του Α. Κ., ο οποίος με το υπ’ αριθ. … βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς ως υπαίτιος του ότι εντός του χρονικού διαστήματος από τις 24-8-2005 έως τις 10-8-2007, με την ιδιότητα του Προέδρου/ Διευθυντή του Δ.Σ. της υπεράκτιας εταιρείας με την επωνυμία …» υπεξαίρεσε από το ταμείο της τελευταίας το συνολικό ποσό των 480.004,59 ευρώ, το οποίο ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας υποβολής έγκλησης καθώς και κατάθεσης αγωγής από την υπό εκκαθάριση εταιρεία σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της, αναβιώνει η εκκαθάριση για τον σκοπό αυτό. Κατόπιν τούτων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας είναι υπόδικος για το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης σε βάρος της περιουσίας της εταιρείας που εκροσωπούσε και υπόλογος έναντι του νομικού προσώπου για παραβίαση της αρχής της πίστεως (actio pro socio), το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει λόγος να διορισθεί προσωρινός ειδικός εκπρόσωπος. Το προτεινόμενο πρόσωπο είναι συγγενικό πρόσωπο της αιτούσας, έχει δε ως εκ τούτου γνώση και εμπειρία των υποθέσεων της. Μεταξύ των διαδίκων όμως έχουν δημιουργηθεί έντονες προστριβές, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε δικαστική αντιδικία, κυρίως μετά την υποβολή μηνύσεως από την αιτούσα σε βάρος του κυρίως παρεμβάντος, για την πράξη της υπεξαίρεσης, σε σχέση με υποθέσεις που αφορούν την διοίκηση της εταιρείας, κατηγορίες για τις οποίες όπως ήδη εκτέθηκε παραπέμφθηκε ως κατηγορούμενος ο Α. Κ.. Ο διορισμός του Χ. Λ. ως ειδικού εκπροσώπου – εκκαθαριστή, όπως αυτή ζητεί, δεν ενδείκνυται, εφόσον θα υφίσταται διαρκής καχυποψία, ως προς την προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων του και θα δημιουργούνται διαρκώς προσκόμματα στο έργο του εκκαθαριστή. Συνεπώς, απαιτείται ο διορισμός τρίτου προς τους διαδίκους προσώπου, που θα παρέχει σε όλους τα εχέγγυα, τόσο της αμεροληψίας, όσο και της ικανότητας στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διορισθεί ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας …», η εξουσία του οποίου θα είναι περιορισμένη, ειδικότερα δε θα αφορά μόνο στην υποβολή εγκλήσεως σε βάρος του Α. Κ. για το αδίκημα της υπεξαίρεσης και στη διεξαγωγή της αστικής δίκης για τη διεκδίκηση των ποσών που φέρεται να έχει υπεξαιρέσει σε βάρος της περιουσίας της εταιρείας. Περαιτέρω ως προσωρινός – ειδικός εκπρόσωπος θα οριστεί από τον κατάλογο Πραγματογνωμόνων αυτού του Πρωτοδικείου ο Γ. Α. Α., κάτοικος Θ. ( Χ. αριθ…), με αρμοδιότητα την εκπροσώπησή της εταιρείας κατά την υποβολή έγκλησης και διεξαγωγής της δίκης που θα ανοιχθεί με την κατάθεση αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν σε βάρος του κυρίως παρεμβάντος λόγω έλλειψης σχετικού αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση με την κύρια παρέμβαση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ τον Γ. Α. Α., κάτοικο Θ. ( Χ. αριθ….), προσωρινό – ειδικό εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία …», με καταστατική έδρα τις Ν. Μ. και πραγματική τον ……. Φ. …..), με αρμοδιότητα την εκπροσώπησή της κατά την υποβολή έγκλησης σε βάρος του Α. Κ. καθώς και στην δίκη που θα ανοιχθεί με την κατάθεση αγωγής σε βάρος του ως άνω προσώπου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ