ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3599 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 10231/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 5029/2017)
(Αριθμός κατάθεσης έφεσης: 50/2015)
(Γενικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 68805/2015)
(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 1759/2015)
(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 100/2014)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει με την τακτική διαδικασία την υπ’ αριθ. καταθέσεως 50/2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 68805/2015 και 1759/2015 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 109/2015 του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 26-9-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 10231/2017 και 5029/2015 κλήση, και με αντικείμενο την καταβολή τιμήματος από σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων με βάση τιμολόγια, μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στη Σ., επί της οδού …, αριθ…., χωρίς ΑΦΜ στην Ελλάδα, νομίμως εκπροσωπουμένης, που παραστάθηκε στη δίκη δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Σταυρούλας Γεωργαλιού του Ευαγγέλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …,κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Τσιμισκή,αριθ.35, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Αλλοδαπής Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη …, επί της οδού …, αριθ.119, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Πλοίων …, διατηρούσας νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, νομίμως εκπροσωπουμένης, που παραστάθηκε στη δίκη δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Ουρανίας Πολύζου του Λ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 14246), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Ομήρου, αριθ.32, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε την από 17-3-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 100/2014 αγωγή κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 109/2015 οριστική απόφασή του κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 14.172 δολαρίων Σ.ς ή κατά την ισοτιμία σε ευρώ 8.078,13 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους οφειλόμενο ποσό κάθε τιμολογίου από την επομένη της παρέλευσης της ταχθείσας προς εξόφληση προθεσμίας. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται πλέον η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 4-6-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 50/2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 68805/2015 και 1759/2015 έφεση, στρεφόμενη κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, απευθυνόμενη προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, η οποία προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 8-6-2018 και με την από 2-10-2015 (ΓΑΚ 94406/2015, ΑΚΔ 2785/2015) κλήση επίσπευσης της συζήτησής της εκ μέρους της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 26-2-2016, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους και εν συνεχεία συζητήθηκε εξ αναβολής στη δικάσιμο της 5-5-2017 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 8192/2017 απόφασή του, με την οποία κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς και την παρέπεμψε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και δη στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών, κατά την τακτική διαδικασία και πλέον επαναφέρεται προς συζήτηση κατόπιν της παραπομπής με την από 26-9-2017 κι υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 10231/2017 και 5029/2015 κλήση της ενάγουσας-εφεσίβλητης, η οποία προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 9-1-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 7, ζητεί δε η εκκαλούσα να γίνει δεκτή η έφεσή της για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν, η δε εφεσίβλητη την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ως άνω, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των οποίων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦΘHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση για την έκδοση οριστικής απόφασης με την από 26-9-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 10231/2017 και 5029/2015 κλήση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 9-1-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 7, η από 4-6-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 50/2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 68805/2015 και 1759/2015 έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, απευθυνόμενη αρχικώς προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, η οποία προσδιορίστηκε προς εκδίκαση στη δικάσιμο της 8-6-2018 και με την από 2-10-2015 (ΓΑΚ 94406/2015, ΑΚΔ 2785/2015) κλήση επίσπευσης της συζήτησής της εκ μέρους της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 26-2-2016, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους και εν συνεχεία συζητήθηκε εξ αναβολής στη δικάσιμο της 5-5-2017 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάζοντος ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 8192/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και την παρέπεμψε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και δη στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού, κατά την τακτική διαδικασία, στρεφόμενη η έφεση αυτή κατά της υπ’ αριθ. 109/2015 οριστικής απόφασης, που εκδόθηκε επί της από 17-3-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 100/2014 αγωγής της εφεσίβλητης σε βάρος της εκκαλούσας, την οποία κατέθεσε η πρώτη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, το οποίο δίκασε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη (εκκαλούσα) να καταβάλει στην ενάγουσα (εφεσίβλητη) το συνολικό ποσό των 14.172 δολαρίων Σ.ς ή κατά την ισοτιμία σε ευρώ 8.078,13 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους οφειλόμενο ποσό κάθε τιμολογίου από την επομένη της παρέλευσης της ταχθείσας προς εξόφληση προθεσμίας.
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 109/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, στις 5-6-2015, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 9-3-2015, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά της εφεσίβλητης, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η τριετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας, που ήταν ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω παραδοχής της κρινόμενης αγωγής ενάγουσας-εφεσίβλητης σε βάρος της, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 14 παρ.1-2, 25 παρ.2, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων των περιφερειών των Πρωτοδικείων Πειραιώς και Αθηνών που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄, περ.ι΄, παρ.5 του Ν.2172/1993 (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. 8192/2017 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι κατατέθηκε το οφειλόμενο παράβολο των 200 € υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. τα υπ’ αριθ. 1279285, 1279286 Σειράς Α παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και Δημοσίου), κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (με έναρξη ισχύος από 2-4-2012), που αναφέροντα στην έκθεση καταθέσεως της κρινόμενης έφεσης, για το παραδεκτό άσκησής της (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας την από 17-3-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 100/2014 αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι ως εταιρεία με έδρα της στη Σ. που ασχολείται με την προμήθεια τροφοεφοδίων, υλικών και ανταλλακτικών σε πλοία κατά τον κατάπλου τους σε τοπικούς λιμένες, δυνάμει της συμβάσεως πώλησης που κατάρτισε περί τις αρχές Οκτωβρίου του 2010 με την εναγομένη, αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με έδρα της στην ημεδαπή, η οποία ασκούσε τη ναυτική διεύθυνση, την οικονομική εκμετάλλευση και την τεχνική και εμπορική διαχείριση προς ίδιον όφελος του υπό σημαία «Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων» ρυμουλοκού πλοίου με το όνομα “…”, νηολογίου … προσλαμβάνουσα πληρώματα, ενεργώντας εφοδιασμούς, επισκευές, εκναυλώσεις και ασφαλίσεις, είσπραξη ναύλων και ασφαλισμάτων, εξόφληση χρεών και άλλες συναφείς πράξεις, πώλησε και παρέδωσε σε αυτήν και συγκεκριμένα για τον εφοδιασμό του ανωτέρω πλοίου κατά τον κατάπλου του στον λιμένα της Σ.ς τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στην αγωγή εμπορεύματα (υλικά και τροφοεφόδια) έναντι συνολικού τιμήματος 14.172,17 δολαρίων Σ.ς ή 8.078,13 ευρώ, καταβλητέου εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοση των σχετικών τιμολογίων, υποχρέωση που ανέλαβε η ίδια η εναγομένη ως συμβαλλομένη για τον εαυτό της, αποκρύπτοντας ότι το πλοίο ανήκε κατά κυριότητα σε τρίτη αλλοδαπή εταιρεία, την … μονοβάπορη εταιρεία ευκαιρίας χωρίς πραγματική συναλλακτική οργάνωση και δράση, στερούμενη λειτουργικής δομής και ελεγχόμενη από τα ίδια συμφέροντα με την εναγομένη, από τον επιχειρηματία Ν.Μ., δημιουργώντας στην ενάγουσα την πεποίθηση ότι ήταν η ίδια η πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου. Ότι η παράδοση λόγω πωλήσεως των εμπορευμάτων από την ενάγουσα έγινε στο λιμένα της Σ.ς στις 2 και στις 6 Οκτωβρίου του έτους 2010 όπως περιγράφονται αναλυτικά κατ’ είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα από την εταιρεία τιμολόγια που συμπεριλαμβάνονται στην αγωγή της. Ότι για κάθε παράδοση εμπορευμάτων εκδόθηκε ξεχωριστό αριθμημένο τιμολόγιο-δελτίο αποστολής, το οποίο περιελάμβανε αναλυτικά το τίμημα ανά τιμή μονάδος του υπό πώληση πράγματος, την εκάστοτε ποσότητα και το είδος των πωληθέντων εμπορευμάτων, καθώς και το συνολικό τίμημα αυτής, το οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβάλλεται εντός 30 ημερών από την έκδοση των σχετικών παραστατικών. Ότι τις ποσότητες αυτές παρέλαβε η εναγομένη από την ενάγουσα αυθημερόν με την έκδοση εκάστου τιμολογίου και ότι παρά τις συνεχείς οχλήσεις της ενάγουσας, η εναγομένη δεν έκανε οποιαδήποτε καταβολή τιμήματος έναντι του συνολικά οφειλόμενου ποσού, παρότι το τίμημα έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό από έκαστο εξ αυτών, αλλά ανεξόφλητο. Ότι η εναγομένη συμβληθείσα με την ενάγουσα για δικό της λογαριασμό και όφελος και αναλαμβάνοντας η ίδια την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος κατά τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τη διεθνή πώληση κινητών που έχει κυρωθεί στην Ελλάδα και στη Σ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί πώλησης αγαθών του δικαίου της Σ.ς (Sale of Goods Act, Κεφάλαιο 393, Μέρος IV-VI, 1993), ως του δικαίου με το οποίο συνδέεται στενότερα η επίδικη σύμβαση. Ότι επικουρικώς, εφόσον κρινόταν ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο και όχι το δίκαιο της Σ.ς η εναγομένη όφειλε την καταβολή του προαναφερόμενου ποσού τιμήματος ως συμβληθείσα στην επίδικη σύμβαση για δικό της λογαριασμό και όφελος, σύμφωνα με τις διατάξεις περί πώλησης του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου (ΑΚ και ΚΙΝΔ), άλλως και ακόμη επικουρικότερα ότι η εναγομένη είχε ευθύνη εξόφλησης του τιμήματος της πώλησης ως έχουσα τη ναυτική διεύθυνση και εκμετάλλευση του επιδίκου πλοίου για δικό της λογαριασμό όφελος κατά τις διατάξεις περί εφοπλισμού του ελληνικού δικαίου (ΑΚ και ΚΙΝΔ). Με αυτό το ιστορικό ζητούσε η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.172,17 δολαρίων Σ.ς το ισόποσο σε ευρώ με την ισχύουσα ισοτιμία κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως και επικουρικώς το ισόποσο σε ευρώ με την ισχύουσα ισοτιμία κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, ήτοι το συνολικό ποσό 8.078,13 ευρώ (=14.172,17 x 0,57), άλλως και όλως επικουρικώς το ισόποσο σε ευρώ με την ισχύουσα ισοτιμία κατά τον χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αγωγής, από την ανωτέρω συμβατική αιτία, νομιμοτόκως από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής, της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την έκδοση των επίδικων τιμολογίων, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή επειδή η επίδικη διαφορά αφορά εμπορική συναλλαγή και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την πρωτοβάθμια δίκη μεταξύ τους.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα και νόμιμη, εν συνεχεία την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 14172 δολαρίων Σ.ς ή κατά την ισοτιμία σε ευρώ 8.078,13Ε, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους οφειλόμενο ποσό κάθε τιμολογίου από την επομένη της παρέλευσης της ταχθείσας προς εξόφληση προθεσμίας, απορρίπτοντας τη σχετική ένσταση περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης ως αβάσιμη, και τέλος, καταδίκασε την εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ποσού 250Ε, για την πρωτοβάθμια δίκη, λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης αυτής.
Ήδη η εκκαλούσα ως ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από με την από 4-6-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 50/2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 68805/2015 και 1759/2015 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 109/2015 του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, απευθυνόμενη προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, η οποία προσδιορίστηκε προς εκδίκαση στη δικάσιμο της 8-6-2018 και με την από 2-10-2015 (ΓΑΚ 94406/2015, ΑΚΔ 2785/2015) κλήση επίσπευσης της συζήτησής της εκ μέρους της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 26-2-2016, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους και εν συνεχεία συζητήθηκε εξ αναβολής στη δικάσιμο της 5-5-2017, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 8192/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και την παρέπεμψε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και δη στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού, κατά την τακτική διαδικασία και πλέον επαναφέρεται προς συζήτηση κατόπιν της παραπομπής με την από 26-9-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 10231/2017 και 5029/2015 κλήση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 9-1-2018, στρεφόμενη έναντι της ενάγουσας-εφεσίβλητης, για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, καθώς και την εσφαλμένη εφαρμογή του ελληνικού δικαίου αντί του ουσιαστικού δικαίου της Σ.ς (ως του δικαίου της χώρας της έδρας της πωλήτριας εταιρείας) επί της ένδικης διαφοράς κατά παράβαση του άρθρου 4 του Κανονισμού 593/2008/ΕΚ (Ρώμη Ι), ελλείψει συμφωνίας επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου μεταξύ των διαδίκων στη σύμβαση, βάσει των οποίων κατέτεινε αυτό στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τους ως άνω λόγους έφεσης, η εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της η από 17-3-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 100/2014 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης σε βάρος της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων έφεσής της και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Ι. Περαιτέρω δε, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139, ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10). Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής (ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝΔ 2013.190). Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975,σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Γεωργακόπουλου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183, ΕφΠειρ 412/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝΔ 2014.40, ΕφΠειρ 259/2012 ΕΝΔ 2012.170). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, o oποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 827/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10, ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝΔ 2012.107, ΕφΠειρ 327/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 82/2006 ΕΝΔ 2006.290, ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005.799, ΕφΠειρ 574/2004 ΔΕΕ 2004.1162, ΕφΠειρ 504/2003 ΕΝΔ 2003.369, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, ΕφΠειρ 1119/2001 ΠειρΝομ 2002.45, ΕφΑθ 7998/2001 ΕλλΔνη 2002.1474, ΕφΠειρ 114/2000 ΠειρΝομ 2000.177, ΕφΠειρ 308/1998 ΠειρΝομ 1998.196, Εφπειρ 19/1998 ΠειρΝομ 1998.58, ΠολΠρΠειρ 3105/2007 ΕΦΑΔ 2008.521, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση inremscriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 5/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 1236/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991 ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝΔ 2013.22, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΕΝΔ 2011.114, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 2/2008 ΕΝΔ 2008.113, ΕφΠατρ 114/2008 ΑχαΝομ 2009.423, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 402/2007 ΕΝΔ 2007.177, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΔ 2007.385, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390). Συνέπεια των προδιαλαμβανομένων είναι ότι η παραπάνω ευθύνη του κυρίου του πλοίου θεμελιώνεται μόνο εφόσον αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ενώ παύει να υπάρχει όταν κατά τον εν λόγω χρόνο έχει ήδη αποξενωθεί από την κυριότητα του πλοίου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με τη συμβατική μεταβίβαση της κυριότητάς του, τον πλειστηριασμό του, την απώλειά του, λόγω ναυαγίου κλπ., οπότε δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο εάν το πλοίο φύγει από τα χέρια του λόγω μεταβίβασης της κυριότητας και δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά, αφού έκτοτε παύει τούτο να είναι υπέγγυο (ΑΠ 271/1998 ΕΝΔ 1998.279, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΑΠ 591/1988 ΕλλΔνη 1989/30.84, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 1997.89, ΕφΠειρ 1177/1997 ΕΝΔ 1997.85, ΕφΠειρ 184/1997 ΕΝΔ 1997.58, ΕφΠειρ 54/1996 ΕΝΔ 1997.31, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469). Συνακόλουθα δε, είναι δυνατή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου, στο πλαίσιο θεμελίωσης νόθου παθητικής εις ολόκληρον ενοχής και προκειμένου να υπάρξει εκτελεστός τίτλος επί του πλοίου (ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390, ΕφΠειρ 1270/1997 ΕΝΔ 1997.438, ΕφΠειρ 72/1993 ΕΝΔ 1995.43, ΕφΠειρ 293/1990 ΕΝΔ 1990.199, ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193). Επομένως, οι δανειστές των απαιτήσεων που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του πλοίου (εάν δεν έχουν ναυτικό προνόμιο ή δεν συντρέχει περίπτωση του 939 ΑΚ) δεν μπορούν να στραφούν κατά του πλοίου στα χέρια του νέου κυρίου, διότι δεν υπάρχει πλέον δικαίωμα παρακολουθήσεώς του. Κατά του νέου κυρίου του πλοίου δεν μπορούν να στραφούν οι πιο πάνω δανειστές ούτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 479 παρ.1 ΑΚ, διότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ενοχική οφειλή και προσωπική ευθύνη του αρχικού κυρίου, η οποία όμως, όπως εκτέθηκε ήδη, δεν υπάρχει στο πρόσωπο του κυρίου του πλοίου, η ευθύνη του οποίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής (βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968, παρ.43, Δ.Καμβύση,Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρο 106, παρ.2, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΘεσ 1563/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΙωανν 335/2004 Αρμ 2005.1234, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, με σημείωση Γ.Θεοχαρίδη, ΕΝΔ 2003.368, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 31.453, ΕφΠειρ 503/2001 ΠειρΝομ 23.428, ΕφΠειρ 114/2000 ΠειρΝομ 22.177, ΕφΠειρ 263/1990 ΕΝΔ 20.509, ΕφΠειρ 1862/1988 ΕΝΔ 1989.183, ΕφΠειρ 1468/1987 ΕλλΔνη 29.754, ΕφΠειρ 516/1986 ΕΝΔ 14.231, ΕφΠειρ 1220/1982 ΕΝΔ 11.366, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469, ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Κατά συνέπεια, κρίσιμη για τη θεμελίωση της ευθύνης του αποκτώντος πλοίο, το οποίο αποτελεί “περιουσία” ή “επιχείρηση” κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, είναι η διερεύνηση του εάν η απαίτηση του τρίτου δανειστή προέρχεται από τον εφοπλισμό του πλοίου, δηλαδή από την οικονομική εκμετάλλευση αυτού από τρίτο πρόσωπο ή από την αυτή εκμετάλλευση του από τον κύριο του πλοίου, ο οποίος καλείται στην περίπτωση αυτή πλοιοκτήτης (ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ.β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στον νόμο. Ο πραγματοπαγής (όχι εμπράγματο) χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής (ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994 και σημείωση κάτω από αυτή Φ.Δωρή). Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής τη 17η.12.2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (Ν.1792/1988), δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 26.420, ΕφΑθ 14059/1988 ΝοΒ 38.458). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών, αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193).
ΙΙ. Από τον συνδυασμό των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Ο εναγόμενος προτείνων, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργειά του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενό του περιστάσεις (ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009.103, ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 46.1661, ΕφΑθ 2044/1998 ΕλλΔνη 39.606, ΕφΑθ 6693/1997 ΝοΒ 46.650). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 του Ν.Δ.2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής Πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σε αυτήν (άρθρο 1 του Ν.791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 του Ν.814/1978) ή των Α.Ν.89/1967 και 378/1968 (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, βλ. Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, Εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδ.Δ.Σ.Πειραιά, σελ.437επ.). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει τα αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την επιθεώρησή του και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά, λιπαντικά και άλλα αναγκαία υλικά. Η ανάγκη συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων που ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ίδια φυσικά πρόσωπα, σε άλλη ιδρυόμενη για τον σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Η κατά τα ανωτέρω ανάθεση της διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια παράνομη ή αθέμιτη ούτε προσδίδει την ιδιότητα του εκμεταλλευόμενου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 497/2013 ΕΝΔ 2013.110, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 77/2008 ό.π., ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, με παρατηρήσεις Σ.Κουμάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, με παρατηρήσεις Α.Μπεχλιβάνη, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105 §1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί εκμετάλλευση για δικό του λογαριασμό. Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή, αυτός επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους, απολαμβάνει τα κέρδη και ευθύνεται προς τους δανειστές του. Αυτοί δύνανται να στραφούν κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και να αξιώσουν την εκτέλεση της σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από τον διαχειριστή την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13).
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Η νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο (ΑΠ 339/2010 Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΘεσ 424/2010 Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372). Από τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος).
Περαιτέρω, αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, βάσει του οποίου παραπονείται η εκκαλούσα ότι η εκκαλουμένη έσφαλε στην κρίση της αναφορικά με την απόρριψη της ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης που προβλήθηκε εκ μέρους της εναγομένης, επειδή η τελευταία, ως ισχυρίζεται, ουδέποτε υπήρξε αγοράστρια των προϊόντων της ενάγουσας-εφεσίβλητης, αλλά λειτουργούσε έναντί της ως εντολοδόχος της εταιρείας με την επωνυμία … πλοιοκτήτριας του πλοίου με το όνομα «…», παρέχοντας διαμεσολαβητικές υπηρεσίες αποκλειστικά για λογαριασμό της, δεχόμενη ότι κατήρτισε την επίδικη σύμβαση στο όνομα και για λογαριασμό της χωρίς να δηλώσει ρητώς στην ενάγουσα ότι ενεργεί για την πλοιοκτήτρια εταιρεία και σε κάθε περίπτωση χωρίς να καταστήσει σαφές καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι οι έννομες συνέπειες της σύμβασεις αφορούσαν άλλο πρόσωπο, αφού δεν δηλώθηκε η ταυτότητα του άλλου συμβαλλομένου μέρους προκειμένου να αναγραφούν τα ακριβή στοιχεία τόσο στα τιμολόγια όσο και σε οποιαδήποτε άλλα έγγραφα, επικαλούμενη δε τα συγκεκριμένα ηλεκτρονικά μηνύματα από 28-9-2010, από 30-9-2010, από 4-10-2010 της εναγόμενης εταιρείας προς την ενάγουσα, με τα οποία ζητείται η γνωστοποίηση της προσφοράς για την πώληση συγκεκριμένων προϊόντων, με σαφή μνεία ότι ενεργούσε αποκλειστικά και μόνο ως αντιπρόσωπος και εντολοδόχος (“as agents only”), βάσει των οποίων διασαφηνίζεται στην ενάγουσα ότι η εναγομένη φέρει την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα και λειτουργεί αποκλειστικά στο πλαίσιο αυτής, ενώ η εκκαλουμένη παρέβλεψε ότι τα ηλεκτρονικά μηνύματα αναφέρονται στην υποβολή οικονομικών προσφορών σε στάδιο διαπραγματεύσεων και σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης των επίδικων τιμολογίων, κατά τον οποίον η εναγομένη διενεργούσε μόνο διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο διαμεσολαβητικών υπηρεσιών της και ουδόλως ήταν η ίδια αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας, ισχυριζόμενη η εναγομένη ότι η μη υπόδειξη εξ αρχής της ταυτότητας της συμβαλλομένης δεν αποδεικνύει ότι δεν έγινε ούτε εν συνεχεία και δη προφορικώς προς την ενάγουσα, όπως και ο ακριβής χρόνος και τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων, λεκτέα δε εν προκειμένω τα εξής: Εάν για την επίδικη διαφορά θεωρηθεί από το σύνολο των ειδικών συνθηκών της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων ως αρμόζον και εφαρμοστέο δίκαιο το ουσιαστικό δίκαιο της Σ.ς, κατ’ εφαρμογή και των άρθρων 4 του Κανονισμού ΕΚ 593/2008 (Ρώμη Ι), αλλά και του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ, ελλείψει συμφωνηθέντος δικαίου στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη (διάδικοι) εν προκειμένω, βάσει του δικαίου της αντιπροσώπευσης που ισχύει στη Σ., πηγάζον από τις αρχές του Common Law του Αγγλικού Δικαίου (βλ. σχετ. την Ανάλυση του Καθηγητή του Εμπορικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σ.ς Tan Cheng Han, στην ιστοσελίδα της Ακαδημίας Δικαίου της Σ.ς: http://singaporelaw.sg/sglaw/laws-of-singapore/commercial-law/chapter-15), και το οποίο προσκομίζεται στην παρούσα δίκη σε ακριβή μετάφραση στην ελληνική γλώσσα (η οποία δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους) και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο της ευχέρειας του Δικαστηρίου κατά τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ (βλ. Βαθρακοκοίλη Β., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, κατ’ άρθρο, τόμος Β΄, άρθρα 221-477, 1994, άρθρο 337, σελ.589-597), ορίζονται τα ακόλουθα: Η σχέση αντιπροσώπευσης δημιουργείται όταν ένα πρόσωπο γνωστό ως αντιπρόσωπος (agent) ενεργεί για άλλον γνωστό ως αντιπροσωπευόμενο (principal), μέσω δε των ενεργειών του αντιπροσώπου, ο αντιπροσωπευόμενος και ένα τρίτο πρόσωπο μπορούν να εισέλθουν σε μία συμβατική σχέση, οι δε πράξεις του αντιπροσώπου έχουν τέτοιο αποτέλεσμα, διότι ο αντιπροσωπευόμενος έχει εξουσιοδοτήσει τον αντιπρόσωπο να ενεργήσει τις εν λόγω πράξεις και ο αντιπρόσωπος έχει συμφωνήσει, ώστε ο αντιπρόσωπος γίνεται έτσι προέκταση του αντιπροσωπευομένου και είναι ικανός να μεταβάλει τη νομική θέση του τελευταίου είτε μέσω δέσμευσής του με μία συμφωνία είτε μέσω δεσμευτικής διάθεσης της περιουσίας του αντιπροσωπευομένου. Ο πιο άμεσος τρόπος δημιουργίας σχέσης αντιπροσώπευσης είναι η ρητή συναίνεση ή εξουσιοδότηση και ρητή είναι όταν ο αντιπροσωπευόμενος ρητώς διά των λόγων του συναινεί στον να ενεργήσει ο αντιπρόσωπος για τον αντιπροσωπευόμενο με συγκεκριμένο τρόπο και ο αντιπρόσωπος συμφωνεί. Στη σχέση αντιπροσώπευσης που η εξουσία δίνεται σιωπηρά, ο αντιπροσωπευόμενος δεν αναφέρει ρητώς ότι ο αντιπρόσωπος έχει εξουσία να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο, αντίθετα, οι πράξεις του αντιπροσωπευόμενου και του αντιπροσώπου είναι τέτοιες ώστε καθίσταται εμφανές ότι ο αντιπροσωπευόμενος έχει συναινέσει να έχει ο αντιπρόσωπος κάποια εξουσία και ο αντιπρόσωπος συμφωνεί, όπως συνάγεται από τη συμπεριφορά των μερών και τις περιστάσεις της υπόθεσης. Εκτός από την πραγματική σχέση αντιπροσώπευσης υπάρχει και η περίπτωση της καλυπτόμενης αντιπροσώπευσης (undisclosed agency), όπου ο αντιπρόσωπος συμβάλλεται στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, εφόσον ο αντιπρόσωπος ενεργούσε στο πλαίσιο εξουσιοδότησης του αντιπροσωπευομένου. Σε αντίθεση με τις φανερές σχέσεις αντιπροσώπευσης, όπου γενικά η σύμβαση συνάπτεται μεταξύ του αντιπροσωπευομένου και ενός τρίτου προσώπου, στις περιπτώσεις καλυπτόμενης αντιπροσώπευσης η αρχική συμφωνία γίνεται μεταξύ τρίτου προσώπου και του αντιπροσώπου υπό την προσωπική του ιδιότητα. Εάν το τρίτο πρόσωπο πίστευε ότι σχετιζόταν με τον αντιπρόσωπο και ο αντιπρόσωπος δεν συμβλήθηκε υπό ιδιότητα αντιπροσώπευσης, ο αντιπρόσωπος προφανώς ανέλαβε προσωπική ευθύνη δυνάμει της συμφωνίας. Ως εκ τούτου, ο αντιπρόσωπος μπορεί να ενάγει και να εναχθεί βάσει της συμφωνίας αυτής. Ο αντιπρόσωπος ως ενδιάμεσο πρόσωπο δεν φέρει γενικά καμία ευθύνη απέναντι στο τρίτο πρόσωπο δυνάμει της συμφωνίας που συνήφθη. Εντούτοις είναι δυνατόν για τον αντιπρόσωπο να συνάψει συμφωνία όχι μόνο στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, αλλά και για δικό του (του αντιπροσώπου) λογαριασμό και όφελος. Μερικές φορές ο τύπος των λέξεων που χρησιμοποιείται καθορίζουν εάν ο αντιπρόσωπος έχει συμβληθεί προσωπικά, ή μαζί με τον αντιπροσωπευόμενο ή μερικές φορές και αποκλειομένου του αντιπροσωπευομένου. Για παράδειγμα, εάν χρησιμοποιούνται λέξεις που είναι ενδεικτικές ύπαρξης σχέσης αντιπροσώπευσης, όπως «στο όνομα του…» (“on behalf of…”) ή «ως πράκτορας για τον…» (“as agent for…”), καθίσταται εμφανές ότι ο αντιπρόσωπος δεν συμβάλλεται για τον εαυτό του προσωπικά. Αντίθετα, ένα ο αντιπρόσωπος υπογράφει χρησιμοποιώντας φράσεις όπως “as manager”, “as agent” χωρίς άλλες διευκρινιστικές λέξεις, τίθεται τότε ζήτημα για το αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε για λογαριασμό άλλου ή αν οι λέξεις αυτές σκοπεύουν μόνο να δηλώσουν ποιος είναι αντιπρόσωπος και με τι ασχολείται, και σε τέτοια περίπτωση, ο αντιπρόσωπος θεωρείται ότι ενήργησε για τον εαυτό του προσωπικά. Με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, εξεταζόμενα στο σύνολό τους μηδενός εξαιρουμένου, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη συμβλήθηκε με την ενάγουσα χωρίς να δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για λογαριασμό άλλης εταιρείας, εκπροσωπώντας την ως αντιπρόσωπός της. Δεν προέκυψε από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, όπως ορθώς εκτίμησε και η εκκαλουμένη, ότι η εναγομένη ενεργούσε για άλλη εταιρεία, για λογαριασμό ή όφελός της, ή ότι ελάμβανε εντολές της για τη σύναψη των επίδικων συμβάσεων πώλησης εμπορευμάτων για τον εφοδιασμό του επιδίκου πλοίου. Ούτε προέκυψε ότι έστω και κατά την προφορική επικοινωνία τους της είχε καταστήσει ρητώς και σαφώς γνωστό ότι ενεργούσε απλώς ως αντιπρόσωπος (διαμεσολαβητής) για λογαριασμό αντιπροσωπευομένης εταιρείας ως αγοράστριας, ενώ ούτε προέκυψε ότι ανέφερε προς την ενάγουσα κάποιο στοιχείο της φερόμενης εντολέως εταιρείας με την επωνυμία … λ.χ. την επωνυμία της, στοιχεία επικοινωνίας με αυτήν, όπως τηλέφωνα, διευθύνσεις, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κλπ., ούτως ώστε να της καταστήσει σαφές και γνωστό ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και μόνο και όχι για τον εαυτό της τις εν λόγω συμβάσεις πώλησης. Σχετικά δε με την επικαλούμενη εκ μέρους της εκκαλούσας- εναγομένης αλληλογραφία, με την οποία ισχυρίζεται η εναγομένη ότι της είχε δηλώσει ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, επειδή υπέγραφε αυτή με τη χρήση της φράσης «ως πράκτορες» (“as agents only”), πέραν του ότι η εν λόγω φράση είναι αόριστη, γενική και ασαφής περί της ταυτότητας του αντιπροσωπευομένου προσώπου, για το οποίο ουδεμία πληροφορία συγκεκριμένα και σαφώς παρέχει, επιπλέον, πρόκειται για μια φράση που είθισται να χρησιμοποιείται στην αλληλογραφία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε τέτοιες συμβάσεις πώλησης (λ.χ. καυσίμων, εφοδίων κλπ.), ενώ άλλωστε αυτή συνάδει με τη συνήθη πρακτική των διαχειριστριών εταιρειών, όπως εκτιμάται κατά πάγια θέση της νομολογίας των πολιτικών δικαστηρίων που εκδικάζουν ναυτικές διαφορές (ΜονΠρΠειρ 1812/2014, ΜονΠρΠειρ 2245/2012 αδημ. στον νομικό Τύπο). Τις ανωτέρω συμφωνίες πώλησης τροφοεφοδίων η εναγομένη συνήψε στο όνομα και για λογαριασμό της, όπως ευλόγως εκτιμάται από την ενάγουσα, δεδομένου ότι δεν της κατέστησε ρητώς και σαφώς γνωστό ούτε και από τις περιστάσεις προέκυπτε σιωπηρά έστω ότι ενεργούσε για λογαριασμό και προς όφελος τρίτης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του ενδίκου ως άνω πλοίου, τα στοιχεία του οποίο άλλωστε ουδέποτε δήλωσε ρητώς προς την ενάγουσα ως αντισυμβαλλομένη της και πωλήτρια των επίδικων εμπορευμάτων (ΜονΠρΠειρ 2143/2012, ΕιρΠειρ 146/2014, ΕιρΠειρ 1660/2013 αδημ. στον νομικό Τύπο). Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό τρίτης εταιρείας ως πλοιοκτήτριας, ήτοι ως αντιπρόσωπος άλλου, άρα ενήργησε και δημιούργησε την πεποίθηση στην ενάγουσα ευλόγως ότι ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό δικό της στην επίδικη διαφορά. Έτσι, η εναγομένη ευθύνεται ως αγοράστρια έναντι της ενάγουσας ως πωλήτριας για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού του τιμήματος που ζητείται με την αγωγή, απορριπτομένης ορθώς της σχετικής ένστασής της περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της ως αβάσιμης, ως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΕιρΠειρ 1902/2013 αδημ. στον νομικό Τύπο). Τούτο επιβεβαιώνεται και από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Σ. Π., η οποία ελήφθη προς αντίκρουση ενστάσεων και ισχυρισμών που προτάθηκαν από την εναγομένη στο ακροατήριο με τις κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις της, κατόπιν κλήσεως εκ μέρους της ενάγουσας που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, κατ’ άρθρο 270 ΚΠολΔ, βάσει της οποίας, ο εν λόγω μάρτυρας καταθέτει ότι ο λόγος που η ενάγουσα είχε την εντύπωση αυτή είναι επειδή η εναγομένη δεν την είχε ενημερώσει ποτέ ότι το ένδικο ως άνω πλοίο ανήκε σε άλλη εταιρεία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι δικό της (της εναγομένης), γεγονός που ανακάλυψαν εκ των υστέρων, κι αυτό επειδή εάν γνώριζε η ενάγουσα την πραγματική πλοιοκτήτρια, δεν θα προέβαινε σε τροφοδοσία (πώληση εμπορευμάτων-τροφοεφοδίων) με πίστωση σε μία μονοβάπορη offshore εταιρεία, με κίνδυνο να χάσει τα χρήματά της από το ανεξόφλητο τίμημα, ενώ ήταν πιο φερέγγυα η εναγομένη ως ελληνική εταιρεία που είχε γραφεία, υπαλλήλους, εκπροσώπους, στοιχεία επικοινωνίας και ήταν γνωστή στην οικεία ναυτιλιακή αγορά. Εξάλλου, οι ναυτιλιακές εταιρείες που κάνουν management και δίνουν παραγγελίες για λογαριασμό των πλοιοκτητών, ενημερώνουν τους προμηθευτές γράφοντας τις φράσεις “for and on behalf of the owners” ή “as managers for the owners” και σε κάθε περίπτωση δίνουν στους τροφοδότες τα στοιχεία των πλοιοκτητών, προκειμένου να κοπούν τα τιμολόγια στο όνομά τους, πράξεις στις οποίες δεν προέβη η εναγομένη και γι’ αυτό τα τιμολόγια κόπηκαν στο όνομά της. Από μόνη δε την αναγραφή στα e-mails της φράσης “as agents”, δεν διαμορφώνεται στον τροφοδότη-πωλητή η εντύπωση ότι τα τιμολόγια τα χρωστάει κάποια άλλη εταιρεία προς εξόφληση και ότι αφορούν συναλλαγή στο όνομα και για λογαριασμό άλλου πλην του αναγραφόμενου που τα έχει παραγγείλει και εμφαίνεται ως αγοραστής για το πλοίο του, αφού τίποτε άλλο δεν δήλωσε ούτε άφησε βάσιμα να εννοηθεί προς την ενάγουσα πωλήτρια, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Σ. Π. του Ε. που καταθέτει μετά λόγου γνώσης και από ιδία αντίληψη των πραγμάτων ως εκ της ιδιότητάς του ως αντιπροσώπου ξένων τροφοδοτικών εταιρειών στην Ελλάδα, η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας στις 9-2-2015 μετά τη συζήτηση της αγωγής στην πρωτοβάθμια δίκη (4-2-2015), με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν της κλήτευσης της εναγομένης με σχετική δήλωση-κλήση και γνωστοποίησή της μετά το πέρας της συζήτησης της αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης προς αντίκρουση των ισχυρισμών που προέβαλε η ενάγουσα με τις προτάσεις της που κατέθεσε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (ΚΠολΔ 591 παρ.1 περ.στ΄). Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν θεωρηθεί εφαρμοστέο το ουσιαστικό ελληνικό δίκαιο, τα προαναφερόμενα συμπεράσματα είναι τα ίδια, καθώς η λογική και η ρύθμιση του ελληνικού δικαίου δεν απέχει από αυτή του δικαίου της Σ.ς, ως εφαρμοστέου δικαίου καταλήγοντας κατ’ αποτέλεσμα στην ευθύνη της εναγομένης για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού τιμήματος προς την ενάγουσα για τις επίδικες συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων (τροφοεφοδίων). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ, άμεσος αντιπρόσωπος είναι αυτός που συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, οπότε η ενέργεια της καταρτισθείσας δικαιοπραξίας λειτουργεί υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου και μόνον. Είναι δε ζήτημα ερμηνείας της κρίσιμης δήλωσης βουλήσεως (άρθρο 212 ΑΚ), αν κάποιος ενήργησε σε μία συγκεκριμένη στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό ή για άλλο πρόσωπο. Σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς που κρατεί στο ελληνικό δίκαιο στην περίπτωση της αντιπροσώπευσης, για να παραχθούν στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου τα έννομα αποτελέσματα μίας δήλωσης βουλήσεως, όταν αυτή γίνεται από αντιπρόσωπο, πρέπει να ενεργήσει εμφανώς αντί του αντιπροσωπευομένου και γι’ αυτόν (ρητή αντιπροσώπευση). Υπάρχει, ωστόσο, και η σιωπηρή αντιπροσώπευση που συνάγεται από τις περιστάσεις, που εκτιμώνται με αντικειμενικά κριτήρια (ΑΠ 752/1987 ΝοΒ 36.1426, ΑΠ 1180/1984 ΝοΒ 33.796, ΕφΠειρ 1066/1991 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Κρίσιμο σε κάθε περίπτωση είναι να καταστεί γνωστό στον αντισυμβαλλόμενο ότι η δικαιοπραξία γίνεται για λογαριασμό άλλου, από τον δηλούντα, προσώπου (ΑΠ 776/2000 ΕλλΔνη 42(2001).86, ΑΠ 1382/1989 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 ΑΚ, ο οποίος στηρίζεται στην αρχή ότι όχι η βούληση, αλλά η αποτύπωσή της στον εξωτερικό κόσμο έχει έννομη συνέπεια, η έτσι επιχειρηθείσα δικαιοπραξία, παρά την υπάρχουσα εξουσία και βούληση του αντιπροσώπου, δεν ενεργεί υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου, αλλά υπέρ και κατά του αντιπροσώπου, ο οποίος θεωρείται ότι ενήργησε στο δικό του όνομα και συνεπώς, οι συνέπειες της δικαιοπραξίας επέρχονται υπέρ και κατ’ αυτού μόνο έναντι του άλλου μέρους (ΑΠ 487/1975 ΝοΒ 23.1243), ενώ έναντι του αντιπροσωπευομένου ισχύουν οι αρχές της έμμεσης αντιπροσώπευσης (βλ. Βαθρακοκοίλη Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος Α΄, Γενικές Αρχές, άρθρα 1-286, 2001, άρθρο 211, σελ.878-886, άρθρο 212, σελ.891-893, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, τόμος 1ος, Γενικές Αρχές, 1978, άρθρο 211, σελ.348-359). Ως περιστάσεις που αφορούν μία συμβατική σχέση και είναι δηλωτικές του αν μία δικαιοπραξία γίνεται για λογαριασμό άλλου είναι οι δηλώσεις και οι πράξεις του αντιπροσώπου, η στάση του και η συμπεριφορά του απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο, το πώς εμφανίζεται απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό του, με ποια ιδιότητα προβαίνει σε διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση μιας σύμβασης, το πώς υποβάλει προσφορές ή αποδέχεται αυτές, το πώς δίνονται οι εντολές για την εκτέλεση της σύμβασης, ο τρόπος έκδοσης των τιμολογίων, η σχετική με τη σύμβαση αλληλογραφία κλπ. (ΕιρΠειρ 146/2014, ΕιρΠειρ 104/2013 αδημ. στον νομικό Τύπο). Ενδεικτικώς, εν προκειμένω, τέτοιες περιστάσεις δηλωτικές του ότι κάποιος ενεργεί ως αντιπρόσωπος κάποιου τρίτου κατά τη σύναψη των επίδικων συμβάσεων πώλησης εμπορευμάτων είναι οι εξής: α) η επωνυμία της εταιρείας που προβαίνει σε δήλωση βούλησης, β) η θέση επί των τιμολογίων της πλοιοκτήτριας εταιρείας ώστε να προκύπτει ότι το εφοδιασθέν πλοίο ανήκει στην ιδιοκτησία προσώπου άλλου από το χορηγήσαν την παραγγελία και γ) η χορήγηση οδηγιών προς τον τρίτο για την έκδοση των τιμολογίων στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, ώστε να γνωρίζει ο αντισυμβαλλόμενος με ποιόν συμβάλλεται και να μπορεί να στραφεί εναντίον του σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής. Λαμβάνοντας δε υπόψη τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη είχε δηλώσει ρητώς προς την ενάγουσα ότι ενεργούσε για άλλη εταιρεία, στο όνομα και για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, γεγονός που κατά τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων σε συναφούς αντικειμένου υποθέσεις συνιστά ουσιώδες στοιχείο για την ύπαρξη σχέσης αντιπροσώπευσης ούτε όμως από τις περιστάσεις άφησε να φαίνεται ή να συνάγεται σιωπηρά ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος άλλης εταιρείας ως πλοιοκτήτριας του εν λόγω εφοδιασθέντος πλοίου. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας (εγγράφων, ένορκης βεβαίωσης, μαρτυρικών καταθέσεων κλπ.) προέκυψε ότι η εναγομένη δεν ανέφερε στην ενάγουσα την ύπαρξη της εταιρείας με την επωνυμία “Oceania Shipholding S.A.”, δεν προσκόμισε στοιχείο επικοινωνίας της (λ.χ. τηλέφωνα, διευθύνσεις, υπαλλήλους, αλληλογραφία μεταξύ των δύο εταιρειών σχετικά με την επίδικη σύμβαση που να αποδεικνύει ότι η εναγομένη ελάμβανε εντολές από την προαναφερόμενη εταιρεία ως πλοιοκτήτρια του εφοδιασθέντος πλοίου σχετικά με την αγορά των εμπορευμάτων, καίτοι η ίδια φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της ότι ενήργησε μόνον ως αντιπρόσωπος στις επίδικες συμβάσεις πώλησης (ΑΠ 1382/1989 ΕλλΔνη 1992.308). Αντιθέτως, προσκομίζει μία σύμβαση αντιπροσώπευσης μεταξύ της ιδίας και της φερόμενης ως ιδιοκτήτριας (πλοιοκτήτριας) του εφοδιασθέντος πλοίου “…” εταιρείας με την επωνυμία “Oceania Shipholding S.A.”, με αναγραφόμενη ημερομηνία σύνταξης και υπογραφής την 25-6-2009, πλην όμως είναι αμφίβολο, όπως και η ενάγουσα επισημαίνει, κατά πόσον αυτό το έγγραφο μπορεί να θεωρηθεί πειστικό της μεταξύ τους σχέσης αντιπροσώπευσης, δεδομένου ότι κατ’ άρθρο 447 ΚΠολΔ ορίζεται ότι το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνον εάν το προσκόμισε στη δίκη ο αντίδικός του ή εάν πρόκειται για τα βιβλία του άρθρου 444 παρ.1 περ.α΄ και β΄ ΚΠολΔ και εφόσον φέρουν σημεία επικύρωσης ή βεβαιώσεις περί του γνησίου υπογραφής ή βέβαιης χρονολογίας σύνταξης, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθόσον το εν λόγω προσκομιζόμενο έγγραφο περί της ύπαρξης της σχέσης αντιπροσώπευσης δεν φέρει βέβαιη χρονολογία ή βεβαίωση για το γνήσιο της υπογραφής των συμβαλλομένων μερών, συνακόλουθα δεν επιφέρει την αποδεικτική επιρροή που επικαλείται η εναγομένη στη δίκη υπέρ της ως εκδότριας αυτού (βλ. σχετ. Μ.Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Θεωρία-Νομολογία, τόμος Ι, 2012, άρθρο 447, σελ.774-775), καθόσον γεννώνται τουλάχιστον αμφιβολίες ότι θα μπορούσε να είχε κατασκευαστεί και εκ των υστέρων. Μάλιστα, τις αμφιβολίες αυτές επιτείνει το γεγονός ότι η εναγομένη δεν το είχε προσκομίσει ως αποδεικτικό έγγραφο, ενισχυτικό των υπερασπιστικών ισχυρισμών της και της αμυντικής της γραμμής ούτε κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής ούτε και κατά τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που επισπεύστηκε εκ μέρους της ενάγουσας σε βάρος της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, για την απόδειξη της σχέσης αντιπροσώπευσης μεταξύ της ιδίας και της ως άνω φερόμενης ως πλοιοκτήτριας εταιρείας του ενδίκου εφοδιασθέντος πλοίου και προς αντίκρουση των επιδίκων ισχυρισμών της ενάγουσας σε βάρος της. Αντιθέτως, το προσκομίζει το πρώτον στην πρωτοβάθμια δίκη κατά τη συζήτηση της τακτικής αγωγής, ενώ πρέπει να υπήρχε στην κατοχή της ήδη από την πρώτη στιγμή και ενόψει του ότι ο βασικός ισχυρισμός της ενάγουσας από τη μεταξύ τους σχέση πώλησης της ήταν γνωστός και αναμενόμενος, θα περίμενε κανείς ευλόγως ότι θα ήταν το πρώτο αποδεικτικό στοιχείο που θα μεριμνούσε να προσκομίσει εξ αρχής από την πρώτη στιγμή της μεταξύ τους αντιδικία αντιδικίας. Πολύ περισσότερο δε που το εν λόγω έγγραφο υπογράφουν αφενός για την εναγομένη ο Απόστολος Κούρτης για δε τη μονοβάπορη εταιρεία με την επωνυμία “Oceania Shipholding S.A.”, που εδρεύει στις Ν. Μ., ο Νικόλαος Μωραϊτης, οι οποίοι αμφότεροι τυγχάνουν μέλη του ΔΣ της εναγομένης εταιρείας. Πέραν δε τούτων, σημειωτέον ότι, ένα τέτοιο έγγραφο απλώς αποδεικνύει την εσωτερική σχέση μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, την οποία δεν μπορεί να γνωρίζει επίσημα ένας καλόπιστος τρίτος συμβαλλόμενος με τον αντιπρόσωπο, εφόσον ο τελευταίος δεν του τη γνωστοποιήσει ρητώς και σαφώς με σχετική δήλωση, οπότε δεν μπορεί να τον δεσμεύει κατ’ άρθρα 200, 288, 211επ., εάν την αγνοούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, γεγονός που συντρέχει εν προκειμένω, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα. Εφόσον η εναγομένη δεν είχε προβεί σε τέτοια ρητή δήλωση προς την ενάγουσα ούτε και προέκυπτε σιωπηρά από την εν γένει συμβατική συμπεριφορά απέναντί της, αλλά απέκρυψε τα κρίσιμα στοιχεία που το πρώτον επικαλείται ε των υστέρων οψίμως στην παρούσα δίκη περί σχέσης αντιπροσώπευσης-διαχείρισης σχετικά με το επίδικο πλοίο, επομένως, ευθύνεται η εναγομένη για την εξόφληση του τιμήματος έστω ως έμμεση αντιπρόσωπος κατά τους ορισμούς του ΑΚ (αλλά αντιστοίχως και κατά το δίκαιο της Σ.ς, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα). Το γεγονός επιβεβαιώνεται και από την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Σ. Π. του Ε. που καταθέτει μετά λόγου γνώσης και από ιδία αντίληψη των πραγμάτων ως εκ της επαγγελματικής ιδιότητάς του ως αντιπροσώπου ξένων τροφοδοτικών εταιρειών στην Ελλάδα (ΚΠολΔ 591 παρ.1 περ.στ΄). Εξάλλου, μόνη η επίκληση της φράσης “as agents only” που υπάρχει στην αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων δεν επιτρέπει στην ενάγουσα ως πωλήτρια, σύμφωνα με τις συνήθεις περιστάσεις που συντρέχουν σε τέτοιες υποθέσεις ναυτικού ενδιαφέροντος, να διαγνώσει την πρόθεση της δηλούσας εναγομένης εταιρείας ως προμηθευόμενης τα τροφοεφόδια για το ένδικο πλοίο ότι συμβάλλεται για λογαριασμό άλλης εταιρείας πλοιοκτήτριας, και μάλιστα ουδεμία πληροφορία μερίμνησε να παράσχει ως προς την ταυτότητα της αντιπροσωπευόμενης προς την ενάγουσα, αφού δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα στοιχεία ταυτότητας της τρίτης εταιρείας (αντιπροσωπευομένης), ως πλοιοκτήτριας, για την οποία η εναγομένη ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, κατά τους ισχυρισμούς της, καθόλο τον χρόνο των διαπραγματεύσεων αλλά και κατά τον χρόνο υποβολής των παραγγελιών της για τα επίδικα εμπορεύματα, της εκπλήρωσης της σύμβασης και της έκδοσης των τιμολογίων (ΕιρΠειρ 236/2008 αδημ. στον νομικό Τύπο). Τούτο αποδίδεται σε σκοπιμότητα της εναγομένης, σύμφωνα με την ως άνω υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Σ. Π. του Ε. που καταθέτει μετά λόγου γνώσης και από ιδία αντίληψη των πραγμάτων ως εκ της επαγγελματικής ιδιότητάς του ως αντιπροσώπου ξένων τροφοδοτικών εταιρειών στην Ελλάδα (ΚΠολΔ 591 παρ.1 περ.στ΄). Μία τέτοια αόριστη αναφορά δεν είναι ικανή να μεταθέσει την ευθύνη που πηγάζει από τη μεταξύ τους σύμβαση σε τρίτη εταιρεία. Πολλές φορές δε η χρήση τέτοιων φράσεων γίνεται τυποποιημένα και προκαλεί μεγαλύτερη σύγχυση και ασάφεια, αντί να διευκρινίσει και να ενημερώσει την αντισυμβαλλομένη πωλήτρια εταιρεία, οπότε κατά τεκμήριο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ακριβής ενημέρωση και ρητή και σαφής δήλωση περί της γνώσης της σχέσης αντιπροσώπευσης, που δημιουργεί περαιτέρω ευθύνη ενός τρίτου ως αντιπροσωπευομένου και όχι του εμφανώς αντισυμβαλλομένου της πωλήτριας στη μεταξύ του σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων (ΜονΠρΠειρ 1812/2014, ΜονΠρΠειρ 2245/2012 αδημ. στον νομικό Τύπο). Η εναγομένη δεν υπέδειξε στην ενάγουσα την έκδοση των επιδίκων τιμολογίων στο όνομα τρίτης εταιρείας για να αναγραφούν σε αυτά τα πραγματικά της στοιχεία ταυτότητας επικαλούμενη ότι ή ίδια ήταν απλώς διαχειρίστρια ή ναυτική πράκτοράς της και εκείνη η πραγματική πλοιοκτήτρια (ΕιρΠειρ 104/2012, ΕιρΠειρ 236/2008 αδημ. στον νομικό Τύπο) ούτε προέκυψε από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι υπήρξε αμφισβήτηση ή διαμαρτυρία εκ μέρους της για την εκπλήρωση της σύμβασης από την ενάγουσα ή για τον τρόπο έκδοσης των τιμολογίων αυτών κατά τη διάρκεια της εμπορικής συνεργασίας τους, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι η εναγομένη αποδέχθηκε τις συναλλαγές αυτές στο δικό της όνομα και αυτή την εντύπωση δημιούργησε ευλόγως στην ενάγουσα ως πωλήτρια, οπότε αποδέχθηκε και τη σχετική ευθύνη από την ανώμαλη εξέλιξη των μεταξύ τους επιμέρους συμβάσεων πωλήσεως αναφορικά με τη μη εξόφληση του οφειλόμενου τιμήματος. Ούτε και υπό την εκδοχή λοιπόν του ελληνικού δικαίου ως εφαρμοστέου προέκυψε ότι η ενάγουσα ως πωλήτρια των επίδικων εμπορευμάτων γνώριζε ότι το εν λόγω εφοδιασθέν πλοίο ανήκε στην ιδιοκτησία άλλης εταιρείας ως πλοιοκτήτριας και όχι της αντισυμβαλλομένης της εναγομένης ως αγοράστριας των ως άνω τροφοεφοδίων. Η εναγομένη μέχρι σήμερα δεν είχε κάνει στα προηγούμενα στάδια (δίκες ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής) μνεία ότι ενεργεί ως διαχειρίστρια ή ναυτική πράκτορας του πλοίου και δεν απέδειξε ότι είχε γνωστοποιήσει στην ενάγουσα τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας της πλοιοκτήτριας εταιρείας (διεύθυνση επικοινωνίας, στοιχεία νομίμου εκπροσώπου ή υπευθύνου της εταιρείας για τον χειρισμό τέτοιας φύσεως υποθέσεων, αριθμούς τηλεφώνου και φαξ, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κλπ.) ούτε και προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο (π.χ. εκτύπωση μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας), από το οποίο να προκύπτει ότι η ίδια ως διαχειρίστρια έχει ενημερώσει την πλοιοκτήτρια για τη ληξιπρόθεσμη οφειλή της και για τις οχλήσεις που έχει δεχθεί από την ενάγουσα για τις ένδικες αξιώσεις της, προκειμένου να αναλάβει εκείνη (πλοιοκτήτρια) την εξόφληση του οφειλόμενου τιμήματος ως πραγματική αντισυμβαλλόμενης από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης έναντι της ενάγουσας πωλήτριας εταιρείας (ΕιρΠειρ 104/2012 αδημ. στον νομικό Τύπο). Επισημαίνεται δε ότι κρίσιμος χρόνος για την ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεως και των πιθανών ελαττωμάτων τους στο πλαίσιο κατάρτισης μίας σύμβασης, αλλά και των βασικών όρων αυτής, όπως είναι η ιδιότητα των συμβαλλομένων μερών, η χαρακτηριστική παροχή, το τίμημα, ο χρόνος και ο τόπος εκτέλεσης κλπ., είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, ενώ η μεταγενέστερη γνώση δεν μπορεί να μεταβάλει τη διαμορφωθείσα κατάσταση. Πρέπει δε να σημειωθεί εν προκειμένω ότι ούτε ο ρόλος του ναυτικού πράκτορα που επικαλείται η εναγομένη για τον εαυτό της συνάδει με τα πραγματικά περιστατικά της επίδικης υπόθεσης αναφορικά με τη δική της συμπεριφορά κατά την κατάρτιση και λειτουργία των επιδίκων συμβάσεων πώλησης εμπορευμάτων, καθόσον δεν προέκυψε ότι η εναγομένη κατά κύριο επάγγελμα και με οργανωμένη εγκατάσταση αναλάμβανε τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων και την εκτέλεση ναυτικών εργασιών σχετικών με το πλοίο για λογαριασμό άλλης εταιρείας ως πλοιοκτήτριας δυνάμει σύμβασης ή εντολής που ελάμβανε από αυτή και σε σχέση με συγκεκριμένο λιμένα (ΕφΠειρ 1059/1995 ΕΝΔ 25.87). Αποτελεί δε ζήτημα απόδειξης η ιδιότητα με την οποία ενεργεί κάθε πρόσωπο στην κάθε ξεχωριστή συναλλαγή του με τους τρίτους συναλλασσομένους και ο ίδιος φέρει το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει ότι ρητώς ενήργησε για λογαριασμό τρίτου προσώπου ή ότι σε κάθε περίπτωση οι τρίτοι συναλλασσόμενοι μπορούσαν να συναγάγουν την ιδιότητά του αυτή από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης συναλλαγής καθώς επίσης και για το ποιος έχει την πραγματική εκμετάλλευση και ποιος τη διαχείριση του κρίσιμου πλοίου (ΕφΠειρ 1119/2001 ΠειρΝομ 2002.45). Πλην όμως, η εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς στο συγκεκριμένο βάρος απόδειξης και δεν εξήγησε τον λόγο που τα επίδικα τιμολόγια της ενάγουσας εκδόθηκαν στο όνομά της, ενώ και στις επανειλημμένες οχλήσεις της τελευταίας προς αυτήν για την εξόφληση του οφειλόμενου τιμήματος των επιδίκων συμβάσεων πώλησης, δεν αντέλεξε ότι δεν οφείλει η ίδια ως αντιπρόσωπος ούτε και γνωστοποίησε τα στοιχεία ταυτότητας της τρίτης εταιρείας ως αντιπροσωπευομένης ιδιοκτήτριας του εφοδιασθέντος πλοίου και άρα πραγματικά ενεχόμενης για την εξόφληση της οφειλής αυτής. Εξ όλων των ανωτέρω προέκυψε ότι ορθώς ερμήνευσε τον νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την έκδοση της εκκαλουμένης με βάση το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, δεχόμενη την ευθύνη της εναγομένης από τις μεταξύ τους με την ενάγουσα καταρτισθείσες επιμέρους συμβάσεις πώλησης και υποχρεώνοντάς την ως αγοράστρια να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό τιμήματος προς την ενάγουσα ως πωλήτριας εξ αυτής της συμβατικής αιτίας, απορριπτομένης ορθώς της προβληθείσας εκ μέρους της ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της για την ασκηθείσα σε βάρος της αγωγή ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, ως κρίνεται κι από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο πρώτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.
Περαιτέρω, όσον αφορά τον δεύτερο προβαλλόμενο λόγο έφεσης, βάσει του οποίου παραπονείται η εκκαλούσα ότι η εκκαλουμένη έσφαλε στην κρίση της αναφορικά με την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου κατά παράβαση του άρθρου 4 του Κανονισμού ΕΚ 593/2008 (Ρώμη Ι) αντί του δικαίου της Σ.ς, ισχυριζόμενη ότι εσφαλμένα έκρινε ότι η κρινόμενη αγωγή της ενάγουσας σε βάρος της είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513επ., 341, 346 ΑΚ, επειδή η επίδικη σύμβασης πώλησης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, ο οποίος εφαρμόζεται στις ενοχές από συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009, ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου στην επίδικη σύμβαση πώλησης κατ’ άρθρο 4 του Κανονισμού, βάσει του οποίου εφαρμοστέο δίκαιο για τις συμβάσεις πώλησης αγαθών είναι αυτό της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του, συνακόλουθα εφαρμοστέοι είναι οι κανόνες δικαίου της Σ.ς, στην οποία η ενάγουσα ως πωλήτρια εταιρεία έχει την έδρα της, λεκτέα τα εξής: Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη Ι) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (άρθρα 1, 2 και 4) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, ο οποίος έχει αντικαταστήσει και εκσυγχρονίσει τις ρυθμίσεις της Σύμβασης της Ρώμης του 1980,σε συμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, όπου εμπεριέχεται σύγκρουση νόμων, εφαρμόζεται το δίκαιο της επιλογής των μερών, ελλείψει δε επιλεγόμενου δικαίου, όταν τα εμπλεκόμενα μέρη δεν έχουν καθορίσει συμβατικώς το εφαρμοστέο δίκαιο, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής του προσώπου που οφείλει τη χαρακτηριστική παροχή, καθώς και από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα, ρύθμιση όμοια με αυτή της διάταξης του άρθρου 25 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία αν τα μέρη δεν υποβλήθηκαν σε ορισμένο δίκαιο, εφαρμόζεται εκείνο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (ΕφΠειρ 1066/1991ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Τέτοιες ειδικές συνθήκες και στοιχεία που καθορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο και είναι δηλωτικά υπάρχοντος ισχυρού δεσμού σύμβασης ή των εμπλεκομένων μερών με κάποιο κράτος είναι η ιθαγένεια των μερών, η έδρα και η συνήθης διαμονή τους, ο τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης, το νόμισμα, η σημαία του πλοίου κλπ. (ΕφΑθ 6953/1995 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Στην κρινόμενη περίπτωση, ελλείψει ρητής συμφωνίας των μερών για το εφαρμοστέο δίκαιο, εφαρμόζεται το δίκαιο της Σ.ς, ως το δίκαιο με το οποίο η σύμβαση συνδέεται στενότερα, για τους κάτωθι παρατιθέμενους λόγους: α) Κατά το άρθρο 192 ΑΚ, επί εξ αποστάσεως καταρτισθεισών συμβάσεων, όπως η προκείμενη, τόπο καταρτίσεως θεωρείται ο τόπος της περιέλευσης στον προτείνοντα της δήλωσης αποδοχής (βλ. σχετ. Καράση Μ., Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου, Αθήνα 2000, σελ.85, Βαθρακοκοίλη Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, 2001, τόμος Α΄, σελ.806). Από τα εκτιθέμενα στην αγωγή είναι σαφές ότι τόπος περιέλευσης της δήλωσης αποδοχής είναι η Σ., στην οποία περιήλθε η εντολή επιβεβαίωσης (order confirmation) της αντισυμβαλλομένης εναγομένης, διά της οποίας αυτή αποδέχθηκε την οικονομική προσφορά της ενάγουσας. β) Κατόπιν ρητών οδηγιών της εναγομένης ως αντισυμβαλλομένης, η ενάγουσα παρέδωσε τα παραγγελθέντα εμπορεύματα (τροφοεφόδια) επί του πλοίου “…” στο λιμένα της Σ.ς σύμφωνα και με τα μεταφρασμένα στηνν Ελληνική γλώσσα τιμολόγια της τελευταίας, συνακόλουθα, η οφειλόμενη συμβατική παροχή εκπληρώθηκε στη Σ., που αποτελεί τον τόπο εκτελέσεως της επίδικης σύμβασης πώλησης. γ) Το επιλεγέν από τα συμβαλλόμενα μέρη νόμισμα ήταν το δολάριο Σ.ς, γεγονός που προσδίδει στενή σχέση της επίδικης σύμβασης πώλησης με το δίκαιο της Σ.ς. Επομένως, οι υπόλοιποι πιθανοί δεσμοί δεν είναι τόσο ισχυροί, ώστε να εγκαθιδρύσουν επαρκή σχέση με άλλη έννομη τάξη, πλην αυτής της Σ.ς, αν ληφθεί υπόψη ότι η εναγομένη είναι υπεράκτια εταιρεία εγκατεστημένη στην Ελλάδα, η ιδιοκτήτρια του ενδίκου πλοίου εταιρεία δεν είναι παρά εταιρεία ευκαιρίας που εδρεύει στις Ν. Μ., καθώς επίσης και η σημαία ευκαιρίας του πλοίου αυτού που υπάγεται στον Β. Γ., επομένως, ο δεσμός της ένδικης διαφοράς με τις αντίστοιχες έννομες τάξεις είναι «χαλαρός» και δεν εγκαθιδρύει σχέση εφαρμοστέου δικαίου με τα αντίστοιχα κράτη. Επικουρικώς, δε εάν κρινόταν ως μη εφαρμοστέο το δίκαιο της Σ.ς στην ένδικη διαφορά, θα καλούταν ως εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό ως το δίκαιο με το οποίο συνδέεται στενότερα από τις περιστάσεις και τις ειδικές συνθήκες η επίδικη σύμβαση πώλησης και τα συμβαλλόμενα μέρη, συνεπώς, και οι ένδικες διαφορές που ανακύπτουν εξ αυτής, καθότι προέκυψε ότι τόσο η εταιρεία “Oceania Shipholding S.A.”, όσο και η εναγομένη εταιρεία ανήκουν σε κύκλο συμφερόντων Ελλήνων επιχειρηματιών. Περαιτέρω δε, εάν κριθεί εφαρμοστέο το ουσιαστικό δίκαιο της Σ.ς εν προκειμένω, σύμφωνα με το Διάταγμα της Σ.ς περί πωλήσεων αγαθών του 1993 (Sale of Goods Act 1993), προβλέπεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1 και 4 ότι μία σύμβαση πώλησης αγαθών είναι μια συμφωνία με την οποία ο πωλητής μεταβιβάζει ή συμφωνεί να μεταβιβάσει την κυριότητα σε αγαθά στον αγοραστή για επαχθή αιτία, που ονομάζεται τίμημα…. Όπου δυνάμει μίας σύμβασης πώλησης η κυριότητα στα αγαθά μεταβιβάζεται από τον πωλητή στον αγοραστή, η σύμβαση ονομάζεται «πώληση», ενώ κατά το άρθρο 27 του κεφαλαίου IV του Διατάγματος περί πωλήσεων αγαθών του δικαίου της Σ.ς (Sale of Goods Act, Κεφάλαιο 393, Μέρος IV-VI, 1993), ο πωλητής οφείλει να παραδώσει τα αγαθά και ο αγοραστής να δεχθεί την παραλαβή και να πληρώσει γι’ αυτά, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης πώλησης. Βάσει δε του άρθρου 49 του VI Μέρους του ως άνω Διατάγματος, που ρυθμίζει την περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της συμβατικής σχέσης και μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων και του συμφωνημένου τιμήματος, ορίζεται ότι όπου δυνάμει σύμβασης πώλησης η κυριότητα των αγαθών έχει περάσει στον αγοραστή και αυτός κακόπιστα αμελεί ή αρνείται να πληρώσει για τα αγαθά, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, ο πωλητής διατηρεί αξίωση εναντίον του για το τίμημα των αγαθών αυτών…. Επομένως, από τις ανωτέρω αιτίες, ενόψει του ότι η εναγομένη, όπως και κατά τον προαναφερόμενο λόγο έφεσης αποδείχθηκε, συμβλήθηκε με την ενάγουσα στο όνομα και για λογαριασμό της, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, ενεχόμενη εν τέλει η ίδια για την εξόφληση του τιμήματος των επίδικων συμβάσεων πώλησης εμπορευμάτων στο οικείο πλοίο, οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο με την αγωγή ποσό ευθυνόμενη από τις μεταξύ τους επίδικες συμβάσεις πώλησης τροφοεφοδίων και δη νομιμοτόκως από την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την έκδοση των σχετικών τιμολογίων (δήλη ημέρα) και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως (άρθρο 54, Μέρος VI του Νόμου περί πωλήσεων αγαθών δικαίου της Σ.ς του 1993). Εξάλλου, και κατά το δίκαιο της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τη διεθνή πώληση κινητών, και δη κατά τις διατάξεις του άρθρου 53 (Κεφάλαιο ΙΙΙ), η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα καθώς και από τη Σ., ορίζεται ότι ο αγοραστής οφείλει να καταβάλει το τίμημα για τα αγαθά και να παραλάβει αυτά, κατά τα προβλεπόμενα στη συμφωνία και τις διατάξεις της Σύμβασης, συνακόλουθα, η εναγομένη ευθύνεται να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό του τιμήματος και δυνάμει της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, η οποία κυρωθείσα και από τις δύο ως άνω χώρες, των οποίων το δίκαιο καλείται ως εφαρμοστέο κατά κύριο και κατά επικουρικό σύνδεσμο, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, αποτελεί εσωτερικό δίκαιο αμφοτέρων των χωρών και των εννόμων τάξεων αυτών και τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω, αντιστοίχως, για την ως άνω συμβατική αιτία στην ένδικη διαφορά. Επιπλέον δε, και επικουρικώς, ακόμη κι αν θεωρηθεί εφαρμοστέο εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο, κατά τον Αστικό Κώδικα (άρθρα 513επ.), η εναγομένη υπέχει ενδοσυμβατική ευθύνη έναντι της ενάγουσας από συμβατική αιτία, ενεχόμενη για την εξόφληση της οφειλής του τιμήματος για τις επίδικες συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων στον ως άνω πλοίο, ως συμβληθείσα με την ενάγουσα σε αυτές για δικό της όφελος και για λογαριασμό της αναλαμβάνοντας τη συμβατική υποχρέωση καταβολής του τιμήματος κατά τις διατάξεις περί πωλήσεως του ελληνικού δικαίου (ΑΚ και ΚΙΝΔ), νομιμοτόκως από την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έκδοση των σχετικών τιμολογίων και βάσει του άρθρου 341 ΑΚ (δήλη ημέρα), άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Βάσει δε των άρθρων 211 και 212 ΑΚ, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε υπό τον εξετασθέντα πρώτο λόγο έφεσης, άμεσος αντιπρόσωπος είναι όποιος συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, οπότε η ενέργεια της καταρτισθείσας δικαιοπραξίας λειτουργεί υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου και μόνον, αντιθέτως, όταν ο αντιπρόσωπος συμβάλλεται στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό τρίτου, τότε αυτός θεωρείται ως έμμεσος αντιπρόσωπος και έχει άμεση ευθύνη έναντι των αντισυμβαλλομένων. Αν δε δεν μπορεί αν διαγνωστεί ότι ενεργεί στο όνομα άλλου θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα, ενώ για να ενεργήσει η δήλωση βουλήσεως αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου πρέπει ο αντιπρόσωπος να επιχειρήσει τη δικαιοπραξία στο όνομα εκείνου και να γνωστό σε αυτόν με τον οποίο έχει συναλλαχθεί ότι η ενέργεια από τη δικαιοπραξία θα παραχθεί όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο (ΑΠ 796/2000 ΕλλΔνη 2001.87). Στην προκείμενη δε περίπτωση, η εναγομένη σε όλα τα κρίσιμα έγγραφα διά των οποίων καταρτίστηκε η μεταξύ τους δικαιοπραξία, έδιδε η ίδια τις εντολές για την παραγγελία σχετικά με την ποσότητα και το είδος των εμπορευμάτων, καθώς και τον τόπο και τον χρόνο εκτέλεσης των επίδικων συμβάσεων πώλησης τροφοεφοδίων αναφερόμενη στο πλοίο σαν να ήταν δικό της, ενώ ουδέποτε ανέφερε ότι συμβάλλεται για λογαριασμό και στο όνομα κάποιου τρίτου πλοιοκτήτη και δη της εταιρείας με την επωνυμία ….» ή για τη σχέση αυτής με το επίδικο πλοίο, όπως οψίμως επικαλείται επί του παρόντος. Ως εκ τούτου, δημιούργησε στην ενάγουσα πωλήτρια των εν λόγω εμπορευμάτων την εύλογη πεποίθηση ότι συμβάλλεται με την ίδια την εναγομένη, η οποία προέβη στην αγορά αυτών των τροφοεφοδίων στο όνομα και για λογαριασμό της για τον εφοδιασμό του συγκεκριμένο πλοίου, σαν να ήταν δικό της και συνακόλουθα ανέλαβε και την υποχρέωση εξόφλησης του οφειλόμενου και συμφωνηθέντος τιμήματος για την αγορά των επίδικων εμπορευμάτων, γι’ αυτό και τα τιμολόγια εκδόθηκαν στο όνομα της ιδίας της εναγομένης, δίχως αντίρρηση ή επιφύλαξη αυτής ούτε και γνωστοποίησης έτερνω διαφορετικών στοιχείων προς την ενάγουσα για το όνομα τυχόν τρίτης αντιπροσωπευόμενης από την ίδια εντολέα-πλοιοκτήτριας του εφοδιασθεντος πλοίου, επομένως, και αγοράστριας των πωληθέντων εμπορευμάτων (ΜονΠρΠειρ 2143/2012, ΕιρΠειρ 1660/2013, ΕιρΠειρ 1902/2013, ΕιρΠειρ 236/2008 αδημ. τον νομικό Τύπο). Κρίσιμη δε είναι η ιδιότητα και μόνο με την οποία η εναγομένη εμφανίστηκε στην ενάγουσα και συνεβλήθη με αυτήν για την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων πώλησης εμπορευμάτων και όχι η εσωτερική σχέση που είχε συνάψει με την πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου σε περίπτωση αντιπροσώπευσής της ως διαχειρίστριας ή ναυτικού πράκτορα ή εντολοδόχου, όπως εσχάτως επικαλείται, χωρίς τούτο όμως αι να αποδεικνύεται εκ μέρους της, φέρουσας και το σχετικό βάρος απόδειξης. Οι τυχόν δηλώσεις της εναγομένης προς το λιμεναρχείο και τις εγχώριες αρχές σχετικά με την ιδιότητά της, αλλά και η εσωτερική σχέση αυτής με την κυρία του πλοίου δεν ασκούν επιρροή σε βάρος τρίτων καλοπίστως συναλλασσομένων με αυτήν, όπως η ενάγουσας. Τέλος, η υπαγωγή στο νομοθετικό καθεστώς του Α.Ν.89/1967 προσδίδει στις υπαγόμενες εταιρείες ένα ιδιαίτερο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, όχι όμως και ex legem ιδιότητα άμεσου αντιπροσώπου, την οποία να μπορούν να προβάλουν έναντι των καλοπίστων τρίτων, ενώ το πώς ενεργεί μία εταιρεία σε κάθε ξεχωριστή δικαιοπραξία κρίνεται κατά περίπτωση από τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά και δεν μπορεί να συναχθεί από το φορολογικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται. Επισημαίνεται δε εν προκειμένω σχετικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης ότι ενόψει του ότι στο πλαίσιο του άρθρου 337 ΚΠολΔ, το αλλοδαπό δίκαιο αποτελεί δίκαιο και όχι πραγματικό γεγονός (ΑΠ 1326/1992 ΕλλΔνη 1994.371), συνακόλουθα, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικάζον Δικαστήριο (βλ. σχετ. Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, άρθρα 1-590, 2000, σελ.680επ.), το οποίο μπορεί να πληροφορηθεί το περιεχόμενό του προσφεύγοντας σε κάθε πηγή γνώσης, καθώς και από τα έγγραφα του αλλοδαπού εφαρμοστέου δικαίου που προσκομίζουν οι διάδικοι μεταφρασμένα στην Ελληνική γλώσσα. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η ενάγουσα επικαλέστηκε την εφαρμογή του δικαίου της Σ.ς κατά κύριο λόγο και περαιτέρω την εφαρμογή του Ελληνικού δικαίου επικουρικώς, ως των δικαίων με τα οποία συνδέεται στενότερα η επίδικη σύμβαση πώλησης και η εξ αυτής ανακύψασα ένδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων (ΕφΠειρ 1066/1991 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Η δε εναγομένη δεν αντέλεξε στους αγωγικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας ούτε ππροέβαλε τότε σχετική ένσταση ή αντίρρηση ως προς το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς εν προκειμένω για σιωπηρό εν επιδικία μετασυμβατικό καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, καθότι με τη μη εναντίωσή της η εναγομένη, ως προς την πρόταση της ενάγουσας περί συγκεκριμένων δικαίων ως εφαρμοστέων στην ένδικη διαφορά, αποδέχθηκε την υπαγωγή της στα δίκαια αυτά ανάλογα με την κρίση του δικάζοντος Δικαστηρίου, που εφαρμόζει αυτεπάγγελτα τον νόμο και προβαίνει στη διαγνωστική υπαγωγή της ένδικης διαφοράς στο κατά την κρίση του αρμόζον εφαρμοστέο δίκαιο (βλ. σχετ. Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Η κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης, 1980, 1991, σελ.22-23, ΕφΠειρ 1176/1996 ΕΝΔ 25.54, ΠολΠρΠειρ 325/1996 ΕΝΔ 24.173). Το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του, τους αγωγικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας και τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης υπόθεσης, έκρινε ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο και εφάρμοσε τις οικείες διατάξεις περί πωλήσεως του ΑΚ, ήτοι αυτές των άρθρων 513επ., 341, 346 ΑΚ και βάσει αυτών έκρινε την προκείμενη αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις ανωτέρω διατάξεις. Με τον συγκεκριμένο δε λόγο έφεσής της η εναγομένη, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση κατά τρόπο γενικό και αόριστο, όσο και ασαφή, καθόσον δεν αναφέρει τα περιστατικά και τους κανόνες δικαίου από τους οποίους προκύπτει ότι εσφαλμένως εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Ελληνικού δικαίου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν κρινόταν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως εφαρμοστέο δίκαιο αυτό της Σιγκαπούρης στην ένδικη διαφορά, αντί του ελληνικού, προκύπτει κατά τα προδιαλαμβανόμενα συμβατική ευθύνη της εναγομένης που ενέχεται από την ανωτέρω συμβατική αιτία να καταβάλει το οφειλόμενο συμφωνηθέν τίμημα για την εξόφληση της οφειλής της από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων από την ενάγουσα προς αυτήν, ήτοι σε κάθε πε΄ριπτωση στοιχειοθετείται εν προκειμένω προσωπική ευθύνη και συμβατική υποχρέωση της εναγομένης για την εξόφληση του εν λόγω ποσού ως τιμήματος καταβλητέου προς την ενάγουσα, ακόμη και με τις διατάξεις του εφαρμοστέου δικαίου της Σ.ς, χωρίς άλλωστε και τούτο να διαφοροποιείται κατ’ ουσίαν τόσο ως προς τις προϋποθέσεις ευθύνης των συμβαλλομένων μερών και δη του αγοραστή των κινητών (εμπορευμάτων) για την καταβολή της συμβατικής αντιπαροχής (τιμήματος), όσο και ως προς τη συμβατική υποχρέωσή του για την εξόφληση του τιμήματος καθόσον είχε συμβληθεί στο όνομα και για λογαριασμό της (η εναγομένη), αφού δεν είχε δηλώσει ρητώς προς την ενάγουσα ότι συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό τρίτης εταιρείας, της φερόμενης ως πλοιοκτήτριας του επίδικου πλοίου, ούτε και προέκυπτε τούτο σιωπηρά από τις περιστάσεις της υπόθεσης, οπότε είχε προσωπική συμβατική ευθύνη η ίδια ως αγοράστρια είτε με βάση το δίκαιο της Σ.ς, όπως το περιεχόμενό του γνωστοποιήθηκε στο παρόν Δικαστήριο από το προσκομισθέν αποδεικτικό υλικό στη δικογραφία σε μετάφρασή του στην Ελληνική γλώσσα ληφθέν υπόψη και αυτεπαγγέλτως υπό το Δικαστηρίου αυτού, είτε με βάση το Ελληνικό δίκαιο που είναι γνωστό στο Δικαστήριο και αναλύθηκε ως άνω, ως εφαρμοστέο στην ένδικη διαφορά, σε κάθε περίπτωση, χωρίς άλλωστε να συντρέχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ τους, τόσο ως προς το δίκαιο της πώλησης και της συμβατικής ευθύνης , όσο και ως προς το δίκαιο της αντιπροσώπευσης. Γεγονός παραμένει ότι είτε με βάση το πρώτο είτε με βάση το δεύτερο δίκαιο στοιχειοθετείται και αποδεικνύεται συμβατική ευθύνη της εναγομένης προσωπικά, ως αγοράστριας, για την εξόφληση του οφειλόμενου και συμφωνηθέντος τιμήματος από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων εκ μέρους της ενάγουσας προς αυτήν για τον εφοδιασμό του εν λόγω πλοίου, κατά παραδοχή του αγωγικού αιτήματος ως βάσιμου κατ’ ουσίαν, οι δε ισχυρισμοί της εναγομένης περί εσφαλμένης εφαρμογής δικαίου πέραν του ότι είναι αόριστοι, είναι και αλυσιτελείς για τον προαναφερόμενο λόγο, αλλά και αβάσιμοι κατ’ ουσίαν σε κάθε περίπτωση και γι’ αυτό τυγχάνουν απορριπτέοι, δεδομένου δε ότι και με βάση το δίκαιο της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης του 1980 περί διεθνούς πωλήσεως κινητών, την οποία έχουν υπογράψει τόσο η Ελλάδα, όσο και η Σ., αποτελώντας πλέον εσωτερικό τους δίκαιο υπερνομοθετικής δε ισχύος, στοιχειοθετείται ευθύνη της εναγομένης εκ συμβατικής αιτίας και σχετική υποχρέωσή της για εξόφληση του τιμήματος αυτού. Εξ όλων των ανωτέρω προέκυψε ότι ορθώς ερμήνευσε τον νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την έκδοση της εκκαλουμένης με βάση το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, δεχόμενη την ευθύνη της εναγομένης από τις μεταξύ τους με την ενάγουσα καταρτισθείσες επιμέρους συμβάσεις πώλησης και υποχρεώνοντάς την ως αγοράστρια να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό τιμήματος προς την ενάγουσα ως πωλήτριας εξ αυτής της συμβατικής αιτίας, ανεξαρτήτως εφαρμοστέου δικαίου (της Σ.ς ή του Ελληνικού), ως κρίνεται και από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο δεύτερος προβαλλόμενος λόγος έφεσης της εκκαλούσας ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.
Πέραν δε τούτων, όμως, και αναφορικά με την ένσταση παραγραφής που προβάλλεται εκ μέρους της εκκαλούσας-εναγομένης, αναφορικά με την ένδικη αξίωση της ενάγουσας-εφεσίβλητης για την καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων (τροφοεφοδίων) που συνήφθησαν μεταξύ τους για το προαναφερόμενο πλοίο, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 289 ΚΙΝΔ για τη συμπλήρωση ετήσιας παραγραφής αρχομένης δε από τη λήξη του έτους κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία της, ήτοι το 2010, καθόσον στην αγωγή εκτίθεται ότι η επίδικη σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε μεταξύ τους τον Οκτώβριο του 2010 και τα επίδικα εμπορεύματα παραδόθηκαν στις 2-10-2010 και 6-10-2010 στο εν λόγω εφοδιασθέν πλοίο και αντιστοίχως στις ίδιες ημερομηνίες εκδόθηκαν τα τιμολόγια της ενάγουσας, οπότε η παραγραφή του συνόλου των σχετικών αξιώσεων της ενάγουσας άρχισε την 1-1-2011 και συμπληρώθηκε την 1-1-2012, χωρίς να εμφιλοχωρήσει διακοπτικό γεγονός, δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε τον Μάρτιο του 2014, ως εκ τούτου, κατά παραδοχή της ένστασης παραγραφής ως βάσιμης κατ’ ουσίαν, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη για το σύνολο των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας σε βάρος της. Επ’ αυτού του ισχυρισμού (ένστασης) της εκκαλούσας, που προβάλλεται οψίμως με τις προτάσεις της στην κατ’ έφεση δίκη και όχι με το δικόγραφο της έφεσής της, λεκτέα τα εξής: Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 520 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται από τις διατάξεις των άρθρων 118 και 120 ΚΠολΔ, καθώς επίσης και τους λόγους έφεσης, οι δε πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη Γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και επιδίδεται στον εφεσίβλητο. Εξάλλου, καταρχήν στην κατ’ έφεση δίκη είναι απαράδεκτη η προβολή πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη (ΚΠολΔ 527 παρ.1, κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής και άσκησης της έφεσης), στους οποίους ισχυρισμούς περιλαμβάνονται και οι ενστάσεις που κατατείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικών δικαιωμάτων (βλ. Βαθρακοκοίλη Β., Η Έφεση, Ερμηνεία, Νομολογία, Βιβλιογραφία, 2015, σελ.474επ.). Ωστόσο, μπορεί κατά παρέκκλιση από την ως άνω απαγόρευση να προταθεί νέος ισχυρισμός ή ένσταση για πρώτη φορά: 1) εάν προβάλλεται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα ή εναγόμενο προς υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) εάν γεννήθηκε μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήτοι στην περίπτωση που είναι οψιγενής και 3) εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, ήτοι: α) εάν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ή προβάλλεται σε κάθε στάδιο της δίκης, β) εάν κατά την κρίση του Δικαστηρίου από δικαιολογημένη αιτία δεν προτάθηκε εγκαίρως ή τέλος, γ) εάν αποδεικνύεται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή από έγγραφα τα οποία προσκομίζονται πρώτη φορά στο Εφετείο, ήτοι κατά την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου με τη συνδρομή της άγνοιας του διαδίκου και της αδυναμίας πληροφόρησής του εγκαίρως για την ύπαρξη εγγράφων (βλ. σχετ. Μ.Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, άρθρο 269, σελ.489επ., ΕφΘεσ 2926/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Οι δε ενστάσεις του εκκαλούντος-εναγομένου πρέπει εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης να προταθούν μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων, ειδάλλως, εάν προταθούν με τις προτάσεις του είναι απαράδεκτες, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Τούτο δε ισχύει είτε οι ενστάσεις αυτές είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως είτε μολονότι δεν είναι «οψιγενείς» και δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως συντρέχει ωστόσο λόγος που συγχωρεί τη βραδεία προβολή τους, κατ’ άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1873/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Όπως αποδεικνύεται δε από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας από 4-2-2015 δίκης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας και από τις από 3-2-2015 πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης, η τελευταία ουδέποτε αμφισβήτησε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό είτε την ύπαρξη της αγωγικής αξίωσης της ενάγουσας είτε το επιδιώξιμο αυτής, παρά το γεγονός ότι η κρινόμενη αγωγή της είχε επιδοθεί εγκαίρως με αποτέλεσμα αυτή να λάβει γνώση του περιεχομένου της, προκειμένου να προετοιμάσει την άμυνά της και παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα εταιρεία προσκόμισε, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου (ΚΠολΔ), όλα τα μέσα επίθεσή της, νομίμως και εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με σκοπό: α) την υποστήριξη της πραγματικής και νομικής βάσης της αγωγής της και β) την καλή διεξαγωγή της δίκης. Κατά συνέπεια, η εναγομένη είχε στη διάθεσή της ως διάδικος όλα τα έγγραφα (τα τιμολόγια, καθώς και την αλληλογραφία δυνάμει της οποίας συνήφθησαν οι μεταξύ τους συμβάσεις), ώστε να είναι σε θέση να προετοιμάσει την άμυνά της και να προβάλει παραδεκτώς και νομίμως τους ισχυρισμούς της και τις ενστάσεις της εναντίον των επιδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας και της κρινόμενης ιστορικής και νομικής βάσης της αγωγής της, γεγονός που δεν έπραξε στον πρώτο βαθμό, αλλά οψίμως μόνον ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου και μάλιστα με τις προτάσεις της και όχι με το εφετήριο δικόγραφό της, καίτοι δεν επικαλείται ούτε προκύπτει βάσιμος λόγος για τον οποίο παρέλειψε να προτείνει την ένσταση παραγραφής στην πρωτοβάθμια δίκη, αλλά και στο ίδιο το δικόγραφο της έφεσής της, δεδομένου ότι ούτε με πρόσθετους λόγους έφεσης την είχε προβάλει. Ειδικότερα, στην από 4-6-2015 έφεσή της εναντίον της ενάγουσας, με την οποία βάλει κατά της εκκαλουμένης, ουδέν αναφέρει περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας σε βάρος της, αλλά ούτε καν κατά την πρώτη συζήτηση της έφεσής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως Δικαστηρίου της παραπομπής της κρινόμενης υπόθεσης ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, προέβαλε αυτήν την ένσταση παραγραφής, αφού οι μοναδικοί λόγοι έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης κατά της εκκαλουμένης απόφασης ήταν η κακή εκτίμηση των προσκομισθεισών εκ μέρους της αποδείξεων ως προς την έλλειψη της παθητικής νομιμοποίησής της για τις σε βάρος της αγωγικές αξιώσεις της ενάγουσας, καθώς και η εσφαλμένη εφαρμογή του Ελληνικού δικαίου στην ένδικη διαφορά, ισχυριζόμενη ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι αυτό της Σ.ς. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι εφόον η αγωγή και το σύνολο του αποδεικτικού υλικού είχαν τεθεί υπόψη της εναγομένης-εκκαλούσας ήδη από τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, χωρίς αμφισβήτηση εκ μέρους της ως προς την ύπαρξη και το επιδιώξιμο της ένδικης απαίτησής της συνολικά και εφόσον αυτή δεν προσκομίζει νέα έγγραφα, δεν επικαλείται νέα πραγματικά περιστατικά ούτε εξηγεί με τις από 9-1-2018 προτάσεις της στην κατ’ έφεση αυτή δίκη ποίοι ήταν οι λόγοι της μη έγκαιρης προβολής της ένστασης αυτής (παραγραφής) κατά την πρωτόδικη δίκη, ήτοι δεν εκθέτει η εναγομένη ορισμένα, ως όφειλε, ποία είναι η δικαιολογημένη αιτία που προβάλει μη εγκαίρως την ένσταση αυτή ως μέσο επίθεσης και άμυνάς της κατά της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας σε βάρος της σε μεταγενέστερη συζήτηση ούτε και επικαλείται τυχόν άγνοιά της και αδυναμία της για πληροφόρησή της εγκαίρως για την ύπαρξη εγγράφων που δεν είχε στη διάθεσή της για να προβάλει τον ισχυρισμό της παραγραφής (βλ. Βαθρακοκοίλη Β., Η Έφεση, ό.π., σελ.487), επομένως, η ένσταση παραγραφής της ένδικης απαίτησής της απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον δεύτερο βαθμό ενώπιον του παρόντος κατά παραπομπή Δικαστηρίου, χωρίς τη συνδρομή των αθροιστικών ως άνω προϋποθέσεων ήτοι χωρίς να επικαλεστεί συγχρόνως και τους λόγους μη έγκαιρης προβολής της και το δικαιολογημένο αυτής ούτε και περιστατικά της έλλειψης γνώσης και αδυναμίας πληροφόρησης της εγκαίρως για την ύπαρξη τυχόν εγγράφων που να αποδεικνύουν εκ των υστέρων την παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας, ως εκ τούτου, η ένσταση παραγραφής χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ δεν μπορεί να προταθεί το πρώτον στο κατ’ έφεση δικάζον παρόν Δικαστήριο και γι’ αυτό η σχετική ένστασή της τυγχάνει αυτεπαγγέλτως απορριπτέα ως απαράδεκτη, δεδομένου μάλιστα ότι για την ένσταση παραγραφής ως οψιγενούς ισχυρισμού της ενάγουσας δεν αποδείχθηκε ότι τα θεμελιωτικά περιστατικά αυτής προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα όπως λ.χ. σε περίπτωση παραγραφής εν επιδικία, ήτοι παραγραφής που συμπληρώθηκε σε επιδικία μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης (ΑΠ 930/975 ΝοΒ 24.257, ΕφΛαρ 524/2004 Αρμ 2006.891, ΕφΑθ 5473/1991 ΕΕμπΔ 43.565, ΕφΑθ 42/1980 ΕΝΔ 1981.5, βλ. σχετ. Σαμουήλ, Η Έφεση, εκδ.ε΄, 2003, παρ.700 και 718, Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 527, αριθ.76), αλλά τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωσή της συνέτρεχαν ήδη κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας της εναγομένης κατά τη συζήτηση της σε βάρος της αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού η συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής φέρεται να έλαβε χώρα την 1-1-2012, ενώ η αγωγή ασκήθηκε τον Μάρτιο του 2014 και συζητήθηκε την 4-2-2015 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας (AΠ 1308/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 409/1998 ΕλλΔνη 39(1998).1609, ΑΠ 139/1991 ΕΕργΔ 1992.1090, ΕφΘεσ 2926/2005 Αρμ 2006.273, βλ. Μ.Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, άρθρο 269, σελ.491επ.). Αλλά ακόμη κι αν θεωρηθεί εφαρμοστέο εν προκειμένω, όχι το Ελληνικό δίκαιο, αλλά το δίκαιο της Σ.ς, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, η εναγομένη εξακολουθεί να ευθύνεται συμβατικά έναντι της ενάγουσας για την εξόφληση των επίδικων αγωγικών αξιώσεών της ως τιμήματος από τις μεταξύ τους συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων, με βάση τις διατάξεις του δικαίου του Διατάγματος της Σ.ς περί πωλήσεων αγαθών του 1993 (Sale of Goods Act 1993), ως άνω, διότι έστω κι αν το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων αυτών κριθεί υπό τις ρυθμίσεις του αλλοδαπού αυτού δικαίου ως εφαρμοστέου στην προκείμενη υπόθεση, και συγκεκριμένα, με βάση όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του Διατάγματος της Σ.ς περί Παραγραφών δικαστικών διαδικασιών από σύμβαση και αδικοπραξία, για τις αξιώσεις που πηγάζουν από σύμβαση (Limitation Act 11-9-1959 / Κεφάλαιο 163), η προθεσμία για την άσκηση αγωγής για τη διεκδίκηση απαιτήσεων από σύμβαση ορίζεται ως εξαετής (6ετής) και άρχεται από τον χρόνο που γεννήθηκε (προέκυψε) η ενοχή (αιτία της αγωγής), όπως επιβεβαιώνεται από σχετικό επικυρωμένο αντίγραφο του νόμου αυτού μεταφρασμένου στην Ελληνική γλώσσα, που προσκομίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, για το οποίο ουδεμία αμφισβήτηση ή αντίρρηση προβάλλεται εκ μέρους της εναγομένης-εκκαλούσας. Εφόσον, οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας ήταν δικαστικά επιδιώξιμες κατά την έγερση της κρινόμενης αγωγής της σε βάρος της εναγομένης, έχοντας γεννηθεί η αιτία της αγωγής από το έτος 2010, η δε αγωγή ασκήθηκε εντός του έτους 2014, το οποίο συνιστά διακοπτικό γεγονός της παραγραφής, συνακόλουθα, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω ένσταση της εναγομένης, πέρα από προεχόντως απαράδεκτη, για τους λόγους που διαλαμβάνονται ως άνω στο σκεπτικό της απόφασης, τυγχάνει επικουρικώς κι επαλλήλως απορριπτέα και ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή, με την εκκαλουμένη απόφασή του, την κρινόμενη αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, για την ως άνω συμβατική αιτία, υποχρεώνοντας την εναγομένη σε καταβολή προς την ενάγουσα του αιτούμενου με την αγωγή συνολικού ποσού τιμήματος, και με αντικατάσταση και συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης από το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε στην παρούσα απόφασή του, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων της υπόθεσης, απορριπτομένων των σχετικών λόγων έφεσης και των λοιπών ισχυρισμών της εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στα δικόγραφά της, ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν στο σύνολό τους και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης αυτής, ενόψει της απόρριψης της έφεσής της ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, όπως ορίζεται αυτή ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 176, 183, 191 §2 ΚΠολΔ, 63 §1, 68 §1, 69, 84 του Ν.4194/2013-ΚωδΔικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, τα οποία ορίζει σε ποσό διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσιών δικηγόρων τους, στις 31-10-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ