ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
287/2020
(13454/6156/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Κρυστάλλω Κριμιζά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 14 Μαΐου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Φ. Τ. του Κ., κατοίκου Β. Αττικής, οδός …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Νικολάου Κουντούρη.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στην Κ. Αττικής, επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Μαρίας Δαμίγου.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η, από 20.12.2018, αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης 13454/2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 6156/2018, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 19.02.2019, κατόπιν δε νομίμου αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ΑΝ 3276/44, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 προστέθηκε με το άρθρο 38 παρ. 2 του Ν.4262/2014 (ΦΕΚ Α 114/10.5.2014) : «1. Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ` όσον ήθελον κυρωθή δι`αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων. “Κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και προκειμένου περί Επιβατηγών και Επιβατηγών-Οχηματαγωγών πλοίων που εκτελούν δρομολογιακούς πλόες μεταξύ λιμένων στην ημεδαπή, συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο, εφόσον ήθελε με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου να κυρωθούν, θεωρούνται ισχυρές και δεσμεύουν κατά την αναφερόμενη σε αυτές χρονική διάρκεια μόνο τους πλοιοκτήτες και τους ναυτικούς που είναι μέλη των συμβαλλόμενων οργανώσεων με την επιφύλαξη των Διεθνών Συμβάσεων που έχουν κυρωθεί.”». Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων (ΣΣΝΕ) δεν εφαρμόζεται ο ν.1876/1990 “ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις κλπ.”, όπως προκύπτει από το όλο πνεύμα αυτού, αν και δεν περιέχει ρητή διάταξη, όπως ο προϊσχύσας ν.3239/1955 στο άρθ.41§3 αυτού (ΑΠ 1107/2017, ΑΠ 87/2000 σε ΤΝΠ Νόμος) και επομένως ούτε, ειδικότερα, οι διατάξεις του άρθ.9§§4 και 5 ν. 1876/1990 για τη διάρκεια της ισχύος και τη μετενέργεια των ΣΣΕ.
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι, δυνάμει έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που κατήρτισε στον Φ. Αττικής, την 18.04.2017, με εκπρόσωπο της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του, αρχικώς υπό ιταλική και εν συνεχεία υπό ελληνική σημαία, επιβατηγού – τουριστικού πλοίου «…», κ.ο.χ. 147,68, το οποίο ενεγράφη στα ελληνικά νηολόγια την 09.05.2017, προσλήφθηκε στο ως άνω πλοίο, στο οποίο επιβιβάσθηκε την 18.04.2017, απασχολούμενος με καθήκοντα Θαλαμηπόλου και Ναυτόπαιδα. Ότι ακολούθως, την 13.06.2017, ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, τυπικά με την ειδικότητα του Ναυτόπαιδα, στην πραγματικότητα ωστόσο ασκώντας τα καθήκοντα αμφοτέρων των προαναφερόμενων ειδικοτήτων, ήτοι τόσο αυτής του Θαλαμηπόλου, όσο και αυτής του Ναυτόπαιδα, σύμφωνα με τα αναλυτικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι συμφώνησε με την εναγομένη, όπως αμείβεται με βάση τους όρους και τις συμφωνίες της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, για τις ειδικότητες και τα καθήκοντα που εκτελούσε, ακόμη και σε περίπτωση που τέτοια ΣΣΝΕ δεν ήταν σε ισχύ, καθώς οι προβλεπόμενες από αυτήν αποδοχές αποτελούν τον «ειθισμένο» μισθό για ναυτικούς απασχολούμενους με τις ίδιες ειδικότητες και καθήκοντα σε επιβατηγά τουριστικά πλοία που εκτελούν τουριστικούς πλόες εντός Μεσογείου. Ότι την 23.10.2017 λύθηκε η σύμβαση εργασίας του, ενώ την 01.03.2018, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας ενός έτους, προσλήφθηκε στο ως άνω πλοίο με τους ίδιους όρους, αντί των ίδιων αποδοχών και με τα ίδια καθήκοντα, ήτοι αυτά του Ναυτόπαιδα και του Θαλαμηπόλου. Ότι την 19.10.2018, στον Φ. Αττικής, καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, τύποις λόγω «κλεισίματος ναυτολογίου», στην πραγματικότητα όμως λόγω καταγγελίας αυτής υπό του Πλοιάρχου, κατ΄ εντολήν της εναγομένης και χωρίς παράπτωμα του ιδίου, για τον λόγο αυτόν του καταβλήθηκε αποζημίωση απόλυσης, η οποία ωστόσο υπολειπόταν της νομίμου. Ότι η εναγομένη, καθ’ όλο το διάστημα εργασίας του στο ένδικο πλοίο, του κατέβαλλε αποδοχές μικρότερες των νομίμων, ήτοι αυτών που προβλέπονταν από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017 για τις ειδικότητες του Θαλαμηπόλου και του Ναυτόπαιδα, ενώ του παρείχε τροφή μόνον κατά τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο ήταν ναυλωμένο, παραλείποντας να του καταβάλει το προβλεπόμενο από την ως άνω ΣΣΝΕ αντίτιμο τροφής για τις ημέρες που δεν του παρείχε αυτή σε είδος. Ότι, επιπλέον, κατά τις ημέρες που το πλοίο ήταν ναυλωμένο, πραγματοποιούσε υπερωριακή απασχόληση, ασκώντας τα εκτιθέμενα στην αγωγή καθήκοντα του θαλαμηπόλου, εργαζόμενος καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, από 10 έως και 17 ώρες ημερησίως, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη προς τούτο αμοιβή. Προσέτι δε, ισχυρίζεται ότι η εναγομένη, αν και είχε αναλάβει την υποχρέωση, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, να τον προειδοποιήσει εγγράφως έναν μήνα πριν προβεί στην καταγγελία, ωστόσο δεν τον απασχόλησε, ούτε του κατέβαλε τις αποδοχές για τον μήνα αυτόν. Ότι, τέλος, η εναγομένη, παρανόμως και υπαιτίως παρακράτησε το ποσό των 848,74€ κατά το χρονικό διάστημα που δεν τον είχε ασφαλίσει στο ΝΑΤ (από 18.04.2017 έως 13.06.2017), το οποίο αντιστοιχεί στις βαρύνουσες τον ασφαλισμένο εισφορές ΝΑΤ για το διάστημα αυτό, υποχρεώνοντάς τον παράλληλα να εργάζεται χωρίς ασφάλιση, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την προσωπικότητά του και προκαλώντας του ηθική βλάβη. Επίσης, λόγω της παράνομης και υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης να αποδώσει κατά το ανωτέρω διάστημα τις παρακρατηθείσες από τις αποδοχές του εισφορές στο ΝΑΤ , ο ίδιος απώλεσε την επιδότηση ανεργίας, την οποία θα δικαιούτο μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων, ζητεί, κύρια με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά, ήτοι για την περίπτωση που αυτή για οιονδήποτε λόγο κριθεί άκυρη, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής του, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις του (άρθ. 223, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015, 295§1 Κ.Πολ.Δ.) με τη μερική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό: Α. να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για αντίτιμο τροφής το ποσό των 10.577,52€, για υπερωριακή αμοιβή το ποσό των 6.957,22€ και για αποζημίωση λόγω απώλειας της επιδότησης ανεργίας το ποσό των 1.750,00€ και Β. να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει για διαφορές μεταξύ νομίμων και καταβληθεισών αποδοχών το συνολικό ποσό των 2.834,79€, για διαφορά αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των 786,28€, για αποδοχές ενός μήνα λόγω μη προειδοποίησης της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του το ποσό των 3.121,34€ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του το ποσό των 10.000,00€, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από την τελευταία απόλυσή του από το ένδικο πλοίο, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Ζητεί, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.2 και παρ. 3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, 621επ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015), είναι δε νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 330, 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 669, 914 ΑΚ, 53-55, 72 επ., 82, 84 του ΚΙΝΔ, 68,70, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ Κ.Πολ.Δ. και των άρθρων 904 επ. ΑΚ ως προς την επικουρική της βάση. Ωστόσο, το παρεπόμενο αίτημα, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά τη μερική τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, τυγχάνει νόμιμο μόνο ως προς το καταψηφιστικό σκέλος της, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, ως προς το αντίστοιχο αναγνωριστικό, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706). Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι το καταψηφιστικό αντικείμενό της, μετά τον νόμιμο περιορισμό της, δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου [ήτοι 20.000,00 ευρώ, βλ. άρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997 και όπως το δεύτερο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 40 του Ν. 4488/2017(ΦΕΚ Α’ 137/13-09-2017)].
Από την εκτίμηση όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που προσκομίζουν νομίμως, με επίκληση, οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψην είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, από τις υπ’ αριθ. … και …/13.05.2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, τις οποίες προσκομίζει, με επίκληση, ο ενάγων και δόθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης της εναγομένης (βλ. την υπ΄αριθ. …/08.05.2019 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Α. Α., σε συνδυασμό με την, από 07.05.2019, κλήση προς την εναγομένη) και από τις υπ’ αριθ. … και …/13.05.2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας θυγ. Γεωργίου ΚΟΛΟΒΟΥ, τις οποίες προσκομίζει, με επίκληση, η εναγομένη και δόθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …/06.05.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Θεοδοσίου Σακκιώτη, σε συνδυασμό με την, από, 03.05.2019, κλήση προς τον ενάγοντα), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του υπ’ αριθ. …/22.05.2012 πτυχίου Θαλαμηπόλου Α΄ τάξεως, προσλήφθηκε, την 18.04.2017, με άτυπη σύμβαση εργασίας, από εκπρόσωπο της εναγόμενης εταιρείας, η οποία προέβη σε αγορά, δυνάμει του, από 12.04.2017 Bill of Sale, του, υπό ιταλική σημαία, επιβατηγού επαγγελματικού τουριστικού πλοίου (Ε/Γ-Τ/Ρ) μέγιστου μήκους 29,60μ. και καθαρού μήκους 27,46μ., κ.ο.χ. 147,68, το οποίο μετονομάσθηκε σε «…». Ειδικότερα η εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα κατά τον ανωτέρω χρόνο, προκειμένου αυτός να συμμετάσχει στις εργασίες επισκευής, συντήρησης και ευπρεπισμού του ένδικου πλοίου, ώστε να ξεκινήσει τους πλόες του, ως επαγγελματικό σκάφος αναψυχής του Ν. 4256/2014, μόλις λάμβανε τη σχετική άδεια. Την 09.05.2017 το ένδικο πλοίο ενεγράφη στο Νηολόγιο Πειραιά, με αριθμό Νηολογίου 12.467, παράλληλα δε εκδόθηκε έγγραφο εθνικότητας αυτού και ύψωσε ελληνική σημαία. Την 13.06.2017 το πλοίο άνοιξε ναυτολόγιο, την ίδια δε ημέρα, στον Φ. Αττικής, ναυτολογήθηκε σε αυτό ο ενάγων, ο οποίος μέχρι τότε παρείχε τις υπηρεσίες του υπό καθεστώς χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας, αφού το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο στον λιμένα του Φ. Αττικής εν αναμονή της νηολόγησής του και της έκδοσης αδείας επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, ήτοι δεν είχε τη δυνατότητα να εκτελέσει πλόες και συνεπώς δεν ευρισκόταν σε πλήρη ετοιμότητα και δυνατότητα προς εξυπηρέτηση του σκοπού του, που είναι η ναυτική του αποστολή, αφού προηγουμένως ήταν απαραίτητο να ολοκληρωθούν οι ανωτέρω διαδικασίες. Η εναγομένη δε, αν και δεν είχε λάβει ακόμη την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του πλοίου, την οποία απέκτησε, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΚΙΝΔ, με την καταχώριση της πράξεως μεταβίβασης στο νηολόγιο, την 07.05.2017, είχε την ιδιότητα της εργοδότριας του ενάγοντος, τον οποίον προσέλαβε μέσω του αντιπροσώπου της στην Ελλάδα και λογιστή της, Γ. Κ.. Κατά την ως άνω περίοδο άτυπης απασχόλησης του ενάγοντος η εναγομένη κατέβαλε σε αυτόν, με πιστώσεις του τραπεζικού λογαριασμού του στην Τράπεζα Πειραιώς το ποσό των 1.980,00€ στις 15.05.2017 και το ποσό των 800,00€ στις 15.06.2017, με την αιτιολογία «boat repairs». Την 07.06.2017 καταρτίστηκε και τυπικά μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο πρώτος προσλήφθηκε στο ένδικο πλοίο, ως θαλαμηπόλος, για ένα έτος (και δη από την 01.04.2017), αντί μηνιαίων «καθαρών» αποδοχών 2.000,00€. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι την 15.06.2017, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/09.06.2017 αποφ. ΥΕΝ/ΔΘΣ Δ΄, χορηγήθηκε στο σκάφος άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, η εναγομένη δε ξεκίνησε έκτοτε να εκναυλώνει αυτό σε τρίτους ναυλωτές προς εκτέλεση πλόων αναψυχής, ναυτολογώντας ως πλήρωμα τον Α. Β., ως πλοίαρχο, τον Ε. Λ., ως μηχανικό, τον ενάγοντα ως θαλαμηπόλο και τον S. G., ιταλό υπήκοο, ως μάγειρα. Ειδικότερα, ο ενάγων απασχολήθηκε στο πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους της ως άνω έγγραφης σύμβασής του και παρά την καταγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο της ειδικότητας του Ναυτόπαιδα, καθώς στην πραγματικότητα τα καθήκοντα της ειδικότητας αυτής ασκούσε ο G. D., υπήκοος Φιλιππίνων, ο οποίος εμφανιζόταν στο ναυτολόγιο του πλοίου ως επιβαίνων κατά το έτος 2017 και ως βοηθητικό προσωπικό κατά το έτος 2018, πλην όμως εκτελούσε τις εργασίες του ναυτόπαιδα, ήτοι καθαρισμό καταστρώματος, εξωτερικό πλύσιμο σκάφους, εργασίες κατάπλου, απόπλου κ.α., ενώ στο συγκεκριμένο σκάφος δεν υπήρχε ανάγκη να απασχολείται με τις εργασίες της ειδικότητας αυτής και δεύτερο άτομο. Επίσης αποδείχθηκε ότι όταν το σκάφος βρισκόταν ελλιμενισμένο στη Μαρίνα του Φ., ο G. D. παρέμενε σε αυτό επί εικοσιτετράωρης βάσης, ασκώντας καθήκοντα φύλαξης και εκτελώντας όλες τις απαραίτητες για την ασφάλειά του εργασίες, ενώ ο ενάγων, ο Πλοίαρχος και ο Μηχανικός, μετέβαιναν στο πλοίο το πρωί και αποχωρούσαν το μεσημέρι, γεγονός που δεν αρνείται και εμμέσως συνομολογεί ο ενάγων (261 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, ο ενάγων ασκούσε κατ΄ αποκλειστικότητα τα καθήκοντα του θαλαμηπόλου απασχολούμενος ιδίως με την τροφοδοσία του σκάφους, τον καθαρισμό της καμπίνας του πλοιάρχου, την υποδοχή των επιβατών, τη μεταφορά των αποσκευών τους, το σερβίρισμα σε αυτούς πρωινού, δεκατιανού, μεσημεριανού και βραδινού γεύματος, αλλά και την παροχή κάθε δυνατής περιποίησης προς τους επιβάτες, ενώ παράλληλα ήταν υπεύθυνος για την καθαριότητα των καμπινών των επιβατών και επόπτευε τον G. D., ο οποίος προσέφερε επίσης υπηρεσίες καθαρισμού των καμπινών των επιβατών, καθώς και των κοινόχρηστων τουαλετών και των σαλονιών. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί καταρχήν ο αγωγικός ισχυρισμός, κατά τον οποίον ο ενάγων εργαζόταν στο πλοίο με αμφότερες τις ειδικότητες και δικαιούτο την προβλεπόμενη γι αυτές αμοιβή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης ο ενάγων απασχολήθηκε στο πλοίο έως την 23.10.2017, οπότε απολύθηκε από αυτό «αμοιβαία συναινέσει». Ακολούθως, την 01.03.2018, ο ενάγων επαναπροσλήφθηκε από εκπρόσωπο της εναγομένης στο ως άνω πλοίο, με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε και εγγράφως την 15.03.2018, με την ίδια ως άνω ειδικότητα, ήτοι αυτή του θαλαμηπόλου και τους αυτούς μισθολογικούς και λοιπούς όρους εργασίας, για διάρκεια ενός έτους, ήτοι έως 01.03.2019, ενώ στο ναυτικό του φυλλάδιο αναγράφηκε ξανά η ειδικότητα του ναυτόπαιδα. Ο ενάγων εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο σκάφος, ασκώντας τα προαναφερόμενα καθήκοντα και με τους ίδιους ακριβώς όρους, χωρίς ουδέποτε, έως την απόλυσή του, να διαμαρτυρηθεί στον αντιπρόσωπο και λογιστή της εναγομένης για τις αποδοχές που λάμβανε. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι στις επίδικες συμβάσεις εργασίας του είχαν εφαρμογή οι όροι και συμφωνίες της ισχύουσας κατά το επίδικο διάστημα ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Πλοίων, καθώς αφενός η εν λόγω ΣΣΕ αναγραφόταν στις μισθοδοτικές του καταστάσεις, αφετέρου στο ναυτικό του φυλλάδιο καταγράφονταν η ένδειξη «ΣΣ». Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθώς καταρχήν το σκάφος της εναγομένης, το οποίο ανήκει στην κατηγορία «επαγγελματικό/τουριστικό σκάφος» δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτε η εναγομένη ανήκει σε συμβαλλόμενη στην εν λόγω ΣΣΕ επαγγελματική ένωση. Εφαρμοστέα για το επίδικο πλοίο τυγχάνει η ΣΣΕ Πληρωμάτων Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν. 4256/2014, η οποία εφαρμόζεται επί των Επαγγελματικών Τουριστικών Πλοίων μελών της ΕΠΕΣΤ, του ν. 4256/2014 ή του εκάστοτε νόμου που διέπει τα Επαγγελματικά Τουριστικά Πλοία, τα οποία εκτελούν επαγγελματικούς πλόες, τέτοια όμως ΣΣΕ δεν ήταν σε ισχύ κατά την πρόσληψη του ενάγοντος, ενώ με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.8/69740/2018 ΥΑ, κυρώθηκε η ΣΣΕ Πληρωμάτων Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν.4256/2014, για τα έτη 2018-2019, με αναδρομική εφαρμογή, καταλαμβάνουσα και την επίδικη σύμβαση εργασίας, όπως η εναγομένη συνομολογεί, από 01.01.2018. Επίσης δεν αποδείχθηκε ειδική συμφωνία για εφαρμογή της ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Πλοίων, καθώς σε αντίθετη περίπτωση κρίνεται ότι η συμφωνία αυτή θα είχε αποτυπωθεί στις έγγραφες συμβάσεις του ενάγοντος, η αόριστη δε μνεία «ΣΣ» στο ναυτικό του φυλλάδιο δεν παράγει εν προκειμένω έννομες συνέπειες. Εφόσον, επομένως, κατά τον χρόνο ναυτολογήσεων του ενάγοντος δεν υφίστατο σε ισχύ συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας, που να τυγχάνει εφαρμογής επί της σύμβασης εργασίας του, οι όροι και οι συνθήκες ναυτολόγησης του ενάγοντος ήταν αντικείμενο ελεύθερης συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, η οποία εν προκειμένω καταχωρίσθηκε εγγράφως στις ατομικές συμβάσεις εργασίας, με τις οποίες συνομολογήθηκε «κλειστός» μισθός, οι επικαλούμενοι δε από τον ενάγοντα όροι της ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Πλοίων δεν είχαν καταστεί τμήμα της ατομικής σύμβασης εργασίας αυτού, ώστε να δύναται αυτή να θεωρηθεί, κατά συμβατική πρόβλεψη, εφαρμοστέα. Όπως δε προκύπτει και από το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης του Πλοιάρχου του πλοίου, οι ναυτικοί έλαβαν γνώση της αναγραφής της συγκεκριμένης ΣΣΕ στις μισθοδοτικές τους καταστάσεις μόλις κατά την απόλυσή τους, οπότε τους χορηγήθηκαν εκκαθαριστικά σημειώματα του Οκτωβρίου 2018 και της αποζημίωσης απόλυσης, ενώ μέχρι τότε αγνοούσαν αυτή, καθώς δεν λάμβαναν τις εκκαθαριστικές αποδείξεις πληρωμής. Η αναγραφή της ως άνω ΣΣΕ, όπως αναφέρει ο Γ. Κ. στην ένορκη βεβαίωσή του, γινόταν για τυπικούς – λογιστικούς λόγους, καθώς επειδή δεν υφίστατο εν ισχύ ΣΣΕ, υπήρχε αδυναμία υπολογισμού των κρατήσεων, για τον λόγο δε τούτο χρησιμοποιήθηκε από αυτόν το λογιστικό σύστημα για τα Μεσογειακά/Ακτοπλοϊκά πλοία, με σκοπό να εμφανίζεται, ως «καθαρός» μισθός το χρηματικό ποσό που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, ήτοι για τον ενάγοντα εν προκειμένω το ποσό των 2.000,00€, προκειμένου δε να γίνει αυτό ο ενάγων δηλωνόταν με διαφορετική ειδικότητα, άσχετη με τα καθήκοντά του και δη ως Αξιωματικός (Υποπλοίαρχος). Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι προβλεπόμενες από την ως άνω ΣΣΕ αποδοχές αποτελούσαν τη συνηθισμένη («ειθισμένη») αμοιβή για την ίδια εργασία, υπό τις αυτές συνθήκες, του ενάγοντος μη ανταποκριθέντος στο βάρος απόδειξης του σχετικού ισχυρισμού του. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί το υπό στοιχείο 1 αγωγικό κονδύλιο που αφορά σε μισθολογικές διαφορές, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Όσον αφορά την αξίωση για υπερωριακή αμοιβή, η οποία ερευνάται με βάση την αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενη υπόψην ΣΣΕ Πληρωμάτων Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν. 4256/2014, για τα έτη 2018-2019, η αναδρομική εφαρμογή της οποίας, από 01.01.2018, συνομολογείται από την εναγομένη ότι καταλαμβάνει και την επίδικη σχέση εργασίας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ο ενάγων κατά τις ημέρες που το σκάφος ήταν ναυλωμένο, βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ενόψει των οποίων ήταν υποχρεωμένος, και κατά τις ώρες που δεν παρείχε υπηρεσίες, να βρίσκεται σε κατάσταση γνήσιας ετοιμότητας προς παροχή εργασίας, για την εξυπηρέτηση κάθε ανάγκης των επιβατών της θαλαμηγού, στην οποία προσφέρονταν ξενοδοχειακού τύπου υπηρεσίες και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, κρίνεται ότι παρείχε τις υπηρεσίες του, υπό την προαναφερόμενη ειδικότητα, κατ΄ εντολήν του Πλοιάρχου του πλοίου, κατά μέσον όρο επί 15 ώρες ημερησίως. Από την προαναφερόμενη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών προβλέπονται, σε σχέση με την υπερωριακή απασχόληση των ναυτικών, τα ακόλουθα: «Άρθρο14. Ώρες εργασίας προσωπικού Γενικών Υπηρεσιών εν πλω και εν λιμένι. 1. Ειδικώς για το προσωπικό Γενικών Υπηρεσιών εν γένει η οκτάωρη ημερήσια εργασία του κατανέμεται από της 06:00 ώρας μέχρι 22:00 ώρας με μια ή πλείονας διακοπές αναλόγως προς το πρόγραμμα εργασίας και τις ανάγκες του σκάφους, εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 13, για την πέραν του 8ώρου απασχόλησή του. Άρθρο 16 Πρόσθετος εργασία και πρόσθετος αμοιβή – Υπερωρίες 1. Ο ναυτικός εάν διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν των κεκαvοvισμέvωv ωρών είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει δεν δύναται όμως η πρόσθετη αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία, ο εκτελέσας αυτή ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου βασικού μισθού διαιρείται διά των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομέvων διά της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους διά δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως τούτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173). 3. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Άρθρο 17. Πρόσθετες εργασίες μη αμειβόμενες όταν εκτελούνται εντός εργασίμων ωρών. Δεν καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) για τις κατωτέρω μνημονευόμεvες εργασίες, εφόσον αυτές εκτελούνται εντός των εργασίμων ωρών ή κατά τις ώρες φυλακής. Ι. Εργασίες καταστρώματος: α) Για την αποσκωρίαση ελασμάτων. β) Για την λίπανση των βαρούλκων. γ) Για την εξασφάλιση αντικειμένων καταστρώματος επικείμενης θαλασσοταραχής. δ) Για τον καθαρισμό υδροσυλλεκτών κύτους (κουτί σεvτιvώv). ε) Για τον χρωματισμό κλειστών χώρων, εναλλασσόμενοι ανά δίωρο και εφόσον υπάρχει τεχνικός ή φυσικός αερισμός των διαμερισμάτων και των εχόντων σχέση με το κατάστρωμα. στ) Για τον εξωτερικό χρωματισμό του πλοίου κατά την διάρκεια της ημέρας εν όρμο. ζ) Για πάσα άλλη εργασία συντήρησης του πλοίου.». Βάσει των ανωτέρω, από τις 16 ώρες εργασίας του ενάγοντος, οι 8 ώρες μετά το νόμιμο οκτάωρο της εργασίας του έπρεπε να πληρωθούν με υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένο κατά 25% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, ήτοι με το ποσό των (840,00€:173=4,9€+25%=) 6,2€. Κατόπιν των ανωτέρω ο ενάγων δικαιούτο για υπερωριακή αμοιβή: τον Απρίλιο του 2018, κατά τον οποίον το πλοίο ήταν ναυλωμένο από 25/4 έως και 30/4, το ποσό των [(7 ώρες Χ6,2€=) 43,40€ Χ 6 ημέρες=] 260,40€, τον Μάιο του 2018, κατά τον οποίον το πλοίο ήταν ναυλωμένο στις 1/5, 2/5 και από 20/5 έως και 26/5 το ποσό των [(7 ώρες Χ6,2€=) 43,40€ Χ 9 ημέρες=] 390,60€, τον Ιούλιο του 2018, κατά τον οποίον το πλοίο ήταν ναυλωμένο στις 20/7 και από 25 έως και 29/7 το ποσό των [(7 ώρες Χ6,2€=) 43,40€ Χ 6 ημέρες=] 260,40€, τον Αύγουστο του 2018, κατά τον οποίον το πλοίο ήταν ναυλωμένο από 11/8 έως και 19/8 και από 24/8 έως και 26/8 το ποσό των [(7 ώρες Χ6,2€=) 43,40€ Χ 12 ημέρες=] 520,80€ και τον Σεπτέμβριο του 2018, κατά τον οποίον το πλοίο ήταν ναυλωμένο 6/9 έως και 14/9 το ποσό των [(7 ώρες Χ6,2€=) 43,40€ Χ 9 ημέρες=] 390,60€, ήτοι συνολικά, για την αιτία αυτή ο ενάγων δικαιούτο το ποσό των 1.822,80€. Προσέτι δε ο ενάγων δικαιούτο, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ΣΣΝΕ, αντίτιμο τροφής ποσού 15,00€/ημέρα, εκτός των ημερών, κατά τις οποίες το πλοίο ήταν ναυλωμένο, οπότε παρείχετο σε αυτόν τροφή σε είδος. Συνεπώς, για το χρονικό διάστημα από 01.03.2018 έως 19.10.2018, κατόπιν αφαίρεσης των 42 ημερών κατά τις οποίες το πλοίο ήταν ναυλωμένο, ο ενάγων δικαιούται, για αντίτιμο τροφής, το ποσό των (15,00€ Χ 191 ημέρες=) 2.865,00€. Επισημαίνεται δε ότι η εναγομένη αορίστως ισχυρίζεται ότι έχει εξοφλήσει όλες τις επίδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, απορριπτομένου του ισχυρισμού της προβαλλόμενης από αυτήν ένστασης εξόφλησης ως απαράδεκτης. Εκ του περισσού δε αναφέρεται ότι από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας δεν προκύπτουν καταβολές για τις ανωτέρω αιτίες (υπερωρίες, αντίτιμο τροφής), ενώ στις επίδικες συμβάσεις εργασίας δεν περιέχεται συμφωνία περί καταλογισμού των ανωτέρω απαιτήσεων στις υψηλότερες των νομίμων αποδοχές που καταβάλλονταν στον ενάγοντα και επομένως το γεγονός αυτό αλυσιτελώς προβάλλεται από την εναγομένη. Η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος λύθηκε, την 19.10.2018, στον Φ. Αττικής, λόγω «κλεισίματος ναυτολογίου». Ο τρόπος αυτός λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία, για την οποία οφείλεται αποζημίωση, καθόσον ο λόγος αυτός (κλείσιμο ναυτολογίου) δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του αρ 75§ 2 ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της κατ` αρ. 72 ΚΙΝΔ αποζημίωσης, εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού. Δηλαδή η κατ` αρ. 75παρ. 2 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο κατ` αρ 72 ΚΙΝΔ τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν εδικαιολογείτο από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (πρβλ ΕφΑθ 9512/1983, ΕΝΔ 12.117, για την παρόμοια περίπτωση καταγγελίας /απόλυσης κατόπιν εντολής του YEN.). Συνεπώς ο ενάγων δικαιούτο, για αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των [840,00€ (μισθός ενεργείας), 450,00€ (μηνιαίο αντίτιμο τροφής) + 12,00€ (επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας) + 184,80€ (επίδομα Κυριακής) + 540,80€ (επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας) + 234,90€ (μέση μηνιαία υπερωριακή αμοιβή, ήτοι 1.822,80€ {συνολική υπερωριακή αμοιβή} :233 ημέρες Χ 30) = 2.262,50€ : 30 Χ 15 ημέρες =] 1.131,30€, η εναγομένη δε του κατέβαλε, βάσει της υψηλότερης μισθοδοσίας του, αποζημίωση ποσού 1.548,78€ και συνεπώς ουδέν του οφείλει για την αιτία αυτή. Επιπλέον, η εναγομένη αναγνώρισε, δια της, από 01.10.2018, επιστολής της νομίμου εκπροσώπου της, C. C., ότι οφείλει στον ενάγοντα έναν μηνιαίο μισθό, αντί για προειδοποίηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, σύμφωνα με τον όρο 2.6 της σύμβασης εργασίας του, ήτοι ο ενάγων δικαιούτο το ποσό των 2.681,97€ (συμφωνηθείς «μικτός» μισθός), πλέον αντιτίμου τροφής ποσού 450,00€, όπως επίσης αναγνωρίζεται στο, από 10.10.2018, ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο Γ. Κ. στον Πλοίαρχο του πλοίου, Α. Β.. Ωστόσο, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά την απόλυσή του μόνον τις αποδοχές για τις ημέρες του Οκτωβρίου που εργάστηκε, ήτοι το ποσό των 1.229,02€ «μικτά» και συνεπώς του οφείλει την ως άνω, αναγνωρισθείσα και από την ίδια, απαίτηση ποσού (2.681,97€ + 450,00€=) 3.131,97€. Τέλος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά το διάστημα από 18.04.2017 έως 13.06.2017, ο ενάγων δεν ανήκε σε συγκροτημένο πλήρωμα και ως εκ τούτου δεν υπάγετο στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΝΑΤ, ως μη παρέχων ναυτική εργασία. Ως εκ τούτου τυγχάνει αβάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός, κατά τον οποίον η εναγομένη παρανόμως και υπαιτίως παρακράτησε από 18.04.2017 έως 13.06.2017 το ποσό των 848,74€, το οποίο αντιστοιχεί στις βαρύνουσες τον ασφαλισμένο εισφορές ΝΑΤ για το διάστημα αυτό, συνακόλουθα δε πρέπει να απορριφθούν τα συνεχόμενα με τον ισχυρισμό αυτόν, υπό στοιχεία 6 και 7, αγωγικά κονδύλια, ελλείψει της εκτιθέμενης στην αγωγή παρανόμου συμπεριφοράς της εναγομένης. Μετά ταύτα, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, να γίνει δεκτή, εν μέρει, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και Α. να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για το δεύτερο διάστημα της ναυτολόγησής του, ήτοι από 01.03.2018 έως 19.10.2018, για υπερωριακή αμοιβή το ποσό των 1.822,80€ και για αντίτιμο τροφής το ποσό των 2.865,00€, ήτοι συνολικά το ποσό των 4.687,80€ και Β. να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.131,97€, ως αποδοχές λόγω μη προειδοποίησης της, από 19.10.2018, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από την επομένη απόλυσής του από το ένδικο πλοίο, ήτοι από 20.10.2018, έως την πλήρη εξόφληση. Επίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει η παρούσα να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, κατά την καταψηφιστική της διάταξη, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσής της είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενόψει και της φύσης των επίδικων απαιτήσεων, ως προερχόμενων από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ και 910 περ. 4. Κ.Πολ.Δ.), ενώ μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, κατά τον λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων (178§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και ογδόντα λεπτών (4.687,80€), νομιμότοκα από την επομένη της απόλυσής του, ήτοι από 20.10.2018, έως την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την ανωτέρω διάταξη προσωρινώς εκτελεστή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν τριάντα ενός ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (3.131,97€), νομιμότοκα από την επομένη της απόλυσής του, ήτοι από 20.10.2018, έως την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 20 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ