Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

                                           Αριθμός απόφασης

                                                         425 /2020

                        ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Σαχίνη Χρυσούλα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 14-5-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στον Π….. (οδός …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Αγγελική Κανελλοπούλου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Π……. Αττικής (οδός …), όπως νόμιμα εκπροσωπείται και 2) Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά (οδός …), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για τις οποίες δεν προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), πληρεξούσιος δικηγόρος.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 01-11-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 12651/5707/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

                         ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜO

         Από την υπ’ αριθ. …/12-12-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Π., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 01-11-2018 και με αριθμό κατάθεσης 12651/5707/2018 αγωγής, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη εναγομένη εταιρεία με θυροκόλληση (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. δ, 128 παρ. 4, 215 παρ. 2, 226 παρ. 2 ΚΠολΔ). Εν συνεχεία, απλό αντίγραφο του δικογράφου, που θυροκολλήθηκε παρελήφθη από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Α.Τ. Πειραιώς, ενώ έγγραφη ειδοποίηση για την προαναφερόμενη θυροκόλληση εστάλη στην εναγομένη με συστημένη επιστολή, μέσω του Ταχυδρομικού Γραφείου Ομόνοιας την επομένη ημέρα. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην [άρθρο 271 παρ. 1, 2 εδ. α΄ και 3,  ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 του Ν.4335/2015]. Αντιθέτως, από την υπ’ αριθ. …/12-12-2018 έκθεση επίδοσης και βεβαίωση ματαιωθείσας επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, την οποία προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη δεν κλητεύθηκε νόμιμα, διότι, εφόσον η δικαστική επιμελήτρια βεβαίωσε πως η διεύθυνση όπου εδρεύει η εταιρεία τυγχάνει άγνωστη, η ενάγουσα όφειλε να προβεί στην κλήτευση της ως αγνώστου διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 134§1 εδ. α΄ και 135§1 ΚΠολΔ. Κατόπιν τούτου πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγομένη.

Από τη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές σχέσεις ελλείψει ειδικότερων διατάξεων (ΕφΠειρ. 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012/39 = ΕΕμπΔ 2012/681 = Αρμ. 2012/1288 = Ε7 2013/111) και ορίζει ότι «Δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται, είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και όταν η δήλωση βουλήσεως απευθύνεται προς τον αντιπρόσωπο», προκύπτει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη δικαιοπρακτική δράση του αντιπροσώπου παράγονται απευθείας στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 271/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που καθίσταται υποκείμενο της έννομης σχέσης που δημιουργείται από την ενέργεια του αμέσου αντιπροσώπου του, δεσμευόμενος αυτός και μόνον από τις επιχειρούμενες στο όνομα και για λογαριασμό του πράξεις του τελευταίου (ΑΠ 1128/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου, που κατά τον ΑΚ (άρθρα 211 § 1 εδαφ. β και 212) διέπει την άμεση αντιπροσωπεία (ΜονΕφΠειρ. 466/2016, ΔΕΕ 2016/1539, Μ. Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 1996, σελ. 160) και τη διακρίνει από την έμμεση (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2012, § 46, αρ. 18, σελ. 660), για να ενεργήσει η δήλωση βουλήσεως αμέσως υπέρ ή κατά του αντιπροσωπευόμενου πρέπει να γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι αυτόν αφορά η ενέργεια της δικαιοπραξίας (ΑΠ 258/2009, Δνη 2010/972). Πρέπει δηλαδή ο συμβαλλόμενος ως αντιπρόσωπος άλλου να καταστήσει γνωστό και φανερό στον τρίτο αντισυμβαλλόμενό του ότι η συμβατική δέσμευση θα παραχθεί όχι για τον εαυτό του αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο, χωρίς να απαιτείται ρητή περί αυτού μνεία, καθώς αρκεί να συνάγεται τούτο ερμηνευτικά από τη δήλωση του αντιπροσώπου προς τον τρίτο με αναγωγή και στις συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 676/2007, ΧρΙΔ 2007/889, ΑΠ 929/2004, Δνη 2005/1661 = ΧρΙΔ 2004/978). Δεν απαιτείται μάλιστα ούτε ο υπό του αντιπροσώπου ακριβής προσδιορισμός του προσώπου του αντιπροσωπευόμενου αλλά είναι δυνατός ο καθορισμός τούτου με μεταγενέστερη δήλωση, η δε άγνοια του αντισυμβαλλομένου σχετικά με το πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου δεν ασκεί καμία επίδραση, αφού αυτός δεν είναι αναγκαίο να είναι γνωστός κατά τον χρόνο που καταρτίζεται η δικαιοπραξία ούτε και στον ίδιο τον αντιπρόσωπο (ΑΠ 258/2009, ο.π., Φ. Δωρής, ο.π., αρ. 77, σελ. 1023, Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου [κατά τον Κώδικα], 1950, § 109, αρ. 3, σελ. 288). Στο πεδίο των ναυτικών εμπορικών συναλλαγών, ειδικότερα, περίπτωση άμεσης αντιπροσωπείας συνιστά η σύμβαση που συνάπτει με τρίτον ο διαχειριστής του πλοίου (συνηθέστατα κεφαλαιουχική εταιρία), ο οποίος έχει αναλάβει με συμφωνία με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή την επ’ αμοιβή διοίκηση της επιχείρησης του πλοίου, δηλαδή την παροχή υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση της εκμετάλλευσής του από άποψη τεχνική (δηλαδή ως προς τη μέριμνα για τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου) ή/και εμπορική (δηλαδή ως προς την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων και της εν γένει διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο). Ο διαχειριστής δεν μετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο της πλοιοκτησίας ή του εφοπλισμού ούτε αποβλέπει σε άμεσο οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευση του πλοίου (Π. Αβραμέας, Όρια της ελευθερίας των μερών στις συμβάσεις διαχείρισης πλοίων, σε Εκμετάλλευση του πλοίου και συμβατική ελευθερία – Πρακτικά και Εισηγήσεις 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1995, έκδοση ΔΣΠ, 1995, σελ. 299 επομ. [302]), αφού η έννομη σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αποτελεί μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επομ. ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ. 497/2013, ΔΕΕ 2013/824 = ΕΝαυτΔ 2013/110 = ΕΕμπΔ 2013/950, ΜονΕφΠειρ. 195/2015, ΔΕΕ 2015/718, ενώ για τη νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης γενικότερα βλ. Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας, σε Δνη 2004/973 επομ. [979], Στ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση διοίκησης και διαχείρισης επιχείρησης [management agreement], σε ΧρΙΔ 2003/603 επομ. [606]). Για το λόγο αυτό ο διαχειριστής του πλοίου που συναλλάσσεται με τρίτους για υποθέσεις του πλοίου ενεργεί καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου αυτό πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, του οποίου είναι άμεσος αντιπρόσωπος, με συνέπεια τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας που επιχειρεί στα πλαίσια της συμβατικής προς αυτόν υποχρεώσεώς του και εντός των ορίων της εξουσίας που του παραχωρήθηκε με τη σύμβαση διαχείρισης να επέρχονται ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή (ΜονΕφΠειρ. 360/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 63/2013, ΕΝαυτΔ 2013/114 = Δνη 2014/181, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2003, § 28 IV 1 Β, σελ. 137 – 138, § 82 ΙΙ, σελ. 365 – 367, Αχ. Μπεχλιβάνης, παρατηρήσεις υπό της ΕφΠειρ. 468/2011, ο.π. [1292], Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [448]). Ενεχόμενος, επομένως, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που γεννώνται από τη συναλλακτική δραστηριότητα του διαχειριστή του πλοίου δεν είναι ο ίδιος αλλά ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο (ΤριμΕφΠειρ. 262/2012, ΕΝαυτΔ 2012/269 = ΕΕμπΔ 2013/411, ΜονΕφΠειρ. 110/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και μόνον όταν είτε δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία για λογαριασμό τους είτε η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση ο διαχειριστής, σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς (ΑΠ 1988/2014, ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946 = ΔΕΕ 2014/65, ΤριμΕφΠειρ. 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013/190 = ΕΕμπΔ 2014/173,  ΜονΕφΠειρ. 660/2015, ΜονΕφΠειρ. 362/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι δανειστές από τη δράση του διαχειριστή μπορούν να στραφούν κατά του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για τη μη εκπλήρωσή της, δε δικαιούνται, όμως, να ζητήσουν ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους από το διαχειριστή (Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 449), του οποίου, άλλωστε, παράλληλη και αλληλέγγυα ευθύνη ιδρύεται νομοθετικά μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν η εξομοίωσή του προς τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο επιβάλλεται από λόγους προστασίας του οικείου εννόμου αγαθού (όπως συμβαίνει με το άρθρο 12 § 1 εδαφ. β του Ν. 743/1977 ««Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» [ΦΕΚ Α 319/17.10.1977], όπως ισχύει) ή πρόνοιας είτε υπέρ συγκεκριμένου ιδιώτη αντισυμβαλλομένου (όπως συμβαίνει με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 762/1978 «Περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβασιν εργασίας μετά ναυτικού» [ΦΕΚ Α 45/30.3.1978]) είτε της δημόσιας περιουσίας (όπως συμβαίνει με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 27/1975 «Περί φορολογίας πλοίων» [ΦΕΚ Α 77/22.4.1975 και άλλες παρεμφερείς εξαιρετικές διατάξεις, περί των οποίων βλ. Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 452). Εξ όλων όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι η έννοια του όρου της διαχειρίσεως πλοίου είναι νομική και υποδηλώνει ενέργεια του διαχειριστή υπό την ιδιότητα του αμέσου αντιπροσώπου του εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Επομένως, αν αγωγή τρίτου με αίτημα την εκπλήρωση συμβατικού χρέους στραφεί εναντίον του συμβληθέντος με τον ενάγοντα, χωρίς μνεία της ιδιότητας του εναγομένου ως διαχειριστή του πλοίου, ο τελευταίος δύναται, αμυνόμενος κατά του αγωγικού ισχυρισμού ότι ανέλαβε ατομικά τη συμβατική υποχρέωση, να προβάλει ως ένσταση καταλυτική της αγωγής τον ισχυρισμό ότι δεν κατέστη ο ίδιος υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης, επειδή η παραγωγική της επίδικης απαιτήσεως δικαιοπραξία συνήφθη μεν από αυτόν, ενεργούντα όμως στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου το πλοίο και, αν τον αποδείξει, να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης (ΑΠ 57/2002, ΧρΙΔ 2002/114). Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία με την αγωγή γίνεται ρητή επίκληση της ιδιότητας του εναγομένου ως διαχειριστή του πλοίου και επομένως της συμμετοχής του στη σύμβαση καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό άλλου, ο ενάγων υπέχει καταρχάς το βάρος επικλήσεως των περιστατικών που δικαιολογούν την άσκησή της προσωπικά εναντίον του (άρθρο 216 § 1 περ. α ΚΠολΔ) και ταυτόχρονα θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση του εναγομένου (Φ. Δωρής, Ζητήματα νομιμοποίησης των διαδίκων, ιστορικής βάσης της αγωγής και κατανομής του «βάρους απόδειξης» επί διαφορών από συμβάσεις συναπτόμενες δια πληρεξουσίου, σε Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Νικόλαο Κλαμαρή, 2016, σελ. 159 επομ. [160]) και μόνον αν ανταποκριθεί σ’ αυτό ενεργοποιείται το βάρος αποδείξεως της ιστορικής βάσης της αγωγής του, εφόσον, βεβαίως, αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο. Οφείλει δηλαδή ο στρεφόμενος με αγωγή κατά του διαχειριστή του πλοίου να επικαλεστεί το λόγο για τον οποίο ο εναγόμενος κατέστη κατ’ εξαίρεση ο από τη σύμβαση ατομικά υπόχρεος, να διευκρινίσει δηλαδή ότι ο τελευταίος, αν και διαχειριστής του πλοίου είτε συμβλήθηκε χωρίς κατά την κατάρτιση της σύμβασης να δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ούτε τούτο προέκυπτε από τις περιστάσεις είτε ότι συμβαλλόμενος υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας. Αν τέτοια αναφορά ελλείπει και το δικόγραφό της δεν συμπληρωθεί με τη μνεία των όρων παραγωγής ατομικής ευθύνης του διαχειριστή μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, δημιουργείται ασάφεια ως προς το πρόσωπο του υπόχρεου από τη σύμβαση και, επομένως, περί το υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης και η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Αν πάλι ο ενάγων προσδώσει στον εναγόμενο, που συμβλήθηκε μαζί του, την ιδιότητα του διαχειριστή του πλοίου και συγχρόνως από το περιεχόμενο της αγωγής καθίσταται σαφές είτε ότι ο τελευταίος δήλωσε ρητώς ότι ενεργούσε επ’ ονόματι και για λογαριασμό τρίτου, όπως συμβαίνει όταν από τους αγωγικούς ισχυρισμούς προκύπτει η ταυτότητα του τρίτου αυτού είτε ότι η αντιπροσώπευση του τρίτου από τον εναγόμενο συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν εκτίθεται η χρήση από τον εναγόμενο του εφαρμοζόμενου στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και προσδιοριστικού της ιδιότητας του διαχειριστή όρου «as agent only» ή, όπερ το αυτό, «as manager only», που αναφέρεται στην έννοια του αντιπροσώπου κατά το αγγλικό δίκαιο (ΕφΠειρ. 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009/13), η αγωγή θα απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως παθητικά ανομιμοποίητη, επειδή υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της ο εναγόμενος δεν υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση της υποχρέωσης από την επίδικη σύμβαση.

Η ενάγουσα εκθέτει στην υπό κρίση αγωγή ότι δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών ταξινόμησης και πιστοποίησης πλοίων. Ότι στα πλαίσια της δραστηριότητας της συμβλήθηκε με την δεύτερη εναγομένη εταιρεία, διαχειρίστρια του πλοίου «…», ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να πραγματοποιήσει σειρά ελέγχων στο ως άνω πλοίο, εκδίδοντας για τις υπηρεσίες που παρείχε τα ακόλουθα τιμολόγια: α) το υπ’ αριθ. …/31-3-2016 ποσού 12.738 ευρώ, β) το υπ’ αριθ. …/14-4-2016 ποσού 450,00 ευρώ, γ) το υπ’ αριθ. …/31-7-2016 ποσού 450,00 ευρώ και δ) το υπ’ αριθ. …/20-12-2016 ποσού 23.970 ευρώ. Εκθέτει περαιτέρω ότι τα ποσά αυτά όφειλαν να της καταβάλουν εντός προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου. Ότι, καίτοι η ίδια έχει εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της, οι εναγόμενες δεν της έχουν καταβάλει το ως άνω ποσό. Μετά ταύτα, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν για την αναφερόμενη στο ιστορικό της κρινομένης αγωγής αιτία καθώς και λόγω αδικοπραξίας, το συνολικό ποσό των 37.608,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα κατά την οποία έκαστο τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες σε καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση, ως προς τη δεύτερη εναγομένη, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω του αιτουμένου ποσού ( άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. β΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), ωστόσο κρίνεται απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγομένης. Ειδικότερα, η ενάγουσα εταιρεία ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή της ότι κατήρτισε σύμβαση με την δεύτερη εναγομένη υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας και άμεσης αντιπροσώπου της ιδιοκτήτριας του πλοίου. Επομένως, η ενάγουσα συνομολογεί με την αγωγή της ότι τελούσε ήδη πριν τη σύναψη της ένδικης σύμβασης σε γνώση ότι συμβάλλεται με νομικό πρόσωπο που ασκεί κατ’ επάγγελμα διαχείριση πλοίων και, επομένως, ότι τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα από τη συναλλακτική δράση του παράγονται καταρχήν υπέρ και σε βάρος τρίτων. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται ήδη υπό τα εκτεθέντα στο αγωγικό δικόγραφο πρόδηλο ότι η αγωγή στράφηκε κατά προσώπου μη υπόχρεου κατά το ουσιαστικό δίκαιο στην εκπλήρωση της επίδικης ενοχής. Για τη θεμελίωση ατομικής ευθύνης της αντιδίκου της η ενάγουσα δεν ανέφερε στην αγωγή της ότι η εναγόμενη, αν και διαχειρίστρια του πλοίου, συμβλήθηκε μαζί της χωρίς να της δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για την πλοιοκτήτρια εταιρεία ούτε ότι τούτο δεν προέκυπτε από τις περιστάσεις ούτε ότι υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής της εξουσίας. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η επίδικη αξίωση κατά το μέρος που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, δεδομένου ότι δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν αδικοπρακτική συμπεριφορά. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν λόγω της ερημοδικίας της δεύτερης εναγομένης (άρθρο 106 ΚΠολΔ).

 

                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη της συζήτηση ως προς τη πρώτη εναγομένη.

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης εναγομένης.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις   , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ