Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

 

Αριθμός απόφασης

513/ 2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 6898/3459/24-7-2019  έφεση)

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 22α Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος : Β. Β. του Κ., με Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ.Κηφισιάς, κατοίκου ……..(οδός…. αριθμ…), με Α.Φ.Μ. …ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Άννας Κοζώνη (Α.Μ. ΔΣΠ : …) βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης : Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει …, στερουμένης ελληνικού Α.Φ.Μ., νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Ρογκάτσιου (Α.Μ. ΔΣΑ …) βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από  14-11-2017 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.:11268/305/20-11-2017) αγωγή της κατά του εκκαλούντος και της εταιρείας με την επωνυμία «… » … ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 92/2019 οριστική απόφασή του δίκασε κατ’αντιμωλία του πρώτου εναγομένου-νυν εκκαλούντος και ερήμην της δεύτερης εναγομένης –μη διαδίκου εν προκειμένω κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν όλω την ανωτέρω αγωγή. Ήδη ο  εκκαλών με την από 9-7-2019 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 7186/172/10-7-2019 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή του προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 6898/3459/24-7-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί  κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ο εκκαλών άσκησε την 9-7-2019 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 7186/172/10-7-2019 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή του κατά της υπ΄αριθμόν 92/2019 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’αντιμωλία του πρώτου εναγομένου-νυν εκκαλούντος και ερήμην της δεύτερης εναγομένης της εταιρείας με την επωνυμία «…» …, μη διαδίκου εν προκειμένω κατά την τακτική διαδικασία επί της από 14-11-2017 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.:11268/305/20-11-2017) αγωγής της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος και της ως άνω συνεναγομένης του δέχθηκε εν όλω την ανωτέρω αγωγή, απέρριψε ως (ουσία) αβάσιμο το αίτημα περί κηρύξεως προσωρινά εκτελεστής της εκδοθείσας απόφασης και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας (νυν εφεσίβλητης) ύψους τετρακοσίων (400) ευρώ σε βάρος αμφοτέρων των εναγομένων . Η ένδικη έφεση, ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και την κατάθεση του σχετικού παραβόλου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.1 Αα ΚΠολΔ (βλ. το υπ’αριθμ. … e-παράβολο με τη συνημμένη από 9-7-2019 επιβεβαίωση επιτυχούς εκτέλεσης πληρωμής της … και εμπρόθεσμα και δη στις 10-7-2019, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την από 13-6-2019 επίδοση με θυροκόλληση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα (άρθρα 495 παρ.1,511, 516 παρ.2, 517, 518 παρ.1,520 παρ.1 ΚΠολΔ), κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :6898/3459/24-7-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί  κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Ως εκ τούτου, η ένδικη έφεση πρέπει, αφού  γίνει τυπικά δεκτή, να εκδικασθεί κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία η υπόθεση εισήχθη και εκδικάσθηκε στο σύνολό της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 533 παρ. 1 ΚΠολΔ βλ. σχετ.ΕφΠειρ 126/2014  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2159/2006 ΕλλΔνη 2007.263, ΕφΑθ 426/2002 ΑρχΝ 2003.716) από το παρόν Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ορθώς φέρεται προς εκδίκαση (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Όμως  πριν εξετασθεί περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της-, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου περί αοριστίας της αγωγής και περί απαραδέκτου αυτής λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του εκκαλούντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιπροσθέτως δε και επικουρικώς κατά τη δέουσα εκτίμηση του εφετηρίου σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, θα πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και η νομιμότητα της αγωγής, επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη, καθόσον το Εφετείο, ως εκ του μεταβιβαστικού, κατά την διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, αποτελέσματος της εφέσεως, έχει την εξουσία να ερευνά  και αυτεπαγγέλτως χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου, το ορισμένο της αγωγής, αρκεί να ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και η απόρριψη της αγωγής, έστω για κακή εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1138/1993 Δνη 36.1052, ΕφΙωαν 62/2007, ΕφΠειρ 460/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεσις, 1986, σελ. 190, παρ. 610, 611).

Ι. Ο ΚΙΝΔ διακρίνει μεταξύ κυριότητας και εκμετάλλευσης του πλοίου (άρθρα 105 και 106 του Ν. 3816/1958), οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη στο ίδιο πρόσωπο. Ειδικότερα κατά την έννοια των άρθρων 105-106 ΚΙΝΔ, ο εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.) είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό.
Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και δύναται να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτον. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009. 1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009. 800).    Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 84, 85, 105 παρ. 4 και 106 εδ. α` του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι ο εφοπλιστής, δηλαδή αυτός που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος (άρθρο 53 του ΚΙΝΔ), υπέχει δηλαδή κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις την ίδια ευθύνη με τον πλοιοκτήτη, από δε τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 2 εδ. α` ΚΙΝΔ προκύπτει ότι παράλληλα με εκείνον ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες αυτές και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο» και μπορεί να εναχθεί γι` αυτές (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔ 2006. 436, Αρμ 2007. 549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001. 361).Στην περίπτωση, όμως, της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι όμως και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος (άρθρο 84 ΚΙΝΔ) (ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002. 388, Δ. Καμβύση, «Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο», έκδ. 1982, σ. 292, Δ. Γεωργακόπουλου, «Ναυτικό Δίκαιο», έκδ. 2006, παρ. 19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους. Από καμιά διάταξη δεν προκύπτει υποχρέωση του εφοπλιστή για εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κυρίου του πλοίου και μάλιστα εις ολόκληρο με τον τελευταίο. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι δυνατόν να νοηθεί, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου ο εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του το πλοίο και, συνεπώς, ο κύριος του πλοίου δεν αναλαμβάνει υποχρεώσεις γι` αυτό, η ανάληψη δηλαδή τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009. 19). Ειδικότερα, από τον συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων 105 και 106 του ΚΙΝΔ προκύπτει, ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία όμως είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού (ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009. 13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003. 453, ΕφΠειρ 156/2002 όπ. παρ., πρβλ. ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992. 70, Ι. Κοροτζή, όπ. παρ., τόμ. 2ος, έκδ. 2005, σελ. 80 επ., σημείωση Γ. Θεοχαρίδη κάτω από την ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003. 368).

II. Περαιτέρω, στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές επίσης καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Ανάμεσα στα πρόσωπα που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την εκμετάλλευση του πλοίου ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει ο ναυτικός πράκτορας. Ναυτικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου έναντι αμοιβής (πράκτορας πλοίου) και μπορεί να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του πλοίου δηλαδή να ενεργεί για τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο θαλάσσιο επιχειρηματία (πράκτορας του πλοίου – ship agent –) ή εκείνα του φορτίου, δηλαδή να ενεργεί για λογαριασμό του ναυλωτή / φορτωτική και του παραλήπτη (πράκτορας του φορτίου – cargo agent). Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας δια σχέσεως εντολής, είναι βάσει αυτής αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας), κατ’ άρθρο 211 του ΑΚ και κατά τα συμφωνηθέντα, για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (ΑΠ 1207/2000 ΕΕμπΔ 52/100, ΕφΠειρ 594/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η σχέση που συνδέει το ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή είναι μικτή και μάλιστα είναι η σχέση του καθολικού εντολοδόχου (άρθρο 713 επ. Α.Κ.) όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και του εκμισθωτή  ανεξάρτητων υπηρεσιών όσον αφορά την αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 Α.Κ., που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον Α.Κ. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά καθεμία από τις επιμέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλεια της (βλ. Αλίκης Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992,  σελ. 236, Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1979, παρ. 163, Καποδίστρια,  στην Ερμ.Α.Κ. Εισ. αρθρ. 648-680, αριθ. 86, 87 και 122, ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ  28,1102, ΑΠ. 570/1964 ΝοΒ 13,182, ΕφΠειρ 579/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμ.Εφ.Πειρ.1994-1995, σελ. 351).

ΙΙΙ. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, που θεμελιώνεται επ’αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξης (βλ. ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 29.1385). Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, με την έννοια της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας, δε μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Μάλιστα, σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δε δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (βλ. ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ 26.9, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ  άρθρο 216 αρ. 2-3). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (καθου η αίτηση – παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (των λεγομένων μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Επίσης, η ως άνω νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων για τη θεμελίωση της νομιμοποιήσεως, αν και έχει συνήθως την μορφή ενστάσεως, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος της αποδείξεως, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσεως του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξη της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω ελλείψεως (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. ΑΠ 339/2010 ΧρΙΔ 2011 206, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002 1680, ΕφΠειρ 500/2018  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

          ΙV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα εξοφλήσεως. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις. Αντιθέτως, επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας (ΑΠ Ολ 14/1997, 15-16/1996 ΕφΑΘ 773/1999 ΕλλΔνη 38,1036, 38,25 καιΔΕΕ 10,1043 αντιστοίχως), σε περίπτωση δε που δεν έχει αποκατασταθεί αυτή (ζημία), κρίσιμος χρόνος της ισοτιμίας είναι ο της πρώτης συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο (ΕφΠειρ 145/2009 ΕλλΔνη 51,216). (ΕφΠειρ 145/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, τα αυτά ισχύουν και ως προς την δεύτερη των εναγομένων, που ευθύνεται με βάση την από το νόμο ενοχή του άρθρου 479 ΑΚ (ΑΠ 909-910/2010,1908/2008 ΕλλΔνη 51,999 και ΕΝΔ 37,96 αντιστοίχως), δοθέντος ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν 5422/1932) έχουν εφαρμογή και επί των αξιώσεων που στηρίζονται απευθείας στο νόμο (ΣτΕ 2540/2007 ΕλλΔνη 50,1303). Σημειώνεται ότι δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της πληρωμής της οφειλής – υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’ άρθρο 223 εδ. β’ΚΠολΔ – θα υπήρχε, μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατ’αυτόν (χρόνο της πραγματικής πληρωμής) η έναντι του ευρώ αξία του δολλαρίου θα είναι μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας ή της άσκησης της αγωγής, το οποίο όμως είναι αβέβαιο (βλ. ΑΠ 1381/1997 ΕλλΔνη 39,325). Εξάλλου, στο ίδιο πλαίσιο βρίσκεται και η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 5422/1932, που ορίζει ότι : «Αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί αι πληρωτέαι εν Ελλάδι εξοφλούνται εις δραχμάς (ήδη ευρώ) επί τη τρεχούση τιμή της ημέρας της εξοφλήσεως». Συγκεκριμένα, με τη διάταξη αυτή (ενόψει των προϋφιστάμενων συναλλαγματικών περιορισμών), είχε καθιερωθεί η υποχρέωση του οφειλέτη χρηματικής οφειλής με αντικείμενο ξένο νόμισμα εκπληρωτέας στην Ελλάδα, προερχόμενης είτε από έγκυρη σύμβαση είτε από ειδική διάταξη νόμου, που προβλέπει οφειλή σε ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα, να εξοφλήσει την οφειλή του βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά το χρόνο της πραγματικής (εκούσιας ή αναγκαστικής) πληρωμής (βλ. ΑΠ 124/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όπως δε ορίζεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω Ν 5422/1932 : «Τρέχουσα τιμή συναλλάγματος εκάστης ημέρας, κατά τον παρόντα νόμον, είναι η τιμή, εις ην η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί συνάλλαγμα». Ήδη, μετά την εισαγωγή του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν 2842/2000, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιεύει δελτία τιμών αναφοράς του ευρώ προς τα ξένα νομίσματα με βάση τα αντίστοιχα δελτία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ δύναται να εκδίδει ημερήσιο δελτίο τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων για τις ανάγκες των καταστημάτων της. Εξάλλου, ήδη (με το Ν 1083/1980 και το άρθρο 26 Ν 2076/1992) είχε επιτραπεί στα πιστωτικά ιδρύματα και σε άλλα πρόσωπα, που δραστηριοποιούνται στη Ελλάδα, να προβαίνουν σε συναλλαγές (αγορές και πωλήσεις) συναλλάγματος και πλέον υπάρχει πλήρης ελευθερία προς τούτο στα ως άνω πιστωτικά ιδρύματα και τα άλλα πρόσωπα (ανταλλακτήρια κ.λ.π.), που εκδίδουν προς τούτο ημερήσια δελτία τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων τα οποία και δημοσιεύουν (άρθρο 4 παρ. 2 Ν 2842/2000). Περαιτέρω, το ζήτημα της ύπαρξης δύο συναλλαγματικών ισοτιμιών (τιμή αγοράς και τιμή πώλησης του ξένου νομίσματος) δεν δημιουργεί οποιοδήποτε πρόβλημα για την εφαρμογή της Α.Κ. 291, αφού η διάταξη, με τον όρο «τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής», εννοεί μία ισοτιμία, μία τιμή του ξένου νομίσματος, η οποία συνάγεται από τη λειτουργία αυτής της διατάξεως. Πράγματι, εφόσον με το καταβαλλόμενο ποσό εγχώριου νομίσματος πρέπει ο δανειστής να μπορεί να αποκτήσει αλλοδαπό νόμισμα στην οφειλόμενη αξία, συνάγεται ότι αυτό συμβαίνει υπολογίζοντας την οφειλή με βάση την τιμή πώλησης του αλλοδαπού νομίσματος (ΕφΛαρ 132/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΘες 1663/2018 ΔΕΕ 2018.1071).

V. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το Εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονιέται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό -και δη υπάρχει διαφορά ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου που παράγεται από την απόρριψη της αγωγής για τον ένα ή τον άλλο λόγο-εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (Κ.Πολ.Δ. 68, 536, ΑΠ 140/2019 ΔΕΝ 2019.536, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη μη προταθέντα πράγματα, κατ’ άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 322/2017, ΑΠ 356/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή της, ως  δεόντως εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο κι επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση,  η ενάγουσα εταιρεία εξέθετε ότι στα πλαίσια της δραστηριοποίησής της με αντικείμενο την πρακτόρευση πλοίων σε λιμένες της  Α., κατόπιν αυθημερόν αποδοχής της από 17-10-2016 προτάσεως της δεύτερης εναγομένης εγγεγραμμένης κυρίας του υπό σημαίας Παναμά  πλοίου «…» ενεργούσας για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου εφοπλιστή του πλοίου, ανέλαβε την πρακτόρευση του ως άνω πλοίου παρέχοντας τις αναλυτικώς στην αγωγή ανά είδος και αξία σχετικές υπηρεσίες στο πλοίο από τις 7-11-2016 έως και τις 9-11-2016 στον λιμένα του …, εκδίδοντας τα  αναφερόμενα στην αγωγή σχετικά τιμολόγια, συνολικού ύψους 203.287,77 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι έναντι του ως άνω οφειλομένου ποσού ο πρώτος εναγόμενος αποδεχόμενος τις χρεώσεις της (ενάγουσας) κατέβαλε το ποσό των 181.341,47 δολ.ΗΠΑ. Επικαλούμενη ότι παρότι η ίδια εξεπλήρωσε προσηκόντως τις συμβατικές της υποχρεώσεις και απέστειλε στις 3-2-2017  τις τρεις (3) αναφερόμενες στην αγωγή καταστάσεις λογαριασμών (τιμολόγια), οι εναγόμενοι , παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της εξακολουθούν να της οφείλουν το εναπομείναν ανεξόφλητο ποσό των 21.946,30 δολαρίων ΗΠΑ,με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε με την αγωγή της να υποχρεωθούν αυτοί εις ολόκληρον ο μεν πρώτος εναγόμενος ως εφοπλιστής ευθυνόμενος κατά το άρθρο 105 ΚΙΝΔ, η δε δεύτερη εναγομένη ως κυρία του πλοίου ευθυνόμενη κατά το άρθρο 106 ΚΙΝΔ, να της καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον για την ιστορούμενη αιτία το ποσό των 21.946,30 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ-ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εκδόσεως  και αποστολής σε αυτές των τριών (3) εκδοθέντων από αυτήν τιμολογίων, ήτοι από τις 4-2-2016  άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά αντιμωλία του πρώτου εναγομένου και ερήμην της δεύτερης εναγομένης κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.92 /2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία, κρίθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη σύμφωνα με το εφαρμοστέο κατά το άρθρο 25 ΑΚ ελληνικό δίκαιο-και ακολούθως αφού απέρριψε ως ουσία  αβάσιμες τις ενστάσεις απαραδέκτου λόγω αοριστίας της αγωγής ελλείψει μη αναγραφής στην αγωγή  του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης και λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του πρώτου εναγομένου και αφού εφήρμοσε το τεκμήριο ομολογίας του άρθρου 271 παρ.1,2 εδ.β  ΚΠολΔ, ως ίσχυε υπό το ν.3994/2011 όσον αφορά την ερημοδικασθείσα δεύτερη εναγομένη θεωρώντας ομολογημένους τους σχετικούς ισχυρισμούς της λόγω της ερημοδικίας της, έκανε δεκτή ως ουσία βάσιμη την αγωγή, ως προς αμφότερους τους εναγομένους και υποχρέωσε έκαστον  εξ αυτών να  καταβάλει στην ενάγουσα εις ολόκληρον και ξεχωριστά το αιτούμενο ποσό των 21.946,30 δολαρίων ΗΠΑ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της ημερομηνίας εκδόσεως και αποστολής στους εναγομένους των τιμολογίων, δηλαδή από τις 4-2-2016 και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσία αβάσιμο το αίτημα περί κήρυξης προσωρινά εκτελεστής της εκδοθείσας (εκκαλουμένης) απόφασης και επέβαλε σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης, με την υπό κρίση έφεσή του, παραπονείται ο εκκαλών-πρώτος εναγόμενος, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως ηττηθείς διάδικος, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων 216 ΚΠολΔ περί αοριστίας της αγωγής και 68 ΚΠολΔ περί της (εσφαλμένης κατά τον εκκαλούντα απόρριψης της) ενστάσεως ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του πρώτου εναγομένου, επιπροσθέτως δε και επικουρικώς σε πλημμελή εκτίμηση των προσαχθεισών αποδείξεων (λόγος που δεν αφορά το παραδεκτό της αγωγής αλλά την ουσιαστική βασιμότητά της). Ζητεί  δε για τους λόγους αυτούς την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, – κατά τη δέουσα εκτίμηση του εφετηρίου αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή-, να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν (η αγωγή) καθ’ο μέρος στρέφεται εναντίον του και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη-ενάγουσα στη δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Οι λόγοι αυτοί της εφέσεως τυγχάνουν ορισμένοι και νόμιμοι και θα πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω κατ’ουσίαν.

Καταρχάς, οι αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος περί αοριστίας της αγωγής , που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως και στοιχειοθετούν παράπονο περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας του άρθρου 216 ΚΠολΔ, αφού εξετασθούν κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο και δη τα άρθρα 111 παρ. 2 ,118 παρ.4,216 ΚΠολΔ (lex fori) από το παρόν Δικαστήριο, -που έχει διεθνή δικαιοδοσία και  αρμοδιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 4 και 63 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 που αντικατέστησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών-πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας και δη στην υπό στοιχείο ΙΙΙ εξ αυτών, προκύπτει ότι είναι ορισμένη η ένδικη αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο που αφορά τη σύμβαση πρακτόρευσης επί της οποίας εφαρμοστέα κατά κύριο λόγο είναι τα άρθρα περί συμβάσεως εντολής, που ρητώς μνημονεύονται στην εξέταση του νομίμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και , για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της αγωγής, που στηρίζεται στη σύμβαση αυτή γίνεται ειδική και σαφής μνεία όλων εκείνων των συγκεκριμένων γεγονότων, τα οποία μπορούν με νομική υπαγωγή, να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμα της ενάγουσας και καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεσή του, συγκροτώντας την ιστορική βάση της αγωγής . Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί αοριστίας της υπό κρίση αγωγής που συνιστά τον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως συνίσταται στο ότι από τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια δεν προκύπτει  η ακριβής περιγραφή αυτών και πώς έχει διαμορφωθεί το τελικό ποσό, δεν προσδιορίζονται αλλιώς οι προσφερθείσες υπηρεσίες  και οι σχετικές με αυτές χρεώσεις με αναφορά τιμής μονάδος ούτε προσδιορίζεται έναντι ποιων τιμολογίων  αποδεχόταν η εφεσίβλητη τις μερικές καταβολές και πλέον συγκεκριμένα ότι, στα κονδύλια : 1 δεν προσδιορίζονται οι ημερομηνίες διάπλου και οι επιμέρους χρεώσεις, στα κονδύλια 2,3,4, δεν προσδιορίζεται ο αριθμός των πλοηγών, η χρέωση εκάστου  και η ημερομηνία  πραγματοποίησης του κονδυλίου, στα κονδύλια 5,6,7,8,9,10,11,12,13,14,15, 16,17,18, 23, 24 και 25 κονδύλια δεν περιγράφεται η αιτία που αφορούσαν, οι ημερομηνίες και ο αριθμός των προσώπων που χρησιμοποιήθηκαν, στα κονδύλια 19,20,21 και 22 δεν προκύπτει τι και ποιον αφορούσαν, στο κονδύλιο 26 δεν προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού και τέλος ότι γίνεται επίκληση στη αγωγή αποδείξεων χωρίς στοιχεία εκδότη και ημερομηνίες εκδόσεως. Οι ως άνω ισχυρισμοί του εκκαλούντος περί  αοριστίας τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι καθώς αποτελεί ζήτημα απόδειξης το αν τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια , οι αποδείξεις και οι συγκεντρωτικές καταστάσεις λογαριασμών που αφορούν την επίδικη αξίωση κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς , πράγματι αποδεικνύουν την ύπαρξη και το ύψος της ένδικης αξίωσης ενώ απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η παράθεση των τιμολογίων στην αγωγή με ελλιπή στοιχεία, ήτοι χωρίς να προκύπτει έναντι ποιών τιμολογίων η ενάγουσα αποδεχόταν τις μερικές καταβολές και χωρίς να προκύπτουν η αιτία και οι ημερομηνίες που πραγματοποιήθηκαν θεμελιώνει λόγο αοριστίας της αγωγής. Έτι περαιτέρω δεν απαιτείτο για το ορισμένο της ένδικης αγωγής η αναφορά της τιμής μονάδος σε κάθε επιμέρους παρασχεθείσα εργασία καθώς η ένδικη αγωγή δεν είναι αγωγή του πωλητή κατά αγοραστή εμπορευμάτων προς καταβολή του τιμήματος, που για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει τη σύμβαση και το χρόνο κατάρτισής της, τα πωληθέντα είδη και τις επί μέρους τιμές μονάδος κάθε πωληθέντος είδους, (ΑΠ 818/2017, 1399/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε η ενάγουσα απαιτείτο να δώσει άλλη διευκρίνιση, ούτε καν την ημερομηνία της επιμέρους καταβολής από τους εναγομένους, πέραν του ύψους του καταβληθέντος ποσού καθώς και το ότι ζητάει την επιδίκαση του υπολοίπου καθώς ο καταλογισμός των καταβολών προς εξόφληση των οφειλομένων  επιμέρους χρεών θα γίνει κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 επ.ΑΚ ελλείψει αντίθετου ορισμού από τον οφειλέτη.  Επίσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η αγωγή ήταν αόριστη ως προς την περιγραφή της φερόμενης απαίτησης της ενάγουσας σε δολάρια ΗΠΑ ή στο ισάξιό τους σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής διότι δεν αναφέρεται στην αγωγή το ισάξιο αυτής σε ευρώ κατά τον χρόνο της πραγματοποίησης της κάθε φερόμενης δαπάνης. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙV νομική σκέψη της παρούσας καθότι η παράλειψη της σχετικής αυτής αναφοράς δεν καθιστά αόριστη την αγωγή. Άλλωστε το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της αγωγής και την επιδίκαση της απαιτήσεως, δεν διατάζει απόδειξη για την ισοτιμία, αλλά υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει στο δανειστή το σε ευρώ ισάξιο του ξένου νομίσματος με βάση την τρέχουσα τιμή τούτου στον τόπο και κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, που γίνεται προς εξόφληση της οφειλής, είτε εκουσίως είτε κατόπιν αναγκαστικής εκτελέσεως του αφορώντος την σε αλλοδαπό νόμισμα οφειλή εκτελεστού τίτλου. Αντιθέτως, η επιδίκαση της σχετικής απαίτησης στο αλλοδαπό νόμισμα (δολάρια ΗΠΑ)αντί του ισόποσου σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής που είναι το κρίσιμο χρονικό διάστημα υπολογισμού της ισοτιμίας δολαρίου ΗΠΑ-ευρώ , όπως ρητώς αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο και δη στο αιτητικό της υπό κρίση αγωγής επικουρικώς, καθιστά την εκκαλουμένη εκκλητέα, χωρίς να δύναται να γίνει αντικατάσταση των αιτιολογιών της, καθότι ως έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή με την εκκαλουμένη, ήτοι επιδικάζοντας την αιτούμενη απαίτηση στο αλλοδαπό νόμισμα (δολάρια ΗΠΑ), τυγχάνει μη νόμιμη. Συνεπώς κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα κατωτέρω σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη της παρούσας, παρότι δεν υπάρχει ορισμένο παράπονο-λόγος εφέσεως περί του νόμω αβασίμου της αγωγής παρά μόνο περί του απαραδέκτου και του ουσιαστικού αβασίμου αυτής-, θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη δεδομένου ότι η απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμη κατά το πρώτο σκέλος της που έγινε δεκτή ως  νόμω και ουσία βάσιμη από την εκκληθείσα είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα (από την εκκληθείσα). Αντιθέτως, δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας της αγωγής και δη απαραδέκτου αυτής,απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού προς τούτο δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου εφέσεως, καθώς ακόμη και αληθής υποτιθέμενος ο σχετικός ισχυρισμός του εκκαλούντος-πρώτου εναγομένου ως προς την βάση ευθύνης αυτού ως εφοπλιστή,  σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας άπτεται της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής και επομένως είναι θέμα απόδειξης το αν ο πρώτος εναγόμενος έφερε ή όχι την ιδιότητα του εφοπλιστή και επομένως την εκ της ιδιότητάς του αυτής ευθύνη εκ της επίδικης συμβάσεως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία Ι νομική σκέψη της παρούσας από κοινού με την κυρία του ενδίκου πλοίου. Ειρήσθω δε εκ του περισσού ως προς την ευθύνη του πρώτου εναγομένου, απαραδέκτως  κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ το πρώτον με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  η ενάγουσα προσέθεσε νέα αγωγική βάση, ήτοι περί άρσης της νομικής αυτοτέλειας του ν.π. της δεύτερης εναγομένης και περί κυρίαρχου μετόχου του πρώτου εναγομένου επικαλούμενη ότι ο τελευταίος χρησιμοποιούσε καταχρηστικώς ως παρένθετο πρόσωπο την νομική προσωπικότητα της δεύτερης εναγομένης. Ενόψει επομένως των ανωτέρω και ο δεύτερος λόγος της υπό κρίσης εφέσεως που αφορά την εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης καθ’ο μέρος δεν απέρριψε κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος την ένστασή του περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του ιδίου, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος καθότι και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός του ότι δεν τυγχάνει εφοπλιστής του ενδίκου πλοίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία Ι και ΙΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας, θα οδηγήσουν στην απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης ως προς αυτόν κι όχι ως απαράδεκτης. Συνοψίζοντας επομένως τα ανωτέρω,το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ορθώς κατά την ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου δεν απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως απαράδεκτη αφενός λόγω αοριστίας, αφετέρου λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του δεύτερου εναγομένου, απορριπτομένων ως αβασίμων των  αντιθέτων ισχυρισμών του εκκαλούντος -σχετικών πρώτου και δεύτερου λόγου της υπό κρίσιν εφέσεως αντίστοιχα. Έχοντας δε κρίνει ορισμένη την υπό κρίση αγωγή ακολούθως, η εκκαλουμένη κρίνοντας κατά το εφαρμοστέο ουσιαστικό ελληνικό –σημειωτέον ότι δεν επαναφέρθηκε ως λόγος έφεσης η προωτοδίκως προβληθείσα ένσταση περί εφαρμοστέου δικαίου-, και δη κατά το άρθρο 25 ΑΚ σε συνδ.με το αρ.1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (άρθρ. 28 του Κανονισμού), (ΑΠ 1115/2015, AΠ 1383/2008, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)- εσφαλμένως όπως προκύπτει από το διατακτικό της δεν απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την αγωγή ως προς το κύριο αίτημα να υποχρεωθούν εις ολόκληρον ο μεν πρώτος εναγόμενος ως εφοπλιστής ευθυνόμενος κατά το άρθρο 105 ΚΙΝΔ, η δε δεύτερη εναγομένη ως κυρία του πλοίου ευθυνόμενη κατά το άρθρο 106 ΚΙΝΔ, να της καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον για την ιστορούμενη αιτία το ποσό των 21.946,30 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ αν ερμήνευε και εφήρμοζε ορθώς το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 5422/1932, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ)  θα έπρεπε να κάνει δεκτό ως νόμιμο μόνο το επικουρικό αίτημα περί καταβολής του ισόποσου σε ευρώ του αιτούμενου ποσού των 21.946,30 δολαρίων ΗΠΑ  με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ-ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής. Κατά το ίδιο δε δίκαιο και παρότι δεν βάλλεται με ειδικό παράπονο η υπό κρίση έφεση, εξετασθέο στην ουσία του είναι και το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοφορίας καθ’ό μέρος αφορά τον χρόνο έναρξης αυτής, που θα κριθεί κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Ως εκ τούτου θα πρέπει η υπό κρίσιν έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, κι αφού κρατηθεί να εκδικαστεί η αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία θα πρέπει καθ’ό μέρος κρίθηκε νόμιμη  να εξετασθεί και ως προς τη ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται εκ νέου στην παρούσα δίκη σε συνδυασμό με όλα τα προσκομιζόμενα, μετ’ επικλήσεως, εκ μέρους των διαδίκων έγγραφα, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ασχέτως αν μνημονεύονται ή όχι ειδικά, και όσων αποδεικτικών μέσων δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα ξενόγλωσα έγγραφα που προσκομίζονται άνευ νόμιμης μετάφρασης στη ελληνική γλώσσα (βλ. ad hoc Ολ. ΑΠ 9/2000 ΕλΔνη 2000.68, ΑΠ 1511/2005 ΕλΔνη 47.99, ΑΠ 30/2012 ΕλΔνη 53.1007), σε συνδυασμό  με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως( άρθρο 336 παρ.4)  και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :Η ενάγουσα εταιρεία-νυν εφεσίβλητη εδρεύει στο ……. κι έχει αντικείμενο την πρακτόρευση πλοίων σε λιμένες της  ….. μεταξύ των οποίων είναι και ο λιμένας … .Ο πρώτος εναγόμενος-νυν εκκαλών  κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως ο ίδιος ομολογεί στην υπ’αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας Σουρή ήταν εφοπλιστής του υπό σημαίας Παναμά  πλοίου «…» , κ.ο.χ. 24.987, κ.κ.χ. 13.532 ,βάρους 42.648 , με Δ.Δ.Σ. 3FJD8  και αριθμό ΙΜΟ 914 2980 και η δεύτερη εναγομένη-μη διάδικος στην παρούσα δίκη  είναι αλλοδαπή εταιρεία που ήδρευε κατά τον επίδικο χρόνο στις Νήσους Μάρσαλ και ήταν κυρία του πλοίου με διαχειρίστρια αυτού τουλάχιστον μέχρι τις 1-8-2017 (βλ.την από 25-1-2018 δήλωσή της προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) την εγκατεστημένη στον ……. (οδός ……) σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/68, Ν.27/75, 814/78 και 2234/94 εταιρεία με την επωνυμία «….» (βλ.υπ’αριθμ. 3122.1/3873/24255/24-5-2005 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας -ΦΕΚ 102/τ.ΑΠΣ/6-6-2005), της οποίας εκπρόσωπος ήταν ο Π. Β. (βλ.από 19-5-2016 υπ’αριθμ.πρωτ.2212.2-1/3873/42323/2016 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής). Δυνάμει του από … ναυλοσυμφώνου ο πρώτος εναγόμενος προέβη στην εκναύλωση του πλοίου στην εδρεύουσα στο Ντουμπάι εταιρεία «…» και την επόμενη ημέρα στις 15-10-2016 η δεύτερη εναγομένη ζήτησε μια προσφορά-προεκτίμηση των εξόδων του πλοίου, την οποία η ενάγουσα απέστειλε στους εναγόμενους στις 17-10-2016. Κατόπιν της αυθημερόν αποδοχής της από 17-10-2016 προτάσεως της δεύτερης εναγομένης η ενάγουσα, ανέλαβε την πρακτόρευση του ως άνω πλοίου παρέχοντας τις σχετικές υπηρεσίες πρακτόρευσης στο πλοίο από τις 7-11-2016 έως και τις 9-11-2016 κατά τον κατάπλου, την παραμονή και τον απόπλου στον λιμένα του …. Ειδικότερα στο πλαίσιο της μεταξύ τους σύμβασης  η ενάγουσα παρείχε στο ένδικο πλοίο σχετικές υπηρεσίες πρακτόρευσης και δη προέβη για λογαριασμό των εναγομένων στην καταβολή διαφόρων ποσών για την αμοιβή φυλάκων, την αμοιβή των πλοηγών , την μίσθωση ακάτων και προβλήτας εκφορτώσεως κλπ έξοδα λιμένος τιμολογώντας τις επιμέρους υπηρεσίες της και εκδίδοντας τα  σχετικά τιμολόγια, συνολικού ύψους 203.287,77 δολαρίων ΗΠΑ. Ειδικότερα, η ενάγουσα εξέδωσε : 1) για διόδια διάπλου καναλιού : α) το υπ’αριθμ. 15-41357/8-11-2016 τιμολόγιο ποσού 20.159,04 δολ.ΗΠΑ, β) το υπ’αριθμ. 1-17247/7-11-2016 τιμολόγιο ποσού 3.528,16  δολ.ΗΠΑ και γ) το υπ’αριθμ. 15-41421/10-11-2016 τιμολόγιο ποσού 25.337,38  δολ.ΗΠΑ, 2) για έξοδα πλοηγών ποτ.Plate : α) το υπ’αριθμ. 11-3337/14-11-2016 τιμολόγιο ποσού 13,033,82 δολ.ΗΠΑ, β) το υπ’αριθμ. 13-1883/14- 11-2016 τιμολόγιο ποσού 1.860 δολ.ΗΠΑ,  γ) το υπ’αριθμ. 11-3338/14-11-2016 τιμολόγιο ποσού 17.449,68 δολ.ΗΠΑ και δ) το υπ’αριθμ. 13-1884/14-11-2016 τιμολόγιο ποσού 1.860 δολ.ΗΠΑ, 3) για έξοδα πλοηγών ποτ. Parana : α) το υπ’αριθμ. 2-996/7-11-2016 τιμολόγιο ποσού 20.370,30 δολ.ΗΠΑ και β) το υπ’αριθμ. 2-1001/10-11-2016 τιμολόγιο ποσού 24.621,39 δολ.ΗΠΑ,4) για έξοδα πλοηγών λιμένος : α) το υπ’αριθμ. 2-4917/15-11-2016 τιμολόγιο ποσού 3.896,70 δολ.ΗΠΑ  και β) το υπ’αριθμ. 2-4935/16-11-2016-11-2016 τιμολόγιο ποσού 5.428,41 δολ.ΗΠΑ, 5) για τέλη  φωτισμού και καβοδέτη :α) το υπ’αριθμ. 3-1545/… τιμολόγιο ποσού 1.194,11 δολ.ΗΠΑ,, 6) για έξοδα δεσίματος και λύσης :α) το υπ’αριθ…-443/15-11-2016 τιμολόγιο ποσού 14.000 δολ.ΗΠΑ, 7) για έξοδα αποθήκης :α) το υπ’αριθμ. 32-749/30-11-2016 τιμολόγιο ποσού 8.119,20 δολ.ΗΠΑ,8) για τέλη μετανάστευσης:α) τα υπ’αριθμ. 155426/6-11-2016 και 155472//7-11-2016 τιμολόγιο ποσού 2.555,67 δολ.ΗΠΑ,  9) για τελωνειακά τέλη:α) το υπ’αριθμ. 37341/21-11-2016 τιμολόγιο ποσών 196,97 δολ.ΗΠΑ και 33,74 δολ.ΗΠΑ,  , 10) για έξοδα υγειονομικού :α) το υπ’αριθμ. 40416/6-11-2016 τιμολόγιο ποσού 192,51 δολ.ΗΠΑ και β) το υπ’αριθμ. 1441/6-11-2016 τιμολόγιο ποσού 67,47 δολ.ΗΠΑ, 11) για έξοδα φυλάκων :αποδείξεις ποσού 4.117,14 δολ.ΗΠΑ, 12) για έξοδα υπαλλήλων :αποδείξεις ποσού 2.075,29 δολ.ΗΠΑ, 13) για επιθεώρηση απορριμμάτων :α) το υπ’αριθμ. 31617/842/31617666/10-11-2016 τιμολόγιο ποσού 228,34 δολ.ΗΠΑ, 14) για επιθεώρηση αμπαριών :α) το υπ’αριθμ. 20162185/11-11-2016 τιμολόγιο ποσού 1.012,15 δολ.ΗΠΑ, β) το υπ’αριθμ. 5-49400/21-12-2016 τιμολόγιο ποσού 3.554,32 δολ.ΗΠΑ,  γ) το υπ’αριθμ. 31625047/11-11-2016 τιμολόγιο ποσού 64,56 δολ.ΗΠΑ, δ) το υπ’αριθ…-527/19-12-2016 τιμολόγιο ποσού 950 δολ.ΗΠΑ και ε) το υπ’αριθμ. 442/15-11-2016 τιμολόγιο ποσού 2.850 δολ.ΗΠΑ, 15) για έξοδα ακάτου  :α) το υπ’αριθ…-442/15-11-2016 τιμολόγιο ποσού 950 δολ.ΗΠΑ, 16) για μεταφορικά έξοδα :α) αποδείξεις ποσού 269,91 δολ.ΗΠΑ, 17) για δαπάνη κέντρου πλοήγησης :α) το υπ’αριθμ. 3-4317/3-1-2017 τιμολόγιο ποσού 130 δολ.ΗΠΑ, 18) για φόρους : α) απόδειξη ποσού 1.604,70 δολ.ΗΠΑ, 19)για ιατρική περίθαλψη : α) το υπ’αριθμ. 1-138/9-11-2016 τιμολόγιο ποσού 742,24 δολ.ΗΠΑ, 20) για διαμονή : α) το υπ’αριθμ. 1-11166/6-11-2016 τιμολόγιο ποσού 136,30 δολ.ΗΠΑ,  β) το υπ’αριθμ. 1-11167/6-11-2016 τιμολόγιο ποσού 177,46 δολ.ΗΠΑ και γ)  το υπ’αριθμ. 18-6349/6-11-2016 τιμολόγιο ποσού 90,42 δολ.ΗΠΑ, 21) για μετρητά σε καπετάνιο :α) απόδειξη ποσού 11.500 δολ.ΗΠΑ, 22) για ανανεώσεις/επιθεωρήσεις: α) το υπ’αριθμ. 1-15/9-11-2016 τιμολόγιο ποσού 18.903,35 δολ.ΗΠΑ,  β) το υπ’αριθμ. 3-26/16-11-2016 τιμολόγιο ποσού 617,41 δολ.ΗΠΑ, γ) το υπ’αριθμ. 3-314/15-11-2016 τιμολόγιο ποσού 215,92 δολ.ΗΠΑ και δ) το υπ’αριθμ. 3-326/30-11-2016 τιμολόγιο ποσού 3.200 δολ.ΗΠΑ, 23) για μίσθωση ακάτων : α) το υπ’αριθμ. 442/15-11-2016 τιμολόγιο ποσού 950 δολ.ΗΠΑ, 24) για μεταφορικά έξοδα : α) το υπ’αριθμ. 1444/8-11-2016 τιμολόγιο ποσού 390,35 δολ.ΗΠΑ και β) το υπ’αριθμ. 1360/9-11-2016 τιμολόγιο ποσού 515,52 δολ.ΗΠΑ, 25)για φόρους : απόδειξη ποσού 373,39 δολ.ΗΠΑ και 26)για αμοιβή πράκτορα :α) το υπ’αριθμ. 0004-00000709/3-2-2017 τιμολόγιο ποσού 3.500 δολ.ΗΠΑ. Στις 26-10-2016 η δεύτερη εναγομένη ενεργώντας για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου, με ηλεκτρονικό της μήνυμα ανέλαβε την μερική εξόφληση  του οφειλομένου ποσού μέσω της  ναυλώτριας του ενδίκου πλοίου με έκπτωση του αντίστοιχου ποσού που οφείλετο στον πρώτο εαγόμενο και στις … ομοίως η δεύτερη εναγομένη ενεργώντας για λογαριασμό του πρώτου μας έδωσε εντολή στην ενάγουσα να εκδώσουμε τιμολόγιο στο όνομά της. Ειδικότερα, έναντι του ως άνω συνολικώς οφειλομένου ποσού ύψους 203.287,77 δολ.ΗΠΑ, ο πρώτος εναγόμενος αποδεχόμενος την ως άνω οφειλή της κατέβαλε ως συνομολογεί η ενάγουσα το ποσό των 181.341,47 δολ.ΗΠΑ μέσω της προαναφερόμενης ναυλώτριας του πλοίου ,όπως είχαν συμφωνήσει τα μέρη. Ακολούθως η ενάγουσα στις 3-2-2017 εξέδωσε και απέστειλε στη  δεύτερη εναγομένη κατ’εντολή αυτής  : 1) την υπ’αριθμ. 0004-00001925 Κατάσταση Λογαριασμών (Τιμολόγιο) με τα επιμέρους τιμολόγια αφορώσα τις ως άνω υπ’αριθμ. 1-18 τιμολογηθείσες  υπηρεσίες  συνολικού ποσού 162.075,40 δολ.ΗΠΑ, 2) την υπ’αριθμ. 0004-00001926 Κατάσταση Λογαριασμών (Τιμολόγιο) με τα επιμέρους τιμολόγια αφορώσα τις ως άνω υπ’αριθμ. 19-25 τιμολογηθείσες  υπηρεσίες  συνολικού ποσού 162.075,40 δολ.ΗΠΑ και 3) την υπ’αριθμ. 0004-00000709 Κατάσταση Λογαριασμών (Τιμολόγιο) με τα επιμέρους τιμολόγια αφορώσα την ως άνω υπ’αριθμ. 26 τιμολογηθείσα υπηρεσία στην οποία συμπεριελήφθη και η  συμφωνηθείσα αμοιβή της ενάγουσας συνολικού ποσού 3.500 δολ.ΗΠΑ. Όμως παρότι η ενάγουσα εξεπλήρωσε προσηκόντως τις συμβατικές της υποχρεώσεις παρέχοντας τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες πρακτόρευσης στο ένδικο πλοίο, τις οποίες οι εναγόμενοι ανεπιφύλακτα αποδέχθηκαν και εξοφλώντας μερικώς την οφειλή τους με την καταβολή στις 10-11-2016, όπως συνομολογεί η ενάγουσα, του ποσού των 181.341,47 δολ.ΗΠΑ αναγνώρισαν, εξακολουθούν να οφείλουν στην ενάγουσα το εναπομείναν ανεξόφλητο ποσό των 21.946,30 δολαρίων ΗΠΑ

Περαιτέρω, όσον αφορά τις ιδιότητες των εναγομένων και δη την ιδιότητα του πρώτου εξ αυτών ως εφοπλιστή και της δεύτερης εξ αυτών ως κυρίας του πλοίου, υπό τις οποίες ενάγονται στην προκείμενη αγωγή και τις οποίες αρνείται ο εκκαλών-πρώτος εναγόμενος  κι ως εκ τούτου και την εξ αυτής ευθύνη του απεδείχθησαν τα εξής : Στην υπ’αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας Σουρή ο πρώτος εναγόμενος συνομολογεί επί λέξει ότι «τυγχάνω επι χρήσει ιδιοκτήτης (disponent owner)   και η χρήση και η εκμετάλλευση του ρηθέντος πλοίου ανήκει αποκλειστικώς και μόνο σε εμένα…υπό την ιδιότητά μου …ναύλωσα το πλοίο στην εταιρεία …  υπογραφέντος προς τούτο του από … ναυλοσυμφώνουΌλοι οι ναύλοι, σταλίες, ενοίκια και γενικά όλα τα εισοδήματα του εν λόγω πλοίου, οι προερχόμενοι από το πιο πάνω ναυλοσύμφωνο με ημερομηνία … θα καταβληθούν αποκλειστικώς και μόνο σε μένα με βάση την εκτεθείσα μου ιδιότητα, ως επί χρήσει ιδιοκτήτου(disponent owner) του εν λόγω πλοίου». Επίσης αναφέρει  ότι το κέντρο των επιχειρήσεών του βρίσκεται στη οδό …..στον ….. Σημειωτέον ότι  στο από …  ναυλοσύμφωνο δεν συμβάλλεται για λογαριασμό του πλοίου ως είθισται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής η διαχειρίστριά του αλλά ο πρώτος εναγόμενος . Επίσης σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω ένορκη βεβαίωση, το ποσό που κατέβαλε η ναυλώτρια του πλοίου στην ενάγουσα προς μερική εξόφληση του οφειλομένου σε αυτήν ποσού από την σύμβαση πρακτόρευσης προέρχεται από ναύλο που εξέπεσε από ισόποση οφειλή προς τον πρώτο εναγόμενο, λειτουργούσα η ίδια ως βοηθός εκπλήρωσης του τελευταίου, ήτοι έχουσα ιδιότητα που απέρρεε εκ της μεταξύ τους συμβάσεως ναύλωσης. Τα όσα δε αναφέρει στην προρρρηθείσα ένορκη βεβαίωσή του ο πρώτος εναγόμενος αποτελεί εξώδικη ομολογία κατά το άρθρο 352 παρ.2 ΚΠολΔ ελεύθερα εκτιμώμενη με το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και  αντικρούει τον ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου ότι η δεύτερη εναγομένη ήταν πλοιοκτήτρια  του πλοίου , συμβαλλόμενη στο δικό της όνομα και για δικό της όφελος . Ο πρώτος εναγόμενος επίσης ισχυρίζεται ότι από τις … η δεύτερη εναγομένη είχε ενημερώσει  την ενάγουσα  για απουσία «disponent owner» αναφέροντας ότι όλα τα θέματα του πλοίου τα παρακολουθούσε η ίδια και η ναυλώτρια που θα κατέβαλε τις χρεώσεις και στις 15-10-2016 ότι δεν υπάρχουν εφοπλιστές αλλά επικοινωνούν απευθείας με τους πλοιοκτήτες οι ναυλωτές. Περαιτέρω ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο ίδιος  ήταν απλός υπάλληλος της διαχειρίστριας εταιρίας, επικαλείται δε και προσκομίζει προς απόδειξη του ισχυρισμού του την κατάσταση προσωπικού της εν λόγω εταιρείας για το έτος 2015-2016, που όμως έχει την αποδεικτική του ιδιωτικού εγγράφου κατά το άρθρο 447 ΚΠολΔ. Οι ως άνω ισχυρισμοί του πρώτου εναγομένου αντικρούονται  από τα όσα ομολόγησε στην από 18-10-2016 ένορκη βεβαίωσή του ο πρώτος εναγόμενος, όπου κάνει ρητώς λόγο για οικονομική εκμετάλλευση του ενδίκου πλοίου και από το από … ναυλοσύμφωνο εκ του οποίου οι ναύλοι καταβάλλονται κατά μερική εξόφληση του οφειλομένου αντιτίμου της ένδικης σύμβασης πρακτόρευσης στην ενάγουσα.Το ότι κατά το μαχητό τεκμήριο του 105 ΚΙΝΔ δεν προκύπτει έγγραφη δήλωση του πρώτου εναγομένου με την δεύτερη εναγομένη ότι αυτός ασκεί τον εφοπλισμό του πλοίου κι ότι στην αλληλογραφία με την ενάγουσα αναφέρεται μόνο η δεύτερη εναγομένη κι όχι ο ίδιος, αλλά ούτε και κανένα άλλο φυσικό πρόσωπο, ουδόλως μπορεί να ανατρέψει την εξώδικη ομολογία του ιδίου. Αντίθετη κρίση επίσης  δεν μπορεί να συναχθεί από το ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη  συνομολογεί ότι συνήφθη η σύμβαση πρακτόρευσης μετά από πρόταση της δεύτερης εναγομένης και  από ότι πράγματι στο όνομα της είχαν εκδοθεί και τα επίδικα τιμολόγια καθώς ως ήδη προαναφέρθηκε, το γεγονός ότι  η μερική εξόφληση έγινε από τους ναυλωτές του πλοίου κατά το άρθρο 417 ΑΚ με έκπτωση του ισόποσου οφειλόμενου στον συμβληθέντα στη σύμβαση ναυλώσεως πρώτο εναγόμενο επιρρώνει την κρίση του δικαστηρίου ότι ο πρώτος είχε την οικονομική εκμετάλλευση και αποδεχόταν τον οικονομικό κίνδυνο του επίδικου πλοίου, κι επομένως ότι η πραγματική βούληση και δράση του πρώτου εναγομένου ήταν η άσκηση του εφοπλισμού του ενδίκου πλοίου. Τέλος, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν απεδείχθη ότι η δεύτερη εναγομένη είχε εταιρική οργάνωση με απασχόληση προσωπικού και λειτουργία ως πλοιοκτήτρια του ενδίκου πλοίου, παρά μόνο ότι ήταν εγγεγραμμένη ως συσταθείσα κατά τη νομοθεσία των Νήσων Μάρσαλ κυρία του πλοίου, κι υπό την ιδιότητά της αυτής ενάγεται στην υπό κρίση αγωγή, φέρουσα πραγματοπαγή ευθύνη από και δια του πλοίου που ήταν το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο και μέχρι την αξία αυτού, ως παθητικώς εναγόμενη (κι ευθυνόμενη με τον πρώτο εναγόμενο εφοπλιστή) εις ολόκληρον από τη δανείστρια εν προκειμένω ενάγουσα για την ένδικη απαίτηση του πλοίου σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας. Σημειωτέον εξάλλου ότι η βάση της ένδικης αγωγής είναι η εκ του νόμου ευθύνη των εναγομένων ως εφοπλιστή και κυρίας του πλοίου αντίστοιχα, κι όχι η  ευθύνη του πρώτου  ως αντιπροσωπευόμενου από την δεύτερη εναγομένη σύμφωνα με τις περιστάσεις όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα-εφεσίβλητη , καθώς στην περίπτωση αυτή ως αντιπρόσωπος η δεύτερη εναγομένη δεν θα έφερε ευθύνη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 211 επ.ΑΚ. Κατ’ακολουθίαν δε όλων των ανωτέρω είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη η ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του εκκαλούντος-πρώτου εναγομένου και ο σχετικός (δεύτερος) λόγος της ένδικης εφέσεως.

Περαιτέρω όσον αφορά την ύπαρξη και το ύψος της ένδικης οφειλής απεδείχθησαν τα εξής : ο εκκαλών-πρώτος εναγόμενος με τις προτάσεις του στη προκείμενη δίκη προσκομίζει το συνταχθέν στην αγγλική γλώσσα από … ηλεκτρονικό μήνυμα της εφεσίβλητης- ενάγουσας στο οποίο αναφέρει ότι η οφειλή των εναγομένων εκ της συμβάσεως πρακτόρευσης μετά την ολοκλήρωση των εργασιών φόρτωσης του πλοίου ανερχόταν στα 159.941,03 δολ.ΗΠΑ , κι ότι το οφειλόμενο εναπομείναν ποσό ανερχόταν στα 16.498,98 δολ.ΗΠΑ , πλην όμως δεν προσκομίζει νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα συνεπώς το εν λόγω έγγραφο λαμβάνεται υπόψιν ως μη πληρούν τους όρους αποδεικτικό μέσο συνεκτιμώμενο με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά ελεύθερη εκτίμηση από το Δικαστήριο. Επίσης ο ισχυρισμός του ότι το οφειλόμενο ποσό στηρίζονταν σε προσφορά και όχι σε συμφωνημένες χρεώσεις και  ότι η ενάγουσα είχε εξοφληθεί από τους ναυλωτές σύμφωνα με την από … εντολή της δεύτερης εναγομένης με το ποσό των 190.027,47 δολ.ΗΠΑ και το από … ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε (η δεύτερη εναγομένη) στην ενάγουσα   όπου δήλωνε ότι «θεωρούμε ότι είστε καλυμμένοι από όλες τις απόψεις (σχετικά με την πληρωμή) παρακαλούμε επιβεβαιώστε  το ποσό του συνημμένου XLS  σε δολ.ΗΠΑ 190.027,47 προκειμένου εμείς να δώσουμε την ανάλογη οδηγία προς τους ναυλωτές» εκτός του ότι καθ’ό μέρος θεμελιώνει την ένσταση εξόφλησης που το πρώτον προβάλλεται από τον εκκαλούντα στην προκείμενη δίκη κι όχι πρωτοδίκως,χωρίς να εμπίπτει στις επιτρεπόμενες περιπτώσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ουδόλως αποδεικνύεται ως βάσιμος στην ουσία του. Ειδικότερα, δεδομένου ότι αποτελεί αντικείμενο ενστάσεως του εναγόμενου να προβάλει ότι εξόφλησε το χρέος του με καταβολή κατ’ άρθρο 416 ΑΚ (ΑΠ 1226/2018, ΕφΠειρ 218/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) εν προκειμένω ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών δεν αποδεικνύει με τιμολόγιο ή απόδειξη καταβολής ότι πράγματι έγινε η επικαλούμενη στο ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα καταβολή στην ενάγουσα ποσού 190.027,47 δολ.ΗΠΑ, πολλώ δε μάλλον ότι υπήρξε αποδοχή -συμφωνία της ενάγουσας ότι με την καταβολή αυτή θα επέρχετο η εξόφλησή της. Αντιθέτως , όπως συνομολογεί η ενάγουσα και δεν αντικρούει ανταποδεικτικά ο πρώτος εναγόμενος,  οι εναγόμενοι  της κατέβαλαν στις 10-11-2016 το ποσό των 181.341,47 δολ.ΗΠΑ αποδεχόμενοι την προκαταβολική εκτίμηση παρασχηθησομένων υπηρεσιών πρακτόρευσης του ενδίκου πλοίου εκ μέρους της ενάγουσας για δύο (2) ημέρες παραμονής του πλοίου στον λιμένα … (βλ.το από 26-10-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα της δεύτερης εναγομένης) , ενώ επειδή το πλοίο παρέμεινε τελικά τρεις (3) μέρες, ως εκ τούτου υπήρξαν οι επιπλέον τιμολογηθείσες χρεώσεις. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι υπήρξε μερική εξόφληση κι όχι ολική εξόφληση του οφειλομένου ποσού εκ μέρους των εναγομένων, παραμένοντος εισέτι ανεξόφλητου του ποσού των 21.946,30 (=203.287,77 -181.341,47) δολαρίων ΗΠΑ.Το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε στο σύνολό της την αγωγή  εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις απορριπτομένου ως αβάσιμου του επικουρικώς προβληθέντος τρίτου λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Σημειωτέον τέλος, ότι παρότι δεν βάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης, λόγω εξαφάνισης της εκκαλουμένης γενομένου δεκτού ως βάσιμου του προρρηθέντος λόγου εφέσεως και επανεκδίκασης της αγωγής νόμω και ουσία, ερευνητέο από το παρόν Δικαστήριο είναι και το παρεπόμενο αίτημα περί του σημείου έναρξης της τοκοφορίας της επιδικαζόμενης απαίτησης. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής από το παρόν Δικαστήριο πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον έκαστος , ο μεν πρώτος εναγόμενος ως εφοπλιστής ευθυνόμενος κατά το άρθρο 105 ΚΙΝΔ, η δε δεύτερη εναγομένη ως κυρία του πλοίου ευθυνόμενη κατά το άρθρο 106 ΚΙΝΔ, το ποσό των είκοσι μια χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα σέντς (21.946,30 £)  κατά το ισόποσό του σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ-ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής  μέχρι τη εξόφληση, κατά το άρθρο 346 ΑΚ, κι όχι κατά το άρθρο 345 ΑΚ, ήτοι από την επομένη της εκδόσεως  και αποστολής των τριών (3) εκδοθέντων από αυτήν τιμολογίων δηλαδή από τις 4-2-2016 , ότε αβασίμως η εκκαλουμένη έθεσε την έναρξη της τοκοφορίας, δηλονότι δεν απεδείχθη ότι η εν λόγω ημερομηνία υπήρξε δήλη μέρα εξόφλησης του οφειλομένου εναπομείναντος ποσού στην ενάγουσα ούτε ότι οχλήθηκαν οι εναγόμενοι να προβούν στη συγκεκριμένη καταβολή.  Ως εκ τούτων και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινομένη έφεση, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη κι αφού κρατηθεί και να δικαστεί κατ’ ουσίαν η από 14-11-2017 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.:11268/305/20-11-2017) αγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ, να γίνει αυτή δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και μόνο καθ’ό μέρος κρίθηκε νόμιμη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών να καταβάλει εις ολόκληρον  με τη δεύτερη εναγομένη-μη διάδικο στην κατ’έφεση δίκη ομόδικό του (άρθρο 537 ΚΠολΔ) για την ιστορούμενη αιτία το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ-ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής ποσό των 21.946,30 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.Τέλος πρέπει να επιστραφεί το υπ’αριθμ…. e-παράβολο άσκησης της κρινόμενης εφέσεως στον εκκαλούντα-πρώτο εναγόμενο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. 5 ΚΠολΔ) ενώ εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 535 παρ. 1, 176 επ.ΚΠολΔ, επομένως,πρέπει  να προσδιοριστούν τα καταβλητέα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (βλ. ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998.825, 843, ΕφΠατρ 862/2005 ΔΕΕ 2005.1196) . Λόγω του ιδιαίτερα δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν και της εν μέρει ήττας και εν μέρει νίκης των διαδίκων καθώς παρότι έγινε δεκτή η υπό κρίση έφεση ακολούθως έγινε δεκτή και η κρινόμενη αγωγή πρέπει να συμψηφιστούν τα έξοδα μεταξύ των νυν διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 179 παρ. 1,  183, 189 παρ.1 , 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την ένδικη έφεση.

 

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 92/2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

 

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 14-11-2017 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.:11268/305/20-11-2017) αγωγή.

 

Απορρίπτει ο,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

Δέχεται  κατά τα λοιπά την ως άνω αγωγή.

 

Υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει εις ολόκληρον  με τη δεύτερη εναγομένη το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ-ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής ποσό των είκοσι μια χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα σέντς (21.946,30 £) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των νυν διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους .

 

Διατάσσει την επιστροφή του προκαταβληθέντος για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως υπ’αριθμ. … e-παραβόλου στον εκκαλούντα.

 

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………………2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

            Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ