Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης           3641 /2019

(αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου αγωγής: 13266/6022/20-12-2018)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

 

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Παρασκευή Χρυσοχόου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Mαρίνα Γρηγοριάδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ε. Κ.  Δ., κατοίκου …… (οδός Χ. …), με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Κουντούρη (ΔΣΑθηνών, …).

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «BLUE STAR FERRIES ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ Α.Ε. », που εδρεύει στην Κ. Α. (οδός Λ. . ….. & Ε.) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παρασκευά Ζούρντου (ΔΣΑθηνών, …).

Η ενάγουσα με την από 19-12-2008 αγωγή της κατά της εναγομένης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: 13266/6022/20-12-2018), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, αρχικά, για τη δικάσιμο της 05-02-2019, και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητεί να γίνει αυτή δεκτή, για τους αναφερόμενους λόγους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει, από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει, όμως, διεπόμενη από τη διάταξη του άρθ. 361 του ίδιου Κώδικα, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων, δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η εν λόγω σύμβαση αναγνώρισης χρέους, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τη διάταξη του άρθ. 873 ΑΚ αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται σε αντίθεση με εκείνη, καταρχήν άτυπα, και ιδρύει νέα ενοχική σχέση που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μίας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μην μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία. Εάν σκοπός της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους είναι, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εφεξής οφειλόμενο (ΑΠ 1427/2017 ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΑΠ 678/2010 ΤΠΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1017/2010 ΕλλΔνη 2011.354, ΕφΑθ 829/2019 ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της, ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, μεταξύ αυτής και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του αναλυτικά περιγραφόμενου, υπό ελληνική σημαία, πλοίου, ναυτολογήθηκε στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα της Επίκουρης Θαλαμηπόλου, αντί του νόμιμου μηνιαίου μισθού, προσδιοριζόμενου με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, προσέφερε τις υπηρεσίες της μέχρι και τις 18-11-2017, οπότε η σύμβαση ναυτολόγησης λύθηκε, λόγω απόλυσης «με αμοιβαία συναίνεση» (αποναυτολόγηση). Ότι, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής της, και, ειδικότερα κατά τα χρονικά διαστήματα από 01-01-2017 μέχρι 07-03-2017, από 03-04-2017 μέχρι 20-04-2017, από 14-05-2017 μέχρι 11-06-2017, και από 01-10-2017 μέχρι 31-10-2017, προσέφερε την εργασία της και πέραν του προβλεπόμενου από τις οικείες ΣΣΕ νόμιμου ωραρίου των 8ωρών, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα. Ότι, επιπλέον εκτελούσε, κάθε μήνα, πέραν του νόμιμου ωραρίου της, 6 ημερήσιες βάρδιες πυρασφάλειας, διάρκειας, η κάθε μία, 2 ωρών, και μία νυχτερινή (βάρδια πυρασφάλειας), διάρκειας 3,5 ωρών. Ότι, επίσης, προσέφερε την εργασία της, και στα έκτακτα δρομολόγια του πλοίου, για τα οποία της καταβλήθηκε μέρος μόνο από την πρόσθετη αμοιβή που δικαιούτο. Ότι η εναγομένη της κατέβαλε μέρος μόνο από την αμοιβή της για την υπερωριακή εργασία, όπως επίσης της κατέβαλε μέρος μόνο των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2017. Ότι, στις 27-07-2017, η σύμβασή της λύθηκε λόγω αδείας, ότι, δε ναυτολογήθηκε εκ νέου, κατά τη λήξη της αδείας στις 27-08-2017, και ότι ως εκ τούτου τυγχάνει δικαιούχος αποζημίωση απόλυσης. Ότι στις 21-08-2014 υπέστη εργατικό ατύχημα, το οποίο είχε ως συνέπεια την πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητά της προς εργασία, και ότι η εναγομένη της κατέβαλε μέρος μόνο από την οφειλόμενη αποζημίωση. Ότι η εναγομένη έχει αναγνωρίσει το χρέος της αναφορικά με την αμοιβή της για υπερωριακή εργασία κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2013 – 2016, συνολικού ποσού 13.153,06 ευρώ, με την κατάρτιση των μηνιαίων πινάκων ωρών ανάπαυσης και εργασίας ναυτικών. Με βάση αυτά τα πραγματικά, έχοντας ως κύρια βάση της αγωγής της τη ναυτική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, επικουρικά δε, και για την περίπτωση που αυτή κριθεί άκυρη, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητεί, μετά από νόμιμο και παραδεκτό, κατ’ άρθ. 223 ΚΠολΔ, μερικό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος (τροπή, εν μέρει, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό), να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει: α) το ποσό των 10.022,26 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής για υπερωριακή εργασία, για τα χρονικά διαστήματα από 01-01-2017 μέχρι 07-03-2017, από 03-04-2017 μέχρι 20-04-2017, από 14-05-2017 μέχρι 11-06-2017, και από 01-10-2017 μέχρι 31-10-2017, β) το ποσό των 843,83 ευρώ, ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής για έκτακτα δρομολόγια, γ) το ποσό των 2.729,24 ευρώ, ως υπόλοιπο επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2017, δ) το ποσό των 2.243,13 ευρώ, ως αποζημίωση για την απόλυση της 27-07-2017, και ε) το ποσό των 235,58 ευρώ, ως υπόλοιπο αποζημίωσης, λόγω πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας προς εργασία, συνεπεία εργατικού ατυχήματος, καθώς και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει, λόγω σύμβασης αναγνώρισης χρέους, το ποσό των 13.153,06 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημεροχρονολογίας απόλυσης (18-11-2017), άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Επιπρόσθετα, ζητεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Mε αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθ. 51 παρ. 2 και 3 στοιχ. Α’ του ν. 2172/1993), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθ. 614 παρ. 3 στοιχ. α’, 621 επ. ΚΠολΔ). Είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθ. 1, 10, 53, 54, 57, 60, 72, 75 εδ. γ’ και 76 εδ. α’ ΚΙΝΔ, άρθ. 648, 653 και 655 ΑΚ, άρθ. της από 17-08-2017 ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5 – 1.5/77056/27-10-2017 απόφαση, νόμιμα δημοσιευθείσα στο υπ’ αριθ. 4005Β’/17-11-2017 ΦΕΚ, άρθ. 1, 2 και 3 παρ. 3 του ν. 551/1915, άρθ. της ΥΑ 70109/8008/14-12-1981 (ΦΕΚ 1Β’/07-01-1982) «Προϋποθέσεις χορήγησης επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», άρθ. 904 επ. ΑΚ, άρθ. 340, 341, 345, 346 ΑΚ, άρθ. 70, 219, 907, 908 παρ. 1 στοιχ. ε’ και 176 ΚΠολΔ, με εξαίρεση, το αγωγικό κονδύλιο των 13.153,06 ευρώ (τραπέν, όπως προεκτέθηκε, σε αναγνωριστικό), το οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί σε σύμβαση αναγνώρισης χρέους, και το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο και συνεπώς απορριπτέο, διότι η τήρηση, από την εναγομένη, μηνιαίων πινάκων ωρών ανάπαυσης και εργασίας ναυτικών, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και η ενάγουσα, αποτελεί απλή συμμόρφωση της πρώτης σε διάταξη νόμου (άρθ. 157 παρ. 7 του β.δ. 683/1960), και όχι πρόταση κατάρτισης σύμβασης αναγνώριση χρέους, όπως τα στοιχεία της εν λόγω σύμβασης αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη, η οποία, διά σιωπηρής αποδοχής από την εναγομένη, καταρτίστηκε και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα. Ακολούθως, καθ’ ο μέρος η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, και δεδομένου ότι για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού  δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο, επί περιουσιακών – εργατικών διαφορών, όριο της καθ’ ύλη αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, δηλαδή το ποσό των 20.000 ευρώ (άρθ. 71 ΕισΝΚΠολΔ σε συνδ. με άρθ. 14 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική  Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ), θεωρείται ότι περιέχει, αυτοδικαίως, του καθορισθέντες στις ΣΣΕ όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό, από τους διαλαμβανόμενους σε ΣΣΕ, είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν με ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη ΣΣΕ και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες γεννήθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθ. 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές, στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (ΣΣΝΕ), για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω, του Επίκουρου Θαλαμηπόλου, η οποία, μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, αν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται, τακτικά και παγίως, στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια παροχής της εργασίας του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού, και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο, στη ναυτική ορολογία, «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του, στην εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη «καταλογισμού» αυτού σε άλλες αποδοχές, το πρόσθετο αυτό ποσό αποτελεί μέρος του μισθού, και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη – εργοδότη, ελεύθερα ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογισθεί, μονομερώς, σε άλλες αξιώσεις του ναυτικού – εργαζόμενου, απορρέουσες από τη σύμβαση. Το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο), μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, τότε μόνο, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας, περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένα και ειδικά, μεταξύ των συμβαλλομένων, ο πλοιοκτήτης – εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα να προβεί στο ως άνω συμψηφισμό, και να περιορίσει, έτσι, μονομερώς, τις συμβατικές αποδοχές του ναυτικού – εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003.345, ΜΕφΠειρ 218/2016 αδημοσ.). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενη, ειδικότερα, ότι η ενάγουσα ουδέποτε προσέφερε πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία, επικουρικά δε, ότι αυτή έχει εξοφληθεί μερικώς, διότι τα επιμέρους ποσά που της καταβλήθηκαν, για τις αναφερόμενες αιτίες, είναι μεγαλύτερα αυτών που διαλαμβάνει στην αγωγή της, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα. Περαιτέρω, επικουρικά, προτείνει σε συμψηφισμό, δυνάμει ειδικού όρου περί συμψηφισμού που περιέχεται στη ναυτική σύμβαση, το ποσό των 555,01 ευρώ, το οποίο, κατά το επίδικο έτος 2017, καταβλήθηκε στην ενάγουσα, πέραν των νομίμων αποδοχών της, ως «έκτακτη αμοιβή – επιμίσθιο». Η ανωτέρω ένσταση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις, και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Ακολούθως, αναφορικά με την ένσταση παραγραφής, παρέλκει η εξέταση αυτής,  διότι η αξίωση καταβολής του ποσού των 13.153,06 ευρώ, κατά της οποίας προτείνεται και η οποία, όπως προεκτέθηκε, επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί σε σύμβαση αναγνώρισης χρέους, έχει απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τέλος, επίσης επικουρικώς, η εναγομένη προτείνει την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος της ενάγουσας, ισχυριζόμενη, ειδικότερα ότι η τελευταία εισέπραττε ανεπιφύλακτα το μηνιαίο μισθό της, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία, και ότι αδράνησε, επί μακρόν, να ασκήσει τις αξιώσεις της, γεγονός που δημιούργησε σε αυτή (εναγομένη), εύλογα, την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να τις ασκήσει. Η ανωτέρω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα, ως μη νόμιμη, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση των ένδικων αξιώσεων της εναγομένης καταχρηστική, με την έννοια της αντίθεσης στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, δοθέντος ότι η ανεπιφύλακτη είσπραξη μειωμένων αποδοχών, από μέρους του εργαζομένου, δε συνιστά παραίτηση από τα νόμιμα δικαιώματά του, η οποία, σε κάθε περίπτωση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις ΣΣΕ και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές (ΑΠ 1554/2011 ΤΝΠΝΟΜΟΣ).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης (η ενάγουσα δεν εξέτασε μάρτυρα), από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και άλλα ως δικαστικά τεκμήρια, συνεκτιμώμενα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, καθώς και από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, και η οποία λήφθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη, κατ’ άρθ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, κλήτευση της αντιδίκου της – εναγομένης (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ι. Ν. Α.), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 24-11-2016 σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου …», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, η ενάγουσα προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο προπεριγραφόμενο πλοίο, με την ειδικότητα της Επίκουρης Θαλαμηπόλου, αντί μηνιαίου μισθού, προσδιοριζόμενου από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Η ανωτέρω σύμβαση διήρκησε μέχρι τις 20-04-2017, οπότε και λύθηκε, λόγω αδείας μέχρι τις 20-05-2017 (αποναυτολόγηση). Δυνάμει της από 14-05-2017 νέας σύμβασης, υπό τους ίδιους ως άνω όρους και συμφωνίες, η ενάγουσα προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε εκ νέου. Η σύμβαση αυτή διήρκησε μέχρι και τις 27-07-2017, οπότε και λύθηκε λόγω αδείας μέχρι τις 27-08-2017 (αποναυτολόγηση). Εν συνεχεία, δυνάμει της 01-10-2017 νέας σύμβασης, η ενάγουσα προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε εκ νέου. Η σύμβαση αυτή διήρκησε μέχρι και τις 18-11-2017, οπότε και λύθηκε «με αμοιβαία συναίνεση» (αποναυτολόγηση).  Καθ’ όλα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης της ενάγουσας, το εν λόγω πλοίο ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, και ειδικότερα, κατά τα χρονικά διαστήματα, από 01-01-2017 μέχρι 07-03-2017, από 03-04-2017 μέχρι 20-04-2017, από 14-05-2017 μέχρι 11-06-2017, και από 01-10-2017 μέχρι 31-10-2017, απέπλεε κάθε Κυριακή, στις 20:00, από τον Πειραιά, για Χίο – Μυτιλήνη, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, περί ώρα 07:55 περίπου, και στη συνέχεια απέπλεε από εκεί (Μυτιλήνη), στις 20:00, για Χίο – Οινούσες – Ψαρά – Πειραιά, όπου κατέπλεε την επόμενη μέρα, περί ώρα 07:55 περίπου, με μικρές τροποποιήσεις, κάποιες από τις ημέρες του εν λόγω χρονικού διαστήματος, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 08-03-2017 μέχρι 02-04-2017, πραγματοποιούσε το ίδιο δρομολόγιο από Κυριακή μέχρι Πέμπτη, ενώ κάθε Πέμπτη, απέπλεε στις 08:00 από τον Πειραιά, για Κω – Ρόδο, όπου κατέπλεε, περί ώρα 19:45 περίπου, και στη συνέχει απέπλεε από εκεί (Ρόδο), στις 22:00, για Κω – Ρόδο – Λέρο – Πάτμο – Πειραιά, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, περί ώρα 11:05 περίπου, για να αναχωρήσει, στις 23:10 για Σύρο – Πάτμο – Λέρο – Κω – Ρόδο – Κω – Πειραιά, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, περί ώρα 06:30 περίπου, με μικρές τροποποιήσεις, κάποιες από τις ημέρες του εν λόγω χρονικού διαστήματος. Όπως αδιαμφισβήτητα προκύπτει από τα ανωτέρω, η διάρκεια των δρομολογίων του πλοίου υπερέβαινε τις 12 ώρες ημερησίως. Aκολούθως, η ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής της, απασχολείτο, καταρχήν, με τα γενικά καθήκοντα της ειδικότητάς της (άρθ. 120 του β.δ. 630/1960). Ειδικότερα, εκτελούσε εργασίες καθαρισμού των διαμερισμάτων (καμπινών) και κοινόχρηστων χώρων του πλοίου, σε χρόνο κατά τον οποίο το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι αφετηρίας ή τελικού προορισμού, συνέδραμε τους επιβάτες, κατά την επιβίβαση και αποβίβασή τους, απασχόληση που διαρκούσε 3 – 4 ώρες περίπου, ενώ, κατά τη διάρκεια των πλόων απασχολείτο σε κάποιο από τα μπαρ του πλοίου. Για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, κατά τις 192 ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια (τακτικά ή έκτακτα), με βάση τη χρονική διάρκεια των δρομολογίων και την οργανική σύνθεση του πληρώματος, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα πραγματοποίησε, κατά μέσο όρο, εργασία 12 ωρών ημερησίως (καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες), και όχι 14 ωρών, ή 17 ωρών κατά τις ημέρες που πραγματοποιήθηκαν έκτακτα δρομολόγια, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται η ίδια, ενώ κατά τις υπόλοιπες 42 ημέρες, κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια και παρέμεινε στο λιμάνι, προσέφερε εργασία 8 ωρών ημερησίως, και όχι 10 ωρών, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται. Η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από την περιεχόμενη στην προαναφερόμενη υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας,  Π. Κ.  Κ., ο οποίος προσδιορίζει τις ώρες εργασίας της ενάγουσας, ημερησίως, σε 14, καθόσον ο εν λόγω μάρτυρας δεν κρίνεται αξιόπιστος, ενόψει του ότι η κατάθεσή του συνιστά απλή επανάληψη των αγωγικών ισχυρισμών, λαμβανομένου υπόψη και του ότι και ο ίδιος βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη, κατά της οποίας, ειδικότερα, έχει ασκήσει την από 14-12-2018, ομοειδή αγωγή του, εκκρεμούσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθ. έκθ. κατ.: 13211/5989/19-12-2018). Δεν αναιρείται, επίσης, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, που κάνει λόγο για υπερωριακή εργασία που δεν υπερέβαινε τη μία ώρα ημερησίως, και μόνο κατά τους μήνες του καλοκαιριού, καθόσον η κατάθεση αυτή δεν κρίνεται αξιόπιστη, δοθέντος ότι από τις περιεχόμενες στις αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας αμοιβές προκύπτει ότι υπερωριακή εργασία, και μάλιστα διάρκειας μεγαλύτερης της μίας ώρας, παρεχόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και δεν ήταν μία έκτακτη ανάγκη, που προέκυπτε μόνο κατά τους θερινούς μήνες, όπως επιχειρεί να την παρουσιάσει ο εν λόγω μάρτυρας. Ακολούθως, αποδείχτηκε ότι κατά τα ίδια ως άνω χρονικά διαστήματα, η ενάγουσα εκτελούσε πέραν του νομίμου ωραρίου της, βάρδιες πυρασφάλειας, και συγκεκριμένα εκτελούσε, μηνιαίως, 6 ημερήσιες, διάρκειας 2 ωρών, και 1 βραδινή, κατά τις ημέρες που το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι, διάρκειας 3,5 ωρών. Με βάση τα προαναφερθέντα, και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 11, 12 και 13 της από 17-08-2017 ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5 – 1.5/77056/27-10-2017 απόφαση, νόμιμα δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ 4005Β’/17-11-2017, που εφαρμόζεται, εν προκειμένω, η ενάγουσα, για τα χρονικά διαστήματα από 01-01-2017 μέχρι 20-04-2017, από 14-05-2017 μέχρι 27-07-2017 και από 01-10-2017 μέχρι 18-11-2017, και ειδικότερα: α) για 163 καθημερινές και 11 Κυριακές, δηλαδή συνολικά για 174 ημέρες (174 = 163 + 11), κατά τις οποίες πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία 4 ωρών ημερησίως (4 = 12 – 8), δικαιούτο, ως αμοιβή, το ποσό των 4.670,16 ευρώ (4.670,16 = 174 ημέρες Χ 4 ώρες Χ 6,71 ευρώ, όπου 6,71 το ωρομίσθιο/ημέρα, σύμφωνα με τον πίνακα υπερωριακής αμοιβής, κάτωθι του άρθ. 13 της προαναφερόμενης ΣΣΕ), β) για 12 Σάββατα και 6 αργίες, δηλαδή συνολικά για 18 ημέρες (18 = 12 + 6), κατά τις οποίες πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία 12 ωρών ημερησίως, δικαιούτο, ως αμοιβή, το ποσό των 1.740,96 ευρώ (1.740,96 = 18 ημέρες Χ 12 ώρες Χ 8,06 ευρώ, όπου 8,06 το ωρομίσθιο/ημέρα, σύμφωνα με τον πίνακα υπερωριακής αμοιβής, κάτωθι του άρθ. 13 της προαναφερόμενης ΣΣΕ), γ) για 48 ημερήσιες βάρδιες πυρασφάλειας (48 = 6 βάρδιες/μήνα Χ 8 μήνες), διάρκειας 2 ωρών, η κάθε μία, πραγματοποιηθείσες πέραν του νόμιμου ωραρίου της, δικαιούτο, ως αμοιβή, το ποσό των 644,16 ευρώ (644,16 = 48 βάρδιες Χ 2 ώρες Χ 6,71 ευρώ, όπου 6,71 το ωρομίσθιο/ημέρα, σύμφωνα με τον πίνακα υπερωριακής αμοιβής, κάτωθι του άρθ. 13 της προαναφερόμενης ΣΣΕ), και δ) για 8 βραδινές βάρδιες πυρασφάλειας (28 = 1 βάρδια/μήνα), διάρκειας 3,5 ωρών, η κάθε μία, πραγματοποιηθείσες πέραν του νόμιμου ωραρίου της, δικαιούτο, ως αμοιβή, το ποσό των 187,88 ευρώ (187,88 = 8 βάρδιες Χ 3,5 ώρες Χ 6,71 ευρώ, όπου 6,71 το ωρομίσθιο/ημέρα, σύμφωνα με τον πίνακα υπερωριακής αμοιβής, κάτωθι του άρθ. 13 της προαναφερόμενης ΣΣΕ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και για την ανωτέρω αιτία (υπερωριακή αμοιβή), η ενάγουσα δικαιούτο το συνολικό ποσό των 7.243,16 ευρώ (7.243,16 = 4.670,16 + 1.740,96 + 644,16 + 187,88). Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 2.717,69 ευρώ (βλ. σχετ. αποδείξεις πληρωμής μηνών Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2017), και όχι το ποσό των 2.292,92, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, και συνεπώς, γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης μερικής εξόφλησης, της οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 4.525,47 ευρώ (4.525,47 = 7.243,16 – 2.717,69). Περαιτέρω, όμως, αποδείχτηκε ότι στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας, και ειδικότερα με τον υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικό όρο αυτών, οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει: «Κάθε ποσό που καταβάλλει η εταιρεία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας» (βλ. σχετ. την από 14-05-2017 σύμβαση ναυτικής εργασίας), ενώ, περαιτέρω, από τις αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας, των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, προκύπτει ότι στην ενάγουσα από 01-01-2017 μέχρι 18-11-2017 καταβλήθηκε το ποσό των 555,01 ευρώ, με την αιτιολογία «ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ». Ως, εκ τούτου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις (συμβατικού) συμψηφισμού του ανωτέρω ποσού των 550,01 ευρώ στο δικαιούμενο από την ενάγουσα προαναφερόμενο ποσό των 4.525,47 ευρώ, το γεγονός δε ότι αυτό αντιστοιχούσε σε ποσοστό επί των εκάστοτε μηνιαίων εισπράξεων των κυλικείων (μπαρ), όπως συνομολογεί και η ενάγουσα, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση, ότι δηλαδή καταβαλλόταν σε αυτή ενόψει κάποιας ιδιαίτερης εργασίας που παρείχε, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το εν λόγω ποσό καταβαλλόταν σε όλους τους Θαλαμηπόλους και τους Επίκουρους, ήδη από το έτος 1952, άσχετα αν αυτοί απασχολούνταν σε μπαρ του πλοίου ή όχι (σχετ. ΜΕφΠειρ 218/2016 αδημοσ.) Επομένως, και γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της έντασης συμψηφισμού του ποσού των 550,01 ευρώ, που προτείνει η εναγομένη, η ενάγουσα δικαιούτο, τελικά, ως υπερωριακή αμοιβή, για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, το ποσό των 3.975,46 ευρώ (3.975,46 = 4.525,47 – 550,01). Eξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2017 μέχρι 22-06-2017, το πλοίο, το οποίο πραγματοποιούσε δρομολόγια διάρκειας άνω των 12 ωρών, απέπλευσε από το λιμάνι αφετηρίας πριν τη συμπλήρωση 6 ωρών από τον κατόπλου, και ως τούτου, η ενάγουσα δικαιούτο πρόσθετη αμοιβή (άρθ. 33 παρ. 1, 3, 4 και 7 στοιχ. α’ της προαναφερόμενης ΣΣΕ). Ενόψει του ότι τα δρομολόγια αυτά ανέρχονταν σε 7,71 [7,71 = 61,745 ώρες πρόωρες αναχώρησης, κατά το χρονικό διάστημα από 25-02-2017 μέχρι 18-06-2017, διά (:) συντελεστή «8», άρθ. 33 παρ. 4 της προαναφερόμενης ΣΣΕ] και το 1/30 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας (άρθ. 33 παρ. 7 στοιχ. α’ της προαναφερόμενης ΣΣΕ), συμπεριλαμβανομένων σε αυτές, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από την εναγομένη, και του επιδόματος άδειας μετά τροφοδοσίας, ως παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, δηλαδή ως συμβατικό και νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (σχετ. ΜΕφΠειρ  51/2016 ΤΝΠΝΟΜΟΣ), ανέρχεται (το 1/30) στο ποσό των 117,35 ευρώ [117,35 = 3.520,53 ευρώ τακτικές μηνιαίες αποδοχές : 30 ημέρες, όπου 3.520,53 = 928,36 (μισθός ενεργείας) + 204,24 (επίδομα Κυριακών) + 576,30 (μηνιαίο αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφής) + 35,22 (επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας) + 353,45 (επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας) + 928,50 (μηνιαία υπερωριακή αμοιβή, κατά μέσο όρο, όπου 928,50 = 7.243,16 ετήσια υπερωριακή αμοιβή : 234 ημέρες συνολικής εργασίας Χ 30) + 81,74 (ποσοστά επί των πωλήσεων των μπαρ και κυλικείων, κατά μέσο όρο) + 275,15 (αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων, όπου 275,15 = 3.301,91 μηνιαίες αποδοχές : 12 μήνες) + 137,57 (αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα, όπου 137,57 = 3.301,91 : 2 = 1.650,95 : 12)], δικαιούτο, για την ανωτέρω αιτία, ποσό των 904,76 ευρώ (904,76 = 7,71 δρομολόγια Χ 117,35 ευρώ/δρομολόγιο). Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα από 22-06-2017 μέχρι 27-07-2017, το πλοίο πραγματοποίησε πέραν των 5 δρομολογίων ανά εβδομάδα, άνω των 12 ωρών το καθένα, και ως τούτου, η ενάγουσα δικαιούτο ως πρόσθετη αμοιβή (άρθ. 33 παρ. 1, 2, 3, 5 και 7 στοιχ. α’ της πραναφερόμενης ΣΣΕ), το ποσό των 586,75 ευρώ (586,75 = 5 δρομολόγια Χ 117,35 ευρώ/δρομολόγιο, όπου 117,35 το 1/30 των μηνιαίων αποδοχών της, κατά τα προαναφερθέντα), και, συνολικά, για την ανωτέρω αιτία (έκτακτα δρομολόγια), το ποσό των 1.491,51 ευρώ (1.491,51 = 904,76 + 586,75). Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 947,39 ευρώ, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί, και συνεπώς της οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 544,12 ευρώ (544,12 = 1.491,51 – 947,39). Περαιτέρω, για επίδομα εορτών Πάσχα 2017 (αναλογία, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2017 μέχρι 20-04-2017), η ενάγουσα δικαιούτο το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού της, για κάθε 8 ημέρες εργασίες [άρθ. 3 στοιχ. β’ της ΥΑ 70109/8008/14-12-1981 (ΦΕΚ 1Β’/07-01-1982)]. Ενόψει του ότι οι μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, συμπεριλαμβανομένων σε αυτές, και παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από την εναγομένη, τόσο του επιδόματος άδειας μετά τροφοδοσίας όσο και της αμοιβής, κατά μέσο όρο, για έκτακτα δρομολόγια, ως παροχών καταβαλλόμενων παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό και  νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (σχετ. ΜΕφΠειρ  51/2016 ό.π.), ανέρχονταν στο ποσό των 3.301,91 ευρώ (3.301,91 = 928,36 (μισθός ενεργείας) + 204,24 (επίδομα Κυριακών) + 576,30 (μηνιαίο αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφής) + 35,22 (επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας) + 353,45 (επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας) + 928,50 (μηνιαία υπερωριακή αμοιβή, κατά μέσο όρο, όπου 928,50 = 7.243,16 ετήσια υπερωριακή αμοιβή : 234 ημέρες συνολικής εργασίας  Χ 30) + 81,74 (ποσοστά επί των πωλήσεων των μπαρ και κυλικείων, κατά μέσο όρο) + 194,10 (αμοιβή για έκτακτα δρομολόγια, κατά μέσο όρο, όπου 194,10 = 1.515,66 ετήσια αμοιβή για έκτακτα δρομολόγια : 234 ημέρες συνολικής εργασίας Χ 30)], δικαιούτο, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 1.522,95 ευρώ [1.522,95 = 3.301,91 : 2 = 1.650,95 (μισός μισθός) : 15 = 110,06 ευρώ/8ήμερο Χ 13,75 8ήμερα]. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό τω 703,73 ευρώ, και συνεπώς της οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 819,22 ευρώ (819,22 = 1.522,95 – 703,73). Ακολούθως, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2017 (αναλογία, για τα χρονικά διαστήματα από 14-05-2017 μέχρι 27-07-2017 και από 01-10-2017 μέχρι 18-11-2017), η ενάγουσα δικαιούτο τα 2/25 του συνολικού μισθού της για κάθε 19 ημέρες εργασίας [άρθ. 3 στοιχ. α’ της ΥΑ 70109/8008/14-12-1981 (ΦΕΚ 1Β’/07-01-1982)]. Ενόψει του ότι οι μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν, κατά τα προαναφερθέντα, στο ποσό των 3.301,91 ευρώ, δικαιούτο, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 1.722,25 ευρώ [1.722,25 = 3.301,91 Χ 2/25 = 264,15/19ήμερο Χ 6,52 19ήμερα].  Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 788,93 ευρώ (βλ. σχετ. τις αποδείξεις πληρωμής Μαΐου – Νοεμβρίου 2017), και όχι το ποσό των 474,69 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, και συνεπώς, γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης μερικής εξόφλησης, της οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 933,32 ευρώ (933,32 = 1.722,25 – 788,93). Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι 27-07-2017 η σύμβαση ναυτολόγησης της ενάγουσας λύθηκε λόγω αδείας, διαρκούσης μέχρι τις 27-08-2017. Παρά ταύτα, όμως, μετά τη λήξη της αδείας, η ενάγουσα δε ναυτολογήθηκε εκ νέου, και ως εκ τούτου, η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση ναυτολόγησης, και μάλιστα χωρίς λόγο, αφού δεν αποδείχτηκε οποιοδήποτε παράπτωμα της ενάγουσας (άρθ. 72 ΚΙΝΔ), με συνέπεια να της οφείλει αποζημίωση απόλυσης, ίση με τις αποδοχές 15 ημερών (άρθ. 75 και 76 ΚΙΝΔ). Ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας ανέρχονταν στο ποσό των 3.714,63 ευρώ [3.714,63 = 928,36 (μισθός ενεργείας) + 204,24 (επίδομα Κυριακών) + 576,30 (μηνιαίο αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφής) + 35,22 (επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας) + 353,45 (επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας) + 928,50 (μηνιαία υπερωριακή αμοιβή, κατά μέσο όρο, όπου 928,50 = 7.243,16 ετήσια υπερωριακή αμοιβή : 234 ημέρες συνολικής εργασίας Χ 30) + 81,74 (ποσοστά επί των πωλήσεων των μπαρ και κυλικείων, κατά μέσο όρο) + 194,10 (αμοιβή για έκτακτα δρομολόγια, κατά μέσο όρο, όπου 194,10 = 1.515,66 ετήσια αμοιβή για έκτακτα δρομολόγια : 234 ημέρες συνολικής εργασίας Χ 30)] + 275,15 (αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων, όπου 275,15 = 3.301,91 μηνιαίες αποδοχές : 12 μήνες) + 137,57 (αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα, όπου 137,57 = 3.301,91 : 2 = 1.650,95 : 12)], δικαιούτο, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 1.857,31 ευρώ (1.857,31 = 3.714,63 : 2). Τέλος, αποδείχτηκε ότι, στις 21-08-2014, κατά την εκτέλεση της εργασίας της, η ενάγουσα υπέστη ατύχημα, και συγκεκριμένα θλαστικό τραύμα, στον παράμεσο του αριστερού χεριού, που είχε ως συνέπεια την πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητά της για εργασία μέχρι και τις 05-09-2014. Ένεκα αυτού, η ενάγουσα κατέστη δικαιούχος αποζημίωσης, ημερήσιας, ίσης προς το ήμισυ των πάσης φύσης αποδοχών της, κατά το χρόνο του ατυχήματος (άρθ. 3 παρ. 3 του ν. 551/1915). Ενόψει του ότι οι αποδοχές της, κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο (21-08-2014), ανέρχονταν στο ποσό των 3.507,71 ευρώ, ποσό το οποίο δεν αμφισβητείται, ειδικώς, από την εναγομένη και συνεπώς συνομολογείται (άρθ. 261 ΚΠολΔ), και το ήμισυ αυτών στο ποσό των 1.753,85 (1.753,85 = 3.507,71 : 2), η ημερήσια αποζημίωση ανερχόταν στο ποσό των 58,46 ευρώ (58,46 = 1,753,85 :30), και άρα η συνολική αποζημίωση των 14 ημερών πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητάς της προς εργασία (από 21-08-2014 μέχρι 05-09-2014), στο ποσό των 818,44 ευρώ (818,44 = 58,46 ημερήσια αποζημίωση Χ 14 ημέρες). Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη της κατέβαλε  το ποσό των 583,16 ευρώ, και συνεπώς της οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 235,28 ευρώ (235,28 = 818,44 – 583,16). Με βάση τα προαναφερθέντα, η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα, για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 8.364,71 ευρώ (8.364,71 = 3.975,46 + 544,12 + 819,22 + 933,32 + 1.857,31 + 235,28). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως βάσιμη στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 8.364,71 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής, δηλαδή από 19-11-2017 (επομένη της ημεροχρονολογίας απόλυσης), μέχρι την εξόφληση, με εξαίρεση: α) το ποσό των 933,32 ευρώ, που αντιστοιχεί στο επίδομα εορτών Χριστουγέννων, το οποίο πρέπει να καταβληθεί νομιμότοκα από 01-01-2018 [άρθ. 11 της υπ’ αριθ 70109/8008/14-12-1981 ΥΑ (ΦΕΚ 1Β’/07-01-1982)], μέχρι την εξόφληση, και β) το ποσό των 1.857,31 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αποζημίωση απόλυσης, το οποίο πρέπει να καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, δοθέντος ότι η αποζημίωση απόλυσης δε θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται, ως προς αυτή, δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος αρχίζει από την όχληση (ΜΕφΠειρ 19/2016 ΤΝΠΝΟΜΟΣ), η οποία (όχληση), εν προκειμένω, δεν αποδείχτηκε ότι έλαβε χώρα πριν από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω, η απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη πρέπει να κηρυχθεί, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά τα αναφερόμενα ειιδκότερα στο διατακτικό, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ, αλλά και διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση είναι δυνατό να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα που νίκησε εν μέρει (άρθ. 908 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ). Τέλος, η εναγομένη, λόγω της εν μέρει ήττας της, πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, που αντιστοιχεί στην έκταση της ήττας της (άρθ. 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (8.364,71) με το νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, και ειδικότερα για το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, στις

σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι.

            Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ