Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης

3646 /2019

 

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 13228/6566/2017)

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 20η Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Γ. Π.  Ν., κατοίκου Ν. Π. Ν., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Πειραιως Ειρήνης Ανδρουλάκη (Α.Μ. …).

Των εφεσιβλήτων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στις Ν. Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) … οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο και 3) …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρο Αθηνών Ουρανίας Λιακοπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 15-12-2013 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 12473/238/19-12-2013) αγωγή του κατά των εφεσιβλήτων και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 7/2015 οριστική απόφασή του έκανε εν όλω δεκτή την ανωτέρω αγωγή και ήδη ο εκκαλών με την από  15-12-2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 172/20-12-2016) έφεσή του προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 13228/6566/08-12-2017, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 06-03-2018, ότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου Ν. Σ., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο εκκαλών, προκύπτει ότι η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επισπεύδεται με την επιμέλεια του τελευταίου. Προς τούτο, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 06ης-03-2018 επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στον δεύτερο εφεσίβλητο, για τον ίδιο ατομικά και με την ιδιότητά του ως εκπροσώπου, διευθυντή και αντικλήτου της πρώτης εφεσιβλήτου. Κατά τη δικάσιμο εκείνη οι δύο πρώτοι εφεσίβλητοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Κλεοπάτρας Μαυρομάτη και αιτήθηκαν την αναβολή της υπόθεσης, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από τον εκκαλούντα απόσπασμα εκ του πινακίου της 05ης-03-2018 του παρόντος Δικαστηρίου, και, ματά ταύτα, η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφτηκε στο πινάκιο, γεγονός που επέχει θέση κλήτευσης απάντων των διαδίκων (άρ. 226 του ΚΠολΔ). Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο ωστόσο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι δύο πρώτοι εφεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν στο Δικαστήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, και, συνεπώς, πρέπει να δικασθούν ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει, σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 7/2015 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ερήμην των εναγομένων, έχει ασκηθεί από τον εν όλω ηττηθέντα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγοντα κατά των αντιδίκων του (άρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 επ., 621 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτή ισχύει μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015). Από τις διατάξεις των άρθρων 42 και 43 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται αναλογικά δυνάμει του άρθρου 591 παρ.1 ΚΠολΔ και στις ειδικές διαδικασίες, προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί να γίνει αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, οι οποίες έχουν περιουσιακό αντικείμενο με ρητή συμφωνία των διαδίκων. Η συμφωνία αυτή για να είναι έγκυρη πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προκύψουν οι διαφορές. Το έγγραφο που απαιτείται, κατά το άρθρο 43 ΚΠολΔ, για την πιο πάνω συμφωνία είναι συστατικό αυτής και όχι αποδεικτικό, όπως σαφώς προκύπτει από την όλη διατύπωση του άρθρου αυτού και ιδίως τη φράση «είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη» (ΑΠ 706/2003, ΕΝαυτΔ 2003,181, Δνη 2003,1305). Επιπλέον, με βάση τη διάταξη του άρθρου 44 ΚΠολΔ, η συμφωνία παρεκτάσεως, που είναι δικονομική σύμβαση (ΕφΑθ 4467/2010, ΔΕΕ 2011,218 , ΕΠολΔ 2011,358 , ΕΕμπΔ 2011), δημιουργεί αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από την ίδια τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο. Περαιτέρω, η κατά το ισχύον ελληνικό δικονομικό δίκαιο αυτεπάγγελτη έρευνα της κατά τόπον αρμοδιότητας περιορίζεται στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, καθώς και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ως εκ του αντικειμένου της διαφοράς δεν επιτρέπεται παρέκταση της αρμοδιότητας (άρθρο 42§1 ΚΠολΔ). Η απόφαση με την οποία το δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένως αρμοδιότητα κατά τόπον προσβάλλεται μόνο με σχετικό λόγο έφεσης και δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το εφετείο, όπως αντιθέτως συμβαίνει για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Τέλος, από το άρθρο 535§2 ΚΠολΔ που ορίζει ότι «Αν η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται για αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 46. Αν πρόκειται για κατά τόπον αναρμοδιότητα και κριθεί αρμόδιο άλλο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που υπάγεται στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου το οποίο δικάζει την έφεση, αυτό μπορεί ή να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή να την κρατήσει και να τη δικάσει κατ’ ουσίαν», συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι αν κριθεί κατά τόπον αρμόδιο άλλο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δεν υπάγεται στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που δικάζει την έφεση, τούτο παραπέμπει υποχρεωτικά την υπόθεση στο αρμόδιο κατά τόπον πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΕφΠειρ 57/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ). Με τη σύμβαση των Βρυξελών της 27/9/1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία επικυρώθηκε με τον ν. 1814/1988 και άρχισε να ισχύει από 1/4/1989, όταν πρόκειται για υπόθεση που οι διάδικοι κατοικούν ή εδρεύουν σε διάφορα κράτη, το Δικαστήριο κατ’ αρχή θα εξετάσει αν η υπόθεση υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως αυτής και σε καταφατική περίπτωση, θα εξετάσει αν συντρέχει διεθνής δικαιοδοσία του λόγω της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου (άρθρο 2 παρ.1) ή άλλης ειδικής δωσιδικίας εκ των αναφερομένων στα άρθρα 5 έως 15 ή λόγω ρητής παρεκτάσεως κατά το άρθρο 17, το οποίο ορίζει ότι “αν τα μέρη από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία,..”. Οι ρυθμίσεις αυτές τις πιο πάνω Συμβάσεως τροποποιήθηκαν με τη Σύμβαση Ντονόστια – Σαν Σεμπαστιάν της 26/5/1989, η οποία επικυρώθηκε με το ν.2004/1992 και άρχισε να ισχύει από 1/7/1992. Ειδικότερα με τη σύμβαση αυτή προστέθηκε στο άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, 5η παράγραφος, κατά την οποία συμφωνίες διεθνούς δικαιοδοσίας σε θέματα ατομικών συμβάσεων εργασίας παράγουν αποτελέσματα μόνο αν είναι μεταγενέστερες από τη γέννηση της διαφοράς, εφόσον δε είναι προγενέστερες αυτής , μόνο αν κατά τη κρίση του εργαζόμενου είναι ευνοϊκές για τον ίδιο, δηλαδή μόνο αν τις επικαλείται ο ίδιος (ΑΠ 561/ 2001 ΕΝΔ 29.283). Από τις διατάξεις των άρ. 39, 53 και 54 ΚΙΝΔ (ν. 3216/52 – Κώδιξ Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου) προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολογήσεως μέλους του πληρώματος καταρτίζεται μόνο με τον πλοίαρχο, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες του πλοιοκτήτη ή του αντιπροσώπου του, αφορά δε την παροχή της εργασίας του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο, του οποίου το όνομα, η χωρητικότητα και το διεθνές σήμα περιέχονται, μεταξύ άλλων, στη σύμβαση. Για να συντελεστεί όμως η ναυτολόγηση απαιτείται επί πλέον η καταχώρηση της σύμβασης στο ναυτολόγιο του πλοίου και η επιβίβαση του ναυτικού στο πλοίο, συνακόλουθα η ανάληψη υπηρεσίας από το ναυτικό. Και αν δε καταχωρηθεί η σύμβαση στο ναυτολόγιο, αυτή είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάστηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο. Από τη ναυτολόγηση διαστέλλεται η συμφωνία που συνάπτεται πριν από αυτή, μεταξύ του ναυτικού και του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, σχετικά με τη μελλοντική επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο, το οποίο ναυλοχεί στο λιμάνι της πρόσληψης του ναυτικού η σε άλλο, συμφωνείται δε να επιβιβαστεί ο ναυτικός στο πλοίο ή να ταξιδέψει για να το συναντήσει και να ναυτολογηθεί και ο πλοιοκτήτης να τον ναυτολογήσει μέσω του πλοιάρχου. Η συμφωνία αυτή χαρακτηρίζεται προσύμφωνο ή συμφωνητικό προσλήψεως και αποτελεί ιδιότυπη οριστική συμφωνία η οποία, κατά το αρ. 361 ΑΚ, παράγει αποτελέσματα ανάλογα με τη βούληση των συμβαλλομένων (ΑΠ 168/1999 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 762/1978, “περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβαση εργασίας μετά του ναυτικού”, που ορίζει ότι, “εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συναπτών στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν για όλες τις απορρέουσες από τη σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι του ναυτικού. Εάν την ανωτέρω σύμβαση με το ναυτικό συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με τον εργοδότη ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον, για τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα, από του χρόνου της σύναψης της σύμβασης μέχρι του χρόνου της από το ναυτικό άσκησης των εξ αυτής αξιώσεων του, εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό αυτό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα”, προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με το ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνεται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και το φυσικό πρόσωπο που εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο. Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση πρόσληψης του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, και κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα, υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των υπόχρεων που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν απ` αυτήν ή τη σύμβαση ναυτολόγησης που επακολούθησε (ΑΠ 168/1999 ΕΝΑ 27.278, ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124, Εφ Πειρ 922/2009, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 307/2005, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 31.132, ΕφΠειρ 704/ 2002 ΕΝΔ 30.370).

Τέλος κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και αν δεν ορίστηκε τέτοιο εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (βλ. και ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24,124). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1, 6 και 10 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (ν. 1792/88), που ισχύει από 1/4/91, συνάγεται ότι η ενοχική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (αρθ. 3 παρ. 1-4). Στο μέτρο που το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση δεν έχει επιλεγεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (αρθ. 4 παρ. 1-5). Κατά την παρ.1 του άρθρου 6 η επιλογή από τους συμβαλλομένους του εφαρμοστέου δικαίου, προκειμένου για σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που εξασφαλίζουν σ’ αυτόν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν δεν είχε γίνει η επιλογή. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 6, εφόσον παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 , δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση διέπεται : α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης (το οποίο στην περίπτωση της συμβάσεως ναυτολογήσεως είναι το δίκαιο της σημαίας του πλοίου), ακόμη και αν έχει εγκατασταθεί προσωρινά σε άλλη χώρα, ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, αυτές του δικαίου της χώρας που βρίσκεται η εγκατάσταση (δηλαδή η επιχείρηση), που τον προσέλαβε, εκτός εάν και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση της εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης χώρας (ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27.355, Ελ Δνη 41.724, ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25.372, ΑΠ 515/1998 ΕΕΔ 58.646, ΕΝΔ 26.375, ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29.283, ΑΠ 541/2001 ΕΝΔ 29.286). Περαιτέρω όμως το τελευταίο αυτό δίκαιο, που προκρίνεται ως εφαρμοστέο στη σύμβαση εργασίας, πρέπει, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 της ίδιας Σύμβασης. να μη θίγει την εφαρμογή κανόνων δικαίου στη χώρα του δικαστή που δικάζει την υπόθεση, οι οποίοι ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Πρόκειται για τους κανόνες άμεσης εφαρμογής, εκείνων δηλαδή των οποίων η εφαρμογή είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης της Χώρας (βλ. σχετ. ΑΠ 561/2001 ο.π., ΑΠ 541/2001 ο.π., ΕΠ 3/1998 ΕΝΔ 26.470, ΕΠ 520/1993 ΕΝΔ 21.432, και εκεί σημειούμενη νμλγ). Διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, σύμφωνα με άρθρο 3 παρ. 3 της ίδιας Σύμβασης θεωρούνται εκείνες από τις οποίες το δίκαιο της χώρας στην οποία ισχύουν δεν επιτρέπει παρέκκλιση (ΑΠ 541/2001 ο.π. ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25.372, ΑΠ 515/1998 ΕΝΔ 26.375, ΑΠ 1197/99 ΕΝΔ 27.355). Οι διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αποδοχών των επί μέρους κατηγοριών εργαζομένων είναι αναγκαστικού δικαίου και έχουν εφαρμογή όταν βάσει των πιο πάνω διατάξεων είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο (ΑΠ ολ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 668/1985 ΕΝΔ 14.76 ΕΠ 520/1993 ΕΝΔ 21.431, ΕΠ 667/1997,1254/1997 αδημ. Σχετικά με την εφαρμογή των ελληνικών ΣΣΝΕ και επί αλλοδαπών ναυτικών βλ. ΑΠ ολ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 668/1985 ΕΝΔ 14.76). Δεν είναι όμως οι διατάξεις αυτές αναγκαστικής εφαρμογής με την έννοια του άρθρου 7 παρ. 2 της άνω Διεθνούς Συμβάσεως (ΑΠ 561/2001, ΑΠ 541/2001 ό.π.).Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 15-12-2013 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 12473/238/19-12-2013) αγωγή που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθετε ότι με προσύμφωνο ναυτολογήσεως που καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ του ιδίου και του δευτέρου εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου, ως εκπροσώπου και αντικλήτου της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα, η οποία έχει τυπικά την έδρα της στις Ν. Μ. και της οποίας η τρίτη εναγομένη τυγχάνει εκπρόσωπος κατά τις διατάξεις του Ν. 762/1978, ναυτολογήθηκε στις 10-04-2013 στη Κύπρο για αόριστο χρόνο με την ειδικότητα του χειριστή μηχανής, επί του υπό σημαία .. φορτηγού πλοίου … πρώην …» … ν.β. από 2501 εως 4500 τόνων DW με κλειστό μισθό 3.000 ευρώ και λοιπά επιδόματα και όρους σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας πληρωμάτων μεσογειακών φορτηγών πλοίων. Ότι στο ως άνω πλοίο υπηρέτησε μέχρι τις 31-08-2013, ότε και απολύθηκε από το λιμάνι της πόλης Χόπα Τουρκίας λόγω κσταγγελίας της συμβάσεώς του ένεκα βαρείας παραβάσεως των καθηκόντων του πλοιάρχου, η οποία συνίστατο στη μη εξόφληση των δεδουλευμένων μισθών του. Κατόπιν τούτων, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν με απόφαση προσωρινά εκτελεστή το συνολικό ποσό των 16.900 ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς και αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της απολύσεώς του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κυρίως μεν με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση εργασίας, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και να καταδικασθούν αυτοί στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη 7/2015 απόφασή του επί της αγωγής αυτής, που εκδόθηκε ερήμην των εναγομένων, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγομένη και απέρριψε αυτήν ως μη νόμιμη ως προς την τρίτη εναγομένη και ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων και ήδη εκκαλών παραπονείται για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των απορείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε να γίνει δεκτή η από 15-12-2013 αγωγή του και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών σε βάρος των εφεσίβλητων. Η τρίτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίζεται ότι αποκλειστικά αρμόδια για όποια τυχόν διαφορά προέκυπτε από τις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο είναι το Ειρηνοδικείο Βόλου κατ’εφαρμογή των άρθρων 22 ΚΠολΔ και 664 ΚΠολΔ, διότι η ίδια και ο δεύτερος εξ αυτών (εφεσιβλήτων) είναι κάτοικοι Βόλου, η εργασία αλλά και η απόλυσή του έλαβαν χώρα στην Χόπα της Τουρκίας και ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι η σύμβαση εργασίας του εκκαλούντος καταρτίσθηκε στον Πειραιά, όπως ισχυρίστηκε ο τελευταίος. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος αποτελεί δικονομική ένσταση, νομίμως προβάλλεται από την τρίτη εναγομένη – εφεσίβλητη το πρώτον στο παρόν Δικαστήριο, αφού αυτή πρωτοδίκως δικάσθηκε ερήμην, και πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν. Από τη συνεκτίμηση της ένορκης εξέτασης της μάρτυρος του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη εκκαλών συνήψε με τον δεύτερο εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο, που ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναομένης – εφεσίβλητης έγκυρη σύμβαση εργασίας ναυτολογήσεως αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε προφορικά με προσύμφωνο ναυτολογήσεως, δυνάμει του οποίου προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στην Κύπρο στις 10-04-2013 ως χειριστής μηχανής του πλοίου … πρώην …» με … ν.β. από 2501 εως 4500 τόνων DW με κλειστό μισθό 3.000 ευρώ και κατά τα λοιπά σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών φορτηγών πλοίων για πλοία από 2501 εως 4500 τόνων DW (ΥΑ 3525.1.4./01/2011 ΦΕΚ 127/9-2-2011) χωρητικότητας 1547. Στο ως άνω πλοίο υπηρέτησε ο ενάγων μέχρι τις 31-08-2013, ότε και απολύθηκε από το λιμάνι της πόλης Χόπα Τουρκίας λόγω κσταγγελίας της συμβάσεώς του, ένεκα βαρείας παραβάσεως των καθηκόντων του πλοιάρχου, η οποία συνίστατο στη μη εξόφληση των δεδουλευμένων μισθών του. Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη εταιρεία, ναι μεν εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στις Ν. Μ. πλήν όμως εκπροσωπείται στην Ελλάδα από  την εταιρία με την επωνυμία …», που εδρεύει  Β. αλλά έχει και εγκατάσταση – γραφεία  και στον ……. στην οδό … όπως προκύπτει από το προσκομισθέν εκ μέρους του εκκαλούντος σχετ. 6 πιστοποιητικό του Ελληνικού Νηογνώμονα, το πλοίο είναι ελληνικών συμφερόντων, αφού προηγούμενη πλοιοκτήτριά του είναι η ήδη εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από το προσκομισθέν εκ μέρους του εκκαλούντος σχετ. 7 και έφερε ελληνική σημαία. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κρίνοντας απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη, για τον λόγο ότι η επίδοση της αγωγής και η κλήση προς συζήτηση αυτής δεν έλαβε χώρα προς τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων – εκπροσώπων αυτής δύο φορές, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 126 παρ. 1 στοιχ. δ`, 127 παρ. 1, 129 και 139 παρ. 1 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι, στην περίπτωση επίδοσης δικογράφων σε νομικό πρόσωπο, πρέπει το έγγραφο να εγχειρίζεται στον κατά νόμο ή το καταστατικό του νόμιμο εκπρόσωπο αυτού, το ονοματεπώνυμο του οποίου είναι απαραίτητο και να αναγράφεται στη συντασσομένη από το δικαστικό επιμελητή έκθεση επίδοσης. Στην προκειμένη δε περίπτωση, στην έκθεση επίδοσης της ένδικης αγωγής αναγράφηκε το ονοματεπώνυμο των δευτέρου και τρίτης των εναγομένων με την ειδικότερη μνεία ότι η επίδοση της αγωγής λαμβάνει χώρα για τους ίδιους ατομικά και υπό την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης, μη απαιτούμενης ως εκ τούτου της επίδοσης επιπλέον εγγράφου. Πρέπει επομένως, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου έφεσης, ως κατ’ ουσίαν βάσιμου, να γίνει δεκτή η έφεση και κατά το ουσιαστικό της μέρος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη και να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο προκειμένου να εκδικασθεί η αγωγή. Ομοίως η προβαλλόμενη από τους εναγομένους – εφεσίβλητους ένσταση κατά τόπον αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου Πειραιώς προς εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, καθώς, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 22, 25 παρ .2, 33, και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, 51 παρ.1 του ν. 2172/1993), αρμόδια, είναι τα ελληνικά δικαστήρια (άρθρο 2 παρ. 1), και συγκεκριμένα τα οριζόμενα κατά τόπο αρμόδια δικαστήρια κατά τη δικονομία του δικάζοντος δικαστή (άρθρο 15), τα οποία είναι τα πολιτικά καθ’ ύλην αρμόδια δικαστήρια του Πειραιά, ως δικαστήρια του τόπου καταρτίσεως της ενδίκου συμβάσεως ναυτικής εργασίας τα οποία έχουν και διεθνή δικαιοδοσία (3 παρ. 1 ΚΠολΔ- βλ. σχετ. και Α. Αλυκάτορα, Εφαρμοστέο Δίκαιο και Διεθνής Δικαιοδοσία στη σύμβαση ναυτολογήσεως υπό τις κοινοτικές συμβάσεις της Ρώμης 1980, των Βρυξελλών 1968 κλπ” εις ΕΝΔ 24.1 επ. ιδία σε. 10). Διαφορετικός τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας δεν αποδείχθηκε. Επομένως, ο Πειραιάς, ως τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας (άρθρο 33 ΚΠολΔ) θεμελιώνει κατά τόπον αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Σημειωτέον εξάλλου ότι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο παρέχει επαρκή προστασία στον εργαζόμενο, ως το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη, έναντι συμφωνίας παρέκτασης – που σε κάθε περίπτωση δεν απεδείχθη εν προκειμέω ότι υπήρξε μεταξύ των διαδίκων – με την οποία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης λόγω ανάγκης ή απειρίας του και είναι υποχρεωμένος να διεξαγάγει το δικαστικό αγώνα σε δικαστήριο κατά τόπο αναρμόδιο με δυσμενείς όρους (αδυναμία εξεύρεσης κατάλληλου πληρεξουσίου δικηγόρου και μαρτύρων), με αποτέλεσμα να στερείται των νομίμων δικαιωμάτων του. Η συμφωνία αυτή δύναται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 του ΑΚ, να κριθεί άκυρη ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη (βλ. ΕφΠατρ 216/1995, Δνη 1996,1616). Περαιτέρω, με το εκτεθέν περιεχόμενο η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ) τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 656, 669 ΑΚ, 53, 54, 57 παρ. 2, 60, 74, 75 ΚΙΝΔ, 1 παρ. 1 και 2 Ν. 762/1978, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις της ισχύουσας στον επίδικο χρόνο ΣΣΝΕ έτους 2010 για τα πληρώματα των Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων για πλοία από 2501-4500 TDW, που κυρώθηκε με την 3525.1.4./01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ τ. Β 127/9.2.2011), απορριπτομένης ωστόσο ως μη νόμιμης της επικουρικής της βάσης που στηρίζεται στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (904 επ. ΑΚ), για το λόγο ότι, λόγω της επικουρικής φύσης της αγωγής αδικαιολογήτου πλουτισμού, η τελευταία παρέχεται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, ο δε ενάγων δεν επικαλείται ότι για κάποιο λόγο ελλείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της αξίωσής του από τη σύμβαση εργασίας έτσι ώστε να μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ., λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) είναι το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον δεν έχει γίνει εν προκειμένω επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη, και, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2β, σε συνδ. με τα άρθρα 3 και 4 της Κοινοτικής Σύμβασης της Ρώμης (που κυρώθηκε με τον Ν. 1792.1988 και διέπει τις συμβατικές ενοχές, αποτελεί δε εσωτερικό δίκαιο κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, από την 01.04.1991), η οποία τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως εκ του χρόνου κατάρτισης της προκείμενης σύμβασης ναυτικής εργασίας, η Ελλάδα είναι η χώρα στην οποία ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο και η Ελλάδα είναι η χώρα με την οποία, από το σύνολο των περιστάσεων, προκύπτει ότι συνδέεται στενότερα η σύμβαση, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχτηκε ότι κατά τον χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος – εκκαλούντος την 31η-08-2013, οφειλόταν στον τελευταίο ποσό 14.400 ευρώ, καθώς εργάσθηκε για 144 ημέρες έναντι κλειστού μηνιαίου μισθού 3.000 ευρώ, έναντι δε αυτού έλαβε μόνο το ποσό των 500 ευρώ, του οφείλεται επομένως ποσό 13.900 ευρώ, τα οποία δεν του καταβλήθηκαν. Για τον λόγο αυτό, που συνιστά σοβαρή παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου έναντι του ενάγοντος, ο τελευταίος αναγκάστηκε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας. Συνεπεία της καταγγελίας αυτής που έλαβε χώρα στην Χόπα της Τουρκίας, ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, κατά τα άρθρα 75, 76 και 77 ΚΙΝΔ, η οποία ισούται με τον μισθό 30 ημερών και υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα με καθεστώς πλήρους απασχόλησης στο ποσό των 3.000 ευρώ. Συνολικά επομένως θα πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα το ποσό των (13.900 +3.000 =) 16.900 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο δεύτερος και τρίτη των εναγομένων τυγχάνουν από κοινού διευθυντές κι εκπρόσωποι (directors) της πρώτης εναγομένης, όπως προκύπτει από το από 04-03-2011 πρακτικό οργανωτικής συνέλευσς της πρώτης εναγομένης, ο πρώτος δε εξ αυτών την εκπροσώπησε κατά την πρόσληψη του ενάγοντος, ευθύνονται επομένως αμφότεροι εις ολόκληρον με αυτήν έναντι του ενάγοτνος, κατά τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού της τρίτης εναγομένης – εφεσίβλητης  περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης στο πρόσωπό της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, η μεν πρώτη ως πλοικτήτρια – εργοδότρια, οι δε λοιποί ως εκπρόσωποί της, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.900 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την 31η-08-2013, ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του. Τέλος πρέπει να επιβληθεούν σε βάρος των εναγομένων – εφεσίβλητων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της ήττας τους και κατά παραδοχήν σχετικού νομίμου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 183, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της πρώτης και του δεύτερου των εφεσίβλητων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί της αγωγής.

Δέχεται αυτήν.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εννιακοσίων (16.900) ευρώ, νομιμοτόκως από την 31η-08-2013.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

 

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις         11-2019.

 

            Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ