Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης    3685/2019

(αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου αγωγής: 13039/5874/17-12-2018)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

 

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Παρασκευή Χρυσοχόου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Mαρίνα Γρηγοριάδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Δ. Γ.  Χ., κατοίκου … με ΑΦΜ … ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αργυρίου Δήμοβιτς (ΔΣΠειραιώς, …).

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Θεοδώρου Σιούφα (ΔΣΑθηνών, …), και 2) Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στην …), και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Σταμούλη (ΔΣΠειραιώς, …).

Ο ενάγων με την από 17-12-2018 αγωγή του κατά των εναγομένων, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: 13039/5874/17-12-2018), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, αρχικά, για τη δικάσιμο της 05-02-2019, και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητεί να γίνει αυτή δεκτή, για τους αναφερόμενους λόγους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Επομένως, δεν είναι, κατά νόμο, δυνατή η σύγχρονη επί του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθ. 105 – 106 ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κλπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί, και ασκεί, για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη Λιμενική Αρχή του τόπου νηολόγησης, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δε γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και μπορεί να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο. Είναι δε ζήτημα πραγματικό, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος  Εξάλλου, από το συνδυασμό των ίδιων ως άνω διατάξεων των άρθ. 84, 105, 106 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρο ενοχή (άρθ. 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται, εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων του. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρο ενοχή), αφού ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, ο δε δανειστής του εφοπλιστή μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου προκειμένου να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, ενώ είναι υποχρεωμένος να δεχθεί μόνο την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 EΝαυτΔ 2011.314, ΕφΠειρ 603/2015 ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθ. 1 παρ. 1 του α.ν. 3276/1994, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθ. 8 της υπ’ αριθ. 21/1945 Συντακτικής Πράξης (ΦΕΚ 172Α’/06.07.1943), ορίζεται ότι: “Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει”. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθ. 5 παρ. 1 του ίδιου α.ν. ορίζεται ότι: “Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι: 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσίευσης στην ΕτΚ, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής σύμβασης, που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’ αυτούς από την κύρωση, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο έναρξης της ισχύος της προγενέστερο, καθόσον η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα, όμως, διάταξη του άρθ. 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους “κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν”, δε συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτήν, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκταση και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης και 3) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους (ΑΠ 1905/1987 ΕλλΔνη 1988.1387, ΕφΠειρ 285/2015 ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 603/2015 ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, νόμιμος μισθός χαρακτηρίζεται αυτός που προβλέπεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική ή υπουργική απόφαση και αποτελεί τα κατώτατα όρια αποδοχών που υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλει στους εργαζόμενους, συμπεριλαμβάνονται δε, σ’ αυτόν, τόσο ο βασικός μισθός όσο και τα διάφορα επιδόματα, τα οποία επίσης προβλέπονται από τη συλλογική σύμβαση εργασίας, τη διαιτητική ή την υπουργική απόφαση. Ακολούθως, ως συμβατικός μισθός χαρακτηρίζεται αυτός που έχει καθορισθεί από τη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, στην ατομική σύμβαση εργασίας, γραπτώς ή προφορικώς, είναι, δε, πάντοτε μεγαλύτερος από το νόμιμο, δεδομένου ότι το αντίθετο απαγορεύεται από το νόμο (άρθ. 680 ΑΚ, σε συνδ. με άρθ. 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990, ΜΠρΑθ 449/2019 ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 216 παρ. 1 και 53 ΚΙΝΔ προκύπτει, ότι στοιχεία της βάσης της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, είναι η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει, ενώ δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο αυτής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, διότι, όταν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού, το είδος των καθηκόντων του και των εργασιών που εκτελεί, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον, βεβαίως, δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Ομοίως, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, ο χρόνος από τον οποίο αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝαυτΔ 2004,114, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝαυτΔ 2002.437, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝαυτΔ 2001.447). Εξάλλου, οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος ναυτικού, στο πλοίο, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται, εκ των πραγμάτων, σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 57 παρ. 1 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 200/2016 ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του, όπως νόμιμα και παραδεκτά διόρθωσε αυτή, δοθέντος ότι δε μεταβλήθηκε η βάση αυτής (άρθ. 224 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της 2ης των εναγομένων, ότι δυνάμει (τριών) διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, μεταξύ αυτού και της 2ης εναγομένης, που είχε τον εφοπλισμό του αναλυτικά περιγραφόμενου, υπό ελληνική σημαία, πλοίου, κυριότητας της 1ης των εναγομένων, ναυτολογήθηκε στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του Υποπλοίαρχου, αντί του νόμιμου μηνιαίου μισθού, προσδιοριζόμενου με βάση την ισχύουσα ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείου Εσωτερικού. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, προσέφερε τις υπηρεσίες του μέχρι και τις 14-03-2018, οπότε η σύμβαση ναυτολόγησης λύθηκε, λόγω απόλυσης «με αμοιβαία συναίνεση» (αποναυτολόγηση). Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, παρείχε τις υπηρεσίες του, επί 19 ώρες ημερησίως και επί 17 ώρες κατά τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Ότι, η εναγομένη του κατέβαλε μέρος μόνο από το ποσό που του όφειλε για την υπερωριακή του εργασία, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα, και ότι του οφείλει, ως διαφορά, για το χρονικό διάστημα από 23-10-2016 μέχρι 08-09-2017, το ποσό των 32.729,59 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 17-09-2017 μέχρι 23-12-2017, το ποσό των 14.660,34 ευρώ, και για το χρονικό διάστημα από 01-02-2018 μέχρι 14-03-2018, το ποσό των 6.208,85 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 53.598,78 ευρώ (53.598,78 = 32.729,59 + 14.660,34 + 6.208,85). Με βάση αυτά τα πραγματικά, έχοντας ως κύρια βάση της αγωγής του τη ναυτική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, επικουρικά δε, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητεί, μετά από νόμιμο και παραδεκτό, κατ’ άρθ. 223 ΚΠΔ, μερικό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος (τροπή, εν μέρει, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρο, το ποσό των 20.000 ευρώ, καθώς και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρο, το υπόλοιπο ποσό των 33.598,78 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 15-03-2014 (επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης) μέχρι την  επίδοση της αγωγής και με το νόμιμο τόκο επιδικίας τόκος από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, ότι, δηλαδή, ο κατά τα ανωτέρω μερικός περιορισμός καθιστά την αγωγή αόριστη, και συνεπώς απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον, εν προκειμένω, τα περισσότερα αγωγικά κονδύλια έχουν την ίδια γενεσιουργό αιτία (υπερωρία), η καταβολή τους αιτείται από το ίδιο, συγκεκριμένο, χρονικό σημείο (την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης), η δε εν μέρει τροπή του αιτήματος, αφορά το σύνολο αυτών, και ως εκ τούτου δεν προκαλείται αοριστία. Ακολούθως, ο ενάγων, επιπροσθέτως, ζητεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2, 33 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθ. 51 παρ. 2 και 3 στοιχ. Α’ ν. 2172/1993), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθ. 614 παρ. 3 στοιχ. α’, 621 επ. ΚΠολΔ). Είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της 2ης των εναγομένων, διότι περιέχει όλα τα στοιχεία, όπως εκτέθηκαν αναλυτικά στην οικεία θέση της νομικής σκέψης, και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις, καθώς και σε εκείνες των άρθ. 53, 54, 72 και 82 ΚΙΝΔ, άρθ. 648, 653, 655, 659, 340, 341, 345 και 346 ΑΚ, άρθ. 70, 907, 908 παρ. 1 στοιχ. ε’ και 176 ΚΠολΔ, με εξαίρεση, την επικουρική της βάση, η οποία τυγχάνει μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα, για το λόγο ότι η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως επικουρικής φύσης, δε συγχωρείται, έστω και επικουρικώς (δικονομικά) ασκούμενη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται και η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, όπως εν προκειμένω, δοθέντος ότι δε γίνεται καμία αναφορά σε τυχόν ακυρότητα της σύμβασης (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.44). Επίσης, μη νόμιμο και συνεπώς απορριπτέο τυγχάνει και το παρεπόμενο αίτημα κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά το μερικό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, και κατά το μέρος του αναγνωριστικού σκέλους, διότι δε νοείται προσωρινή εκτελεστότητα σε αναγνωριστική απόφαση, η ενέργεια της οποίας εξαντλείται στο δεδικασμένο (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝομ 1993.63). Ακολούθως, καθ’ ο μέρος η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, και δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αντικείμενο δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο, επί περιουσιακών -εργατικών διαφορών, όριο της καθ’ ύλη αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, δηλαδή το ποσό των 20.000 ευρώ (άρθ. 71 ΕισΝΚΠολΔ σε συνδ. με άρθ. 14 παρ. 1 ΚΠολΔ),  πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται “κλειστός” και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθ. 361 ΑΚ), υπό την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αμοιβές, που προβλέπονται στη συλλογική σύμβαση εργασίας, δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό μισθό» που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο εν λόγω μισθός δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία, κατά το μέρος αυτό, δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται της διαφοράς. Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις από την παροχή πρόσθετης (υπερωριακής) απασχόλησης του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθ. 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, με την οποία προβλέπεται, στη χερσαία εργασία, η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017 ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι ο ενάγων ουδέποτε απασχολήθηκε πέραν του νόμιμου ωραρίου των 8 ωρών ημερησίως. Ακολούθως, επικουρικά, η 2η από αυτούς ισχυρίζεται, κατά τη δέουσα εκτίμηση του ισχυρισμού της, ότι κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος, συμφωνήθηκε μεταξύ τους, η καταβολή «κλειστού μισθού», ποσού 2.800 ευρώ, ότι, κατά το ίδιο ως άνω το χρονικό σημείο δεν υπήρχε συλλογική σύμβαση εργασίας, εν ισχύ, από την οποία να προκύπτει ότι το προαναφερόμενο συμφωνηθέν ποσό υπολειπόταν του νομίμου, και ότι ως εκ τούτου η ανωτέρω συμφωνία δεν πάσχει ακυρότητας, ότι, πέραν του ανωτέρω ποσού, καταβλήθηκε στον ενάγοντα, εξ ελευθεριότητας, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2017 μέχρι 14-03-2018, επιπλέον και το ποσό των 69.402,62 ευρώ, και ότι ως εκ τούτου, έχει εξοφληθεί. Το ότι έχει εξοφληθεί ο ενάγων, με την καταβολή, πέραν του συμφωνηθέντος μισθού, και του ανωτέρω ποσού των 69.402,62 ευρώ, ισχυρίζεται και η 1η των εναγομένων. Τέλος, η 1η από τους εναγομένους προτείνει την ένσταση κατάχρησης του δικαιώματος του ενάγοντος, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο πλοίο, τρεις φορές, με τρεις ανεξάρτητες συμβάσεις, η λύση των οποίων πραγματοποιούνταν, κάθε φορά ενώπιον της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής, χωρίς να διαμαρτυρηθεί πότε, ούτε στην ίδια, αλλά ούτε και στην αρμόδια Λιμενική Αρχή, για μη καταβολή δεδουλευμένων, και χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, από μέρους του, κατά την υπογραφή των μηνιαίων αποδείξεων αποδοχών, συμπεριφορά που της δημιούργησε, εύλογα, την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να εγείρει οποιαδήποτε αξίωση κατ’ αυτής, η δε τυχόν ικανοποίηση της εν λόγω αξίωσής του θα της προξενήσει τεράστια οικονομική ζημία, καθόσον το επίδικο πλοίο είναι το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο και, μάλιστα, από 09-03-2018 τυγχάνει παροπλισμένο, λόγω βλάβης, με εκτιμώμενο κόστος αποκατάστασης ανερχόμενο στο ποσό των 1.000.000 ευρώ. Η ανωτέρω ένσταση εξόφλησης, και κατά τα δύο σκέλη της, τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις, καθώς και σε εκείνη του άρθ. 416 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Όσον αφορά, περαιτέρω, την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, αυτή κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, ακόμη και αν θεωρηθούν αληθινά, δε στοιχειοθετούν κατάχρηση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθ. 281 ΑΚ (ΑΠ 1216/1983 ΔΕΝ 42.561, ΕφΠειρ 892/2002 ΠειρΝομ 2002.479).

Aπό τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και άλλα ως δικαστικά τεκμήρια, συνεκτιμώμενα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, από τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον του συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ερμάνου Ζαμπάτη, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων και οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση, κατ’ άρθ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, των αντιδίκων του – εναγομένων (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών των Πρωτοδικείων Ζακύνθου και Πειραιώς, αντίστοιχα, Κ. Κ.  Ν. Τ.), καθώς και από τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον των συμβολαιογράφων Ζακύνθου και Αργοστολίου, αντίστοιχα, Δ. Γ.   Κ., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η 2η των εναγομένων και οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη, κατ’ άρθ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, κλήτευση του αντιδίκου της – ενάγοντος (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ν. Ζ.), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 21-10-2016 άτυπης (προφορικής) σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, μεταξύ του ενάγοντος και της 2ης των εναγομένων, στην οποία ανήκε ο εφοπλισμός του, υπό ελληνική σημαία, πλοίου «… με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, κυριότητας της 1ης των εναγομένων, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, στις 23-10-2016, στο προπεριγραφόμενο πλοίο, με την ειδικότητα του Υποπλοίαρχου, αντί του μηνιαίου μισθού, προσδιοριζόμενου από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείου Εσωτερικού (βλ. σχετ. τις από 01-11-2016, 01-12-2016, 01-01-2017, 01-02-2017, 01-03-2017, 01-04-2017, 01-05-2017, 01-07-2017, 01-08-2017, 01-09-2017, 01-10-2017, 01-11-2017, 01-12-2017, 01-02-2018 και 01-03-2018 προσύμφωνα μηνιαίων συμβάσεων ναυτολόγησης). Η ανωτέρω σύμβαση διήρκησε μέχρι τις 08-09-2017, οπότε και λύθηκε λόγω απόλυσης, «με αμοιβαία συναίνεση» (αποναυτολόγηση). Δυνάμει της από 15-09-2017 νέας σύμβασης, υπό τους ίδιους ως άνω όρους και συμφωνίες, ο ενάγων, στις 17-09-2017, ναυτολογήθηκε, εκ νέου. Η σύμβαση αυτή διήρκησε μέχρι τις 23-12-2017, οπότε και λύθηκε λόγω απόλυσης, «με αμοιβαία συναίνεση» (αποναυτολόγηση). Εν συνεχεία, δυνάμει της από 30-01-2018 νέας σύμβασης, υπό τους ίδιους ως άνω όρους και συμφωνίες, ο ενάγων, την 01-02-2018, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, εκ νέου. Η σύμβαση αυτή διήρκησε μέχρι τις 14-03-2018, οπότε και λύθηκε λόγω απόλυσης, «με αμοιβαία συναίνεση» (αποναυτολόγηση). Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, το πλοίο ήταν δρομολογημένο στη γραμμή «ΚΥΛΛΗΝΗ – ΖΑΚΥΝΘΟΣ», και εκτελούσε τα εξής, εγκεκριμένα από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κυκλικά δρομολόγια: Α. Κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2017 μέχρι 31-10-2017: α) τις καθημερινές, 4 δρομολόγια, με επιστροφή, Ζάκυνθος – Κυλλήνη, ημερησίως, από ώρα 05:30 μέχρι ώρα 21:15, β) τα Σάββατα, 3 δρομολόγια, με επιστροφή, Ζάκυνθος – Κυλλήνη, από ώρα 05:30 μέχρι ώρα 17:30 και γ) τις Κυριακές – αργίες: 3 δρομολόγια, με επιστροφή, Ζάκυνθος – Κυλλήνη, από ώρα 09:15 μέχρι ώρα 21:15 και Β. Κατά το χρονικό διάστημα από 01-11-2017 μέχρι 14-03-2018: α) τις καθημερινές, 3 δρομολόγια, με επιστροφή, Ζάκυνθος – Κυλλήνη και 1 δρομολόγιο, με επιστροφή, Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλλονιάς, ημερησίως, από ώρα 05:00 μέχρι ώρα 21:15, β) τα Σάββατα, 2 δρομολόγια, με επιστροφή, Ζάκυνθος – Κυλλήνη και 1 δρομολόγιο, με επιστροφή, Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλλονιάς, από ώρα 05:00 μέχρι ώρα 18:45 και γ) τις Κυριακές – αργίες: 3 δρομολόγια, με επιστροφή, Ζάκυνθος – Κυλλήνη και 1 δρομολόγιο, με επιστροφή, Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλλονιάς, από ώρα 06:45 μέχρι ώρα 21:15. Δηλαδή εκτελούσε δρομολόγια, η διάρκεια των οποίων, υπερέβαινε, ημερησίως, τις 12 ώρες, κατά τις καθημερινές, όχι, όμως και κατά τα Σαββατοκύριακα. Ακολούθως, η εργασία του ενάγοντος, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του, συνίστατο σε δύο τετράωρες φυλακές γέφυρας, και, επίσης, στην επίβλεψη, από την πλώρη, κατά τον κατάπλου και απόπλου, της διαδικασία πρόσδεσης – απόδεσης του πλοίου. Πέραν των ανωτέρω, δεν αποδείχτηκε ότι εκτελούσε οποιαδήποτε άλλη εργασία, κατά τη διάρκεια του δρομολογίου, όπως συμμετοχή στη διαδικασία επιβίβασης – αποβίβασης των επιβατών και των οχημάτων ή επίβλεψη των εργασιών καθαρισμού και προετοιμασίας του πλοίου για κάθε επόμενο δρομολόγιο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, καθόσον οι εργασίες αυτές, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, εκτελούνταν από τα κατώτερα, ιεραρχικά, μέλη του πληρώματος (π.χ. Ανθυποπλοιάρχους). Για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, λαμβανομένων υπόψη της χρονικής διάρκειας των δρομολογίων και οργανικής σύνθεσης του πληρώματος, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων προσέφερε, κατά μέσο όρο, εργασία 12 ωρών, κατά τις καθημερινές και 10 ωρών κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, και όχι εργασία 19 και 17 ωρών, αντίστοιχα, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται. Η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων Θ. Β. και …, που περιέχονται στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίοι προσδιορίζουν τις ώρες εργασίες του ενάγοντος σε 19, κατά τις καθημερινές, και 17, κατά τα Σαββατοκύριακα, καθόσον οι εν λόγω μάρτυρες δεν κρίνονται αξιόπιστοι, ενόψει του ότι οι καταθέσεις τους συνιστούν απλή επανάληψη των αγωγικών ισχυρισμών, χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση των απαιτούμενων ωρών απασχόλησης του ενάγοντος, για κάθε επιμέρους εκτελούμενη από αυτόν εργασία. Δεν αναιρείται, επίσης, ούτε από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες, από τον ενάγοντα, μόνιμες διαταγές του Πλοιάρχου, προς αυτόν, με τις οποίες φέρεται να τον ορίζει υπεύθυνο φόρτωσης (01-12-2016 μόνιμη διαταγή), εχμάσεως και ευστάθειας (Νο 3 μόνιμη διαταγή), υπεύθυνο της επιβίβασης – αποβίβασης, από κοινού με τον Οικονομικό Αξιωματικό (Νο 18 μόνιμη διαταγή), αρμόδιο για την ευπρεπή και ασφαλή ενδυμασία του πληρώματος του γκαράζ και του κατάμπαρου (Νο 27 μόνιμη διαταγή), διότι, από τον τρόπο διατύπωσης αυτών, και κυρίως από τη χρήση των όρων «υπεύθυνο», «αρμόδιο» «υπεύθυνο από κοινού», αποδεικνύεται ότι επρόκειτο για διαταγές που είχαν απλώς και μόνο τυπικό χαρακτήρα και αφορούσαν εργασίες, οι οποίες, στην πράξη, εκτελούνταν από το κατώτερο, ιεραρχικά, πλήρωμα, κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω, κατά τη συμφωνία των μερών, η εργοδότρια, 2η των εναγομένων, είχε την υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα, το νόμιμο μισθό, όπως αυτός θα προσδιοριζόταν, με βάση την ισχύουσα, κάθε φορά, ΣΣΕ Πληρώματος Πορθμείων Εσωτερικού. Ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι είχαν συμφωνήσει στην καταβολή «κλειστού μισθού», κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον αντικρούεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες, από την ίδια, προαναφερόμενες από 01-11-2016, 01-12-2016, 01-01-2017, 01-02-2017, 01-03-2017, 01-04-2017, 01-05-2017, 01-07-2017, 01-08-2017, 01-09-2017, 01-10-2017, 01-11-2017, 01-12-2017, 01-02-2018 και 01-03-2018 έγγραφες μηνιαίες συμβάσεις ναυτολόγησης, σε κάθε από τις οποίες, και, ειδικότερα, στο πεδίο «ΜΙΣΘΟΣ», αναφέρεται ρητά «ΣΥΜΦΩΝΟΣ ΣΣΕ ΠΟΡΘΜΕΙΩΝ». Eξάλλου, οι περιεχόμενες στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις καταθέσεις των μαρτύρων Δ. Γ. και Η. Β., περί «κλειστού μισθού», δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση, διότι οι εν λόγω μάρτυρες εικάζουν, απλώς, περί συμφωνίας «κλειστού μισθού», και αυτό, μόνο και μόνο, επειδή, αυτού του είδους η συμφωνία ίσχυε για τους ίδιους. Ακολούθως, και παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από τον ενάγοντα, κατά την 1η ναυτολόγησή του, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από 23-10-2016 μέχρι 08-09-2017, δεν ήταν σε ισχύ, η από 29-11-2016 ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5/5568/24-01-2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου και δημοσιεύτηκε, στις 09-02-2017, στο υπ’ αριθ. 355Β’ ΦΕΚ, διότι κατά την αποναυτολόγηση του είχε λήξει η ισχύς (συγκεκριμένα είχε λήξει στις 31-01-2017), ενώ δεν εφαρμοζόταν αναδρομικά, δοθέντος ότι ο ενάγων, που έχει το βάρος απόδειξης, δεν επικαλείται στην αγωγή του, ούτε και αποδεικνύει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο ίδιος ήταν μέλος της συμβληθείσας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία», ότι και η εναγομένη, η οποία αρνείται την εφαρμογή της ανωτέρω ΣΣΕ, ήταν, αντίστοιχα μέλος της εργοδοτικής επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία «Ένωση Πορθμείων Εσωτερικού», που συμβλήθηκε κατά τη σύναψή της. Περαιτέρω, αντίστοιχη ΣΣΕ του έτους 2015 δεν είχε υπογραφεί, ενώ η ισχύς της αντίστοιχης ΣΣΕ έτους 2014 είχε λήξει στις 31-01-2015. Ενόψει των προαναφερθέντων, και λαμβανομένου υπόψη ότι η διάταξη του άρθ. 6 παρ. 1 εδ. τελευτ. της ΥΑ 3522.2/08/28-06-2013 (ΦΕΚ 1671Β’/05-07-2013), προβλέπει ότι στην περίπτωση που δεν υφίσταται σε ισχύ συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας, που έχει εφαρμογή, οι όροι και οι συνθήκες ναυτολόγησης του ναυτικού, συμφωνούνται ελεύθερα και καταχωρούνται στη γραπτή σύμβαση, ότι, εν προκειμένω, στα προαναφερόμενα μηνιαία προσύμφωνα ναυτολόγησης, υπάρχει ρητή παραπομπή, αναφορικά με το μισθό, στις ΣΣΕ Πορθμείων Εσωτερικού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στον ενάγοντα καταβαλλόταν ο βασικός μισθός (μισθός ενεργείας ποσού 1.284,46 + Κυριακές ποσού 282,58) το ποσό των 1.567,04 ευρώ, αλλά και όλα τα επιδόματα (συνολικού ποσού 1.011,39 ευρώ) που προβλεπόταν στην από 03-07-2014 ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείου Εσωτερικού έτους 2014, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.6/01/10-09-2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 2500Β’/19-09-2014, οδηγεί στην κρίση, κατ’ εφαρμογή και των διατάξεων των άρθ. 173, 200 και 680 ΑΚ, ότι η αληθινή βούληση των μερών ήταν οι αποδοχές του ενάγοντος, μεταξύ άλλων και για την, κατά τα ανωτέρω, υπερωριακή του εργασία να προσδιορίζονται με βάση την προαναφερόμενη ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείου Εσωτερικού έτους 2014. Ενόψει αυτού, και κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω ΣΣΕ, και, ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 1, 2 και 3 αυτής, ο ενάγων για την πέραν του νόμιμου 8ώρου εργασία του, επιπλέον 4ωρη εργασία του κατά τις καθημερινές (4 = 12 – 8), δικαιούτο, αμοιβή ίση με το 1/173 του μηνιαίου μισθού ενεργείας (ποσού 1.284,46 ευρώ), προσαυξημένο κατά ποσοστό 25%, δηλαδή αμοιβή ίση με το ποσό των 9,28 ευρώ/ώρα, όπως το ποσό περιλαμβάνεται στον κάτωθι του προαναφερόμενου άρθ. 6 «ΠΙΝΑΚΑ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΩΡΟΜΙΣΘΙΩΝ». Ακολούθως, για τη 10ωρη εργασία κατά τα Σάββατα, η οποία θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, καθώς και για την υπερωριακή του εργασία, κατά τις αργίες, που δεν υπερέβαινε, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, τις 4 ώρες, ημερησίως, δικαιούτο, για μεν το πρώτο 4ωρο, αμοιβή ίση με το 1/173 του μηνιαίου μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά ποσοστό 25%, δηλαδή αμοιβή ίση με το ποσό των 9,28 ευρώ/ώρα, για δε τις υπόλοιπες 6 ώρες (6 = 10 – 8), αμοιβή ίση με το ίδιο ως άνω ποσοστό του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά ποσοστό 100%, δηλαδή αμοιβή ίση με το ποσό των 14,85 ευρώ/ώρα (άρθ. 6 παρ. 2β σε συνδ. με 2α και «ΠΙΝΑΚΑ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΩΡΟΜΙΣΘΙΩΝ»). Τέλος, για την υπερωριακή εργασία των 2 ωρών, κατά την Κυριακή (2 = 10 – 8), δοθέντος ότι για τις πρώτες 8 ώρες προβλέπεται και του καταβλήθηκε επίδομα Κυριακής (άρθ. 6 παρ. 3α), ο ενάγων δικαιούτο αμοιβή ίση με το ίδιο ως άνω ποσοστό του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά ποσοστό 100%, δηλαδή αμοιβή ίση με το ποσό των 14,85 ευρώ/ώρα (άρθ. 6 παρ. 3β σε συνδ. «ΠΙΝΑΚΑ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΩΡΟΜΙΣΘΙΩΝ»). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και για την ανωτέρω αιτία, ο ενάγων, για την 1η ναυτολόγησή του (από 23-10-2016 μέχρι 08-09-2017), δικαιούτο: Α. Για τον Ιανουάριο του έτους 2017 (δοθέντος ότι από το μήνα αυτό αιτείται υπερωριακής αμοιβής): α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 19 καθημερινές (δεν πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία την 02/01 και την 03/01), το ποσό των 705,28 ευρώ (705,28 = 19 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 4 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 148,48 ευρώ (148,48 = 4 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 356,40 ευρώ (356,40 = 4 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα),  και συνολικά το ποσό των 504,88 ευρώ (504,88 = 148,48 + 356,40), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 4 Κυριακές, το ποσό των 118,80 ευρώ (118,80 = 4 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), απορριπτομένων ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού του, περί υπερωριακής εργασίας και κατά τις αργίες της 01/01 και της 06/01, και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.328,96 ευρώ (1.328,96 = 705,28 + 148,48 + 356,40 + 118,80). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.107,39 ευρώ (1.107,39 = 1.328,96 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 2.560,07 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ίδιο απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Ιανουαρίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Β. Για το Φεβρουάριο του έτους 2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 19 καθημερινές, το ποσό των 705,28 ευρώ (705,28 = 19 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 4 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 148,48 ευρώ (148,48 = 4 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 356,40 ευρώ (356,40 = 4 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 504,88 ευρώ (504,88 = 148,48 + 356,40), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 3 Κυριακές (δεν πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία την 26/03), το ποσό των 89,10 ευρώ (89,10 = 3 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού του περί υπερωριακής εργασίας και κατά την αργία της 27/02,  και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.299,26 ευρώ (1.299,26 = 705,28 + 504,88 + 89,10). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.077,69 ευρώ (1.077,69 = 1.299,26 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 3.045,02 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Φεβρουαρίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του.

Γ. Για το Μάρτιο του έτους 2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 23 καθημερινές, το ποσό των 853,76 ευρώ (853,76 = 23 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 4 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 148,48 ευρώ (148,48 = 4 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 356,40 ευρώ (356,40 = 4 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 504,88 ευρώ (504,88 = 148,48 + 356,40), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 4 Κυριακές, το ποσό των 118,80 ευρώ (118,80 = 4 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.477,44 ευρώ (1.477,44 = 853,76 + 504,88 + 118,80). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.255,87 ευρώ (1.077,69 = 1.477,44 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 3.157,32 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Μαρτίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Δ. Για τον Απρίλιο του έτους 2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 18 καθημερινές, το ποσό των 668,16 ευρώ (668,16 = 18 ημέρες Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 4 Σάββατα (δεν πραγματοποίησε υπηρεσιακή εργασία την 15/04): i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 148,48 ευρώ (148,48 = 4 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 356,40 ευρώ (356,40 = 4 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 504,88 ευρώ (504,88 = 148,48 + 356,40), γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 4 Κυριακές, το ποσό των 118,80 ευρώ (118,80 = 4 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και δ) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 1 αργία (14/04), το ποσό των 37,12 ευρώ (74,24 = 1 αργίες Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα), απορριπτομένου ως αβάσιμων του ισχυρισμού του περί υπερωριακής εργασίας και κατά τις αργίες της 16/04 και 17/04, και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.328,96 ευρώ (1.328,96 = 668,16 + 504,88 + 118,80 + 37,12). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.107,39 ευρώ (1.107,39 = 1.328,96 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 3.030,17 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Απριλίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Ε. Για το Μάιο του έτους 2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 19 καθημερινές (δοθέντος ότι, λόγω συμμετοχής σε απεργία, δεν εργάστηκε καθόλου στις 16/05, 18/05 και 19/05), το ποσό των 705,28 ευρώ (705,28 = 19 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 4 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 148,48 ευρώ (148,48 = 4 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 356,40 ευρώ (356,40 = 4 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 504,88 ευρώ (504,88 = 148,48 + 356,40), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 4 Κυριακές, το ποσό των 118,80 ευρώ (118,80 = 4 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού του περί υπερωριακής εργασίας και κατά την αργία της 01/05, και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.328,96 ευρώ (1.328,96 = 705,28 + 504,88 + 118,80). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.107,39 ευρώ (1.107,39 = 1.328,96 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 2.503,03 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Μαΐου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. ΣΤ. Για τον Ιούνιο του έτους 2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 21 καθημερινές, το ποσό των 779,52 ευρώ (779,52 = 21 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 4 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 148,48 ευρώ (148,48 = 4 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 356,40 ευρώ (356,40 = 4 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 504,88 ευρώ (504,88 = 148,48 + 356,40), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 4 Κυριακές, το ποσό των 118,80 ευρώ (118,80 = 4 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού του περί υπερωριακής εργασίας και κατά την αργία της 05/06, και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.403,20 ευρώ (1.403,20 = 779,52 + 504,88 + 118,80). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.181,63 ευρώ (1.181,63 = 1.403,20 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 2.898,39 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Ιουνίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Ζ. Για τον Ιούλιο του έτους 2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 21 καθημερινές, το ποσό των 779,52 ευρώ (779,52 = 21 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 5 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 185,60 ευρώ (185,60 = 5 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 445,50 ευρώ (445,50 = 5 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 631,10 ευρώ (631,10 = 185,60 + 445,50), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 5 Κυριακές, το ποσό των 148,50 ευρώ (148,50 = 5 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.559,12 ευρώ (1.559,12 = 779,52 + 631,10 + 148,50). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.337,55 ευρώ (1.337,55 = 1.559,12 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 2.918,81 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Ιουλίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Η. Για τον Αύγουστο του έτους 2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 22 καθημερινές, το ποσό των 816,64 ευρώ (816,64 = 22 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 4 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 148,48 ευρώ (148,48 = 4 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 356,40 ευρώ (356,40 = 4 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 504,88 ευρώ (504,80 = 148,48 + 356,40), γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 4 Κυριακές, το ποσό των 118,80 ευρώ (118,80 = 4 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και δ) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 1 αργία (15/08), το ποσό των 37,12 ευρώ (37,12 = 1 αργίες Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.477,44 ευρώ (1.477,44 = 816,64 + 504,88 + 118,80 + 37,12). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.255,87 ευρώ (1.255,87 = 1.477,44 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 2.967,07 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Αυγούστου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Θ. Για το χρονικό διάστημα από 01-09-2017 μέχρι 08-09-2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 6 καθημερινές, το ποσό των 222,72 ευρώ (222,72 = 6 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 1 Σάββατο: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 37,12 ευρώ (37,12 = 1 Σάββατο Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 89,10 ευρώ (89,10 = 1 Σάββατο Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 126,22 ευρώ (126,22 = 37,12 + 89,10), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 1 Κυριακή, το ποσό των 29,70 ευρώ (29,70 = 1 Κυριακή Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 378,64 ευρώ (378,64 = 222,72 + 126,22 + 29,70). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 59,09 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 319,55 ευρώ (319,55 = 378,64 – 59,09), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 1.686,32 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Σεπτεμβρίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Και συνολικά, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούτο το ποσό των 9.750,33 ευρώ (9.750,33 = 1.107,39 + 1.077,69 + 1.255,87 + 1.107,39 + 1.107,39 + 1.181,63 + 1.337,55 + 1.255,87 + 319,55). Ακολούθως, για την ίδια ως άνω αιτία, ο ενάγων, για τη 2η ναυτολόγησή του (από 17-09-2017 μέχρι 23-12-2017), υπό τους ίδιους ως άνω όρους και συμφωνίες, δικαιούτο: Α. Για το χρονικό διάστημα από 17-09-2017 μέχρι 23-12-2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 10 καθημερινές, το ποσό των 371,20 ευρώ (371,20 = 10 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 2 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 74,24 ευρώ (74,24 = 2 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 178,20 ευρώ (178,20 = 2 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 252,44 ευρώ (252,44 = 74,24 + 178,20), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 2 Κυριακές, το ποσό των 59,40 ευρώ (59,40 = 2 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 683,40 ευρώ (683,40 = 371,20 + 252,44 + 59,40). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 103,40 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 579,64 ευρώ (579,64 = 683,40 – 103,40), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 1.686,32 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Σεπτεμβρίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Β. Για τον Οκτώβριο του έτους 2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 22 καθημερινές, το ποσό των 816,64 ευρώ (816,64 = 22 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 5 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 185,60 ευρώ (185,60 = 5 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 445,50 ευρώ (445,50 = 5 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 631,10 ευρώ (631,10 = 185,60 + 445,50), γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 5 Κυριακές, το ποσό των 148,50 ευρώ (148,50 = 5 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και δ) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 1 αργία (28/10), το ποσό των 37,12 ευρώ (37,12 = 1 αργίες Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.633,36 ευρώ (1.633,36 = 816,64 + 631,10 + 148,50 + 37,12). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.411,79 ευρώ (1.411,79 = 1.633,36 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 2.618,11 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Οκτωβρίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του.

Γ. Για το Νοέμβριο του έτους 2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 22 καθημερινές, το ποσό των 816,64 ευρώ (816,64 = 22 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 3 Σάββατα (δοθέντος ότι, λόγω απαγορευτικού δεν πραγματοποιήθηκε κανένα δρομολόγιο το Σάββατο 18/11): i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 111,36 ευρώ (111,36 = 3 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 267,30 ευρώ (267,30 = 3 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 378,66 ευρώ (378,66 = 111,36 + 267,30), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 4 Κυριακές, το ποσό των 118,80 ευρώ (118,80 = 4 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.314,10 ευρώ (1.314,10 = 816,64 + 378,66 + 118,80). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.092,53 ευρώ (1.092,53 = 1.314,10 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 2.751,75 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Νοεμβρίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Δ. Για το χρονικό διάστημα από 01-12-2017 μέχρι 23-12-2017: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 15 καθημερινές (δοθέντος ότι, λόγω απεργίας, δεν εργάστηκε καθόλου στις 14/11), το ποσό των 556,80 ευρώ (556,80 = 15 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 4 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 148,48 ευρώ (148,48 = 4 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 356,40 ευρώ (356,40 = 4 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 504,88 ευρώ (504,88 = 148,48 + 356,40), γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 3 Κυριακές, το ποσό των 89,10 ευρώ (89,10 = 3 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και δ) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 1 αργία (06/11), το ποσό των 37,12 ευρώ (37,12 = 1 αργίες Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.187,90 ευρώ (1.187,90 = 556,80 + 504,88 + 89,10 + 37,12). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 169,87 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.018,03 ευρώ (1.018,03 = 1.187,90 – 169,87), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 2.233,42 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Δεκεμβρίου 2017, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Και συνολικά, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούτο το ποσό των 4.101,99 ευρώ (4.101,99 = 579,64 + 1.411,79 + 1.092,53 + 1.018,03). Ακολούθως, για την ίδια ως άνω αιτία, ο ενάγων, για την 3η ναυτολόγησή του (από 01-02-2018 μέχρι 14-03-2018), υπό τους ίδιους ως άνω όρους και συμφωνίες, δικαιούτο: Α. Για το Φεβρουάριο του έτους 2018: α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 19 καθημερινές, το ποσό των 705,28 ευρώ (705,28 = 19 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 4 Σάββατα: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 148,48 ευρώ (148,48 = 4 Σάββατα Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 356,40 ευρώ (356,40 = 4 Σάββατα Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 504,88 ευρώ (504,88 = 148,48 + 356,40), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 4 Κυριακές, το ποσό των 118,80 ευρώ (118,80 = 4 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 1.328,96 ευρώ (1.328,96 = 705,28 + 504,88 + 118,80). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 221,57 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 1.107,39 ευρώ (1.107,39 = 1.328,96 – 221,57), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 2.436,20 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών Φεβρουαρίου 2018, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Β. Για το χρονικό διάστημα από 01-03-2018 μέχρι 08-03-2018 (δοθέντος ότι, λόγω μηχανικής βλάβης, από 08/03 μέχρι 14/03, δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια): α) για υπερωριακή εργασία 4 ωρών, για 5 καθημερινές, το ποσό των 185,60 ευρώ (185,60 = 5 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 9,28 ευρώ/ώρα), β) για υπερωριακή εργασία, για 1 Σάββατο: i) για τις 4 πρώτες ώρες, το ποσό των 37,12 ευρώ (37,12 = 1 Σάββατο Χ 4 ώρες Χ 9,28/ώρα) και ii) για τις επόμενες 6 ώρες, το ποσό των 89,10 ευρώ (89,10 = 1 Σάββατο Χ 6 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά το ποσό των 126,22 ευρώ (126,22 = 37,12 + 89,10), και γ) για υπερωριακή εργασία 2 ωρών, για 1 Κυριακή, το ποσό των 29,70 ευρώ (29,70 = 1 Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 14,85 ευρώ/ώρα), και συνολικά, για τον ανωτέρω μήνα, δικαιούται το ποσό των 341,52 ευρώ (341,52 = 185,60 + 126,22 + 29,70). Έναντι του ποσού αυτού, στον ενάγοντα καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 103,40 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 238,12 ευρώ (238,12 = 341,52 – 103,40), απορριπτομένου ως αβάσιμου, στην ουσία του, του ισχυρισμού των εναγομένων ότι για τον ανωτέρω μήνα, και για την ανωτέρω αιτία, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 1.018,10 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναγράφεται στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα απόδειξη μηνιαίων αποδοχών για το Μαρτίου 2018, διότι αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω υπογραφή τέθηκε, παρότι τα αναφερόμενα στην απόδειξη ποσά δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά καταβληθέντα, υπό το φόβο απώλειας της θέσης εργασίας του. Και συνολικά, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούτο το ποσό των 1.345,51 ευρώ (1.345,51 = 1.107,39 + 238,12). Με βάση τα προαναφερθέντα, το συνολικό ποσό το οποίο δικαιούτο ο ενάγων, ως αμοιβή για την υπερωριακή του εργασία, ανέρχεται στα 15.197,83 ευρώ [15.197,83 = 9.750,33 (Α) + 4.101,99 (Β) + 1.345,51 (Γ)], το οποίο ουδέποτε του καταβλήθηκε από τις εναγόμενες. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και απορριπτομένης ως αβάσιμης, στην ουσία της, της ένστασης εξόφλησης των εναγομένων, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως βάσιμη στην ουσία της και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρο, στον ενάγοντα, η δε 1η από αυτές, περιορισμένα, διά του πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, το ποσό των 15.197,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την επομένη της απόλυσης (15-03-2018) μέχρι την επίδοση της αγωγής και με το νόμιμο τόκο επιδικίας για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Η απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ, αλλά και διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση είναι δυνατό να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα που νίκησε εν μέρει (άρθ. 908 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ). Τέλος, οι εναγόμενες, λόγω της εν μέρει ήττας τους, πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που αντιστοιχεί στην έκταση της ήττας τους (άρθ. 178 παρ. 1, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρο, στον ενάγοντα, η δε 1η από αυτές, περιορισμένα, διά του πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων εκατόν ενενήντα επτά ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (15.197,83), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την επομένη της απόλυσης (15-03-2018) μέχρι την επίδοση της αγωγής και με το νόμιμο τόκο επιδικίας για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, και ειδικότερα για το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του,  μετά  τη μετάθεση και αναχώρηση της Πρωτοδίκου Παρασκευής Χρυσοχόου, λόγος για τον οποίο υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ιωάννη Μαλλούχο, κατ’ άρθρ. 306  παρ. 2 ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, στις  11-11-2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ