ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3689 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης έφεσης: 8291/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης έφεσης: 130/2017)
(Γενικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 9309/2017)
(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 4611/2017)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών την υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 8291/2017 και 130/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 9309/2017 και 4611/2017 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 90/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, και με αντικείμενο την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …», εδρεύουσας στον ………., επί της οδού … με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Π., νομίμως εκπροσωπουμένης, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ευάγγελου Λιούσκου του Γεωργίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3547), κατοίκου Πειραιώς, Ακτή Μιαούλη, αριθ.47-49, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Σ. Θ. Α., κατοίκου Ε. Ε., με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Χ., που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στέφανου Λύρα του Μ. (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2852), κατοίκου Πειραιώς, Ακτή Μιαούλη, αριθ. 17-19, που κατέθεσε προτάσεις.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε την από 11-12-2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 5765/2015 και 132/2015 αγωγή κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 90/2017 οριστική απόφασή του κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται πλέον η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 31-8-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 8291/2017 και 130/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 9309/2017 και 4611/2017 έφεση, στρεφόμενη κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 9-1-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 6, ζητεί δε η εκκαλούσα να γίνει δεκτή η έφεσή του για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν και στις προτάσεις του, ο δε εφεσίβλητος ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις του.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ως άνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦΘHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ και 1 του Ν.2112/1920 προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως. Στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ’ άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως προσαυξήσεις νυχτερινής εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας, νόμιμης ή παράνομης υπερωριακής εργασίας κτλ., είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 721/2012 ΝοΒ 2012.2400, ΑΠ 1561/2011, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω αναφερόμενες νόμιμες αποδοχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν δηλαδή ο «κλειστός» μισθός δεν καλύπτει το σύνολο των ως άνω αναφερόμενων ελάχιστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά. Σημειώνεται δε ότι στην περίπτωση που ο «κλειστός» μισθός είναι μεγαλύτερος των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του Ν.Δ. 4020/1959 ως μη προσιδιάζουσα στην ιδιομορφία και τις συνθήκες της ναυτικής εργασίας (ΕφΠειρ 745/2009 αδημ.). Ως εκ τούτου, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας είναι έγκυρη συμφωνία κατά την οποία στον μεγαλύτερο των Σ.Σ.Ν.Ε. «κλειστό» μισθό που θα καταβάλλεται στον ναυτικό θα περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την παρεχόμενη, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, υπερωριακή εργασία, με την έννοια ότι η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε θα συμψηφίζεται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται, καλύπτει δηλαδή ο «κλειστός» μισθός αμοιβή για υπερωριακή εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθός αυτός επαρκεί για την κάλυψη των οφειλομένων πραγματικών υπερωριών, ειδάλλως θα επερχόταν ανεπίτρεπτη μείωση των από τις συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας οριζομένων ελαχίστων ορίων αμοιβών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝΔ 2012.381, ΕφΠειρ 434/2011 ΕΝΔ 2012.24, ΕφΠειρ 597/2009 αδημ. σε νομικό Τύπο, ΜονΠρΠειρ 2010/2010 αδημ. σε νομικό Τύπο, βλ.Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, εκδ.Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1994, β’ εκδ., σελ.204-205). Περαιτέρω, με τα άρθρα 11, 12 παρ.1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Π. έτους 2011» (ΦΕΚ Β’ 1070/31-5-2011) που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς…Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από του παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου, ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Καθόσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του βασικού μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ.1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%, όπως η υπερωριακή εργασία των καθημερινών (ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 91/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 90/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 663επ., σε συνδ. με το άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στις 31-8-2017, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 26-7-2017, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά του εφεσιβλήτου, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η διετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας, που ήταν εν μέρει ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω εν μέρει παραδοχής της κρινόμενης αγωγής του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος της, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 14 §§1-2, 25 §2, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές, κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄ του Ν.2172/1993, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρα 495 παρ.4 και 663 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) [και ήδη άρθρα 495 παρ.3 εδ.στ΄ και 663επ. και 614 αριθ.3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 και παρ.2 του Ν.4335/2015], η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης για εργατικές διαφορές (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 11-12-2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 5765/2015 και 132/2015 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκε στον Πειραιά τη 19-9-2013 μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ναυτολογήθηκε αυθημερόν και επ’ αόριστο χρόνο στον λιμένα των Αγίων Θεοδώρων με την ειδικότητα του ναύτη στο υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο με το όνομα …», νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό … και TDW 24681, πλοιοκτησίας της εναγομένης. Ότι συμφωνήθηκε μεταξύ τους να αμείβεται σύμφωνα με την ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Φορτηγών Π. από 501-3.000 κοχ ή 801-4.500 τόνων TDW, ότι υπηρέτησε στο ανωτέρω πλοίο από 19-9-2013 έως την 28-2-2014, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει» και από 9-1-2015 έως την 21-7-2015 με τους ίδιους όρους, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Ελευσίνας, στον οποίο και επαναναυτολογήθηκε, «αμοιβαία συναινέσει». Ότι κατά το χρονικό διάστημα που υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο εργαζόταν καθημερινά συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επί 13 ώρες κατόπιν εντολής του πλοιάρχου, ασκώντας καθήκοντα εκτός της 8ωρης βάρδιάς του και επί εργασιών συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου, πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου και φόρτωσης και εκφόρτωσης του πλοίου, πέραν δε των δύο τετράωρων φυλακών μου και επί τουλάχιστον πέντε (5) κατά μέσο όρο υπερωριακών ωρών κάθε ημέρα της εβδομάδος, και βάσει αυτών των πραγματικών περιστατικών, ζητούσε, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να υποχρεωθεί να του καταβάλει η εναγομένη ναυτική εταιρεία, ως έχουσα την κυριότητα και την εκμετάλλευση του επίδικου πλοίου, το συνολικό ποσό των 9.371,54 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής του που αντιστοιχεί σε διαφορές για την υπερωριακή απασχόληση και αμοιβή του επί καθημερινών ημερών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, ως ειδικότερα εξειδικεύονται στην αγωγή, από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας, άλλως και επικουρικώς και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον εκείνη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος εργαζομένου, χωρίς νόμιμη αιτία, ο δε πλουτισμός της, ως χρηματικός, σώζεται μέχρι σήμερα, νομιμοτόκως από τον χρόνο της τελευταίας απόλυσής του στις 21-7-2015, άλλως από την ημέρα της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής του και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την πρωτοβάθμια δίκη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα και νόμιμη κατά την κύρια βάση της από τη σχέση εργασίας, απορριπτομένης ως μη νόμιμης της επικουρικής βάσης της από τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, την έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.676,31 ευρώ, ως διαφορά από αμοιβή υπερωριακής εργασίας του στο πλοίο της, νομιμοτόκως από 22-7-2015 (επομένη ημέρα της τελευταίας απόλυσής του-δήλη ημέρα) και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 2.500 ευρώ και τέλος, καταδίκασε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 350 ευρώ για τη δικαστική του δαπάνη στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω της εν μέρει ήττας της και της αντίστοιχης νίκης αυτού.
Ήδη η εκκαλούσα-εναγομένη ως εν μέρει ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 31-8-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 8291/2017 και 130/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 9309/2017 και 4611/2017 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 90/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, έναντι του ενάγοντος-εφεσίβλητου για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τους λόγους έφεσης, η εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά το μέρος που έκανε δεκτή εν μέρει την κρινόμενη αγωγή σε βάρος της, να απορριφθεί η από 11-12-2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 5765/2015 και 132/2015 αγωγή του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος της, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής της και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος-εναγόμενος στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από την επανεκτίμηση του συνόλου των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία άλλωστε στην προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη ακόμα και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 §1 εδ.α’ ΚΠολΔ), από τις υπ’ αριθ. 480/9-3-2017 και 481/9-3-2017 ένορκες βεβαιώσεις του Ιωάννη Παπακώστα του Αποστόλου και της Ευαγγελή και του Γεωργίου Ρέβη του Τρύφωνα και της Μαρίας, που ελήφθησαν νομότυπα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά Ευαγγελίας Μαρίας Γκόνια, με επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν της από 6-3-2017 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων και πρόσκλησης προς την εναγομένη-εκκαλούσα, που της επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 6-3-2017, πριν από είκοσι τέσσερεις (24) τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της (βλ. υπ’ αριθ. 2888Δ΄/2-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Κωνσταντίνου Καλύβα), από τις υπ’ αριθ. 475/9-3-2017 και 476/9-3-2017 ένορκες βεβαιώσεις του Ιωάννη Φασούλα του Αριστείδη και της Καλίτσιας και του Α. Χ. του Ισμαήλ και της Σαμπριέ, που ελήφθησαν νομότυπα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά Ευαγγελίας Μαρίας Γκόνια, με επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν της από 2-3-2017 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων και πρόσκλησης προς τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, που του επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 2-3-2017, πριν από είκοσι τέσσερεις (24) τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της (βλ. υπ’ αριθ. 3616Δ΄/2-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Αναστασίου Παπασπύρου), από την υπ’ αριθ. 536/15-3-2017 ένορκη βεβαίωση του Α. Χ. του Ισμαήλ και της Σαμπριέ, που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά Μαρίας Μπακογιάννη, με επιμέλεια με επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν της από 10-3-2017 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων και πρόσκλησης προς τον ενάγοντα-εφεσίβλητο που έλαβε χώρα μετά το τέλος της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με καταχώριση της σχετικής δήλωσης και κλήσης στα ταυτάριθμα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης εκ μέρους της εναγομένης-εκκαλούσας, προς αντίκρουση ισχυρισμών του ενάγοντος-εφεσιβλήτου που προτάθηκαν το πρώτον κατά τη συζήτηση της αγωγής την ίδια ημέρα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, κατ’ άρθρο 591 παρ.1 περ.δ΄ και ήδη στ΄ (μετά την ισχύ του Ν.4335/2015) του ΚΠολΔ, καθώς και από όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά την προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (άρθρα 261, 352 §1 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 §4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ναυτικής εταιρείας, ο ενάγων προσελήφθη και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον λιμένα των Αγίων Θεοδώρων τη 19-9-2013 με την ειδικότητα του ναύτη επί του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου με το όνομα …», νηολογίου Πειραιώς με αριθμό … και TDW 2468, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες του Ελληνικού δικαίου και της εκάστοτε οικείας και ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας των πληρωμάτων των φορτηγών Π. από … τόνων TDW, στο οποίο πλοίο εργάστηκε από την ημερομηνία ναυτολογήσεώς του ως άνω μέχρι και την 28-8-2014, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει», εν συνεχεία, δε, επαναπροσλήφθηκε στο ίδιο πλοίο την 9-1-2015 και ναυτολογήθηκε εκ νέου με την ειδικότητα του ναύτη στην Ελευσίνα, με τους ίδιους όρους εργασίας, και εργάστηκε έως και την 21-7-2015, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα της Ελευσίνας επίσης «αμοιβαία συναινέσει». Καθόλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής τους, το πλοίο εκτελούσε πλόες κατά το έτος 2014 κυρίως σε λιμένες της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου, με δρομολόγια εξωτερικού από Οδησσό Ουκρανίας προς λιμένες του Εύξεινου Πόντου, από Αλεξάνδρεια προς Χάιφα, από Κωστάντζα Ρουμανίας προς Εύξεινο Πόντο, από Αγίους Θεοδώρους προς Μαυροβούνιο, από Τουρκία προς Χάιφα, ενώ κατά το έτος 2015 κυρίως μεταξύ των λιμένων Ασπροπύργου, Ελευσίνας, Ηρακλείου, Ρόδου, Κω, Μυτιλήνης, Αλεξανδρούπολης, Σάμου, Χίου, Κέρκυρας, μεταφέροντας φορτίο πετρελαίου και διάφορων χημικών υλικών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, ο ενάγων, λόγω της ειδικότητάς του, απασχολούταν στο πλοίο με εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου, ήτοι ειδικότερα, χρωματισμούς, ματσακόνι, επισκευές διαφόρων ζημιών, λιπάνσεις, καθαρισμούς στο κατάστρωμα, στις δεξαμενές και στο γκαράζ κλπ., εργασίες ιδιαίτερα απαιτητικές ένεκα του επικίνδυνου φορτίου του πλοίου (πετρέλαιο, χημικά, εύφλεκτα υλικά), με την πρόσδεση και την απόδεση του πλοίου, δέσιμο και λύσιμο κάβων, καθώς και με εργασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης του πλοίου, στα οποία προφανώς και απασχολούνται οι ναυτικοί που είναι γενικών καθηκόντων και πολύ πέραν ης βάρδιάς τους. Κατά τη διάρκεια της φόρτωσης του πλοίου, που διαρκούσε από 8 έως 10 ώρες, ο ενάγων άνοιγε τη δεξαμενή, απασφάλιζε και ασφάλιζε το επιστόμιο της μάνικας για το γέμισμα της δεξαμενής και επόπτευε το γέμισμα αυτής μέχρις πέρατος, οπότε και ασφάλιζε εκ νέου τη δεξαμενή και καθάριζε με «μάπα» τα υπολείμματα από τα υλικά (πετρέλαιο, χημικά, εύφλεκτα) που είχαν κολλήσει στο αμπάρι του πλοίου, εργασία που γίνεται αντιληπτό ότι ήταν ιδιαιτέρως κοπιαστική, ανεξαρτήτως της τυχόν ύπαρξης συστήματος αυτοματοποιημένου πλυσίματος, το οποίο όμως δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην καθαριότητα και των υπολειμμάτων αυτών, ένεκα της ανθεκτικότητας και επικινδυνότητας των μεταφερόμενων υλικών, πέραν του ότι τη λειτουργία του συστήματος αυτού πρέπει να επέβλεπαν οι ίδιοι οι ναύτες του πλοίου, που εν συνεχεία μεριμνούσαν και για την απομάκρυνση των υπολειμμάτων των υλικών από το αμπάρι του πλοίου, ισχυρισμό του ενάγοντος-εφεσιβλήτου τον οποίο δεν αντικρούει με επιτυχία η εναγομένη-εκκαλούσα. Στις εργασίες αυτές αποδείχθηκε από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας ότι ο ενάγων ναύτης συμμετείχε και μετά το πέρας του νομίμου οκταώρου ωραρίου του, που συμπεριελάμβανε μία τετράωρη πρωινή βάρδια και μία τετράωρη βραδινή βάρδια. Ενόψει του ότι στο πλοίο υπηρετούσαν μόνο τρεις ναύτες και ένας ναύκληρος, γίνεται αντιληπτό ότι τα ωράρια εργασίας δεν τηρούνταν μόνο στο πλαίσιο των προγραμματισμένων βαρδιών, αλλά ήταν εξαντλητικά, ιδίως όταν εκτελούνταν πλόες εξωτερικού, σύμφωνα με τις σχετικές ένορκες βεβαιώσεις του Ι. Π. Γ. Ρ., που καταθέτουν μετά λόγου γνώσης και από ιδία αντίληψη έχοντας εργατική εμπειρία σε τέτοια πλοία, κρίνονται δε πειστικές, διότι πέραν της υπηρεσίας τους σε αντίστοιχες περιστάσεις, εκτιμώνται ως πλέον αμερόληπτες και αξιόπιστες, αφού δεν έχουν προφανές συμφέρον από την έκβαση της δίκης για λογαριασμό κάποιου διαδίκου. Ενόψει δε των ανωτέρω, τα οποία και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά δέχθηκε ως αποδειχθέντα, αλλά και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εκτιμά ως βάσιμα κατ’ ουσίαν από την επισκόπηση του συνόλου των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τους προβληθέντες εν προκειμένω λόγους έφεσης και τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων, που προτάθηκαν εκ μέρους τους σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούσαν στην απασχόληση του ενάγοντος με βάση τα πολλαπλά καθήκοντα της γενικής και επί παντός αρμοδιότητας και απασχόλησής του υπό την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα δε και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που και αυτεπαγγέλτως λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο (ΚΠολΔ 336 παρ.4), αλλά και τις συνεχείς αφίξεις και αναχωρήσεις του πλοίου, τις αλλεπάλληλες προσδέσεις και αποδέσεις του πλοίου, τις επανειλημμένες φορτώσεις και εκφορτώσεις του πλοίου, κρίνεται ότι ο εν λόγω ναύτης, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προαναφερόμενες εργασιακές του υποχρεώσεις και σε όσα του ανέθεταν επιπλέον, αλλά και λόγω έκτακτων αναγκών λειτουργίας και οργάνωσης της εργασίας του πλοίου, εργαζόταν καθημερινώς τουλάχιστον επί 12 ώρες κατά μέσο όρο, πραγματοποιώντας τουλάχιστον 12 ώρες υπερωριακής ναυτικής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και 4 ώρες υπερωριακής ναυτικής εργασίας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, λαμβάνοντας υπόψη ως βάση νόμιμης εργασίας του τις 8 ώρες, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, τα δε περί του αντιθέτου εκτιθέμενα στους λόγους έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης ναυτικής εταιρείας, επιστηριζόμενα δε εκ μέρους της στις προσκομισθείσες μετ’ επικλήσεως ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν με επιμέλειά της, κρίνονται μη πειστικά και συναξιολογούνται συγκριτικά υπό την παραδοχή ότι αμφότεροι οι καταθέτοντες αυτά έχουν διαρκή εργασιακή σχέση εξάρτησης με τη ναυτική εταιρεία ή τη διαχειρίστρια των Π. αυτής εταιρεία και επηρεάζονται στα λεγόμενά τους υπό το πρίσμα της ευνοϊκής εκδοχής για τα συμφέροντα της εργοδότριας ναυτικής εταιρείας, ότι ο αντίδικός της ναύτης εκτελούσε ναυτική εργασία που περιοριζόταν στο νόμιμο 8ωρο ωράριό του, χωρίς ή με ελάχιστες υπερωρίες που δεν ξεπερνούσαν τις 10 ώρες, τα οποία τυγχάνουν απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα, εν προκειμένω, δεδομένου ότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, οι ώρες αυτές είναι περιορισμένες και δεν επαρκούν για την εκτέλεση των προαναφερομένων πολλαπλών και διαρκών και χρονοβόρων καθηκόντων που ανατίθεντο στον ναύτη, σε τακτική βάση, ο οποίος ουδόλως ηδύνατο νομικά και πραγματικά να προβάλει αντίθετους ισχυρισμούς, να αρνηθεί ή να διαμαρτυρηθεί, χωρίς να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, τον φόβο και την πραγματική συνέπεια της απόλυσής του και μάλιστα «αμοιβαία συναινέσει», με οποιονδήποτε νομιμοφανή λόγο απόλυσής του. Τούτο, άλλωστε, συνάδει και με την αρχική συμφωνία, αλλά και τα οικεία συναλλακτικά ήθη στον χώρο της ναυτικής εργασίας, της καταβολής σε αυτόν «κλειστού» μισθού, ανώτερου του νομίμου ορίου των οικείων ΣΣΝΕ, ενόψει της αναμενόμενης και προβλεπόμενης παροχής εκ μέρους του ναυτικής εργασίας σε υπερωριακή βάση και δη τακτικά, κατά την προσδοκία και επιβολή της εκ μέρους της ναυτικής εταιρείας, ως εργοδότριας, ως είθισται, με βάση τα γνωστά διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, επιβεβαιώνονται δε και από τις προσκομιζόμενες εκ μέρους του ναύτη ένορκες βεβαιώσεις που κρίνονται πλέον πειστικές, ενόψει του ότι ελήφθησαν από έμπειρους ναυτικούς και δη ανεξάρτητους προς την εναγομένη-εκκαλούσα ναυτική εταιρεία ή τη διαχειρίστρια των Π. αυτής εταιρεία, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τις ένορκες βεβαιώσεις της εκκαλούσας, καθόσον ο μεν … εργάζεται τουλάχιστον από το έτος 2007 ως ιδιωτικός υπάλληλος και δη διευθυντής πληρωμάτων και διευθυντής λειτουργίας των Π. στη διαχειρίστρια εταιρεία του επίδικου πλοίου της, έχοντας αμφότερες όμοια συμφέροντα στην προκείμενη υπόθεση, πέραν του ότι δεν έχει ιδία αντίληψη και εμπειρία επί των συνθηκών εργασίας, του ωραρίου και των καθηκόντων απασχόλησης ενός ναυτικού, συμπεριλαμβανομένων αυτών της φορτοεκφόρτωσης του πλοίου, που εμπίπτει στα καθήκοντα ενός ναύτη, ο οποίος απασχολείται σε φορτηγό πλοίο άνω των 800 κοχ, υποχρεωτικώς, σύμφωνα με τον Κανονισμό Εργασίας που ισχύει επί ελληνικών φορτηγών Π. (άρθρο 62 παρ.3). Προς επίρρωση της κρίση μας αυτής, προσκομίζονται και εκτιμώνται: αφενός, το ημερολόγιο ωρών ανάπαυσης και απασχόλησης του εν λόγω ναύτη στο επίδικο πλοίο, βάσει του οποίου αναμφίβολα προκύπτει, χωρίς να αμφισβητείται εκ μέρους της εναγομένης-εκκαλούσας, ότι ο ενάγων είχε 10 ώρες απασχόλησης ανά 24ωρο και 14 ώρες ανάπαυσης, κατά τους χειμερινούς μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2014, σε τακτική βάση και όχι κατ’ εξαίρεση όπως ατυχώς ισχυρίζεται η εναγομένη και οι μάρτυρές της στις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται εκ μέρους της, καταθέτοντας δε αορίστως και αβασίμως περί περιορισμένων αναγκών του πλοίου και συνακόλουθα μειωμένων ή εκτάκτων υπερωριών εκ μέρους του ναύτη, ενώ στις αντίστοιχες καταστάσεις του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2015, ορισμένες φορές η απασχόληση του ναύτη αναγράφεται σαφώς ότι έφτανε μέχρι και τις 11 ή και 12 ώρες ημερησίως, καταρρίπτοντας τους αντίθετους ισχυρισμούς της εργοδότριας ναυτικής εταιρείας, και αφετέρου, οι μισθοδοτικοί λογαριασμοί του ενάγοντος ναύτη, βάσει των οποίων προκύπτει ότι ελάμβανε σταθερά ένα χρηματικό ποσό ως υπερωριακή αμοιβή (σταθερές υπερωρίες), από το οποίο αποδεικνύεται ότι η εναγομένη ναυτική εταιρεία τον απασχολούσε υπερωριακά, γεγονός που άλλωστε και η ίδια συνομολογεί εν προκειμένω κατά τις δύο (2) ώρες τουλάχιστον ημερησίως (όταν παραδέχεται και επιβεβαιώνει εργασία του ναύτη κατ’ ανώτατο όριο 10 ωρών ημερησίως), οι οποίες όμως δεν κρίνονται επαρκείς κατ’ αντικειμενική κρίση για τη διεκπεραίωση των ανωτέρω εργασιακών υποχρεώσεων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου στο πλοίο της, όσα δε οι μάρτυρές της κατέθεσαν περί του αντιθέτου τυγχάνουν κατά την κρίση μας μη πειστικά και απορριπτέα ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν. Μάλιστα στην ίδια την ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει η εναγομένη-εκκαλούσα, του μάρτυρα Α. Χ. που ισχυρίζεται ότι εργαζόταν στο ίδιο πλοίο με τον ενάγοντα-εφεσίβλητο για τέσσερεις μήνες και ότι είναι σε θέση να γνωρίζει ακριβώς τις ώρες που εργαζόταν εκείνος στο πλοίο, αναφέρει ευθαρσώς ότι ο ενάγων εργαζόταν πέραν των δύο τετράωρων βαρδιών του, τις ημερήσιες στο κατάστρωμα του πλοίου (κουβέρτα) ή στη γέφυρα (όταν ήταν δυσμενείς οι καιρικές συνθήκες) και τις βραδινές στη γέφυρα, εκτελώντας επιπλέον και υπερωριακές εργασίες συντήρησης αμέσως μετά τη λήξη της βάρδιάς του και ότι ορισμένες φορές τόσο ο ενάγων όσο και ο ίδιος αναγκάστηκαν πράγματι να εργαστούν και 11 ώρες την ημέρα στο πλοίο, άρα υπερωριακώς, εκθέτοντας πλειάδα καθηκόντων που εκτελούσε ως ναύτης ο ενάγων στο πλοίο και μάλιστα επιπλέον της βάρδιάς του, ως άλλωστε είναι γνωστό και συμβαίνει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, πολύ περισσότερο δε αν λάβει κανείς υπόψη ότι όταν το πλοίο εκτελούσε θαλάσσια ταξίδια εκτός των ελληνικών χωρικών-θαλασσίων υδάτων, και δη σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, ευλόγως, ως γίνεται αντιληπτό, τα καθήκοντα πολλαπλασιάζονται και δεν επαρκούν οι τακτικές βάρδιες για την κάλυψη των επαυξημένων αναγκών του πλοίου, ιδίως όταν οι πλόες εκτελούνται σε ανοιχτή θάλασσα με δυσμενείς και απρόβλεπτες συνθήκες και με μακρινά ταξίδια, δεν μπορούν πάντα να τηρούνται οι προγραμματισμένες τακτικές βάρδιες, αλλά διενεργούνται κατά το συνήθως συμβαίνον υπερωρίες σε τακτική βάση, τις οποίες δεν μπορούν να αρνηθούν οι ναύτες να εκτελέσουν, ανεξαρτήτως του εάν φαίνονται στο οργανόγραμμα υπηρεσίας-εργασίας και στο ημερολόγιο ωρών ανάπαυσης και –ιδίως- του εάν τις πληρώνονται ή όχι. Επισημαίνεται δε ότι στις ανωτέρω καταστάσεις ωρών απασχόλησης του ναύτη, όπως συνομολογείται εκ μέρους της εναγομένης-εκκαλούσας, αποτυπώνονται μόνο οι βάρδιες στη γέφυρα και στο κατάστρωμα του πλοίου, καθώς και οι εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του, τις οποίες εκτελούσε ο ίδιος, όχι όμως και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης, στις οποίες συμμετείχε επίσης, ως υποχρεούτο, κατά τα ανωτέρω, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται ούτε αντικρούεται βασίμως εκ μέρους της εργοδότριας ναυτικής εταιρείας. Ο δε ισχυρισμός του μάρτυρα Ι.Φ. στην ένορκη βεβαίωση γενικώς και αορίστως ότι τις φορτοεκφορτώσεις εκτελούσαν οι ναύτες εντός της βάρδιάς τους ελέγχεται ως αόριστος και αβάσιμος, διότι δεν αναφέρει σε ποιο χρόνο και ποιες ώρες εκτελούνταν αυτές επακριβώς, προκειμένου να ελεγχθεί από το Δικαστήριο και να μπορεί να αντιτάξει σε αυτόν ο ενάγων-εφεσίβλητος τους ισχυρισμούς του, εάν και κατά πόσον οι φορτοεκφορτώσεις όντως ενέπιπταν στα χρονικά όρια της βάρδιάς τους ή πραγματοποιούνταν ως υπερωριακή απασχόλησή τους στο πλοίο. Με τα ανωτέρω καθήκοντα απασχολούταν κατά μέσο όρο για δώδεκα (12) ώρες ανά ημέρα απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των αργιών, ενώ δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί 13ωρης καθημερινής εργασίας, καθώς, εκτός του ότι κρίνεται υπερβολικό, αφού δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επιβεβαιώνεται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί των επικαλούμενων ελέγχων των βαρδιών του πληρώματος του πλοίου εκ μέρους των εταιρειών πετρελαιοειδών τυγχάνει αλυσιτελής δεδομένου ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν είναι εκ του νόμου επιφορτισμένες με τέτοια καθήκοντα ούτε και έχει αποδεικτική βασιμότητα, επιρροή ή συνέπειες η διενέργεια τέτοιου ελέγχου, παρά μόνο από τις αρμόδιες προς τούτο λιμενικές αρχές που είναι επιφορτισμένες εκ του νόμου για τον έλεγχο της τήρησης των σχετικών εγγράφων του πλοίου, για την προάσπιση των εργατικών δικαιωμάτων των ναυτικών στα πλαίσια της ναυτικής εργασίας τους, και τούτο αποδεικνύεται από τη σχετική θεώρηση των εν λόγω καταστάσεων, η οποία δεν προκύπτει εν προκειμένω (βλ. σχετ. άρθρο 8 του Κανονισμού για την εφαρμογή απαιτήσεων της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας του 2006, όπως περιέχεται στο άρθρο πρώτο της υπ’ αριθ. 3522.2/08/2013 ΚΥΑ). Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό-λόγο έφεσης της εκκαλούσας που αφορά τον συμψηφισμό της αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ναύτη με τον «κλειστό» μισθό που είχε συμφωνηθεί εξ αρχής με την εργοδότρια ναυτική εταιρεία, λεκτέα τα εξής: Κάθε ποσό που καταβάλει η εναγόμενη εταιρεία στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την ίδια σύμβαση ναυτικής εργασίας. Συνεπώς, δυνάμει της μεταξύ τους σύμβασης ναυτικής εργασίας είχε επιπλέον συμφωνηθεί ποσά που καταβάλλονται από την εναγόμενη στον ενάγοντα και δεν προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. να καλύπτουν πιθανή υπερωριακή εργασία, συμφωνία, η οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε από τον ενάγοντα έγκυρα συμψηφίζεται με το ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται σε αυτόν από την εναγομένη εργοδότριά του, το δε ανωτέρω αυτό ποσό (της διαφοράς μεταξύ του νόμιμου και του υψηλότερου μισθού, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται οι πάγιες υπερωρίες που κάλυπτε ο ενάγων κατά τις καθημερινές και κατά τα Σάββατα και τις αργίες) θα αφαιρεθεί από την αμοιβή υπερωριακής εργασίας που δικαιούται ο ενάγων με βάση τις υπερωρίες που απασχολήθηκε πράγματι στο πλοίο της εναγομένης, εφόσον το δεύτερο υπερβαίνει σε ύψος το πρώτο, ενώ ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας. (βλ. σχετ. ΕιρΠειρ 39/2012, σε συνδυασμό με ΜονΠρΠειρ 1443/2013 αδημ. στον νομικό τύπο). Σε περίπτωση δε που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στον λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται, είτε επειδή δεν προβλέπονται από τη μεταξύ τους σύμβαση ναυτικής εργασίας είτε επειδή δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του είτε επειδή δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις η εταιρεία ή ο πλοίαρχος να δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας. Συνεπώς, ορθώς απεφάνθη η εκκαλουμένη ότι από τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για «κλειστό» μισθό συνάγεται σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας ότι ο ενάγων εξ αρχής είχε συμφωνηθεί και πράγματι κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτικής εργασίας εκτελούσε σε σταθερή και καθημερινή βάση υπερωριακή απασχόληση, για την οποία αμειβόταν με βάση τις αντίστοιχες προβλεπόμενες αποδοχές τουλάχιστον κατά το ελάχιστο της οικείας ΣΣΝΕ, αλλά κατά δε το όριο (διαφορά) που υπερέβαιναν ή υπολείπονταν οι υπερωρίες τον συμφωνηθέντα μισθό, έπρεπε να γίνεται συμψηφισμός στα ποσά που ελάμβανε και σε αυτά που δικαιούταν να λάβει ως αποδοχές δεδουλευμένων, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, που προσκομίστηκαν στη δικογραφία και συνομολογείται τούτο από την εναγομένη-εκκαλούσα (ΚΠολΔ 352), αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005, ΕφΠειρ 616/2004, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο),. Η υπερωριακή δε εργασία του δεν υπολογίστηκε αποκλειστικά βάσει των μισθοδοτικών λογαριασμών της ναυτικής εταιρείας που αφορούσαν τον συγκεκριμένο ναύτη, όπως προκύπτει και από τη διατύπωση της εκκαλουμένης, ότι η κρίση της ενισχύεται και από τη συγκεκριμένη συμφωνία τους, κρίση που ασπάζεται και το παρόν Δικαστήριο, διαμορφώνοντας την πεποίθησή του συνδυαστικά από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, που ως άνω παρατίθενται στο σκεπτικό της παρούσας, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού-λόγου έφεσης της εκκαλούσας ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Ως προς την υπερωριακή απασχόλησή του, στην ανωτέρω κρίση άγεται το παρόν Δικαστήριο με βάση τα προαναφερθέντα, και ιδίως: α) ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, β) της σταθερής καταβολής προς αυτόν κάθε μήνα ποσών αποδοχών δεδουλευμένων για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις-λογαριασμούς μισθοδοσίας του (βλ. σχετ. συγκεντρωτικές καταστάσεις αποδοχών του ενάγοντος, συμπεριλαμβανομένων αποδοχών για υπερωρίες-έξτρα ώρες, Σάββατα και αργίες), γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και δ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (ΜονΕφΠειρ 289/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005, ΕφΠειρ 616/2004, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό Τύπο). Έτσι ο ενάγων, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που αφορούσαν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε προφανώς η κανονική απασχόλησή του των οκτώ (8) ωρών, αλλά όχι πέραν των δώδεκα (12) ωρών κατά μέσο όρο ημερησίως. Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη και συχνά εκτελούταν και εκτός των κανονικών χρονικών ορίων της, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού λόγου έφεσης (ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005 αδημ. στον νομικό Τύπο). Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο οικείο βιβλίο ανάπαυσης, εργασίας, υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού και δη αμάχητο ότι δηλαδή δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας του πλοίου η παροχή εκ μέρους του πληρώματος υπερωριακής εργασίας, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 764/2008, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό Τύπο). Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγόμενη και επαναφέρεται με τον σχετικό λόγο της έφεσής της, ότι καθόλη την διάρκεια ναυτολόγησης στο ανωτέρω πλοίο ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίρρηση, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός (για το οποίο δεν αποκλείεται η απόδειξη με κάθε πρόσφορο και νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως και έγινε εν προκειμένω) ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του, αν διαμαρτυρόταν, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της πράγματι δύσκολης θέσης κάθε εργαζόμενου ιδίως σε περίπτωση υψηλού δείκτη ανεργίας και της εύλογης ανάγκης του ενάγοντος για εργασία (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 609/1988 ΕΝΔ 12.492, ΜονΠρΠειρ 3107/2016 αδημ. στον νομικό Τύπο). Τούτο επιβεβαιώνεται και από τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει ο ενάγων, βάσει των οποίων η εκκαλούσα πλήρωνε μεν υπερωρίες, αλλά όχι όλες όσες πραγματοποιούσαν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι εξέφραζαν παράπονα γι’ αυτό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, κάνοντας υπομονή, διότι είχαν ανάγκη τα χρήματα για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι άσκησε το πρώτον αγωγή για τα δεδουλευμένα που του οφείλονταν από υπερωρίες αμέσως μετά την απόλυσή του «αμοιβαία συναινέσει»…. Άλλωστε, αυτή δεν συνιστά ούτε συνεπάγεται παραίτηση (άφεση χρέους) από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του Ν.2112/1920, 8 παρ.4 του Ν.4020/1959), αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας του και δη αναφορικά με τις δικαιούμενες μισθολογικές και υπερωριακές αποδοχές του, είναι άκυρη, ακόμη κι αν έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του (ΟλΑΠ 173/1961 ΕΕΔ 20.531, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 300/2007 ΕλλΔνη 48.1092, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1284/2001 ΕλλΔνη 43.129, ΕφΠειρ 56/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝΔ 2008.308, ΕφΠειρ 34/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1117/2005 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 704/2002 ΕΝΔ 30.370, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30.19, ΜονΠρΠειρ 3107/2016, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό Τύπο). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε, ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (ΚΠολΔ 534), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε διέλαβε ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της εκκαλούσας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου, χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστούν επακριβώς το καθημερινό ωράριο του ενάγοντος και ποιες συγκεκριμένες ώρες εκτελούσε τα καθήκοντα του, καθώς και η διάρκεια κάθε εργασίας του, λαμβανομένου υπόψη ότι το ωράριο του δεν ήταν προκαθορισμένο ούτε το είδος και η διάρκεια των καθημερινών του εργασιών, αλλά εναλλάσσονταν προφανώς με τους άλλους ναύτες, κατ’ εντολή του πλοιάρχου, ώστε να υπάρχει δίκαιη κατανομή εργασιών, ανταποκρίνονταν δε σε διαφορετικά δρομολόγια κάθε ημέρα. Περαιτέρω δε, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν με επιμέλειά της κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και τα εκ μέρους της προσκομιζόμενα έγγραφα αναφορικά με το ηλεκτρονικό ημερολόγιο ανάπαυσης και τους λογαριασμούς μισθοδοσία του ναύτη, είναι απορριπτέος ως πλήρως αναληθής, καθόσον ρητώς αναφέρεται στην εκκαλουμένη ότι συμπεριλαμβάνεται στα αποδεικτικά μέσα που συνεκτίμησε για να αχθεί του πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην ουσιαστική κρίση της οριστικής απόφασής του. Άλλο είναι το θέμα ότι έστω και σιωπηρά δεν κρίθηκαν πειστικές οι ένορκες βεβαιώσεις ή κρίθηκαν μειωμένης αξιοπιστίας οι εν λόγω μάρτυρές της από το Ειρηνοδικείο Πειραιώς ως αποδεικτικό μέσο, καθώς επίσης και τα συγκεκριμένα προσκομιζόμενα εκ μέρους της έγγραφα. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι ζήτημα της ουσιαστικής κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, για το πώς θα εκτιμήσει τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα, τα οποία όμως ρητώς επισημαίνει εν γένει ως αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και ορθώς τα εκτίμησε κατά την κρίση και του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με βάση το σκεπτικό της εκκαλουμένης, αγόμενο στην οριστική του απόφαση. Επιπλέον δε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκτίμησε τις ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, τις οποίες έλαβε υπόψη του ως πειστικές, τούτο εναπόκειται στην κατά συνείδηση και ελεύθερη ουσιαστική κρίση του και σε συνδυασμό και κατ’ αντιπαραβολή με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, την οποία κρίση του συμμερίζεται και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (ΚΠολΔ 340), απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Τα δε αναφερόμενα στην έφεση ότι ο ναύτης έλαβε το σύνολο των οφειλόμενων αποδοχών του, ενόψει του ότι οι μισθολογικές καταστάσεις και το ημερολόγιο ανάπαυσης φέρουν την ιδιόχειρη και ανεπιφύλακτη υπογραφή του, σταθμίζονται ως αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν για την αμφισβητούμενη και με κάθε επιφύλαξη ελεγχόμενη αποδεικτική ισχύ των εν λόγω υπογραφών στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του εργαζομένου ναυτικού, όπως ισχύει και για τα σχετικά βιβλία με τις υπερωρίες και τις ώρες ανάπαυσης, τα οποία αμφισβητείται κατά πόσο μπορεί να ελέγχει, να διαφοροποιείται ή να επιφυλάσσεται εν πλω ο ναυτικός, άνευ δυσμενών συνεπειών σε βάρος του ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι αναγραφόμενες ώρες ανάπαυσης των εργαζομένων στον σχετικό πίνακα είναι ανεπίδεκτες αμφισβήτησης, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 336 παρ.4). Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, εκτιμάται και από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων ο ενάγων-εφεσίβλητος, βασίμως διατηρεί αξιώσεις από ναυτική εργασία σε βάρος της εργοδότριας ναυτικής εταιρείας (εναγομένης-εκκαλούσας) για την εκ μέρους του παρασχεθείσα υπερωριακή ναυτική εργασία του σε τακτική (καθημερινή) βάση και νομίμως διεκδικεί ενώπιον των δικαστηρίων τη διαφορά των οφειλόμενων εκ μέρους της και μη καταβληθεισών απολαβών του ως δεδουλευμένα. Ειδικότερα, εργάστηκε: 1) κατά τα διαστήματα από 1-1-2014 έως 28-8-2014 και από 9-1-2015 έως 21-7-2015 εργάστηκε για 62 Σάββατα και 17 αργίες [Πρωτοχρονιά του 2014, Θεοφάνεια (6-1-2014), Κ.Δευτέρα(3-3-2014), 25η Μαρτίου του 2014, Μ.Παρασκευή (18-4-2014), Δευτέρα του Πάσχα(21-4-2014), Ay.Γεωργίου (23-4-2014), Πρωτομαγιά, Αναλήψεως (29-5-2014), 15 Αυγούστου, Κ. Δευτέρα (23-2-2015), 25η Μαρτίου, Μ.Παρασκευή (10-4-2015), Δευτέρα του Πάσχα (13-4-2015), Αγ.Γεωργίου (23-4-2015), Πρωτομαγιά, Αναλήψεως (21-5-2015)], ήτοι συνολικά εργάστηκε 79 ημέρες x 12 ώρες υπερωρίας = 948 ώρες και εδικαιούτο να λάβει το ποσό των 7.328,04 ευρώ (948 ώρες x 7,73 ευρώ το ωρομίσθιο), 2) 62 Κυριακές και εδικαιούτο να λάβει το ποσό των 1.917,04 ευρώ (62 ημέρες x 4 ώρες = 248 ώρες υπερωρίας x 7,73 ευρώ το ωρομίσθιο), 3) 289 καθημερινές και εδικαιούτο να λάβει 7.444,64 ευρώ (289 x 4 = 1.156 ώρες υπερωρίας x 6,44 ευρώ το ωρομίσθιο, συνεπώς, εδικαιούτο να λάβει συνολικά για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 16.689,72 ευρώ (=7.328,04+ 1.917,04+ 7.444,64), εκ του οποίου συνομολογείται ότι έχει λάβει το ποσό των 12.013,41 ευρώ και επομένως, δικαιούται να λάβει τη διαφορά των 4.676,31 ευρώ (=16.689,72-12.013,41), νομιμοτόκως από 22-7-2015, επομένη της τελευταίας ημέρας εργασίας του και απόλυσής του, από την οποία επέρχεται η λήξη της εργασιακής σχέσης των διαδίκων και θεωρείται ως δήλη ημέρα εκ του νόμου, για την καταβολή των οφειλόμενων στον εργαζόμενο μισθολογικών δεδουλευμένων αποδοχών του, που έκτοτε το βραδύτερο καθίστανται απαιτητές εκ του νόμου, χωρίς να χρειάζεται προηγούμενη όχληση, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 39/2002 & 40/2002 ΕΕΔ 61.1478, ΕφΠειρ 11092/1995 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1994-1995.884, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο), όπως ορθώς επιδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, απορριπτομένης της ένστασης πλήρους εξοφλήσεως της εκκαλούσας-εναγομένης έναντι των οφειλομένων μισθολογικών αποδοχών από υπερωρίες προς τον εφεσίβλητο-ενάγοντα ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν. Άλλωστε, τα ανωτέρω επιμέρους χρηματικά ποσά των μισθολογικών αποδοχών του ενάγοντος για τις υπερωρίες του, όπως επιδικάστηκαν περιορισμένα κατά μερική παραδοχή του αγωγικού αιτήματος, δεν αμφισβητούνται κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, ήτοι συγκεκριμένα εκ μέρους της εκκαλούσας, η οποία ουδεμία αναφορά κάνει στην έφεσή της, στους λόγους έφεσης και στους εν γένει ισχυρισμούς της περί τούτων, συνακόλουθα, συνάγεται ότι συνομολογείται ως συνολικό επιδικασθέν ποσό από την ανωτέρω συμβατική αιτία σε βάρος της και υπέρ του εργαζόμενου ναύτη (ΚΠολΔ 352). Ο δε ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η καταβληθείσα στον εργαζόμενο ναυτικό πάγια υπερωριακή αμοιβή κάλυπτε πλήρως την υπερωριακή του απασχόληση (ένσταση εξοφλήσεως), ώστε να μην τίθεται ζήτημα καταβολής επιπλέον υπερωριακής αμοιβής του, πέραν αυτής, με επίκληση δε των λογαριασμών μισθοδοσίας του ενάγοντος, δεν κρίνεται πειστικός κατά την κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη και όσα επισημάνθηκαν για την αποδεικτική αξία των ως άνω μισθοδοτικών καταστάσεων με την υπογραφή του εργαζομένου, τουλάχιστον στην έκταση που προβάλλεται ο ισχυρισμός περί πλήρους εξοφλήσεώς του από την εκκαλούσα, ως ορθώς κρίθηκε απ’το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως και από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα. Επισημαίνεται δε ότι το γεγονός της μη καταβολής των οφειλομένων αποδοχών από υπερωριακή εργασία του ναύτη επαρκεί για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και τούτο δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ούτε και συμπεριφορά, διότι δεν νοείται παραίτηση ή άφεση χρέους από εργατικά δικαιώματα εκ μέρους του ναύτη ούτε η οφειλή τέτοιων αποδοχών ανάγεται ή εξαρτάται από κακόπιστη μεταξύ τους σχέση ή συνεργασία, αλλά είναι ρητώς προβλεπόμενες στον νόμο και εάν αποδεικνύονται ως βάσιμες τότε οφείλονται από την εργοδότρια ναυτική εταιρεία προς τον εργαζόμενο ναύτη. Τέλος, αναφορικά με τη δικαστική δαπάνη, προβλέπεται στον νόμο ότι επιδικάζεται σε βάρος του διαδίκου που ηττήθηκε στη δίκη, ανάλογα με την έκταση της ήττας του και της νίκης του αντιδίκου του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 176επ. ΚΠολΔ, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως αβάσιμου, κρίση στην οποία καταλήγει και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ανάλογα με την έκβαση της παρούσας κατ’ έφεση δίκης.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεχόμενο με την εκκαλουμένη απόφασή του, για την ως άνω αιτία, ότι οφείλεται μέρος του αιτούμενου από τον ενάγοντα ποσό ως υπόλοιπο (διαφορά) από αποδοχές λόγω υπερωριακής του απασχόλησης για το επίδικο χρονικό διάστημα παροχής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της εναγομένης, δεχόμενο εν μέρει τον ισχυρισμό εξόφλησης και συμψηφισμού της εναγομένης ως βάσιμες κατ’ ουσίαν και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για την παραπάνω νομική και ιστορική αιτία, το ποσό των 4.676,31, νομιμοτόκως δε από την επομένη ημέρα της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από την 22-7-2015, και με αντικατάσταση και συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης από το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε στην παρούσα απόφασή του, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων απάντων των λόγων έφεσης και των λοιπών ισχυρισμών της εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στα δικόγραφά της, ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν στο σύνολό τους και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκης, λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης αυτού, ενόψει της απόρριψης της έφεσής της ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, όπως ορίζεται αυτή ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 176, 183, 191 §2 ΚΠολΔ, 63 §1, 68 §1, 69 του Ν.4194/2013-ΚωδΔικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, τα οποία ορίζει σε ποσό τριακοσίων ευρώ (300 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -11-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ