Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης

    235/2020

 

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 261/133/2019)

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1614/779/2019)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 16η Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου: Σ.  Π. Δ. του Δ., κατοίκου Κ., οδός …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Στέφανου Λύρα (Α.Μ. ΔΣΠ 2852) βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Μ. Α., οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αλεξάνδρας Λίνα (Α.Μ. ΔΣΠ 2835).

Ο εκκαλών — εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου την από 15-12-2016 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 3966/427/16-12-2016) αγωγή του κατά της εφεσίβλητης-εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 6/2018 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή. Ήδη ο εκκαλών – εφεσίβλητος με την από 07-01-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου 122/7/10-01-2019) έφεσή του προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 261/133/11-01-2019 η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 26ης-02-2019, και, κατόπιν αναβολής, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη-εκκαλούσα άσκησε την από 19-02-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου 1141/56/20-02-2019) έφεσή της, με την οποία προσβάλλει την ίδια ως άνω απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1614/779/20-02-2019 και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες δύο αντίθετες εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 6/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκαν νομότυπα, εμπρόθεσμα και γενικώς παραδεκτά (άρθρα 17Α, 495 επ., 511, 513 περ. β’, 514, 516, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), εντός δύο (2) ετών από την από 19-01-2018 δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης, της οποίας δεν προκύπτει επίδοση, νόμιμα φέρονται στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή τους (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν από ουσιαστικής πλευράς, αφού προηγουμένως διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους προς το σκοπό επιτάχυνσης της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 15-12-2016 και µε αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3966/427/16-12-2016 αγωγή του, o ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου ότι δυνάµει σύμβασης ναυτικής εργασίας, που συνήψε στην Ελευσίνα µε την εναγοµένη και ήδη εφεσίβλητη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σηµαία δεξαμενόπλοιου πλοίου «…», νηολογίου Πειραια, αριθμ. …, κ.ο.χ. 204, ναυτολογήθηκε σε αυτό, κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, υπό την ειδικότητα του ναύτη, σύµφωνα µε τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύµβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων TDW. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τα αναφερόµενα στο δικόγραφο της αγωγής δροµολόγια. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, απασχολήθηκε στις αναφερόµενες στο δικόγραφο της αγωγής εργασίες και µάλιστα υπερωριακά προς κάλυψη των ανακυπτουσών αναγκών, κατά τις αναφερόµενες στο δικόγραφο της αγωγής ηµέρες και ώρες, ήτοι εργαζόταν κατά µέσο όρο δεκατέσσερις (14) ώρες ηµερησίως κατά τις καθηµερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, από τις ανωτέρω συµβάσεις ναυτικής εργασίας του δε, διατηρεί, σύµφωνα και µε τα ειδικώς διαλαµβανόµενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγµατικά περιστατικά, αξιώσεις για διαφορές επί της αµοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθηµερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε, µε βάση την εκ της συµβάσεως ναυτολογήσεως ευθύνη της εναγοµένης και ήδη εφεσίβλητης, να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το ποσό των 4.532,78 ευρώ µε το νόµιµο τόκο από την ηµέρα της τελευταίας απολύσεώς του (28-02-2016), άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγοµένη και ήδη εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο, µε την εκκαλουµένη υπ’ αριθμ. 6/2018 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την ως άνω αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, έκανε αυτήν εν µέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιµη. Ήδη µε τις υπό κρίσιν εφέσεις, ο μεν ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουµένης και την αποδοχή της αγωγής του στο σύνολό της, η δε εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα ζητεί την απόρριψη της αγωγής.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 της Σ.Σ.Ν.Ε Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.4/01/2011 (ΦΕΚ Β΄ 127/2011), οι ώρες εργασίας έχουν καθοριστεί και παραμένουν στις σαράντα (40) την εβδομάδα και κατανέμονται ως εξής: 1. Προσωπικό καταστρώματος κατά το ταξίδι α. Οι ώρες εργασίας των ανδρών της βάρδιας κατά το ταξίδι ορίζονται σε σαράντα την εβδομάδα δηλαδή (8) ώρες κάθε ημέρα από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας…. , 3. Προσωπικό καταστρώματος, μηχανοστασίου και λεβητοστασίου στο λιμάνι  α. Στο λιμάνι οι βάρδιες μπορεί να διατηρηθούν εφ` όσον ο Πλοίαρχος κρίνει αυτό αναγκαίο για λόγους ασφάλειας του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή η εργασία του πληρώματος καθορίζεται από τις διατάξεις περί εργασίας κατά το ταξίδι. Σε περίπτωση που οι βάρδιες διατηρούνται όχι για λόγους ασφαλείας του πλοίου, καταβάλλεται στους άνδρες της βάρδιας υπερωρία για οκτώ ώρες το Σάββατο και την Κυριακή. β. Όταν οι βάρδιες διαλυθούν οι ώρες εργασίας ορίζονται σε σαράντα (40) την εβδομάδα, δηλαδή σε οκτώ (8) ώρες κάθε μέρα από την Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας,  ενώ κατά το άρθρο 5 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. 1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, δηλαδή πέραν από τις κανονισμένες ώρες, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν μπορεί όμως ή πρόσθετη αυτή εργασία να ξεπερνά τις τέσσερις (4) ώρες μέσα στο 24ωρο. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία καταβάλλεται στο ναυτικό που την εκτέλεσε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσό του μηνιαίου βασικού μισθού διαιρείται με τις ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, οι οποίες βρίσκονται με την διαίρεση των εβδομάδων του χρόνου δια δώδεκα μηνών και με τον πολλαπλασιασμό του πηλίκου 4,33 που προκύπτει απ` αυτή τη διαίρεση επί τις ώρες της εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης που ισχύει κάθε φορά. Με βάση αυτόν τον υπολογισμό οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης φθάνουν στις 173 (εκατόν εβδομήντα τρεις).

Από την επανεκτίµηση των αποδεικτικών µέσων που προσκοµίζονται και ειδικότερα από την υπ’ αριθμ. …/22-11-2017 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε, νοµότυπα, επιµελεία του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νοµοτύπου κλητεύσεως της εναγοµένης και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, των υπ’ αριθμ. … και …/22-11-2017 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Λαμπρινής Γιαννάκη, που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου – εκκαλούντος, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν ως δικαστικά τεκµήρια σε συνδυασµό µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, απoδεικvύoνται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάµει συµβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στην Ελευσίνα µεταξύ του ενάγοντος και της εναγοµένης, νοµίµως εκπροσωπούµενης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, στο υπό ελληνική σηµαία δεξαµενόπλοιο πλοίο µε το όνοµα «…» νηολογίου Πειραιώς (αριθµ. …), κ.ο.χ. 2041, κατά τις κατωτέρω αναφερόµενες περιόδους, υπό την ειδικότητα του ναύτη, σύµφωνα µε τους όρους και τις συµφωνίες του ελληνικού δικαίου και της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας Συλλογικής Σύµβασης Ναυτικής Εργασίας των Πληρωµάτων των Φορτηγών πλοίων από 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων TDW. Ειδικότερα δυνάµει της ανωτέρω συµβάσεως, ο ενάγων υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστηµα από 9-10-2015 που ναυτολογήθηκε στο λιµάνι της Ελευσίνας έως 28-2-2016, που η σύµβσσή του λύθηκε στο ίδιο λιµάνι «αµοιβαία συνοινέσει». Κατά την παραπάνω ναυτολόγηση του ενάγοντα, είχε συµφωνηθεί να αµείβεται βάσει της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ Πληρωµάτων των Φορτηνών πλοίων από 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων TDW, όπως τούτο προκύπτει από το ναυτικό του φυλλόδιο. όπου ονσφέρεται η ενδειξη «Σ.Σ.», ήτοι Συλλογική Σύµβαση, εφαρµοστέα επομένως είναι, βάσει σuµφωνίας αµφοτέρων των διαδίκων µερών, αλλά και της κατηγορίας του πλοίου, της χωρητικότητάς του και της ειδικότητας του ενάγοντος, η συγκεκριµένη συλλογική σύμβαση εργασίας, δεδοµένου ότι παρά τη λήξη ισχύος της (31-12-2010), δεν κυρώθηκε έτερη νεότερη ΣΣΝΕ στην εργασία του ενάγοντα για τα επίδικα μέρη. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της και κατ’ εκτίμηση αυτού, η εφεσίβλητη – εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε και τούτο διότι ο ενάγων ισχυρίσθηκε και η εκκαλουμένη δέχτηκε, ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του και το ενταύθα δικαίωμα αποζημιώσεώς του διέπεται από τις διατάξεις Σ.Σ.Ν.Ε Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.4/01/2011 (ΦΕΚ Β΄ 127/2011) και ότι μάλιστα τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν να υπαχθούν σε αυτήν, με ρητή αναφορά στο ναυτικό φυλλάδιο, παρότι η εν θέματι ΣΣΝΕ είχε αποβάλει την ισχύ της ήδη από το τέλος του έτους 2010. Ο λόγος ωστόσο αυτός είναι μη νόμιμος, καθώς οι ΣΣΕ των ετών 2010 και 2011 που ρύθμιζαν τομείς ναυτικής εργασίας, καίτοι η συμβατική διάρκειά τους φερόταν να έχει λήξει κατά το τέλος του έτους υπογραφής τους, παραταύτα εξακολούθησαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται από όλους τους εμπλεκόμενους (εργαζόμενους, εφοπλιστές κλπ) σε όλη την έκτασή τους ως διοικητικές – κανονιστικές πράξεις, μέχρι τη ρητή κατάργησή τους ή τροποποίησή τους από νέα κανονιστική πράξη, ήτοι νέα ΣΣΕ, η οποία εν προκειμένω δεν είχε λάβει χώρα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της κατάρτισης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντα. επομένως ορθά ο τελευταίος στήριξε τις ένδικες αξιώσεις του στην ως άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων έτους 2010 και ορθά η εκκαλουμένη έκρινε, εφαρμόζοντας αυτήν αναφορικά με την αιτούμενη από τον εναγόμενο αποζημίωση απόλυσης. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, ορθά απεφάνθη ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης. Περαιτέρω, το επίδικο πλοίο µετέφερε πετρέλαιο και βενζίνη, και κατά την ως άνω περίοδο ναυτολογήσεως του ενάγοντα σε αυτό εκτελούσε συνεχή ταξίδια από το λιµάνι των Αγίων Θεοδώρων του Ασπρόπυργου ή της Ελευσίνας όπου φόρτωνε. προς διάφορα νησιά του Αιγαίου όπως της Κω, της Ρόδου και της Σαντορίνης καθώς και του Ηρακλείου Κρήτης και της Θεσσαλονίκης, όπου ξεφόρτωνε. Κατά την ως άνω περίοδο ναυτολογήσεως του ενάγοντος, το προσωπικό καταστρώµατος του ως άνω πλοίου αποτελείτο από 1 ναύκληρο και 3 ναύτες. Οι ναύτες, µεταξύ των οποίων και ο ενάγων, όταν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε σε λιµάνι για οπιοδήποτε λόγο, εκτελούσαν έκαστος; εξ αυτών δυο υποχρεωτικές; τετράωρες βάρδιες, 12:00 – 16:00 και 24:00 – 04:00 ή 16:00 – 20:00 και 04:00 – 08:00 ή 8:00 – 12:00 και 20:00 – 24:00, απασχολούμενοι στην γέφυρα του πλοίου εκτελώντας χρέη ναύτη οπτήρα όταν το πλοίο ταξίδευε και χρέη φύλακα όταν το πλοίο ήταν σε λιµάνι χωρίς να εκτελούνται εργασίες φορτοεκφόρτωσης. Επιπλέον, ο ενάγων, όπως και οι λοιποί ναύτες, απασχολείτο µε εργασίες συντηρήσεως και καθορισµού του καταστρώματος του πλοίου, καθαρίζοντας, βάφοντας και κάνοντας ματσακόνι στα καταστρώµατα και σε όλους τους εξωτερικούς χώρους του πλοίου, µε λιπάνσεις του καταστρώµατος και των διαµερισµάτων του πλοίου, µε το δέσιµο και το λύσιµο των κάβων, µε διάφορες μικροεπισκευές, µε τη φύλαξη σε αποθήκη και διάθεση όλων των αναλώσιµων υλικών του πλοίου λχ. µπογές και όλων των εργαλείων, µε τη συντήρηση των µηχανηµάτων αγκυροβολίας, µε τον χειρισµό και τη λειτουργία των µηχανηµάτων αυτών, µε το µάζεµα όλων των εργαλείων, υλικών και άλλων αντικειµένων όπως µπογές, σκούπες κλπ., η οποία βάρδια παρατεινόταν στο αναγκαίο µέτρο ούτως ώστε να ολοκληρωθούν οι πολλές, λόγω της παλαιότητας του 30 ετών πλοίου, εργασίες συντήρησής του. Όταν δε το επίδικο πλοίο βρισκόταν σε κάποιο εκ των προαναφερθέντων λιμένων για φόρτωση και εκφόρτωση, ο ενάγων. υπό την ιδιότητα του ναύτη, συμμετείχε υποχρεωτικά µαζί µε τους υπόλοιπους ναύτες στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης. Οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στις οποίες προέβαινε, περιελάµβαναν άνοιγµα και κλείσιµο των βαλφ (επιστοµίων των δεξαµενών φορτίου), χειρισµό των αντλιών πετρελαίου και γενικότερα επίβλεψη του αδειάσµατος και της πλήρωσης των δεξαµενών ώστε να παρέµβει όπου χρειαζόταν, ακολούθως δε, µετά την ολοκλήρωση της εκφόρτωσης, οι ναύτες, µεταξύ των οποίων και ο ενάγων, καθάριζαν και έπλεναν µε µάνικα τις άδειες, συνολικά δεκατρείς, δεξαµενές του πλοίου. Επίσης, όλοι οι ναύτες εργάζονταν σε κάθε κατάπλου και απόπλου του πλοίου στο δέσιµο και στο λύσιµο του πλοίου καθώς και σε επισκευαστικές εργασίες αντλιών και σωληνώσεων του πλοίου και των δεξαµενών φορτίου. Τα ανωτέρω, αναφορικά µε τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντα στο πλοίο της εναγοµένης, αποδεικνύονται από την ένορκη βεβαίωση του µάρτυρα απόδειξης Κ. Σ., ο οποίος, αν και υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο από τον Απρίλιο του 2015 έως τον lούλιο του 2015, ήτοι σε διαφορετικό χρονικό διάστηµα σε σχέση µε το επίδικο που υπηρέτησε ο ενάγων, µε την ειδικότητα του ναύτη, καταθέτει ότι ο ενάγων εργάστηκε και κατά την επίδικη χρονική περίοδο υπό τις ίδιες συνθήκες στο επίδικο πλοίο, καθώς αυτό έκανε τα ίδια δροµολόγια και υπηρετούσε ο ίδιος αριθµός ναυτών όπως και την περίοδο που υπηρέτησε ο ίδιος σε αυτό. Εξάλλου αντίθετη κρίση περί της φύσης των καθηκόντων του ενάγοντα δεν δύναται να συναχθεί από τις καταθέσεις των µαρτύρων ανταπόδειξης πλοιάρχου Σ. Κ. και των υποπλοιάρχων Χ. Ξ. και Ε. Θ., οι οποίοι (πέραν της ενδεχόµενης οικονοµικής εξάρτησής τους από την εναγοµένη, η οποία δεν δύναται να διακριβωθεί µε ασφάλεια, καθώς δεν διασαφηνίζεται στις ένορκες βεβαιώσεις τους εάν, εκτός του επιδίκου χρονικού διαστήµατος, εξοκολουθούν να υπηρετούν σε πλοία της εναγοµένης, δυνάµενης ούτω να µειώσει την αξιοπιστία της καταθέσεώς τους), λόγω της φύσεως της ειδικότητάς τους (πλοίαρχος και υποπλοίαρχοι αντίστοιχα), είναι επιφορτισµένοι κατά κύριο λόγο µε διοικητικά καθήκοντα στο πλοίο, µε αποτέλεσµα να µην έχουν ιδία αντίληψη περί της ακριβούς; φύσεως των συνθηκών και του αριθµού των εργασιών που περιλαµβάνουν τα καθήκοντα των ναυτών, επί των οποίων πλήρη γνώση κατέχει ο ναύκληρος. ως άµεσος προϊστάµενός τους. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργαζόταν και πέραν του νοµίµου ωραρίου γεγονός άλλωστε που συνοµολογεί και η εναγοµένη, αμφισβητώντας ωστόσο την ηµερήσια διάρκεια της απασχόλησης αυτής. Ειδικότερα, ο µεν ενάγων ισχυρίσθηκε ότι εργαζόταν τουλάχιστον 14 ώρες ηµερησίως, η δε εναγοµένη υποστήριξε ότι συνολικά η ηµερήσια απασχόληση του ενάγοντα δεν ξεπερνούσε τις 10 – 12 ώρες τις καθημερινές, τις 10 ώρες τα Σάββατα και τις 8 ώρες τις Κυριακές. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατοuσών σuνθηκών και περιστάσεων κατά την απασχόληση του ενάγοντα επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τους προαναφερόµενοuς πλόες κατά τις ανωτέρω χρονικές περιόδους, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτoλoγημένoς ο ενάγων, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του ως ναύτη, δ) της σταθερής καταβολής κάθε µήνα ποσών για αµοιβή uπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθηµερινές και Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες και ε) των διδαγµάτων της κοινής πείρας και των κανόνων της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του απασχολήθηκε, κατά µέσον όρο, επί δώδεκα (12) ώρες ηµερησίως (κατά τις καθηµερινές, Κuριακές, Σάββατα και αργίες), κατά τις ανωτέρω περιόδους ναυτολόγησής του στο προαναφερθέν πλοίο. Επισημαίνεται, εν προκειµένω, ότι, το γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο της εναγοµένης είχε την προβλεπόµενη κατά τον νόµο σύνθεση πληρώµατος, συν έναν επιπλέον ανθυποπλοίαρχο, δεν αποτελεί τεκµήριο και δη αµάχητο ότι δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας του η παροχή εκ µέροuς του πληρώµατος uπερωριακής εργασίας, ούτε αναιρεί την ανωτέρω κρίση ως προς την προσφερθείσα καθηµερινά uπερωριακή εργασία, δεδοµένου µάλιστα ότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώµατος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΔ 31, σ. 123). Άλλωστε, το γεγονός ότι ο ενάγων είχε συμφωνήσει όπως λαµβάνει µηνιαίως ένα συγκεκριµένο ποσό για υπερωριακή εργασία, υπογράφοντας τις µισθοδοτικές καταστάσεις (που περιλάµβαναν και τις αποδοχές για υπερωρίες) δεν αποκλείει την απόδειξη εκ µέροuς του µε άλλα αποδεικτικά µέσα ότι πραγµατοποίησε περισσότερες ώρες υπερωριακής εργασίας, από όσες uπέγραψε και πληρώθηκε, όπως έγινε εν προκειµένω, το γεγονός δε ότι όπως ισχυρίζεται η εναγοµένη, ο ενάγων υπέγραψε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις µισθοδοσίας του χωρίς να προβάλει περαιτέρω απαιτήσεις, ενώ δεν διαμαρτυρήθηκε στις αρµόδιες αρχές για µη καταβολή υπερωριακής αµοιβής, αφενός δικαιολογείται στην προσπάθειά του να µην θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση και µάλιστα σε µια περίοδο που ο κλάδος των ναυτικών µαστίζεται από τα υψηλό ποσοστά ανεργίας αφετέρου ουδεµία νοµική επιρροή ασκεί, δεδοµένου ότι. κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου. η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόµενου από το δικαίωµα λήψης των νόµιµων αποδοχών, επιδοµάτων η άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη µορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως µη γενόµενη (ΑΠ 587/2006 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290). Επιπλέον, ο χρόνος αυτός εργασίας των δώδεκα ωρών ημερησίως, κατά μέσο όρο, κρίνεται απόλυτα επαρκής για την εκτέλεση των καθηκόντων που είχε αναλάβει ο ενάγων, με βάση την ειδικότητά του και το ωράριο αυτό της εργασίας του είναι συμβατό προς τα όρια αντοχής του ανθρώπινου οργανισμού, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ενάγοντος περί ημερήσιας εργασίας επί 14 ώρες κατά μέσον όρο για όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του. Σε σuνέχεια των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων εκ της εργασίας του στο ως άνω πλοίο µε την ως άνω ειδικότητα, διατηρεί κατά της εναγοµένης τις ακόλοuθες αξιώσεις (διαφορές αµοιβής εκ της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασiας), για το επiδικο χρονικό διάστηµα από 09-10-2015 έως 28-02-2016: Κατά το επiδικο χρονικό διάστηµα ναυτολογήσεώς του στο ανωτέρω πλοίο ο ενάγων εργάστηκε 1) 97 καθηµερινές, ήτοι συνολικό 97 ηµέρες Χ 4 ώρες υπερωρίας ηµερησiως, εποµένως πραγµατοποiησε 388 ώρες υπερωρiας και εδικαιούτο το ποσό των 2.498,72 ευρώ (388 ώρες Χ 6,44 ευρώ/ώρα), 2) 20 Σάββατα και 6 αργίες, ήτοι συνολικό 26 ηµέρες Χ 12 ώρες ημερησίως, ήτοι 312 ώρες  Χ 7,73 ευρώ/ώρα. και εδικαιούτο το ποσό των 2.411,76 ευρώ. 3) 20 Κυριακές Χ 4 κατά µέσον όρο πλέον του νόµιµου οκταώρου, δηλαδή 80 ώρες Χ 7,73 ευρώ/ώρα, επομένως εδικαιούτο το ποσό των 618,40 ευρώ. Έναντι των ανωτέρω ποσών (2.498,72 + 2.411,76 + 618,40 = 5.528,88 ευρώ), ο ενάγων έλαβε ως υπερωριακή αµοιβή για την εργασία του κατό τις καθηµερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες για:-το··παραπάνω χρονικό διάστηµα υπηρεσίας του στο πλοίο «…» το συνολικό ποσό των 3.705,48 ευρώ, όπως προκύπτει από τις προσκοµιζόµενες µετ’ επικλήσεως καταστάσεις µισθοδοσίας του ενάγοντος και επομένως δικαιούται να λάβει την διαφορά ποσού (5.528,88 – 3.705,48 =) 1.823,40 ευρώ, όπως ο εν λόγω υπολογισμός έγινε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν αμφισβητήθηκε με ειδικό λόγο έφεσης, με βάση της κατώτατης µισθολογικής κλίµακας, της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ. Σηµειώνεται περαιτέρω ότι η εναγοµένη ισχυρίσθηκε ότι στην εν θέµατι µεταξύ αυτής και του ενάγοντος σύµβαση ναυτικής εργασίας, συµφωνήθηκε «κλειστός µισθός» ύψους 2.838,69 ευρώ, στον οποίο µεταξύ άλλων συµπεριλαµβόνεται το επίδοµα Κυριακών, αδείας και τροφοδοσίας, υπερωριών. Πράγµατι, όπως προέκυψε από το έγγραφο της ενδίκου συµβάσεως εργασίας, συµπεριλαµβόνονται σε αυτή κλειστές υπερωρίες (fixed overtime). Επ’ αυτού λεκτέα τα εξής: α) η συμφωνία αµοιβής του ναυτικού µε πάγιο µηνιαίο µισθό, ο οποίος στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός µισθός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός µισθός και τα επιδόµατα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική συλλογική σύμβαση είναι έγκυρη (όρθρο 361 ΑΚ), υπό την προϋπόθεση ότι οι εκάστοτε νόµιµες αποδοχές δεν είναι µεγαλύτερες από τον συµφωνηθέντα κλειστό µισθό, β) εάν ο µισθός δεν καλύπτει: το σύνολο των ελαχίστων νοµίµων αποδοχών η συµφωνίο είναι άκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορό (ΑΠ 1013/2003 ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34.355), γ) στη συµφωνία αυτή είναι επιτρεπτή, υπό τις προαναφερόµενες προϋποθέσεις, η πρόβλεψη περί επιπλέον αποζηµίωσης για την πραγματοποίηση συγκεκριµένου αριθµού υπερωριών («κλειστές υπερωρίες»), πλην όµως η εν λόγω έγκυρη καταρχήν συμφωνία δεν κωλύει τη διεκδίκηση εκ µέρους του ναυτικού του συνόλου της αµοιβής για υπερωριακή εργασία, εάν ο πραγµατικός χρόνος υπερωριακής απασχόλησης ουτού υπερβαίνει τον συµφωνηθέντα µε τη σύµβαση «κλειστό» αριθµό υπερωριών (ΕφΠειρ 892/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ σε κάθε περίπτωση, παραίτηση του εργαζοµένου από τη λήψη των δεδουλευµένων αποδοχών του αντίκειται σε διατάξεις δηµόσιας τάξης και είναι άκυρη (άρθρα 3, 174, 179 ΑΚ). Επομένως, αφού στην προκειµένη περίπτωση αποδείχτηκε ότι ο ενάγων παρέσχε υπερωριακή εργασία επί του πλοίου πέραν του συµφωνηθέντος «κλειστού» αριθµού υπερωριών, σύµφωνα µε τα παραπάνω, δικαιούται την αµοιβή του για την πραγµατική υπερωριακή εργασία του, απορριπτοµένου του περί του αντιθέτου ισχυρισµού της εναγοµένης. Επιπρόσθετα, η ένσταση συµψηφισµού που προέβαλε η εναγοµένη ισχυριζόµενη ότι, εκτός από τα ανωτέρω ποσά που έλαβε ο ενάγων για πάγιες uπερωρίες κοθηµερινών – Κυριακών – Σαββάτων και αργιών λάµβανε επιπλέον το ποσό των 199,65 ευρώ µηνιαίως ως «μπόνους πλοιοκτητών» είναι απορριπτέα διότι, πέραν της ανυπαρξίας στην εν λόγω σύµβσση ναυτολογήσεως συγκεκριµένου ρητού συµβατικού όρου, δυνάµει του οποίου η συγκεκριµένη παροχή να υπόκειται σε συµφηφισµό µε τυχόν αξίωση του ενάγοντος για παροχή υπερωριακής εργασίας, η εν λόγω οικονοµική παροχή καταβλήθηκε για διάφορη της υπερωριακής εργασίας αιτία και ουδόλως συνδέεται µε την παροχή υπερωριακής εργασίας αλλά έχει το χαρακτήρα επιµισθίου (bonus) ως επιβράβευση του ζήλου και της δραστηριότητας του ναυτικού κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ο συµψηφισµός του οποίου είναι καταρχήν δυνατός προς τις τυχόν ανώτερες των νοµίµων συµβατικές αποδοχές, υπό την προϋπόθεση όµως ότι υφίσταται σαφής και συγκεκριµένη ρήτρα συµφηφισµού, στην προκειµένη δε περίπτωση από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η ύπαρξη τοιαύτης ρήτρας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, µε το να δεχθεί ότι αποδείχθηκαν εν µέρει οι αγωγικοί ισχυρισµοί περί υπερωριακής απασχόλησής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, τεσσάρων και όχι έξι τουλάχιστον, κατά τους αγωγικούς ισχυρισµούς του, ωρών κατά τις καθηµερινές, Κυριακές Σάββατα και αργίες, δεν έσφαλε στην εκτίµηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός μοναδικός λόγος έφεσης του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και δεύτερου λόγος έφεσης της εφεσίβλητης – εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιµος.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος των υπό κρίση εφέσεων προς έρευνα, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, ενώ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 07-01-2019 (αριθμ. έκθεσης καταθ. 261/133/2019) και 19-02-2019 (αριθμ. έκθεσης καταθ. 1614/779/2019) εφέσεις.

Δέχεται τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις και

Απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις       20-01-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ