ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
241 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 19-03-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Σ. Λ. του Δ., κατοίκου Π. Α. (οδός …) με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ της πληρεξουσίας δικηγόρου του Άννας Κοντοσέα.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΣΒΛΗΤΩΝ: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει στα Χ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στα Χ. Κ. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποίες παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Αικατερίνης Σταματελοπούλου.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 26-2-2015 και με αριθμό κατάθεσης 13/2015 αγωγή του κατά της εφεσίβλητης και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 7/2017 οριστική απόφασή του έκρινε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Χ.. Ήδη ο εκκαλών με την από 29-11-2018 του προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 13186/313/2018, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, σύμφωνα με σχετική του δήλωση (αρθρ. 242§2 ΚΠολΔ), δεν παρέστη, αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 7/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις για τις εργατικές διαφορές (άρθρα 621, 622 ΚΠολΔ), ήτοι ασκήθηκε προ πάσης επιδόσεως, καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, δεν έχει, δε, παρέλθει από την έκδοσή της μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση έφεσης η καταχρηστική προθεσμία που τάσσει το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης των ένδικων εφέσεων, ήτοι μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/23.7.2015, βλ. άρθρο ένατο, παρ.2 Ν. 4335/2015). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), εφόσον κατ’ άρθ. 513 παρ.1 περ. α έφεση επιτρέπεται και κατά των αποφάσεων του πρώτου βαθμού που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εκθέτει ότι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που κατήρτισε διαδοχικά στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από 22-2-2013 έως 22-8-2014, με τις εναγόμενες, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του υποναύκληρου και υπό τους όρους που θέτει η ελληνική ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, στα υπό ελληνική σημαία οχηματαγωγά – επιβατηγά πλοία “…” κ.ο.χ. 16.827,33 και «…» κ.ο.χ. 17.613,51, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης καθώς και στο υπό ελληνική σημαία οχηματαγωγό – επιβατηγό πλοίο «…» κ.ο.χ. 9.850, κυριότητας της πρώτης εναγομένης την εκμετάλλευση του οποίου είχε αναλάβει ως εφοπλίστρια η δεύτερη εναγομένη. Ότι εργάστηκε κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, η δε ναυτολόγησή του διήρκησε μέχρι τις 22-08-2014, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά μετά από αμοιβαία συμφωνία. Ότι οι δεδουλευµένες αποδοχές που του κατέβαλε τόσο η πλοιοκτήτρια εταιρεία των δύο πρώτων πλοίων όσο και η εφοπλίστρια του τρίτου ως άνω πλοίου, ως εργοδότριες του ήταν κατώτερες των νομίμων αποδοχών που ορίζονταν από την οικεία ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Ζητούσε δε ακολούθως, να υποχρεωθούν η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει, ως διαφορές αποδοχών και επιδοµάτων για τα χρονικά διαστήµατα απασχόλησης του σε κάθε πλοίο, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή, το συνολικό ποσό των το ποσό των 17.749,47 ευρώ, εκ των οποίων για το ποσό των 3.421,94 ευρώ ευθύνεται δια του πλοίου της «…» από κοινού και εις ολόκληρο με την δεύτερη εναγομένη, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο της απόλυσης του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 7/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο Χ.. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση έφεση του, με μοναδικό λόγο εφέσεως ότι το Δικαστήριο, που δίκασε πρωτοδίκως την αγωγή, από κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και γι’ αυτό ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση του, να εξαφανισθεί η ανωτέρω υπ’ αριθ. 7/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά , να γίνει δεκτή η αγωγή του και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στη δικαστική του δαπάνη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρωτοβάθμιο τακτικό Δικαστήριο, που δεν είναι κατά τόπο αρμόδιο, μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του ίδιου κώδικα, η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Το έγγραφο που απαιτείται, κατά την τελευταία διάταξη για την ανωτέρω συμφωνία είναι συστατικό αυτής και όχι αποδεικτικό, όπως σαφώς προκύπτει από την όλη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως και ιδίως από τη φράση «είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη» (ΕφΠατρ. 861/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η συμφωνία αυτή δημιουργεί αποκλειστική αρμοδιότητα, η οποία υπερισχύει της γενικής νόμιμης δωσιδικίας του εναγομένου, καθώς και των συντρεχουσών ειδικών δωσιδικιών, εκτός αν από την ίδια τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο, όπως συμβαίνει όταν καθίστανται αρμόδια περισσότερα δικαστήρια, οπότε είναι δυνατή, κατ` επιλογή του ενάγοντος, η εισαγωγή της υπόθεσης σε οποιοδήποτε απ` αυτά (βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 44, σ. 296-297, αριθ. 2). Αν για έναν από τους ομοδίκους ισχύει αποκλειστική δωσιδικία, όπως στην περίπτωση της παρέκτασης που προαναφέρθηκε, τότε σύμφωνα με την άποψη που δέχεται το παρόν Δικαστήριο, και οι υπόλοιποι ομόδικοι πρέπει να εναχθούν στο δικαστήριο της αποκλειστικής αυτής δωσιδικίας, ώστε να αποφεύγεται η χωριστή εκδίκαση της υπόθεσης και η έκδοση τυχόν αντιφατικών αποφάσεων (βλ. ερμηνεία ΚΠολΔικ Κεραμέα Κονδύλη Νίκα κάτω από αρθ. 37 σημ. 2 και εκεί παραπομπές Κεραμέα, Αστ. Δικ. Δίκαιο (Γενικό Μέρος), έκδ. 1986, σελ. 71, 72).-Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες προέβαλαν πρωτοδίκως την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας, ισχυριζομένες ότι με ειδικό όρο που περιλαμβάνεται στις έγγραφες συμβάσεις εργασίας δυνάμει των οποίων ναυτολογήθηκε ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ορίστηκε ότι για την επίλυση οποιοσδήποτε διαφοράς που θα προκύψει από τη σύμβαση εργασίας, αρμόδια είναι τα δικαστήρια των Χ. Κρήτης. Η συμφωνία αυτή είναι έγκυρη, γιατί από την επισκόπηση των από 28-5-2013, 28-4-2014 και 29-1-2014 έγγραφων συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, προκύπτει ότι αυτές πέραν των εργασιακών όρων και υποχρεώσεων της κάθε πλευράς, περιέχουν και την άνω ρήτρα παρέκτασης και φέρουν την υπογραφή των διαδίκων και ως εκ τούτου, αρμόδιο Δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς που θα ανέκυπτε, είναι το Ειρηνοδικείο Χ.. Ο ενάγων με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρίσθηκε ότι η εν λόγω συμφωνία παρέκτασης αρμοδιότητας είναι άκυρη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 116 ΚΠολΔ, γιατί οδηγεί σε παρέλκυση της δίκης, ότι δεν αποτέλεσε ποτέ ο όρος της παρέκτασης προϊόν διαπραγμάτευσης του με την πρώτη εναγομένη πριν από την πρόσληψή του και ότι καταχρηστικά προτάθηκε από τις εναγόεμνες η ένσταση αναρμοδιότητας, δεδομένου ότι η πρώτη εξ αυτών διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά. Οι ισχυρισμοί αυτοί του ενάγοντος που τους επαναφέρει με το εφετήριο του, είναι αβάσιμοι, καθόσον αμφότερες οι εναγόμενες εταιρείες εδρεύουν στα Χ. Κ. και επομένως αν δεν υπήρχε η άνω ρήτρα παρέκτασης, αρμόδια δικαστήρια για την επίλυση της ένδικης διαφοράς θα ήταν τα Δικαστήρια των Χ. όπου βρίσκεται ο τόπος της έδρας των εναγομένων εργοδοτριών (αρθ. 22, 25 ΚΠολΔ), το γεγονός δε ότι στην εργασιακή σύμβαση που υπέγραψε ο ενάγων, τέθηκε έστω και με πρόταση της πρώτης εναγομένης, την οποία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα ο ενάγων, η ως άνω ρήτρα παρέκτασης, δεν καθιστά καταχρηστική τη δικονομική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, ούτε αντίθετη με τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, ώστε να συντρέχει περίπτωση παράβασης της διάταξης του άρθρου 116 ΚΠολΔ. Ούτε μπορεί να γίνει λόγος ότι η πρώτη εναγομένη δόλια, εκμεταλλευόμενη την απειρία του εναγόντος, θέλησε να ενάγεται στα Χ., όπου βρίσκεται η κύρια δραστηριότητά της, αποσκοπώντας να καταστήσει δυσχερέστερη οικονομικά τη θέση του ενάγοντος, γιατί η προσφυγή του τελευταίου στα Δικαστήρια των Χ., για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, – όπου δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία του -, δεν προκαλεί σε αυτόν δυσβάσταχτες δαπάνες και δεν του στερεί τα νόμιμα δικαιώματά του, καθόσον κατοικεί στην Π. Α., όπου οι εναγόμενες δεν διατηρούν υποκατάστημα. Επίσης, η δημιουργία ειδικού τμήματος εκδίκασης των ναυτικών διαφορών αφορά το Πρωτοδικείο Πειραιώς και όχι το Ειρηνοδικείο της ίδιας περιφέρειας και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί συντρέχουσα δωσιδικία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με τα λοιπά δικαστήρια της ελληνικής επικράτειας. Όσον αφορά το δικαίωμα των εναγομένων να επικαλεστούν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την πιο πάνω συμφωνία παρέκτασης αρμοδιότητας και να προτείνουν την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας, τούτο δεν ασκείται καταχρηστικά, αφενός γιατί δεν οδηγεί σε παρέλκυση της δίκης και δεν εμπλέκει τον ενάγοντα σε ατέρμονες δικαστικούς αγώνες, αφετέρου γιατί λόγω της δικονομικής φύσης του δικαιώματος τούτου, δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, στον οποίο εμπίπτει η άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1697 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1288/1994). Επίσης, εφόσον για την πρώτη εναγομένη ισχύει αποκλειστική δωσιδικία, τότε σύμφωνα με την άποψη που δέχεται το παρόν Δικαστήριο, και η δεύτερη εναγομένη λόγω της ομοδικίας τους, πρέπει να εναχθεί στο δικαστήριο της αποκλειστικής αυτής δωσιδικίας, ώστε να αποφεύγεται η χωριστή εκδίκαση της υπόθεσης και η έκδοση τυχόν αντιφατικών αποφάσεων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα αυτά, -έστω και χωρίς αιτιολογίες, που συμπληρώνονται με την παρούσα απόφαση (αρθ. 534 ΚΠολΔ) -κήρυξε εαυτό κατά τόπο αναρμόδιο και παρέπεμψε την κρινόμενη αγωγή προς εκδίκαση στο κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο, δηλαδή στο Ειρηνοδικείο Χ. (διαδικασία εργατικών διαφορών), δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο εφάρμοσε και όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εκκαλών με το μοναδικό λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως αβάσιμη κατ’ ουσία και απορριπτέα κρίνεται και η έφεσή του. Τέλος, λόγω του ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (βλ. αρθ. 106,179, 183 ΚΠολΔικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20-1-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ