ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 484/2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 11473/5169/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στον Β. Α., οδός …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 11.2.2018 πληρεξουσίου της Προέδρου, Διευθύνουσας Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της Κ. Β., που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. Πρωτ. …/7.2.2017 Ανακοίνωση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ., Ηλίας Τσάκαλης του Παναγιώτη (ΑΜ/ΔΣΑ 33027 – βλ. το Νο …/13.2.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ε. Β. του Π., η οποία διατηρεί ατομική επιχείρηση – ναυλομεσιτικό γραφείο με διακριτικό τίτλο “I. C.” που εδρεύει στη Γ. Α., …, με ΑΦΜ …, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 12.2.2019 δικαστικού πληρεξουσίου, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Μιχαήλ Κυριαζής του Εμμανουήλ (ΑΜ/ΔΣΑ 31919 – βλ. το Νο …/13.2.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Α. Α., …, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 25.10.2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 11473/5169/5.11.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4…/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 19.4.2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
- I. O ναυλομεσίτης (sea broker) είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος (άρθρο 1 ΕμπΝ και 2 ΒΔ 2/14.5.1835 περί αρμοδιότητος εμποροδικείων). Αυτός, συνήθως, μεσολαβεί μόνο και δε μετέχει στην κατάρτιση της συμβάσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων, τους οποίους απλώς φέρνει σε επαφή, οπότε και δεν ευθύνεται για την καλή εκτέλεση αυτής (ΕφΠειρ 456/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ναυτικός πράκτορας (ship agent) είναι και αυτός ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο οποίος, κατ’ αντίθεση προς τον ναυλομεσίτη, καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπός του (ως προς τις προς τα έξω σχέσεις). Η σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου (άρθρα 713 επ. ΑΚ), όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων του τελευταίου (απόδοση λογαριασμών κ.λπ.) και του εκμισθωτή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή εργολάβου, όσον αφορά την αμοιβή του, γεγονός που έχει ως συνέπεια την εφαρμογή στη σύμβαση πρακτορείας των συναφών διατάξεων για την εντολή και τη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ) ή τη σύμβαση έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ), αντιστοίχως. Και τούτο, γιατί η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας έχει στοιχεία από όλες αυτές τις συμβάσεις. Ο ναυτικός πράκτορας, πραγματικά, ως ανεξάρτητος επαγγελματίας, προσφέρει τις υπηρεσίες του κατά κανόνα σε μόνιμη βάση, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ή ευκαιριακώς, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση έργου, και οπωσδήποτε επιμελείται υποθέσεις άλλου, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση εντολής. Εξάλλου, αναλογική εφαρμογή στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας έχουν και οι διατάξεις για την εμπορική αντιπροσωπεία, οι οποίες διέπονται από το ΠΔ 219/1991 (περί όλων των ανωτέρων βλ. ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ 1980.1102, ΕφΠειρ 1059/1995 ΕΝαυτΔ 1997.87, ΜΠρΠειρ 2499/2003 ΔΕΕ 2003.975 = ΕΝαυτΔ 2003.183, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Μερικές φορές, όμως, ο ναυλομεσίτης που εξυπηρετεί μία ή και περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ή εμπόρους, δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τους ενδιαφερομένους, αλλά παίρνει μέρος και στην κατάρτιση της συμβάσεως, ήτοι ενεργεί πράξεις ή δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του πλοιοκτήτη, όπως π.χ. όταν εισπράττει ολόκληρο τον ναύλο, με σκοπό να τον αποδώσει σε αυτόν. Στην περίπτωση αυτή, φυσικά, ενεργεί κατ’ ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο (βλ. ΕφΛαρ 460/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.562, με παρατ. Αχ. Μπεχλιβάνη στην ΕπισκΕμπΔ 2006.569, ΕφΠειρ 237/2000 ΕπισκΕμπΔ 2000.785 με παρατηρήσεις Κιάντου -Παμπούκη σελ. 790 επ., ΕφΠειρ 456/2000 ΔΕΕ 2000.892 = ΕΕΜΠΔ 2000.544). Στην περίπτωση αυτή, ο ναυλομεσίτης ευθύνεται όπως ο ναυτικός πράκτορας, ήτοι υποχρεούται απέναντι στον εντολέα του (συνήθως πλοιοκτήτη) να εκτελεί τα καθήκοντά του με κάθε επιμέλεια, ευθυνόμενος για κάθε πταίσμα. Ο κανόνας αυτός προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 1 ΠΔ 219/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους αλλά και στις διατάξεις που αφορούν άλλες συγγενείς συμβάσεις, όπως είναι το άρθρο 652 παρ. 1 ΑΚ για τη μίσθωση εργασίας, κατά το οποίο «Ο εργαζόμενος αρείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για την ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλειά του», καθώς και το άρθρο 714 ΑΚ για την εντολή, κατά το οποίο «Ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με τα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, προκύπτει ότι ο εντολοδόχος είναι υπεύθυνος να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου. Απαιτείται, δηλαδή, να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας που επήλθε στον εντολέα. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του υπόχρεου ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει τη ζημία, την οποία και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν, επομένως, ο εντολέας ουδεμία υπέστη ζημία ή αν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, από τη σύμβαση εντολής απορρέει η συμβατική υποχρέωση «διεξαγωγής της υποθέσεως» και ο τρόπος εκπληρώσεώς της προσδιορίζεται από το πνεύμα της συμβάσεως, εκφραζόμενο κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 714, 715-716 και 717 ΑΚ και από την αρχή του άρθρου 288 ΑΚ. Νόμιμη δε υποχρέωση του εντολοδόχου, λόγω του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, είναι η υποχρέωση επιμελούς διαφυλάξεως και προστασίας του συμφέροντος του εντολέα, όχι όμως και έρευνας αν η διεξαγωγή της υποθέσεως ανταποκρίνεται πράγματι στο συμφέρον του εντολέα, αφού αρμόδιος γι’ αυτό είναι μόνον ο εντολέας (βλ. ΑΠ 118/2002, ΑΠ 1471/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Σταθόπουλο στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 713, αριθμ. 17, 18, σελ. 738-739). II. Κατά το άρθρο 822 του ΑΚ «Με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνο όταν συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις». Κατά δε το άρθρο 823 του ΑΚ «Ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 330-336 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση παρακαταθήκης μπορεί καταρχήν να καταρτίζεται και στα πλαίσια άλλης ρυθμισμένης συμβάσεως, οπότε για τη μικτή αυτή σύμβαση, εάν κάθε παροχή, ανεξάρτητα από τον τύπο στον οποίο ανήκει, είναι της αυτής σπουδαιότητας για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι για τον τύπο καθεμίας ισχύοντες κανόνες, εάν δε η μία από τις δύο είναι απλώς παρακολουθηματική της άλλης και οι εξ αυτής υποχρεώσεις είτε ανήκουν στις συνήθεις υποχρεώσεις από την κύρια σύμβαση είτε είναι παρακολουθηματικές της κυρίας συμβάσεως, οι για την κύρια σύμβαση εφαρμοστέες διατάξεις είναι κρίσιμες για την όλη σύμβαση. Όταν για τη φύλαξη του πράγματος οφείλεται αμοιβή, οπότε θα πρόκειται κατά κανόνα για αυτοτελή σύμβαση παρακαταθήκης στα πλαίσια άλλης κύριας συμβάσεως, τότε ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή για δόλο ή αμέλεια, η οποία (αμέλεια) υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια του μετρίως συνετού κοινωνικού ανθρώπου στον κύκλο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Διαφορετικά ο θεματοφύλακας ευθύνεται πάντοτε για βαριά αμέλεια και για ελαφριά αμέλεια μέχρι τον βαθμό πέρα από τον οποίο και για τις δικές του υποθέσεις δεν επιδεικνύει επιμέλεια. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του, επί αδυναμίας παροχής, ο θεματοφύλακας πρέπει να αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται όπως για το δικό του πταίσμα, κατά τις προαναφερόμενες διαβαθμίσεις (ΑΠ 1024/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1361/1991 ΕλλΔνη 1992.1196, ΕφΑθ 6685/2004 ΕλλΔνη 2005.911). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 822 επ., 330 και … ΑΚ προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, η αγωγή του παρακαταθέτη για αποζημίωσή του, λόγω απώλειας ή βλάβης του παρακατατεθέντος πράγματος, αρκεί να επικαλεσθεί ο ενάγων την κατάρτιση, έστω και σιωπηρώς, με τον εναγόμενο ως θεματοφύλακα, της συμβάσεως για το παραλαμβανόμενο από εκείνον προς φύλαξη πράγμα με την υποχρέωση απόδοσής του όταν ζητηθεί, καθώς και τις ζημίες που ο ίδιος υπέστη, λόγω των βλαβών που προξενήθηκαν σ’ αυτό (ΑΠ 1…/2000 ΕλλΔνη 2002.95). ΙΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, ενόψει και του ορισμού του άρθρου 330 ΑΚ, συνάγεται ότι παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, ως βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη, η οποία όταν είναι παράνομη δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείψει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου. Διότι και η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση για παραβίαση της συμβάσεως, να επιστηρίζει και αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση τελούμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο από το δίκαιο επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του να μην ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως, χωρίς προς τούτο να απαιτείται και η συνδρομή κάποιου άλλου στοιχείου. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του εντολοδόχου, ο οποίος ενήργησε στα πλαίσια της εντολής που του δόθηκε και που συναρτώνται κατ’ ανάγκην προς αμελή εκπλήρωση της εντολής αυτής (άρθρα 713, 714 ΑΚ) και ως εκ τούτου δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς τη σύμβαση αυτή, δεν συνιστούν και αδικοπρακτική ευθύνη αυτού (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1024/2010 ό.π., ΑΠ 484/2006 ΝοΒ 2006.1256, ΑΠ 47/1996 ΕλλΔνη 1996.1316, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 1996.1361, ΕφΑθ 3874/2011 ΕλλΔνη 2012.243, ΕφΑθ 7712/1985 ΕλλΔνη 1986.125, ΜΠρΠειρ 2499/2003 ό.π.). IV. Από τη φύση της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ) προκύπτει ότι η τελευταία αφορά φυσικά πρόσωπα. Δεν αποκλείεται όμως, σύμφωνα προς την κρατούσα νομολογιακώς άποψη, να είναι δικαιούχοι χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, γιατί και αυτά είναι φορείς εννόμων αγαθών. Έτσι, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης δύνανται να ζητήσουν και οι εταιρείες, αν με την αδικοπραξία προσεβλήθη η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικώς το εμπορικό τους μέλλον. Όμως, η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίτημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση και την οποία το αιτούμενο τη χρηματική ικανοποίηση νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει (ΑΠ 488/1983 ΝοΒ 1984.268, ΕφΑθ 4556/2005 ΕλλΔνη 2007.868, ΠΠρΑθ 1834/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΧαλκιδικ 70/2014 Αρμ 2014.2049· βλ. Σπυριδάκη Γεν. Αρχές σελ. 340, Γεωργιάδη στην ΕρμΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου υπ’ άρθρο 932 αρ. 13 και Στ. Πατεράκη «Χρηματική Ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης» έκδ. 1995, σελ. 130 και 292 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα εταιρεία, με την υπό κρίση αγωγή της ισχυρίζεται ότι είναι πλοιοκτήτρια, μεταξύ άλλων, των ιστιοπλοϊκών τουριστικών σκαφών “A.”, “B.” και “C.”, τα οποία είναι αναγνωρισμένα ως επαγγελματικά και τα εκμεταλλευόταν κατά τον προορισμό τους, ήτοι τα εκναύλωνε σε Έλληνες και αλλοδαπούς ναυλωτές. Ότι αυτή (ενάγουσα) συνήψε με την εναγόμενη, που διατηρεί ατομική επιχείρηση και δραστηριοποιείται με τον διακριτικό τίτλο “I. C.”, με σκοπό την παροχή ναυλομεσιτικών υπηρεσιών, προφορική σύμβαση δυνάμει της οποίας η πρώτη ανέθεσε στην τελευταία, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, τη διαμεσολάβηση για τη ναύλωση των σκαφών. Ότι, σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, υπεγράφησαν τα από 22.9.2018 ναυλοσύμφωνα μεταξύ της ενάγουσας ως πλοιοκτήτριας, του H. B. ως ναυλωτή και της εναγόμενης ως ναυλομεσίτριας, δυνάμει των οποίων ναυλώθηκαν τα τρία ως άνω σκάφη για τη χρονική περίοδο από 22.9.2018 και ώρα 17.00 έως 29.9.2018 και ώρα 8.00 π.μ. Ότι, πέραν της υπόδειξης του πελάτη – ναυλωτή, η εναγόμενη ανέλαβε, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ενάγουσας, να εισπράξει τον συμφωνηθέντα για κάθε ένα από τα σκάφη ναύλο και να παρακρατήσει το ποσό της εγγύησης ύψους 3.000 ευρώ για κάθε ένα από αυτά, με την ειδικότερη συμφωνία ότι η εγγύηση θα επιστρεφόταν στον ναυλωτή κατόπιν επιθεώρησης του σκάφους, του εξοπλισμού και των περιεχομένων του από τον πλοιοκτήτη. Ότι η αμοιβή της εναγόμενης συμφωνήθηκε στο ποσό των 372,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, το οποίο εξοφλήθηκε στο σύνολό του από την ενάγουσα. Ότι στις 27.9.2018, διαρκούσης της ναύλωσης, το σκάφος “A.” προσέκρουσε σε άλλο σκάφος που ήταν ελλιμενισμένο στον λιμένα της Σαλαμίνας, με συνέπεια την πρόκληση φθορών σε αμφότερα τα σκάφη, περαιτέρω δε το σκάφος “C.” προσέκρουσε, κατά την επιστροφή του στη μαρίνα Αλίμου στις 28.9.2018, στο σκάφος “D.”, επίσης πλοιοκτησίας της ενάγουσας. Ότι, κατόπιν αιτήματος του ναυλωτή, η ναύλωση παρατάθηκε κατά μία ώρα, ήτοι μέχρι τις 9.00 π.μ. της 29ης.9.2018, πριν τη λήξη δε αυτής (ναύλωσης) και περί τις 8.00 π.μ. ξεκίνησε η επιθεώρηση των σκαφών, κατά την οποία διαπιστώθηκαν ζημίες στο σκάφος “A.”, στο gelcoat του σκάφους “D.” και στην προπέλα του σκάφους “C.”, για τον λόγο δε αυτό περί τις 8.49 π.μ. της ίδιας ημέρας η ενάγουσα ενημέρωσε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την εναγόμενη για τις ζημίες και της έδωσε την εντολή να μην αποδώσει τις εγγυήσεις στον ναυλωτή. Ότι μέσω νέου μηνύματός της στις 10.10.2018 κάλεσε την εναγόμενη να τής αποδώσει μέχρι τις 12.10.2018 ολόκληρο το ποσό της εγγύησης για το σκάφος “A.” και το ποσό των 750 ευρώ εκ του συνολικού ποσού της εγγύησης για το σκάφος “C.”, ωστόσο η εναγόμενη τής απάντησε ότι είχε ήδη επιστραφεί στον ναυλωτή το συνολικό ποσό της εγγύησης για το σκάφος “C.”, μετά τη λήξη της ναύλωσης στις 8.00 π.μ. της 29ης.9.2018, για δε το σκάφος “A.” ότι δεν επρόκειτο ν’ αποδώσει το ποσό της εγγύησης, καθόσον ο ναυλωτής αμφισβητούσε το ύψος της ζημίας. Ότι, συνεπεία της προπεριγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης, η ενάγουσα υπέστη και ηθική βλάβη, λόγω προσβολής της εμπορικής φήμης, της επαγγελματικής υπόληψης και του κύρους της, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 30.000 ευρώ, εκ των οποίων επιφυλάσσεται να ζητήσει ποσό 44,00 ευρώ παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα κατά την ποινική διαδικασία. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη κυρίως την ενδοσυμβατική και την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης, επικουρικώς δε τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τής αποδώσει άλλως καταβάλει το ποσό των 3.750 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της ημέρας που κατέστη υπερήμερη, ήτοι από τις 13.10.2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 29.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να διαταχθεί σε βάρος της εναγόμενης προσωπική κράτηση ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της τελεσθείσας εκ μέρους της αδικοπραξίας, καθώς και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας (βλ. την υπ’ αριθ. …/6.11.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Γ.), παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 9, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Εξάλλου, η περί διαιτησίας ένσταση που υποβάλλει παραδεκτά κατά το άρθρο 263 εδ. β ΚΠολΔ η εναγομένη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Ειδικότερα, η εναγόμενη ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι η ένδικη διαφορά υπάγεται σε διαιτησία καθόσον με τον όρο 19 του αναφερομένου στην αγωγή ναυλοσυμφώνου ορίζεται ότι «σε περίπτωση που προκύψει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών αναφορικά με την παρούσα Σύμβαση ή με οτιδήποτε περιέχεται στην παρούσα, αυτή θα παραπέμπεται σε δύο Διαιτητές στην Ελλάδα, έναν ορισθέντα από κάθε μέρος, η απόφαση των οποίων θα είναι οριστική ή σε έναν Διαιτητή που θα ορισθεί από τους εν λόγω Διαιτητές, εάν και όταν αυτοί διαφωνήσουν, η απόφαση του οποίου Διαιτητή στην εν λόγω περίπτωση θα είναι οριστική». Η παραπάνω περί διαιτησίας συμφωνία αποδεικνύεται εγγράφως, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 868 ΚΠολΔ. Πλην όμως η ρήτρα αυτή αφορά στις διαφορές που τυχόν θα προκύψουν εκ της ναυλώσεως μεταξύ της εκναυλώτριας ενάγουσας και του κατοίκου Γερμανίας ναυλωτή H. B., όχι δε και στην υπό κρίση διαφορά σχετικά με την απόδοση της παρακατατεθείσας στην εναγόμενη εγγυήσεως, η οποία, σύμφωνα με τον όρο 18 του ιδίου ναυλοσυμφώνου, συνεβλήθη «μόνο ως πράκτορας και σε καμία περίπτωση δε φέρει ευθύνη για οποιεσδήποτε πράξεις, υποθέσεις ή πράγματα […], εκτός από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τη σχετική ελληνική νομοθεσία». Έχει λοιπόν αρμοδιότητα το δικαστήριο αυτό, η δε αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη κατά τη βάση της εκ της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγόμενης, αφού στο δικόγραφό της εκτίθενται τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη δεύτερη νομική σκέψη, ήτοι η κατάρτιση με την εναγόμενη ως θεματοφύλακα της συμβάσεως παρακαταθήκης, με την υποχρέωση απόδοσης των φυλασσομένων εγγυήσεων εφόσον και όταν ζητούνταν, καθώς και η επέλευση ζημιών στα σκάφη, χωρίς ν’ απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός αυτών, καθόσον αντικείμενο της παρούσας αγωγής δεν αποτελεί η αξίωση αποκατάστασης των προκληθεισών στα ένδικα σκάφη βλαβών, αλλά η αξίωση απόδοσης των παρακατατεθεισών ποσών εγγύησης από την εναγόμενη, στα πλαίσια και της συμβάσεως εντολής που τη συνέδεε με την ενάγουσα και η οποία καθιστούσε συμβατική της υποχρέωση τη διεξαγωγή της υποθέσεως στα πλαίσια της καλής πίστεως και προς το συμφέρον της εντολέως της, χωρίς όμως να φτάνει μέχρι του σημείου ελέγχου της σκοπιμότητας ή / και ορθότητας αυτής (βλ. πρώτη νομική σκέψη in fine). Ειδικότερος προσδιορισμός του ύψους των ζημιών θ’ απαιτείτο στην περίπτωση αμφισβητήσεως αυτού από τον ναυλωτή στα πλαίσια επίλυσης διαφοράς μεταξύ αυτού και της εκναυλώτριας εταιρείας. Συνεπώς, το δικόγραφο της ένδικης αγωγής πληροί τους όρους του άρθρου 216 ΚΠολΔ και δη εκείνον κατά τον οποίο η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά της εναγόμενης και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της τελευταίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω κατά τη βάση της εκ της ενδοσυμβατικής ευθύνης η αγωγή είναι νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 288, 297, 298, 330-336, 822 επ., 713 επ., 340, 341, 345 ΑΚ, 1 ΕμπΝ, 2 β.δ. 2/14.5.1835, 4 παρ. 1 π.δ. 219/1991, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Αντίθετα, η αγωγή, καθ’ ο μέρος διώκεται και θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγόμενης, δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε, διότι οι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή πράξεις ή παραλείψεις της εναγόμενης συναρτώνται κατ’ ανάγκη προς εκπλήρωση της εντολής που της δόθηκε, μη δυνάμενες να νοηθούν χωρίς τη σύμβαση αυτή και, ως εκ τούτου, δε συνιστούν και αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, σύμφωνα και με όσα έχουν αναφερθεί στην προεκτεθείσα τρίτη μείζονα σκέψη της παρούσας. Άλλωστε, το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας εταιρείας που διώκεται να θεμελιωθεί επί των άρθρων 57, 59, 914, 919 και 932 ΑΚ τυγχάνει νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, διότι το δικαίωμα επί της προσωπικότητας των νομικών προσώπων πρέπει να αφορά επαγγελματικά συμφέροντα του νομικού προσώπου και η βλάβη πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να έχει υλική υπόσταση (βλ. υπό στοιχείο IV. νομική σκέψη), στην υπό κρίση δε περίπτωση, με βάση τα αναφερόμενα στο δικόγραφο, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Συνακόλουθα, το παρεπόμενο αίτημα απειλής σε βάρος της εναγόμενης προσωπικής κράτησης λόγω της τελεσθείσας εκ μέρους της αδικοπραξίας, ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, κατ’ άρθρο 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, τυγχάνει, μετά την απόρριψη της εν λόγω βάσης της αγωγής, μη νόμιμο και απορριπτέο. Τέλος, ως προς την επικουρική βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η αγωγή τυγχάνει νόμω αβάσιμη και εντεύθεν απορριπτέα, καθόσον, σωρευόμενη επικουρικώς με εκείνη από τη σύμβαση, δεν στηρίζεται σε διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά αλλά στα ίδια με αυτήν (ΑΠ 16/2008, ΑΠ 2019/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, στο μέτρο που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 259695170959 0415 0035 e-παράβολο, σε συνδυασμό με το από 12.2.2019 αποδεικτικό εξόφλησης της «Τράπεζας Πειραιώς»).
Σύμφωνα με το άρθρο 421 ΚΠολΔ η ένορκη βεβαίωση πρέπει να λαμβάνεται ενώπιον ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου με συγκεκριμένη τοπική αρμοδιότητα (αυτή της έδρας του δικαστηρίου, κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα). Πρόκειται για διάταξη που αποσκοπεί στο να αποτρέψει παρατηρηθείσες καταχρηστικές κλητεύσεις σε απομακρυσμένα ειρηνοδικεία ή συμβολαιογράφους άσχετους με τη δίκη ή τον μάρτυρα, προκειμένου να δυσχερανθεί η άσκηση του δικαιώματος του κλητευθέντος να παρασταθεί στη διαδικασία. Το άρθρο 424 ΚΠολΔ φαίνεται να επιβάλλει κατά τη διατύπωσή του το ανυπόστατο και στις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον τοπικά αναρμόδιου ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου. Ωστόσο, κατά την τελολογικά ορθότερη άποψη, τέτοιες ένορκες βεβαιώσεις δεν καθίστανται αυτοδικαίως άκυρες (ανυπόστατες), αλλά άκυρες με απόδειξη δικονομικής βλάβης (άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ) από την πλευρά του κλητευόμενου αντιδίκου και με αντίστοιχη κήρυξή τους ως άκυρων με δικαστική απόφαση. Και τούτο διότι στον σκληρό πυρήνα των απαραίτητων στοιχείων του υποστατού της ένορκης βεβαίωσης ανήκει η λήψη της ενώπιον λειτουργικά αρμόδιου οργάνου (π.χ. λήψη από συμβολαιογράφο και όχι από ληξίαρχο) και όχι η λήψη ενώπιον τοπικά αρμόδιου. Εξάλλου, η αναρμοδιότητα δεν αποτελεί ούτε στο πλαίσιο της δίκης προϋπόθεση που συνεπάγεται απαράδεκτο της αγωγής, κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορεί να συνεπάγεται απαράδεκτο αποδεικτικού μέσου. Απαιτείται λοιπόν μια συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 424 ΚΠολΔ ως προς το προαναφερθέν ελάττωμα, που να συνάδει τόσο με τη θεωρία περί ακυρότητας των διαδικαστικών πράξεων όσο και με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4…/2015 που δεν περιλαμβάνει ρητά στις ουσιώδεις διατυπώσεις την τοπική αναρμοδιότητα (βλ. ΠΠρΦλωρ 19/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ’ αριθ. … και …/12.2.2019 ένορκες βεβαιώσεις των Π. Β., Χ. Μ. και Γ. Β. αντιστοίχως, που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Λιάκου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …/7.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς Δ. Τ.), από τις υπ’ αριθ. … και …/12.2.2019 ένορκες βεβαιώσεις των Γ. Ν., Ι. Μ. και Μ. Μ. αντιστοίχως, που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …΄/7.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Κ. Κ.), από την υπ’ αριθ. …/27.2.2019 ένορκη βεβαίωση του Ε. Μ., που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης προς αντίκρουση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …΄/22.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Κ. Κ.), αλλά και από την υπ’ αριθ. …/28.2.2019 ένορκη βεβαίωση του Π. Α., που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας προς αντίκρουση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Λιάκου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …/25.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς Δ. Τ.), και λαμβάνεται υπόψη, παρότι δεν λήφθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου της έδρας του παρόντος δικαστηρίου (Π………) ή της κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα (Ν., όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ένορκης αυτής βεβαιώσεως), αφού δεν αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη υπέστη δικονομική βλάβη από τη λήψη της ένορκης αυτής βεβαιώσεως ενώπιον τοπικά αναρμόδιας συμβολαιογράφου, πολλώ μάλλον που στις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2830/2000 (Κώδικας Συμβολαιογράφων) οι συμβολαιογράφοι Αθηνών μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και στις περιφέρειες των Ειρηνοδικείων Ν. και Π……., ούτε προσκρούει στην αρχή της ισότητας των όπλων που καθιερώνει το άρθρο 110 ΚΠολΔ [και όχι το άρθρο 106 ΚΠολΔ, όπως αναφέρεται στην προσθήκη της εναγόμενης, καθόσον αυτό καθιερώνει την αρχή της διάθεσης και συζήτησης] η λήψη της την ημέρα που έκλεινε ο φάκελος της υπό κρίση υπόθεσης, όπως αβάσιμα επικαλείται με την προσθήκη στις προτάσεις της αυτές η εναγόμενη, καθόσον λήφθηκε στις 09.30 π.μ. της 28ης.2.2019, ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών, επομένως ήταν επαρκής ο χρόνος για να την αντικρούσει με την προσθήκη της, καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζονται από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως με τις προτάσεις τους και την προσθήκη σ’ αυτές, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία «…», που συστάθηκε και καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών την 31 Οκτωβρίου 1990, δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην αγορά, μίσθωση, εκμίσθωση ή εκμετάλλευση με οποιονδήποτε τρόπο τουριστικών πλοίων ή πλοιαρίων και στη χρησιμοποίησή τους για την εκτέλεση πλόων θαλάσσιας αναψυχής ή περιηγήσεως (βλ. ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ 3989/5.11.1990). Για τις ανάγκες της εμπορίας της, είναι πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία σκαφών αναψυχής «A.», υπ’ αριθ. νηολογίου Π……… …, «B.», υπ’ αριθ. νηολογίου Π….. … και «C.», υπ’ αριθ. νηολογίου Π…….. …, τα οποία εκμεταλλεύεται επαγγελματικά και εκναυλώνει σε τρίτα πρόσωπα για θαλασσοπλοΐα. Με άτυπη σύμβαση ναυλομεσιτείας είχε αναθέσει στην εναγόμενη, που διατηρεί ναυλομεσιτικό γραφείο με τον διακριτικό τίτλο «I. C.» στη Γ., να μεσολαβεί και να της υποδεικνύει πρόσωπα ενδιαφερόμενα για τη χρονοναύλωση των ανωτέρω σκαφών, έναντι αμοιβής. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της σχέσεως, η εναγόμενη υπέδειξε ως ναυλωτή τον Γερμανό H. B., και, δυνάμει των από 22.9.2018 ναυλοσυμφώνων, συντεταγμένων στην αγγλική αλλά προσκομιζομένων σε ελληνική μετάφραση, η ενάγουσα ναύλωσε τα ως άνω σκάφη στον Γερμανό υπήκοο για το χρονικό διάστημα από 17.00 στις 22.9.2018 μέχρι 08.00 στις 29.9.2018, έναντι συνολικού συμφωνηθέντος ναύλου για έκαστο σκάφος 2.912 ευρώ. Ως λιμένας παράδοσης και επαναπαράδοσης των σκαφών, που ναυλώθηκαν χωρίς πλήρωμα («γυμνά»), συμφωνήθηκε η μαρίνα Αλίμου. Μεταξύ των λοιπών υποχρεώσεων του ναυλωτή, συμφωνήθηκε (όρος 4.β) «να καταθέσει και να παραδώσει ως εγγύηση στον πλοιοκτήτη κατά την παραλαβή του σκάφους το ποσό των 3.000 € ώστε να καλύψει εν όλω ή εν μέρει οποιαδήποτε αξίωση του πλοιοκτήτη σε σχέση με οποιαδήποτε απώλεια ή ζημία του σκάφους ή / και του εξοπλισμού του, που δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο σύμφωνα με τον όρο 3(β) της παρούσας, καθώς και οποιαδήποτε αξίωση του πλοιοκτήτη σε σχέση με τις διατάξεις του όρου 4(α) ανωτέρω. Η ανωτέρω εγγύηση θα επιστραφεί στον ναυλωτή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, κατόπιν επιθεώρησης του σκάφους, του εξοπλισμού και του περιεχομένου του από τον πλοιοκτήτη. Η εγγύηση του σκάφους ποσού 3.000 € θα παρακρατηθεί από τον πελάτη από τον μεσίτη «….» για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας «…». Σημειώνεται ότι στα ένδικα ναυλοσύμφωνα δεν αποτυπώθηκε ο τρόπος δέσμευσης των ποσών της εγγύησης, το γεγονός δε ότι για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε πιστωτική κάρτα του ναυλωτή, κατόπιν συμφωνίας του ιδίου με την εναγόμενη, δεν αναιρεί τη συμφωνηθείσα κατά τ’ ανωτέρω υποχρέωση της θεματοφύλακα – εναγόμενης να τ’ αποδώσει στην ενάγουσα μόνο κατόπιν σχετικής εντολής της. Επομένως, με τα ως άνω ναυλοσύμφωνα καταρτίσθηκε παρεπομένως και σύμβαση παρακαταθήκης των προαναφερθέντων ποσών, με βάση την οποία η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να τα φυλάττει μέχρις ότου επιθεωρηθούν τα σκάφη, ο εξοπλισμός και το περιεχόμενό τους από την πλοιοκτήτρια, για τη μεσιτεία της δε, έλαβε αμοιβή (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%) 372,00 ευρώ, για την οποία εξέδωσε το με αριθμό 00622/15.9.2018 τιμολόγιο. Η εν λόγω αμοιβή συμπεριλαμβάνει και την αμοιβή της για την παρεπόμενη σε κάθε ναυλοσύμφωνο σύμβαση παρακαταθήκης. Σημειώνεται ότι στα επίδικα ναυλοσύμφωνα συμβαλλόμενα μέρη ήταν η ενάγουσα ως εκναυλώτρια πλοιοκτήτρια, ο Γερμανός H. B. ως ναυλωτής και η εναγόμενη ως ναυλομεσίτρια, για την οποία, σύμφωνα με τον όρο 18 αυτών, ορίστηκε ότι: «Οι Πράκτορες/Μεσίτες των πλοιοκτητών ενεργούν με καλή πίστη και για τον Πλοιοκτήτη και τον Ναυλωτή, αλλά συμβάλλονται μόνο ως Πράκτορες και σε καμία περίπτωση δεν φέρουν ευθύνη για οποιεσδήποτε πράξεις, υποθέσεις ή πράγματα που έχουν πραγματοποιηθεί, τελεσθεί, παραλειφθεί ή υποστεί από οποιοδήποτε μέρος, εκτός από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τη σχετική ελληνική νομοθεσία». Από τα ανωτέρω προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι η εναγόμενη ενήργησε ουσιαστικά ως ναυτικός πράκτορας, για λογαριασμό της ενάγουσας, πρέπει, επομένως, να υποβληθεί στην αντίστοιχη νομική μεταχείριση, σύμφωνα και με την πρώτη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της ναύλωσης και συγκεκριμένα στις 27.9.2018 και περί ώρα 20.30, το σκάφος “A.”, με κυβερνήτη τον …, επιχείρησε να προσδέσει, χωρίς να έχει λάβει σχετική άδεια, στην πλωτή προβλήτα νο2 του λιμένα Βουρκαρίου Σαλαμίνας. Κατά την πρυμνοδέτηση προσέκρουσε ελαφρώς με τη δεξιά του πλευρά σε διπλανό σκάφος με αποτέλεσμα να μπλεχτεί η καρίνα του σκάφους με διπλανά ρεμέτζα. Τελικά το σκάφος “A.”, με τη βοήθεια ιδιοκτητών διπλανών σκαφών, έδεσε με ασφάλεια, η δε μηχανή του δεν παρουσίασε κάποιο τεχνικό πρόβλημα. Από το Γ΄ Λ/Τ Σαλαμίνας – Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά διαπιστώθηκε ότι τα ναυτιλιακά έγγραφα του σκάφους ήταν σε ισχύ, πλην όμως ο απόπλους του σκάφους απαγορεύθηκε μέχρι να προσκομιστεί πιστοποιητικό αξιοπλοΐας από νηογνώμονα. Πράγματι, κατόπιν επιθεωρήσεως του σκάφους στο λιμάνι της Σαλαμίνας στις 28.9.2018 από επιθεωρητή του Διεθνούς Γραφείου Επιθεωρήσεως Πλοίων, κατά την οποία διαπιστώθηκαν «μικρές εκδορές στη δεξιά πλευρά πλώρα στο σκάφος λίγο πιο κάτω από το κατάστρωμα του σκάφους» και «μικρές αμυχές στα υφαλοχρώματα στο κοίλο του σκάφους (κατόπιν φωτογραφιών από δύτη)», καθώς και ότι η μηχανή του σκάφους δεν παρουσίαζε κάποιο τεχνικό πρόβλημα ούτε υπήρξε εισροή υδάτων, έγιναν δε δοκιμές με ικανοποιητικά αποτελέσματα, εκδόθηκε αυθημερόν «βεβαιωτικό επιθεωρήσεως πλοίου μετά από βλάβη / ζημιά» (προς χρήση των ελληνικών αρχών), με ισχύ έως την 18.5.2019. Η επιθεώρηση αυτή κοστολογήθηκε από το διενεργήσαν Γραφείο Επιθεωρήσεων Πλοίων στο συνολικό ποσό των 300,00 ευρώ, πλέον συνολικού ποσού χαρτοσήμανσης 100,00 ευρώ, με την εξόφληση των οποίων (ποσών) επιβαρύνθηκε η πλοιοκτήτρια – ενάγουσα εταιρεία. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι το ως άνω επαγγελματικό σκάφος αναψυχής διέθετε εν ισχύ πιστοποιητικό – πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης μικρού Ε/Γ πλοίου υπ’ αριθ. …/25.5.2017, εκδοθέν από τον «Ελληνικό Νηογνώμονα» με ισχύ έως την 18.5.2019, η αναγκαιότητα δε έκδοσης του από 28.9.2018 «βεβαιωτικού επιθεωρήσεως» προέκυψε λόγω του ναυτικού συμβάντος που είχε προηγηθεί. Εξάλλου, το σκάφος “C.” με κυβερνήτη τον ως άνω ναυλωτή Γερμανό υπήκοο, κατά την επιστροφή του στη μαρίνα Αλίμου στις 28.9.2018, προσέκρουσε στο σκάφος “D.”, επίσης πλοιοκτησίας της ενάγουσας, προξενώντας εκδορές στο gelcoat αυτού (“D.”), αλλά και στην προπέλα του σκάφους “C.”, όπως διαπιστώθηκε από δύτη κατά τη διαδικασία του check-out. Σχετικά επισημαίνεται ότι ο ναυλωτής ζήτησε από την ενάγουσα στις 28.9.2018 να παραδώσει και τα τρία σκάφη που είχε ναυλώσει στις 09.00 της 29ης.9.2018 αντί για τις 08.00, όπως είχε συμφωνηθεί, τούτο δε έγινε δεκτό από την εκναυλώτρια – ενάγουσα και η διαδικασία check-out πραγματοποιήθηκε μεταξύ 08.00-09.00 π.μ. Με την ολοκλήρωση αυτής και συγκεκριμένα στις 08.49 π.μ. της 29ης.9.2018 η ενάγουσα ενημέρωσε την εναγόμενη μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι διαπιστώθηκαν ζημίες στα σκάφη “A.” και “C.”, των οποίων η πλήρης έκταση και το αντίστοιχο κόστος δεν ήταν δυνατό να διακριβωθούν στο χρονικό εκείνο σημείο, γι’ αυτό και της γνωστοποίησε ότι οι εγγυήσεις (“security deposits”) που η τελευταία παρακρατούσε για λογαριασμό της δεν έπρεπε να επιστραφούν στον ναυλωτή. Η εναγόμενη, με το από 1.10.2018 (απαντητικό) μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που απεστάλη εκ νέου στην ενάγουσα στις 5.10.2018 και στις 8.10.2018, σχεδόν πανομοιότυπο, ζήτησε από την ενάγουσα να την ενημερώσει για τα έξοδα του σκάφους “A.” και τα σχετικά τιμολόγια, προκειμένου να χρεώσει «την κάρτα του πελάτη της». Όταν δε η ενάγουσα, με το από 10.10.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, έθεσε προθεσμία στην εναγόμενη να της αποδώσει όλο το ποσό της εγγύησης που αφορούσε στο πλοίο “A.”, καθώς και το ποσό των 750 ευρώ ως μέρος της εγγύησης που αφορούσε στο πλοίο “C.”, ήτοι το συνολικό ποσό των 3.750 ευρώ, έως την 12.10.2018, με κατάθεσή του στον τραπεζικό της λογαριασμό, στον οποίο άλλωστε η εναγόμενη είχε καταθέσει και την αξία των ναύλων, η τελευταία της απάντησε ότι «Όσον αφορά στο σκάφος C. με Ν.Π. … και κυβερνήτη τον κ. H. B., το αποδεικτικό της εγγύησης επεστράφη μετά το τέλος του ναύλου κι ώρα 08.00 Ελλάδας, όπως ορίζει το ναυλοσύμφωνό σας. Το email σας σχετικά με τη διαπίστωση ζημιών απεστάλη στις 08.49 ώρα Ελλάδας, όπως φαίνεται στο κατωτέρω συνημμένο email σας. Όσον αφορά στο σκάφος A. με Ν.Π. … και κυβερνήτη τον κ. U. S. κατόπιν σημερινής τηλεφωνικής επικοινωνίας στις 10.10.2018, αμφισβητείται από τον ίδιο τον κ. S. το μέγεθος του ποσού των 3.000,00 € που ζητάτε να καταβληθεί. Παρακαλώ όπως μας αποστείλετε το συντομότερο δυνατόν τιμολόγια που να αποδεικνύουν το ύψος της ζημιάς που αναφέρετε». Έκτοτε ακολούθησε ανταλλαγή σωρείας μηνυμάτων μεταξύ των ήδη αντιδίκων, στα οποία διαφαίνεται η άρνηση της εναγόμενης ν’ αποδώσει τα αιτούμενα ποσά της εγγύησης, τα οποία εξάλλου δε διατηρεί πλέον στην κατοχή της. Ωστόσο, το γεγονός ότι είχε συμφωνηθεί η ναύλωση να διαρκέσει ως τις 08.00 δε σήμαινε άνευ ετέρου ότι μετά από το χρονικό εκείνο σημείο η εναγόμενη ηδύνατο ν’ απελευθερώσει τα ποσά της εγγύησης. Αντίθετα, είχε ρητά συμφωνηθεί ότι της επιστροφής των ποσών της εγγύησης έπρεπε να προηγηθεί έλεγχος των σκαφών και μόνο στην περίπτωση που δεν προέκυπτε οποιαδήποτε αξίωση της εκναυλώτριας εταιρείας από τυχόν ζημίες αυτών εδικαιούτο ο ναυλωτής ν’ αναλάβει τα ποσά της εγγύησης. Επομένως η εναγόμενη επέδειξε έλλειψη της εκ μέρους της οφειλόμενης επιμέλειας, που κανονικά απαιτείται στις συναλλαγές, επιστρέφοντας το σύνολο του ποσού των 3.000 ευρώ που της είχε παρακατατεθεί ως εγγύηση για το σκάφος αναψυχής “C.” με το πέρας της (αρχικώς) συμφωνηθείσας διάρκειας της ναύλωσης, χωρίς προηγουμένως να ενημερωθεί για το πόρισμα της επιθεωρήσεως αυτού. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο κυβερνήτης του σκάφους “A.” αμφισβήτησε το ύψος των επελθουσών σ’ αυτό ζημιών δε δικαιολογεί τη μη απόδοση του ποσού της εγγύησης από την εναγόμενη θεματοφύλακα στην πλοιοκτήτρια εταιρεία, για λογαριασμό της οποίας είχε αναλάβει τη φύλαξή του, καθόσον η εναγόμενη, ενεργώντας ως ναυτικός πράκτορας – εντολοδόχος της ενάγουσας, υποχρεούτο στην επιμελή διαφύλαξη και προστασία των συμφερόντων της τελευταίας, λόγω του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής. Ο ναυλωτής έπρεπε πλέον ο ίδιος να στραφεί σε βάρος της ενάγουσας, βάσει της καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης ναυλώσεως, προκειμένου να διεκδικήσει την παρακρατηθείσα σε βάρος του εγγύηση, αμφισβητώντας το ύψος της ζημίας. Επομένως, η εναγόμενη προκάλεσε υπαιτίως στην ενάγουσα ζημία, μην αποδίδοντας σ’ αυτήν το χρηματικό ποσό των 3.750 ευρώ, το οποίο πρέπει, συνεπεία της ενδοσυμβατικής ευθύνης της από τη σύμβαση παρακαταθήκης, να τής καταβάλει ως αποζημίωση, αφού είχε αναλάβει ως παρακολουθηματική υποχρέωση στα πλαίσια των καταρτισθεισών συμβάσεων ναυλώσεως να το φυλάει μέχρι το πέρας της επιθεώρησης των σκαφών. Η παραδεκτά προβαλλόμενη με τις προτάσεις της εναγόμενης ένσταση οικείου πταίσματος της ενάγουσας, συνιστάμενη στην καθυστερημένη επιθεώρηση των σκαφών, μετά τη συμφωνηθείσα λήξη της ναύλωσης, και στη μη τήρηση πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής, η οποία είναι νόμιμη κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα. Περαιτέρω η εναγόμενη υποβάλλει την ένσταση ότι η αγωγική αξίωση ασκείται καταχρηστικά, κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, επικαλούμενη για τη θεμελίωσή της ότι η ναύλωση των σκαφών είχε συμφωνηθεί να διαρκέσει μέχρι τις 08.00 της 29ης.9.2018 και ουδέποτε συμφωνήθηκε παράταση αυτής, η παράδοση των σκαφών έγινε έγκαιρα χωρίς να τηρηθεί πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής και χωρίς να διατυπωθεί προ του χρόνου λήξης από την πλοιοκτήτρια οποιαδήποτε αξίωση γι’ αποκατάσταση των ζημιών, καθυστερημένα δε, κακόπιστα και αντισυμβατικά διατυπώθηκε προς αυτήν αίτημα περί μη απόδοσης των ποσών της εγγύησης στις 8.50 της 29ης.9.2018. Ότι παρόλ’ αυτά η εναγόμενη επανειλημμένως ζήτησε την αποστολή των αποδεικτικών των ζημιών (τιμολόγια, φωτογραφίες) προκειμένου ο ναυλωτής να προέβαινε στην καταβολή των εν λόγω ποσών, το οποίο ο τελευταίος αποδέχθηκε και σε μεταξύ τους (του ναυλωτή και της ενάγουσας) επικοινωνία, πλην όμως η τελευταία ουδέποτε επικαλέστηκε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο των ζημιών και του κόστους αποκατάστασης αυτών. Τα επικαλούμενα όμως πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για τη θεμελίωση της ένστασης κατάχρησης δικαιώματος και επομένως ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Μετά από αυτά πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά το πιο πάνω ποσό των 3.750 ευρώ, που υποχρεούται να καταβάλει η εναγόμενη στην ενάγουσα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της ημέρας που κατέστη υπερήμερη, ήτοι από τις 13.10.2018, και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, γι’ αυτό και το παρεπόμενο αίτημα να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση πρέπει να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας λόγω της ήττας της και κατά την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i, 68 ΚώδΔικηγόρων), όπως ειδικότερα καθορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (3.750,00 €), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 13.10.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει σε διακόσια πενήντα (250,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31-1-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ