ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 293/2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 10205/4607/2018ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής 12664/6273/2017)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Απριλίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εμπορικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…», με διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στο Κ. Α., θέση Π., επί της οδού …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος, δυνάμει της από 21.12.2018 εξουσιοδότησης του νομίμου εκπροσώπου της Θ. Δ., που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικηγόρος της Νικόλαος Σαββίδης του Μιχαλάκη (ΑΜ/ΔΣΠ 3682 – βλ. το …/4.1.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Α. (…), και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της υπό εκκαθάριση τελούσας ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», όπως νόμιμα εκπροσωπείται σήμερα από την εκκαθαρίστριά της με έδρα στον Π……., οδός …, με ΑΦΜ …, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2) … συζ. Ν. Γ. το γένος Κ. Μ., κατοίκου Κ. Α., οδός Ε. Μ. αριθ. …., ως νόμιμης εκπροσώπου – εκκαθαρίστριας της υπό εκκαθάριση τελούσας ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο, 3) Α. συζ. Ε. Χ. το γένος Κ. Μ., κατοίκου Λ. Α., οδός …, με ΑΦΜ …, ως ετερόρρυθμης εταίρου της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…» (υπό εκκαθάριση), για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος, δυνάμει της από 3.1.2019 εξουσιοδότησης, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικηγόρος της Χαράλαμπος Σαμαράς του Παντελή (ΑΜ/ΔΣΑ 5950 – βλ. το Νο …/10.1.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Α. (…), και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 4) Ν. Γ. του Ι., κατοίκου Κ. Α., οδός Ε. Μ. αριθ. …, ως νόμιμου εξ αδιαθέτου κληρονόμου του Ε. Γ., ομόρρυθμου εν ζωή εταίρου και διαχειριστή της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», για τον οποίο δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27.11.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 12664/6273/2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 2.5.2018 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3550/2018 απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία το δικάσαν Τμήμα κηρύχθηκε αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί από το αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ήδη η αγωγή εισάγεται προς συζήτηση με την από 2.10.2018 κλήση της ενάγουσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 10205/2.10.2018 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 4607/2.10.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 26.3.2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 46 εδ. α΄ ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 5 και 6 του Ν. 2172/1993, στην περίπτωση που ναυτικές διαφορές και υποθέσεις εισαχθούν σε άλλο τμήμα του Πρωτοδικείου ή Εφετείου Πειραιά, οπότε παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών των Δικαστηρίων αυτών, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπάγγελτα και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Με την έκδοση της απόφασης για την παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο διατηρείται η εκκρεμοδικία και η υπόθεση καθίσταται πλέον εκκρεμής στο δικαστήριο που παραπέμπεται, χωρίς να επέρχεται διάγνωση για το αν επήλθαν ή όχι οι έννομες συνέπειες που επικαλούνται ή αποκρούουν οι διάδικοι (ΕφΘεσ 575/1990 ΕλλΔνη 1990.1331, Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α΄, σελ. 303 επ.). Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης εκείνη η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη για τυπικούς λόγους ή εκείνη για την οποία εκδόθηκε απόφαση η οποία αναβάλλει ή αναστέλλει την πρόοδο της δίκης (Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., τόμος Β΄, σελ. 338). Η συζήτηση, συνεπώς, στο δικαστήριο της παραπομπής θεωρείται ότι είναι «πρώτη», με όλες τις εντεύθεν συνέπειες [βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι (2012), 46 αριθ. 11, 281 αριθ. 1]. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46, 271 και 281 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής όπου εισάγεται με κλήση η υπόθεση, (πρώτη) συζήτηση της υποθέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΚΠολΔ, είναι η μετά την κλήση αυτή ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, οπότε και γεννάται θέμα ομολογίας, κατά το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον τότε ενεργοποιείται το βάρος του εναγομένου να απαντήσει στην ιστορική βάση της αγωγής με άρνηση, ομολογία κ.λπ. Τέλος, κατά το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ αναγκαστική ομοδικία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, υφίσταται όταν η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους. Στην περίπτωση αυτή η ύπαρξη διατάξεως που επεκτείνει το δεδικασμένο και έναντι τρίτων προσώπων εκλαμβάνεται ως λόγος που υπαγορεύει την αναγκαστική ομοδικία, ώστε η κοινή διαδικασία και η ενιαία απόφαση να αποτρέπουν τον κίνδυνο αντιφατικών δεδικασμένων. Συνεπώς, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 329 και 920 ΚΠολΔ αναγκαστική ομοδικία υφίσταται και στην περίπτωση κοινής εναγωγής ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας και των ομορρύθμων μελών της (βλ Κεραμέως, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γεν. Μέρος παρ. 101 σ. 263), η οποία μάλιστα διατηρείται και όταν ακόμη προβληθούν εκ μέρους των εταίρων προσωπικές ενστάσεις, δεδομένου ότι κατά το ισχύον δικονομικό δίκαιο ούτε μετάπτωση της αναγκαστικής ομοδικίας σε απλή είναι δυνατή ούτε εν μέρει αναγκαστική και εν μέρει απλή ομοδικία αναγνωρίζεται. Αναγκαστική δε ομοδικία υφίσταται και στην περίπτωση εναγωγής ετερόρρυθμης εταιρείας και του ετερορρύθμου μέλους της, το οποίο, λόγω ενεργείας πράξεων διαχειρίσεως προς τα έξω, ευθύνεται κατά τα άρθρα 27 και 28 ΕμπΝ απεριορίστως και εις ολόκληρον, δεδομένου ότι ο ετερόρρυθμος αυτός εταίρος, χωρίς να εξομοιώνεται προς ομόρρυθμον υπόκειται όμως σε όλη τη ρύθμιση της ευθύνης του τελευταίου με την έννοια ότι επεκτείνεται και σ’ αυτόν το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα της αποφάσεως κατά της ετερόρρυθμης εταιρείας (βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις τομ. Α΄, έκδ. β΄ παρ. 90 σελ. 245) και συνεπώς υφίσταται και εδώ η δικαιολογητική βάση της αναγκαστικής ομοδικίας (ΕφΑθ 9848/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 2.10.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 10205/4607/2018 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση η από 27.11.2017 υπ’ αριθ. κατάθεσης 12664/6273/2017 αγωγή, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στη δικάσιμο της 2.5.2018 κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν εκδόσεως της με αριθμό 3550/2018 απόφασης, με την οποία το δικάσαν Τμήμα του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του ιδίου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, από τις προσκομιζόμενες από την καλούσα – ενάγουσα υπ’ αριθ. …/5.10.2018, …΄/5.10.2018 και …/5.10.2018 εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Α. Ν. Μ., με τις κάτωθι αυτών από 5.10.2018 αποδείξεις παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και τις από 5.10.2018 βεβαιώσεις του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, αποδεικνύεται ότι επίσημο αντίγραφο της από 2.10.2018 κλήσης με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια της καλούσας – ενάγουσας, στους μη έχοντες καταθέσει, και δη εμπροθέσμως κατά την προθεσμία του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, προτάσεις, πρώτη, δεύτερη και τέταρτο των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 α,γ, 128 παρ. 4, 129, 228 ΚΠολΔ). Επομένως, επειδή οι απόντες αναγκαίοι ομόδικοι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύονται από την παριστάμενη τρίτη εναγόμενη – καθ’ ης η κλήση, η οποία ενάγεται υπό την ιδιότητά της ως ετερόρρυθμης εταίρου της πρώτης εναγόμενης ετερρορύθμου εταιρείας, ευθυνόμενη περιορισμένα, μέχρι του ποσού συμμετοχής της σε αυτήν, μη υφισταμένης συνεπώς εν προκειμένω της δικαιολογητικής βάσης της αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ αυτής και των απολιπομένων συνεναγομένων (άρθρα 76 παρ. 1, 329 και 920 ΚΠολΔ· πρβλ. ΕφΑθ 9848/1987 ο.π., βλ. και ΕφΑθ 205/2002 Αρμ 2003.840), πρέπει αυτοί να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1, 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 26 ΕμπΝ «ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν υπόκειται εις ζημίας, ειμή καθ’ όσον αύται δεν υπερβαίνουν το ποσό των χρημάτων, τα οποία κατέθεσε ή όφειλε να καταθέση εις την εταιρείαν». Κατά τα άρθρα 27 και 28 ΕμπΝ «ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν ημπορεί να κάμη καμμίαν πράξιν διαχειρίσεως ή να εργασθή εις υποθέσεις της εταιρείας ουδέ κατ’ επιτροπήν», διότι άλλως «υπόκειται αλληλεγγύως με τους ομορρύθμους συνεταίρους εις όλα τα χρέη και εις όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η ευθύνη του ετερόρρυθμου εταίρου για τα χρέη της εταιρείας είναι ατομική και περιορισμένη μέχρι του ύψους της εισφοράς του, άμεσος μεν, πλην επικουρική, δηλαδή τελούσα υπό την αίρεση ότι απέβη άκαρπη η αναγκαστική εκτέλεση κατά της εταιρείας. Ο περιορισμός της ευθύνης του ετερορρύθμου εταίρου επιτυγχάνεται με την αναγραφή στην εταιρική σύμβαση ορίου ευθύνης, το οποίο συμπίπτει, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο, με την αξία της εισφοράς του που οφείλεται στην εταιρία. Μπορεί όμως, επιτρεπτά, να προβλεφθεί ότι ο ετερόρρυθμος εταίρος, ανεξάρτητα από την οφειλόμενη εισφορά του, είναι και υποχρεωμένος να ικανοποιήσει απαιτήσεις εταιρικών δανειστών, πάντα όμως με επακριβή προσδιορισμό ποσοτικού ανώτατου ορίου, εάν δε κατέβαλε την εισφορά του αίρεται η ευθύνη του για τα εταιρικά χρέη. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνει διάκριση της περιπτώσεως που ο ετερόρρυθμος εταίρος κατέβαλε την εισφορά του, οπότε δεν ευθύνεται για τα εταιρικά χρέη με την προσωπική του περιουσία (ούτε μέχρι του ύψους της εισφοράς του), αλλά απλώς η εισφορά του υπόκειται στον επιχειρηματικό κίνδυνο, μπορεί δηλαδή να χαθεί σε περίπτωση που η εταιρεία έχει ζημίες, εκτός αν το καταστατικό ορίζει ότι αυτός ευθύνεται μέχρι ορισμένου ποσού, πέρα από την εισφορά του, οπότε θα ευθύνεται με την προσωπική του περιουσία στο μέτρο που το ποσό αυτό υπερβαίνει το μέγεθος της εισφοράς του. Αν ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν κατέβαλε την εισφορά του, αλλά την οφείλει, ευθύνεται για τα χρέη άμεσα, πρωτογενώς και εις ολόκληρον με όλη του την περιουσία, όχι όμως απεριόριστα, αλλά μόνο μέχρι της αξίας της οφειλόμενης εισφοράς του (ΑΠ 2273/2014, ΕφΑθ 1833/2014, ΕφΛαρ 211/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, δοθέντος ότι η πρώτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρεία, όπως προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, καταγγέλθηκε, λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση το 2010, δηλαδή πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 4072/2012, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Εμπορικού Νόμου και όχι εκείνες του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/ 11.4.2012).
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην παραγωγή και εμπορία χημικών προϊόντων, κυρίως χρωμάτων, καθώς και στην εν γένει αντιπροσώπευση και πρακτορεία εμπορικών, τεχνικών και βιομηχανικών εταιρειών. Ότι η πρώτη εναγόμενη, η οποία τελεί υπό εκκαθάριση και της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος και εκκαθαρίστρια σήμερα είναι η δεύτερη εναγόμενη, σκοπό έχει την εμπορία ναυτιλιακών ειδών, βιομηχανικών ειδών, χρωμάτων και συναφών ειδών και την αντιπροσώπευση οίκων του εξωτερικού. Ότι η τρίτη και ο τέταρτος των εναγομένων τυγχάνουν αντίστοιχα ετερόρρυθμη και ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγόμενης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 23.12.2010 έως 20.9.2012, συνήψε με την πρώτη των εναγομένων διαδοχικές συμβάσεις πώλησης χρωμάτων πλοίων, τα οποία παρέδιδε στην τελευταία, όπως αυτά αναλυτικά εκτίθενται κατ’ είδος, ποσότητα, τιμή μονάδας και αξία στα αντίστοιχα εκδοθέντα τιμολόγια, αντίγραφα των οποίων, καθώς και των σχετικών δελτίων αποστολής, ενσωματώνονται αυτούσια στο αγωγικό δικόγραφο, με πίστωση εξήντα (60) ημερών για την καταβολή του τιμήματος. Ότι η πρώτη εναγόμενη παραλάμβανε ανεπιφύλακτα τα επίδικα εμπορεύματα, τα οποία και χρησιμοποίησε για τον σκοπό που αυτά προορίζονταν, καθόσον είχαν όλες τις συμφωνηθείσες ιδιότητες, ωστόσο μέχρι σήμερα έχει προχωρήσει σε μερική εξόφληση των οφειλόμενων από αυτή ποσών, συνολικού ύψους 45.322,94 ευρώ. Ότι ειδικότερα, κατόπιν του από 6.6.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης της επίδικης οφειλής και διακανονισμού του τρόπου πληρωμής, η πρώτη εναγόμενη, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον τότε διαχειριστή της Ε. Γ., που έχει ήδη αποβιώσει, αναγνώρισε την επίδικη αξίωση, ανέλαβε την υποχρέωση να την αποπληρώσει τμηματικά εντός χρονικού διαστήματος ενός έτους και εν συνεχεία προέβη σε ορισμένες καταβολές, συνολικού ποσού 13.434,12 ευρώ, που αντιστοιχεί στα τρία πρώτα από τα επίδικα υπ’ αριθ. 3… και … τιμολόγια, αξίας αντίστοιχα 2.084,11, 64,58 και 9.987,60 ευρώ, και σε μέρος του τέταρτου επίδικου τιμολογίου (υπ’ αριθ. …/24.3.2011) συνολικής αξίας 1.398,51 ευρώ, κατά το ποσό των 1.297,83 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 31.888,82 ευρώ, ποσό το οποίο ακόμη δεν της έχει εξοφλήσει, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της. Επικαλούμενη δε ότι η ένδικη αξίωσή της δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, της τελευταίας διακοπείσας με την αναγνώριση της οφειλής και αρξαμένης εκ νέου την 1.1.2015, μετά την παρέλευση και του συμφωνηθέντος χρόνου αποπληρωμής, και προβάλλοντας ως επικουρική βάση της αγωγής της τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να τής καταβάλουν οι μεν πρώτη, δεύτερη και τέταρτος ευθυνόμενοι απεριόριστα και εις ολόκληρον, η δε τρίτη ευθυνόμενη περιορισμένα μέχρι του ποσού συμμετοχής της στην πρώτη εναγόμενη, ήτοι μέχρι του ποσού των 21.129,86 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό συμμετοχής της 37%, το ποσό των 31.888,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που το αναγραφόμενο ποσό σε κάθε ένα τιμολόγιο από εκείνα που εξακολουθούν σήμερα να είναι ανεξόφλητα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την παρέλευση της εξηκοστής (60ής) ημέρας από την έκδοσή του, άλλως επικουρικώς με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, ζητεί να απαγγελθεί σε βάρος εκάστου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. …΄και …΄/29.11.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Α. Ν. Μ., που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …/27.11.2017 έκθεση κατάθεσης του αγωγικού δικογράφου), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 α, 2, 3 Α΄- Β΄ περ. ι του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Ως προς την τρίτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταίρο, ωστόσο, τυγχάνει απαράδεκτη λόγω νομικής αοριστίας, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, και απορριπτέα, διότι δεν εκτίθεται στην αγωγή εάν η εν λόγω εναγόμενη κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία την εισφορά της (πρβλ. ΠΠρΑθ 6347/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει δε η ενάγουσα να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της, λόγω της ήττας της και κατόπιν σχετικού αιτήματος της τρίτης εναγόμενης (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά των εναγόμενων (άρθρα 118 στοιχ. 4 και 216 παρ. 1 στοιχ. β ΚΠολΔ) και νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 72, 741, 759, 766-767, 773, 777-784, 481, 482, 361, 260, 341, 345, 346 ΑΚ, 18, 20, 23 ΕμπΝ, 907, 908 εδ. στ. και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος απειλής προσωπικής κράτησης σε βάρος [της δεύτερης και του τέταρτου] των εναγόμενων ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, για το λόγο ότι, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ με το άρθρο 62 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25.7.2011), η προσωπική κράτηση κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις καταργήθηκε, ενώ η ενάγουσα δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά που να συνιστούν αδικοπραξία ώστε να επιτρέπεται να διαταχθεί προσωπική κράτηση σε βάρος τους. Περαιτέρω, ως προς την επικουρική βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η αγωγή τυγχάνει νόμω αβάσιμη και εντεύθεν απορριπτέα, καθόσον, σωρευόμενη επικουρικώς με εκείνη από τη σύμβαση, δεν στηρίζεται σε διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά αλλά στα ίδια με αυτήν (ΑΠ 16/2008, ΑΠ 2019/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, στο μέτρο που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 189292154958 0410 0064 e-παράβολο, σε συνδυασμό με το από 5.2.2018 αποδεικτικό πληρωμής της «Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος»).
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση, η οποία να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Συνεπώς, εφόσον η πρώτη, η δεύτερη και ο τέταρτος των εναγόμενων ερημοδικούν, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο, δεδομένου ότι θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους των ερημοδικαζόμενων εναγόμενων (άρθρο 271 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 271 ΚΠολΔ είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμω βάσιμη, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν η πρώτη, η δεύτερη και ο τέταρτος των εναγόμενων, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των τριάντα μίας χιλιάδων οχτακοσίων ογδόντα οχτώ ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (31.888,82 €), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας που ήταν πληρωτέο κάθε τιμολόγιο, ήτοι από την παρέλευση της εξηκοστής (60ής) ημέρας από την έκδοσή του, από εκείνα που εξακολουθούν σήμερα να είναι ανεξόφλητα, και συγκεκριμένα από τα υπ’ αριθ. …/24.3.2011 για το ποσό των (1.398,51 – 1.297,83 =) 100,68 ευρώ, …/29.3.2011 ποσού 101,17 ευρώ, …/28.4.2011 ποσού 5.589,12 ευρώ, …/6.5.2011 ποσού 2.259,51 ευρώ, …/24.5.2011 ποσού 89,79 ευρώ, …/30.5.2011 ποσού 1.414,50 ευρώ, …/30.5.2011 ποσού 724,47 ευρώ, …/6.6.2011 ποσού 702,33 ευρώ, …/8.6.2011 ποσού 277,49 ευρώ, …/16.6.2011 ποσού 1.406,87 ευρώ, …/16.6.2011 ποσού 3.432,93 ευρώ, …/16.6.2011 ποσού 93,48 ευρώ, …/17.6.2011 ποσού 201,72 ευρώ, …/22.6.2011 ποσού 15,38 ευρώ, …/22.6.2011 ποσού 466,17 ευρώ, …/22.6.2011 ποσού 173,43 ευρώ, …/29.6.2011 ποσού 158,79 ευρώ, …/30.6.2011 ποσού 343,48 ευρώ, …/7.7.2011 ποσού 63,65 ευρώ, …/11.7.2011 ποσού 669,12 ευρώ, …/11.7.2011 ποσού 572,87 ευρώ, …/25.7.2011 ποσού 141,45 ευρώ, …/25.7.2011 ποσού 52,89 ευρώ, …/25.7.2011 ποσού 55,35 ευρώ, …/25.7.2011 ποσού 412,05 ευρώ, …/25.7.2011 ποσού 57,81 ευρώ, …/15.11.2011 ποσού 4.713,36 ευρώ, …/16.11.2011 ποσού 851,16 ευρώ, …/18.11.2011 ποσού 76,26 ευρώ…/21.11.2011 ποσού 489,54 ευρώ, …/22.11.2011 ποσού 125,46 ευρώ, …/23.11.2011 ποσού 664,82 ευρώ, …/29.11.2011 ποσού 52,89 ευρώ, …/29.11.2011 ποσού 112,55 ευρώ, …/31.7.2012 ποσού 92,25 ευρώ, …/31.7.2012 ποσού …,94 ευρώ, …/31.8.2012 ποσού 926,81 ευρώ, …/31.8.2012 ποσού 193,11 ευρώ, …/18.9.2012 ποσού 1.194,95 ευρώ, …/18.9.2012 ποσού 246,00 ευρώ και …/20.9.2012 ποσού 2.108,22 ευρώ, μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, γι’ αυτό και το παρεπόμενο αίτημα να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, η πρώτη, η δεύτερη και ο τέταρτος των εναγόμενων πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 184, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i, 68 Κώδικα Δικηγόρων), όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό, ενώ, λόγω της ερημοδικίας τους, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της παρούσας ανακοπής ερημοδικίας από αυτούς (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης, της δεύτερης και του τέταρτου των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την τρίτη εναγόμενη και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγόμενους.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη, τη δεύτερη και τον τέταρτο των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστος, το χρηματικό ποσό των τριάντα μίας χιλιάδων οχτακοσίων ογδόντα οχτώ ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (31.888,82 €), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας που ήταν πληρωτέο κάθε τιμολόγιο, ήτοι από την παρέλευση της εξηκοστής (60ής) ημέρας από την έκδοσή του, από εκείνα που εξακολουθούν να είναι ανεξόφλητα, όπως συγκεκριμένα αναφέρονται στο σκεπτικό, και μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη, τη δεύτερη και τον τέταρτο των εναγόμενων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια οχτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ