Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    294/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 732/373/2019)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Απριλίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», με έδρα το Χ.  Δ.  Β. (…), που εκπροσωπείται νόμιμα και στερείται ΑΦΜ στην Ελλάδα, 2) Μ. Ζ. του Σ. και της Μ., κατοίκου Μ. (…), με ΑΦΜ … και 3) Ά. Ζ. του Σ. και της Γ., κατοίκου Κ. Α., οδός …, με ΑΦΜ …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Άρτεμι Γιανναρά του Μιχαήλ (ΑΜ/ΔΣΑ … – Νο …/8.4.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο …, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «….», με έδρα την πόλη R. της επαρχίας S. F. Α. (…), νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Δημητρίου του Ιωάννου (ΑΜ/ΔΣΠ 3485 – Νο …/10.4.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο Π., Α. Μ.

Η εφεσίβλητη, από κοινού με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στο Π. Σ. της Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, άσκησαν την από 21.4.2017 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 3894/2017 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 93/2017 αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά την τακτική διαδικασία απευθυνόμενη κατά των εκκαλούντων, ζητώντας τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Ειρηνοδικείο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων εξέδωσε τη με αριθμό 651/2018 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα (μη διάδικο) και δέχτηκε την αγωγή ως προς την πρώτη ενάγουσα. Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη από 8.1.2019 υπ’ αριθ. κατάθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς 520/20/2019 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 732/2019 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 373/2019, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων προκατέθεσε τις προτάσεις της με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη από 8.1.2019 έφεση (υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ένδικου μέσου του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 520/20/18.1.2019, υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου προς προσδιορισμό δικασίμου του Πρωτοδικείου Πειραιώς 732/373/2019) των ηττηθέντων πρωτοδίκως ως προς την πρώτη ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εναγόμενων, με την οποία πλήττεται η με αριθμό 651/2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 21.4.2017 αγωγής (υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 3894/93/2017), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 εδ. α, 518 παρ. 1 περ. β και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός εξήντα ημερών από την κατ’ άρθρο 143 παρ. 1, 4 ΚΠολΔ επίδοση της εκκαλουμένης, που με επιμέλεια της εφεσίβλητης – ενάγουσας πραγματοποιήθηκε στις 18.12.2018 (βλ. τη με αριθμό …/18.12.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Δ. Δ. που προσκόμισε η εφεσίβλητη κατόπιν τηλεφωνικής προσκλήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατ’ άρθρο 227 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί το απαιτούμενο σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εν συνέχεια το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από 23 Ιανουαρίου 2017 με τα άρθρα 35 παρ.2 και 45 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016), παράβολο, κατατεθέντος του υπ’ αριθ. … e-παραβόλου στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ποσού 75 ευρώ. Επομένως, η έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3994/2011 σε συνδ. με το άρθρο 51 παρ. 1γ ν. 2172/1993) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την προαναφερθείσα τακτική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 522, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 21.4.2017 αγωγή της ήδη εφεσίβλητης αλλοδαπής εταιρείας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εδρεύουσας στο Π. Σ. της Α. εταιρείας με την επωνυμία “…”, οι τελευταίες εξέθεταν ότι δραστηριοποιούνται στον εφοδιασμό πλοίων με τρόφιμα, υλικά και πάσης φύσεως εφόδια, κατά τον κατάπλου τους σε λιμένες της Α. και της Α. αντίστοιχα. Ότι η πρώτη εναγόμενη είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία που εδρεύει τυπικά μεν στη Δ.  Β., πραγματικά, όμως, στον …………, όπου ασκείται η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις, είναι δε αυτή επικεφαλής ενός ευρύτερου ομίλου υπεράκτιων ναυτιλιακών εταιρειών, έχουσα δεσπόζουσα θέση μητρικής εταιρείας, διά των οποίων ασκεί τη ναυτική διεύθυνση και εκμετάλλευση για δικό της όφελος και λογαριασμό ενός στόλου οχτώ (8) ποντοπόρων φορτηγών πλοίων, μεταξύ των οποίων το υπό σημαία Λιβερίας φορτηγό πλοίο “…” και τα υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοια “…” και “…”, κυριότητας αντίστοιχα των αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών “… ….”, “… …” και “…”. Ότι αν και τη διαχείριση των προαναφερθέντων πλοίων είχε δηλωθεί στην αρμόδια αρχή ότι ασκούσαν οι συσταθείσες μεν κατά το δίκαιο της Λ., πλην όμως διατηρούσες νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 27/1975, και δη στην (πραγματική) έδρα της πρώτης εναγόμενης, ναυτιλιακές εταιρείες “…” (για το πρώτο ως άνω πλοίο) και “…” (για τα δύο λοιπά), την οικονομική διοίκηση και τη ναυτική διεύθυνση των ανωτέρω πλοίων ασκούσε ευθέως η πρώτη εναγόμενη, συναλλασσόμενη με τους πάσης φύσεως τρίτους στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό. Ότι περαιτέρω ο δεύτερος εναγόμενος, ναυτιλιακός επιχειρηματίας, είναι ιδρυτής του προαναφερθέντος ομίλου εταιρειών, τον οποίο ελέγχει διά της μητρικής εταιρείας – πρώτης εναγόμενης, της οποίας τυγχάνει βασικός μέτοχος, πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, νόμιμος εκπρόσωπος και γενικός διευθυντής της μέχρι τον Οκτώβριο του 2016, οπότε τα καθήκοντά του ανέλαβε η τρίτη εναγόμενη. Ότι η πρώτη ενάγουσα, κατόπιν συμφωνίας με την πρώτη εναγόμενη, πώλησε και παρέδωσε σε αυτήν την 29.8.2016 προς εφοδιασμό του πλοίου “…” τροφοεφόδια και διάφορα υλικά, συνολικού ύψους 7.774,18 δολ. ΗΠΑ, όπως αυτά περιγράφονται κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας στα παρατιθέμενα στην αγωγή εκδοθέντα σχετικώς τιμολόγια, με την ειδικότερη συμφωνία περί εξοφλήσεως του τιμήματος την επομένη ημέρα από την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την παράδοση των εμπορευμάτων. Ότι η δεύτερη ενάγουσα, κατόπιν σχετικών συμβάσεων που συνήψε με την πρώτη εναγόμενη, πώλησε και παρέδωσε σε αυτήν την 11.7.2015 και 12.7.2015 προς εφοδιασμό του πλοίου “…” και την 19.3.2016 προς εφοδιασμό του πλοίου “…” διάφορα προϊόντα της εμπορίας της, συνολικού ύψους 2.885,20 και 5.606,90 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα, όπως αυτά περιγράφονται κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας στα παρατιθέμενα στην αγωγή εκδοθέντα σχετικώς τιμολόγια, με την ειδικότερη συμφωνία περί εξοφλήσεως του τιμήματος την επομένη ημέρα από την πάροδο ενενήντα (90) ημερών από την παράδοση των εμπορευμάτων, καθώς και περί χορηγήσεως εκπτώσεως σε ποσοστό 13% στην περίπτωση εμπρόθεσμης εξόφλησης των τιμολογίων. Ότι, όμως, αν και η πρώτη εναγόμενη παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα πωληθέντα εμπορεύματα, αρνείται να καταβάλει το τίμημα αυτών, αν και έχει αναγνωρίσει και δι’ εγγράφων την οφειλή της προς τις ενάγουσες. Εκθέτοντας τέλος οι ενάγουσες ότι η πρώτη των εναγόμενων, εδρεύουσα τυπικά στη Δ.  Β. αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία και πραγματικά στον Π……, χωρίς, όμως, να έχει αποκτήσει καθεστώς νόμιμης εγκατάστασης είτε ως ναυτιλιακή εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 27/1975, είτε ως εμποροβιομηχανική, κατά τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, θεωρείται άκυρη και αντιμετωπίζεται ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, με συνέπεια να υφίσταται σχετική προσωπική ευθύνη του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων ως ομορρύθμων εταίρων αυτής, ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν, με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης πώλησης άλλως αναγνώρισης χρέους, άλλως και επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί εφοπλισμού του ελληνικού δικαίου, α) στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των 7.774,18 δολ. ΗΠΑ, άλλως το ποσό των 7.277,83 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ισόποσο της αξίας των 7.774,18 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, άλλως το ισάξιο του ποσού αυτού σε ευρώ κατά την ισοτιμία του χρόνου πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας για την πληρωμή ενός εκάστου τιμολογίου (δήλη ημέρα) και μέχρι την εξόφληση, β) στη δεύτερη εξ αυτών το ποσό των 8.492,10 δολ. ΗΠΑ, άλλως το ποσό των 7.897,65 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ισόποσο της αξίας των 8.492,10 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, άλλως το ισάξιο του ποσού αυτού σε ευρώ κατά την ισοτιμία του χρόνου πληρωμής, με το νόμιμο τόκο ως άνω. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς, απέρριψε αυτήν ως προς τη δεύτερη των εναγουσών (μη διάδικο) ως απαράδεκτη, λόγω απαράδεκτης μεταβολής της βάσης της αγωγής με τη διόρθωση στην οποία προέβησαν οι ενάγουσες με τις προτάσεις τους. Ως προς την πρώτη των εναγουσών, το πρωτοβάθμιο Δικ0αστήριο, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, που εφάρμοσε, ήτοι τις διατάξεις των άρθρων 11 επ., 14 επ., 53 επ., 60 επ., 78 και 7 παρ. 2 της κυρωθείσας με το Ν. 2532/1997 σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, 361 ΑΚ, 106, 107 ΚΙΝΔ, 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, 341, 345, 346 ΑΚ, παρ. Ζ (υποπαρ. Ζ.2,3,4,5) του Ν. 4152/2013, πλην των αιτημάτων περί επιδικάσεως του ποσού των 7.774,18 δολ. ΗΠΑ, άλλως του ισόποσου αυτού σε ευρώ κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, ήτοι του ποσού των 7.277,83 ευρώ, δέχθηκε αυτήν ως και κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην πρώτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ των 7.774,18 δολ. ΗΠΑ κατά την ημέρα της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο 30 ημερών από την επομένη της 29.8.2016. Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, ώστε ν’ απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης – πρώτης ενάγουσας, καταδικαζομένης της τελευταίας στη δικαστική δαπάνη τους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 10 του ΑΚ «Η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του». Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του και ασκείται πράγματι η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Διάφορη εκδοχή θα καθιστούσε συνδετικό στοιχείο για την εξεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου τη βούληση των ενδιαφερομένων. Η λύση αυτή, καίτοι γίνεται δεκτή καθόσον αφορά στις συμβατικές ενοχές [άρθρα 25 του ΑΚ, 3 και 4 της από 19.6.1980 Συμβάσεως της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988 «Κύρωση σύμβασης για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και ήδη Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»)], δεν αρμόζει προκειμένου να κριθεί το διέπον τη σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου δίκαιο. Τούτο, διότι το νομικό πρόσωπο αποτελεί υποκείμενο δικαίου, δηλαδή ενεργεί όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αλλά έναντι όλων, ώστε η σύσταση, τα όργανα και η εν γένει δράση του να ενδιαφέρουν τους τρίτους και τις συναλλαγές, όπως είναι οι μέτοχοι της εταιρείας, οι εταιρικοί δανειστές, αλλά και τα αρμόδια για τον έλεγχο των νομικών προσώπων όργανα του κράτους της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου. Επιπλέον, το συνδετικό στοιχείο της βουλήσεως των ιδρυτών (καταστατική έδρα) θα κατέληγε στον παραμερισμό στην εγχώρια έννομη τάξη κανόνων δημόσιας τάξεως, που είναι αντίθετο στη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 3 του ΑΚ. Ενόψει των ανωτέρω, η θεωρία της πραγματικής έδρας κρατεί απολύτως σε νομολογία (ΟλΑΠ 2/2003 ΕΝαυτΔ 2003.35 = ΕλλΔνη 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕλλΔνη 1999.271, ΑΠ 335/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 161/2003 ΕΝαυτΔ 2003.39· Σπ. Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 1988, σελ. 97 επ., όπου και παραπομπή σε άλλους συγγραφείς). Αντίθετα, δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 54 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην άρθρο 48 της ΣΕΚ), που ορίζει ότι «οι εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ένωσης εξομοιώνονται, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, προς τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι των κρατών μελών», καθόσον η διάταξη αυτή προϋποθέτει ότι πρόκειται για άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκαταστάσεως εταιρείας εντός των γεωγραφικών ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι εγγυημένη από τις διατάξεις των άρθρων 49 και 54 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην 43 και 48 της ΣΕΚ), και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται, εάν πρόκειται για εταιρεία συνεστημένη σύμφωνα με το δίκαιο κράτους εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επιθυμεί να έχει την πραγματική της έδρα σε κράτος μέλος αυτής. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται : α) με το άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της κυρωθείσας με το Ν. 2893/1954 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας της 3ης Αυγούστου 1951 μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, σύμφωνα με το οποίο εταιρείες που η σύστασή τους έγινε δυνάμει του νόμου και κανονισμών που ισχύουν μέσα στο έδαφος εκάστου των Συμβαλλομένων Μερών, θα θεωρούνται εταιρείες του Μέρους αυτού και θα αναγνωρίζεται η νομική τους υπόσταση στα εδάφη του άλλου Μέρους και β) με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 «Περί διατάξεων αφορωσών το εν Ελλάδα καθεστώς των κατά το δίκαιον αλλοδαπής Πολιτείας συσταθεισών ναυτιλιακών εταιρειών», σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρείες των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων αναψυχής) υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 του Ν. 814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75 παρ. 5 του Ν. 1982/1990 και αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994) ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της Χώρας στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου, από τον οποίο πράγματι διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 του Ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως αυτό αντικαταστάθηκε. Περαιτέρω, από τη διατύπωση του περιεχομένου της πρώτης περιπτώσεως του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 και συγκεκριμένα από τη γραμματική διατύπωση της φράσεως «αίτινες συνεστήθησαν κατά τους νόμους αλλοδαπής Πολιτείας, εφ’ όσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι πλοίων υπό ελληνική σημαία» σαφώς προκύπτει ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επί αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών που τόσο πριν όσο και μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού συστήθηκαν κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία. Με άλλα λόγια προϋπόθεση υπαγωγής των παραπάνω αλλοδαπών εταιρειών στη ρύθμιση του Ν. 791/78 είναι να είναι αυτές πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία (βλ. την από 28.5.1978 Εισηγητική Έκθεση του Ν. 791/78). Σκοπός του νομοθέτη ήταν να εξασφαλίσει σταθερότητα συναλλαγών και δραστηριοτήτων μόνο σε εκείνες τις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρείες, που αναπτύσσουν συναλλακτική δραστηριότητα, ως εκ του ότι είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες ελληνικών πλοίων ή εγκατεστημένες στην Ελλάδα κατά τον Α.Ν.89/67 και όχι σε όλες τις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρείες. Συνεπώς, αν διαπιστωθεί ότι μία ναυτιλιακή εταιρεία που φέρεται ως αλλοδαπή δεν υπάγεται στη ρύθμιση του Ν. 791/78 και βρίσκεται στην Ελλάδα χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεώς της (συστάσεως και δημοσιότητας) που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρεία είναι άκυρη και, εφόσον λειτούργησε ή λειτουργεί πραγματικά, συναλλασσόμενη και εμφανιζόμενη ως εμπορική εταιρεία, θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία (ΟλΑΠ 2/2003 ό.π., ΟλΑΠ 2/1999 ό.π., ΟλΑΠ 461/1978 ΝοΒ 1979.211, ΑΠ 335/2001 ό.π., ΑΠ 261/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 161/2003 ό.π.) και εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή το δίκαιο της πραγματικής της έδρας, δηλαδή το ελληνικό, όχι μόνο ως προς την ικανότητα δικαίου, αλλά και ως προς το σύνολο των σχέσεων που διέπουν την όλη λειτουργία της, δηλαδή και ως προς τη διαχείριση και την εν γένει λειτουργία της, την αντιπροσωπευτική εξουσία, την ευθύνη των οργάνων του νομικού προσώπου, τη λύση και την εκκαθάρισή του, οι δε εταίροι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 του ΕμπΝ, 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 του Ν. 4072/2012 (ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 151/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 348/2006 ΠειρΝομ 2006.475, ΕφΠειρ 849/2004 ΕΝαυτΔ 2005.26, με σημ. Γ. Θεοχαρίδη σελ. 30 επ., ΕφΠειρ 999/2003 ΔΕΕ 2005.52 = ΕπισκΕμπΔ 2004.677, ΕφΠειρ 1165/1996 ΔΕΕ 1997.281, ΕφΠειρ 1096/1995 ΕΕμπΔ 1996.86, ΠΠρΠειρ 245/1996 ΕΝαυτΔ 1997.98).  Εξάλλου ο εταιρικός τύπος “Limited” που συνοδεύει συχνά τις επωνυμίες των αλλοδαπών εταιρειών προσομοιάζει με την ανώνυμη εταιρεία του ελληνικού δικαίου (βλ. την 355/1979 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, ΕΝαυτΔ 11.311) και, συνεπώς, εφόσον δεν έχουν τηρηθεί οι όροι του Ν. 2190/1920, μια τέτοια εταιρεία είναι μεν άκυρη ως ανώνυμη εταιρεία κατά την ελληνική έννομη τάξη, αποτελεί όμως «εν τοις πράγμασι» προσωπική ή αφανή εταιρία (ΕφΠειρ 277/2005 ΔΕΕ 2005.685 = ΠειρΝομ 2005.304, με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. …/11.7.2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της εφεσίβλητης – πρώτης ενάγουσας Σ. Π., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, που ελήφθη κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως προκύπτει αντίστοιχα από τις υπ’ αριθ. … και …21.4.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Ι. Χ., της υπ’ αριθ. …/27.7.2017 ένορκης βεβαίωσης των μαρτύρων των εκκαλούντων – εναγομένων, Ε. Δ. και Π. Μ., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, που ελήφθη ομοίως κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/24.7.2017 έκθεση επίδοσης της από 21.7.2017 κλήσης, του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Δ. Τ., η οποία νομίμως λαμβάνεται υπόψη, αν και περιέχει βεβαιώσεις περισσότερων του ενός ατόμων, δεδομένου ότι αυτές δεν υπερβαίνουν τον τασσόμενο στο άρθρο 422 παρ. 3 ΚΠολΔ ανώτατο αριθμό των πέντε (5) συνολικά ενόρκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικη πλευρά (πρβλ. ΕφΘεσ 1970/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5065/2010 ΕλλΔνη 2013.452,476, ΠΠρΘεσ 11633/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και προσαγόμενα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, παραδεκτά, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 εδ. α και 529 ΚΠολΔ, τα οποία οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μη λαμβανομένης, ωστόσο, υπόψη της από 26.4.2017 ένορκης βεβαίωσης του Τ. Β. Γ. (…), που δόθηκε στην αλλοδαπή, διότι δεν τηρήθηκαν οι δικονομικές διατάξεις του άρθρου 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν δε ήθελε θεωρηθεί ανώμοτη μαρτυρία του συγκεκριμένου προσώπου και πάλι δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο0 σε ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη [βλ. ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 1182/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι (2012), 336 αριθ. 15], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία “….” και τον διακριτικό τίτλο “…”, έχει έδρα στην πόλη R. της επαρχίας … της Α. και είναι εταιρεία η οποία εφοδιάζει πλοία με τρόφιμα, υλικά και πάσης φύσεως εφόδια κατά τον κατάπλου τους σε λιμένες της Α.. Κατόπιν συμφωνίας της κατά τον μήνα Αύγουστο 2016 με τη στη Δ.  Β. εδρεύουσα κατά το καταστατικό της εταιρεία “…”, που συνιστά όμιλο εταιρειών, στον οποίο ανήκουν πλοία υπό αλλοδαπή σημαία, μεταξύ των οποίων το υπό σημαία Λ. φορτηγό πλοίο “…”, πλοιοκτησίας της ενταγμένης στον εν λόγω όμιλο μονοβάπορης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “… ….”, τη διαχείριση του οποίου είχε αναλάβει κατά τον επίδικο χρόνο η επίσης λιβεριανή εταιρεία “….”, πώλησε σ’ αυτήν (πρώτη εκκαλούσα) και παρέδωσε στο πλοίο “…” στον λιμένα S. L. της Α. στις 29.8.2016 τα λεπτομερώς αναφερόμενα κατ’ είδος, ποσότητα και αξία τροφοεφόδια και πάσης φύσεως υλικά, στα εκδοθέντα σχετικώς υπ’ αριθ. …/29.8.2016, …/29.8.2016, …/29.8.2016, …/29.8.2016 και …/29.8.2016 τιμολόγια, αξίας αντίστοιχα εκάστου 2.564,36, 2.145,00, 1.966,44, 498,38 και 600,00 δολ. ΗΠΑ και συνολικής αξίας 7.774,18 δολ. ΗΠΑ. Το τίμημα, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ τους, ήταν καταβλητέο εντός τριάντα ημερών από την παράδοση των εμπορευμάτων. Η αγοράστρια, “…”, μολονότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα παραπάνω αγαθά (τροφοεφόδια, ναυτικούς χάρτες, διάφορα υλικά), δεν τα εξόφλησε στη συμφωνηθείσα ημερομηνία και έτσι οφείλει το προαναφερθέν ποσό των 7.774,18 δολ. ΗΠΑ. Να σημειωθεί εδώ ότι το οφειλόμενο ποσό δεν αμφισβητείται από τους εκκαλούντες. Εξάλλου, η πρώτη εκκαλούσα, στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, ήλθε σε επαφή με την εφεσίβλητη, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της, πρότεινε την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων πωλήσεως και, αφού αποδέχθηκε την προσφορά που της έγινε από την εφεσίβλητη, προέβη στην αγορά των ένδικων εμπορευμάτων. Τούτο προκύπτει από την ανταλλαγείσα μεταξύ των αντιδίκων ηλεκτρονική αλληλογραφία, κατά τις διαπραγματεύσεις, αλλά και μεταγενέστερα, κατά τις συζητήσεις για ρύθμιση της οφειλής, όπου εμφανίζεται η πρώτη εκκαλούσα ως αγοράστρια και υπόχρεη, από κανένα δε σημείο δεν προκύπτει ότι ενεργούσε για λογαριασμό τρίτου προσώπου ή / και ότι υπεύθυνη για την εξόφληση της παραγγελίας θα ήταν η πλοιοκτήτρια, της οποίας τα στοιχεία (διεύθυνση επικοινωνίας, στοιχεία νομίμου εκπροσώπου, υπευθύνου της εταιρείας για τον χειρισμό τέτοιας φύσεως υποθέσεων, αριθμοί τηλεφώνου και φαξ, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κ.ά.) ουδέποτε γνωστοποιήθηκαν στην εφεσίβλητη. Άλλωστε, στα επίδικα τιμολόγια αναγράφεται μόνο το όνομα του πλοίου [“M/V …”], όχι δε και η πλοιοκτήτρια εταιρεία. Επομένως, υπόχρεη για την καταβολή του ανωτέρω ποσού τυγχάνει η πρώτη εκκαλούσα εταιρεία, ενεχόμενη από τις ένδικες συμβάσεις πωλήσεως ως αγοράστρια, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, η πρώτη εκκαλούσα, εταιρεία συμμετοχών “…”, εδρεύει, σύμφωνα με το καταστατικό της, όπως προαναφέρθηκε, στο Χ.  Δ.  Β., αλλά η πραγματική της έδρα βρίσκεται στον Π……. και συγκεκριμένα στη συμβολή των οδών …, όπου ο δεύτερος εκκαλών, ως κυρίαρχος μέτοχος και ιθύνων νους αυτής, ο οποίος έως και τον Οκτώβριο του έτους 2016 διατηρούσε και τα αξιώματα του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου, στα οποία τον διαδέχθηκε η τρίτη εκκαλούσα, σε συνεργασία με τα λοιπά στελέχη της λάμβανε τις κρίσιμες αποφάσεις για τη διοίκησή της και την εκμετάλλευση των πλοίων του Ομίλου. Σημειώνεται ότι η τρίτη εκκαλούσα, έπειτα από δέκα χρόνια εμπειρίας στον χώρο της ναυτιλίας, εισήλθε στη “…” ως επικεφαλής του εμπορικού τμήματος και του τμήματος ασφαλίσεων το έτος 2009, ήτοι εφτά χρόνια πριν τον ορισμό της ως γενικής διευθύντριας της πρώτης εκκαλούσας εταιρείας λόγω της παραίτησης του εξάδερφού της δεύτερου των εκκαλούντων, στις 25.10.2016, έχοντας μάλιστα διατελέσει και Αντιπρόεδρος – διευθύντρια του εμπορικού τμήματος. Το γεγονός δε ότι παραιτήθηκε από τα αξιώματα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και της Διευθύνουσας Συμβούλου της πρώτης εκκαλούσας στις 19.12.2016, χωρίς ωστόσο να έχει ανακοινωθεί η ανάληψη έκτοτε των καθηκόντων της από έτερο πρόσωπο, δεν καθιστά τυπική τη συμμετοχή της στη διοίκηση αυτής, ενόψει και των γενικότερων αποφασιστικών αρμοδιοτήτων της καθ’ όλο το διάστημα απασχόλησής της σε αυτήν. Η πραγματική έδρα της ως άνω εταιρείας προκύπτει ευθέως από την αλληλογραφία της με την εφεσίβλητη, που προσκομίζει η τελευταία, αλλά και από το από 9.3.2016 συμφωνητικό μεταβιβάσεως μετοχών της πρώτης εκκαλούσας στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία “…”. Στην ως άνω διεύθυνση συστεγάζεται, μεταξύ άλλων, και η διαχειρίστρια του ένδικου πλοίου εταιρεία “….”, που έχει εγκατασταθεί νομίμως στην Ελλάδα, βάσει των διατάξεων των Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/75, 814/78, 2234/1994, 3752/2009 και 4150/2013, με νόμιμο εκπρόσωπο τον δεύτερο εκκαλούντα, είναι δε αυτή σε ποσοστό 100% θυγατρική διαχειρίστρια εταιρεία της πρώτης εκκαλούσας. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο δεύτερος των εκκαλούντων δηλώνει μόνιμος κάτοικος εξωτερικού (Μόντε Κάρλο Μ.) δεν αναιρεί την ανωτέρω παραδοχή περί πραγματικής έδρας της πρώτης εκκαλούσας στον Πειραιά, καθώς η διοίκηση των διαχειριστριών εταιρειών των πλοίων δεν απαιτεί την καθημερινή φυσική παρουσία του διευθύνοντος συμβούλου τους στα γραφεία τους, αλλά με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνιών του παρέχεται η δυνατότητα να κατευθύνει τα στελέχη τους και να ελέγχει τις υποθέσεις τους και εξ αποστάσεως (βλ. ΜΠρΠειρ 1114/2017 προσκομιζ.). Ο ισχυρισμός δε των εκκαλούντων ότι η διεύθυνση των υποθέσεων της πρώτης εξ αυτών διενεργείτο από τα γραφεία της στο … της … μέχρι και τον Οκτώβριο 2016, στα πλαίσια της λειτουργίας της θυγατρικής της με την επωνυμία “….”, έκτοτε δε από το γραφείο της στο …, δεν αποδεικνύεται βάσιμος κατ’ ουσίαν, καθόσον στην επίσημη ιστοσελίδα της , ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας προσκομίζει σε επίσημη μετάφραση η εφεσίβλητη, αναγράφεται ως έδρα της (principal office) η διεύθυνση στον Π…….. επί της …, ενώ η διεύθυνση στο … αναφέρεται ως “…”, ομοίως δε και στο επιστολόχαρτό της, όπου αναγράφονται ως στοιχεία επικοινωνίας της εταιρείας ελληνικοί τηλεφωνικοί αριθμοί, οι μαρτυρίες δε των υπαλλήλων της Ε. Δ. και Π. Μ. δεν κρίνονται πειστικές, δεδομένης και της σχέσης εξάρτησης που τους συνδέει με αυτήν. Σημειώνεται ότι η εξ αυτών Ε. Δ. είναι Πρόεδρος του Οικονομικού Τμήματος της πρώτης εκκαλούσας εταιρείας, απασχολούμενη στα γραφεία της στον Π……., από όπου εκπορεύονταν όλες οι σχετικές με την επιχειρηματική δραστηριότητά της αποφάσεις και πράξεις, είχε δε διατελέσει επικεφαλής του λογιστηρίου της από τον Φεβρουάριο του 2010 μέχρι και τον Ιούνιο του 2015. Επειδή δε η πρώτη εκκαλούσα δεν έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/68 και Ν. 27/75, Ν. 814/78, Ν. 2234/94, Ν. 3752/09 και Ν. 4150/13 ούτε είναι πλοιοκτήτρια κάποιου πλοίου υπό ξένη σημαία, του οποίου να έχει αναθέσει τη διαχείριση σε εταιρεία που έχει εγκαταστήσει γραφείο ή υποκατάστημα στην Ελλάδα, βάσει του Ν. 27/1975, δεν μπορεί να υπαχθεί στις εξαιρέσεις του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 και, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 ΑΚ, να διέπεται, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της καταστατικής της έδρας. Επομένως, εφόσον κατά την ίδρυσή της δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις συστάσεως και δημοσιότητας που προβλέπει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (Ν. 2190/1920) ως δίκαιο της πραγματικής της έδρας, για τις ανώνυμες εταιρείες, με τις οποίες προσομοιάζει η ίδια ως limited, είναι άκυρη ως ανώνυμη εταιρεία, θεωρείται, εφόσον ανέπτυξε φανερή συναλλακτική δραστηριότητα στον χώρο της ναυτιλίας, ως “de facto” ομόρρυθμη εταιρεία και για τις υποχρεώσεις της από τις επίδικες συμβάσεις πωλήσεως υφίσταται προσωπική και εις ολόκληρον ευθύνη του δεύτερου των εκκαλούντων, ως κυρίαρχου εταίρου και νομίμου εκπροσώπου της, κατά τον κρίσιμο χρόνο καταρτίσεως και εκτελέσεως των συμβάσεων, και της τρίτης των εκκαλούντων, ως νόμιμης εκπροσώπου της από τον Οκτώβριο έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2016. Επομένως, μετά από αυτά, αποβαίνουν απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι δεύτερος και τρίτος λόγοι εφέσεως των εκκαλούντων με τους οποίους αυτοί παραπονούνται για τα αντίθετα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλ’ ορθώς έκρινε, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με την ένδικη έφεση είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά απ’ αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, η ένδικη έφεση στο σύνολό της πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη. Επίσης, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, της εφεσίβλητης, ως διάδικοι που ηττήθηκαν, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του υπ’ αριθ. … e-παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ