ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Αριθμός απόφασης
511/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 2959/1427/2019)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Βασιλική Νιώτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, έχει δε διορίσει αντίκλητό της στην Ελλάδα την εταιρεία
με την επωνυμία «…..», που διαθέτει εγκατάσταση στην Ελλάδα δυνάμει του Ν. 89/67, επί της … αριθμ. ….., …, με ΑΦΜ …), η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αθηνών Καλλιρόης Μητροπούλου (Α.Μ. ΔΣΑ …).
Της καθ’ ης η αίτηση: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στη …….., ……, αλλά στην πραγματικότητα στην Ελλάδα, οδός … αριθμ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Αθανασόπουλου (Α.Μ. ΔΣΠ …).
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-03-2019 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 2959/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1427/2019 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ/τος 4220/1961 κυρώθηκε η από 10-6-1958 Διεθνής Σύμβαση που υπογράφηκε στην Ν. Υόρκη Η.Π.Α. και αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων. Η σύμβαση αυτή, η οποία ισχύει από 14-10-1962, υπερέχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, της ρύθμισης των άρθρων 903, 905 και 906 ΚΠολΔ. Στο άρθρο 3 της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία το έτος 1975, ώστε αυτή αποτελεί πλέον εσωτερικό δίκαιο αυτού του Κράτους, ορίζεται ότι κάθε συμβαλλόμενο κράτος θ’ αναγνωρίζει το κύρος διαιτητικής απόφασης και θα επιτρέπει την εκτέλεση, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες που ακολουθούνται στο έδαφος, όπου γίνεται η επίκληση της απόφασης και με τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στα επόμενα άρθρα. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα επιβάλλονται, για την αναγνώριση ή εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα σύμβαση, προϋποθέσεις που είναι αισθητά αυστηρότερες, ούτε δικαστικά έξοδα που είναι αισθητά ανώτερα από εκείνα, τα οποία επιβάλλονται για την αναγνώριση ή εκτέλεση ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων. Περαιτέρω, από το άρθρο 4 της ίδιας ως άνω Σύμβασης προκύπτει ότι το μέρος εκείνο, το οποίο ζητεί την αναγνώριση και εκτέλεση, πρέπει να προσκομίσει, ταυτόχρονα με την αίτηση: α) το πρωτότυπο της απόφασης δεόντως βεβαιωμένο ή αντίγραφο του πρωτοτύπου αυτού, που να περιέχει τις προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούνται για την αυθεντικότητά του και β) το πρωτότυπο της συμφωνίας που προβλέπεται από το άρθρο 2 (περί υποβολής των μερών σε διαιτησία), ή αντίγραφο, που να περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούνται για την αυθεντικότητά του. Με το άρθρο 5 ορίζεται ότι η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης μπορεί ν’ απορριφθεί μόνο με αίτηση του μέρους, εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση αυτής, εφόσον το μέρος προσκομίζει στην αρμόδια αρχή της χώρας, όπου ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση, την απόδειξη ότι: α) τα μέρη που συνήψαν τη συμφωνία διαιτησίας ήταν ανίκανα ή ότι η συμφωνία αυτή είναι ανίσχυρη κατά το δίκαιο της χώρας, όπου εκδόθηκε η απόφαση, β) ότι το μέρος, εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση της διαιτητικής απόφασης, δεν ήταν κανονικά πληροφορημένο σχετικά με τον ορισμό του διαιτητή ή τη διαδικασία της διαιτησίας ή του ήταν για άλλο λόγο αδύνατη η χρήση των μέσων που είχε στη διάθεσή του, γ) ότι η απόφαση αναφέρεται σε διαφορά, μη προβλεπόμενη από το συνυποσχετικό ή μη περιλαμβανόμενη στη διαιτητική ρήτρα ή ότι περιέχει διατάξεις, που βρίσκονται έξω από το συνυποσχετικό ή τη διαιτητική ρήτρα, δ) ότι η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη προς τη συμφωνία των μερών ή, αν δεν υπήρχε τέτοια συμφωνία, προς το δίκαιο της χώρας όπου διεξήχθη η διαιτησία και ε) ότι η απόφαση δεν έχει ακόμη γίνει δεσμευτική για τα μέρη ή έχει ακυρωθεί ή ανασταλεί από την αρμόδια αρχή της χώρας, κατά το δίκαιο της οποίας εκδόθηκε. Επίσης, η κήρυξη της διαιτητικής απόφασης μπορεί να αποκρουστεί: α) αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι, κατά το δίκαιο της χώρας όπου ζητείται η κήρυξη της απόφασης εκτελεστής, δεκτικό υπαγωγής σε διαιτησία και β) αν η εκτέλεση θα αντέβαινε προς τη δημόσια τάξη της χώρας αυτής (άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 4220/1961). Μεταξύ δε των προϋποθέσεων που ελέγχονται, προκειμένου να κηρυχθεί εκτελεστή η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, δεν συμπεριλαμβάνεται και το αν αυτή είναι νομικά ορθή (ΕφΑθ 10698/95 ΕλλΔνη 37. 1042, 6886/84 ΕΝΔ 13. 465). Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι, με εξαίρεση τις αμέσως προαναφερόμενες περιπτώσεις με στοιχ. α και β της παρ. 2 του άρθρου 5, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για την κήρυξη εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν ερευνά αυτεπάγγελτα λόγους, για τους οποίους θα πρέπει το ίδιο ν’ αρνηθεί την εκτέλεση της απόφασης, αλλά απαιτείται εκείνος, κατά του οποίου γίνεται η επίκληση της απόφασης, να προτείνει και να αποδείξει τα γεγονότα εκείνα, τα οποία παρέχουν στο δικαστήριο τη δυνατότητα ή του επιβάλλουν την υποχρέωση ν’ αρνηθεί την κήρυξη εκτελεστής της διαιτητικής απόφασης (ΑΠ 1066/2007 δημ στη ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ460/1990 ΕλλΔνη 32. 532, ΕφΑθ 2135/1987 ΕΝΔ 16. 21, 6886/1984 ΕΝΔ 13. 465).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα ζητεί με την υπό κρίση αίτησή της να κηρυχθούν εκτελεστές στην Ελλάδα οι από …, … και … διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί από τον Άγγλο Διαιτητή …, κατά το διαδικαστικό δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας (…). Ζητεί επίσης να καταδικαστεί η καθ’ ης στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αίτηση παραδεκτά εισάγεται, προκειμένου να συζητηθεί κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 739 – 781 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο κατ’ άρθρο 740 παρ. 1 ΚΠολΔ, έχον συνακόλουθα και διεθνή δικαιοδοσία (άρθρα 3 παρ. 1, 4, 25 παρ. 2, 905 παρ. 1 και 906 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 51 παρ. 1 περ. β΄ και παρ. 3Α Ν. 2172/1993 και 1 της Δ.Σ. της Νέας Υόρκης, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4220/1961), είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη της παρούσας, πλην του αιτήματος για την επιδίκαση δικαστικής δαπάνης, διότι η αιτούσα, η οποία ασκεί την ένδικη αίτηση για το δικό της συμφέρον, φέρει και το βάρος της δαπάνης αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 746 εδ. α΄ ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η καθ’ ης η αίτηση αρνείται την αίτηση και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενο των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, τις οποίες η αιτούσα ζητεί να κηρυχθούν εκτελεστές στην ημεδαπή, αντίκειται στην ελληνική δημόσια τάξη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, πρέπει επομένως να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
Aπό όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσάγουν και επικαλούνται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα αποτελεί εταιρεία που εδρεύει κατά το καταστατικό της στον … και υπήρξε η πλοιοκτήτρια του πλοίου υπό σημαία … «…» (…, …), το οποίο εκμεταλλευόταν μεταφέροντας χύδην ξηρό φορτίο. Σε αυτό το πλαίσιο, ναύλωνε το πλοίο της σε διάφορες εταιρείες ναυλώσεων, τη διαπραγμάτευση με τις οποίες είχε αναλάβει δυνάμει σύμβασης διαχείρισης η εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία διαθέτει εγκατάσταση στον … δυνάμει του Ν. 89/67, επί της … αριθμ…., η οποία μάλιστα έχει διορισθεί και αντίκλητός της. Δυνάμει του από 07-01-2015 ναυλοσυμφώνου (το οποίο αποτελούσε τροποποίηση παλαιότερου ναυλοσυμφώνου που είχαν συνάψει τα διάδικα μέρη), η αιτούσα ναύλωσε το ως άνω πλοίο της στην καθ’ ης η αίτηση για χρονικό διάστημα περίπου από 3 έως 5 μήνες (κατά τη διακριτική ευχέρεια της ναυλώτριας) και το παρέδωσε στην τελευταία στις 08-01-2015 στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας. Κατά την παραπάνω συμφωνία, η οποία καταρτίσθηκε με την ανταλλαγή ηλεκτρονικών επιστολών, ο ημερήσιος ναύλος συμφωνήθηκε σε 7.200 Δολάρια ΗΠΑ, πληρωτέος προκαταβολικά κάθε 15 ημέρες, σε περίπτωση δε καθυστέρησης πληρωμής, η αιτούσα διατηρούσε το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, επίσχεσης ή αναστολής των υπηρεσιών της προς τη ναυλώτρια ή ακόμη και απόσυρση του πλοίου της από την υπηρεσία της τελευταίας, η οποία επιπλέον κατά το ναυλοσύμφωνο ήταν υπεύθυνη να πληρώνει για την προμήθεια καυσίμων επί του πλοίου από την παράδοση του πλοίου σε αυτήν έως τον χρόνο της επαναπαράδοσης του πλοίου στην πλοιοκτήτρια (αιτούσα), ενώ η προμήθεια καυσίμων γενικά συμφωνήθηκε να γίνεται πάντοτε στο όνομα της ναυλώτριας, η οποία είχε και την υποχρέωση να εξοφλεί τον προμηθευτή. Με τον όρο 17 και 59 του ως άνω ναυλοσυμφώνου, συμφωνήθηκε ότι αυτό θα διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και ότι αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της εκναυλώτριας και της ναυλώτριας από το ναυλοσύμφωνο ορίσθηκε το Διαιτητικό Δικαστήριο στο Λονδίνο, που θα αποφασίσει οριστικά επί της απαιτήσεως με βάση τους όρους της Ένωσης Ναυτικών Διαιτητών Λονδίνου (LMAA). Η εν λόγω συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία ως προς τον τύπο και το περιεχόμενό της διέπεται από το αγγλικό δίκαιο κατ’ άρθρο 11 Α.Κ., είναι έγκυρη σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 32 του Αγγλικού νόμου περί διαιτησίας του 1996 (Arbitration Act 1996), εφόσον καταρτίστηκε εγγράφως και περιέχει τον τόπο συγκλήσεως των διαιτητών και το εφαρμοστέο δίκαιο για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς (βλ. σχετ. και Μ.Π.Πειρ. 452/1991, Ε.Ν.Δ. 1992, 353). Περαιτέρω, στις 25-11-2015 η αιτούσα προέβη σε καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης, για τον λόγο ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν εκπλήρωνε τις συμβατικές της υποχρεώσεις και δη δεν κατέβαλε το σύνολο των συμφωνηθέντων ναύλων, την αξία του πετρελαίου για την παράδοση του πλοίου στους επόμενους ναυλωτές, καθώς και την αξία των καυσίμων που η ίδια είχε παραγγείλει για το πλοίο στους προμηθευτές κατά τη διάρκεια της ναύλωσης, οπότε ακολούθως η αιτούσα, μετά τη μη ευδοκίμηση των προσπαθειών για φιλική επίλυση της διαφοράς, προσέφυγε στη διαιτητική διαδικασία και όρισε η ίδια ως Διαιτητή της τον …, καλώντας παράλληλα την καθ’ ης η αίτηση να διορίσει τον δικό της Διαιτητή εντός 14 ημερολογιακών ημερών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον υπ’ αριθμ. 59 όρο του μεταξύ τους καταρτισθέντος ναυλοσυμφώνου. Η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία ενημερώθηκε για τη διαιτητική διαδικασία με μήνυμα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (βλ. το από 16-08-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα των Άγγλων πληρεξουσίων δικηγόρων της αιτούσας), ωστόσο δεν απάντησε, ούτε διόρισε διαιτητή (βλ. το από 31-08-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα των μεσιτών προς τους δικηγόρους της αιτούσας) και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τους Κανόνες της Ένωσης Ναυτικών Διαιτητών Λονδίνου και τον ως άνω όρο 59 του ναυλοσυμφώνου, η αιτούσα διόρισε την 01η-09-2016 τον … ως Μόνο Διαιτητή για την επίλυση της διαφοράς με την καθ’ ης η αίτηση και ειδοποίησε σχετικά την τελευταία απευθείας και μέσω των μεσιτών της (ACF) στις 02-09-2016 (βλ. τα από 02-09-2017 ηλεκτρονικά μηνύματα των άγγλων δικηγόρων της αιτούσας προς την καθ’ ης η αίτηση και προς τους μεσίτες ACF), γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης. Ο ως άνω διορισθείς Μόνος Διαιτητής, εξέδωσε την τελική απόφασή του στις …. Με την απόφαση αυτή η καθ’ ης υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην αιτούσα τα εξής ποσά: ποσό 185.406,02 δολαρίων ΗΠΑ, ως οφειλόμενα ναύλα, ποσό 69.300 δολαρίων ΗΠΑ ως αποζημίωση για την επαναπαράδοση του πλοίου της αιτούσας σε εσφαλμένη (μη συμφωνηθείσα βάσει του ναυλοσυμφώνου) τοποθεσία, ποσό 11.400 δολαρίων ΗΠΑ για την αξία των πετρελαίων που καταναλώθηκαν όσο το πλοίο ήταν στάσιμο (περιμένοντας τον επόμενο ναυλωτή) και ποσό 92.500 δολαρίων ΗΠΑ για την πληρωμή που έγινε από την αιτούσα στην εταιρεία προμήθειας καυσίμων του πλοίου …, δυνάμει σχετικής συμφωνίας συμβιβασμού που συνήφθη με αυτήν. Επίσης η ανωτέρω απόφαση προβλέπει, ότι ο τόκος που θα βαρύνει έκαστο εκ των ανωτέρω ποσών θα είναι 4% ετησίως και θα ανατοκίζεται κάθε τρεις μήνες, μέχρις εξοφλήσεως, κατά την πάγια πρακτική που ακολουθείται ως προς το ύψος των επιτοκίων και τον υπολογισμό του τόκου από την Ναυτική Διαιτησία του Λονδίνου. Επιπλέον ορίσθηκε στην ανωτέρω απόφαση ότι τα έξοδα έκδοσής της ανέρχονται στο ποσό των 4.750 ευρώ με τόκο 4% ετησίως, ανατοκιζόμενο κάθε τρεις μήνες μέχρις εξοφλήσεως από την καθ’ ης και ότι τα νομικά έξοδα της αιτούσας θα επιδικασθούν με νεότερη απόφαση, ενώ επισημάνθηκε ότι η εν θέματι απόφαση είναι τελική για όλα τα ζητήματα που αποφαίνεται. Εν συνεχεία, κατόπιν της από 18-08-2017 αίτησης της αιτούσας, ο ανωτέρω Διαιτητής προέβη σε διόρθωση λεκτικών σφαλμάτων της ως άνω από … τελικής απόφασής του, εκδίδοντας την από … απόφασή του κατά την προβλεπόμενη από τους Κανόνες των Ενδιάμεσων Διαδικασιών της Ένωσης Ναυτικών Διαιτητών του Λονδίνου και του άρθρου 57 του Νόμου περί Διαιτησίας του 1996 διαδικασία, αφού προηγουμένως είχε ενημερωθεί αρμοδίως από τον Διαιτητή και εμπροθέσμως η καθ’ ης η αίτηση, με την παροχή σε αυτήν προθεσμίας 15 ημερών, προκειμένου να απαντήσει στο αίτημα της αιτούσας για διορθώσεις στο λεκτικό της απόφασης, ωστόσο η καθ’ ης η αίτηση δεν απάντησε. Τέλος, κατόπιν της από 23-10-2017 αίτησης της αιτούσας ο Διαιτητής εξέδωσε την από … απόφασή του, σύμφωνα με την οποία ενέκρινε ως αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων της αιτούσας και για τα δικαστικά έξοδα της διαιτησίας στο Λονδίνο για τις από … και … αποφάσεις το ποσό των 42.774,35 ευρώ, ενώ ενέκρινε και το ποσό των 621 ευρώ για τα έξοδα και αμοιβές των δικηγόρων για την έκδοση της από … απόφασής του, αμφότερα δε τα ανωτέρω ποσά με τόκο 5,50% ετησίως, με ανατοκισμό κάθε 3 μήνες. Και σε αυτή την περίπτωση η καθ’ ης η αίτηση είχε ενημερωθεί εμπροθέσμως και της είχε παρασχεθεί προθεσμία, προκειμένου να σχολιάσει ή να αμφισβητήσει τον υποβληθέντα από την αιτούσα κατάλογο δικαστικών εξόδων και δαπανών, χωρίς ωστόσο και αυτή τη φορά η τελευταία να προβεί σε κάποια ενέργεια. Και οι τρεις ως άνω αποφάσεις του Διαιτητή … κοινοποιήθηκαν αμέσως μετά τη δημοσίευσή τους, ήτοι στις …, στις … και στις … αντίστοιχα, σε αμφότερα τα διάδικα μέρη, με αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, ωστόσο η καθ’ ης, παρά τις διαβεβαιώσεις της δεν προέβη στην εξόφληση των οφειλομένων προς την αιτούσα ποσών, όπως αυτά ορίσθηκαν με τις ανωτέρω αποφάσεις. Οι διαιτητικές αποφάσεις αναφέρονται σαφώς σε διαφορά που προέκυψε από την εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης ναύλωσης που καταρτίστηκε στις 07-01-2016 μεταξύ της αιτούσας ως πλοιοκτήτριας – εκναυλώτριας εταιρείας και της καθ’ ης ως ναυλώτριας και όχι σε άλλη άσχετη διαφορά (βλ. άρθρο 59 Συμβάσεως). Εν τέλει, οι παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις έχουν καταστεί δεσμευτικές για τα μέρη, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης έχει ασκήσει έφεση κατ’ αυτών. Περαιτέρω, το αντικείμενο της διαφοράς το οποίο επέλυσαν οι άνω διαιτητικές αποφάσεις ήταν, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, επιδεκτικό ρυθμίσεως με διαιτησία, γιατί η σχέση της ναύλωσης πλοίου και οι διαφορές που απέρρεαν απ’ αυτήν, ήταν ιδιωτικού δικαίου (βλ. και άρθρ. 867 επ. Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, οι αιτιολογίες και το περιεχόμενο των αποφάσεων δεν αντίκεινται στη δημόσια τάξη, διότι η εκτέλεσή τους στην Ελλάδα δεν προσκρούει σε βασικές και θεμελιώδους σημασίας αρχές, οι οποίες διέπουν τη ζωή στη χώρα, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του ισχυρισμού της καθ’ ης, δοθέντος μάλιστα ότι για τους λόγους που προβάλλει κατά την παρούσα δίκη, της είχε δοθεί επαρκής χρόνος, προκειμένου να προβάλλει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά της κατά τη διαιτητική διαδικασία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, χωρίς ωστόσο η τελευταία να εκφράσει οποιαδήποτε αντίρρηση. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι αντίθεση στη δημόσια τάξη, όπως αυτή η έννοια διαλαμβάνεται στο άρθρο 33 του ΑΚ, νοείται ότι υπάρχει όταν αντίκειται σε θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις. Κατ’ ακολουθίαν, εφόσον συντρέχουν οι προπαρατεθείσες προϋποθέσεις που θέτει η από 10 Ιουνίου 1958 Σύμβαση της Νέας Υόρκης «για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εκτελεστές στην Ελλάδα τις από …, από … και από … οριστικές αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις του Διαιτητή …, μέλους της Ένωσης Διαιτησίας Ναυτικών Διαφορών του Λονδίνου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον …, στις – -2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ