Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

  

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ        3714 /2019

(ΓΑΚ/ΑΚ αγωγής 11473/6513/2015)

(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 11281/5078/2018)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

            Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 26η Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, οδός … αριθ…., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Θαλασσία Χατζηγιαννάκου του Ιωάννου (ΑΜ/ΔΣΑ …), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον……, οδός … αριθ….., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Στυλιανού του Πέτρου (ΑΜ/ΔΣΠ …), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς και κατέθεσε προτάσεις.

Η καλούσα – ενάγουσα με την από 26.10.2018 ένδικη κλήση της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) 11281/2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΕΑΚ) 5078/2018, προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 22ας.1.2019, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 26.10.2015 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) 11473/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΑΚ) 6513/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 22ας.2.2017, οπότε και συζητήθηκε, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 2055/2017 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την από 26.10.2018 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 11281/5078/2018 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 26.10.2015 υπ’ αριθ. κατάθεσης 11473/6513/2015 αγωγή της, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στη δικάσιμο της 22.2.2017, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2055/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτό κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, ως ναυτικής διαφοράς, και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου.

Η συνεκδίκαση περισσότερων δικών αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας, προς επιτάχυνση της δίκης και μείωση των εξόδων, υπηρετώντας την αρχή της οικονομίας της δίκης, αλλά και την αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1407/2000 ΕλλΔνη 2001.736, ΕφΘεσ 168/2017 ΕφΑΔ 2017.1059). Συχνότερα εφαρμόζεται η συνεκδίκαση όταν πρόκειται για συναφείς δίκες, αφού τότε πράγματι επιτυγχάνεται ο σκοπός της ρύθμισης (ΠΠρΑθ 461/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι «το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων», παρέχεται η ευχέρεια στο δικαστήριο να διατάξει, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, σε κάθε στάση της δίκης, την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον αυτού, όχι άλλου δικαστηρίου, μεταξύ των ίδιων ή διαφόρων διαδίκων, δικών αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία. Ενόψει της έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015 από την 1.1.2016, τίθεται το ερώτημα αν καταφάσκεται η απαιτούμενη ταυτότητα της διαδικασίας, ώστε να επιτραπεί η συνεκδίκαση αγωγών που εντάσσονται μεν αμφότερες στην τακτική διαδικασία, ωστόσο η μία εξ αυτών ασκήθηκε προ της 1.1.2016, ενώ η δεύτερη μετά την 1.1.2016, δηλαδή υπό την ισχύ του ν. 4335/2015. Η προϋπόθεση της ταυτότητας διαδικασίας εκπληρώνεται εδώ μόνο «κατ’ επίφαση». Ακόμη και αν ανήκουν αμφότερες οι αγωγές στην τακτική διαδικασία, η νέα διάρθρωση, η προδικασία, η κύρια διαδικασία και η απόδειξη διαφοροποιούνται. Εστιάζοντας κανείς στην ουσία του άρθρου 246 ΚΠολΔ, ορθότερα θα απέκλειε τη συνεκδίκαση, διότι η προϋπόθεση της απόλυτης ταύτισης της διαδικασίας, που ρητά αξιώνεται από αυτό, δεν πληρούται, αλλά και διότι ενδεχόμενη συνεκδίκαση μάλλον θα περιέπλεκε, παρά θα διευκόλυνε τη διεξαγωγή της δίκης [βλ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (άρθρα 208-320 ΚΠολΔ) – Ερμηνεία κατ’ άρθρο (2019), υπό το άρθρο 246 αριθ. 1, 5]. Στην προκειμένη περίπτωση, η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη υπέβαλε προφορικά στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και περιλαμβάνει και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, αίτημα περί ενώσεως και συνεκδικάσεως της από 26.10.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11473/6513/2015 ένδικης αγωγής της αντιδίκου της, με την από 29.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11027/5714/2016 αγωγή της, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί κατά την ιδία ως άνω δικάσιμο, εγγραφείσα στο οικείο πινάκιο. Η σχετική αίτηση περί συνεκδικάσεως πρέπει ν’ απορριφθεί, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, καθόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση της ταυτότητας διαδικασίας των δύο αγωγών, εκ των οποίων η υπό κρίση αγωγή έχει ασκηθεί πριν την 1.1.2016, η δε έτερη έχει ασκηθεί μετά την 1.1.2016, ήτοι υπό την ισχύ του ν. 4335/2015, η ενδεχόμενη δε συνεκδίκαση αυτών, λόγω των διαδικαστικών ιδιαιτεροτήτων εκάστης δίκης, ουδόλως θα διευκόλυνε τη διεξαγωγή κοινής δίκης.

Α. Ανάμεσα στα πρόσωπα που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την εκμετάλλευση του πλοίου, ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει ο ναυτικός πράκτορας. Με τα σημερινά δεδομένα της ασκήσεως της ναυτιλιακής επιχειρήσεως, ο θαλάσσιος επιχειρηματίας δεν μπορεί να βρίσκεται σε όλους τους λιμένες που προσεγγίζει το πλοίο για να διεκπεραιώνει όλες εκείνες τις υποθέσεις που είναι απαραίτητες για τη θαλάσσια αποστολή και που πολλές φορές συνδέονται με πολύπλοκες διατυπώσεις. Ο ναυτικός πράκτορας είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος επαγγελματίας, με δική του οργάνωση, που αναλαμβάνει με σύμβαση, κατ’ επάγγελμα και αντί αμοιβής, τη διενέργεια εργασιών πρακτορείας σχετικών με τη θαλάσσια αποστολή. Ο ναυτικός πράκτορας μπορεί να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του πλοίου, δηλαδή ενεργεί για τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο θαλάσσιο επιχειρηματία (πράκτορας του πλοίου – ship agent) ή εκείνα του φορτίου, δηλαδή ενεργεί για λογαριασμό του ναυλωτή / φορτωτή και του παραλήπτη (πράκτορας του φορτίου – cargo agent). Ο κύκλος των εργασιών του ναυτικού πράκτορα εν γένει, είναι πολύ ευρύς. Ο ναυτικός πράκτορας ενεργεί για τον θαλάσσιο επιχειρηματία (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), τον ναυλωτή, τον φορτωτή ή τον παραλήπτη, νομικές και υλικές πράξεις που έχουν ποικίλη φύση. Συγκεκριμένα, αναλαμβάνει τη διενέργεια διοικητικών (λιμενικών, τελωνειακών και υγειονομικών) διατυπώσεων, που είναι απαραίτητες κατά τον είσπλου και τον έκπλου του πλοίου από τον λιμένα, τη ναυλοχία, την παράδοση του φορτίου προς φόρτωση, την παραλαβή του κατά την εκφόρτωση και την παράδοσή του στους παραλήπτες. Ακόμα, μεριμνά για τη διενέργεια επισκευών του πλοίου, για τη σύναψη ναυλώσεων, την εξεύρεση ναυτικών κ.λπ. Ως ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο ναυτικός πράκτορας δεν εμποδίζεται να πρακτορεύει περισσότερα πλοία ή φορτία που ανήκουν σε διαφορετικούς πλοιοκτήτες ή φορτωτές, αντιστοίχως, κ.λπ., με την προϋπόθεση ότι η πολλαπλή αυτή δραστηριότητά του δεν προσκρούει στους κανόνες που επιβάλλουν υποχρέωση πίστης σε κάθε πελάτη του / εντολέα. Ο πράκτορας του πλοίου προσλαμβάνεται από τον πλοιοκτήτη (ή τον εφοπλιστή) ή από τον πλοίαρχο, ως αντιπρόσωπό του. Έργο του είναι να πρακτορεύει ένα ή περισσότερα ή όλα τα πλοία της εφοπλιστικής επιχειρήσεως, σε ένα ή σε περισσότερους λιμένες που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή για αόριστο χρόνο. Ο πράκτορας του φορτίου προσλαμβάνεται από τον ναυλωτή, τον φορτωτή ή τον παραλήπτη του φορτίου και έργο έχει να φροντίζει για ό,τι αφορά το φορτίο μόνο (φόρτωση, εκφόρτωση, παραλαβή και παράδοση στους παραλήπτες). Ο πράκτορας του φορτίου πρέπει να συνεργάζεται με τον πράκτορα του πλοίου, αν υπάρχει, για τις διατυπώσεις παραλαβής και παραδόσεως του φορτίου. Αν όμως ο ναυλωτής ή/και ο φορτωτής επιθυμούν να επιταχύνουν τη φόρτωση ή την εκφόρτωση, την παραλαβή και διανομή (παράδοση στους παραλήπτες) του φορτίου ή να μειώσουν έμμεσα τον ναύλο, μπορούν με ρήτρα στο ναυλοσύμφωνο (την καλούμενη «ρήτρα διευθύνσεως») να διορίζουν τον πράκτορα από κοινού με τον πλοιοκτήτη (ή τον εφοπλιστή). Στην περίπτωση αυτή, ο πράκτορας ενεργεί και για τα δύο μέρη σε ό,τι αφορά το φορτίο. Η ελληνική νομοθεσία διαθέτει διατάξεις για την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα, δεν διαθέτει όμως διατάξεις σχετικά με τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας. Ειδικότερα, διατάξεις (δημοσίου δικαίου) για την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα πλοίου περιέχονται στο π.δ. 229/1995, όπως τροποποιήθηκε από το π.δ. 427/1995. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, διατάξεις που να ρυθμίζουν συστηματικά τις σχέσεις του ναυτικού πράκτορα με τη ναυτιλιακή επιχείρηση που διενεργεί τη μεταφορά ή τον δικαιούχο του φορτίου ή τους τρίτους, δεν υπάρχουν στην ελληνική νομοθεσία. Το νομοθετικό κενό, ειδικά όσον αφορά τις σχέσεις του ναυτικού πράκτορα με τη ναυτιλιακή επιχείρηση, θεωρία και νομολογία προσπάθησαν να το καλύψουν με αναλογική εφαρμογή διατάξεων του εμπορικού και του αστικού δικαίου, οι οποίες διέπουν συγγενείς προς τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας σχέσεις. Έτσι, θεωρία και νομολογία κατέληξαν, κατά την κρατούσα γνώμη, ότι πρόκειται για μικτή σύμβαση. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο δικαίωμα του πράκτορα προς απόληψη αμοιβής, γίνεται δεκτή η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 648 επόμ. και 681 επόμ. ΑΚ, δηλ. ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου αναλόγως του αν η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας εντάσσεται σε πλαίσια διαρκούς συνεργασίας ή αν, αντίθετα, συνάπτεται ευκαιριακώς για ορισμένη περίπτωση, καθώς και των άρθρων 713 ΑΚ (εντολή) για τη διαχείριση των υποθέσεων που ο ναυτικός πράκτορας αναλαμβάνει. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή, ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά κάθε μία από τις επιμέρους πρωτογενείς συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλειά της (βλ. ΕφΠειρ 157/2009 ΕΝαυτΔ 2009.288). Η αντιπροσωπευτική εξουσία του ναυτικού πράκτορα στηρίζεται στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας. Από την άποψη αυτή, συνεπώς, είναι ειδική και, γι’ αυτό, υπερισχύει απέναντι στη νόμιμη γενική αντιπροσωπευτική εξουσία του πλοιάρχου, με την έννοια ότι την παραμερίζει για όσα θέματα είναι αρμόδιοι και οι δύο και για όσο χρόνο βρίσκονται στον ίδιο τόπο. Ο ναυτικός πράκτορας μπορεί να μεριμνά για την εκπροσώπηση του εντολέα του και στα δικαστήρια σχετικά με τις υποθέσεις που χειρίζεται. Συνεπώς, για τις υποθέσεις αυτές μπορεί να ενάγει και να ενάγεται, στο όνομα φυσικά του εντολέα του και όχι στο δικό του όνομα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ναυτικός πράκτορας, ως εντεταλμένος τη διοίκηση κάποιου κλάδου των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή που διενεργεί θαλάσσιες μεταφορές, ή του φορτωτή ή του παραλήπτη, έχει την ιδιότητα του αντιπροσώπου, καθολικού εντολοδόχου των τελευταίων τούτων προσώπων, συνάπτοντας με την ιδιότητά του αυτή, στο όνομα και για λογαριασμό τους, συμβάσεις ναυλώσεως ή θαλάσσιας μεταφοράς με τρίτα πρόσωπα (τον πλοιοκτήτη αν είναι εντολοδόχος του φορτωτή ή τον φορτωτή αν είναι εντολοδόχος του παραλήπτη) ή εκδίδοντας ως αντιπρόσωπος και εντολοδόχος του πλοιάρχου τη θαλάσσια φορτωτική, όταν πρόκειται για θαλάσσια μεταφορά ή άλλο αποδεικτικό έγγραφο της φορτώσεως των πραγμάτων στο πλοίο κατά τα άρθρα 108 και 168 επ. ΚΙΝΔ. Από τις συμβάσεις αυτές δεν δημιουργούνται ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του. Και τούτο διότι από τη δραστηριότητά του αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται, σύμφωνα με τη διάταξη που προεκτέθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, δηλ. του πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη (ΕφΠειρ 54/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν πάλι ήθελε υποτεθεί ότι ο ναυτικός πράκτορας κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που έχει ανατεθεί σ’ αυτόν από τον πλοίαρχο ή τον εφοπλιστή έχει συγχρόνως και την ιδιότητα του προστηθέντος, με την έννοια του βοηθού εκπληρώσεως αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν γεννάται κατ’ αυτού και πάλι καμία αξίωση του ναυλωτή, αφού δεν υφίσταται μεταξύ τους ενοχικός δεσμός από τη σύμβαση ναυλώσεως, η δε δημιουργούμενη ευθύνη προς αποζημίωση του ναυλωτή ένεκα πταίσματος του ναυτικού πράκτορα, βαρύνει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 334 του ΑΚ, μόνον τον προστήσαντα αυτόν πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, εκτός εάν το πταίσμα του ναυτικού πράκτορα φέρει τον χαρακτήρα αδικοπραξίας, οπότε δημιουργείται ευθύνη και του ιδίου ως υπαιτίου αδίκου πράξεως, η οποία θεμελιώνεται όχι επί της συμβάσεως ναυλώσεως αλλά επί των διατάξεων των άρθρων 914, 922 και 926 ΑΚ (ΜΠρΠειρ 4864/2002 ΧρΙΔ 2003.152). Ο ναυτικός πράκτορας υποχρεούται, απέναντι στον εντολέα του, να εκτελεί τα καθήκοντά του με κάθε επιμέλεια, ευθυνόμενος για κάθε πταίσμα. Ο κανόνας αυτός προβλέπεται στο άρθρο 4 § 1 π.δ. 219/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους, εφαρμόζεται δε αναλογικά και επί ναυτικού πράκτορα σύμφωνα με το άρθρο 14 §4 Ν. 3577/07 (ΑΠ 1728/2014 ΕΕμπΔ 2015.596). Το ίδιο άλλωστε ορίζεται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και σε διατάξεις που αφορούν άλλες συγγενείς συμβάσεις όπως είναι το άρθρο 652 § 1 ΑΚ για τη μίσθωση εργασίας, κατά το οποίο «Ο εκμισθωτής οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον μισθωτή από δόλο ή αμέλειά του», αλλά και το άρθρο 714 ΑΚ για την εντολή κατά το οποίο «Ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα». Ο ναυτικός πράκτορας υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του εντολέα του. Υποχρεούται, επίσης, να ανακοινώνει στον εντολέα του κάθε αναγκαία πληροφορία που διαθέτει και να λογοδοτεί προς αυτόν. Πρόκειται για υποχρεώσεις που προβλέπονται για τον εμπορικό αντιπρόσωπο (άρθρο 4 § 1 περ. γ και β του π.δ. 219/1991) και ισχύουν κατ’ αναλογία και για τον ναυτικό πράκτορα όπως προελέχθη. Ανάλογες υποχρεώσεις, άλλωστε, προβλέπονται και για τον εντολοδόχο στα άρθρα 717 και 718 ΑΚ. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή των γενικών αρχών του δικαίου, ο ναυτικός πράκτορας δεν φέρει συμβατική ευθύνη απέναντι στους τρίτους. Εφόσον ο ναυτικός πράκτορας συμβάλλεται ως αντιπρόσωπος του εντολέα του, δεν αποκτά προσωπικώς δικαιώματα και υποχρεώσεις. Γι’ αυτό, άλλωστε, σε περίπτωση παραβάσεως της συμβάσεως για την οποία αντιπροσώπευσε τον εντολέα του ο ναυτικός πράκτορας δεν μπορεί να ενάγεται από τους τρίτους προσωπικώς. Κατά γενικό κανόνα, επίσης, ο ναυτικός πράκτορας ευθύνεται προσωπικώς απέναντι στους τρίτους με τις προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. Ο ναυτικός πράκτορας ευθύνεται προσωπικώς, επίσης, όταν κατά τη δικαιοπρακτική του δραστηριότητα υπερβαίνει τα όρια της ανιπροσωπευτικής εξουσίας του (άρθρα 231 και 234 ΑΚ). Πάντως, στις περιπτώσεις που ο ναυτικός πράκτορας ευθύνεται από αδικοπραξία, συνυπεύθυνος εις ολόκληρον είναι και ο εντολέας του ως προστήσας αυτόν κατά τα άρθρα 922 και 926 ΑΚ (βλ. εισήγηση Ιω. Βρέλλου σε επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔιΛ για «Τα διαμεσολαβούντα στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πρόσωπα: Καθεστώς και ευθύνη», σε https://www.esdi.gr/nex/images/stories/pdf/epimorfosi/2017/eisigisiBrellos.pdf). Β. Με το άρθρο πρώτο του Ν. 2107/1992 κυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτελούν εσωτερικό κανόνα δικαίου, με υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 του Συντ.), η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924, «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23.2.1968 και της 26.12.1979 (Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ). Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του πιο πάνω νόμου και των άρθρων 1 περ. β΄, 2, 3 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 και 3 της προαναφερόμενης Διεθνούς Σύμβασης προκύπτει ότι οι ως άνω κανόνες εφαρμόζονται στην Ελλάδα, από 23.6.1993, μεταξύ των άλλων, σε όλες τις θαλάσσιες μεταφορές που τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, με την προϋπόθεση ότι αυτές (οι μεταφορές) καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων (ΑΠ 376/2008 ΝοΒ 2008.1885). Με την αναφορά στις μεταφορές αυτές ο νόμος επεκτείνει την εφαρμογή των ως άνω κανόνων στην κατηγορία των διεθνών θαλασσίων μεταφορών, των οποίων η αλλοδαπότητα στηρίζεται στο αντικειμενικό κριτήριο ότι τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί κανόνα ουσιαστικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, κανόνα δηλαδή που καθορίζει απευθείας το εφαρμοστέο δίκαιο σε σχέσεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Επομένως, εφαρμοστέο δίκαιο για τις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές υπό φορτωτική αποτελούν οι ως άνω κανόνες Χάγης-Βίσμπυ (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 672/2005 ΠειρΝομ 2005.513, ΕφΠειρ 416/2004 ΠειρΝομ 2004.444). Περαιτέρω, με τα άρθρα 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης θεσπίζεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα (ΕφΠειρ 631/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 914/2006 ΕΕμπΔ 2007.679). Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (άρθρο 330 και 334 ΑΚ), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα αφορά καταρχήν τις απώλειες ή βλάβες πραγμάτων, αν και αυτό δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 4 των ως άνω κανόνων. Ο μόνος περιορισμός είναι ότι η απώλεια ή η βλάβη πρέπει να συνδέεται με τη φόρτωση, μεταχείριση, στοιβασία, μεταφορά, φύλαξη, φροντίδα και εκφόρτωση των πραγμάτων (άρθρο 2 της Σύμβασης). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. ε΄ της ως άνω Δ.Σ., η θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων καλύπτει μόνο τη χρονική περίοδο της θαλάσσιας αποστολής, που αρχίζει από τη φόρτωση των εμπορευμάτων και τελειώνει με την εκφόρτωσή τους. Έτσι, οι ως άνω κανόνες δεν καλύπτουν την ευθύνη του μεταφορέα για τα ακραία στάδια της μεταφοράς, δηλαδή από την παράδοση των πραγμάτων μέχρι την παραλαβή τους από τον παραλήπτη, για τα οποία έγκυρα αυτός μπορεί να συμφωνήσει μείωση ή απαλλαγή από την ευθύνη του για απώλειες ή βλάβες που επέρχονται κατά τη διάρκεια των δύο αυτών φάσεων της μεταφοράς (άρθρο 7 των κανόνων), το δε βάρος της απόδειξης για την ύπαρξη της απαλλακτικής ρήτρας έχει ο εναγόμενος μεταφορέας, με βάση την αρχή της νόθου αντικειμενικής ευθύνης (ΕφΠειρ 835/2010 ΔΕΕ 2011.483, ΕφΠειρ 516/2019 ΕΝαυτΔ 2009.389). Με βάση τον συνδυασμό των άρθρων 1 (ε), 2 και 7 ΚΧΒ χαράσσονται όρια στο συνολικό μεταφορικό αποτέλεσμα, εντός των οποίων η ευθύνη είναι αναγκαστική και εκτός των οποίων παρέχεται συμβατική ελευθερία. Πρόκειται για τα ακραία όρια της φόρτωσης και της εκφόρτωσης του φορτίου, περιλαμβανομένων αυτών στο αναγκαστικό πεδίο. Η μεταχείριση του φορτίου εκτός ακραίων ορίων, δηλαδή προ της φόρτωσης και μετά την εκφόρτωση, εκκινεί με την παραλαβή στη σφαίρα εξουσίας του μεταφορέα και παύει με την παράδοση στη σφαίρα εξουσίας του νόμιμου δικαιούχου. Έτσι, εύλογα θα μπορούσε ο μεταφορέας να επιμεληθεί της φύλαξης και διατήρησης, τόσο στο στάδιο προ της φόρτωσης όσο και στο στάδιο μετά την εκφόρτωση. Ο υπερεθνικός νομοθέτης, προς αποφυγή αμφιβολιών ως προς το κύρος της συμφωνίας σε σχέση με τα μεταφορικά καθήκοντα, επιτρέπει ρητά την εξαίρεση της φύλαξης (custody), της φροντίδας (care) και της μεταχείρισης (handling) του φορτίου για τα στάδια εκτός των ακραίων ορίων. Ο επανακαθορισμός του μέτρου ευθύνης μπορεί να γίνει με συμφωνία, υπόσχεση, όρο, επιφύλαξη και εξαίρεση. Η επιλογή επαφίεται στα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά το εύρος υποδεικνύει τη βούληση του υπερεθνικού νομοθέτη για τη διασφάλιση της εγκυρότητας της συμφωνίας στις έννομες τάξεις, τόσο του αγγλοσαξονικού όσο και του ηπειρωτικού χώρου (βλ. Ρόκα/Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδοση 2015, σελ. 366). Γ. Εξάλλου, κατά την εκτέλεση της σύμβασης, είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση (ΑΠΟλ 967/1973 ΝοΒ 1974.505, ΑΠ 19/1993 ΝοΒ 1993.1069, ΑΠ 1580/1992 ΕλλΔνη 1994.369, ΑΠ 1741/1987 ΕΕΝ 1988.906). Υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη (ΑΠΟλ 967/1973 ο.π., ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 2000.87). Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής (αδικοπρακτικής) ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα (τη διακριτική ευχέρεια) να στηρίξει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 555/1999 ο.π., ΕφΠειρ 516/2019 ο.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι στα πλαίσια της δραστηριότητάς της (εξαγωγή τυποποιημένου ελαιόλαδου ή επεξεργασμένων φυτικών ελαίων) συνεργάζεται από ετών με την εναγόμενη εταιρεία, η οποία αναλαμβάνει, ως ναυτικός πράκτορας στην Ελλάδα της εδρεύουσας στη … ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», τη μεταφορά των προϊόντων της σε τρίτους, εκτός Ελλάδας, παραλήπτες. Ότι, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες, παρέδωσε στην εναγόμενη, με την ως άνω ιδιότητά της, που εξέδωσε τις σχετικές φορτωτικές, ποσότητες πυρηνέλαιου και ηλιέλαιου, συνολικής αξίας αντίστοιχα 52.208,80 και 26.262,30 δολ. ΗΠΑ, προκειμένου να μεταφερθούν στο λιμάνι Mundra της Ινδίας, με παραλήπτρια την ινδική εταιρεία με την επωνυμία “…”. Ότι η θαλάσσια μεταφορά εκτελέστηκε προσηκόντως και ολοκληρώθηκε με την εκφόρτωση των προϊόντων της στο λιμάνι προορισμού τους, πλην όμως τα εμπορεύματα παρέμειναν χωρίς εκτελωνισμό, καθόσον η παραλήπτρια εταιρεία ουδέποτε εμφανίσθηκε να τα παραλάβει. Ότι, αν και η ενάγουσα ζήτησε από την εναγόμενη υπό την ιδιότητά της ως ναυτικής πράκτορα να προχωρήσει σε όλες τις αναγκαίες διαδικασίες προκειμένου να επιτευχθεί η επανεισαγωγή των προϊόντων της στην Ελλάδα και η παράδοσή τους σε αυτήν, η εναγόμενη, ενεργώντας αμελώς περί την εκτέλεση των συμβατικών της υποχρεώσεων, δεν την ενημέρωσε και δη έγκαιρα για τις αναγκαίες ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβεί για την άμεση και ασφαλή επιστροφή των προϊόντων της στην Ελλάδα, ενόψει και του ότι η παραλήπτρια εταιρεία δεν ανευρέθη προκειμένου να συναινέσει σε αυτήν (επιστροφή), αρνούμενη (η παραλήπτρια) ταυτόχρονα ρητά την παραλαβή τους, ούτε μερίμνησε για την αποθήκευση και φύλαξή τους. Ότι συνεπεία της περιγραφόμενης αντισυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης, η ενάγουσα υπέστη ζημία, συνιστάμενη στην αξία των ως άνω φορτίων, συνολικού ύψους 78.471,10 ευρώ, καθώς και στην απώλεια διαφυγόντων κερδών ύψους 5.691,66 ευρώ, τα οποία μετά βεβαιότητας θα είχε εισπράξει από την πώληση του πυρηνέλαιου σε άλλη επιχείρηση του εξωτερικού σε τιμή υπέρτερη εκείνης που είχε τιμολογήσει την ινδική εταιρεία κατά 0,24 ευρώ ανά λίτρο, λόγω της εξαιρετικά μεγάλης ζήτησης κατά την περίοδο εκείνη. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 84.162,76 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το e-παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών με κωδικό …, σε συνδυασμό με το από 20.2.2017 αποδεικτικό πληρωμής της «…»), παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρα 9, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 Α και Β ε΄ του ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Σημειώνεται ότι ουδεμία αμφιβολία ή σύγχυση γεννάται ως προς την ταυτότητα της ενάγουσας εταιρείας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη, από το γεγονός ότι στις προτάσεις της (ενάγουσας) αναγράφεται με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, καθόσον πρόκειται για το ίδιο νομικό πρόσωπο, του οποίου αποφασίστηκε η αλλαγή της επωνυμίας και μεταφορά της έδρας, καθώς και η λύση και, συνεπώς, θέση σε εκκαθάριση και ορισμός εκκαθαριστή με την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από 15.1.2019 Απόφαση έκτακτης Γ.Σ., που εκκρεμεί προς καταχώρηση στο Γ.Ε.ΜΗ. Υπό τα εκτιθέμενα, ωστόσο, η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη και απορριπτέα, ως κάτωθι: 1) Κατά μεν τη βάση της από ενδοσυμβατική ευθύνη, για τον λόγο ότι σε βάρος της εναγόμενης ναυτικής πράκτορα δεν δημιουργήθηκαν υποχρεώσεις από τις συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς που συνήφθησαν μεταξύ της ενάγουσας και της αλλοδαπής ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», καθόσον κατ’ άρθρο 211 ΑΚ από τη δραστηριότητα αυτή της εναγόμενης δημιουργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνον υπέρ και κατά εκείνης που αντιπροσωπεύει και ειδικότερα της ανωτέρω αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας, ως καθολική εντολοδόχος της οποίας ενεργεί. Η εναγόμενη ουδέποτε συνεβλήθη ατομικά με την ενάγουσα, παρά μόνο στο όνομα και για λογαριασμό της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας, η οποία ανέλαβε να εκτελέσει τη θαλάσσια μεταφορά. Το γεγονός δε ότι οι αποδιδόμενες στην εναγόμενη συμβατικές παραβάσεις αφορούν σε χρόνο μεταγενέστερο της εκφόρτωσης των εμπορευμάτων στο λιμάνι προορισμού τους, ήτοι μετά την ολοκλήρωση της θαλάσσιας αποστολής, δεν αναιρεί την ευθύνη της προαναφερθείσας αλλοδαπής εταιρείας ως μεταφορέα, που εξακολουθεί να υπάρχει και κατά το ακραίο αυτό στάδιο της μεταφοράς, μέχρι την παραλαβή των εμπορευμάτων από την παραλήπτρια εταιρεία· απλά η μεταφορέας δύναται να συμφωνήσει κατά το στάδιο αυτό «απαλλακτική ρήτρα», μειώνοντας την προβλεπόμενη στη Διεθνή Σύμβαση που αναφέρεται στην υπό στοιχ. Β νομική σκέψη, ευθύνη της. Το βάρος απόδειξης τέτοιας ρήτρας θα φέρει ο μεταφορέας, ο οποίος την επικαλείται. 2) Κατά δε τη συρρέουσα βάση της από αδικοπραξία, η αγωγή είναι μη νόμιμη, για το λόγο ότι τα περιγραφόμενα πραγματικά γεγονότα (μη έγκαιρη ενημέρωση για τις αναγκαίες ενέργειες στις οποίες η ενάγουσα έπρεπε να προβεί για την άμεση και ασφαλή επιστροφή των προϊόντων της στην Ελλάδα, έλλειψη μέριμνας για την αποθήκευση και φύλαξή τους), και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά, καθόσον, αν έλειπε η προϋπάρχουσα ενοχική σχέση (σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς) -στην οποία, σημειωτέον, δεν υπήρξε αντισυμβαλλόμενη η εναγόμενη, κατά τα προεκτεθέντα-, δεν θα ήταν παράνομη ως αντίθετη στην επιβαλλόμενη κατ’ άρθρο 914 ΑΚ από το σύνολο του θετικού δικαίου και τους σκοπούς του περί υποχρέωσης ασφάλειας και προστασίας των άλλων, συμπεριφορά και, συνεπώς, δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή αδικοπραξία.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί και η ενάγουσα να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης [άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 58, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)], όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των χιλίων οχτακοσίων (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ