Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     

Αριθμός αποφάσεως         3715/2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 311/169/2019) 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

             Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία …), που εδρεύει στη …), νόμιμα εκπροσωπούμενης και αντιπροσωπευόμενης στην Ελλάδα από την στον ……. εδρεύουσα (…) γενική ναυτική της πράκτορα Ανώνυμη Πρακτορειακή Εταιρεία με την επωνυμία … νομίμως επίσης εκπροσωπούμενη, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, δυνάμει του από 16.2.2016 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Γενεύης Πιερ-Φρεντερίκ Μπούλερ (Pierre-Frederic Buhler), νομίμως επικυρωμένου με την υπ’ αριθ. … Επισημείωση (Apostille), σύμφωνα με τη Συνθήκη της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961, Ανδριανής Στυλιανού του Στυλιανού (ΑΜ/ΔΣΠ 3198), κατοίκου Πειραιά, οδός Μπουμπουλίνας αριθ. 6, που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το Νο  … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ –  ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο Μ. Α., οδός … νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, δυνάμει της από 25.2.2019 εξουσιοδότησης, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από την ίδια δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Θαλασσίας Χατηγιαννάκου του Ιωάννου (ΑΜ/ΔΣΑ 14259), κατοίκου Αθήνας, Λεωφ. Αλεξάνδρας αριθ. 120, που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κατόπιν τηλεφωνικής πρόσκλησης από τη Δικαστή κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ.            Η καλούσα – ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10.1.2019 κλήση της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 311/169/2019, προσδιορίστηκε στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατόπιν της από 28.1.2019 Πράξης ορισμού δικαστή του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, και γράφτηκε στο πινάκιο, με την οποία επαναφέρει προς συζήτηση την από 29.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11027/5714/2016 αγωγή της, η συζήτηση της οποίας αναβλήθηκε κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ δυνάμει της υπ’ αριθ. 2996/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών) μέχρις εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως επί της από 26.10.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11473/6513/2015 αγωγής, που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η συνεκδίκαση περισσότερων δικών αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας, προς επιτάχυνση της δίκης και μείωση των εξόδων, υπηρετώντας την αρχή της οικονομίας της δίκης, αλλά και την αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1407/2000 ΕλλΔνη 2001.736, ΕφΘεσ 168/2017 ΕφΑΔ 2017.1059). Συχνότερα εφαρμόζεται η συνεκδίκαση όταν πρόκειται για συναφείς δίκες, αφού τότε πράγματι επιτυγχάνεται ο σκοπός της ρύθμισης (ΠΠρΑθ 461/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι «το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων», παρέχεται η ευχέρεια στο δικαστήριο να διατάξει, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, σε κάθε στάση της δίκης, την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον αυτού, όχι άλλου δικαστηρίου, μεταξύ των ίδιων ή διαφόρων διαδίκων, δικών αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία. Ενόψει της έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015 από την 1.1.2016, τίθεται το ερώτημα αν καταφάσκεται η απαιτούμενη ταυτότητα της διαδικασίας, ώστε να επιτραπεί η συνεκδίκαση αγωγών που εντάσσονται μεν αμφότερες στην τακτική διαδικασία, ωστόσο η μία εξ αυτών ασκήθηκε προ της 1.1.2016, ενώ η δεύτερη μετά την 1.1.2016, δηλαδή υπό την ισχύ του ν. 4335/2015. Η προϋπόθεση της ταυτότητας διαδικασίας εκπληρώνεται εδώ μόνο «κατ’ επίφαση». Ακόμη και αν ανήκουν αμφότερες οι αγωγές στην τακτική διαδικασία, η νέα διάρθρωση, η προδικασία, η κύρια διαδικασία και η απόδειξη διαφοροποιούνται. Εστιάζοντας κανείς στην ουσία του άρθρου 246 ΚΠολΔ, ορθότερα θα απέκλειε τη συνεκδίκαση, διότι η προϋπόθεση της απόλυτης ταύτισης της διαδικασίας, που ρητά αξιώνεται από αυτό, δεν πληρούται, αλλά και διότι ενδεχόμενη συνεκδίκαση μάλλον θα περιέπλεκε, παρά θα διευκόλυνε τη διεξαγωγή της δίκης [βλ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (άρθρα 208-320 ΚΠολΔ) – Ερμηνεία κατ’ άρθρο (2019), υπό το άρθρο 246 αριθ. 1, 5]. Στην προκειμένη περίπτωση, η καλούσα – ενάγουσα υπέβαλε προφορικά στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και περιλαμβάνει και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, αίτημα περί ενώσεως και συνεκδικάσεως της από 29.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11027/5714/2016 αγωγής, την οποία επαναφέρει με την υπό κρίση κλήση της, με την από 26.10.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11473/6513/2015 αγωγή της αντιδίκου της η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και έχει προσδιοριστεί, κατόπιν αναβολής, να συζητηθεί κατά την ιδία ως άνω δικάσιμο, εγγραφείσα στο οικείο πινάκιο. Η σχετική αίτηση περί συνεκδικάσεως πρέπει ν’ απορριφθεί, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, καθόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση της ταυτότητας διαδικασίας των δύο αγωγών, εκ των οποίων η επαναφερόμενη με την υπό κρίση κλήση έχει ασκηθεί μετά την 1.1.2016, ήτοι υπό την ισχύ του ν. 4335/2015, η δε έτερη έχει ασκηθεί πριν την 1.1.2016, η ενδεχόμενη δε συνεκδίκαση αυτών, λόγω των διαδικαστικών ιδιαιτεροτήτων εκάστης δίκης, ουδόλως θα διευκόλυνε τη διεξαγωγή κοινής δίκης.

Κατά το άρθρο 309 εδ. β ΚΠολΔ, οι μη οριστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και η από το άρθρο 249 εδ. α ΚΠολΔ απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία διατάσσεται η αναστολή της συζήτησης της αγωγής ή της έφεσης και εντεύθεν η αναστολή της δίκης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα άλλη συναφής δίκη, που εκκρεμεί σε άλλο πολιτικό Δικαστήριο, μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, η οποία υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν, σε κάθε στάση της δίκης, από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε. Η αίτηση περί ανακλήσεως είναι παραδεκτή, μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης, όπως όταν εισάγεται κλήση για συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, γιατί μόνο στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση δίκης. Έτσι, αν η υπόθεση αναβλήθηκε από το δικαστήριο, η αίτηση ανάκλησης της αναβλητικής απόφασης που υποβλήθηκε αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης επί της ουσίας της υπόθεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τούτο δε γιατί, η ως άνω αίτηση (ακόμη και εάν ο διάδικος την ονόμασε αίτηση ανάκλησης ή κλήση ή κλήση για συζήτηση), δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει στάση δίκης ούτε να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο προς έλεγχο της δικαστικής κρίσης της απόφασης, που διέταξε την αναστολή, αφού με την άνω διάταξη δεν σκοπήθηκε η εισαγωγή ενός νέου ενδίκου βοηθήματος. Η ανάκληση μη οριστικής απόφασης κατά τρόπο που αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 309 εδ. β ΚΠολΔ συνιστά λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, ήτοι της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου, δεδομένου ότι η εισαγωγή της υποθέσεως, με κλήση, χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη. Πλην όμως κατά την ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ισχύει ο ανωτέρω περιορισμός της αυτοτελούς ανάκλησης, στις περιπτώσεις εκείνες, που με τη μη οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή ή πρόκειται για περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης που η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας, οπότε η αίτηση ανάκλησης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και με την κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί στάση δίκης [ΑΠ 926/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. Μακρίδου, ο.π., υπό το άρθρο 309 αριθ. 3, Κλαμαρή, Κλήση προς συζήτηση με αυτοτελές αίτημα -ή με αυτοτελή σκοπό- την ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως (Συμβολή στην ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 309 ΚΠολΔ), ΝοΒ 2005.66 επ.]. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση κλήση της η καλούσα – ενάγουσα ζητεί την ανάκληση της υπ’ αριθ. 2996/2018 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναβλήθηκε (ανεστάλη) η συζήτηση της από 29.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11027/5714/2016 αγωγής της, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα προγενέστερα ανοιγείσα συναφής δίκη. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα και ήδη καλούσα, στην από 29.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11027/5714/2016 αγωγή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εκθέτει ότι τυγχάνει ναυτιλιακή εταιρεία, εδρεύουσα στη Γ. Ε., με αντικείμενο εργασιών την έναντι ανταλλάγματος (ναύλου) θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων (συσκευασμένων κατά κανόνα εντός εμπορευματοκιβωτίων), με πλοία τελούντα υπό την εκμετάλλευσή της. Ότι στο πλαίσιο της ως άνω εμπορικής δραστηριότητάς της στις 29.3.2015 και στις 5.4.2015 ανέλαβε και εκτέλεσε για λογαριασμό της εναγόμενης, με πλοία που εκμεταλλευόταν, τη μεταφορά από τον Πειραιά στο λιμάνι «Mundra» της Ινδίας πυρηνέλαιο, συνολικού μικτού βάρους 25.890 κιλών, καθώς και ηλιέλαιο, συνολικού μικτού βάρους 25.950 κιλών αντίστοιχα, το οποίο φορτώθηκε σε εμπορευματοκιβώτια που της διέθεσε η ενάγουσα. Ότι για τη φόρτωση και τη μεταφορά των ως άνω εμπορευμάτων εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. MSCUPI 250346/29.3.2015 και MSCUPI 253704/5.4.2015 φορτωτικές, στις οποίες ως παραλήπτρια των φορτίων κατονομάζεται η ινδική εταιρεία με την επωνυμία … Ότι μετά την εκφόρτωση των ως άνω εμπορευμάτων στο λιμάνι προορισμού στις 19.4.2015 και 1.5.2015 αντίστοιχα, αν και η παραλήπτρια εταιρεία προσκλήθηκε να τα παραλάβει, δεν ανταποκρίθηκε, με αποτέλεσμα να παραμείνουν αζήτητα στις αποθήκες του τοπικού τελωνείου στο λιμάνι της “Mundra” και να επιβαρύνονται με αποθηκευτικά τέλη και αντίστοιχες σταλίες (υπεραναμονή). Ότι για το γεγονός αυτό ενημερώθηκε έγκαιρα η εναγόμενη, η οποία τελούσε ήδη σε γνώση, δεδομένης της μη καταβολής του αναλογούντος τιμήματος και της παραλαβής των πρωτότυπων φορτωτικών. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι η εναγόμενη δεν μερίμνησε για τη νομότυπη επιστροφή των εμπορευματοκιβωτίων στην Ελλάδα μετά από κάλυψη των οφειλόμενων λιμενικών, αποθηκευτικών και λοιπών τελών, που ανήλθαν για το μεν πρώτο εμπορευματοκιβώτιο σε: α) 93.918,20 δολ.ΗΠΑ για σταλίες κατά το χρονικό διάστημα από 26.4.2015 έως 29.12.2016, β) 44.725 δολ.ΗΠΑ για αποθηκευτικά τέλη κατά το χρονικό διάστημα από 20.4.2015 έως 29.12.2016, ήτοι για 620 συνολικά ημέρες, για το δε δεύτερο εμπορευματοκιβώτιο σε: α) 85.689,95 δολ.ΗΠΑ για σταλίες κατά το χρονικό διάστημα από 7.5.2015 έως 17.11.2016, β) 29.903,47 δολ.ΗΠΑ για αποθηκευτικά τέλη κατά το χρονικό διάστημα από 2.5.2015 έως 17.11.2016. Ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις της εναγομένης προκύπτουν από τους όρους των φορτωτικών που έχουν εκδοθεί. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί η ενάγουσα και ήδη καλούσα, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού (τροπής) του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει ως αποζημίωση για την υπεραναμονή των προεκτιθέμενων εμπορευματοκιβωτίων, καθώς και για αποθηκευτικά τέλη, το ισάξιο σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής ποσό των 254.236,62 δολ.ΗΠΑ, άλλως το ποσό των 244.423,09 ευρώ, με βάση την κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Συνάμα όμως και η εναγομένη και ήδη καθ’ ης η κλήση έχει ασκήσει κατά της ναυτικής πράκτορα της καλούσας – ενάγουσας στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στον ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, την από 26.10.2015 (με αριθμ. κατάθ. 11473/6513/2015) αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητεί να της καταβληθεί αποζημίωση, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 84.162,76 ευρώ, εκ των οποίων 78.471,10 ευρώ αντιστοιχεί στην αξία των ανωτέρω εμπορευμάτων και 5.691,66 ευρώ σε διαφυγόντα κέρδη, λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων της ναυτικής πράκτορα – εναγομένης, που απορρέουν από τις καταρτισθείσες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς των εμπορευμάτων, όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω, και δη εκείνης της υποχρέωσης ενημέρωσής της για τις αναγκαίες ενέργειες που απαιτούνταν για την επιστροφή των μη παραληφθέντων εμπορευμάτων από την παραλήπτρια εταιρεία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο. Προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, το Δικαστήριο τούτο, με την υπ’ αριθ. 2996/2018 μη οριστική απόφασή του, ανέβαλε τη συζήτηση της από 29.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11027/5714/2016 αγωγής μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω από 26.10.2015 (με αριθμ. κατάθ. 11473/6513/2015) αγωγής της ήδη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης. Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από τον έλεγχο των εγγράφων της δικογραφίας, η τελευταία αυτή αγωγή (από 26.10.2015) συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη δικάσιμο της 22ας.2.2017 και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2055/2017 απόφασή του, με την οποία το Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο και η αγωγή παραπέμφθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου. Ήδη με την ένδικη από 10.1.2019 (με αριθμ. κατάθ. 311/169/2019) κλήση της, η καλούσα – ενάγουσα ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία … ζητεί την ανάκληση της προαναφερθείσας υπ’ αριθμ. 2996/2018 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και τη, στη συνέχεια, συζήτηση της από 29.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11027/5714/2016 αγωγής της, πριν ακόμη πληρωθούν οι όροι της τελεσιδικίας της αγωγής που έθεσε η αναβλητική απόφαση, αιτούμενη ταυτόχρονα, όπως προαναφέρθηκε, τη συνεκδίκασή της με την ως άνω από 26.10.2015 (με αριθμ. κατάθ. 11473/6513/2015) αγωγή, που έχει επίσης προσδιορισθεί να συζητηθεί κατά την παρούσα δικάσιμο. Η υπό κρίση κλήση – αίτηση είναι, σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης, απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι δεν μπορεί η αυτοτελώς υποβαλλόμενη αίτηση ανάκλησης μη οριστικής απόφασης, που, χωρίς να αποφασίσει επί της ουσίας, ανέστειλε τη συζήτηση μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης σε άλλη συναφή δίκη, να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο ελέγχου της κρίσης της απόφασης που διέταξε την αναστολή, κρίση, άλλωστε, η οποία στην ένδικη περίπτωση δεν προαποδεικνύεται και φανερά εσφαλμένη. Περαιτέρω, αποκλειομένης της συνεκδικάσεως αυτής με την εκκρεμή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 26.10.2015 (με αριθμ. κατάθ. 11473/6513/2015) αγωγή, ελλείψει ταυτότητας διαδικασίας μεταξύ τους, κατά τα προαναφερθέντα, κρίνεται σκόπιμη η αναμονή έκδοσης τελεσιδίκου αποφάσεως επί της προγενέστερης αγωγής, η οποία ουδόλως εμφαίνεται περιττή, αλλά αντίθετα υπηρετεί αποτελεσματικά την οικονομία της δίκης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, απορριπτομένης της υπό κρίση κλήσης για συζήτηση – αίτησης ανάκλησης της υπ’ αριθ. 2996/2018 αναβλητικής απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ