Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 

 

Αριθμός απόφασης

3719 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

—————————— 

        ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 19-3-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …», που εδρεύει στο … νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Σταυρούλα Γεωργαλιού.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: 1) Της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στις  Μ., πράγματι όμως στη …) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Τ. Δ. Ξ.  Ι., κατοίκου … για τους οποίους  δεν προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), πληρεξούσιος δικηγόρος.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 17-7-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 8052/3547/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

 

                         ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜO

 

Από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Λασιθίου Γ. Α., Β. Χ., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 17-7-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8052/3547/2018 αγωγής, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγομένους (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α,γ, 129 παρ. 1, 215 παρ. 2, 226 παρ. 2 ΚΠολΔ). Οι τελευταίοι, όμως, δεν εμφανίσθηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην [άρθρο 271 παρ. 1, 2 εδ. α΄ και 3,  ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 του Ν.4335/2015].

Με την κρινόμενη αγωγή, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται με τις προτάσεις και διευρύνουν απαραδέκτως το αντικείμενο της δίκης (άρθρο 111 ΚΠολΔ), η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι αλλοδαπή εταιρεία που δραστηριοποιείται στον κλάδο της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων σε παγκόσμια κλίμακα. Ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε περί τα τέλη Αυγούστου του έτους 2017 μεταξύ αυτής και της εναγόμενης, εφοπλίστριας εταιρείας του υπό σημαία Κομορών (Comoros) δεξαμενόπλοιου με την ονομασία … νηολογίου … και …, ανέλαβε τον εφοδιασμό του στο λιμένα της Μάλτας με ποσότητα 40 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Gas – oil, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος 570,00 δολαρίων Η.Π.Α./μετρικό τόνο, σε περίπτωση δε μη εξόφλησης συμφώνησαν ότι η οφειλή θα προσαυξανόταν κατά ποσοστό 20% ως ποινική ρήτρα για την τήρηση των συμβατικών όρων. Ότι σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής της από την ως άνω σύμβαση πώλησης, η ενάγουσα προέβη στην παράδοση της συμφωνηθείσας ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου στο ένδικο πλοίο στις 1-9-2017 και εν συνεχεία, η ενάγουσα εξέδωσε, για την προαναφερόμενη σύμβαση πώλησης, προς την αντισυμβαλλόμενή της εναγομένη το υπ’ αριθ. 33256/6-9-2017  τιμολόγιο συνολικού ποσού 24.450,00 δολαρίων Η.Π.Α., συμπεριλαμβανομένων των εξόδων πετρέλευσης (έξοδα φορτηγίδας και διαχείρισης). Εκθέτει περαιτέρω ότι το ποσό αυτό εξακολουθεί να της το οφείλει, η πρώτη εναγομένη, η οποία είναι  ναυτιλιακή εταιρεία που έχει ιδρυθεί νόμιμα κατά τη νομοθεσία των Νήσων Μάρσαλ, πλην όμως είναι πραγματικά εγκατεστημένη στη Σ. Κ. όπου έχει το κέντρο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και λειτουργεί η διοίκησή της, χωρίς να έχει τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας με συνέπεια να αποτελεί μία «εν τοις πράγμασι» (de facto) ομόρρυθμη εταιρεία με μοναδικό μέτοχο και εταίρο δεύτερο  των εναγομένων, Ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, λόγω σύμβασης, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού καθόσον η πρώτη εναγομένη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της πωλήτριας εταιρείας. Με βάση τα περιστατικά αυτά, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρο έκαστος, για την προαναφερόμενη αιτία (σύμβαση πώλησης), άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 24.450,00 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και το ποσό των 4.890,00 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, άλλως, άλλως το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά την ημέρα της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ως άνω δήλη ημέρα καταβολής του τιμήματος της ένδικης πώλησης, ήτοι από την έκδοση του τιμολογίου. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, είναι α) καθ’ ύλην αρμόδιο (άρθρ. 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ και 51§3Β περ. ι΄ του ν. 2172/1993), ενόψει του ότι κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, δηλαδή της καταθέσεως του δικογράφου της (17-7-2018), που είναι ο κρίσιμος για τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της δίκης (αρθρ. 10 και 221 ΚΠολΔ), το συνολικά αιτούμενο ποσό με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά τον ως άνω χρόνο, η οποία λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ’ όψη από το Δικαστήριο και δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής (ΠΠρΑθ 1738/2012, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), υπερέβαινει το ποσό των 20.000 ευρώ (το 1 € ισούτο με 1,16975 $, βλ. το Δελτίο Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 18ης-7-2018), και β) κατά τόπον αρμόδιο, λόγω της κατοικίας του δεύτερου εναγομένου και της πραγματικής έδρας της πρώτης εναγομένης στην Ελληνική Επικράτεια κατ’ άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Β περ. α` και ι` Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, που θεμελιώνει συντρέχουσα αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για το σύνολο των ναυτικών διαφορών. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό  με τα άρθρα 4 και 63 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που τυγχάνει εφαρμοστέος στη προκείμενη περίπτωση. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Ως προς την ευθύνη της εναγόμενης εταιρείας από την ιστορούμενη σύμβαση πώλησης καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Καν 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) το οποίο διέπει την ένδικη σύμβαση πωλήσεως και την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη της ναυλώτριας του πλοίου (πρώτης των εναγομένων), είναι κατ’ άρθρο 4 παρ. 4 του ίδιου Κανονισμού το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο που συνδέεται στενότερα με την επίδικη διαφορά, δεδομένου ότι  η πρώτη εναγομένη (αγοραστής) ανεξαρτήτως της τυπικής συστάσεως της στην αλλοδαπή και της αλλοδαπής σημαίας του πλοίου, τυγχάνει κατ’ ουσίαν εταιρεία ελληνικών συμφερόντων με πραγματική έδρα στη Σ. Κ., όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις για την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά. Εξάλλου, τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου ρητώς επικαλείται η ενάγουσα χωρίς να αντιλέγουν οι εναγόμενοι λόγω της ερημοδικίας τους, υπάγοντας έτσι σ’ αυτό, έστω και μετασυμβατικώς, την εν λόγω σύμβαση πώλησης (ΑΠ 1091/2010, ΑΠ 1383/2008, ΕΝαυτΔ 2009,57, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγματος (βλ. ΕφΑθ 5745/2010, Δνη 2011,857, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις του αγοραστή, οι οποίες συνίστανται στην πληρωμή του τιμήματος και την παραλαβή των πωληθέντων κινητών πραγμάτων (αρθρ. 53 της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιο άλλο ορισμένο μέρος, οφείλει να το πληρώσει στην εγκατάστασή του (αρθρ. 57§1 περ. α΄ της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιον άλλον ορισμένο χρόνο, οφείλει να το πληρώσει όταν ο πωλητής θέσει στη διάθεση του αγοραστή τα κινητά πράγματα ή το παραστατικό τους έγγραφα, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης και την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση (αρθρ. 58§1 εδ. α΄ της Σύμβασης). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα κατά το χρόνο που έχει ορισθεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και την παρούσα Σύμβαση, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (αρθρ. 59 της Σύμβασης). Ο πωλητής μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, να παραλάβει τα κινητά πράγματα και να εκπληρώσει τις άλλες υποχρεώσεις του, εκτός αν ο πωλητής έχει ασκήσει έννομο βοήθημα που δεν συμβιβάζεται με αυτήν την απαίτηση (αρθρ. 62 της Σύμβασης). Επίσης κατά το άρθρο 78 της Σύμβασης, αν ένα μέρος αρνείται να πληρώσει το τίμημα ή οποιαδήποτε άλλο ληξιπρόθεσμο ποσό, το άλλο μέρος έχει αξίωση για τόκο επί των ποσών αυτών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7§2 της Σύμβασης, ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές στις οποίες η Σύμβαση στηρίζεται ή, ελλείψει τέτοιων αρχών, σύμφωνα με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τέτοια δε ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την Σύμβαση και δεν προκύπτουν από τις γενικές αρχές της είναι και η υπερημερία ως εναρκτήριο της υποχρέωσης προς καταβολή τόκων γεγονός, αλλά και το οφειλόμενο ποσοστό τόκου (ΕφΑθ 5745/2010, ο.π.), καθώς επίσης και η παραγραφή των εκατέρωθεν αξιώσεων, θέματα τα οποία ρυθμίζονται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Εξάλλου, ως προς ευθύνη της εναγόμενης εταιρείας που απορρέει από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, κατά την επικουρική βάση της αγωγής, το εφαρμοστέο δίκαιο θα αναζητηθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. β΄ του ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται αναλογικά ελλείψει ειδικής ρυθμίσεως στον ΑΚ (ΕφΑθ 14059/1988, ΝοΒ 1990,458, ΕφΑθ 744/1982, Αρμ 1985,1084, ΠΠρΠειρ 435/1994, ΔΕΕ 1995,69, ΕΤρΑξΧρΔ 1996,67, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εφαρμοστέο δίκαιο επί αξιώσεως από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι εκείνο που αρμόζει περισσότερο στις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο πλουτισμός, τέτοιο δε θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι, όταν ο πλουτισμός επέρχεται στο πλαίσιο μίας προϋπάρχουσας ενοχικής σχέσεως (λ.χ. συμβάσεως), το δίκαιο που διέπει αυτή τη σχέση. Με βάση τα προαναφερόμενα, το ουσιαστικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμοσθεί ως προς το ζήτημα της ευθύνης των εναγομένων που απορρέει από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι το ελληνικό, καθώς αυτό είναι το δίκαιο που διέπει την υφιστάμενη σύμβαση πώλησης μεταξύ των μερών, η οποία εμφανίζει στενό σύνδεσμο με αυτόν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ενόψει όλων των προαναφερόμενων κανόνων της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων καθώς και του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, πλην του αιτήματος περί επιδικάσεως του αιτούμενου ποσού με βάση την ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6§1 ν. 5422/1932 συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα πληρωτέο στην Ελλάδα, όπως εν προκειμένω, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ημεδαπού και του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή. Αντιθέτως, κατά την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθώς η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι λείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως της αγωγής από την επικαλούμενη από την ίδια σύμβαση πώλησης, ούτε γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο, έστω και απλή, επίκληση της ακυρότητας της ως άνω συμβάσεως (ΑΠ 390/2011, ΝοΒ 2012,57, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Κατά το σκέλος της κατά το οποίο κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1 περ. β΄, 7§2, 53, 57§1 περ. α΄, 58§1 εδ. α΄, 59, 62, 78 της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 10, 292§1, 293, 341, 345, 481 ΑΚ, 111§1 ΕισΝΑΚ, 6§1 του ν. 5422/1932, 249, 258 του ν. 4072/2012, 907, 908 περ. στ΄ και 176 ΚΠολΔ. Σημειωτέον, ότι τα ζητήματα του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου τόκου, οι αιτούμενοι τόκοι επιδικίας, (ΕφΠειρ 342/2007, ΕΝαυτΔ 2007,201, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), καθώς και το ζήτημα του είδους του νομίσματος πληρωμής της ένδικης απαίτησης, κρίνεται με βάση το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής, σύμφωνα με τον λανθάνοντα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. σε συνδυασμό με την από … ηλεκτρονική απόδειξη συναλλαγής της Τράπεζας Πειραιώς).

Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι [άρθρο 352 παρ. 1 σε συνδ. με 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011), και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρο έκαστος, το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των είκοσι εννέα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα (29.340) δολαρίων ΗΠΑ με την επίσημη ισοτιμία Ευρώ – Δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, εντόκως νομίμως από την επομένης της 7ης-9-2017, η οποία συμφωνήθηκε ρητώς μεταξύ των διαδίκων ως δήλη ημέρα πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 341 ΑΚ και, ως εκ τούτου, με μόνη την παρέλευση της ως άνω ημερομηνίας οι εναγόμενες κατέστησαν υπερήμερες ως προς την πληρωμή της οφειλής, με τη σημείωση ότι, εφόσον πρόκειται για οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, ο τόκος υπερημερίας, ως παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα (δολ. ΗΠΑ) κατά τα οριζόμενα στην Π.Υ.Σ. 36 της 22/26.3.1990, καταβάλλεται όμως στην Ελλάδα σε Ευρώ με βάση το σε Ευρώ ισότιμο του αλλοδαπού νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 40. 347). Το δε αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, αφού το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, η δε δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των εναγομένων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης με βάση το κατάλογο εξόδων που υπέβαλε (άρθρο 190 ΚΠολΔ).

 

                                    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων ης εναγομένης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ για έκαστο των εναγομένων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των είκοσι εννέα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα (29.340) δολαρίων ΗΠΑ με την επίσημη ισοτιμία Ευρώ – Δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από την επομένη της 7ης-9-2017 και μέχρι την εξόφληση του.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους εναγομένους τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας , τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων τριών ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (1.503,44).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις

, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Η Γραμματέας