Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 

 

 

                                           Αριθμός απόφασης

                                             3720 /2019

                        ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

                                                                                                                         ——————————

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 19-3-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…), που εδρεύει στην … (…) και διατηρεί γραφείο στον … (οδός … αριθ….), νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και παραστάθηκε στο ακροατήριο o πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Αυγέρης.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που τυπικά εδρεύει στην …, πραγματικά όμως στον … (οδός … αριθ. …), έχει δε εγκατασταθεί στην … (οδός … αριθ….), νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Δημήτριο Φίλιππα και 2) Του … του …, κατοίκου … (οδός … αριθ. ….), με ΑΦΜ …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Κουτρουμπούσης.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 25-7-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 8474/3749/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

 

                         ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜO

 

Ι.  Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ.1 ΚΠολΔ. Κατά δε το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011) και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ.2 του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.4 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου, αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα (ΠολΠρΘεσ 5706/2018 ΕλλΔνη 2018.1504, ΠολΠρΘεσ 14411/2017 Αρμ 2017.2103, ΠολΠρΘεσ 12935/2017 Αρμ 2017.1946). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και ενάγοντος στην τακτική διαδικασία, όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του αντίστοιχα.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 124, 126 και 129 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, προκειμένου να γίνει επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρία), αυτή γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, όταν δε ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και σε περίπτωση απουσίας τους σε ένα από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στο διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος. Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρείας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας (151/2016 ΕφΠειρ, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε ενδεχόμενης διάστασης της έδρας του νομικού προσώπου με τη διαμονή του νομίμου εκπροσώπου, ο οποίος κατ’ άρθρο 126§1γ ΚΠολΔ είναι αρμόδιος για την παραλαβή δικογράφων που στρέφονται κατά του ν.π, πρέπει να προκριθεί η λύση της παρέκτασης της προθεσμίας, όταν η έδρα του νομικού προσώπου βρίσκεται στην αλλοδαπή, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης του νόμιμου εκπροσώπου στην Ελλάδα, η οποία ευχερώς μπορεί να μεταβληθεί χωρίς την τήρηση δημοσιότητας, που προβλέπεται για την αλλαγή έδρας των ν.π. διότι στην τελευταία περίπτωση θα καταλειπόταν στη διακριτική ευχέρεια του ενάγοντος η παρέκταση των προθεσμίων επίδοσης της αγωγής και κατάθεσης προτάσεων (215, 237 και 238 ΚΠολΔ). Συνεπώς είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου. Έτσι, έχει κριθεί ότι για την έγκυρη επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος της έδρας της εταιρείας, αλλά ο τόπος της κατοικίας ή της εργασίας του εκπροσώπου της (ΟλΑΠ 3/2001, ΕλλΔνη 2011.376). Διαφορετική φαίνεται να είναι η αντιμετώπιση όταν το εναγόμενο νομικό πρόσωπο έχει πραγματική έδρα στην Ελλάδα και καταστατική έδρα στην αλλοδαπή. Εν προκειμένω κρίσιμη είναι η πραγματική έδρα της εταιρίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόκλιση μεταξύ πραγματικής και καταστατικής έδρας συνήθως δηλώνει βούληση των διοικητών και μετόχων της εταιρείας προς καταστρατήγηση κανόνων αναγκαστικού δικαίου, την οποία η έννομη τάξη οφείλει να αποκρούσει (ΑΠ 1302/1998 ΕλλΔνη 1998, 121). Στην περίπτωση των αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών του άρθρου 1 του ν.791/1978, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό Ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, η αντιπροσωπευτική τους εξουσία και ειδικότερα η εξουσία παραλαβής δικογράφων διέπεται από το δίκαιο της πραγματικής έδρας και όχι της καταστατικής έδρας.

Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η ενάγουσα κατέθεσε την υπό κρίση αγωγή στις 26-7-2018 και εν συνεχεία προέβη στην επίδοση της εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η εναγομένη αποτελεί αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με καταστατική έδρα στη … και έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις των α.ν. 89/1967, 378/1986 και του άρθρου 25 του ν. 27/1975, όπου και βρίσκεται η κατοικία του νομίμου εκπροσώπου της. Το ζήτημα της αντιπροσωπευτικής εξουσίας της και της εξουσίας παραλαβής των δικογράφων θα κριθεί με βάση το ελληνικό δίκαιο θα κριθεί με βάση το ελληνικό δίκαιο που αποτελεί το δίκαιο της πραγματικής της έδρας (άρθρο 10 ΑΚ). Συνεπώς, δεν παρατείνεται η προθεσμία των 100 ημερών για την προκατάθεση των προτάσεων διότι η καταστατική έδρα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου της πρώτης εναγομένης εταιρείας. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, κατά την εκφώνηση της αγωγής από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο που είχε οριστεί μετά την κατάθεση της αγωγής ως ημερομηνία συζητήσεώς της, ωστόσο, όπως προκύπτει από την σφραγίδα της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, είχε προκαταθέσει τις προτάσεις μετά την παρέλευση των 100 ημερών που ορίζει το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ (μη συμπεριλαμβανομένου του διαστήματος από 1-31 Αυγούστου, το οποίο δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ανωτέρω προθεσμίας κατ’ άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ), παρά το γεγονός ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω η προϋπόθεση του εδ. β΄του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, η εκροσωπευτική εξουσία καθώς και η εξουσία παραλαβής των δικογράφων ως προς τη πρώτη εναγομένη θα κριθεί από το δίκαιο της πραγματικής έδρας, όπου ασκείται στη πραγματικότητα η διοίκηση της και κατοικεί ο νόμιμος εκπρόσωπος της. Αντιθέτως, οι εναγόμενοι προκατέθεσαν εμπρόθεσμες προτάσεις. Επομένως, εφόσον η ενάγουσα, δεν παραστάθηκε προσηκόντως πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, να απορριφθεί η αγωγή, και να καταδικασθεί, λόγω της ήττας της, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων (άρθρο 176 ΚΠολΔ) κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των τελευταίων, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό

 

                             ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της ενάγουσας.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην ενάγουσα τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων εξήντα ευρώ (860,00) για την πρώτη εναγομένη και στο ποσό των διακοσίων σαράντα ευρώ (240,00) για τον δεύτερο εναγόμενο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά  στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις

, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ