ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
510 /2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 5947/3256/2015)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
TΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Γ. Κ. του Ν., κατοίκου Α., οδός Ζ.. αριθμ. 21 ή Α. Α., επί της συμβολής της Λ. Ν. και της οδού Μ., με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Α. Α. Η. (ΑΜ ΔΣΑ 4178).
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: 1) Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Ανάργυρου Κουτσούκου (ΑΜ ΔΣΠ 1327).
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 21-05-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 5947/2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3256/2015, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 8ης-12-2015 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 13ης-12-2016, ότε και ματαιώθηκε, επανήλθε δε με την από 09-10-2018 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 12199/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 5491/2018 κλήση της και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτησή της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι μεταξύ άλλων οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Περαιτέρω, το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία “… το οποίο τροποποιήθηκε με το νόμο … που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφιση του στις 12.2.2015 (ήτοι για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 12.8.2016 – βλ. 23.2 αυτού πλην τροποποιήσεων Section 3 του “Rights Against the Insurers” – βλ. 23.3), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις σχετικές ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses” από 1.11.1985. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο. Κατά τον …) προβλέπεται ότι: Άρθρο 1. “Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια“. Ορισμός «θαλάσσιας περιπέτειας» : Άρθρο 3§2 : «Ειδικότερα υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια όπου (α) Οποιοδήποτε πλοίο, πράγματα ή άλλα κινητά εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Αυτή η περιουσία αναφέρεται σε αυτό το Νόμο ως «ασφαλίσιμη περιουσία»…. Ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος: Άρθρο 5. “1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ` αυτή και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό“. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο: Αρθρο 27. “1. Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. 2. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο είναι το ασφαλιστήριο το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης, η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίωσης του πράγματος για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας“. Καλυπτόμενες και εξαιρούμενες (ζημίες) απώλειες: Άρθρο 55. “1. Περιλαμβανόμενες και εξαιρούμενες απώλειες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εκτός αν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια/ζημιά μη προκληθείσα αιτιωδώς από ασφαλισμένο κίνδυνο. 2α. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενέργειας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμα και εάν η απώλεια δεν θα είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος“. Μερική και ολική απώλεια: Άρθρο 56. “1. Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική, είτε μερική, οποιαδήποτε άλλη απώλεια πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια.” Έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για απώλεια: Άρθρο 67. “1. Το ποσό το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια κάτω από το ασφαλιστήριο με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημίωσης“. Περαιτέρω, στην ρήτρα 9 των “Institute yachts clauses” από 1.11.1985 ορίζεται ότι “ΚΙΝΔΥΝΟΙ – Υποκείμενοι πάντοτε στις εξαιρέσεις αυτής της ασφάλισης : 9.1 Η ασφάλιση αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλισμένο αντικείμενο, η οποία προκαλείται από 9.1.1. κινδύνους της θάλασσας, των ποταμών, των λιμνών ή άλλων πλεύσιμων υδάτων“. Η γενική έκφραση “εναντίον κινδύνων θαλάσσης” δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης. Η κατηγορία αυτή περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.) όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς εκ του ταξιδιού ή εκ της ενεργείας ή αμέλειας του ασφαλισμένου ως άμεσου αιτίου. Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906 που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους “Institute yachts clauses 1.11.1985” συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει κατ’ αρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σε αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (από δόλια ενέργεια) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Επίσης, εάν το ασφαλιστήριο δεν ορίζει διαφορετικά, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για φυσιολογική φθορά, φυσιολογική διαρροή και ζημία, ροπή προς ζημία, ή λόγω της φύσεως του αντικειμένου της ασφαλίσεως ή για οποιαδήποτε άλλη ζημία που αιτιωδώς προκαλείται από αρουραίους ή τρωκτικά ή για οποιονδήποτε άλλη βλάβη στις μηχανές που δεν προκαλείται αιτιωδώς από θαλάσσιους κινδύνους (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 παρ. 1 και 3 Μ.Ι.Α. 1906). Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων : E.R Ηardy Ivamy, “Chalmers’ … 1906” υπό το άρθρο 55, σελ. 78, Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191). Γενικώς, όπου ο κίνδυνος περιγράφει μία αιτία, ως επί θαλασσίων κινδύνων (Perils of the sea), εναπόκειται στον ασφαλισμένο να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία, η αξιούμενη βάσει ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οφείλετο σε ένα ασφαλισμένο κίνδυνο. Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος της αποδείξεως, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (Preponderance of propability), η οποία στηρίζει την υπόθεση του. Αυτός δεν οφείλει να αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει ν` αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (ΕφΠειρ 358/2007, Νομος, ΕφΠειρ 227/2014, Νομος). Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση, είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δεύτερη δε ομάδα κανόνων προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως διακρίνονται δε ειδικότερα 1) στους κανόνες των άρθρων 18 έως 21 ΜΙΑ 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως (to avoid the contract) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη και 2) των κανόνων περί WARRANTIES των άρθρων 33 επoμ., ΜIA 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση. Η απόδειξη της ως άνω παραβιάσεως βαρύνει τον ασφαλιστή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 επ. ΜΙΑ, η χρησιμοποιουμένη στις ασφαλιστικές συμβάσεις λέξη “εγγύηση” (warranty) σημαίνει υποσχετική εγγύηση και υποδηλώνει συμβατική δέσμευση, με βάση την οποία ο ασφαλισμένος είτε αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να πληρωθεί ένας όρος είτε βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη ορισμένων γεγονότων [παρ. 33(1)]. Η “εγγύηση”, όπως ανωτέρω ορίσθηκε αποτελεί προϋπόθεση (condition), ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως, με την οποία πρέπει να συμμορφώνεται ο ασφαλισμένος. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του με τον όρο αυτό και εφόσον α) δεν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο ή β) παραίτηση του ασφαλιστή από το δικαίωμα επικλήσεως της μη συμμορφώσεως, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της ευθύνης προς αποζημίωση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 996/1999, ΕφΠειρ 981/2002, Στυλιανέα, Αι δηλώσεις εγγυήσεως (WARRANTIES) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν, EΝΔ 4, 55). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 20 ΜΙA, η αθέτηση όρων της συμβάσεως ασφαλίσεως σχετικά με ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου δίνουν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποφύγει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή να την θεωρήσει εξ αρχής άκυρη. Και τούτο διότι, ο ΜΙΑ 1905, με ρητή διάταξη (παρ. 17) καθόρισε ότι, η σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως ως είναι σύμβαση, η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί από το άλλο μέρος. Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της συμβάσεως, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, από το γεγονός δηλαδή ότι ο ασφαλιστής προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και το χαρακτήρα του κινδύνoυ που αναλαμβάνει για να κρίνει αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό το οποίο δεν αποκαλύφθηκε είναι ουσιώδες ή όχι είναι ζήτημα πραγματικό. Το βάρος αποδείξεως βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη, όπως κατωτέρω εκτίθεται. Στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλιστής διόρισε ένα πραγματογνώμονα να επιθεωρήσει το προς ασφάλιση πλοίο, τότε όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που εξέθεσε ο πραγματογνώμονας – ιδιαίτερα αν λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος – στον ασφαλιστή λογίζονται σε γνώση του τελευταίου ακόμα και αν δεν τα είχε αναφέρει στην πρόταση ασφάλισης ο ασφαλισμένος [Joel v. Law Union & Crown Insurance Co. (1908) ΚΒ 863]. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της πηγής γνώσεως ουσιωδών και στοιχείων, ο ασφαλιστής θεωρείται ότι τελεί σε γνώση και δεν μπορεί να καταγγείλει ή να ισχυρισθεί ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, επειδή δεν αποτέλεσε την πηγή πληροφόρησης ο ίδιος ο ασφαλισμένος. Επίσης, κατά τα προεκτεθέντα, ο ασφαλιστής φέρει το βάρος αποδείξεως για ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου που τον παρέσυραν στη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως. Ακόμη, το άρθρο 18 (2) ΜΙΑ θεσπίζει το κριτήριο του “συνετού ασφαλιστή”, σύμφωνα με το οποίο ο ασφαλιστής πρέπει να επικαλεστεί γεγονότα που να αποδεικνύουν ότι ένας συνετός ασφαλιστής αν γνώριζε τα αληθή και το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων, τότε δεν θα αναλάμβανε τον κίνδυνο ή ακόμη και αν τον αναλάμβανε θα καθόριζε διαφορετικό ασφάλιστρο. (βλ. σχετ. με αριθμό Πρωτ. 508/03/410 2004 Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της Εφ. Πειρ. 525/2003, Clarke: The Law of Insurance Contracts, para 23-3Β, Virginia Louise Murray Βarrister of the Middle Temple: Γνωμοδότηση επί του περιεχομένου του Αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, αναφορικά με τη θαλάσσια ασφάλιση πλοίου αναψυχής, κατόπιν της Εφ. Πειρ. 525/2003, βλ. σχετικά ΕφΠειρ 1141/2004, Αρμ 2005.1761). Tο δικαίωμα ακυρώσεως δύναται να ασκηθεί κατά πάντα χρόνο, μετά την λήξη της ασφαλιστικής περιόδου εισέτι, εφόσον δε ασκηθεί, έχει αναδρομική ισχύ, υπό την έννοια ότι η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ως μη γενομένη εξ αρχής (βλ. Arnould`s Law of Marine Insurance 16(tm) ed (1981), σελ. 438 και ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31.372) και γεννάται υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών προς επιστροφή των εκατέρωθεν παροχών, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση εξαπατήσεως ή δολίας παραπλανήσεως, οπότε το βλαπτόμενο μέρος δικαιούται να παρακρατήσει την παροχή του ετέρου (άρθρο 84 ΜΙΑ 1906). Τις ίδιες ακριβώς συνέπειες (ακυρώσιμη ασφαλιστική σύμβαση), έχει η εκ μέρους του ασφαλισμένου παράλειψη ανακοινώσεως στον ασφαλιστή ουσιωδών περιστατικών κατά τις διαπραγματεύσεις προ της καταρτίσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως (αρθρ. 18 ΜΙΑ 1906), ως και η εκ μέρους αυτού πραγματοποίηση ανακριβών δηλώσεων (representations) προς τον ασφαλιστή (αρθρ. 20 ΜΙΑ 1906). Στις δύο παραπάνω περιπτώσεις το δικαίωμα ακυρώσεως του ασφαλιστηρίου γεννάται αποκλειστικώς και μόνο στο πρόσωπο του ασφαλιστού και όχι στο πρόσωπο αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών, εφόσον ο ασφαλισμένος δεν δύναται να προτείνει ακυρότητα της συμβάσεως εξ αιτίας δικής του παράνομης συμπεριφοράς. Ειδικότερα, η υπό της άνω διατάξεως του άρθρου 18 [2] επιβαλλομένη υποχρέωση στον ασφαλιζόμενο να ανακοινώσει [αναγγείλει/αποκαλύψει – disclose] οποιοδήποτε περιστατικό του είναι γνωστό τον θέτει προ διλήμματος, υπό την έννοια ότι πρέπει να αποφασίσει τι είδους πληροφορίες που έχουν σχέση με τον κίνδυνο οφείλει να αποκαλύψει. Κατά τη νομολογία δε των αγγλικών δικαστηρίων, η υπερασφάλιση (over valuation) του πλοίου ή του φορτίου εμπίπτει στο ρυθμιστικό περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης, καθώς προκαλεί από μόνη της υποψίες και καθιστά τον ασφαλισμένο λιγότερο επιμελή στην επιλογή του πλοίου και του πληρώματος και ελαχιστοποιεί τις προσπάθειες του για διάσωση του πλοίου ή περιορισμό της ζημίας επί επέλευσης του κινδύνου νοούμενης ως αξίας ασφάλισης εκείνης που απαιτείται για την αντικατάσταση του πλοίου και όχι η τιμή αγοράς αυτού [βλ. Ionides v Pender (1874) LR9 QB.531, 537, 538, Herring v Jansson and others (1895) 1 Com Cas 177, Gooding v White (1913) 29 TLR 312], δεν αρκεί όμως, με την εξαίρεση της απάτης, μόνη η υπερασφάλιση, αλλά θα πρέπει η τελευταία να είναι τέτοια, ώστε εάν τη γνώριζε ο συνετός ασφαλιστής θα είχε επηρεαστεί η βούληση του ως προς την ασφάλιση του κινδύνου ή το ασφάλιστρο [Berger and Light Diffusers Pty Ltd v Pollock (1973) 2 Lloyd’s Rep.442, βλ. για τις αποφάσεις αυτές S.Hodges, Cases and Materials on Marine Insurance Law, σελ. 193 – 200, E.R Hardy Ivamy, Chalmers’ … 1906, 10th edition, σελ. 26 – 32, βλ. επίσης ΑΠ 1657/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1065, ΕφΘεσ 660/2013, ΕπισκΕΔ 2013.699, ΕφΠειρ 9/2009, ΕΝΔ 2009.123, ΕφΠειρ 6/2008, Νόμος).
Με την υπό κρίση αγωγή του, όπως το περιεχόμενο αυτής παραδεκτά διορθώθηκε κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, εκθέτει ο ενάγων ότι με την εναγομένη συνήψε το υπ’ αριθμ. …/01-09-2011 ασφαλιστήριο συμβόλαιο σκαφών, με έναρξης ισχύος την 03η-09-2011 και λήξη την 03η-03-2012, το οποίο αποτελούσε ανανέωση του υπ’ αριθμ. … παλαιότερου ασφαλιστηρίου συμβολαίου που είχαν (οι διάδικοι) συνάψει μεταξύ τους. Ότι δυνάμει του ως άνω αρχικού ασφαλιστηρίου και των ανανεωτηρίων αυτού, ο ενάγων ασφάλισε για τους αναφερόμενους σε αυτό κινδύνους το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό αλιευτικό μηχανοκίνητο σκάφος ιδιοκτησίας του με το όνομα «…», με αριθμό νηολογίου … Λιμένος Ελευσίνας, χρώματος λευκού και γκρι, υλικού κατασκευής πολυεστέρα και πλαστικού, ναυπηγηθέντος το έτος 1995, μήκους 6,96 μ., πλάτους 2,00 μ., βάθους 0,77 μ., ολικής χωρητικότητας 2,60 μ., είδους αλιευτικό, τύπου πνευστό –πολυεστερική γάστρα, ταχύτητας 25 ΜΡΗ, κατασκευαστή … …. Ότι το ως άνω σκάφος το οποίο διέθετε την υπ’ αριθμ. … και με Α.Μ.Α.Σ. GRC … άδεια αλιευτικού σκάφους επαγγελματικής αλιείας της Λιμενικής Αρχής Ελευσίνας, έφερε επίσης μία έσω/εξωλέμβια μηχανή βενζίνης, τύπου Mercruiser, μοντέλου Magnum, serial number …, μέγιστης ιπποδύναμης 60 ΗΡ ή ισχύος μηχανής 44,11 KW. Ότι το επίδικο σκάφος μετά την αρχική νηολόγησή του στον Λιμένα της Ελευσίνας και την αρχική ασφάλισή του, μεταλεμβολογήθηκε εν συνεχεία στον λιμενικό σταθμό Αγίου Κηρύκου την 01η-02-2008, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …/23-11-2007 έγκριση της Ν.Α. Δ. Αττικής και έφερε έκτοτε τον αριθμό νηολογίου ΛΑΚ …, επιπλέον δε, ανανεωνόταν έκτοτε συνεχώς από την ανωτέρω λιμενική αρχή η άδεια εκτέλεσης πλόων επαγγελματικού σκάφους. Ότι μεταξύ των ασφαλισμένων κινδύνων περιλαμβάνεται και η κλοπή, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν τηρηθεί οι υποχρεώσεις του ασφαλισμένου σε περίπτωση ζημίας του, όπως (οι υποχρεώσεις αυτές) περιγράφονται στους υπ’ αριθμ. 8 και 12 Ειδικούς Όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Ότι από τις αρχές Νοεμβρίου του έτους 2011 το σκάφος του ελλιμενίζετο στο θαλάσσιο χώρο της Μαρίνας Αλίμου Αττικής και στην προβλήτα 7 αυτής. Ότι την 12η Νοεμβρίου 2011, ημέρα Σάββατο, όταν ο ίδιος (ενάγων) επισκέφθηκε το σκάφος του, προκειμένου να προβεί σε εργασίες συντήρησής του, διαπίστωσε με έκπληξη ότι το εν λόγω σκάφος δεν βρισκόταν στην ως άνω θέση του, ούτε όμως και σε κάποια άλλη θέση εντός της Μαρίνας. Ότι κατόπιν τούτων αντελήφθη ότι το σκάφος του είχε κλαπεί από άγνωστους δράστες, και, για τον λόγο αυτό, προσήλθε την ίδια ημέρα στο Ι΄ Λιμενικό Τμήμα Φλοίσβου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, όπου υπέβαλε σχετική καταγγελία του συμβάντος μετά της από 12-11-2011 Υπεύθυνης Δήλωσής του. Ότι από το ανωτέρω τμήμα παραπέμφθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά, Διοίκηση Ασφαλείας για να υποβάλει μήνυση κατ’ αγνώστων, το οποίο και έπραξε την 16η-12-2011. Ότι ωστόσο η έρευνα της αρμόδιας υπηρεσίας για τη σύλληψη των δραστών και τον εντοπισμό του σκάφους του απέβη άκαρπη και εν συνεχεία η σχηματισθείσα δικογραφία υπεβλήθη την 20η-03-2012 στην αρμόδια Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Α., όπου έλαβε αριθμό …. Ότι ο ίδιος (ενάγων) ενημέρωσε άμεσα προφορικά τον ασφαλιστικό του πράκτορα, προστηθέντα της εναγομένης, Α. Ζ., προκειμένου αυτός να ενημερώσει με τη σειρά του την τελευταία σχετικά με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, ήτοι της απώλειας – ολικής κλοπής του σκάφους του. Ότι εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο ίδιος εκπλήρωσε όλες τις συμβατικές υποχρεώσεις του, προκειμένου η εναγομένη να διαπιστώσει τα αίτια της επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου και να υπολογίσει την έκταση της ζημίας που υπέστη, ώστε να του αποδώσει το ασφάλισμα που του αναλογούσε. Ότι αν και επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση κατά τη διάρκεια ισχύος του εν λόγω ασφαλιστηρίου συμβολαίου και η εναγομένη επανειλημμένως οχλήθηκε προς τούτο, εντούτοις αδικαιολόγητα αρνείται να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραιτήσεώς του από το δικόγραφο της από 31-12-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 41992/5168/2015 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Α., ζητεί, μετά από παραδεκτό περιορισμό και τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε (έντοκο) αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 44.030 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου την 13η-11-2011, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση, με την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον δυνάμει της συμπεριληφθείσας στη σύμβαση ρήτρας που θεμελιώνει την αποκλειστική δωσιδικία των Δικαστηρίων του Πειραιά (άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η επίδικη διαφορά δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφάλισης, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου (βλ. ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι εί0ναι, μεταξύ άλλων, οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Επ’ αυτού λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι μεταξύ των διαδίκων μερών συμφωνηθεί ότι η ένδικη σύμβαση ασφάλισης θα διέπεται από το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο κατά διεθνή συναλλακτική πρακτική επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ουσιώδους ή μη συνδέσμου μ’ αυτές. Ο ενάγων, ο οποίος απώλεσε το αρχικό ασφαλιστήριο, το οποίο βρισκόταν στο σκάφος που εκλάπη, ισχυρίζεται ότι δεν συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων μερών η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, αντιθέτως μάλιστα στο ανανεωτήριο συμβόλαιο με αριθμό …/01-09-2011 και στον υπ’ αριθμ. 17 των Γενικών Όρων αυτού, προβλέπεται ότι «αρμόδια δικαστήρια για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών θα είναι τα δικαστήρια του Πειραιά και εφαρμοστέο δίκαιο το Ελληνικό», ενώ μάλιστα περαιτέρω αναφέρεται ότι «η παρούσα ασφάλιση, ως θαλάσσια ασφάλιση, διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 33 του Ν. 2496/97». Ωστόσο, ασχέτως του τι συμφωνήθηκε στην αρχική ασφαλιστική σύμβαση, από την επισκόπηση του υπ’ αριθμ. …/01-09-2011 αποδεικνύεται ότι στο κεφάλαιο Όροι και Καλύψεις και υπό τον τίτλο «Γενικοί και Ειδικοί Όροι επισυνάπτονται» αναφέρεται: -Γενικοί Όροι Αστικής Ευθύνης, -Ειδικοί Όροι Ταχύπλοων Σκαφών, -Institute Yacht clauses cl 328 01/11/85, – Institute Speedboat clauses cl 333», ενώ υπό τον τίτλο «Ειδικές Συμφωνίες και Τροποποίηση των Ειδικών Όρων» αναφέρεται ότι έχουν διαγραφεί οι υπ’ αριθμ. 5.1, 11 όροι των Institute Yacht clauses cl 328 01/11/85 ομοίως δε και ο όρος 19.3, εκ του οποίου καλύπτεται η ζημία στον άξονα, πόδι, προπέλα και εφαρμόζεται απαλλαγή 10% επί του ποσού που απαιτείται για την αποκατάσταση της ζημίας». Επομένως δεκτού γενομένου του ισχυρισμού της εναγομένης, κατά τον οποίο στην ασφαλιστική σύμβαση έχει συνομολογηθεί ότι το δίκαιο που θα τη διέπει, κατά το μέρος της σύμβασης με το οποίο παρέχεται κάλυψη στο ίδιο το επίδικο σκάφος για ζημία ή απώλεια είναι το αγγλικό, ενώ κατά το μέρος που αφορά στην κάλυψη της αστικής ευθύνης είναι το Ελληνικό, εφαρμοστέο στην προκείμενη υπόθεση τυγχάνει το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008. Το εν λόγω δίκαιο, το οποίο κατά διεθνή συναλλακτική πρακτική επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ουσιώδους ή μη συνδέσμου μ’ αυτές (ΕφΠειρ 525/2003 όπ. π., 996/1999 ΕΝΔ 29. 165), περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «… 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (COMMON LAW), εφόσον οι ρυθμίσεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου, καθώς και στην αγγλική Πρακτική (ENGLISH PRACTICE), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες Ρήτρες των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985. Επιπλέον όμως, εφαρμοστέο δίκαιο αναφορικά με την αστική ευθύνη είναι και το Ελληνικό. Ακολούθως και δεδομένου ότι δεν απαιτείται εν προκειμένω να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ισχύοντος στην υπό κρίση περίπτωση αγγλικού δικαίου, ενόψει του ότι αυτό είναι γνωστό στο Δικαστήριο, η αγωγή κρίνεται νόμιμη βασιζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 16, 22-24, 55, 67 και 72 της … 1906, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 361, 346 Α.Κ., 33 του Ν. 2496/97και 176 ΚΠολΔ. Μη νόμιμο είναι, μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθώς προσωρινή εκτελεστότητα παράγουν μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις. Επομένως, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.
Η εναγόμενη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω παραδεκτώς με τις προτάσεις της επικαλείται υπαναχώρηση της από την ασφαλιστική σύμβαση, λόγω παράβασης της υπέρτατης καλής πίστης, καθώς αποσιωπήθηκαν από τον ενάγοντα σοβαρά περιστατικά αναφορικά με το σκάφος και μάλιστα αυτό υπερασφαλίσθηκε, ότι παρότι ασφαλίσθηκε για πλόες αναψυχής αυτό έφερε επαγγελματική άδεια αλιευτικού σκάφους, ότι δεν ενημερώθηκε εγκαίρως για την ένδικη κλοπή, αλλά αντιθέτως το γεγονός ηθελημένα αποσιωπήθηκε, προκειμένου να μην καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του σκάφους. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος κατά το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο (άρθρα 17, 18 και 20 MIA 1906, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας περί υπερασφάλισης κατά τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με άρθρο 84 ίδιου νομοθετήματος περί μη υποχρέωσης επιστροφής του ασφάλιστρου επί εξαπάτησης ή παράβασης νόμου εκ μέρους του ασφαλισμένου). Επίσης, η εναγόμενη, προβάλλει ένσταση απαλλαγής της με δήλωση που περιέχεται στις προτάσεις της περί υπαναχώρησης από την επίδικη σύμβαση ασφάλισης, λόγω μη μετασυμβατικής αναγγελίας εκ μέρους του ασφαλισμένου περιστατικών επίτασης του κινδύνου μετά την κατάρτιση της σύμβασης, επικαλούμενη μη έγκαιρη αναγγελία του περιστατικού, ένσταση που είναι νόμιμη, κατά τα άρθρα 4, 3(6) ΜΙΑ 1906.
Από την ένορκη εξέταση των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, την υπ’ αριθμ. …/04-03-2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, που ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. …΄/27-02-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς Σ. Α.), καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρο 339 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 ΚΠολΔ), για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο ενάγων ήταν ήδη από το έτος 1995 κύριος του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού μηχανοκίνητου αλιευτικού σκάφους με το όνομα «…», με αριθμό νηολογίου … Λιμένος Ελευσίνας, χρώματος λευκού και γκρι, υλικού κατασκευής πολυεστέρα και πλαστικού, ναυπηγηθέντος το έτος 1995, μήκους 6,96 μ., πλάτους 2,00 μ., βάθους 0,77 μ., ολικής χωρητικότητας 2,60 μ., τύπου πνευστό –πολυεστερική γάστρα, ταχύτητας 25 ΜΡΗ, κατασκευαστή … …, το οποίο έφερε επίσης μία έσω/εξωλέμβια μηχανή βενζίνης, τύπου Mercruiser, μοντέλου Magnum, serial number …, μέγιστης ιπποδύναμης 60 ΗΡ ή ισχύος μηχανής 44,11 KW. Το ανωτέρω σκάφος ο ενάγων αγόρασε έναντι τιμήματος 6.900.000 δρχ και την έσω/εξωλέμβια μηχανή βενζίνης έναντι τιμήματος 3.400.000 δρχ, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα με αριθμούς … και …/24-08-1995 τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής. Με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, η τελευταία ασφάλισε, δυνάμει του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου το ως άνω σκάφος μεταξύ άλλων και για την περίπτωση κλοπής, εν συνεχεία δε, το ανωτέρω ασφαλιστήριο ανανεωνόταν κατά τη λήξη εκάστης ασφαλιστικής περιόδου. Την 01η-09-2011 η εν λόγω σύμβαση ασφάλισης ανανεώθηκε δυνάμει του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου, με ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης την 03η-09-2011 και ημερομηνία λήξης την 03η-03-2012 για ασφαλιζόμενη αξία (σκάφους και εξοπλισμού) 44.030 ευρώ και έναντι ολικών ασφαλίστρων ανερχομένων σε 459,29 ευρώ, με την αναφορά ότι το σκάφος διέθετε μηχανή ισχύος 350 ΗΡ. Το ως άνω σκάφος διέθετε την υπ’ αριθμ. … και με Α.Μ.Α.Σ. GRC … άδεια αλιευτικού σκάφους επαγγελματικής αλιείας της Λιμενικής Αρχής Ελευσίνας, ωστόσο, μετά την αρχική νηολόγησή του στον Λιμένα της Ελευσίνας και την αρχική ασφάλισή του, μεταλεμβολογήθηκε εν συνεχεία στον λιμενικό σταθμό Αγίου Κηρύκου την 01η-02-2008, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …/23-11-2007 έγκριση της Ν.Α. Δ. Αττικής και έφερε έκτοτε τον αριθμό νηολογίου ΛΑΚ …, επιπλέον δε, ανανεωνόταν συνεχώς από την ανωτέρω λιμενική αρχή η άδεια εκτέλεσης πλόων επαγγελματικού σκάφους, γεγονός για το οποίο όμως η εναγόμενη δεν προκύπτει ότι είχε ενημερωθεί. Από τις αρχές Νοεμβρίου του έτους 2011 το σκάφος του ελλιμενίζετο στο θαλάσσιο χώρο της Μαρίνας Αλίμου Αττικής και στην προβλήτα 7 αυτής. Την 12η Νοεμβρίου 2011, ημέρα Σάββατο, όταν ο ενάγων επισκέφθηκε το σκάφος του, προκειμένου να προβεί, όπως ισχυρίζεται, σε εργασίες συντήρησής του. Τότε διαπίστωσε ότι το εν λόγω σκάφος δεν βρισκόταν στην ως άνω θέση του, ούτε όμως και σε κάποια άλλη θέση εντός της Μαρίνας. Κατόπιν τούτων και αντιλαμβανόμενος ότι το σκάφος του είχε απολεσθεί, προσήλθε την ίδια ημέρα στο Ι΄ Λιμενικό Τμήμα Φλοίσβου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, όπου υπέβαλε σχετική καταγγελία του συμβάντος μετά της από 12-11-2011 Υπεύθυνης Δήλωσής του. Από το ανωτέρω τμήμα παραπέμφθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά, Διοίκηση Ασφαλείας για να υποβάλει μήνυση κατ’ αγνώστων, το οποίο και έπραξε την 16η-12-2011, ωστόσο η έρευνα της αρμόδιας υπηρεσίας για τη σύλληψη των δραστών της (εικαζόμενης) κλοπής και τον εντοπισμό του σκάφους του απέβη άκαρπη και εν συνεχεία η σχηματισθείσα δικογραφία υπεβλήθη την 20η-03-2012 στην αρμόδια Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπου έλαβε αριθμό …. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ενημέρωσε άμεσα προφορικά τον ασφαλιστικό του πράκτορα, Α. Ζ., προκειμένου αυτός να ενημερώσει με τη σειρά του την εναγομένη σχετικά με την απώλεια του σκάφους του και ότι επομένως εκπλήρωσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ώστε να δύναται να αξιώσει το ασφάλισμα από την τελευταία. Ωστόσο, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 12 όρο των Ειδικών Όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, την ισχύ και εφαρμογή του οποίου συνομολογούν αμφότερα τα διάδικα μέρη και μάλιστα ρητά επικαλείται ο ενάγων, «σε κάθε περίπτωση ζημίας, ο ασφαλισμένος ή ο κυβερνήτης ή ο χειριστής του σκάφους είναι υποχρεωμένος: 12.1 να ενημερώσει αμέσως την εταιρεία ή το αργότερο σε 48 ώρες από την ώρα του συμβάντος και συγχρόνως την αστυνομική ή/και την Λιμενική αρχή της περιοχής. Η ειδοποίηση πρέπει να γίνει στην έδρα της εταιρείας και σε περίπτωση δυσκολίας επικοινωνίας, η ειδοποίηση μπορεί να δοθεί τηλεφωνικώς ή μέσω αντιπροσώπου για λογαριασμό του ασφαλισμένου. 12.2 να υποβάλει αμέσως στην εταιρεία (το αργότερο σε 48 ώρες από την ώρα του συμβάντος ή την πρώτη εργάσιμη ημέρα) ενυπόγραφη γραπτή δήλωση ζημίας, περιγράφοντας όλα τα γνωστά σε αυτόν στοιχεία: τον χρόνο, τον τόπο και την αιτία της ζημίας, 12.2.2 τις συνθήκες του συμβάντος, 12.2.3 φωτοτυπία αδείας του σκάφους και διπλώματος του χειριστή ή κυβερνήτη, 12.2.4 τυχόν άλλες ασφάλειες που καλύπτουν τον ίδιο κίνδυνο, 12.2.5 λεπτομερή περιγραφή των ζημιών και τυχόν φωτογραφίες, 12.2.6 πλήρη στοιχεία υπευθύνων για το ατύχημα, παθόντων και μαρτύρων». Εκ της μελέτης του ανωτέρω όρου προκύπτει ότι ο ενάγων εντός 48 ωρών όφειλε να ενημερώσει την εναγομένη εγγράφως περί της κλοπής του σκάφους του, περιγράφοντας συγχρόνως όλα τα περιστατικά που σχετίζονται με το περιστατικό, ενώ παράλληλα, εντός του ιδίου χρονικού διαστήματος όφειλε να ενημερώσει και την αρμόδια αστυνομική ή/και λιμενική αρχή. Αντ’ αυτού ο ενάγων προέβη την 12η-11-2011, ημερομηνία κατά την οποία ο ίδιος διαπίστωσε ότι το σκάφος του έλειπε από τη θέση που ελλιμενιζόταν, σε απλή καταγγελία του περιστατικό στο Ι΄ Λιμενικό Τμήμα Φλοίσβου, συνοδευόμενη από Υπεύθυνη Δήλωσή του (Ν. 1599/1986) για το περιστατικό, στην οποία μάλιστα καταγγελία πλην της ονομασίας του σκάφους και του αριθμού νηολογίου του, δεν περιλαμβανόταν κάποιο άλλο στοιχείο ή περιγραφή του. Περαιτέρω, παρότι από το ανωτέρω Λιμενικό Τμήμα ενημερώθηκε ότι η αρμόδια Λιμενική Αρχή που ασκούσε «αστυνομικά καθήκοντα» και η οποία ήταν επιφορτισμένη να προβεί σε αναζήτηση του φερόμενου ως κλαπέντος σκάφους ήταν η Διοίκηση Ασφαλείας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, εντούτοις ο ενάγων προσήλθε στην τελευταία αυτή υπηρεσία μόλις στις 16-12-2011, ήτοι περίπου ένα μήνα αργότερα, προκειμένου να υποβάλει μήνυση κατ’ αγνώστων, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. πρωτ…/09-05-2012 και …/52.1/21-01-2013 Βεβαιώσεις του Διοίκησης Ασφαλείας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά. Ακολούθως ο ενάγων δεν ενημέρωσε ουδόλως την εναγομένη εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος. Η ενημέρωση του Α. Ζ., ο οποίος είναι μεσίτης ασφαλειών και όχι προστηθείς της εναγομένης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, στην οποία ισχυρίζεται ότι προέβη ο τελευταίος, ακόμη κι αν έλαβε χώρα άμεσα, εντούτοις δεν είναι η προσήκουσα, προκειμένου ο ενάγων να εκπληρώσει την απορρέουσα εκ του εν θέματι όρου του επίδικου ασφαλιστηρίου υποχρέωσή του. Και τούτο διότι η ενημέρωση όφειλε κατά τα ανωτέρω να είναι έγγραφη, να απευθύνεται στην ίδια την εναγομένη και να παρατίθεται σε αυτήν κάθε δυνατή πληροφορία περί της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και μόνο σε περίπτωση δυσκολίας επικοινωνίας, η ειδοποίηση μπορούσε να δοθεί τηλεφωνικώς ή μέσω αντιπροσώπου για λογαριασμό του ασφαλισμένου, περιστάσεις που ωστόσο δεν επικαλείται ο ενάγων. Αντιθέτως η εναγομένη φέρεται να ενημερώνεται εγγράφως πρώτη φορά την 20η-03-2012, όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα αλληλογραφίας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ αυτής και του Α. Ζ., τα οποία προσκομίζονται από την εναγομένη, χωρίς ο ενάγων να προσκομίζει έτερη έγγραφη απόδειξη περί της συμμόρφωσής του με την ως άνω συμβατική δέσμευσή του. Η κατά τα ανωτέρω καθυστέρηση του ενάγοντα να ενημερώσει την αρμόδια λιμενική αρχή, αλλά και την εναγομένη ουσιαστικά κατέστησε άνευ αντικειμένου την όποια δυνατότητα εύρεσης του απωλεσθέντος σκάφους, ενώ επιπλέον αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του σχετικού όρου της ασφαλιστικής σύμβασης εκ μέρους του ενάγοντα, η τήρηση του οποίου αποτελούσε (κατά τη σύμβαση και κατά το ελληνικό δίκαιο που επικαλείται ο ενάγων κατ’ άρθρο 361 ΑΚ) προϋπόθεση για την άσκηση της αξίωσής του έναντι της εναγομένης, ενώ κατά το επίσης εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο, αποτελεί παραβίαση του όρου 13.1 της Ρήτρας Θαλαμηγών και δίνει το δικαίωμα στην εναγομένη να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η ένσταση της εναγομένης περί απαλλαγής της από την ευθύνη της δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης πρέπει να επιδικαστούν σε βάρος του ενάγουντος εξαιτίας της ήττας του αλλά και κατόπιν σχετικού αιτήματος της πρώτης (176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ