Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός Απόφασης

     3935/2019

 (ΓΑΚ/ΕΑΚ 5797/2546/2018)

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 4η Δεκεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο των νήσων Μάρσαλ, διατηρεί νομίμως εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα (σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν. 27/1975, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει), στον ….., οδός … αριθμ. …., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθηνών, δυνάμει του από 28-09-2018 πληρεξουσίου, Γεώργιος Μπουκαούρης (ΑΜ/ΔΣΑ …), που υπέβαλε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: … του …, κατοίκου ….., οδός … αριθμ. …., με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αθηνών, δυνάμει της από 02-10-2018 εξουσιoδότησης Κλεονίκη Μαστροδημήτρη (ΑΜ ΔΣΑ …, που υπέβαλε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και ο οποίος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 25-05-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 5797/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2546/2018, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 21-11-2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Kατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, αν με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον. Για να γεννηθεί η αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο, σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η εξύβριση, ή απλή και συκοφαντική δυσφήμηση , όπως αυτές προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Από τις τελευταίες διατάξεις ΠΚ, με τις οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται τα κατά της τιμής διαπραττόμενα αδικήματα με τη βασική τριπλή διάκριση της εξύβρισης, δυσφήμησης και συκοφαντικής δυσφήμησης, συνάγεται ότι μ` αυτές προστατεύονται μόνο τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία είναι φορείς του εννόμου αγαθού της τιμής που θεμελιούται επί της ηθικής αξίας αυτού, καθώς και της υπολήψεως που θεμελιούται επί της κοινωνικής αξίας αυτού, σε αντίθεση με τα νομικά πρόσωπα και τις εν γένει κάθε είδους ομάδες, που δεν είναι φορείς αυτών των εννόμων αγαθών και συνεπώς δεν μπορούν να προσβληθούν κατά την τιμή και την υπόληψη τους. Ο Ποινικός Κώδικας, όπου έκρινε σκόπιμο, προέβλεψε την προστασία ομάδων προσώπων, έναντι προσβολών της τιμής αυτών (ως π.χ. στο άρθρο 157 § 3 ΠΚ). Ειδικά, όμως, προκειμένου περί εταιριών που έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ο Ποινικός Κώδικας με το άρθρο 364 έκρινε άξιες προστασίας μόνο τις ανώνυμες εταιρίες, αλλά και η προστασία αυτή είναι περιορισμένη, αφού παρέχεται μόνο όταν προσβάλλεται η οικονομική όψη της τιμής της εταιρίας. Για τις λοιπές εταιρίες δεν γίνεται λόγος. Επομένως απομένει η προστασία που παρέχουν οι ως άνω διατάξεις των άρθρων, του αστικού δικαίου (57, 59, 914, 919, 920, 932 ΑΚ) και επίσης η προστασία που παρέχει το άρθρο 12 ν. 146/1914 “περί αθεμίτου ανταγωνισμού”. Κατά τη διάταξη του άρθρου 920 ΑΚ, όποιος γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α) υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων. Ως “υποστήριξη” νοείται ο ισχυρισμός των ειδήσεων ενώπιον τρίτων με επιχειρηματολογία υπέρ της αλήθειας τούτων, ενώ ως “διάδοση” νοείται η απλή ανακοίνωση των ισχυρισμών. Η υποστήριξη ή η διάδοση των ειδήσεων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, δηλαδή γραπτώς ή προφορικώς, προς ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες, κατά το χρόνο της υποστηρίξεως ή διαδόσεως, εκθέτουν σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη αγαθά, δηλαδή την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες και να αναφέρονται σε ορισμένα γεγονότα, επιπλέον δε να αποδεικνύονται και αναληθείς, με την έννοια να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο. Αν το σχετικό γεγονός αληθεύει, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της ως άνω διατάξεως, είναι όμως δυνατό να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 919 ΑΚ. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας. Δηλαδή αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή υπαιτίως (από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Το στοιχείο αυτό ανταποκρίνεται στην έννοια του πταίσματος και με τις δύο γνωστές μορφές (330 ΑΚ), δηλαδή του δόλου (γνώση της αναλήθειας) και της αμέλειας (άγνοια της αναλήθειας, επειδή δεν καταβλήθηκε η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια). Πρόθεση του διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στον θιγόμενο δεν απαιτείται. Η ζημία του βλαπτομένου πρέπει να προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή την υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων, γ) Κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικώς σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά του φυσικού ή νομικού προσώπου. Δεν αρκεί η διαπίστωση ότι αφηρημένως είναι ικανές να εκθέσουν σε κίνδυνο τα εν λόγω αγαθά. Ως πίστη του προσώπου νοείται η καλή γνώμη και υπόληψη την οποία έχουν τρίτοι σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική κατάσταση του φυσικού ή νομικού προσώπου. Ως μέλλον αυτού νοείται η οικονομική και επαγγελματική βελτίωση. Η πίστη, το μέλλον ή το επάγγελμα ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σ` εκείνους με τους οποίους σχετίζεται κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά και δ) Ζημία. Τελευταία, λοιπόν, προϋπόθεση για την ύπαρξη αξιώσεως από το άρθρο 920 ΑΚ, είναι η απόδειξη ζημίας, η οποία προκαλείται αιτιωδώς από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα πιο πάνω αγαθά. Η ίδια προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και με βάση το άρθρο 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 57, 59 ΑΚ, αλλά η ρύθμιση του θέματος κρίθηκε αναγκαία, ώστε να μην δημιουργηθούν αμφισβητήσεις για το αν τα προστατευόμενα από τη διάταξη του άρθρου 920 ΑΚ αγαθά, αποτελούν ή όχι εκφάνσεις του δικαιώματος επί της προσωπικότητας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με βάση το άρθρο 920 ΑΚ ο θιγόμενος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μπορεί να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία κατ` άρθρο 932 ΑΚ. Ειδικώς, τα νομικά πρόσωπα μπορούν να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικώς το εμπορικό τους μέλλον. Τέλος, γίνεται δεκτό ότι από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση προσβολής της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, δύναται να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε βλάβη της φήμης. Για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως αρκεί οποιοδήποτε είδος υπαιτιότητας. Οι όροι δε παροχής χρηματικής ικανοποιήσεως κατ` άρθρο 59 ΑΚ εξομοιώνονται προς εκείνους της αποζημίωσης. Η αξίωση αυτή αποκλείεται όταν η πράξη έγινε για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, οπότε δεν είναι παράνομη, δηλαδή, στην περίπτωση συνδρομής κάποιας από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367§1 ΠΚ προϋποθέσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του δράστη τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα. Τούτο διότι, οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη (παρ. 1 του άρθρου 367 ΠΚ), ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων και εκδηλώσεων, κατ` αρχήν, αίρεται και όταν αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Έτσι, υπό περιστάσεις, υπάρχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή άσκηση δικαιώματος σε δυσμενείς κρίσεις και εκδηλώσεις σε σχέση με δικόγραφα, ενώπιον των Δικαστηρίων ή με εκδηλώσεις εξώδικες κατά τη διάρκεια της δικαστικής αντιδικίας και ενόψει αυτής, που τείνουν σε ενίσχυση των απόψεων του διαδίκου μέρους που συμμετέχει σε αυτές. Νόμιμο καθήκον δε, είναι εκείνο που πηγάζει από τον νόμο και παρέχει δικαίωμα στον φορέα να ενεργήσει, εντός όμως των προδιαγεγραμμένων ορίων. Κατ` εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 367, και παραμένει η ευθύνη, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του και περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν κατ` αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την ακριβή και πρέπουσα απόδοση των στοχασμών του προσβολέα, ο οποίος μολονότι τελούσε σε επίγνωση τούτου, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Στο πλαίσιο εφαρμογής της πιο πάνω διάταξης του αρθρ. 367 παρ. 1 του Π.Κ. το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγχει κατά προτεραιότητα τον χαρακτηρισμό των φράσεων ως συκοφαντικών, απλώς δυσφημιστικών ή ότι ενέχουν σκοπό εξύβρισης. Εάν αποφανθεί αρνητικά, αναφορικά με την συκοφαντική δυσφήμιση, η οποία υπάγεται στην παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ, αφού, η συκοφαντική δυσφήμιση, ως προσβάλλουσα την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό, δεν εξοβελίζεται έναντι της κριτικής ή νομίμων καθηκόντων, θα προχωρήσει περαιτέρω και θα σταθμίσει τα προβαλλόμενα ως απλή δυσφήμιση ή εξύβριση. Οι διατάξεις του άρθρου 367 ΠΚ, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ, ώστε όταν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας αυτών, αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου

Κατά το άρθρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρ. 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 192/2016). Για την επιδίκαση αποζημίωσης για διαφυγόν κέρδος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, απαιτείται και αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή και στην απόφαση όλα εκείνα τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε από την επαγγελματική του δραστηριότητα με πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το αιτούμενο με την αγωγή ποσό αποζημίωσης, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται και ότι δεν εξοικονομήθηκε δαπάνη ή να προσδιορίζεται και να αφαιρείται τυχόν εξοικονομηθείσα, διότι ο προσδιορισμός και η αφαίρεση της τυχόν εξοικονομοιθείσας δαπάνης, μπορεί να γίνει με βάση τις αποδείξεις, ύστερα από πρόταση του εναγόμενου ή και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ακόμη και από το Εφετείο, εφόσον το ύψος της αποθετικής ζημίας κατέστη αντικείμενο της κατ` έφεση δίκης. Όμως, τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους με βάση την κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις, όπως και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή και στην απόφαση και δεν αρκεί η απλή επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε η αναφορά του συνολικά φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος, ως προς τα επί μέρους κονδύλια και η επίκληση και αναφορά των κονδυλίων αυτών (Ολ ΑΠ 22/95, ΑΠ 496/16, ΑΠ 979/14, ΑΠ 455/14, ΑΠ 175/10 Νόμος).

Με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει η ενάγουσα ότι διατηρεί επιχείρηση, της οποίας αντικείμενο είναι η διαχείριση πλοίων υπό αλλοδαπή σημαία και η μεσιτεία σε ναυτιλιακές συμβάσεις αγοραπωλησίας και ναύλωσης πλοίων, ιδρυτής της δε και νόμιμος εκπρόσωπός της είναι ο …, ο οποίος είναι επίσης ιδρυτής και κύριος εταίρος της συστεγαζόμενης με αυτήν ελληνικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», η οποία ασχολείται με την άσκηση επιχείρησης γενικού τουρισμού. Ότι την 01η-10-2010 η ως άνω συγγενών συμφερόντων εταιρεία «…» προσέλαβε, κατόπιν συνεχών παρακλήσεων και πιέσεων που δέχτηκε ο … από συγγενικό του πρόσωπο, προσέλαβε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον εναγόμενο ως υπάλληλο γραφείου, ο οποίος ήταν επί σειρά μηνών άνεργος. Ότι επειδή η πρόσληψη του εναγομένου από την ανωτέρω εταιρεία δεν αποσκοπούσε στην κάλυψη οποιασδήποτε υπαρκτής ανάγκης, συμφωνήθηκε ότι θα απασχολείτο από την ίδια (την ενάγουσα), η οποία είχε, μεταξύ άλλων, αναλάβει τη διαχείριση των πλοίων … και «…», τα οποία εκτελούσαν πλόες στην περιοχή του Λιβάνου και του Αμπού Ντάμπι αντίστοιχα, σε εκτέλεση σύμβασης ναύλωσης προς την εταιρεία …. Ότι σε εκτέλεση των καθηκόντων του ο εναγόμενος μετέβαινε επανειλημμένως στο Λίβανο και στο Αμπού Ντάμπι και πέτυχε να αποκτήσει επαφή και να καλλιεργήσει σχέσεις με τους υπεύθυνους των πελατών της. Ότι τον Οκτώβρη του 2013 ο νόμιμος εκπρόσωπός της …, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον …, ιδιοκτήτη του ανωτέρω πλοίου …, ενημερώθηκε ότι ο τελευταίος είχε δεχτεί τηλεφώνημα από τον εναγόμενο, ο οποίος του είχε διατυπώσει συκοφαντικούς ισχυρισμούς για την ίδια (την ενάγουσα) και δη ότι η ίδια δεν διεξάγει καλή διαχείριση του πλοίου … και ότι εκείνος μπορεί με νέους συνεργάτες του να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες διαχείρισης του εν θέματι πλοίου. Ότι η πληροφορία αυτή προκάλεσε οργή στον νόμιμο εκπρόσωπό της, ο οποίος κατόπιν των ανωτέρω προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εναγομένου την 22η-10 2013. Ότι την ίδια ημέρα (η ίδια) έλαβε μέσω του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από τον …, το οποίο ενσωματώνει στην αγωγή της, και στο οποίο περιλαμβανόταν επιστολή του εναγομένου προς αυτόν (…). Ότι στην επιστολή αυτή ο εναγόμενος ενημέρωνε τον τελευταίο για την κακή οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η εταιρεία …, την κακή διοίκησή της από τον εκπρόσωπό της …, αλλά και την κακή διαχείριση του πλοίου … εκ μέρους της, η οποία ήταν απόρροια των κακών επιλογών του ανωτέρω εκπροσώπου της. Ότι παραταύτα ο ίδιος έχει πλέον αποχωρήσει από την ανωτέρω εταιρεία και έχει συστήσει δική του με τους κατονομαζόμενους στην επιστολή συνεργάτες του και ότι πλέον δύναται να προσφέρει ο ίδιος πολύ καλύτερες υπηρεσίες διαχείρισης, δοθέντος μάλιστα ότι γνώριζε το πλοίο, δεν είχε ωστόσο τη δυνατότητα να παίρνει εν λευκώ πρωτοβουλίες περί της διαχειρίσεώς του, καθώς ο … ελάμβανε όλες τις σημαντικές περί των ανωτέρω αποφάσεις. Ότι εκ των ως άνω εκτεθέντων συνάγεται ότι ο εναγόμενος, διαρκούσης της σύμβασης εργασίας του και εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που η ίδια έδειξε στο πρόσωπό του, είχε συστήσει εταιρεία με παρεμφερές μάλιστα αντικείμενο, είχε προβεί επανειλημμένως σε τηλεφωνικές συνομιλίες και αποστολή καταλόγου με την παρουσίαση της νέας του εταιρείας προς τον συνεργάτη της και πλοιοκτήτη του πλοίου … … και τον αδελφό του … και ότι σκόπευε να της αποσπάσει σημαντικό πελάτη και να ασκήσει αθέμιτο ανταγωνισμό εις βάρος της. Ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής του εναγομένου η ίδια υπέστη σοβαρή ηθική βλάβη, συνισταμένη στο πλήγμα που δέχτηκε η φήμη και η πίστη της στη ναυτιλιακή αγορά και ιδίως στον πελάτη της …, με τον οποίο διατηρούσε μακροχρόνια συνεργασία και ο οποίος εκδήλωσε την πρόσθεση να λήξει η μεταξύ τους συνεργασία την 31η-12-2013. Ότι το δυσμενές αυτό ενδεχόμενο για τις εργασίες και την υπόστασή της κείται πέραν των ορίων του ευλόγου επιχειρηματικού κινδύνου και οφείλεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά του εναγομένου. Ότι το ενδεχόμενο αυτό απεφεύχθη τελικά την τελευταία στιγμή, αποκλειστικά χάρη στις ενέργειές της, αναγκάστηκε όμως να θυσιάσει το αναμενόμενα από την ανωτέρω συνεργασία κέρδος της. Ότι ειδικότερα στη σύμβαση διαχείρισης του πλοίου … προβλεπόταν ετήσια διάρκεια, ανανεούμενη αυτοδικαίως στο τέλος κάθε διαχειριστικής περιόδου (αν δε μεσολαβούσε καταγγελία της) και μέχρι τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών και διαχειριστική αμοιβή ανερχομένη στο ποσό των 40.000 δολαρίων ΗΠΑ μηνιαίως, αναπροσαρμοζόμενη ετησίως κατά ποσοστό 5%. Ότι το πρώτο διαχειριστικό έτος έληγε την 31η-12-2013 και η ίδια ευλόγως ανέμενε, ενόψει και του γεγονότος ότι το εν λόγω πλοίο εξακολουθούσε να είναι ναυλωμένο στα Ηνωμένα Έθνη, ότι θα ανανεωνόταν η σύμβαση διαχείρισής του για τα επόμενα έτη 2014, 2015 και 2016 και ότι πλέον της διαχειριστικής της αμοιβής θα ελάμβανε και την συμφωνημένη αναπροσαρμογή αυτής κατ’ έτος (ανερχομένη κατά ποσοστό 5%) επί τη βάσει της καταβλητέας διαχειριστικής αμοιβής του προηγούμενου της αναπροσαρμογής έτους και δη (η αναπροσαρμογή θα ανερχόταν) στο ποσό των 2.000 δολαρίων ΗΠΑ μηνιαίως για το έτος 2014, στο ποσό των 2.100 δολαρίων ΗΠΑ μηνιαίως για το έτος 2015 και στο ποσό των 2.205 δολαρίων ΗΠΑ μηνιαίως για το έτος 2016, κατά τους παρατιθέμενους στην αγωγή υπολογισμούς. Ότι ωστόσο εξαιτίας της κατάστασης που δημιούργησε η παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγομένου, ο … εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις που ο τελευταίος δημιούργησε, αξιωσε, προκειμένου να μην καταγγείλει τη σύμβαση διαχείρισης του πλοίου, να παραιτηθεί η ίδια (ενάγουσα) της αυξήσεως της αμοιβής της, με αποτέλεσμα να απολέσει την μετά βεβαιότητας αναμενόμενη αύξηση της αμοιβής της για τα έτη 2014, 2015 και 2016, ενόψει και των προπαρασκευαστικών ενεργειών στις οποίες είχε προβεί. Ότι κατόπιν τούτων υπέστη χρηματική ζημία, η οποία αποτελεί διαφυγόν κέρδος της ανερχομένη συνολικά στο ποσό των 123.640 δολαρίων ΗΠΑ, και δη 24.000 δολάρια ΗΠΑ για το έτος 2014, 49.200 δολάρια ΗΠΑ για το έτος 2015 και 50.440 δολάρια ΗΠΑ για έτος 2016. Ότι τόσο η προπεριγραφείσα ηθική της βλάβη, όσο και η χρηματική της ζημία συνδέονται αιτιωδώς με τη συμπεριφορά του εναγομένου. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητεί η ενάγουσα να καταδικαστεί ο εναγόμενος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλει α) το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη και β) το ποσό των 123.640 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής, το οποίο κατά τα ανωτέρω αποτελεί το διαφυγόν κέρδος της, νομιμοτόκως από την 22η-10-2013, άλλως από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Με τα ανωτέρω ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9, 13, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 25 παρ 2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 3Β περ. ι΄ Ν. 2172/1993, παρότι η διαφορά δεν έχει αμιγώς ναυτικό χαρακτήρα, συνέχεται ωστόσο με τη λειτουργία εταιρείας που έχει ως αντικείμενο τη διαχείριση πλοίων), συνακολούθως δε έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Πλέον δε τούτων ο παριστάμενος εναγόμενος δεν αντέλεξε (βλ πρακτικά παρούσα δίκης) και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συναινεί σιωπηρά στην παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου (βλ.ΑΠ1288/1994 ΔΕΕ1995.215, ΕφΠειρ. 342/1996 ΠειρΝ 1996 209, ΕφΑΘ 4106/1975 ΝοΒ 23 1094, ΜονΠρωτΠειρ7272/1998 ΠειρΝομ1999.210). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που τη διέπει. Με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής, αυτή είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο δοθέντος ότι πρωτίστως σε αυτό το δίκαιο επέλεξαν σιωπηρώς να υπαχθούν τα μέρη κατά το άρθρο 25 ΑΚ, αφού η ενάγουσα τις διατάξεις αυτές επικαλείται για να θεμελιώσει τις ένδικες αξιώσεις της, ο δε εναγόμενος με βάση τις διατάξεις αυτές επέλεξε να αμυνθεί επιστηρίζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς του (ΑΠ 1115/2015 αδημ, ΕφΠειρ 149/2015 αδημ, ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008. 292, ΕφΠειρ 508/2008 ΕΝΔ17.497, ΕφΠειρ 672/1993 ΕΕμπΔ1994.106, Παπασιώπη Πασσιά ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο εκδ 1991.σελ 18 επ). Μετά τις ανωτέρω επισημάνσεις η αγωγή κρίνεται νόμιμη, ως ερειδόμενη στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 346, 648, 298 ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Μη νόμιμο ωστόσο είναι το αίτημα περί επιδίκασης νόμιμων τόκων από την 22η-10-2013, ημερομηνία κατά την οποία φέρεται να έλαβε χώρα το ζημιογόνο για την ενάγουσα γεγονός, δοθέντος ότι, επί ασκήσεως της αξιώσεως αποζημιώσεως που στηρίζεται σε αδικοπραξία, τόκοι οφείλονται από την, μετά από όχληση, υπερημερία του εναγομένου, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο σε συνδυασμό με την από 04-10-2018 απόδειξη εξόφλησης της …).

Ο εναγόμενος αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, καθώς και τη γνησιότητα του από 22-10-2013 ηλεκτρονικού μηνύματος και περαιτέρω προβάλλει τον ισχυρισμό, ότι η εναγομένη, σε περίπτωση που πράγματι υπέστη οικονομική ζημία, είναι αποκλειστικά υπαίτια προς τούτο, λόγω της κακής διαχείρισης που ασκούσε στο πλοίο και της εξ’ αυτής επανειλημμένως εκπεφρασμένης οργής του πλοιοκτήτη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, πρέπει επομένως να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Επίσης, ισχυρίζεται, ότι το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, έχει αιτηθεί και η εταιρεία με την επωνυμία «…», σε ένσταση που άσκησε κατά την εκδίκαση της από 05-02-2014 αγωγής του, η οποία ένσταση (συμψηφισμού) στηριζόταν στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την επίδικη αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 321 επ. ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.

Από την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία ελήφθη με επιμέλεια του εναγομένου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …), εξαιρουμένων των υπ’ αριθμ. … ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς που προσκομίζει η ενάγουσα, καθώς αυτές προσκομίσθηκαν προς απόδειξη της ιστορικής βάσεως της αγωγής μετά την τιθέμενη εκ της διάταξης του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμία και όχι προς απόκρουση των ισχυρισμών του εναγομένου, επομένως δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη, καθώς και από όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: H ενάγουσα διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο δραστηριότητας τη διαχείριση πλοίων υπό αλλοδαπή σημαία και τη μεσιτεία σε ναυτιλιακές συμβάσεις αγοραπωλησίας και ναύλωσης πλοίων, η οποία έλαβε νόμιμη άδεια εγκατάστασης γραφείου στην Ελλάδα το έτος 2014, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 3122.1/4778/01/02-06-2014 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας, δημοσιευθείσα στα υπ’ αριθμ. 1577/Β/16-06-2014 και 284/Β/12-02-2016 ΦΕΚ. Ιδρυτής της και νόμιμος εκπρόσωπός της είναι ο …, ο οποίος είναι επίσης ιδρυτής και κύριος εταίρος της συστεγαζόμενης με αυτήν ελληνικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», η οποία ασχολείται με την έκδοση εισιτηρίων και την άσκηση επιχείρησης γραφείου γενικού τουρισμού. Την 01η-10-2010 η ως άνω συγγενών συμφερόντων εταιρεία «…» προσέλαβε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον εναγόμενο ως υπάλληλο γραφείου, ο οποίος ωστόσο απασχολήθηκε αποκλειστικά από την ενάγουσα, η οποία κατά τον χρόνο πρόσληψης του εναγομένου δεν είχε ολοκληρώσει τις προβλεπόμενες από τον νόμο διαδικασίες για τη νόμιμη ολοκλήρωση της εγκατάστασής της στην Ελλάδα. Την 01η-08-2012 η ενάγουσα συνήψε σύμβαση διαχείρισης με την πλοιοκτήτρια εταιρεία «…, η οποία εδρεύει στη …. Αντικείμενο της ανωτέρω σύμβασης ήταν η, εκ μέρους της ενάγουσας, παροχή υπηρεσιών διαχείρισης του πλοίου … της ως άνω πλοιοκτήτριας, στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας και κατά τους συνομολογηθέντες στη σύμβαση όρους. Η διάρκεια της σύμβασης ορίσθηκε, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 18 όρο αυτής, από την 01η-08-2012 και για περίοδο έξι μηνών, μετά την πάροδο των οποίων συμφωνήθηκε ότι η σύμβαση θα ανανεώνεται αυτόματα και θα συνεχίσει να είναι σε ισχύ, εωσότου τερματισθεί από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο με ειδοποίηση καταγγελίας της σύμβασης στον άλλο συμβαλλόμενο. Αναφορικά με τη διαχειριστική αμοιβή της ενάγουσας συμφωνήθηκε (υπ’ αριθμ. 20 όρος της ως άνω σύμβασης), ότι η πλοιοκτήτρια θα καταβάλει στη διαχειρίστρια ενάγουσα το συνολικό ποσό των 40.000 δολαρίων ΗΠΑ ανά μήνα για τις παρεχόμενες, σύμφωνα με τη σύμβαση και τα κόστη υπηρεσίες της. Η διαχειρίστρια (συμφωνήθηκε ότι) θα εκδίδει τιμολόγιο παροχής διαχειριστικών υπηρεσιών για κάθε μήνα, που θα αποστέλλεται ηλεκτρονικά με e-mail και με courier στην πλοιοκτήτρια. Το τιμολόγιο θα πληρώνεται εντός των πρώτων 10 ημερών μετά την ημερομηνία έκδοσής του στον υποδειχθέντα από τη διαχειρίστρια τραπεζικό λογαριασμό. Το ποσό των 40.000 δολαρίων ΗΠΑ συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων τις αμοιβές και τα τροφεία του 7μελούς πληρώματος του πλοίου σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο στη σύμβαση πίνακα. Η ενάγουσα χρησιμοποίησε για την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων τον εναγόμενο, ο οποίος σε εκτέλεση των καθηκόντων του μετέβαινε επανειλημμένως στο Λίβανο, προκειμένου να διευθετήσει θέματα που άπτονταν της διαχείρισης του πλοίου …. Στις 22-10-2013 ο εναγόμενος απολύθηκε από την εργοδότριά του εταιρεία «…». Η ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι τον Οκτώβρη του 2013 ο νόμιμος εκπρόσωπός της …, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον …, ιδιοκτήτη του πλοίου …, ενημερώθηκε ότι ο τελευταίος είχε δεχτεί τηλεφώνημα από τον εναγόμενο, ο οποίος του είχε διατυπώσει συκοφαντικούς ισχυρισμούς για την ίδια (την ενάγουσα) και δη ότι δεν διεξάγει καλή διαχείριση του πλοίου … και ότι εκείνος μπορεί με νέους συνεργάτες του να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες διαχείρισης του εν θέματι πλοίου, γεγονός που, κατά τους ισχυρισμούς της (ενάγουσας), οδήγησε στα κατά τα ανωτέρω απόλυση του εναγομένου. Ισχυρίζεται επίσης, ότι την ίδια ημέρα έλαβε μέσω του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από τον …, στο οποίο περιλαμβανόταν επιστολή του εναγομένου προς αυτόν (…), με την οποία ενημέρωνε τον τελευταίο για την κακή οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η ενάγουσα, την κακή διοίκησή της από τον εκπρόσωπό της …, αλλά και την κακή διαχείριση του πλοίου … εκ μέρους της, η οποία ήταν απόρροια των κακών επιλογών του ανωτέρω εκπροσώπου της. Στην επιστολή αυτή μάλιστα ο εναγόμενος φέρεται να ενημερώνει τον … ότι ο ίδιος έχει πλέον αποχωρήσει από την ενάγουσα και έχει συστήσει δική του εταιρεία υπό την ονομασία …, αντικείμενο της οποίας είναι η διαχείριση, πρακτορεία, τεχνικές συμβουλές, ναύλωση και εφοδιαστική υποστήριξη πλοίων και ότι πλέον δύναται να προσφέρει ο ίδιος πολύ καλύτερες υπηρεσίες διαχείρισης, δοθέντος μάλιστα ότι γνώριζε το πλοίο, δεν είχε ωστόσο τη δυνατότητα να παίρνει εν λευκώ πρωτοβουλίες περί της διαχειρίσεώς του, καθώς ο … ελάμβανε όλες τις σημαντικές περί των ανωτέρω αποφάσεις. Η ενάγουσα εκ των ανωτέρω εκτεθέντων οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος, διαρκούσης της σύμβασης εργασίας του και εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που η ίδια έδειξε στο πρόσωπό του είχε συστήσει εταιρεία με παρεμφερές μάλιστα αντικείμενο, είχε προβεί επανειλημμένως σε τηλεφωνικές συνομιλίες και αποστολή καταλόγου με την παρουσίαση της νέας του εταιρείας προς τον συνεργάτη της και πλοιοκτήτη του πλοίου … … και τον αδελφό του … και ότι σκόπευε να της αποσπάσει σημαντικό πελάτη και να ασκήσει αθέμιτο ανταγωνισμό εις βάρος της. Εικάζει μάλιστα, ότι η ονομασία της νέας εταιρείας του εναγομένου αποτελούνται από τα αρχικά \των ονομάτων … εκ των οποίων ο μεν πρώτος είναι γνωστός ναυτικός πράκτορας στον Πειραιά, ο δε δεύτερος εργαζόμενος της ενάγουσας, ο οποίος υπέβαλε την παραίτησή του, προκειμένου να συνεργαστεί με τον εναγόμενο. Ο εναγόμενος αρνείται ότι τα ανωτέρω πράγματι έλαβαν χώρα και αρνείται τη γνησιότητα της επίδικης επιστολής, η οποία φέρεται να έχει σταλεί μέσω του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου. Προς επίρρωση μάλιστα των ισχυρισμών του προσκομίζει την υπ’ αριθμ. … Βεβαίωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία δεν ευρέθη εγγεγραμμένη στα μητρώα της η εταιρεία …, αλλά και την υπ’ αριθμ… Βεβαίωση του ΟΑΕΔ, κατά την οποία ο εναγόμενος είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του από … έως …, ήτοι διατέλεσε άνεργος επί συνόλου συνεχούς αναγνωριζομένου διαστήματος 12 μηνών. Επ’ αυτών λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: από κανένα στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται ο αγωγικός ισχυρισμός, ότι ο εναγόμενος συνέστησε εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας συναφές με αυτό της ενάγουσας και ότι μάλιστα προσπάθησε να αποσπάσει συγκεκριμένους πελάτες της. Δοθέντος μάλιστα, ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε σχεδόν πέντε έτη αφότου τα εξιστορούμενα από την ενάγουσα έλαβαν χώρα, η τελευταία θα ήταν σε θέση να γνωρίζει εάν πράγματι ο εναγόμενος δραστηριοποιείται στην ίδια αγορά εργασίας, εάν συνέστησε νέα εταιρεία ή από ποια εταιρεία απασχολείται. Πέραν όμως των ανωτέρω κι ακόμη κι εάν τα όσα ισχυρίζεται η ενάγουσα τυγχάνουν αληθή, δεν αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα υπέστη οικονομική ζημία από τη συμπεριφορά του εναγομένου. Και τούτο διότι, στη σύμβαση διαχείρισης που η ενάγουσα είχε συνάψει με την πλοιοκτήτρια εταιρεία «…, δεν προβλεπόταν καμία αύξηση της διαχειριστικής αμοιβής της μετά την πάροδο του πρώτου διαχειριστικού έτους, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα και όπως προκύπτει από τον προεκτεθέντα υπ’ αριθμ. 20 όρο της σύμβασης διαχείρισης. Επομένως, εφόσον η σύμβαση διαχείρισης δεν καταγγέλθηκε από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, η ενάγουσα δεν υπέστη για το λόγο αυτό κάποια ζημία. Ούτε όμως αποδείχτηκε, ότι η ενάγουσα υπέστη οποιαδήποτε άλλη βλάβη από τη συμπεριφορά του εναγομένου, οικονομική ή ηθική ή ότι απώλεσε σημαντική πελατεία. Η ζημία της ενάγουσας αποτελεί, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη αξιώσεως από πλευράς της. Πρέπει συνεπώς οι ισχυρισμοί της ενάγουσας να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμως υποβληθέντος αιτήματος του, να επιβληθούν εις βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρα 63 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις                      -11-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ