ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
3945/ 2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. 4492/2216/2017 αγωγή)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 22η Ιανουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – ενάγουσας :Της κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην … (οδός …), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Διονύσιος Στρατηγός (ΑΜ ΔΣΠ …) δυνάμει του υπ’ αριθμ. … ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, σε συνδυασμό με το από … πληρεξούσιο και η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.
Της καθ’ ης η κλήση εναγομένης: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία ήδρευε στο … (…) και ήδη τυγχάνει αγνώστου διαμονής και έδρας και αγνώστου τόπου κατοικίας του κατά το νόμο ή το καταστατικό εκπροσώπου της, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 25-04-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 4492/2216/2017 αγωγή της, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν για τη δικάσιμο της 21ης-11-2017, ότε και ματαιώθηκε, επανήλθε δε με την από 15-02-2018 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6348/2777/2018 κλήση και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την εκφώνηση της προκειμένης υπόθεσης από το πινάκιο, η εναγομένη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ούτε προκατέθεσε προτάσεις. Από τα εξής προσκομιζόμενα μετά νομίμου επικλήσεως με τις προτάσεις της ενάγουσας έγγραφα: 1) την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών … προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, δυνάμει της οποίας επιδόθηκε η από 15-02-2018 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6348/2777/2018 κλήση, 2) την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών … δυνάμει της οποίας επιδόθηκε η υπό κρίση αγωγή, 3) τις από … δημοσιεύσεις της περίληψης του αγωγικού δικογράφου και της κλήσης προς συζήτηση της αγωγής στις ημερήσιες εφημερίδες «…» και «…» αντίστοιχα, προκύπτει ότι επιδόθηκε στην εναγομένη ως αγνώστου διαμονής κατά τα άρθρα 135 και 136 παρ.1 ΚΠολΔ, τόσο του ίδιου του νομικού προσώπου όσο και του κατά το νόμο ή το καταστατικό εκπροσώπου της (ΑΠ 378/2013,ΑΠ 325/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής μετά πράξεως ορισμού δικασίμου για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, καθώς και της κλήσεως προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Δεδομένου δε ότι εν προκειμένω η εναγομένη παραλήπτρια του επιδοθέντος δικογράφου είναι αγνώστου διαμονής ,δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 1393/13-11-2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ούτε η διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 της Σύμβασης της Χάγης, αλλά η διάταξη του άρθρου 135 ΚΠολΔ, ως εκ τούτου η εναγομένη εταιρεία που δεν παραστάθηκε με πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά που ήταν εγγεγραμμένη στο πινάκιο και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση, ούτε προκατέθεσε προτάσεις, πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στον Πειραιά με αντικείμενο της δραστηριότητάς της τις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες πάσης φύσεως, κυρίως δε τις υπηρεσίες φύλαξης πλοίων. Ότι η εναγομένη ήταν κατά τους επίδικους χρόνους κυρία του υπό σημαία Αλγερίας Φ/Γ πλοίου “…”, νηολογίου … με αριθμό …, Δ.Δ.Σ. … , κ.ο.χ.2863 τόνων, κ.κ.χ. 1297 τόνων και κατά τα λοιπά ειδικότερα χαρακτηριστικά του ως αναφέρονται στην αγωγή. Ότι στο πλαίσιο της επαγγελματικής της αυτής δραστηριότητας δυνάμει της από 1-12-2014 συμβάσεως που κατήρτισε στον Πειραιά με τη ναυτική πράκτορα εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εναγομένης, ανέλαβε την επί 24ώρου βάσεως σε δύο εναλλασσόμενες 12ωρες βάρδιες με 2 φύλακες και επί 7 ημέρες φύλαξη του ανωτέρω πλοίου στη ράδα …, όπου ναυλοχούσε, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής 5.000 ευρώ, πληρωτέας στο τέλος κάθε μήνα. Ότι η φύλαξη το πλοίου διήρκεσε από τις 1-12-2014 έως την 25η-04-2017, ότε το πλοίο εκποιήθηκε σε δημόσιο πλειστηριασμό. Ότι παρότι η ίδια παρείχε αδιαλείπτως και συνεχώς τις ως άνω υπηρεσίες φύλαξης του πλοίου, η εναγομένη παρά τις υποσχέσεις της δια του νομίμου εκπροσώπου της δεν της κατέβαλε τη συνολικά οφειλόμενη αμοιβή της για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-12-2014 έως 25-04-2017, συνολικού ποσού 144.166,66 ευρώ (= 28 μήνες και 25 ημέρες Χ 5000 ευρώ). Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη την ευθύνη της εναγομένης αφενός ως κυρίας (κατά το νόμο) αφετέρου ως αντισυμβαλλομένης στη σύμβαση έργου – παροχής υπηρεσιών φύλαξης, κατόπιν παραδεκτής με τις προτάσεις της τροπής του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ) η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό των εκατόν σαράντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (144.166,66€) με το νόμιμο τόκο από τότε που η απαίτησή της κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης και αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου της.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας κατά τη συζήτηση, προσκομίζεται το υπ’ αριθμ. Α237789/15-11-2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Πειραιώς από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013), και για το αντικείμενο της οποίας μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακολούθως, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς κατ’εφαρμογή του άρθρου 33 ΚΠολΔ και των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, μη ισχύοντος του κανονισμού λόγω της άγνωστης διαμονής της εναγομένης και δη μη εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 4 και 63 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 που αντικατέστησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος αντικατέστησε την από 27-9-1968 Σύμβαση των Βρυξελλών, με βάση τον οποίο καθιερώνεται ως βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και τίθενται διαζευκτικά ως κριτήρια για την έδρα που έχει το νομικό πρόσωπο :η καταστατική έδρα ή η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση του νομικού προσώπου, που εν προκειμένω τυγχάνει άγνωστη. Σε κάθε δε περίπτωση λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης υπάρχει σιωπηρή μετασυμβατική συμφωνία αυτής. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σ. 12 επ.). Σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, και δη λόγω της κύριας βάσης της αγωγής περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης ως αντισυμβαλλομένης της ενάγουσας από την σύμβαση έργου –παροχής υπηρεσιών φύλαξης εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο ενόψει του Κανονισμού του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη σε συνδ.με το άρθρο 25 ΑΚ. Πλέον συγκεκριμένα εκ του συνόλου των επικαλούμενων με την υπό κρίση αγωγή, περιστάσεων, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 2 του ως άνω Ν. 1792/1988, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η επίδικη σύμβαση συνδέεται στενότερα, δεδομένου ότι η σύμβαση συνήφθη στον Πειραιά, η παροχή των υπηρεσιών φύλαξης στο ένδικο πλοίο έγιναν στη ράδα της … και η ενάγουσα διατηρεί κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως υποκατάστημα στην Ελλάδα και δη στο …. Σημειωτέον ότι για την πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης ως κυρίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ήτοι το δίκαιο της Αλγερίας, ως εκ τούτου δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 106 ΚΙΝΔ. Ειδικότερα, καθ’ ο μέρος αφορά την εναγομένη ως κατά το νόμο ευθυνόμενη, ήτοι ως κυρία του ενδίκου πλοίου, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, όσον αφορά την πραγματοπαγή ευθύνη της από και δια του πλοίου κατά το ελληνικό δίκαιο γιατί η εξωσυμβατική ευθύνη-πραγματοπαγής περιορισμένη ευθύνη του κυρίου κρίνεται κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου (βλ.ΕφΠειρ 366/1998 ) και δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής κατά το ελληνικό δίκαιο της διάταξης του άρθρου 106 περ.β ΚΙΝΔ, που καθιερώνει πραγματοπαγή περιορισμένη ευθύνη του κυρίου του πλοίου και όχι του πλοιοκτήτη. Επομένως κατά το ελληνικό δίκαιο η αγωγή είναι νόμιμη ως προς την εναγομένη μόνο ως ευθυνομένη ενδοσυμβατικώς υπό την ιδιότητά της ως αντισυμβαλλομένη εργοδότρια στη σύμβαση έργου-παροχής υπηρεσιών ενεργούσα ως πλοιοκτήτρια (δηλαδή εκμεταλλευομένη το πλοίο κυριότητάς της κι όχι μόνο ως κυρία, ούτε ως εφοπλίστρια, ιδιότητα που αποκλείεται λόγω της επικαλούμενης ιδιότητας της εναγομένης ως κυρίας) στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341 εδ. α΄, 346΄, 361, 681 επ.ΑΚ, 84,106 β ΚΙΝΔ, 70,176,189 παρ.1, 190 παρ.1 ΚΠολΔ. Επίσης, μετά τον περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό, μη νόμιμο είναι το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθώς προσωρινή εκτελεστότητα παράγουν μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις. Ως εκ τούτου η υπό κρίση αγωγή, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη θα πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν περαιτέρω, με την επισήμανση ότι το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοφορίας της αιτούμενης αξίωσης είναι νόμιμο μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό μόνο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, παραμένουσας της επίδοσης της αγωγής ως οχλήσεως.
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν διότι, εφόσον η εναγόμενη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους αυτής (της εναγομένης) σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, κατά τα προεκτεθέντα, ενόψει του χρόνου που έλαβε χώρα η διαδικαστική πράξη της συζήτησης. Ακολούθως πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν σαράντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (144.166,66€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, γινομένου δεκτού ως ουσία βάσιμου του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης και αναλόγως της ήττας της (άρθρα 176, 184, 189 παρ.1 και 190 παρ. 1 ΚΠολΔ και άρθρο 63 Ν.4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Επιπλέον, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (ερημοδικίας) για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από αυτή (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εναγομένης.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εναγομένη, στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν σαράντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (144.166,66€) με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει στην εναγόμενη τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ