Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης       3956/2019

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 13731/2017)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 6816/2017)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ  ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ

               ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

               ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 5η Ιουνίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 13731/2017 και 6816/2017 αγωγή καταβολής αμοιβής από σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή έργου με βάση τιμολόγια, μεταξύ:

               ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και διακριτικό τίτλο «….», εδρεύουσας στο …, επί …, αριθ………, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ … …….., η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει της από … ειδικής πληρεξουσιότητας απάντων των μελών του ΔΣ αυτής, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιοδοτούμενων βάσει του νόμου και του καταστατικού της εταιρείας μελών του ΔΣ προς διορισμό δικηγόρων και άλλων πληρεξουσίων για τη νόμιμη εκπροσώπηση της εταιρείας ενώπιον των δικαστικών αρχών και για ενέργεια οποιασδήποτε άλλης πράξης, νομίμων εκπροσώπων της, … και …, σύμφωνα με το από … πρακτικό του ΔΣ της ενάγουσας ΑΕ με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής τους από τη δικηγόρο Κωνσταντίνα Γ. Κουβαβά (ΑΜ ΔΣΑ …), κατοίκου …, επί της οδού …, αριθ….., κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. … Ανακοίνωση καταχώρισης στο ΓΕ.Μ.Η. της συγκρότησης σε σώμα του ΔΣ της ενάγουσας ΑΕ (ΓΕΜΗ … και ΑΡ.Μ.Α.Ε. …) του Τμήματος Μητρώου/Υπηρεσίας ΓΕ.Μ.Η. του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και του υπ’ αριθ. … ΦΕΚ ΑΕ & ΕΠΕ σύστασης της ενάγουσας εταιρείας, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Αντιγόνης-Χριστίνας Α. Σμπόνια (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου …, επί της οδού …, αριθ….. (η δε αγωγή κατατέθηκε δυνάμει της προαναφερομένης εξουσιοδότησης από την πληρεξουσία δικηγόρο Ιωάννα Σταυρακάκη του Εμμανουήλ (ΑΜ ΔΣΑ …), κατοίκου …, επί της οδού …, αριθ….., κατ’ άρθρο 96§1 ΚΠολΔ,αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο στη συζήτηση της υπόθεσης

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτιλιακής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», πρώην με την επωνυμία «…», εδρεύουσας ήδη στον …, επί της οδού …, αριθ….. και πρώην …, επί της οδού …, αριθ….. και …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ …, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

Η ενάγουσα με την από 6-12-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως γενικό αριθμό 13731/2017 και ειδικό αριθμό 6816/2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 20-12-2017 και επιδόθηκε στις 22-12-2017 στην εναγομένη εταιρεία στην έδρα της, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 24-5-2018 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 5-6-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 5, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, η δε ως άνω εναγομένη εταιρεία δεν παραστάθηκε στη δίκη ούτε προκατέθεσε προτάσεις.

               ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

                Σύμφωνα με το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011) και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, ορίζεται ότι αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά αν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως (ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 2143/1990 Δίκη 22.389), δεδομένου ότι υφίσταται τεκμαρτή βλάβη του τελευταίου, λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του (άρθρο 271§3 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. Σταυρόπουλου, ΕρμΚΠολΔ, έκδ.1979, άρθρο 228 §1ε΄, σελ.335, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 228 §3, σελ.1043-1044, βλ. αναλόγως και ΕφΑθ 11416/1987 Δίκη 19.333). Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση, πάντως, των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, εάν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. Ειδικότερα, με την παρ.2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, η οποία αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016, ορίζεται ότι, στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.2, 126 παρ.1 εδ.δ΄, 127 παρ.1, 128, 129, 130 και 139 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρεία), πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά τον νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του και σε περίπτωση περισσότερων σε ένα από αυτούς (ΠολΠρΑθ 4416/2010, ΠολΠρΑθ 2916/2010 Νόμος), είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου (ΑΠ 378/2013, ΑΠ 325/2010, ΑΠ 1888/2008 Νόμος). Αν ο ως άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δε βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίδεται στην πρώτη περίπτωση σε ένα από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στον διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες του καταστήματος, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κλπ. γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ.4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (ΑΠ 129/2001 ΕλλΔνη 2001.1586, ΑΠ 499/2000 ΕΕργΔ 60.879, ΕφΘεσ 414/2010 ΕΠολΔ 2010.856). Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος, ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρείας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρείας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου. Η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση κατοικίας ή έδρας του προσώπου, στο οποίο απευθύνεται αυτό, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πραγματικά αυτός προς τον οποίο διενεργείται η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί, αλλά σε άλλη διεύθυνση, να διενεργήσει την επίδοση στην πραγματική κατοικία ή έδρα του σχετικού προσώπου και όχι στην αναγραφόμενη στο επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 129/2001 Νόμος, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 2000.87,ΕφΠειρ 151/2016 Νόμος, ΕφΑθ 8647/1989 ΕλλΔνη 1990.844).

Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …, την οποία νομίμως προσκομίζει η ενάγουσα εταιρεία, πλήρως αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής με την πράξη καταθέσεως επιδόθηκε στις 22-12-2017, νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη εταιρεία, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 20-12-2017, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και συγκεκριμένα, στην αρμόδια για την παραλαβή δικογράφων και εγγράφων για λογαριασμό της εναγομένης εναγόμενης εταιρείας, υπάλληλό της …, κατά δήλωσή της, λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου, διευθυντή, υποδιευθυντή ή διαχειριστή της (ΚΠολΔ 110 §2, 122, 123, 124, 125, 126 παρ.1γ΄, 127 παρ.1, 129 παρ.1, 139, 215, 226, 228, 237). Από τον χρόνο δε της κατάθεσης της αγωγής (20-12-2017) η εναγομένη έλαβε γνώση της έναρξης της νόμιμης προθεσμίας των εκατόν (100) ημερών για την κατάθεση προτάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων τους, πλην όμως ούτε προκατέθεσε τις προτάσεις της ούτε και τα αποδεικτικά της μέσα και τα διαδικαστικά της έγγραφα προσκόμισε στη δίκη αυτή επί της προκείμενης υποθέσεως, που προσδιορίστηκε προς συζήτηση μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την από 24-5-2018 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, , ο οποίος όρισε τον τόπο και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο στη δικάσιμο 5-6-2018, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων στη σημερινή δικάσιμο, η οποία τους γνωστοποιείται νόμιμα κατά τον τρόπο αυτόν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 237 παρ.1-3 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 με βάση το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, όπου ορίζεται ότι η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική. Σε περίπτωση δε μη προκατάθεσης αυτών, η εν λόγω διάδικος πρέπει να θεωρείται δικονομικά απούσα και επέρχονται οι συνέπειες των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 εδ.α΄ και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και έπειτα από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015 με έναρξη ισχύς από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015. Συνεπώς, πρέπει να συζητηθεί η προκείμενη υπόθεση ερήμην της εναγομένης και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θα θεωρηθούν ομολογημένοι, αν η αγωγή κριθεί παραδεκτή και νόμω βάσιμη από το Δικαστήριο. Κατόπιν όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η επίδοση της αγωγής έλαβε χώρα νομίμως προς την εναγομένη, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα αποδεικτικά στοιχεία και όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της απόφασης (ΑΠ 14/2014 Νόμος, ΑΠ 617/2012 Νόμος, ΑΠ 1208/2006 ΝοΒ 2006.1747, ΑΠ 396/2006 Νόμος, ΑΠ 1597/2005 Νόμος, ΑΠ 300/2003 ΕλλΔνη 2004.441, ΑΠ 769/2002 Νόμος, ΕφΠειρ 255/2014 Νόμος, ΕφΘεσ 149/2012 ΕΠολΔ 2012.372, ΕφΛαρ 150/2012 Δικ/φια 2012.323).

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 681 ΑΚ, με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, από το οποίο προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης είναι: α) το έργο και η ανάληψη της κύριας υποχρέωσης εκ μέρους του εργολάβου για την εκτέλεσή του (ΑΠ 412/1993 ΕλλΔνη 36.376), β) η αμοιβή που οφείλει ο εργοδότης στον εργολάβο (ΑΠ 1114/2003, ΑΠ 977/2003 Νόμος) και γ) η συμφωνία ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο ότι ο πρώτος θα χορηγήσει την ύλη και θα προσδιορίσει το εκτελεστέο έργο και στο τέλος θα το παραλάβει και θα το εγκρίνει (ΑΠ 136/2003 ΕλλΔνη 45.1056), ενώ ο δεύτερος θα εκπληρώσει το έργο με βάση τις οδηγίες του εργοδότη, ο οποίος υποχρεούται σε καταβολή της συμφωνηθείσας ή συνηθισμένης αμοιβής στον εργολάβο. Από τον συνδυασµό των άρθρων 681, 682 και 694 ΑΚ συνάγεται, ότι ο εργολάβος, όταν ενάγει τον εργοδότη για την αναγνώριση ή την καταψήφιση της αµοιβής του ή του υπολοίπου αυτής, οφείλει να επικαλεστεί στην αγωγή του, την κατάρτιση της σύμβασης έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία, που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της αξίωσής του, ήτοι το συμφωνηθέν έργο, το είδος και το ύψος της συμφωνημένης ή συνήθους αμοιβής, κατ’ αποκοπή ή κατά µονάδα εκτελουµένων εργασιών τον χρόνο παράδοσής του, ότι το έργο που εκτελέστηκε προσφέρθηκε στον εργοδότη προσηκόντως από τον εργολάβο, που εκπλήρωσε την υποχρέωσή του για εκτέλεση και παράδοσή του, κατά την ΑΚ 694 §1 (ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 329/2007, ΑΠ 1243/2005, ΑΠ 218/2004 Nόμος, ΑΠ 412/1993 ΕλλΔνη 1995.376). Ο ακριβής χρόνος κατάρτισης της εργολαβικής σύµβασης δεν είναι αναγκαίο, καταρχήν, να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, εκτός αν ανακύπτει ζήτηµα παραγραφής (ΑΠ 329/2007, ΑΠ 381/2006 Νόµος). Ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης έργου είναι η υποχρέωση του εργοδότη προς παροχή της αμοιβής, κατά ΑΚ 681, ως ανταλλάγματος για την εκτέλεση του έργου από τον εργολάβο (ΑΠ 1114/2003 Νόμος).Εάν δεν έχει συμφωνηθεί αμοιβή καταβάλλεται η συνήθης προβλεπόμενη και ισχύουσα στις συναλλαγές. Εάν δε η αμοιβή έχει συμφωνηθεί κατά μονάδα κάθε εργασίας και ποιές ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέστηκαν (Α 314/2009, ΑΠ 1539/2008, ΑΠ 508/2008, ΑΠ 1336/2008, ΑΠ 382/2006 ΕλλΔνη 2006.830, ΑΠ 1187/2005 ΕλλΔνη 2006.517, ΕφΑθ 8570/2007 ΕλλΔνη 2008.930, ΕφΛαρ 49/2001 Δικ/φία 2001.78, ΕφΚρητ 737/1997 ΑρχΝ 2000.520). Έτσι, για το ορισμένο της αγωγής, ο ενάγων εργολάβος οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση της σύμβασης έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία, που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της αξίωσής του, ήτοι το συμφωνηθέν έργο, το είδος και το ύψος της συμφωνημένης ή συνήθους αμοιβής, τον χρόνο παράδοσής του, ότι το έργο που εκτελέστηκε προσφέρθηκε στον εργοδότη προσηκόντως από τον εργολάβο, που εκπλήρωσε την υποχρέωσή του για εκτέλεση και παράδοσή του, κατά την ΑΚ 694 §1 (ΑΠ 1243/2005, ΑΠ 218/2004 Nόμος). Ως παράδοση νοείται η πλήρης εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου με την προσπόριση του έργου στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσιάσεως του τελευταίου, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρο 694 του ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του. Οι βασικές υποχρεώσεις του εργολάβου που πηγάζουν από την ΑΚ 681 είναι η προσήκουσα εκτέλεση του έργου, ο προσπορισμός του στην οικονομική σφαίρα του εργοδότη, καθώς και η μεταβίβαση στον εργοδότη των δικαιωμάτων πάνω στο εκτελεσθέν έργο, το οποίο να είναι απαλλαγμένο από ελαττώματα και να φέρει τις συμφωνηθείσες ιδιότητες. Η λήξη της σύμβασης έργου επέρχεται ομαλώς με την περάτωση και παράδοση του έργου (ΑΠ 972/1994 ΕΕΝ 1995.578), την παραλαβή του από τον εργοδότη και την καταβολή της αμοιβής (ΑΠ 981/1997 ΕλλΔνη 39.128, ΑΠ 1619/1995 ΕλλΔνη 39.128, ΕφΑθ 5183/2001 ΕλλΔνη 2002.246). Ο νόμος δεν απαιτεί για την περάτωση του έργου την ανυπαρξία ελλείψεων ή ελαττωμάτων, αλλά να έχουν εκτελεσθεί εν γένει οι συμβατικές εργασίες. Η παράδοση έργου με ελλείψεις, είτε πρόκειται για έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων είτε για ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα του έργου, δεν απαλλάσσει αυτοδικαίως τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της εργολαβικής αμοιβής, ακόμη και αν πρόκειται για έργο άχρηστο, ούτε μπορεί ο εργοδότης να αποποιηθεί χωρίς άλλο το προσφερόμενο σ’ αυτόν ελαττωματικό έργο, ώστε να αποφύγει την καταβολή αμοιβής, αλλά έχει τα προβλεπόμενα στα άρθρα 688-690 ΑΚ δικαιώματα, εκτός βέβαια διαφορετικής και πάλι συμφωνίας τους (ΑΠ 1665/2014, ΑΠ 183/2011 Νόμος). Μπορεί έτσι και να υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση, αν το έργο έχει ουσιώδη ελαττώματα που το καθιστούν άχρηστο ή του λείπουν συμφωνημένες ιδιότητες, οπότε με την υπαναχώρηση η σύμβαση έργου καταργείται αναδρομικά και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζονται στο άρθρο 389§ 2 ΑΚ, δηλαδή αποσβήνονται οι συμβατικές υποχρεώσεις προς παροχή και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό τις παροχές που έλαβαν (ΑΠ 447/2016 Αρμ 2016.483). Έγκριση είναι η επιδοκιμασία του έργου από το εργοδότη, με την οποία αυτός αναγνωρίζει ότι το έργο δεν έχει ελλείψεις. Η έγκριση, που προϋποθέτει πραγματική παράδοση του έργου, μπορεί να είναι ρητή, με την έννοια ότι ο εργοδότης δήλωσε ότι το έργο εκτελέστηκε σύμφωνα με τους όρους και τις προδιαγραφές της εργολαβικής σύμβασης ή και σιωπηρή και τέτοια συνιστά η παραλαβή του έργου χωρίς επιφύλαξη ή διαμαρτυρία σε εύλογο χρόνο αναφορικά με ορισμένη έλλειψη (ΑΠ 1199/2007). Προκύπτει έτσι όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση του εργοδότη να εξετάσει το έργο που του παραδίδεται και αναλόγως να το εγκρίνει ή να αρνηθεί την έγκρισή του αν έχει ελλείψεις, διαφορετικά, αν δηλαδή παραλάβει το έργο χωρίς να το εξετάσει, φέρει αυτός τον κίνδυνο των ελλείψεων και υποχρεούται να καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνημένη αμοιβή του παρά την ύπαρξη ελλείψεων, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω εξαιρέσεις του άρθρου 692 ΑΚ (ΑΠ 447/2016, ΑΠ 1804/2001 Νόμος). Εξάλλου, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης έργου είναι η υποχρέωση του εργοδότη προς παροχή της αμοιβής, κατά ΑΚ 681, ως ανταλλάγματος για την εκτέλεση του έργου από τον εργολάβο (ΑΠ 1114/2003 Νόμος). Σε περίπτωση υπερημερίας του εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής, ο εργολάβος οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την υπερημερία. Πρέπει δε να επικαλεσθεί τις εργασίες που εκπλήρωσε με όσον το δυνατόν μεγαλύτερη λεπτομέρεια, καθώς και τον τόπο και τον χρόνο εκτέλεσής τους. Με βάση την ΑΚ 694, η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται κατά την παράδοση του έργου κι εάν συνίσταται σε χρήματα και δεν πιστώθηκε, είναι τοκοφόρα από την παράδοση του έργου. Αν η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής συμφωνήθηκαν να γίνουν τμηματικά, η αμοιβή καταβάλλεται μόλις γίνει η παράδοση του κάθε τμήματος έργου. Η υποχρέωση για καταβολή της αμοιβής γεννάται από την κατάρτιση της σύμβασης έργου, αλλά καθίσταται απαιτητή και ληξιπρόθεσμη κατά την παράδοσή του (ΑΠ 1004/1976 ΝοΒ 25.367), ήτοι ο χρόνος πληρωμής της αμοιβής καθορίζεται σε συνάρτηση με την παράδοσή του. Ο εργολάβος υποχρεούται πρώτος να εκπληρώσει την παροχή του, ήτοι να κατασκευάσει το έργο και να το παραδώσει και έπειτα να αξιώσει την ταυτόχρονη με την παράδοση του έργου καταβολή της αμοιβής του (ΑΠ 959/1975 ΝοΒ 24.268). Επομένως, η αξίωση για τη λήψη της συμφωνημένης αμοιβής γεννάται μόλις παραδώσει το έργο (εν όλω ή τμηματικά), εκτός αν η εκτέλεση και η παράδοσή του έχει καταστεί αδύνατη από πταίσμα του αντισυμβαλλομένου εργοδότη, οπότε ο τελευταίος οφείλει να καταβάλει την αμοιβή (ΑΠ 354/1995 Νόμος). Η προσφορά του έργου από τον εργολάβο πρέπει να είναι η προσήκουσα, για να καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η αξίωσή του για αμοιβή. Εάν ο εργοδότης παραλάβει το έργο που παραδόθηκε και δεν του καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, τότε περιέρχεται σε υπερημερία οφειλέτη. Η αμοιβή του εργολάβου μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση της σύμβασης κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάση προϋπολογισμού, απολογιστικώς, με ποσοστά ή να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της. Αν η αμοιβή έχει συμφωνηθεί κατά μονάδα των εργασιών που θα εκτελεσθούν, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής, ποιά είναι αυτή κατά μονάδα κάθε εργασίας και ποιές ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέσθηκαν (ΑΠ 357/2012, ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1363/2008, ΑΠ 508/2008 Νόμος). Τα ανωτέρω στοιχεία επί αμοιβής ανά μονάδα εργασίας δεν απαιτείται να εκτίθενται στην αγωγή, αν η αμοιβή συμφωνήθηκε εφάπαξ (κατ’ αποκοπή), καθόσον στην περίπτωση αυτή, στοιχείο της βάσης της αγωγής του εργολάβου για την πληρωμή της συμφωνημένης αμοιβής ή υπολοίπου αυτής, για να είναι η αγωγή ορισμένη κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, είναι μόνο η συμφωνημένη κατ’ αποκοπή αμοιβή (ΑΠ 329/2007 ΝοΒ 2007. 1643, ΑΠ 1367/2003, ΕφΛαρ 365/2011 Νόμος). Κατ’ αποκοπή αμοιβή υπάρχει όταν η συνολική αμοιβή του εργολάβου έχει συμφωνηθεί επακριβώς εκ των προτέρων σε ορισμένο πάγιο (εφάπαξ) ποσό, και στην περίπτωση αυτή ο εργολάβος αναλαμβάνει τον κίνδυνο του ακριβούς υπολογισμού του κόστους του έργου και επιπλέον της μεταγενέστερης αύξησης των τιμών των υλικών, των πρώτων υλών, των εργατικών μισθών ή της ανάγκης για πιο επίμονη ή πρόσθετη εργασία ή ακόμη τον κίνδυνο να εμφανιστεί η ανάγκη πρόσθετων εργασιών, σε σχέση με εκείνες που αρχικά προβλέφθηκαν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο εργολάβος δεν μπορεί να ζητήσει αύξηση της αμοιβής του (ΕφΠειρ 5/2012 Νόμος). Ο εργολάβος έχει όμως αξίωση για πρόσθετη αμοιβή, εάν ο εργοδότης ανέθεσε σ’ αυτόν την εκτέλεση προσθέτων εργασιών, πέρα από τις αρχικά συμφωνηθείσες (βλ.Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, τόμ.3ος Ειδικό Ενοχικό, άρθρο 681, σελ.597).  Εξ αυτών σαφώς συνάγεται ότι ο εργολάβος που ασκεί κατά του εργοδότη αγωγή καταβολής της αμοιβής του, πρέπει να διαλαμβάνει στην αγωγή του, εκτός άλλων, τη συμφωνία για αμοιβή, κατά ένα από τους προαναφερθέντες τρόπους, και σε περίπτωση που αυτή αφέθηκε ακαθόριστη, κατά ποιό από τους πιο πάνω τρόπους θα καθορισθεί (ΑΠ 940/2002 Νόμος).

ΙΙ. Κατά το προηγούμενο του Ν.4055/2012 νομικό καθεστώς είχε πάγια νομολογηθεί, αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ (τόκοι υπερημερίας και επιδικίας), ότι: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ.1 εδ.α’, 221 και 295 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (ΟλΑΠ 23-24/2004,ΟλΑΠ 13/1994,ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010 ΤΝΠ Νόμος). Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, σύμφωνα με το οποίο, ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από τον νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με τον νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν.4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4055/2012, αντιθέτως με το προηγούμενο νομικό καθεστώς ως προς το οποίο βλ. ενδεικτικά: ΑΠ 423/2012 ΤΝΠ Νόμος). Ο τόκος επιδικίας (του άρθρου 346 ΑΚ) αφορά προδήλως, του νόμου μη διακρίνοντος, σε κάθε αγομένη δι’ αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφισή της είτε η αναγνώριση της οφειλής της (ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, επισημαίνεται ότι κατά τις διατάξεις της παραγράφου Ζ΄ υποπαραγράφου Ζ.4, παρ.1 και 3 εδ.α΄ του Ν.4152/2013 «Περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2011/7 της 16-2-2011 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», ορίζεται ότι στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, ο δανειστής δικαιούται τόκο υπερημερίας χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός και εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση….Στην περίπτωση συνδρομής των όρων της περίπτωσης αυτής, ο δανειστής έχει δικαίωμα τόκου υπερημερίας από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της προθεσμίας πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. Εάν η ημερομηνία ή η προθεσμία πληρωμής δεν ορίζεται στη σύμβαση, ο δανειστής έχει δικαίωμα τόκου υπερημερίας κατά την εκπνοή οποιουδήποτε από τα εξής χρονικά όρια: α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για την πληρωμή εγγράφου…, β)…, γ)…., δ)….. .

Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία που δραστηριοποιείται από το έτος …….στο τομέα των κατασκευών, επισκευών, μετασκευών, συντηρήσεων, ανελκύσεων και καθελκύσεων πλοίων, λεμβών και παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων, διενεργώντας κάθε είδους ναυπηγικές και ναυπηγοξυλουργικές εργασίες και παρέχοντας υπηρεσίες δεξαμενισμού έναντι σωμφωνηθείσας αμοιβής, εκθέτει ότι στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της προέβη σε συμφωνία την 23-9-2016 με την εναγομένη εταιρεία, πλοιοκτήτρια και ανέλαβε για λογαριασμό της την εκτέλεση εργασιών συντήρησης και επισκευής στο επιβατηγό πλοίο της με όνομα «…» ή “…”, νηολογημένο στο λιμένα Πειραιώς, καθώς και την παροχή  υπηρεσιών δεξαμενισμού, οι οποίες έγκεινται σε ανέλκυση και καθέλκυση του πλοίου έναντι συνολικού ποσού 7.500 ευρώ, σε παραχώρηση της χρήσης χώρου για την παραμονή του πλοίου έναντι ποσού 320 ευρώ ανά ημέρα, σε καθαρισμό των υφάλων με υδροβολή έναντι ποσού 700 ευρώ και την παραχώρηση χρήσης δικτύων του ναυπηγείου, ήτοι σύνδεση με την παροχή ρεύματος έναντι ποσού 40 ευρώ και έναντι ποσού 0,28 ευρώ ανά Kwh και κατανάλωση νερού έναντι ποσού 10 ευρώ ανά κ.μ.,  καθώς και την πραγματοποίηση εργασιών χρωματισμού των υφάλων του πλοίου έναντι συνολικού (κόστους εργασίας και υλικών) ποσού 6.800 ευρώ. Ότι η διάρκεια των εργασιών συμφωνήθηκε για 15 ημέρες και η αμοιβή συμφωνήθηκε εν τέλει να καταβληθεί  μετά το πέρας των εργασιών και την έκδοση σχετικού τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, πληρωτέου εντός 10 ημερών από την έκδοσή του, ένεκα της προηγούμενης συνεργασίας τους και της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Ότι σε εκτέλεση της συμφωνίας τους, η ενάγουσα ανέλκυσε το πλοίο της εναγομένης στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της στις 30-9-2016 και ξεκίνησε την εκτέλεση των συμφωνηθεισών εργασιών, πλην όμως, επειδή κατά τη διάρκεια της προεργασίας στην επιφάνεια των υφάλων διαπιστώθηκαν τοπικά αποκολλήσεις που έχρηζαν αποκαταστάσεως και ομαλοποιήσεως, της ανατέθηκαν επιπλέον από την εναγομένη οι σχετικές εργασίες ομαλοποίησης με τη χρήση κατάλληλων υλικών έναντι συμφωνημένης συνολικής αμοιβής ποσού 500 ευρώ, προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες και οι απαραίτητες υποδομές για τον χρωματισμό του πλοίου. Ότι η ενάγουσα περαίωσε τις ανωτέρω εργασίες στο σύνολό τους και προσηκόντως στις 13-10-2016, εμπροθέσμως, τις οποίες η εναγομένη αποδέχθηκε πλήρως και ανεπιφύλακτα. Ότι στις 17-10-2017 καθελκύστηκε το πλοίο και παραδόθηκε στην εναγομένη, η οποία το παρέλαβε αυθημερόν ανεπιφύλακτα εκφράζοντας την απόλυτη ικανοποίησή της για τις παρασχεθείσες εκ μέρους της εργασίες και για το τελικό αποτέλεσμα, ενώ την ίδια ημέρα παραδόθηκε από την ενάγουσα και παρελήφθη από την εναγομένη και το εκδοθέν τιμολόγιο που περιείχε όλες τις επιμέρους παρασχεθείσες εργασίες και υπηρεσίες και την αμοιβή της για έκαστη εξ αυτών καθώς και τον αναλυτικό λογαριασμό δεξαμενισμού και το αντίστοιχο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών για το χρονικό διάστημα από 30-9-2016 έως τη 14-10-2016, ποσού 20.672 ευρώ, όπως αυτά ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή. Ότι η εναγομένη παρότι αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τις παρασχεθείσες εργασίες και υπηρεσίες της ενάγουσας και ωφελήθηκε από αυτές, έχοντας παραλάβει ανεπιφύλακτα και τα ως άνω νόμιμα παραστατικά (τιμολόγιο και λογαριασμό), εντούτοις ουδέν ποσό έχει καταβάλει στην ενάγουσα μέχρι σήμερα έναντι της προαναφερόμενης οφειλής της, η οποία έχει ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή από την 28-10-2016, επομένη της έκδοσης του εν λόγω τιμολογίου, και δεν έχει εξοφλήσει την οφειλή της, παρά τις επανειλημμένες και έντονες οχλήσεις και διαμαρτυρίες της ενάγουσας. Με βάση αυτό το ιστορικό, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη από την ανωτέρω συμβατική αιτία να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.672 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη παρέλευσης της δήλης ημέρας πληρωμής του επιδίκου τιμολογίου, ήτοι από την 28-10-2016, άλλως από την επομένη λήξης της 30νθήμερης προθεσμίας από την παραλαβή του τιμολογίου από την εναγομένη, ήτοι από 18-11-2016 (παρ.Ζ΄ υποπαρ.Ζ.4, παρ.3 εδ.α΄ του Ν.4152/2013) και με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις 22-12-2017 στην εναγομένη εταιρεία στην έδρα της εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 20-12-2017, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα) και για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των νομίμων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού 218,96 ευρώ, που δεσμεύθηκε), αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπο, εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία των ενοχικών-εμπορικών διαφορών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14 παρ.2, 25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2 εδ.α΄, 3 περ.Α και Β στοιχ.β΄ και ι΄ του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, κατά την τακτική διαδικασία, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και ενόψει του ότι η εναγομένη εταιρεία, σύμφωνα με το εισαγωγικό του αγωγικού δικογράφου, έχει την καταστατική και την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική της διοίκηση πλέον στον … (επί της οδού …, αριθ…..), ο δε ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 10-1-2015, ως εν προκειμένω. Επισημαίνεται ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να αναφέρονται στο εισαγωγικό δικόγραφο τα στοιχεία του νομίμου εκπροσώπου του ενάγοντος νομικού προσώπου, αρκούσης της αναγραφής της επωνυμίας του νομικού προσώπου, της διεύθυνσης της έδρας του και, μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, και του αριθμού φορολογικού μητρώου του. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά που δεν έχει στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη,Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), λόγω της έδρας τη ενάγουσας ναυτικής εταιρείας και της κατοικίας του εναγομένου στην ημεδαπή, αλλά και του τόπου σύναψης και λειτουργίας της σύμβασης έργου επίσης στην ημεδαπή, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά, το οποίο σε κάθε περίπτωση είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθότι, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η ενάγουσα έχει τη συνήθη διαμονή της, ως πάροχος υπηρεσιών (εδρεύουσα στο …, επί …, αριθ……..), οι δε επίδικες παρασχεθείσες παροχές και υπηρεσίες εκ μέρους της προς και για λογαριασμό και επ’ ωφελεία της εναγομένης, η οποία επίσης εδρεύει στην ημεδαπή (…, επί της οδού …, αριθ…..), κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 4 παρ.1 περ.β΄, ειδάλλως, κατά την παρ.2, και τη διάταξη του άρθρου 28 του Κανονισμού 593/2008, αφορούν σε σύμβαση που διέπεται από το δίκαιο της χώρας, στην οποία το συμβαλλόμενο μέρος που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, ήτοι η ενάγουσα αναφορικά με τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της, έχει τη συνήθη διαμονή της, δηλαδή στην Ελλάδα, ως άνω, αλλά ακόμη και κατά τις παρ.3-4, εφόσον σε κάθε περίπτωση από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα εκτιθέμενα στην κρινόμενη αγωγή, προκύπτει ότι η επίδικη σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας, με την οποία συνδέεται (προδήλως) στενότερα και αυτό είναι το ελληνικό, αφού τόσο η ίδια, όσο και η εναγομένη έχουν την καταστατική και πραγματική έδρα τους στην Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη για την έννοια της συνήθους διαμονής τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1, βάσει της οποίας, για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας ή άλλης ένωσης με ή χωρίς νομική προσωπικότητα νοείται ο τόπος της κεντρικής διοίκησης, όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή τους και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, η δε σύμβαση έχει συναφθεί στην ημεδαπή, οι παρασχεθείσες υπηρεσίες στο πλοίο, που σημειωτέον είναι ελληνικής σημαίας και νηολογίου Πειραιά, θα γίνονταν στην ημεδαπή και η αμοιβή της ενάγουσας θα πληρωνόταν σε ευρώ, οπότε από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η επίδικη σύμβαση, ελλείψει συμβατικής επιλογής δικαίου μεταξύ των συμβαλλομένων διαδίκων, διέπεται προφανώς από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως αρμόζον εφαρμοστέο εν προκειμένω από το σύνολο των ειδικών συνθηκών με το οποίο συνδέεται (προδήλως) στενότερα η ένδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων (βλ. σχετ. και ΑΚ 25 εδ.β΄) και βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο, το νόμω και το ουσία βάσιμο της αγωγής. Περαιτέρω δε, η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη (άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ), διότι περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση στο σύνολό τους των ενδίκων αξιώσεών της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης από τη σύμβαση έργου ή παροχής υπηρεσιών με βάση τα επίδικα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε η ενάγουσα σε βάρος της εναγομένης, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας και νόμιμη τυγχάνει, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 200, 288, 297, 298, 340, 345, 346, 361, 681επ., 683, 692, 694, σε συνδ. με 513επ. ΑΚ, 68, 907, 908, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63, 68 παρ.1 του Ν.4194/2013-Κώδικας Δικηγόρων που ισχύουν κατ’ ανάλογη εφαρμογή και για τις ναυτικές διαφορές που εμπίπτουν στον ΚΙΝΔ, ενώ αναφορικά με το αίτημα της τοκοφορίας, είναι νόμιμο για μεν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα της παρέλευσης της δήλης ημέρας πληρωμής του επιδίκου τιμολογίου, ήτοι από την 28-10-2016 και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αγωγής ως άνω, καθόσον είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους πληρωτέο το εν λόγω τιμολόγιο και καταβλητέο το ποσό της αμοιβής που αναγραφόταν σε αυτό από την παρέλευση 10ήμερης προθεσμίας από την έκδοσή του από την ενάγουσα και την παραλαβή του από την εναγομένη, γεγονός που προκύπτει από την επισκόπησή του καθόσον αναγράφεται σε αυτό ότι ήταν πληρωτέο εντός 10 ημερών επί πιστώσει (ΑΚ 345, 361, και όχι με βάση τις προϋποθέσεις της παραγράφου Ζ΄ υποπαραγράφου Ζ.4, παρ.3 εδ.α΄ του Ν.4152/2013), η δε έκδοσή του και η αυθημερόν παραλαβή του έλαβαν χώρα στις 17-10-2016, για δε τους νόμιμους τόκους επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και εντεύθεν διατρέξαντες τόκους μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως (ΑΚ 346), καθόσον δεν προκύπτει εν προκειμένω ότι συντρέχουν οι κατ’ εξαίρεση όροι της ΑΚ 346 για την επιδίκαση των τόκων υπερημερίας, νόμιμων ή συμβατικά καθορισθέντων (ΟλΑΠ 24/2004 Δ 2005.139, ΟλΑΠ 23/2004 ΝοΒ 2005.74, ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994.1259, ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 178/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1286/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2033/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 248/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 742/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 144/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2281/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 841/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 131/2013 Δικογραφία 2013.338, ΜονΠρΑθ 1296/2018, ΜονΠρΑθ 8775/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑθ 189/2016 ΝοΒ 2016.887, ΜονΠρΠειρ 3971/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑθ 3271/2015 & ΜονΠρΑθ 2309/2015 αδημ., βλ. άρθρα 2 και 113 και σελ.2 της Αιτιολογικής Έκθεσης Ν.4055/2010). Επομένως,πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.

Κατόπιν τούτων, επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 271§§1-3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, που καταλαμβάνει και την κρινόμενη αγωγή, η εναγομένη δεν εμφανίστηκε στη δίκη και κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του Δικαστηρίου, προέκυψε ότι η αγωγή επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σε αυτήν από την ενάγουσα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην της και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας σε βάρος της θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους της και αποδεικνύονται πλήρως (ΚΠολΔ 352 παρ.1), εφόσον ερημοδικεί, καθόσον πρόκειται για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία και δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, συνεπώς, πρέπει κ κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρεία, ως οφειλέτρια εργοδότης, από την επίδικη σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου στο πλοίο της και βάσει του εκδοθέντος επ’ αυτής λογαριασμού και τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας που παραδόθηκαν και παρελήφθησαν από την εναγομένη, να καταβάλει στην ενάγουσα, ως δανείστρια εργολάβο, το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δύο (20.672) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της παρέλευσης της δήλης ημέρας πληρωμής του επιδίκου τιμολογίου, ήτοι από την 28-10-2016 (μετά 10ήμερο από την έκδοση και παραλαβή του), οπότε κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αγωγής ως άνω (ΑΚ 345, 361), και περαιτέρω με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως (ΑΚ 346), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, αφού δεν τυγχάνει εφαρμογής η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκου υπερημερίας, κατ’ άρθρο 345 ΑΚ, στην προκείμενη περίπτωση. Εξάλλου, αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν, κατ’ ευχέρεια του Δικαστηρίου, όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης, διότι από τις περιστάσεις της προκείμενης υπόθεσης κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα εταιρεία για τη λειτουργία της και την αντιμετώπιση των τρεχουσών υποχρεώσεών της, ένεκα της επί μακρόν μη ικανοποίησης των βάσιμων αξιώσεών της (παλαιότητας οφειλής) για την αμοιβή της από την επίδικη σύμβαση, καθόσον έχουν ήδη παρέλθει τρία (3) και πλέον έτη μέχρι σήμερα αφότου κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η εν λόγω οφειλή και ενώ έχει ήδη γίνει χρήση αυτών των υπηρεσιών εκ μέρους της εναγομένης για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, χωρίς να έχει καταβάλει οτιδήποτε για το οφειλόμενο αυτό χρηματικό ποσό αμοιβής που δικαιούται η ενάγουσα σε εξόφληση έστω μέρους της οφειλής της, εκτιμάται δε με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τα γνωστά διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 παρ.4), από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην οικεία συναλλακτική αγορά, με τις καθυστερήσεις πληρωμών στο εμπόριο και στις εν γένει οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας απόφασης τουλάχιστον κατά ένα μέρος του επιδικασθέντος ποσού υπέρ της ενάγουσας, μέχρι την τελεσίδικη δικαστική κρίση επ’ αυτής, μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην επιχειρηματική λειτουργία της και αδυναμία της να ανταποκριθεί σε τυχόν ανειλημμένες οικονομικές της υποχρεώσεις τόσο προς το προσωπικό, όσο και προς τους δανειστές της, αλλά και για την εμπορική δραστηριότητα και λειτουργία της εταιρείας, ένεκα και της φύσης των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας από εμπορικές διαφορές (άρθρα 907, 908 παρ.1 εδ.α΄ και περ.στ΄ και παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον, πρέπει η εναγομένη,  λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης της ενάγουσας (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) α΄, 68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων) να καταδικαστεί σε πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας στην παρούσα δίκη, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματός της, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης. Επισημαίνεται ότι, επειδή το έννομο συμφέρον δεν κρίνεται εκ των προτέρων, αλλά ενόψει συγκεκριμένου περιεχομένου προσβαλλόμενης απόφασης -στην έκταση που θα προσβληθεί- σε σύγκριση προς το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανακοπής, λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης του από την προσβαλλόμενη απόφαση και να αξιολογηθεί αν η ανακοπή αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέσο για την αποτροπή της βλάβης του, με συνέπεια μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας να έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ Νόμος), πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που η ερημοδικαζόμενη εναγομένη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

            ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των εναγομένων κατά της απόφασης αυτής, σε ποσό διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

            ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

          ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη εταιρεία, ως οφειλέτρια εργοδότη, από την επίδικη σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου στο πλοίο της, να καταβάλει στην ενάγουσα, ως δανείστρια εργολάβο, το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δύο (20.672) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της παρέλευσης της δήλης ημέρας πληρωμής του επιδίκου τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, ήτοι από την 28-10-2016 (μετά 10ήμερο από την έκδοση και παραλαβή του),οπότε κατέστη ληξιπρόθεσμο κι απαιτητό, μέχρι την επίδοση της αγωγής, και περαιτέρω με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ως οφειλόμενη αμοιβή από τη σύμβαση αυτή.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή υπέρ της ενάγουσας και κατά της εναγομένης την ως άνω καταψηφιστική διάταξη της απόφασης, έως του ποσού των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

        ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη σε πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων εβδομήντα (870) ευρώ, για την παρούσα δίκη.

          ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις   28 -11-2019.  

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ