ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
3937/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 8452/3732/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 20η Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στην ….. … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 4 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Παντελίδη (Α.Μ. ΔΣΑ 8255).
Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στον …… … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 4 ΚΠολΔ της πληρεξουσίας δικηγόρου Πειραιώς Μάρας Στυλιανού (Α.Μ. ΔΣΑ 2705).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 04-07-2016 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 1638/80/2016) αγωγή της κατά της εφεσίβλητης και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ.341/2017 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή και ήδη η εκκαλούσα με την από 26-07-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 7866/186/26-07-2018) έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 8452/3732/26-07-2018 και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμ. 341/2017 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την υπ’ αριθμ. έκθ. κατάθ. 1638/80/2016 αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1, 2, 500, 511, 513, 516, 517 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια, τακτική διαδικασία (όπως αυτή ισχύει μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015).
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 04-07-2016 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 1638/80/2016) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να υποχρεωθεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.912,90 ευρώ, νομιμοτόκως από την 04η-07-2015 (ημερομηνία εκφόρτωσης των αναφερομένων στην αγωγή εμπορευμάτων στον Πειραιά), άλλως από την 29η-07-2015 (ημερομηνία γραπτής διαμαρτυρίας), άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής της, για τη ζημία που υπέστη η ασφαλισμένη της εταιρεία με την επωνυμία «… στα δικαιώματα της οποίας η ίδια υποκαταστάθηκε, κατά τη ναυτική, σιδηροδρομική και οδική μεταφορά των αναφερομένων στην αγωγή εμπορευμάτων (φύλλων αλουμινίου), την οποία μεταφορά η εναγομένη ανέλαβε ως παραγγελιοδόχος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχτηκε ότι με ρήτρα παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ του Ανώτερου Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης στο Λονδίνο, που είχε περιληφθεί νομότυπα στη φορτωτική που εκδόθηκε για την επίδικη μεταφορά, είχε αποκλειστεί η διεθνής δικαιοδοσία του, και, για τον λόγο αυτό, κατ’ αποδοχή σχετικής ενστάσεως της εναγομένης, απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή της κατά της εφεσίβλητης.
Η κατά το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 (το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 23 σημείο 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001) συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, που έχει άμεσες, αποκλειστικά δικονομικές, συνέπειες, αφού αποκλείει ή θεμελιώνει την τοπική αρμοδιότητα και δι’ αυτής τη διεθνή δικαιοδοσία του επιλεγέντος δικαστηρίου (ΑΠ 948/2015, ΑΠ 1542/2014, αμφότερες σε ΤΝΓΙ ΝΟΜΟΣ, N. Κλαμαρής – Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2012, κεφ. 9, αρ. 32.3, σελ. 130), με αποτέλεσμα κατά τη νομολογία του ΔΕΚ (ΔΕΚ 14.12.1976, C – 24/76, Estasis Salotti di Colzani Aimo eGianmario Colzani s.n.c. κατά Polstereimaschinen GmbH, Συλλογή 1976.1851, σκέψη 6, ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, Coreck Maritime GmbH κατά Handelsveem B.V, ο.π., σκέψη 13) κάθε σχετική ρήτρα να ερμηνεύεται στενά, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών, η ύπαρξη της οποίας θα πρέπει επιπλέον να εκδηλώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια (ΑΠ 468/2016, ο.π.). Η έννοια «συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας», υπό την οποία το ΔΕΚ αντιλαμβάνεται τη ρήτρα παρεκτάσεως, ερμηνεύεται από αυτό αυτόνομα, χωρίς δηλαδή παραπομπή στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάποιου από τα κράτη της κατοικίας ή της έδρας των συμβαλλομένων αλλά με αναγωγή στη γενικότερη τελολογία του Κανονισμού (ΔΕΚ 10.3.1992, C – 214/84, Powell Duffryn plc κατά Wolfgang Petereit, Συλλογή 1992.1.1745, σκέψη 13). Υπό την έννοια αυτή, η συμφωνία παρεκτάσεως δύναται να καταχωριστεί σε φορτωτική, που εκδίδεται σε θαλάσσιες αποστολές για τη μεταφορά πραγμάτων (ΤριμΕφΠειρ. 112/2012, ΔΕΕ 2012/962 ΕΝαυτΔ 2012/197 = ΕΕμπΔ 2012/930) και κατά τις ρητές προβλέψεις του άρθρου 25 του Κανονισμού καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ
τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι γνωστές ευρέως σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους, για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Μία συμφωνία παρέκτασης καταρτίζεται έγκυρα κατά τέσσερις τρόπους. Πρώτον, όταν τηρείται ο έγγραφος τύπος. Η έγγραφη συμφωνία προκύπτει καταρχήν από το ίδιο έγγραφο, που υπογράφεται από κοινού και από τα δύο μέρη, ωστόσο έγκυρη θεωρείται και η ρήτρα, όταν η συμφωνία αποτυπώνεται σε ξεχωριστά έγγραφα, αρκεί να προκύπτει ότι αποτέλεσε αντικείμενο πραγματικής συναίνεσης των δύο συμβαλλομένων. Ο δεύτερος τρόπος κατάρτισης έγκυρων συμφωνιών παρέκτασης επιτρέπει την προφορική σύναψη της συμφωνίας, εάν επακολουθήσει έγγραφη επιβεβαίωσή της, αρκεί η επιβεβαίωση να περιέλθει στον αντισυμβαλλόμενο. Το επιβεβαιωτικό έγγραφο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε πλευρά, ακόμη και από εκείνη που επικαλείται τη συμφωνία προς όφελός της (ΔΕΚ 11.7.1985, C – 221/1984, F. Berghoefer GmbH & co. KG κατά ASA SA., Συλλογή 1985.2699, σκέψη 15). Σύμφωνα με τον τρίτο τρόπο κατάρτισης συμφωνιών παρέκτασης, υπό στοιχ. β του σημείου 1 του άρθρου 25 του Κανονισμού 1215/2012 (το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 23 του Κανονισμού 44/2001, που προστέθηκε στο προϊσχύσαν άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών με τη Σύμβαση Ντονόστια/Σαν Σεμπαστιάν του 1989 και αποδίδει τα πορίσματα της νομολογίας του ΔΕΚ (ΔΕΚ 14.12.1976, C -25/76, Galeries Segoura SPRL κατά Rahim Bonakdarian, Συλλογή 1976.1851, σκέψη 12), έγκυρη θεωρείται και η συμφωνία που ανταποκρίνεται σε πρακτική καθιερωμένη από τους συμβαλλομένους στις μεταξύ τους σχέσεις. Γίνεται δηλαδή δεκτό ότι όταν σε συνεχείς σχέσεις μεταξύ δύο πλευρών συμφωνείται, συνήθως κατά την έναρξή τους, ότι θα ισχύσουν οι έντυποι γενικοί όροι συναλλαγών της μιας ή της άλλης συμβαλλόμενης πλευράς, η συμφωνία αυτή, ακόμη και προφορική, αν πράγματι καταρτίσθηκε, δεν χρειάζεται να συζητείται και να επανεπιβεβαιώνεται κάθε φορά, αρκεί η πλευρά που δεν έθεσε τη ρήτρα, να γνωρίζει ότι αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ των όρων της συμφωνίας. Σε αντίθεση, ωστόσο, προς την επόμενη εκδοχή έγκυρου τρόπου κατάρτισης συμφωνιών παρέκτασης, δεν είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση απαραίτητος ο εμπορικός χαρακτήρας των σχέσεων. Η διάταξη αυτή προσομοιάζει με την αντίστοιχη της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις «διεθνείς πωλήσεις καταναλωτικών αγαθών», της οποίας το άρθρο 9 παρ. 1 ορίζει ότι: «τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται από τις πρακτικές που έχουν αποδεχθεί και από τις συνήθειες που έχουν καθιερώσει μεταξύ τους» (ΕφΑθ. 5973/2013, ΝοΙ3 2014/583 = ΔΕΙΞ 2014/711). Στον χώρο του διεθνούς εμπορίου κινείται η τέταρτη κατά σειράν εκδοχή. σχετικά με τον τύπο που ανταποκρίνεται σε συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, αρκεί να τις γνωρίζουν οι διάδικοι ή να όφειλαν να τις γνωρίζουν. Η ύπαρξη της συνήθειας του διεθνούς εμπορίου αποδεικνύεται, όταν οι επιχειρηματίες του συγκεκριμένου κλάδου ακολουθούν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά κατά κανόνα και τακτικά, κατά τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου τύπου. Κατά τη νομολογία του ΔΕΚ (ΔΕΚ 20.2.1997, C – 106/95, Mainschiffah11s – Genossenschafl s K*eG (MSG) κατά Les Gravi&res SARL, Συλλογή 1997.2699, σκέψεις 19 20, ΔΕΚ 16.3.1999, C – 159/97, Trasporti Castelletti Spedizioni lnternazionali SpA κατά Hugo Trumpy SpA, Συλλογή 1999.1.1597 = Δνη 1999/510 επομ., σκέψεις 17 – 21) δεν απαιτείται να διαπιστωθεί η σύμπτωση των βουλήσεων των συμβαλλομένων επί ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας αλλά η σύμπτωση αυτή λογίζεται υφισταμένη, όταν υπάρχουν συναφώς εμπορικές συνήθειες στο συγκεκριμένο κλάδο του διεθνούς εμπορίου, τις οποίες οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι γνωρίζουν, ή οφείλουν να γνωρίζουν, καθώς «η έλλειψη αντιδράσεως και η τήρηση σε σιωπής ενός των συμβαλλομένων σε γραπτή εμπορική επιβεβαίωση, εκ μέρους του ετέρου συμβαλλομένου, στην οποία έχει ενσωματωθεί έντυπη μνεία της δωσιδικίας […] μπορούν να εκληφθούν ως συμφωνία σχετικά με την αμφισβητούμενη ρήτρα δικαιοδοσίας, αν μία τέτοια συμφωνία ανταποκρίνεται στις συνήθειες που διέπουν τον τομέα του διεθνούς εμπορίου, στον οποίο ασκούν δραστηριότητα οι εν λόγω συμβαλλόμενοι και οι συμβαλλόμενοι αυτοί γνωρίζουν την εν λόγω συνήθεια ή οφείλουν να τη γνωρίζουν». Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι αποκλίσεις από την τυπικότητα του έγγραφου τύπου είναι αποδεκτές από τον κοινοτικό νομοθέτη στον τρίτο και τέταρτο τρόπο κατάρτισης συμφωνίας παρέκτασης, εφόσον διαπιστώνεται ως πράγματι υπάρχουσα ή λογίζεται ως υφιστάμενη η συναίνεση των συμβαλλομένων μερών υπό τύπο ανταποκρινόμενο στη συμβατική πρακτική των μερών ή στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, τις οποίες τα μέρη γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν και, επομένως, αποδέχθηκαν εν τοις πράγμασι (περί όλων αυτών βλ. ΑΠ 313/2015, ΕΠολΔ 2015/2011, ΑΠ 8/2015, ΧρΙΔ 2015/437, ΑΠ 948/2015, ο.π., ΕφΠειρ. 479/2011, ΔΕΕ 2011/1289 = ΕΕμπΔ 2012/349, ΕφΘεσ. 121/2010, ΕΠολΔ 2010/844, ΕφΠειρ. 516/2009, ΔΕΕ 2009/1373 ΕΝαυτΔ 2009/389 = Δνη 2010/820, Α. Γραμματικάκη — Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2002, σελ. 394, Κ. ΚεραμέωςΓ. Κρεμλή/Χ. Ταγαρά, Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα, 1989, σελ. 138 επομ., Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 131 – 185, την ίδια, Συμφωνίες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, σε LIBER AMICORUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 223 – 230, B. Κιάντο, ο.π., σελ. 1148 — 1152, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 107, αρ. 5.4.2, σελ. 108, Κ. Παμπούκη, σε ΕπισκΕΔ 1999, σελ. 128 επομ., Α. Κιάντου — Παμπούκη, ο.π., σελ. 575 — 589, Απ. Γεωργιάδη, Ο δικαστικός έλεγχος του περιεχομένου των συμβάσεων ναυλώσεως, σε Δνη 1998/485 επομ. [497 – 500], ενώ περί του ότι σε σχέση προς τη δεσμευτικότητα των φορτωτικών το ΔΕΕ αναγνωρίζει την ύπαρξη συνήθειας του διεθνούς εμπορίου βλ. ΔΕΙΞ 7.2.2013, C – 543/10, Refcomp SpA κατά Αχα Corporate Solutions Assurance SA, …, σκέψη 35, καθώς και σκέψη 54 των επ’ αυτής προτάσεων του Γενικού Εισαγγελέα). Οι κανόνες του άρθρου 25 αποτελούν ουσιαστικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, των οποίων η εφαρμογή προηγείται αυτής τόσο των κανόνων συγκρούσεως όσο και των αντίστοιχων ουσιαστικών κανόνων του forum (ΤριμΕφΠειρ. 62/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο σημαίνει ότι στα ζητήματα του τύπου που ρυθμίζονται από τις διατάξεις του το εκάστοτε εθνικό δίκαιο δεν είναι σε θέση να προδιαγράψει οποιουσδήποτε άλλους όρους (περί της αντίθετης κατά το παρελθόν άποψης της ελληνικής νομολογίας και θεωρίας, που εξαρτούσε το κύρος της ρήτρας παρεκτάσεως που είχε τεθεί επί φορτωτικής θαλάσσιας μεταφοράς προδιατυπωμένη από τον εκναυλωτή στους ενσωματωμένους σ’ αυτήν έντυπους γενικούς όρους από τους οποίους διέπονταν οι συναλλαγές του από το γεγονός της υπογραφής τους ή μη και από το φορτωτή βλ. ΑΠ 883/1994, ΔΕΕ 1995/1085, με σύμφωνο σημείωμα Ε. Περάκη, ΕφΠειρ. 149/1997, ΕΝαυτΔ 1997/72, Ι. Κοροτζή, Η ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας στη θαλάσσια φορτωτική και στη σύμβαση ναυτολογήσεως, σε Δνη 1997/507 επομ. [512 – 513], Σ. Κουσούλη, Προϋποθέσεις κύρους συμφωνίας παρεκτάσεως που περιέχεται στους έντυπους όρους φορτωτικής, γνμδ, σε ΕΕμπΔ 1998/218 επομ.). Εξάλλου, η συμφωνία παρεκτάσεως δεσμεύει τα πρόσωπα που την κατήρτισαν, καθώς και τα πρόσωπα που καθίστανται, δυνάμει καθολικής ή ειδικής διαδοχής, φορείς της έννομης σχέσης, η οποία καταλαμβάνεται από τη συμφωνία. Έτσι, αν εκχωρηθεί η αξίωση για την οποία έχει συμφωνηθεί παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ο εκδοχέας δεσμεύεται από τη συμφωνία παρεκτάσεως (Ν. Κλαμαρής Δ. Τσικρικάς, ο.π., αρ. 33.2, σελ. 133). Επιπλέον, επί συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς, ως και επί ασφαλιστικών συμβάσεων, ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας, περιλαμβανόμενη σε φορτωτική, μπορεί να αντιταχθεί και σε τρίτο προς την εν λόγω σύμβαση και, συγκεκριμένα, τον κομιστή της φορτωτικής ή τον ασφαλιστή του ναυλωτή, εφόσον είναι ισχυρή μεταξύ των αρχικών συμβαλλομένων και, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ο τρίτος κομιστής της φορτωτικής, που την απέκτησε μετά την έκδοσή της, διαδέχεται το φορτωτή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του (ΔΕΚ 19.6.1984, C – 71/83, Tilly Russ κατά Nova, Συλλογή 1984.2417, σκέψη 18, ΕφΑθ. 4467/2010, ΔΕΕ 2011/218 – ΕΠολΔ 2011/358 – ΕΕμπΔ 2011/829, E. Σαχπεκίδου, σε N. ΝίκαιΈ. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 25, αρ. 63, σελ. 392, Ι. Δεληκωστόπουλος, Κύρος ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου σε αξίωση από αδικοπραξία, γνμδ, σε ΕΠολΔ 2012/163 επομ. [165], βλ. και Σ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 425). Τέλος, στο πλαίσιο του Κανονισμού 1215/2012, γίνεται δεκτό ότι, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες αν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά, ρήτρα παρέκτασης για συγκεκριμένη σύμβαση καταλαμβάνει και τις συναφείς με αυτή αδικοπρακτικές αξιώσεις των μερών, που απορρέουν μεν από το νόμο και όχι από τη σύμβαση, πλην όμως έχουν αυτή ως αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο και συνδέονται στενά με τα βιοτικά περιστατικά της συμβατικής παράβασης, εκτός αν η παρανομία δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη (ΔΕΕ 21.5.2015, C — 352/13, Cartel Damage Claims Hydrogen Peroxide SA (CDC) κατά Evonik Degussa GmbH κ.λπ., …, σκέψεις 69 – 70, ΑΠ 468/2016, ο.π., ΑΠ 1697/2013, ΧρΙΔ 2014/371, ΤριμΕφΑθ. 4609/2012, ΝοΒ 2014/581, ΕφΑθ. 4467/2010, ο.π., ΕφΑθ. 2523/2005, Δνη 2005/1721). Στην κατηγορία δε των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας έχει κριθεί ότι εμπίπτει και η αξίωση αποζημιώσεως από ευθύνη που παρήχθη από συμπεριφορά του εναγομένου επ’ ευκαιρία των διαπραγματεύσεων με σκοπό την κατάρτιση συμβάσεως και από την ενδεχόμενη παραβίαση των σχετικών κανόνων δικαίου, ιδίως δε εκείνων που επιβάλλουν στους συμβαλλομένους να ενεργούν με καλή πίστη στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων αυτών, η οποία (προσυμβατική ευθύνη) χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ελευθέρως αναληφθείσας δεσμεύσεως (βλ. σχετ. ΔΕΚ 17.9.2002, C – 334/00, Fonderie Offιcine Meccaniche Tacconi SpA κατά Heinrich Wagner Sinto Maschinenfabrik GmbH (HWS), Συλλογή 2002.1.7357, που εκδόθηκε καθ’ ερμηνεία του έν άρθρου 5 της Σύμβασης των Βρυξελλών, όπως ίσχυσε μετά την τροποποίησή της από τη Σύμβαση Ντονόστια/Σαν Σεμπαστιάν, σκέψη 27, ΔΕΚ 26.3.1992, C – 261/90, Mario Reichert, Hans-Heinz Reiche11 και lngeborg Kockler κατά Dresdner Bank AG, Συλλογή 1992.1.2149, σκέψη 16, ΔΕΚ 17.6.1992, C 26/91, Jakob Handte & co. GmbH κατά Traitements – chilniques des surfaces SA, Συλλογή 1992.1.3967, σκέψη 15, ΕφΑθ. 9382/2000, Αρμ. 2001/1239, βλ. και σχετικές επ’ αυτής παρατηρήσεις Α. Τσαβδαρίδη σε Ε. Βασιλακάκη, Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 66). Σημειωτέον και για την ενότητα της νομολογίας, τη σύμβαση των
Βρυξελλών αντικατέστησε ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 12/16.1.2001), που ως συνέχεια αυτής ονομάζεται και Κανονισμός Βρυξέλλες Ι («ΚανΒρΙ») και κατά τα άρθρα 66 παρ. I και 76 αυτού είχε εφαρμογή επί αγωγών που ασκούνταν μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή από 1.3.2002 και εφεξής και ο οποίος ίσχυσε μέχρι την αντικατάστασή του από τον Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης.12.2012 («ΚανΒρΙα») «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 351/20.12.2012), που ισχύει από 10.1.2013 και εφαρμόζεται από 10.1.2015 (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., αρ. 22, σελ. 12). Ως πράξη του δευτερογενούς (παράγωγου) κοινοτικού δικαίου (Π. Δαγτόγλου, Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο. 1985, σελ. 146, Π. Στάγκος/Ε. Σαχπεκίδου, Δίκαιο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1994, σελ. 128) ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001, για όσες υποθέσεις υπάγονται ακόμα στο χρονικό πεδίο της ισχύος του, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, κατά το άρθρο 189 ΣΕΚ, έχοντας αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1521/2013, ΧρΙΔ 2014/284 ΕΠολΔ 2014/715). Για τη διασφάλιση της συνέχειας και της συνοχής της ερμηνευτικής προσέγγισης των διατάξεών του σε σχέση με εκείνες της Σύμβασης των Βρυξελλών, για την ανάγκη της οποίας γίνεται ρητή αναφορά στην 19η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, το Δικαστήριο επανειλημμένα απεφάνθη ότι η μέχρι την εισαγωγή του διαμορφωθείσα νομολογία του ισχύει και για τις διατάξεις του Κανονισμού, εφόσον οι διατάξεις των νομοθετημάτων αυτών μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντίστοιχες ή ισοδύναμες (ΔΕΕ 23.10.2014, C – 302/13, flyLAL – Lithuanian Airlines AS κατά Starptautiska lidosta Riga VAS κλπ, στην ηλεκτρονική διεύθυνση …, σκέψη 25).
Περαιτέρω, τα υποκειμενικά όρια της συμφωνίας αυτής επεκτείνονται, κατά τα προαναφερθέντα, μόνον στους ειδικούς, καθολικούς και οιονεί καθολικούς διαδόχους των προσώπων που την κατήρτισαν, επειδή μόνον αυτοί υπεισέρχονται δυνάμει εννόμου σχέσεως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δικαιοπαρόχων τους και εφόσον δεν έχουν συνάψει αντίθετη συμφωνία. Ειδικότερα, επί φορτωτικής, με την οποία συνομολογήθηκε εγκύρως, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του Κανονισμού 1215/2012, ρήτρα αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας, που κρίνεται σε ελληνικό forum, τέτοιος (ειδικός) διάδοχος του φορτωτή, δεσμευόμενος (ή ωφελούμενος) από το περιεχόμενό της, κατά το εφαρμοστέο εθνικό (ελληνικό) ουσιαστικό δίκαιο (ΔΕΚ 16.3.1999, C – 159/97, Trasporti Castelletti Spedizioni lntemazionali SpA κατά Hugo Trumpy SpA, ο.π., σκέψη 41), μπορεί να είναι ο παραλήπτης του φορτίου και κάθε επόμενος κομιστής αυτής (ΕφΘεσ. 434/2006, ΕπισκΕΔ 2006/781) αλλά και ο ασφαλιστής της μεταφοράς του φορτίου (ΕφΘεσ. 1505/1987, ΕΕμπΔ 1988/102), από τους οποίους και με την κτήση της φορτωτικής οι μεν δύο πρώτοι διαδέχονται τον φορτωτή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και ο τρίτος υποκαθίσταται σ’ αυτά (άρθρα 171 ΚΙΝΔ και 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997). Η δέσμευση όμως (ή η ωφέλεια) αυτή δεν μπορεί να επεκταθεί και σε άλλο πρόσωπο, το οποίο παρεμβάλλεται μεν κατά το νόμο στην έκδοση της φορτωτικής αλλά δεν αναλαμβάνει εξ αυτής υποχρεώσεις ούτε αρύεται δικαιώματα, όπως συμβαίνει με το ναυτικό πράκτορα, ο οποίος αντιπροσωπεύει μεν κατ’ αυτήν τον πλοίαρχο ή/και τον πλοιοκτήτη ενεργώντας ως άμεσος αντιπρόσωπός τους, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 211 ΑΚ, χωρίς, όμως, να είναι και ο ίδιος συμβαλλόμενος ούτε από τη δράση του να παράγεται ατομική του ευθύνη, εκτός αν στοιχειοθετείται αδικοπραξία κατ’ άρθρα 914 και 919 ΑΚ, οπότε ευθύνεται και προσωπικά (περί αυτών βλ. ΑΠ 2219/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 87/1993, ΕΕμπΔ 1993/259 – ΕΝαυτΔ 1993/322, ΕφΠειρ. 516/2009, ΔΕΕ 2009/1373 – ΕΝαυτΔ 2009/389 – Δη 2010/820, ΕφΘεσ. 1878/2004, ΕπισκΕΔ 2004/993, ΕφΠειρ. 341/2001, ΕΕμπΔ 2002/648 ΕΤρΑξΧρΔ 2002/924, ΕφΠειρ. 256/1997, ΕΕμπΔ 1997/329, ΕφΠειρ. 865/1996, ο.π., ΕφΠειρ. 1292/1995, σε Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς ετών 1994 1995/237, Ι. ΡόκωΓ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 35, σελ. 21, Δ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ. 289, Α. Κιάντου — Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Α, 2003, σελ. 314, την ίδια, Ο ναυτικός πράκτορας, σε ΕΝαυτΔ 1987/1 επομ- [8], Ι. Μάρκου, Το δίκαιο της θαλάσσιας φορτωτικής, 2004, σελ. 291, Α. Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Επισκοπήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [450], K. Νούσια, σε Χ. Παμπούκη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, αρ. 2285, σελ. 1047). Επομένως, αν η φορτωτική εκδόθηκε από ναυτικό πράκτορα, ενεργούντα υπό την ως άνω ιδιότητά του, ρήτρα παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας που περιελήφθη σ’ αυτήν, δεν ενεργεί καταρχήν ούτε υπέρ ούτε σε βάρος του. Μπορεί, όμως, αυτός, εναγόμενος από τον αντίδικο εκείνου τον οποίο κατά την έκδοση της φορτωτικής αντιπροσώπευσε, να την επικαλεστεί προς όφελός του, εφόσον ο τελευταίος εγκύρως συγκατατέθηκε στη λειτουργία της ρήτρας [και] υπέρ (όχι όμως και σε βάρος) του πράκτορα (έτσι ορθά E. Σαχπεκίδου, ο.α.α., άρθρο 25, αρ. 65, σελ. 393, αντίθετος ο Ι. Δεληκωστόπουλος, Κύρος ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου σε αξίωση από αδικοπραξία, σε ΕΠολΔ 2012/163 επομ. [165]). Πράγματι, εφόσον κατά την κατάρτισή της ο καθ’ ου η προστατευτική ενέργεια της ρήτρας, προτείνεται είχε συγκατατεθεί στην προβολή της και από τον αναφερόμενο σ’ αυτήν τρίτο, λ.χ. τον πράκτορα του τότε αντισυμβαλλομένου του και μετέπειτα αντιδίκου του, δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι ο υπέρ ου καταρτίστηκε η συμφωνία δεν συμβλήθηκε ο ίδιος. Περαιτέρω, επίσης προειπώθηκε, ότι τα χρονικά όρια εντός των οποίων πρέπει να προβληθεί η ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου στο οποίο, παρά τον αποκλεισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας του με προηγούμενη συμφωνία των διαδίκων, εισάγεται η υπόθεση δεν καθορίζονται στο άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012, ότι κατά τη νομολογία του ΔΕΕ η ένσταση αυτή προβάλλεται καθυστερημένα αν προταθεί μετά από οποιαδήποτε πράξη άμυνας του εναγομένου επί της ουσίας της υποθέσεως, καθώς και ότι, επειδή οι χρονικοί περιορισμοί στο ζήτημα της υποβολής αντιρρήσεων επί της ουσίας διαφέρουν ανά εθνικό δίκαιο, η χρονική προτεραιότητα των αμυντικών πράξεων του εναγομένου κρίνεται κατά το δικονομικό δίκαιο του δικάζοντος δικαστή. Κατά το ελληνικό δίκαιο, η υποβολή της ένστασης ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να γίνει με δήλωση στα πρακτικά ή με τις προτάσεις στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΕφΑθ. 6125/1993, Αργ_Ν 1994/162). Αν η άρνηση της διεθνούς δικαιοδοσίας είναι, λόγω της καθυστερημένης προτάσεώς της, απαράδεκτη, τότε θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία του αναρμόδιου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση. Αν, πάντως, δε χώρησε σιωπηρή παρέκταση η ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης (ΕφΑθ. 7541/1985, Δνη 1986/318), επομένως και στο εφετείο. Τέτοια περίπτωση ανακύπτει όταν η διεθνής δικαιοδοσία που έχει απονεμηθεί με συμβατική ρήτρα στο επιλεγέν δικαστήριο είναι αποκλειστική και όχι συντρέχουσα, Πράγματι, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 εδαφ. α και 42 παρ. 1 εδαφ. β ΚΠολΔ συνάγεται ότι η ρητώς απονεμηθείσα ως αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία παρεκτείνεται περαιτέρω μόνο με τον ίδιο τρόπο, η δε σιωπή του εναγομένου δεν παρακάμπτει τη συμφωνία παρεκτάσεως, εφόσον με αυτήν ιδρύεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του επιλεγόμενου δικαστηρίου (ΕφΠατρ. 385/2005, ΕπισκΕΔ 2005/415 = ΑχΝομ 2006/358, ΕφΑθ. 1609/2003, Δνη 2004/1467, ΕφΑθ. 10683/1986, Δ/νη 1987/890, Ε. Σαχπεκίδου, ο.α.α., σελ. 225, υποσημ. 65,Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα [-Ν. Νίκας], ΚΠολΔ, τόμος Ι, 200C), άρθρο 42 αρ. 5). Στο σημείο αυτό δηλαδή το ελληνικό δίκαιο είναι αυστηρότερο του Κανονισμού, που επιτρέπει σιωπηρή παρέκταση της με ρητή συμφωνία θεμελιωθείσας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας (βλ. ανωτέρω υπό στοιχ. VIII και Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, παρ. 18, αρ. 5, υποσημ. 32).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία, με τις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προέβαλε πριν από κάθε άλλη άμυνά της επί της ένδικης υπόθεσης την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, επομένως και του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στο οποίο εισήχθη η ένδικη αγωγή, επικαλούμενη συμφωνία που είχε καταρτιστεί μεταξύ της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία … φορτώτριας του βλαβέντος φορτίου και της εδρεύουσας στη Γ. Ε., ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … μεταφορέως, της οποίας η ίδια είναι ναυτική πράκτορας, κατά την οποία αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς από την εμπορική τους συνεργασία θα ήταν το Ανώτερο Δικαστήριο της Δικαιοσύνης του Λονδίνου και εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο, η οποία περιλαμβανόταν στον υπό στοιχείο 10.3 όρο της υπό στοιχεία … θαλάσσιας φορτωτικής που η ίδια εξέδωσε, ενεργούσα ως γενική πράκτορας της ως άνω μεταφορέως, η οποία (θαλάσσια φορτωτική) εκδόθηκε για την επίμαχη μεταφορά υπό τύπο που ανταποκρινόταν στην πρακτική που είχε καθιερωθεί μεταξύ των συμβληθέντων κατά τη διάρκεια της προηγούμενης μακροχρόνιας συνεργασίας τους και ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω τύπος επικρατεί στο διεθνές εμπόριο, αποτελεί συνηθισμένο τύπο που γνώριζε η δικαιοπάροχος της ενάγουσας και τηρείτο από αυτούς τακτικά σε συμβάσεις μεταφοράς, τον όρο δε αυτό είχε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα η αντισυμβαλλομένη της και, για το λόγο αυτό ζήτησε την απόρριψη της ένδικης αγωγής ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων. Από την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος αποδείξεως, Μ. Κ. Σ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που εξετάσθηκε επιμελεία της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ την υπ’ αριθμ… έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, Π. Ρ.), την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταποδείξεως, … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που εξετάσθηκε επιμελεία της εναγομένης κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, Σ. Ε. – Γ.) και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ασχέτως αν μνημονεύονται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων και τα ξενόγλωσσα εξ αυτών και όσα υποβάλλονται σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και έχουν την έγγραφη αποδεικτική ισχύ κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ και όσα δεν προσκομίζονται σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ελεύθερα ως αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1511/2009 ΕΠολΔ 2010.740, ΑΠ 1344/2007 ΝοΒ 2008.905) σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι η υπ’ αριθμ. … φορτωτική, που εκδόθηκε για την επίδικη μεταφορά εμπορευμάτων που η μεταφορέας εταιρεία …, ως μεταφορέας, ανέλαβε να πραγματοποιήσει από το λιμένα του Πειραιώς στο λιμένα Sines της Πορτογαλίας, επί της οποίας η εκκαλούσα στηρίζει τις επίδικες καθ’ υποκατάσταση αξιώσεις της, φέρει ηλεκτρονική υπογραφή της από την εφεσίβλητη, ως πράκτορα της ως άνω φορτώτριας εταιρείας, στην πρώτη σελίδα της, ενώ στην οπίσθια όψη αυτής αναφέρεται επί λέξει: «Όρος 10: ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ, ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ, ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ … 10.3: ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ: Συμφωνείται ειδικότερα στο παρόν ότι οποιαδήποτε αγωγή εκ μέρους του Εμπόρου, και, όπως πρόσθετα ορίζεται κατωτέρω, οποιαδήποτε αγωγή εκ μέρους του Μεταφορέα, θα κατατίθεται αποκλειστικά ενώπιον του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης στο Λονδίνο (High Court of Justice) και αποκλειστικά εφαρμοστέο θα είναι το Αγγλικό Δίκαιο, εκτός εάν η μεταφορά, που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας σύμβασης, είχε προορισμό ή προερχόταν προς ή από τις Η.Π.Α. … Ο Έμπορος συμφωνεί ότι δεν θα ασκήσει αγωγή σε οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο…». Ο όρος αυτός συμπεριλαμβανόταν στους έντυπους γενικούς όρους συναλλαγών, που είχαν καταχωρηθεί στην οπίσθια σελίδα της εν λόγω φορτωτικής και παραπομπή σ’ αυτούς γινόταν στην εμπρόσθια όψη της. Στην ίδια φορτωτική δεν τέθηκε η υπογραφή ούτε της φορτώτριας των προς μεταφορά πραγμάτων και πωλήτριάς τους εδρεύουσας στα Ο. Β. ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία … ούτε της παραλήπτριας του φορτίου εδρεύουσας στο … εταιρίας με την επωνυμία … ούτε στην εμπρόσθια ούτε στην οπίσθια όψη της. Όμως, ανάλογες φορτωτικές είχε η εφεσίβλητη και κατά το παρελθόν εκδώσει και παραδώσει στην ασφαλισμένη της ενάγουσας πωλήτρια εταιρεία, η οποία τις παρέλαβε αλλά και, όπως δεν αμφισβητείται, τις εξόφλησε αδιαμαρτύρητα. Το περιεχόμενο του ως άνω συμβατικού όρου μάλιστα δεν προκύπτει ότι είχε για τη συγκεκριμένη μεταφορά τροποποιηθεί, αφού σχετική αντίθετη συμφωνία δεν περιλαμβάνεται στο κείμενο της επίμαχης φορτωτικής ούτε συμφωνήθηκε προφορικά, όπως επιβεβαίωσε ο μάρτυρας ανταποδείξεως στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του. Η εν λόγω συμφωνία θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευμάτων αφορά το διεθνές εμπόριο, καθώς έχει καταρτισθεί μεταξύ εταιρειών με έδρα σε διαφορετικά κράτη, ανταποκρινόταν δε στην πρακτική που είχαν καθιερώσει οι συμβαλλόμενες εταιρίες στις μεταξύ τους συμβάσεις διεθνών μεταφορών, καθόσον αντίστοιχες ρήτρες συμπεριλαμβάνονταν τακτικά και απαρέγκλιτα στους γενικούς έντυπους όρους των φορτωτικών προγενέστερων συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς που είχαν μεταξύ τους συνάψει, γεγονός άλλωστε που συνηθίζεται να λαμβάνει χώρα στο διεθνές εμπόριο και ακολουθήθηκε εν προκειμένω και στις μεταξύ των διαδίκων συναλλαγές. Πιο συγκεκριμένα, ίδιου τύπου και περιεχομένου φορτωτικές είχαν εκδοθεί μεταξύ των διαδίκων και σε προηγούμενες της επίδικης συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς, που είχαν συνάψει σε προγενέστερο χρόνο, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες, προσκομισθείσες πρωτοδίκως και επαναπροσκομιζόμενες με αριθμούς ……………………………………. ………………………….. ………………φορτωτικές, που εκδόθηκαν για τη μεταφορά παρόμοιων φορτίων της ασφαλισμένης της εκκαλούσας προς το λιμένα Λίβερπουλ της Αγγλίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο προαναφερθείς όρος 10.3, που συνιστά ρήτρα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του Ανώτερου Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης στο Λονδίνο για τις προκύπτουσες διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων από τις πραγματοποιούμενες θαλάσσιες μεταφορές. Ίδια ρήτρα επιλογής διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου περιελήφθη απαράλλακτη και σε προηγούμενες μεταφορές φορτίων της εκκαλούσας προς το λιμένα Sines της Πορτογαλίας, δηλαδή προς τον ίδιο προορισμό του επίμαχου φορτίου, που πραγματοποίησε η μεταφορέας, της οποίας πράκτορας είναι η εφεσίβλητη κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούλιο έως και το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008, όπως προκύπτει από τις υπ’ …………………………….. ……………………………… ………………………….. φορτωτικές. Επίσης, πέραν των ανωτέρω, στον κλάδο αυτό των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, υπάρχει παγιωμένη διεθνώς εμπορική συνήθεια και πρακτική να καθορίζεται το περιεχόμενο της συμβατικής σχέσης, καθώς και το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας μέσω γενικών όρων συναλλαγών, που είναι εκτυπωμένοι στο σώμα των φορτωτικών, πράγμα που γνωρίζουν οι συναλλασσόμενοι στον εν λόγω κλάδο ή οφείλουν να γνωρίζουν, καθώς ο συγκεκριμένος τύπος φορτωτικής είναι συνήθης σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρείται τακτικά από τους συμβαλλόμενους στις συμβάσεις θαλάσσιων μεταφορών. Και στην ένδικη περίπτωση, από την εκατέρωθεν επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … φορτωτική, προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε από την ενεργούσα ως πράκτορας μόνον («as agents οnly») εφεσίβλητη για λογαριασμό («οη behalf of») της εταιρείας … που ανέλαβε συμβατικά την εκτέλεση της επίδικης μεταφοράς ως μεταφορέας. Τούτο σημαίνει ότι η πράκτορας με την έκδοση της φορτωτικής δεν ανέλαβε υποχρεώσεις στο δικό της όνομα ούτε δικαιώματα ατομικώς απέκτησε. Επομένως, η ρήτρα παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του όρου 10.3 που περιελήφθη στην ίδια φορτωτική δεν καταλαμβάνει στο υποκειμενικό πεδίο ισχύος της και τις αξιώσεις της φορτώτριας ή κάθε ειδικού διαδόχου της, όπως η εκκαλούσα, κατά της αντιπροσώπου του μεταφορέα ναυτικής πράκτορα – δεύτερης εφεσίβλητης, η οποία δεν είχε δικαίωμα να την επικαλεστεί υπέρ της. Ωστόσο, η εναγόμενη – εφεσίβλητη προέβαλε ισχυρισμό περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, επικαλούμενη τον υπό τον τίτλο «Υπεργολαβία και αποζημίωση» όρο 4.2 που περιελήφθη στην επίμαχη υπ’ αριθμ. … ως άνω φορτωτική, κατά τον οποίο «Ο Έμπορος αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην εγείρει οποιαδήποτε απαίτηση ή ισχυρισμό ερειδόμενα είτε στην σύμβαση (μεταφοράς), είτε σε εγγυοδοσία, είτε σε αδικοπραξία ή άλλως πως εναντίον οποιουδήποτε υπηρέτη, πράκτορα ή υπεργολάβου του Μεταφορέα, με την οποία αποδίδεται ή επιχειρείται να αποδοθεί σε οποιονδήποτε από αυτούς ή οποιοδήποτε πλοίο που τελεί υπό την κυριότητά τους ή είναι ναυλωμένο από οποιονδήποτε από αυτούς, οποιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με τα εμπορεύματα ή την μεταφορά των εμπορευμάτων ανεξαρτήτως του εάν η ευθύνη αυτή πηγάζει ή όχι από αμέλεια από την πλευρά του προσώπου αυτού. Εάν τέτοια απαίτηση ή ισχυρισμός εγερθούν παρά ταύτα, ο Έμπορος συμφωνεί να αποζημιώνει τον Μεταφορέα για όλες τις εντεύθεν συνέπειες. Χωρίς να επηρεάζονται τα προεκτεθέντα, οποιοσδήποτε τέτοιος (εναγόμενος) υπηρέτης ή πράκτορας ή υπεργολάβος θα έχουν το όφελος όλων των όρων και προϋποθέσεων οποιασδήποτε φύσεως που περιέχονται στην παρούσα άλλως πως ενεργούν επωφελώς για τον μεταφορέα σύμφωνα με την παρούσα φορτωτική ως εάν οι όροι και οι προϋποθέσεις αυτές ετέθησαν ρητώς προς όφελός τους. Συνάπτοντας την παρούσα σύμβαση ο Μεταφορέας, στην έκταση των πιο πάνω όρων και προϋποθέσεων, πράττει τούτο τόσο για δικό του λογαριασμό, όσο επίσης και ως πράκτορας και θεματοφύλακας των πιο πάνω υπηρετών, πρακτόρων και υπεργολάβων». Με δεδομένο ότι η περιεχόμενη στον όρο 10.3 της επίδικης φορτωτικής ρήτρα αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων ενεργεί επωφελώς για τη μεταφορέα, η ρήτρα αυτή δύναται με βάση των ανωτέρω εκτεθέντα υπ’ αριθμ. 4.2 όρο της επίδικης φορτωτικής να προταθεί και από την πράκτορα αυτής, εναγόμενη – εφεσίβλητη, η οποία πράγματι την επικαλέστηκε παραδεκτά, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, θεμελιώνοντας παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας και ως προς τις κατ’ αυτής αξιώσεις της ενάγουσας- εκκαλούσας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη τη σχετική ένσταση και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, δεν έσφαλε, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτίθενται, καθόσον τα συμβληθέντα μέρη με τη συμφωνία παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας, την οποία υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην προηγούμενη πρακτική τους αλλά και στο διεθνές εμπόριο κατήρτισαν, ίδρυσαν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία του προαναφερθέντος αλλοδαπού Δικαστηρίου, εφόσον, επί τη βάσει των ως άνω στοιχείων, υφίστατο έγκυρη συμφωνία παρέκτασης στο πλαίσιο καθιερωθείσας πρακτικής των συναλλασσομένων, η οποία προέκυπτε από την εξομοιούμενη με συναίνεση σιωπή του άλλου μέρους στην έγγραφη διατύπωση της ρήτρας, που περιεχόταν ως όρος στα παραστατικά συναλλαγής, που εξέδιδε ο αντισυμβαλλόμενός του και τα οποία περιέρχονταν σε γνώση του πρώτου, ενώ η σχέση και οι συναλλαγές συνεχίζονταν στο ίδιο πάντα πλαίσιο, η δε συμφωνία προέκυπτε από το γεγονός ότι ο αντισυμβαλλόμενος αυτού που έθετε τους όρους γνώριζε την ύπαρξη της ρήτρας παρέκτασης, ως όρου τεθέντος από τον άλλο συμβαλλόμενο και δεν αντιδρούσε, αλλά επανειλημμένα και αδιαμαρτύρητα σύναπτε νέες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευμάτων μαζί του με παρόμοια παραστατικά που περιείχαν πανομοιότυπη ρήτρα, γεγονός που υποκαθιστά την έλλειψη ρητής συγκατάθεσης της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας εκκαλούσας στην τήρηση αυτής της πρακτικής εκ μέρους της εναγομένης – εφεσίβλητης. Επομένως, εν προκειμένω εφαρμόζεται το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012, αφού πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις που θέτει. Τα όσα λοιπόν αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ότι η επίμαχη ρήτρα παρέκτασης είναι άκυρη, γιατί α) δεν τέθηκαν επί της φορτωτικής που τη συμπεριέλαβε οι υπογραφές αμφοτέρων των συμβληθέντων και β) ως προδιατυπωμένος όρος της φορτωτικής, ο οποίος έχει τεθεί σε απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, αποτελεί Γενικό Όρο Συναλλαγών, ο οποίος δε δεσμεύει τον καταναλωτή, καθώς έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και είναι ως εκ τούτου άκυρος κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, δοθέντος ότι η εκ μέρους της φορτώτριας αποδοχή της διατύπωσης της επίμαχης ρήτρας σε περισσότερες φορτωτικές εξομοιούται με συναίνεση και δεν ασκεί έννομη επιρροή η έλλειψη ρητής συγκατάθεσής της. Ως εκ τούτων, απορριπτέος τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, το παρόν δικαστήριο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει επί της ουσίας την ένδικη διαφορά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Με διόρθωση λοιπόν και συμπλήρωση των σχετικών αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση, η δε εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του υπ’ αριθ. … παραβόλου, ποσού 75 ευρώ, που κατέθεσε η εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την -11-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ