Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ  3980/2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ ανακοπής 8064/3552/2018)

(ΓΑΚ/ΕΑΚ δικογράφου προσθέτων λόγων 9609/4304/2018)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ανακόπτουσας – ασκούσας προσθέτους λόγους ανακοπής: Της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στον ……… …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ … την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Μαρίνος Αναστασόπουλος του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ 14795), κάτοικος Αθήνας, οδός Ασκληπιού αριθ. 26-28, που προσκόμισε τα υπ’ αριθ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.

Της καθ’ ης η ανακοπή – οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής: Της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «… που εδρεύει στο … νόμιμα εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ …, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Πολυχρόνης Περιβολάρης του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 2417), κάτοικος Πειραιά, οδός Πραξιτέλους αριθ. 151, που προσκόμισε τα υπ’ αριθ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 17.7.2018 (αριθ.καταθ. 8064/3552/2018) ανακοπή και το από 17.9.2018 (αριθ.καταθ. 9609/4304/2018) δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής, που προσδιορίσθηκαν προς συζήτηση για τις 7.12.2018 και γράφτηκαν στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη, η συζήτηση των υποθέσεων αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, που συνεκφωνήθηκαν, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 296, 297, 299 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής και από το αγωγικό δικαίωμα και ότι αυτά ισχύουν αναλόγως και για την ανακοπή κατά εξώδικων και δικαστικών πράξεων, επομένως και κατά διαταγής πληρωμής. Και εφόσον μεν η σχετική δήλωση περί παραιτήσεως γίνεται κατά τον τύπο του άρθρου 297 ΚΠολΔ, το δικαστήριο αποφαίνεται καταργημένη τη δίκη. Εφόσον δε – προκειμένου για αγωγή – η παραίτηση δηλωθεί χωρίς να τηρηθεί o νόμιμος τύπος (μάλιστα ακόμη και σιωπηρώς), είτε μονομερώς είτε στο πλαίσιο συμφωνίας των διαδίκων, θεμελιώνει ένσταση καταλυτική της αγωγής που συνεπάγεται την απόρριψη αυτής στην oυσία (AΠ 270/1987 ΕλλΔνη 1988.1363· βλ. και Κ. Μπέη ΠολΔ, σελ. 1253 και 1254). Προκειμένου για ανακοπή που ασκήθηκε κατά εξώδικης ή δικαστικής πράξεως, η σχετική -χωρίς την τήρηση του τύπου- παραίτηση, εφόσον από αυτή συνάγεται αποδοχή της ανακοπτομένης πράξεως [βλ. Χαραλ. Παπαδάκη, Διαταγή πληρωμής (θεωρία και πράξη), 2011, §61 σελ. 211], αποτελεί αρνητική αναγνώριση του αβάσιμου της ανακοπής (AΠ 516/1982 ΝοΒ 1983.804, ΕφΠειρ 1203/1999 ΕλλΔνη 2000.825, οι οποίες αφορούν ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής). Εξάλλου, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, με την αποδοχή της διαταγής πληρωμής αναγνωρίζεται το αβάσιμο της κατ’ αυτής ανακοπής, πρέπει, με τη σχετική απόφαση που θα εκδοθεί, να απορρίπτεται η ανακοπή, αφού μόνο έτσι η απόφαση θα είναι σύμφωνη με την αποδοχή (ΕφΠειρ 1203/1999 ο.π.). Περαιτέρω, λόγω του αμιγούς διαδικαστικού της χαρακτήρα, η παραίτηση από το δικαίωμα υποστηρίζεται ότι δεν υπόκειται σε προσβολή για ελαττώματα της βουλήσεως ούτε μπορεί να εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία (ΑΠ 319/1989 ΕλλΔνη 1990.521 ·βλ. Στεφ. Πανταζόπουλου, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, β΄έκδ., σελ. 289). Η λύση, όμως, αυτή φαίνεται ασυνεπής προς το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 296 ΚΠολΔ, που προϋποθέτει «βούληση διαθέσεως» του ενάγοντος, απαλλαγμένη ελαττωμάτων [Μητσόπουλος, τιμ. τομ Ράμμου ΙΙ, σελ. 663, Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (άρθρα 208-320ΚΠολΔ), Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2019, υπό το άρθρο 296 αριθ. 5]. Άλλωστε, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου 178 ΑΚ (ΑΠ 127/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία με την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 180 του ΑΚ, προκύπτει ότι για να χαρακτηρισθεί δικαιοπραξία ως αισχροκερδής-καταπλεονεκτική και, συνεπώς, άκυρη λόγω αντιθέσεώς της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς τρία στοιχεία και μάλιστα: 1) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική αξία αυτών κατά το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, 2) συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλόμενου. Ως απειρία θεωρείται η έλλειψη της συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές, ως κουφότητα – η οποία μπορεί να είναι αποτέλεσμα της ηλικίας, της πνευματικής κατάστασης ή άλλης αιτίας -, νοείται η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ως ανάγκη νοείται και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική και 3) η εκμετάλλευση της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο, που συντρέχει όταν επωφελείται κάποιος της κατάστασης αυτής και με τον κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Για τη συνδρομή του στοιχείου της εκμετάλλευσης, δεν είναι αναγκαίο να έχει προκληθεί οποιαδήποτε επιλήψιμη ενέργεια ή συμπεριφορά του συμβληθέντος που να τείνει στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, χωρίς να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας λόγω αντιθέσεώς της προς τα χρηστά ήθη κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ’ αυτή ανήθικο χαρακτήρα (ΑΠ 890/2011, ΕφΔωδ 116/2012, ΕφΘρακ 77/2012, ΕφΑθ 1275/2011, όλες δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω ακυρότητα χωρεί ipso iure και δεν απαιτείται παρεμβολή δικαστικής απόφασης. Δεν αποκλείεται, όμως, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας. Για το ορισμένο της αγωγής αυτής αναγκαία στοιχεία είναι η κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η αξία παροχής και ωφελημάτων και η δυσαναλογία αυτών κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, καθώς και η έκθεση περιστατικών που συγκροτούν μία (ή και όλες) από τις αντικειμενικές προϋποθέσεις (απειρία, κουφότητα, ανάγκη) και την υποκειμενική προϋπόθεση (βλ. ΕφΔωδ 116/2012 ο.π.· Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ (2001), άρθρο 179 σελ 761 αρ. σημ. 21 και 22, με παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Τέλος, κατά το άρθρο 214 ΑΚ, η έννοια του οποίου είναι ευρύτερη της γραμματικής διατύπωσής του, τα ελαττώματα της βούλησης, η γνώση ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών καθώς και η επίδρασή τους στη δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου. Έτσι, λ.χ., επί καταπλεονεκτικής συμβάσεως πωλήσεως, η οποία καταρτίσθηκε με αντιπρόσωπο του πωλητή, η ανάγκη, κουφότητα ή απειρία κρίνονται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου (ΑΠ 1186/2011, ΕφΑθ 6860/2014, ΕφΔωδ 72/1998, όλες δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Πουρνάρας σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 214-215 αριθ. 3). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της ανακόπτουσας (άρθρο 224 ΚΠολΔ) και τους στηρίζοντες επιπροσθέτως το αίτημά της πρόσθετους λόγους αυτής, που συνεκδικάζονται (άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ· ΑΠ 54/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η ανακόπτουσα εκθέτει ότι κατ’ αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή εκδόθηκε σε βάρος της η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, όπως αυτή διορθώθηκε – συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 392/2018 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας υποχρεούται να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το συνολικό ποσό των 47.000,00 ευρώ ως επιδικασθέν κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων, με βάση τα αναφερόμενα σ’ αυτήν τιμολόγια πώλησης, δελτία αποστολής και τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Ζητεί δε, για τους αναφερόμενους λόγους, να ακυρωθεί η ως άνω διαταγή πληρωμής και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι παραδεκτά εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 632 παρ. 1α ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 επ. ΚΠολΔ (632 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ). Έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα εντός της νόμιμης 15ήμερης προθεσμίας η ανακοπή και τουλάχιστον 8 ημέρες πριν τη δικάσιμο οι πρόσθετοι λόγοι (585 παρ. 2, 632 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού αντίγραφο της διαταγής πληρωμής επεδόθη στην ανακόπτουσα στις 26.6.2018 και η μεν ανακοπή επεδόθη στην καθ’ ης στις 17.7.2018, οι δε πρόσθετοι λόγοι στις 17.9.2018 (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Ν. Τ.). Περαιτέρω, η καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις προτάσεις της, προβάλλει παραδεκτά ένσταση καταλυτική της ανακοπής, ισχυριζόμενη ότι με το από 28.6.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό εξώδικης επίλυσης της διαφοράς η ανακόπτουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη, παραιτήθηκε ρητά κάθε δικαιώματος να προβεί στην άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου ή βοηθήματος κατά της επίδικης διαταγής πληρωμής. Από την επισκόπηση του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού εξώδικης επίλυσης της διαφοράς – απόδειξης καταβολής ποσού 60.500 ευρώ, το οποίο επικαλείται και προσκομίζει η καθ’ ης, προκύπτει ότι η ανακόπτουσα εταιρεία, εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Γρηγοράκη (ΑΜ/ΔΣΜ 317), κατέβαλε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ’ ης και για λογαριασμό της το συνολικό χρηματικό ποσό των 60.500 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 50.167,40 ευρώ, διά των αναφερόμενων στο ιδιωτικό συμφωνητικό τραπεζικών επιταγών, σε εξόφληση της από 25.6.2018 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας της επίδικης υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως συμπληρώθηκε και διορθώθηκε με την 392/2018 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι (η ανακόπτουσα) δεν διατηρεί οποιαδήποτε απαίτηση κατά της ήδη καθ’ ης για τις υπηρεσίας που η τελευταία παρείχε στο πλοίο της “… τις οποίες αναγνωρίζει ως προσήκουσες, καθώς και ότι παραιτείται ρητά κάθε δικαιώματος να προβεί στην άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου ή βοηθήματος κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, καθώς και στην αναζήτηση του καταβληθέντος ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, αλλά και στην άσκηση αγωγής ή ασφαλιστικών μέτρων κατά της καθ’ ης για οποιαδήποτε αιτία σχετικά με την παροχή υπηρεσιών της στο ένδικο πλοίο. Από τη δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ανακοπής κατά της αναφερόμενης διαταγής πληρωμής συνάγεται ότι η ανακόπτουσα, εκπροσωπούμενη από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο της, αποδέχθηκε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αναγνωρίζοντας ως νόμιμη και ισχυρή την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε. H παραίτηση αυτή έγινε μεν χωρίς την τήρηση του νόμιμου τύπου, όπως αυτός προβλέπεται στις αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση της παρούσας νομικές διατάξεις (άρθρο 297 ΚΠολΔ), αλλά με πράξη από την οποία σαφώς συνάγεται η δήλωση παραιτήσεως και, επομένως, με την παραίτηση συνάγεται αποδοχή της διαταγής πληρωμής και αναγνωρίζεται το αβάσιμο της ανακοπής. Η ανακόπτουσα, ωστόσο, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο και με την προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις της προσβάλλει το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, ισχυριζόμενη ότι κατά τη σύναψη της ως άνω συμβάσεως συμβιβασμού η ήδη καθ’ ης εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη της για συνέχιση των δρομολογίων του προαναφερθέντος πλοίου ιδιοκτησίας της, στο οποίο είχε επιβληθεί την ίδια ημέρα (28.6) απαγόρευση απόπλου, κατόπιν εκτέλεσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, καθόσον η μη εκτέλεση του προγραμματισμένου για την επομένη ημέρα δρομολογίου θα επέφερε τεράστιο οικονομικό πλήγμα και θα συνεπαγόταν διοικητικές και ποινικές κυρώσεις σε βάρος της, καθώς και μείωση της φήμης της, όπως γνώριζαν η καθ’ ης και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της. Έτσι, η ανακόπτουσα εξαναγκάσθηκε στην ανωτέρω συμφωνία, με την οποία, μεταξύ άλλων, παραιτήθηκε του δικαιώματος άσκησης ανακοπής κατά της επίδικης διαταγής πληρωμής, αλλά και του δικαιώματος προσβολής της (συμφωνίας) για οποιονδήποτε λόγο, όπως για πλάνη, απάτη ή απειλή, κατόπιν δε της υπογραφής της από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, κατ’ εντολή της (ανακόπτουσας), η καθ’ ης προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες για την άρση της δεσμεύσεως του πλοίου της. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, επειδή η καθ’ ης, κατά το χρόνο καταρτίσεως της ένδικης συμβάσεως, εκμεταλλεύθηκε τις άνω καταστάσεις, αν και γνώριζε ότι η ανακόπτουσα διατηρούσε απαιτήσεις σε βάρος της λόγω πλημμελούς εκτέλεσης του έργου που η τελευταία είχε αναλάβει, για τις οποίες είχε ήδη προβεί σε δήλωση συμψηφισμού, και πέτυχε να λάβει σημαντικά ωφελήματα, ήτοι, πέραν του συνολικά καταβληθέντος χρηματικού ποσού, τις ως άνω δηλώσεις παραίτησης, προκειμένου να επιτρέψει την ελευθεροπλοΐα του πλοίου τη συγκεκριμένη ημέρα και όχι κάποια επόμενη, εξασφαλίζοντας δυσανάλογα υπερβολική παροχή σε σχέση με την αντιπαροχή της, ζητείται η απόρριψη της ανωτέρω ένστασης της καθ’ ης λόγω ακυρότητας της συμβάσεως, κατ’ άρθρα 179 – 178 και 180 ΑΚ. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η προβαλλόμενη αντένσταση, με την οποία παραδεκτά, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, προσβάλλεται η γενομένη κατά τα άνω παραίτηση ως αισχροκερδής και αντίθετη στα χρηστά ήθη, είναι, ωστόσο, μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον η ανακόπτουσα αναφέρει ότι το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό καταρτίστηκε από την πλευρά της διά του αντιπροσώπου της Εμμανουήλ Γρηγοράκη, δικηγόρου Μυτιλήνης, προς τον οποίο είχε χορηγήσει εντολή και πληρεξουσιότητα για την υπογραφή του. Επομένως, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, έπρεπε η ανάγκη να συνέτρεχε στο πρόσωπο του άνω αντιπροσώπου της και όχι της ιδίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται (βλ. σχετ. ΜΠρΚω 236/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν, απορριπτομένης της αντένστασης ως νόμω αβάσιμης και γενομένης δεκτής κατ’ ουσίαν της προβαλλόμενης ένστασης της καθ’ ης περί παραιτήσεως της ανακόπτουσας από το δικαίωμα άσκησης ανακοπής κατά της επίδικης διαταγής πληρωμής, πρέπει να εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με την αποδοχή και, ειδικότερα, ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε – συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 392/2018 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 2.12.2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ