ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
EIΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
4015/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 12258/5516/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ανακόπτουσας: … του …, κατοίκου …, οδός … αριθμ. ….., με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Πειραιώς Μιχαήλ Σαρρή (ΑΜ ΔΣΠ …), που υπέβαλε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Της καθ’ ης η ανακοπή: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην …, οδός … αριθμ. …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αθηνών Αικατερίνης Αθανασίου (ΑΜ ΔΣΑ …), που υπέβαλε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-11-2018 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 12258/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 5526/2018 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό 4.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι με επίσπευση της καθ’ ης η ανακοπή επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο περιγραφόμενο στην ανακοπή επιβατηγό πλοίο τύπου …, με την ονομασία «…», σημαίας Κύπρου, πλοιοκτησίας της οφειλέτιδας αλλοδαπής εταιρείας που εδρεύει στην … με την επωνυμία «… …» και εντέλει εκπλειστηριάσθηκε και κατακυρώθηκε σε υπερθεματιστή αντί του συνολικού ποσού των 1.670.000 ευρώ. Ότι η ίδια (ανακόπτουσα) διατηρεί κατά της καθ’ ης η αναγκαστική εκτέλεση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… …» την αναλυτικά περιγραφόμενη στο δικόγραφο απαίτηση συνιστάμενη σε δικαιώματα από παροχή εξαρτημένης εργασίας που είχε συνάψει με την ανωτέρω οφειλέτιδα εταιρεία, στην οποία εργαζόταν ως υπάλληλος, συνολικού ποσού 78.870,92 ευρώ, πλέον του ποσού των 1.400 ευρώ για δικαστική δαπάνη, για την οποία (απαίτηση) αναγγέλθηκε νομίμως στον ανωτέρω πλειστηριασμό του εν λόγω πλοίου, αιτούμενη να καταταγεί η ανωτέρω απαίτησή της, συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων, στον πίνακα που θα συνταχθεί. Ότι με τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. … πίνακα κατάταξης ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, δεν κατέταξε την ανακόπτουσα προνομιακά σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, καθώς έκρινε ότι η απαίτησή της δεν τυγχάνει προνομιακής κατάταξης, αλλά αφού αφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης κατέταξε στον προσβαλλόμενο πίνακα οριστικά και προνομιακά τον ναυτικό … για το ποσό των 1.730,97 ευρώ και τυχαία και υπό την αίρεση της τελεσιδικίας των απαιτήσεών τους, τους ναυτικούς … για το ποσό των 5.025,56 ευρώ, … για το ποσό των 5.546,74 ευρώ και τον ναυτικό … για το ποσό των 4.781,88 ευρώ και οριστικά την καθ’ ης η ανακοπή για μέρος της ενυπόθηκης απαίτησής της, μετά δε την κατάταξη αυτή, εξαντληθέντος του πλειστηριάσματος, ουδείς έτερος πιστωτής κατετάγη. Ζητεί δε, για τους λόγους που αναφέρει ειδικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής της, να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγεί αυτή προνομιακά για το σύνολο της προαναφερόμενης αναγγελθείσας απαίτησής της, η οποία απολαύει ισχυρότερου προνομίου έναντι αυτού της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, ενόψει του ότι η απαίτηση της ανακόπτουσας αφορά δικαιώματα από παροχή εξαρτημένης εργασίας, αφού προηγουμένως αποβληθούν απ’ αυτόν αντιστοίχως οι απαιτήσεις της καθ’ ης και να καταδικασθεί η τελευταία στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ανακοπή, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 979 παρ. 2, 933 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), και πρέπει να εκδικαστεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 9 παρ. 3 εδ. α’ του Ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την … (βλ. την με ημερομηνία … επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. … πρόσκλησης δανειστών), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 27-11-2018 (βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στην καθ’ ης την 28η-11-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. 2797β’/28-11-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Επομένως, η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 28η-11-2018 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. την υπ’ αριθ. 2797β’/28-11-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Περαιτέρω, η ανακοπή, με την οποία προβάλλονται αιτιάσεις σε σχέση με τον προνομιακό χαρακτήρα των απαιτήσεων της ανακόπτουσας, είναι ορισμένη, καθόσον με το δικόγραφο εξειδικεύονται οι απαιτήσεις της, η συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία αυτές πηγάζουν, καθώς και τα περιστατικά που θεμελιώνουν το προνόμιό της (Βλ. ΑΠ 1353/2015, ΑΠ 240/2015, ΑΠ 1460/2014, ΑΠ 1281/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Επομένως, πρέπει αυτή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.
Κατά το άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρ. 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου, όμως, να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης, κατά την κατάταξη σε εκλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει, κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 9, να έχουν τον ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης). Η σειρά, όμως, κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Lex Fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 533/2015, ΕφΠειρ 233/2016 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης και των λοιπών δανειστών, ενυπόθηκων ή όχι, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνον εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρ. 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής κατά το δίκαιο της χώρας αυτής (ΑΠ 295/2002 ΕΝΔ 30/117, ΕφΠειρ 411/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/209, ΕφΠειρ 16/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010/252, ΕφΠειρ 519/2009 ΕΝΑΥΤΔ). Αν όμως η LEX FORI δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕφΠειρ 270/2006 ΠειρΝομ 2006/242, ΕφΠειρ 3/2004, ο.π., ΕφΠειρ 93/1999 ΕπισκΕμπΔ 1999/560). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 214 του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012) και ισχύει κατά το χρόνο σύνταξης του ένδικου πίνακα), ορίζονται τα εξής: «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα, ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης».
Περαιτέρω, το Κυπριακό δίκαιο, σχετικά με τον καθορισμό των ναυτικών προνομίων και την κατάταξη χρεών κατά τον πλειστηριασμό πλοίου εφαρμόζει, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα, από τους διαδίκους νομοθετικά, νομολογιακά και θεωρητικά κείμενα, για το επίμαχο αυτό ζήτημα, το Βρετανικό δίκαιο (British Shipping Laws) και κατ` εφαρμογή των αρχών του δικαίου αυτού, τα κυπριακά δικαστήρια έχουν ορίσει τα ναυτικά προνόμια ως δικαιώματα που “ταξιδεύουν” με το πλοίο και το συνοδεύουν, ανεξαρτήτως σε ποιου την κατοχή ή κυριότητα ενδέχεται να περιέλθει αυτό. Συνιστούν δε, κατά τα Κυπριακά Δικαστήρια, ναυτικά προνόμια: α) οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης σε πρόσωπο που προσέφερε τις υπηρεσίες του για τη διάσωση του πλοίου, όταν αυτό βρισκόταν σε κίνδυνο (salvage), β) οι απαιτήσεις από ζημίες, που προξενήθηκαν από το πλοίο (damage done by the ship), γ) οι μισθοί του πληρώματος (crew`s wages), δ) τα ναυτικά δάνεια (bottomry and respondentia), ε) οι μισθοί και τα έξοδα του πλοιάρχου, που προέρχονται από την υπηρεσία στο πλοίο (master`s wages) και στ) οι απαιτήσεις για δαπάνες και υποχρεώσεις που προκλήθηκαν από τον πλοίαρχο κατά τη διάρκεια ταξιδιού (disbursements and liabilities). Θεσμικά προνόμια συνιστούν, μεταξύ των άλλων, οι απαιτήσεις σχετικά, α) με την κατοχή ή την κυριότητα του πλοίου, β) με τη μεταξύ των συγκυρίων κατοχή η χρήση του πλοίου, γ) με την πρόκληση θανάτου ή σωματικής βλάβης από την κατασκευή, τη συντήρηση, τη χρήση ή τη διοίκηση του πλοίου, δ) με τη ζημία ή την απώλεια του μεταφερομένου φορτίου, ε) με διαφορές από συμβάσεις μεταφοράς αγαθών ή συμβάσεις σχετικά με τη χρήση του πλοίου, στ) με την προμήθεια αγαθών και υλικών στο πλοίο, οι οφειλές προς τις λιμενικές αρχές κλπ. Τέλος, κατ’ εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, ως προς το θέμα της κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων δεν είναι πάγια, αλλά διαφοροποιείται με βάση τις αρχές της επιείκειας και του φυσικού δικαίου, ακολουθείται δε συνήθως η εξής σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου: α) τα έξοδα του αρμόδιου για την κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων δικαστικού επιμελητή (marshal`s expenses), όπως για εφοδιασμό, φύλαξη κλπ. χωρίς τα οποία δεν θα ήταν δυνατό το πλοίο να παραμείνει στη δικαιοδοσία των ναυτικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της δίκης, β) οι οφειλές προς τις λιμενικές αρχές από ζημίες που προκάλεσε το πλοίο, είτε από λιμενικά τέλη, προηγούνται των λοιπών προνομιούχων απαιτήσεων, γ) τα ναυτικά προνόμια προηγούνται των εμπραγμάτων προνομίων, των υποθηκών και των λοιπών θεσμικών προνομίων, δ) τα εμπράγματα προνόμια προηγούνται όλων των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μετά την απόκτηση της κατοχής του πλοίου και έπονται των απαιτήσεων που είχαν δημιουργηθεί πριν από την απόκτηση της κατοχής του πλοίου, ε) οι υποθήκες επί του πλοίου έπονται των ναυτικών προνομίων και των εμπραγμάτων προνομίων και προηγούνται των λοιπών θεσμικών προνομίων, εφόσον δημιουργήθηκαν πριν από αυτά, στ) τα λοιπά θεσμικά προνόμια κατατάσσονται τελευταία στη σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου και ζ) η απαίτηση του επισπεύδοντος δικηγόρου για τη δικαστική δαπάνη προηγείται, α) του θεσμικού προνομίου σχετικά με την προμήθεια αγαθών και υλικών στο πλοίο, εφόσον η τελευταία έλαβε χώρα μετά τη γέννηση της απαίτησης του δικηγόρου και β) του ναυτικού προνομίου σχετικά με τους μισθούς και τα έξοδα του πλοιάρχου, εφόσον ο τελευταίος είναι συγκύριος του πλοίου και εντολέας του δικηγόρου.
Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 07η-03-2018 η καθ’ ης η ανακοπή, σε εκτέλεση και δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προέβη σε αναγκαστικό πλειστηριασμό του υπό σημαία Κύπρου επιβατηγού πλοίου τύπου … με το όνομα «…», με αριθμό …, Δ.Δ.Σ. …, κατασκευασμένο από ατσάλι, μήκους 152,83 μ., πλάτους 24μ., κ.ο.χ. 1.539, κ.κ.χ. 6.438, κινούμενο δια δύο μηχανών εσωτερικής καύσεως ισχύος 20.956 kw, πλοιοκτησίας της εταιρείας «… …». Το παραπάνω πλοίο εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Στέφανου Βασιλάκη, αντί πλειστηριάσματος 1.670.000 ευρώ, και κατακυρώθηκε στην εδρεύουσα στη … εταιρεία με την επωνυμία «…», συνταχθείσας της υπ’ αριθμ. … έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου με ηλεκτρονικά μέσα. Στον ως άνω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, νόμιμα και εμπρόθεσμα και ζήτησαν την προνομιακή τους κατάταξη οι διάδικοι της παρούσας δίκης, και, συγκεκριμένα: Α) Με την από … αναγγελία αναγγέλθηκε η καθ’ ης η ανακοπή και ζήτησε την προνομιακή της κατάταξη, για τις εξασφαλισμένες με πρώτη θεσμική υποθήκη επί του πλοίου απαιτήσεις της: α) ποσού 702.500 ευρώ, για ανεξόφλητο ποσό δανείου, πλέον τόκων υπερημερίας, β) ποσού 297.500 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, για οφειλόμενο από σύμβαση πίστωσης ποσό, γ) ποσού 83.122 ευρώ για ασφάλιση του πλοίου, δ) ποσού 4.108,52 ευρώ για πληρωμή φυλάκων του πλοίου από 22-09-2016 μέχρι 30-09-2016, καθώς και για την αγορά νέων κάβων για την πρόσδεση του πλοίου. Ακολούθως, με την από … (συμπληρωματική) αναγγελία αναγγέλθηκε η καθ’ ης η ανακοπή και ζήτησε την προνομιακή της κατάταξη, για τις απαιτήσεις της: α) ποσού 3.326,08 ευρώ για δικαστικά έξοδα, β) ποσού 105.152 ευρώ για πληρωμή φυλάκων του πλοίου από 01-10-2016 μέχρι 31-01-2018, γ) ποσού 15.028,80 ευρώ για την πρόσδεση του πλοίου, δ) ποσού 43.332 ευρώ πλέον 5.837,50 δολαρίων ΗΠΑ για την ασφάλιση του πλοίου κατά κινδύνων λιμένος. Β) Με την από 13-03-2018 αναγγελία, αναγγέλθηκε η ανακόπτουσα και ζήτησε την προνομιακή της κατάταξη για τις απαιτήσεις της ποσού 78.870,92 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων, πλέον ποσού 1.400 ευρώ για δικαστική δαπάνη, οι οποίες (απαιτήσεις της) προέρχονται από σύμβαση εξαρτημένης χερσαίας εργασίας, οι οποίες επιδικάσθηκαν τελεσίδικα δυνάμει της υπ’ αριθμ. 3380/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, Στέφανος Βασιλάκης, συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και κατάταξης, συνολικού ποσού 107.970,81 ευρώ, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού (1.670.000 – 107.970,810 =) 1.562.029,19 ευρώ, κατέταξε οριστικά την καθ’ ης η ανακοπή για μέρος της εξασφαλισμένης με Α΄ προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου απαίτησής της. Στον παραπάνω πίνακα κατάταξης δεν κατατάχθηκε για την αναγγελθείσα απαίτησή της η ανακόπτουσα, με την αιτιολογία ότι η απαίτησή της στερείτο προνομίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, η αξίωση της ανακόπτουσας, αφορούσε απαιτήσεις της από σύμβαση χερσαίας εργασίας με τη διαχειρίστρια εταιρεία της καθ’ ης ο πλειστηριασμός, όπως αυτές επιδικάσθηκαν με την υπ’ αριθμ. 3380/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ως εκ τούτου δεν τυγχάνουν προνομιακής κατάταξης ούτε κατά το ελληνικό (με βάση το άρθρο 205 ΚΙΝΔ), ούτε κατά το κυπριακό δίκαιο. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα προβάλλει αιτιάσεις που αφορούν στην αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι οι απαιτήσεις της τυγχάνουν προνομιακές κατ’ άρθρο 975 παρ. 3 ΚΠολΔ και ότι η διάκριση που επιβάλλεται από το άρθρο 205 ΚΙΝΔ και ο διαχωρισμός σε «ναυτικούς» και «χερσαίους» εργαζόμενους, δηλαδή σε εργαζόμενους με σύμβαση ναυτικής και εργαζόμενους με σύμβαση χερσαίας εργασίας είναι αντισυνταγματική, ως αντικείμενη στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος. Ο λόγος ωστόσο αυτός είναι μη νόμιμος, δοθέντος ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ έχει θεσπισθεί προκειμένου να αποδοθεί ευνοϊκότερη μεταχείριση σε αυτούς, των οποίων η εργασία ενέχει θαλάσσιους κινδύνους και ως εκ τούτου δεν αντιβαίνει στη συνταγματική αρχή της ισότητας, είναι δε σύμφωνη ως προς το προνόμιο των εργαζομένων με το περιεχόμενο των διεθνών προνομίων που προηγούνται της υποθήκης του άρθρου 4 παρ. 1 της διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 27ης Μαΐου 1967 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορόντων στα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες», δυνάμει του οποίου εξοπλίζονται με τέτοιο προνόμιο «οι μισθοί και έτερα ποσά οφειλόμενα εις τον πλοίαρχον, τους αξιωματικούς και τα μέλη του πληρώματος δυνάμει της ναυτολογήσεως αυτών επί του πλοίου». Ομοίως και σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, το οποίο είναι το δίκαιο της σημαίας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας από τη σύμβαση της εξαρτημένης χερσαίας εργασίας με την καθ’ ης ο πλειστηριασμός δεν απολαύουν, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, προνομίου, καθώς ναυτικά προνόμια αποτελούν οι μισθοί του πληρώματος, συνεπώς, αυτές, ως στερούμενες προνομίου θα ικανοποιηθούν μετά την ικανοποίηση των προνομιακώς κατατασσόμενων δανειστών. Επομένως, ορθά ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά την κατάρτιση του προσβαλλόμενου πίνακα θεώρησε ότι οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας δεν έχουν προνομιακό χαρακτήρα και συνεπώς ο πρώτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν ο λόγος ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση και άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ’ ου που έχει καταταγεί, ή του προνομίου της, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο η άρνηση αυτή, δεδομένου ότι ο καθ’ ου η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη των παραγωγικών της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει, κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί, κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει), την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του για την οποία έχει καταταγεί, καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα της. Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή. Η παραπάνω άρνηση ή αμφισβήτηση της ύπαρξης της απαίτησης για την οποία έγινε η κατάταξη, μπορεί να γίνει και στην περίπτωση ακόμη που αυτή αποδεικνύεται έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη από έγγραφα, τα οποία έχουν αποδεικτική δύναμη έναντι αυτού, γιατί η αποδεικτική τους αυτή δύναμη δεν δεσμεύει και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν. Οι τελευταίοι, μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα κατάταξης, στο πλαίσιο της διεξαγομένης, κατόπιν ανακοπής του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθ’ ου και δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο (Βλ. ΑΠ 1046/2014, 370/2014 ΤΝΠ NOMOS).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα αρνείται τη νομιμότητα και βασιμότητα των απαιτήσεων της καθ’ ης η ανακοπή και καλεί αυτήν να τις αποδείξει, άλλως να αποβληθεί από τον πίνακα κατάταξης. Με αυτό το περιεχόμενο ο προβαλλόμενος δεύτερος λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: με την από … αναγγελία αναγγέλθηκε η καθ’ ης η ανακοπή στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και ζήτησε την προνομιακή της κατάταξη, για τις εξασφαλισμένες με πρώτη θεσμική υποθήκη επί του πλοίου απαιτήσεις της: α) ποσού 702.500 ευρώ, για ανεξόφλητο ποσό δανείου, πλέον τόκων υπερημερίας. Για το εν λόγω ποσό και κατόπιν σχετικής αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, β) ποσού 297.500 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, για οφειλόμενο από σύμβαση πίστωσης ποσό. Για το εν λόγω ποσό και κατόπιν σχετικής αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή εκδόθηκε η υπ’ αριθμ… διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, γ) ποσού 83.122 ευρώ για ασφάλιση του πλοίου, δ) ποσού 4.108,52 ευρώ για πληρωμή φυλάκων του πλοίου από 22-09-2016 μέχρι 30-09-2016, καθώς και για την αφορά νέων κάβων για την πρόσδεση του πλοίου. Ακολούθως, με την από … συμπληρωματική αναγγελία αναγγέλθηκε η καθ’ ης η ανακοπή και ζήτησε την προνομιακή της κατάταξη (κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ), για τις απαιτήσεις της: α) ποσού 3.326,08 ευρώ για δικαστικά έξοδα, β) ποσού 105.152 ευρώ για πληρωμή φυλάκων του πλοίου από 01-10-2016 μέχρι 31-01-2018, γ) ποσού 15.028,80 ευρώ για την πρόσδεση του πλοίου, δ) 43.332 ευρώ πλέον 5.837,50 δολαρίων ΗΠΑ για την ασφάλιση του πλοίου κατά κινδύνων λιμένος. Από την επισκόπηση της παραπάνω αναγγελίας και της συμπληρωματικής αναγγελίας, προκύπτει ότι σ’ αυτές διαλαμβάνεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή διατηρεί απαιτήσεις σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας, οι δε απαιτήσεις της είναι εξοπλισμένες με τα αναφερόμενα ως ανω προνόμια. Συνεπώς ο δεύτερος αυτός λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει η ανακόπτουσα να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, κατόπιν παραδοχής και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού αιτήματος που πρόβαλε η τελευταία με τις προτάσεις της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις -2019, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ