ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
3721 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 5-9-2019 για να διορθώσει οίκοθεν την υπ’ αριθ. 157/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10717/5303/2017 αγωγής της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», κατά της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», οι οποίες κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν παραστάθηκαν.
Η σχετική πράξη κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 2-7-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 6080/3015/2019.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως εισάγεται προς συζήτηση η από 2-7-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 6080/3015/2019 18-7-2019 Πράξη του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου για αυτεπάγγελτη διόρθωση της υπ’ αριθ. 157/2019 οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε, κατά τη τακτική διαδικασία, επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10717/5303/2017 αγωγής της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», κατά της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…».
Κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 315 ΚΠολΔ, «Αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του». Με την υπό κρίση διάταξη θεσπίζεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να διορθώσει την απόφασή του, αν υπάρχει διάσταση μεταξύ εκείνου που θέλησε προς εκείνο που διατυπώθηκε στην απόφαση, εξαιτίας γραφικού ή λογιστικού λάθους, ή ανακριβούς διατυπώσεως του διατακτικού της και αυτά προκύπτουν από το κείμενο της ιδίας αποφάσεως είτε από άλλα διαδικαστικά έγγραφα (ΑΠ 1572/2012, ΕφΑΔ 2013, σελ. 351, ΕφΛαμ 121,2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σκοπός της διαδικασίας της διόρθωσης απόφασης είναι η αποσαφήνιση της διατύπωσης και η αποτύπωση του αληθινού περιεχομένου της απόφασης χωρίς να προσβάλλεται το δεδικασμένο (ΑΠ 1703/2006, ΧρΙΔ 7 (2007), σελ. 228, ΑΠ 1259/2002, ΕλλΔνη 44 (2003), σελ. 130). Αντικείμενο της διαδικασίας διόρθωσης μπορούν να αποτελέσουν μόνον ακούσιες πλημμέλειες που παρεισφρέουν κατά τη σύνταξη και την καθαρογραφή της απόφασης και προκαλούν προφανή ασυμφωνία μεταξύ δηλωθέντος και βουληθέντος, και όχι διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης και την εκτίμηση των αποδείξεων, τα οποία, εφόσον αποδειχθούν, διορθώνονται μόνο με την προσβολή της απόφασης με ένδικα μέσα (ΑΠ 1765/2013, ΝοΒ 2014, σελ. 628, ΑΠ 1564/2012, ΕΠολΔ 2013, σελ. 257 με σημ. Κατηφόρη). Τα περί ων ο λόγος σφάλματα πρέπει να είναι πρόδηλα, ήτοι να προκύπτουν από το κείμενο της απόφασης και των στοιχείων που ορίζουν το περιεχόμενο αυτής ή από τα πρακτικά ή από τις προτάσεις ή τα δικόγραφα των διαδίκων, έτσι ώστε να αποκλείεται η διόρθωση με βάση νέα στοιχεία ή με την επανεκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1564/2012, όπ.π., ΕφΔωδ 162/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι αδιάφορο εάν η αιτία της παραδρομής ανάγεται ή όχι σε αμέλεια του δικαστηρίου, των διαδίκων ή των δικαστικών πληρεξουσίων τους (ΕφΠειρ 26/2013, ΠειρΝ 2013, σελ. 145, ΕφΘεσσ 2513/2000, Αρμ 55 (2001), σελ. 244). Οι παραδρομές είναι συνήθως λάθη γραφικά ή λογιστικά. Λογιστικά είναι τα σφάλματα που αναφέρονται στους μαθηματικούς υπολογισμούς και όχι στην ερμηνεία του νόμου ή εκείνα που αλλοιώνουν την ουσία της απόφασης. Γραφικά είναι τα λάθη που παρεισέφρησαν κατά τη γραφή λέξεων, όπως στα ονόματα και στα στοιχεία της ταυτότητας των διαδίκων, στα ονόματα των δικαστών που συγκρότησαν το δικαστήριο, ή των πληρεξουσίων δικηγόρων, στην αντίστροφη γραφή των δικονομικών τους ιδιοτήτων ή στην εκδίκαση της απόφασης κατ’ αντιμωλία ή ερήμην (ΕφΠειρ 26/2013, όπ.π., ΕφΑθ 186/2012, ΝοΒ 2012, σελ. 578, ΕφΑθ4086/2006, ΕλλΔνη 48 (2007), σελ. 233). Ακόμη, υπάρχει ελλιπής διατύπωση του διατακτικού, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να περιλάβει διάταξη ως προς ορισμένο αίτημα του διαδίκου με το οποίο ασχολήθηκε στο αιτιολογικό, όπως λ.χ. όταν το δικαστήριο παρέλειψε να διατάξει προσωπική κράτηση αν και στο αιτιολογικό είχε κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί. Διόρθωση στο διατακτικό μπορεί να χωρήσει και ως προς τη διάταξη σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, αν λ.χ. υπάρχει διαφορά μεταξύ του ολογράφως και του αριθμητικώς αναγραφόμενου ποσού, ή αν παραλείφθηκε εντελώς η αναγραφή του ποσού της δικαστικής δαπάνης. Διαφορετική είναι, ωστόσο, η περίπτωση που το δικαστήριο άφησε αδίκαστο αίτημα του διαδίκου, δηλαδή παρέλειψε να ασχοληθεί με αυτό τόσο στο αιτιολογικό όσο και στο διατακτικό της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, δε χωρεί διόρθωση, αλλά προσβολή της απόφασης με έφεση ή και με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ. Ανακριβής διατύπωση του διατακτικού συντρέχει όταν προκύπτει αντίφαση είτε από άλλες διατάξεις του διατακτικού είτε από το αιτιολογικό της απόφασης, με συνέπεια να καθίσταται αυτό ακατάληπτο ή ασαφές, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για παραδρομή και όχι για σφάλμα της δικανικής κρίσης.
Με την ένδικη Πράξη του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου διατάχθηκε η διόρθωση της υπ’ αριθ. 157/2019 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, διότι, από προφανή παραδρομή του Δικαστή που δίκασε την υπόθεση, κατά τη σύνταξη του θεωρημένου πρωτοτύπου εμφιλοχώρησαν σε αυτό τα λάθη. Με αυτό το περιεχόμενο, η κρινόμενη πράξη παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιου παρόντος Δικαστηρίου, για συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η υπό διόρθωση απόφαση (αρ. 315 και 318 παρ. 1 ΚΠολΔ), και είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 315, 317 παρ. 1 και 3, 318 και 320 του ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, δεν απαιτείται η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 318 KΠολΔ προδικασία, με την κλήση των αναφερομένων στην διορθούμενη ως άνω απόφαση, διαδίκων, δεδομένου ότι διόρθωση αφορά ζήτημα τυπικό και οι διάδικοι δεν έχουν έννομο συμφέρον να αποτρέψουν τη διόρθωση (ΑΠ 1856/1999 ΕλλΔνη 41. 1308). Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από τα προσκομιζόμενα στο φάκελο της δικογραφίας οίκοθεν διόρθωσης απόφασης έγγραφα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10717/5303/2017 αγωγής της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», κατά της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθ. 157/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη διαδικασία της σύνταξης της συγκεκριμένης απόφασης, εν τούτοις, από προφανή παραδρομή του Δικαστή, αναγράφθηκε εσφαλμένα στο διατακτικό της απόφασης αυτής αριθμητικώς το ποσό των 15.000,00 ευρώ αντί του ορθού 30.000,00 ευρώ. Η παραδρομή προκύπτει από τη σύγκριση του σκεπτικού της απόφασης όπου αναγράφεται επανειλημμένως το ποσό των 30.000,00 ευρώ καθώς και από την αντιπαραβολή του ποσού που αναγράφεται ολογράφως στο διατακτικό με την αριθμητική αντιστοιχία του. Συνακόλουθα, λοιπόν, με βάση τα παραπάνω, πρέπει να διορθωθεί το διατακτικό της υπ’ αριθ. 157/2019 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με απόντες του διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ την Πράξη.
ΔΙΟΡΘΩΝΕΙ το διατακτικό της με αριθμό 157/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου ως ακολούθως: από το λανθασμένο «15.000,00» στο ορθό «30.000,00)».
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη σημείωση της παρούσας απόφασης στα πρωτότυπα της με αριθμό 157/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις –
χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ