Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης    3796  /2019

(Αριθμός κατάθεσης έφεσης: 7/2017)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 11053/2017)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 5456/2017)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

              ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου …, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

              ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών την υπ’ αριθ. καταθέσεως 7/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 11053/2017 και 5456/2017 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 34/2017 του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, και με αντικείμενο την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου …, επί της οδού …, αριθ…., περιοχή …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ …, που παραστάθηκε στη δίκη δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Μιχαήλ Ιωαννίδη του Ν. (Α.Μ. Δ.Σ.Π. ….), κατοίκου …, επί της οδού …, που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής Εταιρείας του Ν.959/1979 με την επωνυμία «…»,εδρεύουσας στον  …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ … που παραστάθηκε στη δίκη δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Στυλιανού Τσολάκου του Ι. (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …), κατοίκου …, επί της οδού …, αριθ….., και …, επί της οδού …, αριθ….., που κατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε την από 18-12-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 56/30-12-2014 αγωγή κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 34/2017 οριστική απόφασή του κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται πλέον ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 6-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 7/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 11053/2017 και 5456/2017 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 34/2017 του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, στρεφόμενη κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 9-1-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 9, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή του για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν και στις προτάσεις του, η δε εφεσίβλητη ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις της.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ως άνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσαν.

MEΛETHΣE  TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦΘHKE  ΣYMΦΩNA  ME  TOΝ  NOMO

                           Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ και 1 του Ν.2112/1920 προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως. Στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ’ άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως προσαυξήσεις νυχτερινής εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας, νόμιμης ή παράνομης υπερωριακής εργασίας κτλ., είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 721/2012 ΝοΒ 2012.2400, ΑΠ 1561/2011, ΕφΛαμ 22/2011 Νόμος). Περαιτέρω δε, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω αναφερόμενες νόμιμες αποδοχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν δηλαδή ο «κλειστός» μισθός δεν καλύπτει το σύνολο των ως άνω αναφερόμενων ελάχιστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει την διαφορά. Σημειώνεται δε ότι στην περίπτωση που ο «κλειστός» μισθός είναι μεγαλύτερος των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του Ν.Δ. 4020/1959 ως μη προσιδιάζουσα στην ιδιομορφία και τις συνθήκες της ναυτικής εργασίας (ΕφΠειρ 745/2009 αδημ.). Ως εκ τούτου, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας είναι έγκυρη συμφωνία κατά την οποία στον μεγαλύτερο των Σ.Σ.Ν.Ε. «κλειστό» μισθό που θα καταβάλλεται στον ναυτικό θα περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την παρεχόμενη, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, υπερωριακή εργασία, με την έννοια ότι η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε θα συμψηφίζεται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται, καλύπτει δηλαδή ο «κλειστός» μισθός αμοιβή για υπερωριακή εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθός αυτός επαρκεί για την κάλυψη των οφειλομένων πραγματικών υπερωριών (ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝΔ 2012.381, ΕφΠειρ 434/2011 ΕΝΔ 2012.24, βλ.Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, εκδ.Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1994, β’ εκδ., σελ.204-205). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΣΣΕ πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού του έτους 2013, (ΦΕΚ Β΄ 2146/30-8-2013), οι ώρες εργασίας των ναυτικών ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ανά 24ωρο από τη Δευτέρα μέχρι και την  Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας. Για κάθε εργασία που εκτελείται από τον ναυτικό πέραν του ως άνω καθοριζομένου ωραρίου, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή, η οποία υπολογίζεται προς το 1/173ο του μηνιαίου μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, προσαυξημένου για το πρώτο τετράωρο κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και για το δεύτερο τετράωρο κατά ποσοστό (100%). Η εργασία του Σαββάτου και αργιών  αμείβεται υπερωριακώς, δηλαδή οι πρώτες τέσσερις ώρες με προσαύξηση 25% και οι επόμενες διπλές. Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 των ΣΣΕ ορίζει επίσης  σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή  υπό τύπο  επιδόματος δια τις μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ.1 της παρούσης Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας, δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού ενεργείας, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446). Στην ανωτέρω περίπτωση, για την πέραν του οκταώρου απασχόληση καταβάλλεται στο πλήρωμα διπλή υπερωριακή αμοιβή, δηλαδή το ωρομίσθιο (1/173 του μισθού ενεργείας) αυξημένο κατά 100%. Το οκτάωρο υπηρεσίας που ορίζεται από το παραπάνω άρθρο είναι συνεχές από την ώρα έναρξής του με μία διακοπή που δεν μπορεί να υπερβεί τη μία (1) ώρα. Ο υπολογισμός του ημερομισθίου για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου γίνεται με βάση το 1/22 του μηνιαίου μισθού. Περαιτέρω, στο άρθρο αυτό των ανωτέρω ΣΣΕ καταχωρείται και σχετικός πίνακας υπερωριακής αμοιβής. Επίσης με το άρθρο 10 των ανωτέρω ΣΣΕ ορίζεται ότι για τις κατονομαζόμενες στο άρθρο αυτό αργίες, ο ναυτικός που εργάζεται θα αμείβεται για όσες ώρες ασχολήθηκε και ειδικότερα για μεν τις πρώτες τέσσερις ώρες με προσαύξηση 25%,για δε τις επόμενες διπλές.Οι κάτωθι κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου, ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 34/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 663επ., σε συνδ. με το άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στις 16-10-2017, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 13-6-2017, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά της εφεσίβλητης, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η διετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, που ήταν ηττηθείς στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω απόρριψης της αγωγής του στο σύνολό της, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 14 §§1-2, 25 §2, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές, κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄ του Ν.2172/1993, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρα 495 παρ.4 και 663 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) [και ήδη άρθρα 495 παρ.3 εδ.στ΄ και 663επ. και 614 αριθ.3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 και παρ.2 του Ν.4335/2015], η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης για εργατικές διαφορές (ΜονΠρΚορινθ 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 ΤΝΠ Νόμος).

              Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας την από 18-12-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 56/30-12-2014 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, καταρτισθείσας στον Πόρο Τροιζηνίας την 27-9-2013 με την εναγομένη, προσελήφθη για αόριστο χρόνο και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πόρο Τροιζηνίας, κατ’ άρθρα 53 και 54 του ΚΙΝΔ, ως ναυτόπαις, επί του υπό ελληνική σημαία … πλοίου με το όνομα «…» με αριθμό νηολογίου , κοχ 176,71, β΄κλάσεως, κκχ 49,07, με ΔΔΣ SW 2223, πλοιοκτησίας της εναγομένης ναυτικής εταιρείας, στο οποίο υπηρέτησε συνεχώς με την ειδικότητα αυτή μέχρι την 5-3-2014, οπότε και απολύθηκε από τον πλοίαρχο στον λιμένα του Πόρου με το αιτιολογικό «κλείσιμο ναυτολογίου για ετήσια επιθεώρηση». Ότι στη συνέχεια με νεώτερη σύμβαση ναυτολόγησης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον Πόρο Τροιζηνίας την 3-4-2014 μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου του ιδίου πλοίου, ως εκπροσώπου της εναγομένης ναυτικής εταιρείας, προσελήφθη εκ νέου και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πόρο Τροιζηνίας με την ίδια ειδικότητα στο αυτό πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι την 30-4-2014, οπότε και απολύθηκε από τον πλοίαρχο αυτού στον λιμένα του Πόρου με το αιτιολογικό «αμοιβαία συναινέσει». Ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει τον βασικό μισθό του, επίδομα Κυριακών, αναλογία για εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, λοιπά επιδόματα, άδεια και επίδομα αδείας, όπως προβλέπονταν στην τότε ισχύουσα ΣΣΕ πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού του έτους 2013, πλέον λοιπών υπερωριών, δώρων εορτών και ημερησίου αντιτίμου τροφής για την ειδικότητα του ναύτη. Ότι το πλοίο εκτελούσε καθημερινά ακτοπλοϊκούς πλόες-δρομολόγια (τοπικές διαπορθμεύσεις) μεταξύ λιμένων εσωτερικού αποστάσεως μέχρι 30 ν.μ., από τον λιμένα του Πόρου προς τον λιμένα του Γαλατά, μετ’ επιστροφής, μεταφέροντας επιβάτες και οχήματα. Ότι τα καθήκοντά του αφορούσαν σε γενικές και συνήθεις εργασίες μέλους πληρώματος σκάφους (συντήρηση, καθαριότητα πλοίου κλπ.), συμμετοχή του σε όλη τη διαδικασία λυσίματος και πρόσδεσης του πλοίου κατά τον απόπλου και τον κατάπλου, απασχόλησή του στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων εντός του πλοίου, πλύσιμο και σκούπισμα στο γκαράζ, βάψιμο του πλοίου κ.ά. Ότι λόγω της φύσης των καθημερινών δρομολογίων του πλοίου, η απασχόλησή του ήταν συνεχής, εργαζόμενος σε όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης των καθημερινών δρομολογίων αλλά και όταν το πλοίο παρέμενε σε αναμονή στα ως άνω λιμάνια, αφού το πλήρωμα παρείχε και τότε την εργασία του κανονικά, με συνεχές ωράριο και όχι με σύστημα βαρδιών, και πιο συγκεκριμένα, ότι εργαζόταν επί 8ωρο τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή, ενώ κατά τη χρονική περίοδο των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του έτους 2014 πέραν των καθημερινών εργασιών, επιπρόσθετα εργάστηκε επί 8ωρο καθόλα τα Σάββατα και τις Κυριακές, καθώς επίσης και κατά τις ημέρες των αργιών που αναφέρονται στην αγωγή του και ότι συνεπεία της πιο πάνω υπηρεσίας του στο πλοίο της εναγομένης του οφείλονται οι εκτιθέμενες αναλυτικά στην αγωγή απαιτήσεις για κάθε μία ξεχωριστά αναφερόμενη νόμιμη αιτία (λ.χ. αποδοχές υπερωρίες αργιών, Σαββάτου, Κυριακής, δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2013 και 2014, επιδόματος αδείας, αποζημίωσης 24ωρης αδείας ανάπαυσης κλπ.), με βάση τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 4, 8, 10, 27 της προαναφερόμενης ΣΣΕ του έτους 2013 και ότι συνολικά δικαιούται αποδοχές δεδουλευμένων από την εναγομένη εργοδότριά του ναυτική εταιρεία ποσού 7.530,06 ευρώ για τις εκτιθέμενες στην αγωγή του επιμέρους νόμιμες αιτίες βάσει της σύμβασης εργασίας του και της οικείας εργατικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί προστασίας της ναυτικής εργασίας (Ν.3816/1958-ΚΙΝΔ, Ν.Δ.187/1973-ΚΔΝΔ, ΑΚ, ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού), άλλως και επικουρικώς με βάση τις επικαλούμενες διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904επ. ΑΚ, καθόσον εκείνη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος εργαζομένου, χωρίς νόμιμη αιτία, ο δε πλουτισμός της, ως χρηματικός, σώζεται μέχρι σήμερα, τα οποία αρνείται να του καταβάλει μέχρι σήμερα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του. Βάσει αυτού του ιστορικού, ζητούσε ο ενάγων, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να υποχρεωθεί να του καταβάλει η εναγομένη ναυτική εταιρεία, ως πλοιοκτήτρια του επίδικου πλοίου, το συνολικό ποσό των 7.530,06 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής του που αντιστοιχεί σε διαφορές για την υπερωριακή απασχόληση και αμοιβή του επί καθημερινών ημερών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, δώρα εορτών, επιδόματα αδείας και αποζημίωσης 24ωρης αδείας ανάπαυσης, από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, ως ειδικότερα εξειδικεύονται στην αγωγή, από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας, άλλως και επικουρικώς και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως από τον χρόνο της επομένης ημέρας της τελευταίας απόλυσής του, στις 30-4-2014, που είναι δήλη ημέρα εκ του νόμου (άρθρα 648, 649, 655, 341, 345 ΑΚ), άλλως από την ημέρα της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής του και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την πρωτοβάθμια δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα και νόμιμη κατά την κύρια βάση της από τη σχέση εργασίας, απορριπτομένης ως μη νόμιμης της επικουρικής βάσης της από τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν στο σύνολό της και τέλος, επέβαλε στον ενάγοντα τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης για στην πρωτοβάθμια δίκη, ποσού 200 ευρώ, λόγω της ήττας του και της αντίστοιχης νίκης αυτής.

Ήδη ο εκκαλών-ενάγων ως ηττηθείς από την πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 6-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 7/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 11053/2017 και 5456/2017 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 34/2017 του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, έναντι της εφεσίβλητης-εναγομένης για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τους λόγους έφεσης, ο εκκαλών ζητεί, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου του αυτού, να γίνει δεκτή η έφεσή του τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η από 18-12-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 56/30-12-2014 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ως κατ’ ουσίαν βάσιμη στο σύνολό της, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής του και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Περαιτέρω, αναφορικά με τους λόγους έφεσης, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης της εναγομένης-εφεσίβλητης …υ του Γεωργίου –ο ενάγων-εκκαλών δεν επιμελήθηκε της εξέτασης μάρτυρα στην πρωτοβάθμια δίκη-, ο οποίος νομίμως εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, όπως αυτή καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, λαμβάνεται δε υπόψη καθ’ εαυτή και ανάλογα με τη γνώση και την αξιοπιστία του, σε συνδυασμό προς το σύνολο των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία άλλωστε στην προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη ακόμα και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 §1 εδ.α’ ΚΠολΔ), από την υπ’ αριθ. 12/16-6-2015 ένορκη βεβαίωση του Πολύκαρπου Περπερόπουλου του Δανιήλ και της …, που ελήφθη νομότυπα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλαυρίας Νικολάου Κοντού, με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν της από 11-6-2015 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων και πρόσκλησης προς την εναγομένη-εφεσίβλητη, που της επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 15-6-2015, πριν από είκοσι τέσσερεις (24) τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της (βλ. υπ’ αριθ. 9340Δ΄/15-6-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο … Νίκης Πανουτσακοπούλου), καθώς και από όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά την προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (άρθρα 261, 352 §1 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 §4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, καταρτισθείσας στον Πόρο Τροιζηνίας την 27-9-2013 με την εναγομένη, ο ενάγων προσελήφθη για αόριστο χρόνο και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πόρο Τροιζηνίας, κατ’ άρθρα 53 και 54 του ΚΙΝΔ, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδος, επί του υπό ελληνική σημαία … πλοίου με το όνομα «…» με αριθμό νηολογίου … .., κοχ 176,71, β΄ κλάσης, κκχ 49,07, με ΔΔΣ SW 2223, πλοιοκτησίας της εναγομένης ναυτικής εταιρείας, στο οποίο υπηρέτησε συνεχώς με την ειδικότητα αυτή μέχρι την 5-3-2014, οπότε και απολύθηκε από τον πλοίαρχο στον λιμένα του Πόρου με το αιτιολογικό «κλείσιμο ναυτολογίου για ετήσια επιθεώρηση». Στη συνέχεια με νεώτερη σύμβαση ναυτολόγησης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον Πόρο Τροιζηνίας την 3-4-2014 μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου του ιδίου πλοίου, ως εκπροσώπου της εναγομένης ναυτικής εταιρείας, προσελήφθη εκ νέου και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πόρο Τροιζηνίας με την ίδια ειδικότητα στο αυτό πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι την 30-4-2014, οπότε και απολύθηκε από τον πλοίαρχο αυτού στον λιμένα του Πόρου με το αιτιολογικό «αμοιβαία συναινέσει». Μεταξύ τους είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει τον βασικό μισθό του, επίδομα Κυριακών, αναλογία για εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, λοιπά επιδόματα, άδεια και επίδομα αδείας, όπως προβλέπονταν στην τότε ισχύουσα ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2013, πλέον λοιπών υπερωριών, δώρων εορτών και ημερησίου αντιτίμου τροφής για την ειδικότητα του ναύτη. Το πλοίο εκτελούσε καθημερινά ακτοπλοϊκούς πλόες-δρομολόγια (τοπικές διαπορθμεύσεις) μεταξύ λιμένων εσωτερικού αποστάσεως μέχρι 30 ν.μ., από αφετηρίας μέχρις προορισμού, από τον λιμένα του Πόρου προς τον λιμένα του Γαλατά, μετ’ επιστροφής, μεταφέροντας επιβάτες και οχήματα. Τα καθήκοντα του ενάγοντος ως ναύτη αφορούσαν σε γενικές και συνήθεις εργασίες μέλους πληρώματος σκάφους (συντήρηση, καθαριότητα πλοίου κλπ.), συμμετοχή του σε όλη τη διαδικασία λυσίματος και πρόσδεσης του πλοίου κατά τον απόπλου και τον κατάπλου, απασχόλησή του στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων εντός του πλοίου, πλύσιμο και σκούπισμα στο γκαράζ, βάψιμο του πλοίου κ.ά. Λόγω της φύσης των καθημερινών δρομολογίων του πλοίου, η απασχόλησή του ήταν συνεχής, εργαζόμενος σε όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης των καθημερινών δρομολογίων αλλά και όταν το πλοίο παρέμενε σε αναμονή στα ως άνω λιμάνια, αφού το πλήρωμα παρείχε και τότε την εργασία του κανονικά, με συνεχές ωράριο και όχι με σύστημα βαρδιών, και πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι εργαζόταν επί 8ωρο τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή, ενώ κατά τη χρονική περίοδο των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του έτους 2014 πέραν των καθημερινών εργασιών, ότι εργάστηκε επιπρόσθετα επί 8ωρο καθόλα τα Σάββατα και τις Κυριακές, καθώς επίσης και κατά τις ημέρες των αργιών που αναφέρονται στην αγωγή του και ότι συνεπεία της πιο πάνω υπηρεσίας του στο πλοίο της εναγομένης για συνολικό χρονικό διάστημα 6 και 7/30 μηνών, διατηρεί αξιώσεις κατά της εναγομένης εργοδότριας ναυτικής εταιρείας, ως πλοιοκτήτριας του επιδίκου ως άνω πλοίου, όπως ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, για κάθε μία ξεχωριστά αναφερόμενη νόμιμη αιτία (λ.χ. αποδοχές υπερωρίες αργιών, Σαββάτου, Κυριακής, δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2013 και 2014, επιδόματος αδείας, αποζημίωσης 24ωρης αδείας ανάπαυσης κλπ.), και ότι συνολικά δικαιούται αποδοχές δεδουλευμένων ποσού 7.530,06 ευρώ, βάσει της σύμβασης εργασίας του και της οικείας εργατικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί προστασίας της ναυτικής εργασίας (Ν.3816/1958-ΚΙΝΔ, Ν.Δ.187/1973-ΚΔΝΔ, άρθρα 648επ. ΑΚ, άρθρα 4, 8, 10, 27 της ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2013), ως υπόλοιπο αμοιβής του που αντιστοιχεί σε διαφορές για την υπερωριακή απασχόληση και αμοιβή του επί καθημερινών ημερών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, δώρα εορτών, επιδόματα αδείας και αποζημίωσης 24ωρης αδείας ανάπαυσης, από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, ως ειδικότερα εξειδικεύονται στην αγωγή, από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας. Πλην όμως, o ενάγων με την από 6-3-2014 ένορκη κατάθεσή του ως μάρτυρα, η οποία δόθηκε εκ μέρους του στο πλαίσιο έτερης ποινικής προανάκρισης για υπόθεση μεταξύ αφενός της εργοδότριας ναυτικής εταιρείας και ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης και αφετέρου του πλοιάρχου αυτής … του … και της …, η οποία υπόθεση αφορούσε στη λειτουργία του πλοίου και τη σχέση εργασίας και συνεργασίας του πλοιάρχου … με τον πλοιοκτήτη αυτού …, ερωτώμενος ρητώς και σαφώς ο ενάγων στις 6-3-2014, ήτοι την επομένη ημέρα από την απόλυσή του την 5-3-2014 από τον πλοίαρχο στον λιμένα του Πόρου με το αιτιολογικό «κλείσιμο ναυτολογίου για ετήσια επιθεώρηση», σχετικά με τον χρόνο έναρξης της εργασίας του στο επίδικο πλοίο με το όνομα «…», απάντησε ότι ξεκίνησε να εργάζεται ως ναύτης από τον Σεπτέμβριο του 2013, σε επίσης ρητή και σαφή ερώτηση κάθε πότε πληρώνεται, από ποιόν και εάν λαμβάνει ολόκληρη την αμοιβή του για την εργασία, εκείνος απάντησε ευθαρσώς και κατηγορηματικώς, ότι πληρώνεται την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός σε μετρητά, πάντα από τον πλοιοκτήτη … σε ό,τι έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους και επισημαίνει ρητώς και σαφώς ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα ση σχέση και τη συνεργασία του με τον προαναφερόμενο πλοιοκτήτη ούτε με τον πλοίαρχο Π.Περπερόπουλο. Εξ αυτών συνάγεται ευλόγως ότι δεν είχε πρόβλημα ή παράπονο ούτε και με το ζήτημα που αφορούσε τυχόν εργατικές αποδοχές του από δεδουλευμένα ως ναύτη στο εν λόγω πλοίο καθόλο το χρονικό διάστημα της εργασίας από τον Σεπτέμβρη του 2013 έως και την 5-3-2014, επιχείρημα που επικαλείται η εναγομένη-εφεσίβλητη εργοδότριά του ναυτική εταιρεία προς απόδειξη της ένστασης εξοφλήσεως έναντι αυτού περί των επικαλούμενων με την κρινόμενη αγωγή του εργατικών απαιτήσεών του κατ’ αυτής από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας. Επιπλέον δε, με την από 30-4-2014 υπεύθυνη δήλωσή του, η οποία δόθηκε σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την ένδικη διαφορά με την πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία, ως εκ τούτου λαμβάνεται υπόψη παραδεκτώς ως εξώδικη εμμάρτυρη δήλωση ομολογίας του, ο ενάγων-εκκαλών ισχυρίζεται ρητώς και ευθαρσώς και ουδόλως εν προκειμένω το αναιρεί ή το ανακαλεί στην παρούσα δίκη κατά τρόπο προσήκοντα, ότι έχει λάβει και εξοφληθεί για το σύνολο των εργατικών αποδοχών του για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που εργάστηκε στο επίδικο ως άνω πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών κλπ. και ότι ουδεμία έχει περαιτέρω απαίτηση από δεδουλευμένες εργατικές αποδοχές κατά του πλοιοκτήτη και της εργοδότριας ναυτικής εταιρείας ούτε του πλοιάρχου ή του πράκτορα αυτού. Σημειωτέον ότι η εν λόγω υπεύθυνη δήλωσή του, στην οποία έχει βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του στο ΑΤ Πόρου Αττικής, έχει δοθεί εκ μέρους του την 30-4-2014, ημέρα κατά την οποία απολύθηκε δεύτερη φορά από τον πλοίαρχο του επίδικου πλοίου στον λιμένα του Πόρου με το αιτιολογικό «αμοιβαία συναινέσει», έκτοτε δε δεν προκύπτει ότι υπήρξε μεταξύ τους άλλη εργασιακή σχέση με την εναγομένη ναυτική εταιρεία σε σχέση και με το επίδικο πλοίο της. Τη δήλωσή του αυτή έκανε επιβεβαιώνοντας ότι δεν του οφείλονται απαιτήσεις από εργατικές αποδοχές, σε χρόνο που είχε λήξει κάθε εργασιακή σχέση με την εργοδότρια ναυτική εταιρεία και δεν προκύπτει ότι ανέμενε πλέον την επαναπρόσληψή του, οπότε ήταν οικεία βουλήσει και ενσυνείδητη η ομολογία του αυτή. Από κανένα γεγονός άλλωστε δεν προκύπτει ότι πιέστηκε ή επηρεάστηκε ή παραπλανήθηκε ή εξαπατήθηκε στο να προβεί σε αυτή τη δήλωση ούτε και την προγενέστερη ένορκη μαρτυρική του κατάθεση και κυρίως, ουδέποτε τις έχει προσβάλει ως πλαστά έγγραφα ως προς το περιεχόμενό τους, το οποίο κατά τεκμήριο αποτελεί πλήρη απόδειξη, καθόσον πρόκειται σε αμφότερες τις περιπτώσεις για δημόσια έγγραφα, στην κατάρτιση των οποίων συνέπραξε οικειοθελώς και εν γνώσει του. Αμφότερα δε τα έγγραφα αυτά λαμβάνονται υπόψη σε κάθε περίπτωση εν προκειμένω τουλάχιστον ως δικαστικά τεκμήρια, αφού το κύρος και το περιεχόμενό τους δεν αμφισβητείται εκ μέρους του, αλλά πολύ περισσότερο παράγουν πλήρη απόδειξη σε συνδυασμό και με την εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών και ανταποδεικτικών στοιχεία της δικογραφίας, καθόσον λαμβάνονται υπόψη ακόμη και ως μη πληρούντα τον νόμο αποδεικτικά μέσα εφόσον πρόκειται για μία δίκη εργατικών διαφορών, αλλά ούτε και αντικρούονται επαρκώς και προσηκόντως και ει της ουσίας εκ μέρους του ενάγοντος-εκκαλούντος, παράγοντας πλήρη απόδειξη έστω και εξ αντιδιαστολής για την εκ μέρους της αντιδίκου του εργοδότριας ναυτικής εταιρείας εξόφλησή του ως προς το σύνολο των δεδουλευμένων εργατικών αποδοχών του, συμπεριλαμβανομένων και των επικαλούμενων επίδικων εργατικών αυτών αξιώσεών του μεταξύ τους, καθόσον δεν απέδειξε ο ίδιος, φέρων δε και το σχετικό βάρος απόδειξής τους κατ’ άρθρα 335 και 338 ΚΠολΔ, ότι του οφείλονται ακόμη από την εναγομένη ναυτική εταιρεία και πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου στο οποίο εργάστηκε καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα. Τούτη η παραδοχή ενισχύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, και από τα ακόλουθα γεγονότα: 1) Η μεταξύ τους σχέση εργασίας εμφανίζεται ότι έχει λήξει ομαλά και τις δύο φορές, χωρίς παράπονα, αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις εκ μέρους του εργαζομένου ναύτη ενάγοντος έναντι της εργοδότριας ναυτικής εταιρείας, κι αν την πρώτη φορά έγινε εξ ανάγκης λόγω «κλεισίματος του ναυτολογίου για ετήσια επιθεώρηση» του πλοίου, τη δεύτερη φορά έγινε «αμοιβαία συναινέσει», γεγονός που συνάδει και με την υπεύθυνη δήλωσή του και με την ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ως άνω, αλλά και με το γεγονός ότι την κρινόμενη αγωγή άσκησε στις 30-12-2014 μόλις οκτώ (8) μήνες μετά την επίκλησή του ότι του οφείλονταν ήδη από τον χρόνο απόλυσής του χρήματα από εργατικές αποδοχές οποιασδήποτε φύσης εκ μέρους της εναγομένης πλοιοκτήτριας και δη παρά τη σαφή και απόλυτη άρνηση της τελευταίας να του εξοφλήσει τέτοιες αποδοχές εξ αρχής και ήδη από τον χρόνο απόλυσής τους τον Απρίλιο του 2014, κατά του ισχυρισμούς του. Επίσης δεν συνάδει το γεγονός τη επαναπρόσληψής του στο εν λόγω πλοίο για να εργαστεί με την ίδια ειδικότητα του ναύτη, όταν ο ίδιος φέρεται να είχε παράπονα για μη καταβολή διαφοράς εκ των εργατικών δεδουλευμένων αποδοχών του από προγενέστερη χρονική περίοδο παροχής εργασίας στο ίδιο πλοίο  έναντι της ίδιας εργοδότριας και με την ίδια ειδικότητα απασχόλησής του. Ο ενάγων δεν εξηγεί επαρκώς γιατί εξακολούθησε να εργάζεται την πρώτη χρονική περίοδο από Σεπτέμβρη έως και αρχές Μαρτίου του 2014 και γιατί συμφώνησε στην επαναπρόσληψή του με τους ίδιους όρους εργασίας του, εν γνώσει του ότι δεν του καταβάλλονταν οι δικαιούμενες για την εργασία που παρείχε δεδουλευμένες αποδοχές του ήδη από την προγενέστερη περίοδο εργασίας του και αφού και στη δεύτερη περίοδο εργασίας του θα εξακολουθούσε το ίδιο καθεστώς εκμετάλλευσής του από την εργοδότριά του, κατά τους ισχυρισμούς του, όπως και έγινε καθόλο τον μήνα Απρίλιο του 2014 που εργάστηκε στο εν λόγω πλοίο, εν γνώσει του δε υπέγραψε και χορήγησε και δήλωση ότι δεν του οφείλονται εργατικές αποδοχές οποιασδήποτε φύσης, κατά τη λήξη της σχέσης εργασίας του με την απόλυσή του, έχοντας ήδη απασχοληθεί στο πλοίο επί επτά περίπου μήνες και μάλιστα με δύο διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας. 2) Ο ενάγων ουδόλως προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των επίδικων εργατικών αξιώσεών του, καθόσον ακόμη και για την προσκομιζόμενη εκ μέρους του ένορκη βεβαίωση του … εγείρονται αμφιβολίες, καθόσον αφενός μεν, ο ίδιος ο ενάγων έχει δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την έγερση της ένδικης διαφοράς με την πλοιοκτήτρια εταιρεία, τα ακριβώς αντίθετα απ’ ότι ο ως άνω μάρτυράς του, σε σχέση με τη (μη) οφειλή εργατικών αποδοχών στον ίδιο από την εργοδότριά του, αφετέρου δε, ο εν λόγω μάρτυρας και πλοίαρχος στο πλοίο της εργοδότριας ναυτικής εταιρείας είχε προηγούμενους δικαστικούς αγώνες ανοιχτούς με τον πλοιοκτήτη και ιδιοκτήτη αυτής … σε σχέση με ζητήματα εργασίας και συμπεριφοράς ενδεχομένως και εργατικών αποδοχών μεταξύ τους, εξ ου και οι σχετικές ερωτήσεις στον ενάγοντα όπως συνάγεται σαφώς από την ένορκη μαρτυρική κατάθεσή του στο πλαίσιο της ποινικής προανάκρισης για την ερευνώμενη υπόθεση μεταξύ τους, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι και από εμπάθεια καταθέτει όσα καταθέτει, προς ενίσχυση των όψιμων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος σε βάρος της ίδιας εργοδότριας ναυτικής εταιρείας, οπότε αποδυναμώνεται αποδεικτικά η ένορκη βεβαίωσή του, η οποία δεν είναι ικανή να δημιουργήσει τον αναγκαίο αι προσήκοντα βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης ως προς την απόδειξη των ενδίκων εργατικών αξιώσεων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης. 3) … έχει μάλιστα κατηγορηθεί από την εναγομένη-εφεσίβλητη για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα και της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίω, λόγω των όσων κατέθεσε ως μάρτυρας στην προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα-εκκαλούντα υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωσή του ως άνω που ελήφθη στις 16-6-2015 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλαυρίας, κατόπιν υποβολής της από 11-9-2017  μήνυσης εκ μέρους της σε βάρος του ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς (με ΑΒΜ Α17-693) που κατατέθηκε στις 12-9-2017, πέραν του ότι ο ενάγων-εκκαλών ουδέν έτερο αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζει για την απόδειξη των αγωγικών του εργατικών αξιώσεων σε βάρος της εναγομένης πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας, και ιδίως για το γεγονός ότι δεν έχει πλήρως εξοφληθεί σχετικά με αυτές, κατά την ένσταση εξοφλήσεως που προβάλλεται από την αντίδικό του εργοδότρια ναυτική εταιρεία, ενόψει του ότι μάλιστα ο ίδιος τόσο στην ένορκη μαρτυρική του κατάθεση, όσο και στην υπεύθυνη δήλωσή του συνομολογεί εξωδίκως, εγγράφως και ενυπογράφως και σε ανύποπτο χρόνο μάλιστα, οικεία βουλήσει, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε πίεσή του, ότι ουδόλως διατηρεί εργατικές αξιώσεις οποιασδήποτε φύσης έναντι αυτής από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας καθόλο δε το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στο πλοίο της και στο τέλος έκαστου χρονικού διαστήματος απασχόλησής του, κατά τον χρόνο απόλυσής του, σύμφωνα δε με τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα και τα νομίμως προβλεπόμενα και δικαιούμενα υπέρ του εκ της εργατικής νομοθεσίας (λ.χ. ΣΣΝΕ). Άλλωστε, δεν προκύπτει από την εκκαλουμένη ότι δεν τη συνεκτίμησε ως αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζεται εκ μέρους του ενάγοντος στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον ρητώς αναφέρεται στο σκεπτικό της ότι την έλαβε μεν υπόψη κατά την ουσιαστική κρίση της οριστικής απόφασής του. Άλλο είναι το θέμα ότι έστω και σιωπηρά δεν κρίθηκε πειστική αλλά μειωμένης αξιοπιστίας, ως αποδεικτικό μέσο. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι ζήτημα ουσιαστικής κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, για το πώς θα εκτιμήσει την ένορκη αυτή βεβαίωση, όπως και τα έγγραφα, τα οποία όμως ορθώς εκτίμησε κατά την κρίση και του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με βάση το σκεπτικό της εκκαλουμένης, αγόμενο στην οριστική του απόφαση, τούτο εναπόκειται στην κατά συνείδηση και ελεύθερη ουσιαστική κρίση του, σε συνδυασμό και κατ’ αντιπαραβολή με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας που προσκόμισαν στη δίκη οι διάδικοι, την οποία κρίση του συμμερίζεται και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (ΚΠολΔ 340), απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού-λόγου έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Επισημαίνεται δε ότι στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση ουδόλως γίνεται μνεία περί της ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης, της υπεύθυνης δήλωσης και των συναινετικών τρόπων και λόγων απόλυσης του ενάγοντος ναύτη σε αμφότερες τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας του με την εναγομένη πλοιοκτήτρια, για το γεγονός της παραδοχής των αντιθέτων με αυτές εκ μέρους του πρώτου σε σχέση με όσα εκθέτει στην αγωγή του και συναφώς ισχυρίζεται και ο μάρτυρας αυτός στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση, αλλά και για τον χρόνο και τις περιστάσεις που δόθηκαν η υπεύθυνη δήλωση και η ένορκη μαρτυρική κατάθεσή του σε σχέση με τα όσα εκ των υστέρων ισχυρίζεται εν προκειμένω στην κρινόμενη αγωγή του, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, γεγονός που επίσης πλήττει τη χρησιμότητά της στην παρούσα δίκη. 4) Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας του ούτε αντιρρήσεις ούτε παράπονα ούτε επιφυλάξεις εξέφρασε ο ενάγων ναύτης προς τον πλοίαρχο ή τον πλοιοκτήτη για μη καταβολή οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών του εκ μέρους της εναγομένης ναυτικής εταιρείας, λόγω υπερωριακής του εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, αλλά παρέμεινε στη ναυτική εργασία του και παρουσιαζόταν ως πλήρως ικανοποιημένος από τη μισθοδοσία του, αφού ανανέωνε τις συμβάσεις ναυτολόγησής του στο πλοία της ιδίας πλοιοκτήτριας, ουδόλως δε διαμαρτυρήθηκε (παρά μόνο πολύ εκ των υστέρων με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής οκτώ (8) μήνες μετά την οριστική λήξη της με τη δεύτερη απόλυσή του και δεκαπέντε (15) μήνες μετά την έναρξη της εργασιακής του σχέσης με την πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία (βλ. σχετ. ΜονΠρΠειρ 3741/2012 αδημ.) ούτε προέβη σε καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησής του για τυχόν ανεξόφλητες υπερωρίες που εκτέλεσε κατά τα ναυτικά του καθήκοντα ή οφειλόμενα επιδόματα αδείας και εορτών και αποζημιώσεις από μη λήψη της ανάπαυσής του, καθόλο το επόμενο των απολύσεών του χρονικό διάστημα αλλά και κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που τελούσε διαρκώς υπό ναυτική υπηρεσία στο πλοίο της ιδίας εργοδότριας, από το οποίο συνάγεται ότι η μεταξύ του ενάγοντος και της πλοιοκτήτριας εταιρείας εργασιακή σχέση λειτουργούσε κανονικά επί μακρόν και γι’ αυτό ανανεώθηκε και με δεύτερη σύμβαση ναυτικής εργασίας μεταξύ τους, επανειλημμένως και ανεπιφύλακτα εκ μέρους του ως προς τον μισθοδοτικό του λογαριασμό, έναντι της εναγομένης (ΕφΠειρ 680/2006, ΕφΠειρ 449/2006, ΕφΠειρ 363/2006, ΕφΠειρ 138/2006, ΕφΠειρ 1000/2005, ΕφΠειρ 276/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 616/2004, ΕφΠειρ 33/2002, ΜονΠρΠειρ 3741/2012 αδημ. στον νομικό τύπο). Κι αν κατά τη διάρκεια της επίδικης σύμβασης ναυτολόγησής του δίσταζε τυχόν να ενεργήσει έτσι από φόβο απόλυσης και απώλειας της εργασίας του, ως πεπειραμένος ναυτικός που ήταν, θα μπορούσε να το πράξει έστω και σε εύλογο μεταγενέστερο χρόνο, για να διεκδικήσει τις νόμιμα οφειλόμενες αποδοχές του ή να μην ανανεώσει τη σύμβαση ναυτολόγησής του με το πλοίο της ιδίας ναυτικής εταιρείας, εάν αισθανόταν ότι τον εκμεταλλευόταν εργασιακά και είχε παράπονα αναφορικά με τη μισθοδοσία του. Εξ αυτών καθίσταται σαφές ότι ο ενάγων συναινούσε κάθε φορά στην επαναυτολόγησή του από την εναγομένη, η οποία ακολουθούσε μετά από κάθε απόλυσή του από το πλοίο της, χωρίς να γίνεται αυτή μονομερώς και άνευ βουλήσεώς του. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε εκ μέρους του ενάγοντος ότι δεν τολμούσε να διεκδικήσει τις οφειλόμενες λόγω υπερωρίας νόμιμες δεδουλευμένες αποδοχές του υπό την απειλή της απόλυσής του, καθόσον δεν επιβεβαιώθηκε τέτοια βάσιμη πιθανότητα από την ένορκη βεβαίωση ή άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο που επικαλείται και προσκομίζει στη δικογραφία. 5) Δεν αποδείχθηκε από τον ενάγοντα-εκκαλούντα ότι πιέστηκε, απειλήθηκε και εξαναγκάστηκε από την εργοδότρια ναυτική εταιρεία για να υπογράψει την υπεύθυνη δήλωση ή να δώσει την ένορκη μαρτυρική κατάθεση, με τα οποία αποδέχεται ότι εκείνη δεν του οφείλει εργατικές αποδοχές οποιασδήποτε φύσης και αιτίας ούτε και για να υπογράψει την απόλυσή του «αμοιβαία συναινέσει», καθόσον, το Δικαστήριο εκτιμά ότι κανείς δεν μπορούσε να τον εξαναγκάσει να το πράξει εν αγνοία του ή χωρίς τη θέλησή του, εάν δεν γνώριζε τι υπέγραφε κι αν δε συμφωνούσε ή δεν είχε συμφέρον από την εξέλιξη αυτών και δεν κατανοούσε τον τρόπο που έληξε η συμβατική σχέση εργασίας με την εργοδότριά του καθώς και το γεγονός ότι απεμπολούσε έτσι οποιεσδήποτε τυχόν εργατικές αξιώσεις του έναντι αυτής. Εξάλλου, δεν εξηγεί κατά τρόπο πειστικό και βάσιμο τον λόγο για τον οποίο έρχεται εκ των υστέρων και βεβαιώνει με υπεύθυνη δήλωση και με ένορκη μαρτυρική κατάθεσή του, κατά τη λήξη των επιμέρους δύο συμβάσεων ναυτικής εργασίας του στο πλοίο, αντιστοίχως, ότι δεν του οφείλονται εργατικές αποδοχές, ήτοι τα αντίθετα απ’ ότι ίσχυαν τότε κατά τους χρόνους απόλυσής του, σύμφωνα με τα όσα εν γένει επικαλείται οψίμως στην αγωγή του, τα οποία άργησε να υποστηρίξει και διεκδικήσει, με αποτέλεσμα να εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες γι’αυτά,με δεδομένη και την προγενέστερη συμπεριφορά του συμβιβασμού του, στην έκταση και στην ένταση αυτή, με τις οποίες ο ίδιος κατέρριψε σε ανύποπτο δε χρόνο κάθε ενδεχόμενο βασιμότητας εργατικών αξιώσεών του από δεδουλευμένα και μισθολογικές αποδοχές που μπορεί να του οφείλονταν από την εργοδότριά του και πλοιοκτήτρια του πλοίου, ναυτική εταιρεία. Δεν εξηγεί επίσης γιατί νωρίτερα δεν αναζήτησε με οποιονδήποτε τρόπο τα οφειλόμενα σε αυτόν από την πλοιοκτήτρια εταιρεία κατά τη διάρκεια των συμβάσεων, αλλά και μετά τη λήξη αυτών, από τον χρόνο της απόλυσής του και εφεξής, αλλά συμβιβάστηκε με την κατάσταση και με τις θέσεις της εργοδότριάς του. 6) Ο ενάγων-εκκαλών δεν εξηγεί κατά τρόπο πειστικό και βάσιμο γιατί φοβόταν να αντιδράσει έναντι της δυσμενούς και επιζήμιας για τον ίδιο αιτιολογίας απόλυσης του ως «αμοιβαία συναινέσει» έναντι της εργοδότριας ναυτικής εταιρείας, με την οποία αποδεχόταν ότι ουδεμία αξίωση εργατικής φύσης διατηρεί σε βάρος της κατά τον χρόνο λήξης της εργασιακής του σχέσης, αφού ούτε επιφυλάχθηκε ούτε διαμαρτυρήθηκε, αλλά αντιθέτως αποδέχθηκε ότι δεν του χρωστούσε χρήματα από αποδοχές δεδουλευμένων καθόλο το χρονικό διάστημα των δύο συμβάσεων ναυτικής εργασίας μεταξύ τους, βάσει των οποίων παρείχε τις ναυτικές υπηρεσίες του στο πλοίο της. Μάλιστα, παραδέχθηκε και με υπεύθυνη δήλωση και με ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ότι δεν του οφείλει η εργοδότρια ναυτική εταιρεία οτιδήποτε από εργατικές αποδοχές. Πλην όμως, δεν κατέστησε σαφή τον λόγο που φοβόταν ότι ειδάλλως εάν δεν «συναινούσε» στην απόλυσή του, ότι δηλαδή θα αναγραφόταν στο ναυτικό του φυλλάδιο διαφορετική και απολύτως επιβαρυντική για τον ίδιο αιτιολογία απόλυσής του, που θα τον δυσχέραινε εφεξής στην ανεύρεση νέας εργασίας. Ο ισχυρισμός του αυτός όμως έτσι είναι αόριστος και δεν μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως από το Δικαστήριο. 7) Ούτε εξηγεί πειστικά και με βασιμότητα γιατί ενώ η εναγομένη εργοδότριά του ναυτική εταιρεία τον απέλυσε χωρίς να του καταβάλει τις επίδικες εργατικές αποδοχές που του όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς του, κι ενώ αρνούταν έκτοτε (μετά την απόλυσή του) να το πράξει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του προς αυτήν, εντούτοις δεν προσέβαλε την απόλυσή του ούτε την υπεύθυνη δήλωσή του ούτε την ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ως πλαστές και προϊόν απάτης ή απειλής ή εξαναγκασμού ούτε προσέφυγε ενώπιον των λιμενικών ή αστυνομικών αρχών για να καταγγείλει και να αμφισβητήσει τα προαναφερόμενα εκ μέρους του αποδεχθέντα, γεγονός που, έστω κι αν δεν μπορούσε να πράξει κατά τη διάρκεια της σχέσης ναυτικής απασχόλησής του στο πλοίο της εναγομένης, θα μπορούσε όμως να είχε τολμήσει να ενεργήσει στη συνέχεια μετά την απόλυσή του, ώστε, ακόμη κι αν δεν επετύγχανε τη δικαίωσή του τότε κατά τον χρόνο της αρχικής ή της οριστικής απόλυσής του τουλάχιστον να μπορούσε εύσχημα να διαμαρτυρηθεί για τις οφειλόμενες αποδοχές του και να ενισχύσει έτσι αποδεικτικά τις επίδικες εργατικές αξιώσεις του έναντι της εναγομένης, ακόμη και στην παρούσα δίκη, εκ των υστέρων. Εφόσον ο ίδιος δεν φρόντισε να στηρίξει κατά τον νόμο τα συμφέροντά του εγκαίρως, πώς μπορεί να ισχυρίζεται εν προκειμένω τα αντίθετα απ’ όσα δήλωσε επανειλημμένως στο παρελθόν, χωρίς να τα έχει προσηκόντως αναιρέσει και να περιμένει βασίμως δικαίωσή του από τα δικαστήρια, ενώπιον των οποίων  όμως δεν έχει ο ίδιος ανταποκριθεί στο βάρος απόδειξης των αγωγικών ισχυρισμών του. 8) Αναφορικά με τον ισχυρισμό-λόγο έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος ότι δεν συνιστά παραίτησή του από τις εργατικές αποδοχές του η όποια υπεύθυνη δήλωσή του ούτε και η ένορκη κατάθεσή του ως μάρτυρα στην ποινική προδικασία και σε κάθε τέτοια περίπτωση θα ήταν άκυρη είτε ως παραίτηση είτε ως άφεση χρέους εκ μέρους του ως εργαζόμενου (ναύτη) έναντι της εργοδότριάς του (πλοιοκτήτρια και ναυτική εταιρείας), επισημαίνεται ότι ουδόλως εκτιμάται εν προκειμένω ως παραίτηση, αλλά ως εξώδικη ομολογία του και άλλωστε έχουν δοθεί σε ανύποπτο χρόνο και όχι ενόψει της προκείμενη ένδικης διαφοράς συνιστούν δικαστικά τεκμήρια και δημόσια έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα και ως τέτοια λαμβάνονται υπόψη, ως προς δε το περιεχόμενό τους, αποτελούν αβίαστη παραδοχή-ομολογία του ενάγοντος περί της βασιμότητας της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης για τις επίδικες αγωγικές αξιώσεις του και δεν συνάδουν ούτε εκλαμβάνονται ως παραίτησή του ούτε ως άφεση χρέους εκ μέρους του προς την εναγομένη ως προς τις επίδικες εργατικές αξιώσεις του, προκειμένου να είναι άκυρη ως δήλωση που απαγορεύεται από τον νόμο και κατά πάγια θέση της νομολογίας των δικαστηρίων, καθόσον δεν πληρούνται σε καμία από τις δύο περιπτώσεις οι προϋποθέσεις και οι περιστάσεις της παραίτησης ή της άφεσης χρέους, δεδομένου ότι η μεν υπεύθυνη δήλωση δόθηκε εκ μέρους του κατά τη λήξη της δεύτερης σύμβασης ναυτικής εργασίας που είχε συνάψει με την πλοιοκτήτρια του πλοίου στο οποίο εργαζόταν και δη «αμοιβαία συναινέσει», γεγονός το οποίο ουδέποτε προσέβαλε μέχρι σήμερα, η δε ένορκη μαρτυρική του κατάθεση δόθηκε στο πλαίσιο ποινικής προδικασίας κατόπιν μήνυσης για έτερη ποινική υπόθεση, οπότε δεν εκλαμβάνονται ως ενέργειες εκ μέρους του λόγω πίεσης ή εξαπάτησής του ή παραπλάνησης του ή εξαναγκασμού του που οδήγησαν σε απεμπόληση των θεμελιωμένων δικαιωμάτων του από μισθολογικές εργατικές αποδοχές του, ώστε να τίθεται ζήτημα ακυρότητας αυτών υπέρ του. Η δε σχετική νομολογία που επικαλείται στα δικόγραφά του ο ενάγων-εκκαλών δεν συνάδει με την επίδικη περίπτωση, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εκκαλούντος ως αβάσιμου. Σε καμία δε περίπτωση δεν απαγορεύεται στην εναγομένη-εφεσίβλητη να προβάλει ένσταση εξοφλήσεως για τις επίδικες αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος-εκκαλούντος σε βάρος της, την οποία απέδειξε επικαλούμενη βασίμως ως αποδεικτικά μέσα την υπεύθυνη δήλωση και την ένορκη μαρτυρική του κατάθεση που ο ίδιος έδωσε σε ανύποπτο χρόνο, ο δε ενάγων ναύτης όφειλε να την είχε αντικρούσει ανταποδεικτικώς με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, πέραν της γενικής άρνησής της, γεγονός που κατά τα προδιαλαμβανόμενα δεν επέτυχε. Επισημαίνεται δε ότι στις εν λόγω υπεύθυνη δήλωση και ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ο ενάγων-εκκαλών αποδέχεται πλήρως ότι δεν του οφείλονται χρηματικά ποσά για αποδοχές από εργατικές αξιώσεις δεδουλευμένων εκ μέρους της εργοδότριας πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας από οποιαδήποτε δε αιτία, αποδεχόμενος κατ’ ουσίαν ότι έχει πλήρως εξοφληθεί κατά τη λήξη λόγω απόλυσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του με αυτήν σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις, η δήλωση και κατάθεσή του είναι ρητές, σαφείς και συγκεκριμένες, αναφέρονται δε σε κάθε είδους συλλήβδην και επιμέρους εργατικές αξιώσεις του από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, αλλά και την προστατευτική των δικαιούμενων αποδοχών εργατική νομοθεσία συμπεριλαμβανομένων υπερωριών, επιδομάτων, αποζημιώσεων κλπ., ώστε είναι ανεπίδεκτη αμφισβήτησης, κατά περιεχόμενο και κατά τύπο, ενώπιον των αρχών και με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του, ώστε ουδόλως γεννάται ζήτημα αοριστίας περί την ένσταση εξοφλήσεώς του, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εκκαλούντος. Συνεπεία των ανωτέρω, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όπως ορθώς και το πρωτοβάθμιο έκρινε, δεν σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος κατά της εναγομένης από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας, αφού ο ενάγων δεν κατόρθωσε να αποδείξει επαρκώς με πλήρη βασιμότητα και ασφάλεια όσα έπρεπε και με όσα αποδεικτικά στοιχεία έπρεπε να διαθέτει, για την ενίσχυση της πεποίθησης του Δικαστηρίου ότι η αγωγή του εμπεριέχει βάσιμες κατ’ ουσίαν αξιώσεις του έναντι της εναγομένης ούτε αντέκρουσε επιτυχώς την ένσταση της εναγομένης-εφεσίβλητης εργοδότριάς του περί πλήρους εξοφλήσεώς του σε όλες τις εργατικές απαιτήσεις του και για οποιαδήποτε διαφορά από οποιασδήποτε φύσεως εργατική απαίτηση από δεδουλευμένα. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι τα συγκεκριμένα αγωγικά κονδύλια δεν έχουν εξοφληθεί κι ότι υφίστανται ενεργές οι αξιούμενες εργατικές απαιτήσεις του ενάγοντος κατά της εναγόμενης για την αμοιβή του, οι οποίες εξοφλήθηκαν, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης της εναγόμενης ως βάσιμης κατ’ ουσίαν και απορριπτομένου κάθε αντίθετου περί τούτου ισχυρισμού του ενάγοντος, ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν, κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Συνακόλουθα, απορριπτέοι τυγχάνουν οι λόγοι έφεσης του ενάγοντος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι, αφού πέραν των ανωτέρω σκέψεων από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν ενισχύονται ως βάσιμοι και πειστικοί οι σχετικοί ισχυρισμοί του, καθότι δεν προσκομίστηκαν στη δίκη επαρκώς πρόσφορα, σαφή και πειστικά αποδεικτικά μέσα εκ μέρους του, για τον σχηματισμό ασφαλούς και πλήρους δικανικής κρίσης, ενώ για την εναγομένη αρκεί ακόμη και η αμφισβήτηση των εκτιθέμενων στην ιστορική βάση της αγωγής, πολύ περισσότερο δε που οι θέσεις της κρίνονται εν προκειμένω πλέον πειστικές. Τέλος, αναφορικά με τη δικαστική δαπάνη, προβλέπεται στον νόμο ότι επιδικάζεται σε βάρος του διαδίκου που ηττήθηκε στη δίκη, ανάλογα με την έκταση της ήττας του και της νίκης του αντιδίκου του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 176επ. ΚΠολΔ, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως αβάσιμου, κρίση στην οποία καταλήγει και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ανάλογα με την έκβαση της παρούσας κατ’ έφεση δίκης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, δεν οφείλεται στον ενάγοντα το αιτούμενο ποσό ως υπόλοιπο, δεχόμενο καθ’ ολοκληρίαν την ένσταση εξόφλησης της εναγομένης και απορρίπτοντας την αγωγή του ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων απάντων των λόγων έφεσης και των συναφών ισχυρισμών του ενάγοντος, που διαλαμβάνονται στους λόγους της έφεσής του και στα δικόγραφά του, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμων στο σύνολό τους και με αντικατάσταση και συμπλήρωση των αιτιολογιών από το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε, πρέπει δε να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, ο εκκαλών-ενάγων πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης-εναγομένης, για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, λόγω της ήττας του και της αντίστοιχης νίκης αυτής, ενόψει της απόρριψης της έφεσής του ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, όπως ορίζεται ειδικότερα αυτή στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 176, 183, 191 §2 ΚΠολΔ, 63 §1, 68§1, 69 του Ν.4194/2013-ΚωδΔικ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

      ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

      ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

      ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα σε πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, τα οποία ορίζει σε ποσό διακοσίων ευρώ (200 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις     -11-2019.

        Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ