ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης
3824/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Μαρίνα Γρηγοριάδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Μαρτίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: … του … και της …, κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αναστασίας Στάικου.
Της εναγομένης: εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον ………και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Νικόλαου Κουντούρη.
Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 17-10-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11180/5037/26-10-2018, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 13-12-2018 και, κατόπι αναβολής, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίσιν αγωγή της, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, την 1-10-2016, στο λιμάνι του Πειραιά, με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια εταιρεία του υπό ελληνική σημαία … πλοίου «…», ναυτολογήθηκε σε αυτό, υπό την ειδικότητα της Επίκουρου, αντί μηνιαίου «κλειστού» μισθού ποσού 2.056,10 ευρώ και υπό τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς της έως και τις 30-1-2017, οπότε απολύθηκε, στο λιμάνι του Περάματος, «αμοιβαία συναινέσει». Ότι δυνάμει νέας συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, στις 30-6-2017, στο λιμάνι του Πειραιά, με την εναγομένη, ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο υπό τους ίδιους ως άνω όρους και εργάσθηκε σε αυτό από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς της έως και την 28-12-2017, οπότε απολύθηκε, στο λιμάνι του Περάματος, τυπικά «αμοιβαία συναινέσει» αλλά ουσιαστικά λόγω καταγγελίας της συμβάσεώς της από την εναγομένη. Ότι δυνάμει νέας συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, στις 20-5-2018, στο λιμάνι της Αίγινας, με την εναγομένη, ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο υπό τους ίδιους ως άνω όρους και εργάσθηκε σε αυτό από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς της έως και την 17-9-2018, οπότε απολύθηκε, στο λιμάνι της Αίγινας, τυπικά «αμοιβαία συναινέσει» αλλά ουσιαστικά λόγω καταγγελίας της συμβάσεώς της από την εναγομένη. Ότι κατά την περίοδο των ως άνω ναυτολογήσεών της, εργάστηκε στο ανωτέρω πλοίο όχι μόνο υπό την ειδικότητα του Επίκουρου αλλά και υπό την ειδικότητα του Οικονομικού Αξιωματικού, τα καθήκοντα του οποίου είχε εν τοις πράγμασι αναλάβει, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι κατά την περίοδο των ως άνω ναυτολογήσεών της, το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής δρομολόγια, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς της, εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημέρες και ώρες. Ότι, ωστόσο, η εναγομένη δεν της έχει καταβάλει ποσά που αφορούν στο μη καταβληθέν σε αυτή επίδομα ιματισμού, σε διαφορές επί των δεδουλευμένων της ως Επίκουρου, σε διαφορές επί της υπερωριακής της εργασίας καθημερινών – Κυριακών και Σαββάτων – αργιών ως Επίκουρου, σε διαφορές επί των δώρων εορτών Πάσχα του έτους 2017 και Χριστουγέννων των ετών 2016, 2017 και 2018 υπό αμφότερες τις ειδικότητές της ως Επίκουρου και Οικονομικού Αξιωματικού, στις αποζημιώσεις απολύσεώς της υπό αμφότερες τις ειδικότητές της ως Επίκουρου και Οικονομικού Αξιωματικού και στην αμοιβή της ως Οικονομικού Αξιωματικού. Με βάση αυτό το ιστορικό και έτσι όπως παραδεκτά το αίτημά της περιορίσθηκε εν μέρει ως προς το κονδύλιο υπό στοιχ. Α.2, ποσού 3.674,34 ευρώ, που αφορούσε στη διαφορά επί των δεδουλευμένων αποδοχών της ως Επίκουρου, με καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της (άρθρα 223, 294, 295 και 297 ΚΠολΔ), η ενάγουσα ζητά, κυρίως από τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας της (άρθρα 648 επ. ΑΚ), άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 72.495,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, περαιτέρω δε, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίσιν αγωγή, εισάγουσα εργατική διαφορά κατά τη διάταξη του άρθρου 614 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου τετάρτου ν. 4335/2015, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και πλέον – μετά την εφαρμογή του ν. 4335/2015 – κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ), καθ’ όσον αφορά απαιτήσεις που απορρέουν από σύμβαση ναυτολογήσεως (άρθρο 82 ΚΙΝΔ), ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2, 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3Α του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και είναι ορισμένη δεδομένου ότι για την κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ πληρότητά της δεν απαιτείται η παράθεση άλλων επί πλέον στοιχείων, απορριπτομένου ως μη βασίμου του αντιθέτου περί αοριστίας ισχυρισμού της εναγομένης, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλΔνη 41.43) και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648 επ. ΑΚ, 53, 54, 60, 64, 72 επ., 84 ΚΙΝΔ, 1 παρ. 1 και 5 α.ν. 3276/1944, της υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2017» (ΦΕΚ Β΄ 4005/17-11-2017) και των άρθρων 176, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, πλην των αιτημάτων της (ή των σχετικών τμημάτων αυτών) που αφορούν στην καταβολή ποσών ως αμοιβής για την εργασία της υπό την ειδικότητα του Οικονομικού Αξιωματικού, δεδομένου ότι στο πλοίο της εναγομένης δεν προβλέπεται η ναυτολόγηση Οικονομικού Αξιωματικού, έτσι όπως αυτό προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εναγομένη υπ’ αριθ. πρωτ. 3511.3/78/2010 Υπουργική Απόφαση για τον «καθορισμό της οργανικής σύνθεσης πληρώματος υδροπτέρυγου … πλοίου «…» Ν.Π. …», περαιτέρω δε, στο πλοίο της εναγομένης δεν τυγχάνει εφαρμογής ο επικαλούμενος από την ενάγουσα Κανονισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας επί Ελληνικών Επιβατικών Πλοίων του 1960 καθόσον ο τελευταίος, έτσι όπως κυρώθηκε από το Β.Δ 683/1960 (ΦΕΚ Α΄ 158/1960) «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» δεν αφορά σε πλοία όπως το πλοίο της εναγομένης, το οποίο, έτσι όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την εναγομένη έγγραφο εθνικότητας αυτού, είναι χωρητικότητας 161,63 κ.ο.χ. ήτοι μικρότερο των 500 κ.ο.χ.. Ομοίως, μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα τυγχάνει η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία, εν προκειμένω δε, η ενάγουσα, κατά τα προεκτεθέντα, στηρίζει την αγωγή της κατά τη (νόμιμη) κύρια βάση της σε ευθύνη εκ της συμβάσεως και δεν επικαλείται περιστατικά διαφορετικά προς στήριξη της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81, ΑΠ 1369/1993 ΕλλΔνη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 32.1534), σε κάθε περίπτωση δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, από την οποία προήλθε ο πλουτισμός του λήπτη, συνεπώς, όπου τέτοια ελαττωματικότητα δεν υφίσταται (όπου δηλ. η αιτία της μετακίνησης, ούτε ανύπαρκτη είναι, ούτε πάσχει) απαίτηση αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν στοιχειοθετείται (βλ. ΕφΘεσ 102/2001 Αρμ.2001.523, σχετικό άρθρο Στέφ. Ματθία, ΕλλΔνη 1990.497), ως εκ τούτου δε, αφού η ενάγουσα εκθέτει στην υπό κρίσιν αγωγή ότι για την επικαλούμενη περιουσιακή μετακίνηση υπάρχει ορισμένη αιτία, δεν υφίσταται εν προκειμένω αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον για το καταψηφιστικό αντικείμενό της δικαστικό ένσημο (βλ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό παράβολο).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 289 περ. 1 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 3816/1958) : «Εις ετήσιαν παραγραφή υπόκεινται και αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος δια την πληρωμή των μισθών και λοιπών παροχών των πηγαζουσών εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως…», σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 291 εδ. α΄του ίδιου Κώδικα: « Η παραγραφή αρχίζει άμα τη λήξει του έτους καθ’ ό συμπίπτει η αφετηρία αυτής…». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στη θεσπιζόμενη με αυτές παραγραφή υπόκεινται αδιακρίτως όλες οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος για την πληρωμή κάθε παροχής, που πηγάζει από τη σύμβαση ναυτολόγησης (ΑΠ 1185/2002 ΝοΒ 2003.1011, ΕφΠειρ 655/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010.392). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη, με καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, υπέβαλε την ένσταση παραγραφής αναφορικά με άπασες τις αγωγικές αξιώσεις που αναφέρονται στο έτος 2016, καθώς η υπό κρίσιν αγωγή επιδόθηκε σε αυτήν (εναγομένη) στις 30-10-2018 και, συνεπώς, κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίσιν αγωγής, οι ως άνω αξιώσεις είχαν ήδη υποπέσει στην ετήσια παραγραφή. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτό το αίτημα, η ως άνω ένσταση τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στα άρθρα που αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα πρόταση και, συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, των υπ’ αριθ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων των …, …, … και … αντίστοιχα, που δόθηκαν νομότυπα, επιμελεία της ενάγουσας, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, … και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, … αντίστοιχα), των υπ’ αριθ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων των … και … αντίστοιχα, που δόθηκαν νομότυπα, επιμελεία της εναγομένης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αίγινας, Μαρίας Νικηφοράκη – Βαγενά και της της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του …, που δόθηκε νομότυπα, επιμελεία της εναγομένης, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς, Γεωργίου Τριανταφυλλάκη, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 1-10-2016 συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα της Επίκουρου και έναντι συμφωνημένου «κλειστού» μηνιαίου μισθού ποσού 2.056,10 ευρώ, στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιώς … … πλοίο «…», κοχ 161,63, πλοιοκτησίας της εναγομένης, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 30-1-2017, οπότε και απολύθηκε, στο Πέραμα, «αμοιβαία συναινεσει». Στη συνέχεια, δυνάμει της από 30-6-2017 συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα επαναυτολογήθηκε αυθημερόν υπό την ίδια ως άνω ειδικότητα και υπό τους ίδιους όρους στο ως άνω πλοίο της εναγομένης, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 28-12-2017, οπότε και απολύθηκε, στο Πέραμα, «αμοιβαία συναινεσει». Στη συνέχεια, δυνάμει της από 20-5-2018 συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στην Αίγινα μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα επαναυτολογήθηκε αυθημερόν υπό την ίδια ως άνω ειδικότητα και υπό τους ίδιους όρους στο ως άνω πλοίο της εναγομένης, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 17-9-2018, οπότε και απολύθηκε, στην Αίγινα, «αμοιβαία συναινεσει». Εξάλλου, η ενάγουσα, για την ικανοποίηση των αξιώσεών της κατά της εναγομένης, ήγειρε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την υπό κρίσιν αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 26-10-2018 και επιδόθηκε στην εναγομένη στις 30-10-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Ωστόσο, η ετήσια παραγραφή των αγωγικών αξιώσεων για το έτος 2016, άρχισε την 1-1-2017 και έληξε στις 31-12-2017 (άρθρο 291 ΚΙΝΔ). Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν αποδείχθηκε ότι μεσολάβησε διακοπή της παραγραφής με την κατά τα ανωτέρω άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 261 εδ. α΄ΑΚ. Κατόπιν αυτών και με δεδομένο ότι, μη αποδειχθέντος του ότι οι γενόμενες από την εναγομένη καταβολές εντός του έτους 2017 αφορούν σε οφειλές της έναντι της ενάγουσας πηγάζουσες εκ του έτους 2016, δεν προέκυψε η επικαλούμενη από την ενάγουσα διακοπή της ενιαύσιας παραγραφής δια της αναγνώρισης της αξίωσης κατ’ άρθρο 260 ΑΚ αλλά ούτε και δια οποιουδήποτε άλλου τρόπου, από αυτούς που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα, πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της, κατά το μέρος που αφορά τις αξιώσεις της ενάγουσας του έτους 2016, λόγω παραγραφής, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της νομίμως υποβληθείσης από την εναγομένη σχετικής ένστασης. Περαιτέρω, καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης ναυτολόγησής της, οι όροι εργασίας της ενάγουσας διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και δη την υπ’ αριθ. ΥΑ 2242.5-1.5/77056/2017 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2017» (ΦΕΚ Β΄ 4005/17-11-2017). Το ως άνω πλοίο της εναγομένης, κατά την περίοδο ναυτολόγησης της ενάγουσας, εκτελούσε δρομολόγια σε γραμμές εντεταγμένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, πιο συγκεκριμένα δε, πραγματοποιούσε καθημερινά πολλαπλά κυκλικά δρομολόγια από τον Πειραιά προς την Αίγινα και το Αγκίστρι με αναχώρηση από το λιμένα του Πειραιά και άφιξη (επιστροφή) σε αυτόν μέσω των ιδίων λιμένων, με διανυκτέρευση στο Αγκίστρι κατά τη θερινή περίοδο και στην Αίγινα κατά τη χειμερινή περίοδο. Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης της ενάγουσας δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, εν όψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων προς τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης συγκεκριμένης γραμμής και της παρουσιαζόμενης κίνησης, αφενός βάσει του είδους της εργασίας της ενάγουσας, η οποία είχε τοποθετηθεί στα ως άνω πλοία με την ειδικότητα της Επίκουρου και αφετέρου βάσει της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος, των προαναφερθέντων χρονικών ορίων των εκτελεσθέντων δρομολογίων, των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση της ενάγουσας επί των ως άνω πλοίων, τα οποία ήταν δρομολογημένα στην προαναφερθείσα ακτοπλοϊκή γραμμή, η οποία παρουσίαζε αυξημένη επιβατική κίνηση και η οποία επιβεβαιώνεται από την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας, για την οποία η εναγομένη παρείχε αμοιβή στην ενάγουσα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχολήσεως της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο ήταν δέκα (10) ώρες. Έτσι, με βάση τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης συλλογικής συμβάσεως εργασίας, η ενάγουσα εργάστηκε υπερωριακώς (πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας της κατά τα Σάββατα και τις αργίες) κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα της ναυτολογήσεώς της και, πιο συγκεκριμένα από 1-1-2017 έως 30-1-2017, από 30-6-2017 έως 28-12-2017 και από 20-5-2018 έως 17-9-2018 : α) 728 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (364 καθημερινές και Κυριακές Χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα) για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (728 ώρες X 6,71 ευρώ =) 4.884,88 ευρώ και β) 720 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες (72 Σάββατα και αργίες X 10 ώρες), για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (720 ώρες X 8,06 ευρώ =) 5.803,20 ευρώ και συνολικά για το εν λόγω χρονικό διάστημα δικαιούται ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας το συνολικό ποσό των (4.884,88 + 5.803,20 =) 10.688,08 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, έτσι όπως η ενάγουσα συνομολογεί με τις προτάσεις της, το συνολικό ποσό των 5.084 ευρώ και, ως εκ τούτου, δικαιούται τη διαφορά ποσού (10.688,08 – 5.084 =) 5.604,08 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της νομίμως υποβληθείσης υπό της εναγομένης ένστασης εξόφλησης. Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 60 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ως άνω εφαρμοζομένης εν προκειμένω συλλογικής συμβάσεως εργασίας του έτους 2017 και την υπ’ αριθ. 70109/8008 της 14.12.1981/7.1.1982 απόφαση του ΥΕΝ και δεδομένου ότι ο συνολικός μηνιαίος μισθός της ενάγουσας, για το συνολικό χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς της ανερχόταν στο ποσό των (2.056,10 κλειστός μισθός + 735,42 κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή =) 2.791,52 ευρώ, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει ως δώρα εορτών τα ακόλουθα ποσά: α) Για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2017 για το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς της από 1-1-2017 έως 30-1-2017, η ενάγουσα δικαιούτο να λάβει ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού της για κάθε 8 ημέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 348,94 ευρώ (ήτοι συνολικός μηνιαίος μισθός 2.791,52 ευρώ / 2 = 1.395,76 Χ 1/15 = 93,05 ευρώ ανά οκταήμερο απασχόλησης Χ (30/8 =) 3,75 οκταήμερα της ανωτέρω περιόδου). β) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2017 για το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς της από 30-6-2017 έως 28-12-2017, η ενάγουσα δικαιούτο να λάβει ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού της για κάθε 19 ημέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 2.128,24 ευρώ (ήτοι συνολικός μηνιαίος μισθός 2.791,52 ευρώ Χ 2/25 = 223,32 ευρώ ανά δεκαεννιαήμερο απασχόλησης Χ (181/19 =) 9,53 δεκαεννιαήμερα της ανωτέρω περιόδου). γ) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2018 για το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς της από 20-5-2018 έως 17-9-2018, η ενάγουσα δικαιούτο να λάβει ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού της για κάθε 19 ημέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 1.411,38 ευρώ (ήτοι συνολικός μηνιαίος μισθός 2.791,52 ευρώ Χ 2/25 = 223,32 ευρώ ανά δεκαεννιαήμερο απασχόλησης Χ (120/19 =) 6,32 δεκαεννιαήμερα της ανωτέρω περιόδου) ήτοι συνολικά έπρεπε να λάβει για τις ως άνω αιτίες το ποσό των (348,94 + 2.128,24 + 1.411,38 =) 3.888,56 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, έτσι όπως η ενάγουσα συνομολογεί με τις προτάσεις της, το συνολικό ποσό των 3.285,06 ευρώ και, ως εκ τούτου, δικαιούται τη διαφορά ποσού (3.888,56 – 3.285,06 =) 603,50 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της νομίμως υποβληθείσης υπό της εναγομένης ένστασης εξόφλησης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 της ως άνω εφαρμοζομένης συλλογικής συμβάσεως εργασίας, «στα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταβάλλεται και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού που πρέπει να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται σ’ αυτά το ανωτέρω επίδομα». Στην προκειμένη περίπτωση, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους διαδίκους μισθολογικές καταστάσεις προκύπτει ότι δεν καταβαλλόταν στην ενάγουσα επίδομα ιματισμού, ο ισχυρισμός ωστόσο της εναγομένης ότι παρείχε εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό αποδεικνύεται κατ’ ουσίαν βάσιμος ερειζόμενος σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία και δη στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγομένη υπ’ αριθ. …, …, …, …, …, … και … τιμολόγια αγοράς σχετικού υλικού, επιβεβαιώνεται δε έτι περαιτέρω από τα αναφερόμενα στις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από αυτήν υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις, ως εκ τούτου, η ενάγουσα ουδέν δικαιούται για την αιτία αυτή, απορριπτομένου του σχετικού κονδυλίου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι αφενός η απόλυση της στο λιμάνι του Περάματος στις 28-12-2017 έλαβε χώρα λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου της εναγομένης άνω των 60 ημερών και αφετέρου ότι η απόλυση της στο λιμάνι της Αίγινας στις 17-9-2018 έλαβε χώρα λόγω μονομερούς καταγγελίας την ένδικης σύμβασης ναυτολογήσεώς της και χωρίς η ίδια (η ενάγουσα) να ευθύνεται για κανένα παράπτωμα που να την δικαιολογεί, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σημειώσεις των υπαλλήλων της αρμόδιας λιμενικής αρχής στο ναυτικό φυλλάδιο της ενάγουσας, το οποίο έχει την αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου ως προς τα γεγονότα που βεβαιώνει η δημόσια αρχή και έλαβαν χώρα ενώπιόν της, όπως είναι οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών σχετικά με την κατάρτιση και τη λύση της σύμβασης ναυτολόγησης (Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, έκδ. 1994, σελ. 433), κατά αμφότερους τους ανωτέρω χρόνους, οι αντίστοιχες ένδικες συμβάσεις λύθηκαν «αμοιβαία συναινέσει» χωρίς να γίνεται αναφορά σε διακοπή των πλόων ή σε οποιαδήποτε καταγγελία, όπως ευχερώς θα μπορούσε. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκαν οι επικαλούμενες από την ενάγουσα αιτίες της λύσης των συμβάσεων ναυτολόγησής της, η ενάγουσα δεν δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης και, ως εκ τούτου, πρέπει το σχετικό αγωγικό αίτημα να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (5.604,08 + 603,50 =) 6.207,58 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή καθόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η καθυστέρηση της εκτέλεσής της μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στη μισθοσυντήρητη ενάγουσα. Τέλος, η εναγομένη πρέπει να καταδικαστεί, κατά το μέγεθος της ήττας της, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρο 178 ΚΠολΔ), κατ’ αποδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων επτά ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (6.207,58€) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ