Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης    3897 /2019

(Αριθμός κατάθεσης έφεσης: 236/2015)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 13513/2015)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 7604/2015)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

              ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

              ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 8η Μαΐου 2018 για να δικάσει με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών την υπ’ αριθ. καταθέσεως 236/2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 13513/2015 και 7604/2015 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 99/2014 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, και με αντικείμενο την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο, μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Κ. Κ.  Α.,  Α. Δ. και 2) Α. Τ.  Γ., κατοίκου …, που παραστάθηκαν στη δίκη δια της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Μαρίας Λειβιδιώτου-Σαξώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1594), κατοίκου Πειραιώς, επί της Λεωφόρου Χατζηκυριάκου,αριθ.15-17, που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία …, εδρεύουσας στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού Αλκιβιάδου, αριθ.119, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δεν παραστάθηκε στη δίκη και δεν κατέθεσε προτάσεις.

 

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 23-11-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως γενικού αριθμού 11900/2012 και ειδικού αριθμού 354/2012 αγωγή κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 99/2014 οριστική απόφασή του κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, που εκδόθηκε ερήμην της δεύτερης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία … και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη στην παρούσα δίκη και την έκανε δεκτή ως προς τη δεύτερη ως άνω εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες τα αναφερόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά, νομιμοτόκως, για τις νόμιμες αιτίες που αναφέρονται στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, την οποία κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή συνολικά και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων σε βάρος της δεύτερης εναγομένης εταιρείας. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται πλέον οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 4-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 236/2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 13513/2015 και 7604/2015 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 99/2014 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, στρεφόμενη κατά της πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17-5-2016 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 8-5-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 3, ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους για όσους λόγους επικαλούνται σε αυτήν και στις προτάσεις τους, η δε παριστάμενη εφεσίβλητη εταιρεία ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις της.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ως άνω, η δε πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων-εκκαλούντων, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της προφορικά, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσε.

 

MEΛETHΣE  TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦΘHKE  ΣYMΦΩNA  ME  TOΝ  NOMO

             Κατά το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν όχι, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Στην περίπτωση ερημοδικίας αυτού, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. H τήρηση της απορρέουσας από το άρθρο 110 παρ.2 ΚΠολΔ αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως επιβάλλει προκειμένου περί της συζητήσεως στο ακροατήριο την αυτεπάγγελτη έρευνα περί της νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του διαδίκου που απολείπεται. Σε αποφατική περίπτωση επιβάλλει την κήρυξη ως απαράδεκτης της συζήτησης (άρθρο 271§1 ΚΠολΔ,όπως αντικατ. από το άρθρο 13§1 του Ν.2915/2001). Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζεται: α) στο άρθρο 126 § 1 στοιχ.γ΄ ότι η επίδοση γίνεται για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων στον εκπρόσωπο τους, σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό, β) στο άρθρο 127 §1 ότι η επίδοση συνίσταται στην παράδοση του εγγράφου στα χέρια του προσώπου προς το οποίο γίνεται, γ) στο άρθρο 129 §1 ότι αν ο παραλήπτης της επιδόσεως δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 § 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεων τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επιδόσεως και ότι αν κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παρ.4., δ) στο άρθρο 139 §1 στοιχ.δ΄ ότι όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία, εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων οριζόμενων στοιχείων, και μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο κατά τον οποίο επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή αρνήσεως του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138 ΚΠολΔ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, σε περίπτωση επιδόσεως εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, το έγγραφο πρέπει να παραδίδεται σ’ εκείνον που είναι εκπρόσωπός του κατά τον νόμο ή το καταστατικό και, αν αυτός δεν ευρεθεί στο κατά το άρθρο 124 § 2 γραφείο του και η επίδοση γίνει με παράδοση σε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο τελευταίο άρθρο, στην έκθεση αφενός πρέπει να βεβαιώνεται το γεγονός της μη ανευρέσεως του νόμιμου εκπροσώπου και να προσδιορίζεται ο τόπος στον οποίο αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, κατά τρόπο που να μη γεννά αμφιβολία περί του τόπου της επιδόσεως (βλ. σχετ. ΑΠ 300/2003), και αφετέρου, πρέπει και αρκεί να αναγράφεται η ιδιότητα και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο, χωρίς να προσαπαιτείται, για το έγκυρο της επιδόσεως, και η αναγραφή του ονοματεπωνύμου του εκπροσώπου του νομικού προσώπου, ο οποίος δεν βρέθηκε (ΟλΑΠ 900/1985, ΑΠ 769/2002, ΑΠ 1597/2005, ΕφΘεσ 149/2012 Νόμος). Από τον συνδυασμό των άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι προκειμένου να γίνει επίδοση εγγράφου σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, που αποτελεί νομικό πρόσωπο, αυτή γίνεται προς τον κατά το νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπο ή διαχειριστή της είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, όταν δε ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και σε περίπτωση απουσίας τους σε έναν από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στο διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος. Αν κανένα από τα ως άνω πρόσωπα δεν βρεθεί στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 παρ. 2, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παρ.4, ήτοι θυροκόλληση του εγγράφου ενώπιον μάρτυρα, παράδοση αυτού στο αρμόδιο αστυνομικό όργανο και ταχυδρόμηση σχετικής έγγραφης ειδοποίησης σ’ εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, οι ενέργειες δε αυτές βεβαιώνονται με αντίστοιχες αποδείξεις που συντάσσονται κάτω από την έκθεση επιδόσεως. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσεως του επιδιδόμενου εγγράφου εκ μέρους του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου. Δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, αλλά σημασία έχει ο τόπος εργασίας ή κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατό το γραφείο του νομίμου εκπροσώπου να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα της εταιρίας (ΑΠ 74/2008 Νόμος, ΑΠ 1208/2006). Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου. Μάλιστα, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση κατοικίας ή έδρας του προσώπου, στο οποίο απευθύνεται αυτό, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πραγματικά αυτός προς τον οποίο διενεργείται η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί, αλλά σε άλλη διεύθυνση, να διενεργήσει την επίδοση στην πραγματική κατοικία ή έδρα του σχετικού προσώπου και όχι στην αναγραφόμενη στο επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 129/2001 Νόμος, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΕφΠειρ 151/2016 Νόμος, ΕφΑθ 8647/1989 ΕλλΔνη 1990.844). Ο τρόπος και η προθεσμία επιδόσεως σε πρόσωπα γνωστής διαμονής στην κατοικία τους ορίζεται στο άρθρο 128 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους συγγενείς ή υπηρέτες που συνοικούν μαζί του·αν απουσιάζουν ή δεν υπάρχουν κι αυτοί, η παράδοση γίνεται σε έναν από τους άλλους συνοίκους που έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του ενδιαφερομένου. Αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παρ.1 δεν βρίσκεται στην κατοικία α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας μπροστά σε ένα μάρτυρα, β) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου, που συντάσσεται ατελώς, πρέπει να παραδοθεί στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό ή υπαξιωματικό υπηρεσίας, ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος. Η απόδειξη πρέπει να αναφέρει την ημερομηνία που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο καθώς και την ιδιότητα εκείνου που παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και τη σφραγίζει με την υπηρεσιακή σφραγίδα, γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, εκείνος που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση, έγγραφη ειδοποίηση στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία παράδοσης. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση του άρθρου 140 παρ.1, εκείνος που ενεργεί την επίδοση· η βεβαίωση πρέπει να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο που την παρέλαβε,ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. Με βάση το άρθρο 136 παρ.2 ΚΠολΔ, στις επιδόσεις του άρθρου 128 παρ.4 η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε με τη θυροκόλληση του εγγράφου στην πόρτα της κατοικίας εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, με την προϋπόθεση ότι έγιναν όσα ορίζονται στην παράγραφο αυτή με τα στοιχεία β΄ και γ΄, ώστε ελλείψει νομότυπης τήρησης των προϋποθέσεων αυτών, δεν θεωρείται ότι έχει νομίμως συντελεσθεί η επίδοση του δικογράφου προς το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, παρά το γεγονός της θυροκόλλησης που έχει πραγματοποιηθεί νομότυπα κατά το στοιχ.α΄ (ΑΠ 1768/2006 Νόμος, ΑΠ 355/2006 Νόμος, ΑΠ 1645/2002 ΕλλΔνη 2003.742). Ακυρότητα, υπάρχει και αν δεν συνταχθούν κάτω από την έκθεση επιδόσεως οι βεβαιώσεις για την παράδοση του εγγράφου στον προϊστάμενο ή σε κάποιο άλλο από τα αρμόδια πρόσωπα του οικείου αστυνομικού τμήματος, και την ταχυδρομική αποστολή της έγγραφης ειδοποίησης, κατά τρόπο δικονομικά ορθό (ΑΠ 1403/2004 Νόμος, ΑΠ 753/2004 Νόμος). Η έγγραφη ειδοποίηση ενημερώνει τον αποδέκτη για το θυροκολληθέν έγγραφο που αποτελεί το περιεχόμενο της πρώτης ενέργειας (στοιχ.α΄, 128 §4 ΚΠολΔ) της επίδοσης στην κατοικία του με θυροκόλληση, η δε μνημόνευση των πρόσθετων διατυπώσεων των στοιχ.β΄ και γ΄, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που όχι απλώς επιβεβαιώνουν το γεγονός της τέλεσής τους, αλλά και ότι διεκπεραιώθηκαν ορθώς και νομίμως, με σκοπό να επιφέρουν το διωκόμενο πρόσφορο αποτέλεσμα που δεν είναι άλλο από τη δυνατότητα του παραλήπτη του δικογράφου να λάβει γνώση του περιεχομένου του, ώστε να δυνηθεί να προετοιμάσει εγκαίρως την άμυνά του και να συμμετάσχει στην ορισθείσα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δικαστηρίου (ΑΠ 841/2005 Νόμος). Αν για οποιονδήποτε λόγο που αφορά την παράλειψη ή πλημμελή τέλεση των άνω διαδοχικών διαδικαστικών βημάτων, δεν τηρηθούν οι πρόσθετες διατυπώσεις του άρθρου 128 §4 στοιχ.β΄ και γ΄ νομοτύπως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο παραλήπτης του δικογράφου δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο, πρέπει η συζήτηση να κηρυχθεί απαράδεκτη (ΟλΑΠ 471/1999, ΑΠ 355/2006 Νόμος). Η επίδοση του δικογράφου είναι ατελής και ελαττωματική κατά τον νόμο, όταν πραγματοποιούμενη με θυροκόλληση κατ’ άρθρο 128 §4α΄ ΚΠολΔ, δεν ολοκληρώνεται με τις διαδικαστικές ενέργειες των στοιχ.β΄ και γ΄. Η παράλειψη  αναφοράς των στοιχείων που αναγράφονται στην ΚΠολΔ 128 §4 στοιχ.β΄-γ΄ επιφέρει ακυρότητα της επίδοσης μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (ΚΠολΔ 159 αρ.3), καθόσον η τήρηση της διατύπωσης αυτής δεν ορίζεται από τη διάταξη με ποινή ακυρότητας. Η βλάβη είναι δικονομική, διότι προέρχεται από παράβαση δικονομικού κανόνα και αφορά στην άσκηση δικονομικών δικαιωμάτων, που παρέχονται στους διαδίκους. Αν ο διάδικος παρίσταται κατά τη συζήτηση, η ακύρωση της διαδικαστικής πράξης προϋποθέτει τη συνδρομή δικονομικής βλάβης του διαδίκου, η οποία δεν μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να αποκατασταθεί διαφορετικά στην προκειμένη περίπτωση, παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, κατ’ άρθρο 159 αρ.3 ΚΠολΔ (ΑΠ 27/1996 αδημ., ΑΠ 893/1991 ΕλλΔνη 1991.1601, ΜονΠρΧαλκ 93/2003 Αρμ 2003.1653). Έτσι, αν ο διάδικος που επικαλείται την ακυρότητα της επίδοσης παρίσταται κανονικά στο δικαστήριο και προβάλλει πλήρη υπεράσπιση της υπόθεσής του με εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων, δεν προκύπτει δικονομική βλάβη από το γεγονός ότι παραβιάσθηκε κάποια από τις διατάξεις περί επιδόσεων, αλλά τεκμαίρεται ότι η επίδοση διενεργήθηκε νομοτύπως (ΕφΠειρ 1257/1989 ΕΝαυτΔ 1990.162, ΕφΑθ 1004/1989 ΑρχΝ 1990.46, ΕφΑθ 2823/1988 Αρμ 1989.375). Τέλος, όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει και α) …, β) …, γ) και δ) μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138 (άρθρο 139 §1). Η διάταξη του άρθρου 139 ακριβολογώντας διαστέλλει σαφώς -όσον αφορά το περιεχόμενο της έκθεσης επίδοσης- την περίπτωση α) της επίδοσης με παράδοση του εγγράφου στον κατά το άρθρο 126 §1 ΚΠολΔ παραλήπτη αυτού ή στα αναφερόμενα στα άρθρα 128 §1 και 129 §1 ΚΠολΔ πρόσωπα, εφόσον αυτός απουσιάζει από την κατοικία, το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο του και β) της επίδοσης όταν ο παραλήπτης ή τα πρόσωπα που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138 απουσιάζουν ή αρνούνται να παραλάβουν το προς επίδοση έγγραφο. Στην πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές η διάταξη απαιτεί να γίνεται στην έκθεση “μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο”, όχι δε του κατά τις ανωτέρω διατάξεις “παραλήπτη” γενικά του εγγράφου (σχετ. ΟλΑΠ 900/1985). Στη δεύτερη από αυτές η διάταξη απαιτεί να γίνεται μνεία του τρόπου επίδοσης “σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138, επομένως και των προσώπων με τις αναφερόμενες ιδιότητες στα άρθρα 128 §1 και 129 §1 ΚΠολΔ. Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 139 §1 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή απαιτείται να γίνεται στην έκθεση επίδοσης μνεία του προσώπου που νομιμοποιείται στην παραλαβή του εγγράφου και όταν, λόγω απουσίας ή άρνησης αυτού ή των προσώπων που αναφέρονται στις αμέσως παραπάνω διατάξεις, γίνεται θυροκόλληση του εγγράφου κατ’ άρθρο 128 παρ.4 ΚΠολΔ, είναι αντίθετη προς τη διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης, η οποία αναφέρεται σε πρόσωπο στο οποίο “παραδόθηκε” το έγγραφο, δηλαδή σε περίπτωση που εξ ορισμού δεν συντρέχει επί θυροκόλλησης, αφού αυτή γίνεται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 128 παρ.1 και 4 και 129 ΚΠολΔ, ακριβώς όταν δεν παραδίδεται το έγγραφο στον κατά το άρθρο 126 §1 παραλήπτη -όπως είναι και ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου- ή στα κατά τα άρθρα 128 §1 και 129 §1 πρόσωπα. Η αποκρουόμενη ερμηνεία θα ήταν ασυμβίβαστη και προς το νόημα της διάταξης του άρθρου 139 §1 ΚΠολΔ, διότι, η προϋποτιθέμενη για τη θυροκόλληση του εγγράφου απουσία του κατά το άρθρο 126 §1 παραλήπτη και των εις τα άρθρα 128 §1 και 129 §1 προσώπων καθιστά συνήθως αδύνατη την εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων αυτών. Κατ’ ακολουθίαν, σε περίπτωση θυροκόλλησης κατ’ άρθρο 128 παρ.4 ΚΠολΔ του προς το ν.π. επιδιδόμενου εγγράφου, δεν απαιτείται να μνημονεύεται στην έκθεση επίδοσης και το όνομα του εκπροσώπου του (ΟλΑΠ 8/2010,ΟλΑΠ 16/2000 Νόμος).

Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Θ. Λ. που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι εκκαλούντες αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης με τις πράξεις καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 17-5-2016, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς την πρώτη εναγομένη και ήδη (μοναδική) εφεσίβλητη, προς την οποία έγινε θυροκόλληση στην έδρα της παρουσία του μάρτυρα Ε. Β., κατοίκου…… , επί της … λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου, του διευθυντή, του υποδιευθυντή ή του διαχειριστή της καθώς και οποιουδήποτε υπαλλήλου της για να παραλάβει το δικόγραφο της έφεσης, σύμφωνα με όσα ο δικαστικός επιμελητής βεβαιώνει στην έκθεση επιδόσεως, ενώ επακολούθησε για την κατά νόμο ολοκλήρωσή της τόσο η παράδοση αυθημερόν (15-3-2016) αντιγράφου της έφεσης στον Αξιωματικό Υπηρεσίας του ΑΤ Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά Αντώνιο Θεοδώρου λόγω απουσίας του Διοικητή για την ως άνω εφεσίβλητη, όσο και η παράδοση την επομένη (16-3-2016) στην υπάλληλο των ΕΛΤΑ του Ταχυδρομείου Πειραιώς(Κεντρικό Κατάστημα) Καλλιόπη Παναγιωτοπούλου συστημένο γράμμα με έγγραφη ειδοποίηση για την ως άνω εφεσίβλητη (άρθρα 110 §2, 122, 123, 124, 125, 126, 127, 128 §§1-4, 129, 136, 498 ΚΠολΔ), επισημαίνοντας ότι η επίδοση έγινε στην έδρα της εφεσίβλητης εταιρείας επί της οδού … (Γραφείο 5, όροφος 3ος) , επίσης με νόμιμη θυροκόλληση, όπως και στην πρωτοβάθμια δίκη (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά Μ. Μ.), κατά την οποία η εφεσίβλητη (τότε πρώτη εναγομένη) παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη δικάσιμο της συζήτησης της αγωγής των εκκαλούντων-εναγόντων σε βάρος της. Ωστόσο, η υπόθεση εκφωνήθηκε και αναβλήθηκε για την παρούσα μετ’ αναβολή δικάσιμο της 8-5-2018, κατά την οποία, όταν η έφεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο, η εφεσίβλητη-πρώτη εναγομένη εταιρεία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Επειδή, όμως, κατ’ άρθρο 226 §4 ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί σε άλλη δικάσιμο, εφόσον στην αρχική είχε κλητευθεί ο απολειπόμενος διάδικος νομίμως κι εμπροθέσμως για την εμφάνισή του στη μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν χρειάζεται νέα κλήτευσή του, αφού η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο του δικαστηρίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, επομένως, δεν χρειαζόταν νέα κλήτευσή της στην παρούσα δικάσιμο, καθότι, αν και απολιπόμενη, είχε νομοτύπως κληθεί να παραστεί στην αρχική δικάσιμο (17-5-2016), στην οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για τις 8-5-2018 (ΑΠ 354/2011, ΑΠ 281/2011 Νόμος). Συνεπώς, πρέπει η υπόθεση να δικαστεί ερήμην της. Ωστόσο, το Δικαστήριο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση σαν να ήταν παρούσα στη δίκη(ΚΠολΔ 271§§1-2,524§4 εδ.α΄).

Ι. Περαιτέρω δε, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ και 1 του Ν.2112/1920 προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως. Στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ’ άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως προσαυξήσεις νυχτερινής εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας, νόμιμης ή παράνομης υπερωριακής εργασίας κτλ., είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 721/2012 ΝοΒ 2012.2400, ΑΠ 1561/2011, ΕφΛαμ 22/2011 Νόμος). Περαιτέρω δε, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω αναφερόμενες νόμιμες αποδοχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν δηλαδή ο «κλειστός» μισθός δεν καλύπτει το σύνολο των ως άνω αναφερόμενων ελάχιστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει την διαφορά. Σημειώνεται δε ότι στην περίπτωση που ο «κλειστός» μισθός είναι μεγαλύτερος των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του Ν.Δ. 4020/1959 ως μη προσιδιάζουσα στην ιδιομορφία και τις συνθήκες της ναυτικής εργασίας (ΕφΠειρ 745/2009 αδημ.). Ως εκ τούτου, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας είναι έγκυρη συμφωνία κατά την οποία στον μεγαλύτερο των Σ.Σ.Ν.Ε. «κλειστό» μισθό που θα καταβάλλεται στον ναυτικό θα περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την παρεχόμενη, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, υπερωριακή εργασία, με την έννοια ότι η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε θα συμψηφίζεται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται, καλύπτει δηλαδή ο «κλειστός» μισθός αμοιβή για υπερωριακή εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθός αυτός επαρκεί για την κάλυψη των οφειλομένων πραγματικών υπερωριών (ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝΔ 2012.381, ΕφΠειρ 434/2011 ΕΝΔ 2012.24, βλ.Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, εκδ.Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1994, β’ εκδ., σελ.204-205). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΣΣΕ πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού του έτους 2013, (ΦΕΚ Β΄ 2146/30-8-2013), οι ώρες εργασίας των ναυτικών ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ανά 24ωρο από τη Δευτέρα μέχρι και την  Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας. Για κάθε εργασία που εκτελείται από τον ναυτικό πέραν του ως άνω καθοριζομένου ωραρίου, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή, η οποία υπολογίζεται προς το 1/173ο του μηνιαίου μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, προσαυξημένου για το πρώτο τετράωρο κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και για το δεύτερο τετράωρο κατά ποσοστό (100%). Η εργασία του Σαββάτου και αργιών  αμείβεται υπερωριακώς, δηλαδή οι πρώτες τέσσερις ώρες με προσαύξηση 25% και οι επόμενες διπλές. Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 των ΣΣΕ ορίζει επίσης  σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή  υπό τύπο  επιδόματος δια τις μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ.1 της παρούσης Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας, δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού ενεργείας, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446). Στην ανωτέρω περίπτωση, για την πέραν του οκταώρου απασχόληση καταβάλλεται στο πλήρωμα διπλή υπερωριακή αμοιβή, δηλαδή το ωρομίσθιο (1/173 του μισθού ενεργείας) αυξημένο κατά 100%. Το οκτάωρο υπηρεσίας που ορίζεται από το παραπάνω άρθρο είναι συνεχές από την ώρα έναρξής του με μία διακοπή που δεν μπορεί να υπερβεί τη μία (1) ώρα. Ο υπολογισμός του ημερομισθίου για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου γίνεται με βάση το 1/22 του μηνιαίου μισθού. Περαιτέρω, στο άρθρο αυτό των ανωτέρω ΣΣΕ καταχωρείται και σχετικός πίνακας υπερωριακής αμοιβής. Επίσης με το άρθρο 10 των ανωτέρω ΣΣΕ ορίζεται ότι για τις κατονομαζόμενες στο άρθρο αυτό αργίες, ο ναυτικός που εργάζεται θα αμείβεται για όσες ώρες ασχολήθηκε και ειδικότερα για μεν τις πρώτες τέσσερις ώρες με προσαύξηση 25%, για δε τις επόμενες διπλές. Οι κάτωθι κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατ’ αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την §5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης. α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Ημέρα Αγίου Νικολάου, ιδ. Χριστούγεννα, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10). Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975,σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Γεωργακόπουλου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 59/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.368, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, o oποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014 ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση inremscriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390). Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι η παραπάνω ευθύνη του κυρίου του πλοίου θεμελιώνεται μόνο εφόσον αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ενώ παύει να υπάρχει όταν κατά τον εν λόγω χρόνο έχει ήδη αποξενωθεί από την κυριότητα του πλοίου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με τη συμβατική μεταβίβαση της κυριότητάς του, τον πλειστηριασμό του, την απώλειά του, λόγω ναυαγίου κλπ., οπότε δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο εάν το πλοίο φύγει από τα χέρια του λόγω μεταβίβασης της κυριότητας και δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά, αφού έκτοτε παύει τούτο να είναι υπέγγυο (ΑΠ 271/1998 ΕΝΔ 1998.279, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΑΠ 591/1988 ΕλλΔνη 1989/30.84, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος,ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 1997.89, ΕφΠειρ 1177/1997 ΕΝΔ 1997.85, ΕφΠειρ 184/1997 ΕΝΔ 1997.58, ΕφΠειρ 54/1996 ΕΝΔ 1997.31, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469).Συνακόλουθα δε, είναι δυνατή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου, στο πλαίσιο θεμελίωσης νόθου παθητικής εις ολόκληρον ενοχής και προκειμένου να υπάρξει εκτελεστός τίτλος επί του πλοίου (ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390, ΕφΠειρ 1270/1997 ΕΝΔ 1997.438, ΕφΠειρ 72/1993 ΕΝΔ 1995.43, ΕφΠειρ 293/1990 ΕΝΔ 1990.199, ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193). Επομένως, οι δανειστές των απαιτήσεων που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του πλοίου (εάν δεν έχουν ναυτικό προνόμιο ή δεν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 939 ΑΚ) δεν μπορούν να στραφούν κατά του πλοίου στα χέρια του νέου κυρίου, διότι δεν υπάρχει πλέον δικαίωμα παρακολουθήσεώς του. Κατά του νέου κυρίου του πλοίου δεν μπορούν να στραφούν οι πιο πάνω δανειστές ούτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 479 παρ.1 ΑΚ, διότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ενοχική οφειλή και προσωπική ευθύνη του αρχικού κυρίου, η οποία όμως, όπως εκτέθηκε ήδη, δεν υπάρχει στο πρόσωπο του κυρίου του πλοίου, η ευθύνη του οποίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής (βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968, παρ.43, Δ.Καμβύση,Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρο 106, παρ.2, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΘεσ 1563/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΙωανν 335/2004 Αρμ 2005.1234, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, με σημείωση Γ.Θεοχαρίδη, ΕΝΔ 2003.368, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 31.453, ΕφΠειρ 503/2001 ΠειρΝομ 23.428, ΕφΠειρ 114/2000 ΠειρΝομ 22.177, ΕφΠειρ 263/1990 ΕΝΔ 20.509, ΕφΠειρ 1862/1988 ΕΝΔ 1989.183, ΕφΠειρ 1468/1987 ΕλλΔνη 29.754, ΕφΠειρ 516/1986 ΕΝΔ 14.231, ΕφΠειρ 1220/1982 ΕΝΔ 11.366, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469, ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206).Κατά συνέπεια, κρίσιμη για τη θεμελίωση της ευθύνης του αποκτώντος πλοίο, το οποίο αποτελεί “περιουσία” ή “επιχείρηση” κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, είναι η διερεύνηση του εάν η απαίτηση του τρίτου δανειστή προέρχεται από τον εφοπλισμό του πλοίου, δηλαδή από την οικονομική εκμετάλλευση αυτού από τρίτο πρόσωπο ή από την αυτή εκμετάλλευση του από τον κύριο του πλοίου, ο οποίος καλείται στην περίπτωση αυτή πλοιοκτήτης (ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ.β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στον νόμο. Ο πραγματοπαγής (όχι εμπράγματος) χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής (ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994 και σημείωση κάτω από αυτή Φ.Δωρή). Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής τη 17η.12.2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (Ν.1792/1988), δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 26.420, ΕφΑθ 14059/1988 ΝοΒ 38.458). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών, αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193).

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Η νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο (ΑΠ 339/2010 Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΘεσ 424/2010 Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372). Από τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος).

Περαιτέρω, η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 99/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά,, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 663επ., σε συνδ. με το άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στις 16-12-2015, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 27-3-2014, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά της εφεσίβλητης, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η τριετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιά, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος των εκκαλούντων, που ήταν εν μέρει ηττηθέντες στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω απόρριψης της αγωγής τους στο σύνολό της έναντι της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης και παραδοχής της μόνος έναντι της δεύτερης εναγομένης, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 14 §§1-2, 25 §2, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές, κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄ του Ν.2172/1993, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρα 495 παρ.3 τελ.εδ. και 663 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) [και ήδη άρθρα 495 παρ.3 τελ.εδ. και 614 αριθ.3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 και παρ.2 του Ν.4335/2015], η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης για εργατικές διαφορές (ΜονΠρΚορινθ 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 ΤΝΠ Νόμος).

               Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 23-11-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό γενικό αριθμό 11900/20-2-2012 και ειδικό αριθμό 354/20-2-2012 αγωγή τους κατά της πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία … και κατά της δεύτερης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία … (κατά της οποίας δεν στρέφουν την κρινόμενη έφεση), επί της οποίας αγωγής τους εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία εξέθεταν ότι δυνάμει προσυμφώνων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που συνήφθησαν στον Πειραιά μεταξύ αυτών και της δεύτερης εναγομένης εφοπλίστριας εταιρείας, η οποία είχε την εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου με το όνομα …» με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, κυριότητάς της πρώτης εναγομένης εταιρείας, προσελήφθησαν σε αυτό ο πρώτος ενάγων με την ειδικότητα του ναύκληρου αρχικά και μετέπειτα του υποπλοιάρχου και μηνιαίο κλειστό μισθό ύψους 3.500 ευρώ και ο δεύτερος με την ειδικότητα του μάγειρα και μηνιαίο κλειστό μισθό ύψους 2.500 ευρώ, υπηρέτησαν δε στο ανωτέρω πλοίο, ο μεν πρώτος εξ αυτών κατά το χρονικό διάστημα από τη 13-7-2011 έως την 29-7-2011 και κατόπιν νέας προσύμβασης κατά το χρονικό διάστημα από την 1-8-2011 έως την 30-9-2011, οπότε και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου του πλοίου στο λιμάνι της Τρίπολης Λιβύης, ο δε δεύτερος εξ αυτών κατά το χρονικό διάστημα από την 1-9-2011 έως τη 2-10-2011, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων και βάσει αυτών των πραγματικών περιστατικών ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εταιρείες να τους καταβάλουν εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως κυρία του πλοίου, η δε δεύτερη ως εφοπλίστρια του πλοίου, κατά την κύρια βάση της αγωγής με βάση τη σχέση ναυτικής εργασίας, κατά δεν την επικουρική βάση της αγωγής με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, των άρθρων 904επ. ΑΚ, καθόσον κατέστησαν πλουσιότερες σε βάρος της περιουσίας των εναγόντων εργαζομένων χωρίς νόμιμη αιτία, ο δε πλουτισμός τους, ως χρηματικός, σώζεται μέχρι σήμερα, τα ακόλουθα χρηματικά ποσά που θα υποχρεούνταν να καταβάλουν σε άλλους εργαζόμενους, οι οποίοι θα απασχολούνταν στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα για την παροχή των ιδίων υπηρεσιών κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και αρνούνται να τους καταβάλουν οι εναγόμενες παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, ήτοι ειδικότερα στον μεν πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 6.557 ευρώ, στον δε δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 1.977 ευρώ, ως διαφορά από δεδουλευμένες αποδοχές τους, νομιμοτόκως δε από την επομένη της απόλυσής τους, ήτοι από την 1-10-2011 για τον πρώτο και από την 3-10-2011 για τον δεύτερο των εναγόντων, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής τους δαπάνης για την πρωτοβάθμια δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ερήμην της δεύτερης εναγομένης εταιρείας και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα, ορισμένη και νόμιμη, την απέρριψε έναντι της πρώτης εναγομένης κυρίας του επίδικου πλοίου εταιρείας, ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν και την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν στο σύνολό της κατά την κύρια βάσης της, απορριπτομένης σιωπηρά της επικουρικής βάσης της, ως άνω, έναντι της δεύτερης εναγομένης εφοπλίστριας του επίδικου πλοίου εταιρείας, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στους ενάγοντες τα αιτούμενα με την αγωγή τους χρηματικά ποσά, ήτοι στον μεν πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 6.557 ευρώ, στον δε δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 1.977 ευρώ, ως διαφορά από δεδουλευμένες αποδοχές τους, νομιμοτόκως δε από την επομένη της απόλυσής τους, ήτοι από την 1-10-2011 για τον πρώτο και από την 3-10-2011 για τον δεύτερο των εναγόντων, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το σύνολο των επιδικασθέντων ποσών και τέλος,  επέβαλε σε βάρος της δεύτερης εναγομένης τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων για την πρωτοβάθμια δίκη, ποσού 300 ευρώ, λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης αυτών.

Ήδη οι εκκαλούντες-ενάγοντες ως ηττηθέντες από την πρωτοβάθμια δίκη παραπονούνται με την από 4-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 236/2015 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 13513/2015 και 7604/2015 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 99/2014 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, έναντι της εφεσίβλητης-πρώτης εναγομένης για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τους λόγους έφεσης, οι εκκαλούντες ζητούν, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου τους αυτού, να γίνει δεκτή η έφεσή τους τυπικά και κατ’ ουσίαν, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος της που βάλλεται με τους λόγους έφεσής τους, να γίνει δεκτή η από 23-11-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό γενικό αριθμό 11900/20-12-2012 και ειδικό αριθμό 354/20-12-2012 αγωγή τους και κατά της πρώτης εναγομένης κι ήδη εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία… ως κατ’ ουσίαν βάσιμη στο σύνολό της, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής τους και τέλος, να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής τους δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Περαιτέρω, αναφορικά με τους λόγους έφεσης των εκκαλούντων, βάσει των οποίων εκκαλείται η πρωτόδικη απόφαση καταρχήν για το γεγονός ότι εσφαλμένως απέρριψε την αγωγή τους έναντι της πρώτης εναγομένης ως κυρίας του επίδικου πλοίου, ως άνω, καθόσον η ευθύνη της βάσει των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ από τη σχέση εφοπλισμού με τη δεύτερη εναγομένη εφοπλίστρια εταιρεία, έναντι των τρίτων δανειστών της τελευταίας είναι ανεξάρτητη από τη μεταξύ τους σχέση και την τυχόν ανώμαλη εξέλιξη και καταγγελία της, συνακόλουθα, πρέπει και αυτή να ενέχεται και να υποχρεωθεί να τους καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά ως αποδοχές δεδουλευμένων στο σύνολό τους, επικουρικώς δε, τουλάχιστον να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη κατά το ποσό που οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα από την πρώτη σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία ξεκίνησε πριν την καταγγελία στις 21-7-2011 της σχέσης εφοπλισμού του πλοίου μεταξύ της κυρίας και της εφοπλίστριας εναγομένων εταιρειών, καθόσον διήρκεσε από 13-7-2011 έως 29-7-2011, λεκτέα δε τα εξής: H πρώτη εναγομένη εταιρεία και ήδη εφεσίβλητη με την επωνυμία … που είχε στην κυριότητά της το επίδικο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο υπό ελληνική σημαία με το όνομα …» με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, δεν έπαψε ποτέ να είναι κυρία αυτού, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία …» το εκμεταλλευόταν ως εφοπλίστρια αυτού, έχοντας προβεί και στη σχετική δήλωση των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, ενώ το ίδιο έπραττε εν τοις πράγμασι και κατά το χρονικό διάστημα μετά την καταγγελία εκ μέρους της κυρίας ως άνω της εν λόγω μεταξύ των δύο εταιρειών σύμβασης εκναύλωσης-εφοπλισμού του πλοίου αυτού προς τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, συνακόλουθα, εξακολουθούσε να είναι εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου η δεύτερη εναγομένη εταιρεία και κυρία αυτού η πρώτη εναγομένη εταιρεία και επομένως, έφεραν αμφότερες την ευθύνη που καθορίζεται από τον νόμο (ΚΙΝΔ) γι’ αυτές σε κάθε περίπτωση έναντι των τρίτων δανειστών της εφοπλίστριας και δη των ναυτικών που εργάζονταν στο εν λόγω πλοίο, ανεξαρτήτως του εάν γνώριζε η κυρία αυτού για την τύχη του πλοίου και για τα δρομολόγια (πλόες) που εκτελούσε στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, φέροντας ομοίως ευθύνη από τη σχέση εκναυλώσεως του πλοίου της στην εφοπλίστρια και έναντι των ναυτικών που εκείνη απασχολούσε, για την κάλυψη των αξιώσεων εργατικών αποδοχών τους, κατά τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας που είχε συνάψει με αυτούς στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης του πλοίου ως εφοπλίστριας, την εκταση βεβαίως της ευθύνης της που καθορίζεται από τον νόμο (ΚΙΝΔ 105) ως ενοχική, ήτοι προσωπική και για την κυρία του πλοίου εταιρεία, αλλά και ως πραγματοπαγής, ήτοι μέχρι την αξία του πλοίου αυτού, το οποίο της ανήκει κατά κυριότητα καθόλη τη διάρκεια των επίδικων συμβάσεων ναυτικής εργασίας που συνήψε η εφοπλίστρια (δεύτερη εναγομένη) με τους ενάγοντες-εκκαλούντες υπό τις εκτιθέμενες στην αγωγή τους ειδικότητες, αντιστοίχως. Άλλωστε, ο νόμος (ΚΙΝΔ) δεν διακρίνει για την ευθύνη της κυρίας, εάν γνώριζε ή δεν γνώριζε τις εν λόγω συμβάσεις ναυτικής εργασίας, εάν γνώριζε την έναρξη ή τη λήξη τους, εάν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι γνώριζαν για την τυχόν καταγγελία της σχέσης εκναύλωσης-εφοπλισμού του πλοίου, στο οποίο απασχολούνταν, διότι σε κάθε περίπτωση η σχέση αυτή είναι εσωτερική μεταξύ τους και δεν αφορά τους τρίτου δανειστές που είναι ξένοι προς αυτήν, αλλά προστατεύονται ως προς τις αξιώσεις τους έναντι αμφοτέρων, σε διαφορετική ωστόσο έκταση και με διαφορετική νομική βάση. Σκοπός δε των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ είναι όχι να προστατευτεί ο καλόπιστος κύριος του πλοίου, αλλά οι τρίτοι δανειστές και εργαζόμενοι στο πλοίο έναντι της εφοπλίστριας εταιρείας, η οποία ενέχεται καθολικά έναντι αυτών, αλλά το ίδιο και η κυρία του πλοίου με ενοχική και πραγματοπαγή σχέση. Τούτο δεν αναιρείται από τη γνώση ή μη των εργαζομένων ναυτικών για τη μεταξύ τους σχέση, οπότε αλυσιτελώς γίνεται λογος στις προτάσεις της πρώτης εναγομένης κυρίας του πλοίου στον πρώτο βαθμό, περί καλής ή κακής πίστης, πολλώ δε μάλλον που δεν μπορούσαν να γνωρίζουν κάτι τέτοιο οι ενάγοντες, συνεπώς, δεν προέκυψε ότι ήταν κακόπιστοι, πέραν του ότι τέτοια διάκριση δεν γίνεται στον νόμο ως προς τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της κυρίας του πλοίου έναντι αυτών, και ουδεμία ασκεί έννομη επιρροή. Άλλο είναι το ζήτημα εάν μετά η κυρία μπορεί να στραφεί κατά της εφοπλίστριας και να ζητεί την αποζημίωσή της από τη μεταξύ τους σχέση εφοπλισμού-εκναύλωσης του πλοίου της, για όσα κατέβαλε εξοφλώντας εργατικές απαιτήσεις προς τους εργαζόμενους ναυτικούς στο πλοίο της υπό την εκμετάλλευση όμως της εφοπλίστριας αυτού. Η σχέση τους δεν ενδιαφέρει του τρίτους δανειστές και δεν μπορεί να στερεί τα δικαιώματα και τις εργατικές αξιώσεις των εργαζομένων ναυτικών στο πλοίο από τη διεκδίκηση και ικανοποίησή τους, στην έκταση βεβαίως που ευθύνεται η κυρία αυτού κατά τα αρχικώς διαλαμβανόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Μάλιστα, εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι από τη στιγμή που είχε γίνει και καταχωριστεί η δήλωση εφοπλισμού στο νηολόγιο της σημαίας του πλοίου, υπήρχε δημοσιότητα ως προς αυτή τη σχέση μεταξύ των δύο εναγομένων αναφορικά με το επίδικο πλοίο, η οποία από πουθενά δεν προέκυπτε ότι είχε πάψει να υφίσταται ενεργός ήτοι ότι είχε καταγγελθεί και πάντως δεν είχε καταχωριστεί κάτι τέτοιο ώστε να είναι εφικτό να γίνει δημόσια γνωστό (αρχή δημοσιότητας), πέραν του ότι αυτό δεν αποσοβεί (αίρει) την ευθύνη της πρώτης εναγομένης ως κυρίας του εν λόγω πλοίου και έναντι των δανειστών της εφοπλίστριας αυτού (δεύτερης εναγομένης), συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων ναυτικών σε αυτό αναφορικά με τις οφειλόμενες εργατικές αποδοχές τους από δεδουλευμένα. Από πουθενά δεν προκύπτει το αντίθετο στο οποίο αορίστως και αβασίμως κατέληξε άνευ αιτιολογίας, η εκκαλουμένη απόφαση, ήτοι ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν είχε οποιαδήποτε απορρέουσα ευθύνη από τις συμβάσεις ναυλώσεως που είχαν καταρτιστεί από την εφοπλίστρια εταιρεία (δεύτερη εναγομένη) με τους ενάγοντες-εκκαλούντες. Κατά δε την κρατούσα άποψη, η αυτοτελής ευθύνη του κυρίου του πλοίου ενδυναμώνει την προστασία των δανειστών και την απρόσκοπτη διεξαγωγή της ναυσιπλοΐας, αλλά περιορίζει αυτή την ευθύνη μέχρι την αξία του πλοίου, ήτοι μέχρι την αξία ενός ορισμένου περιουσιακού στοιχείου σε αντίθεση με την προσωπική ευθύνη του εφοπλιστή με ολόκληρη την προσωπική του περιουσία. Στην περίπτωση δε της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή στις ευθύνες πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται διά του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή (ΕφΠειρ 408/2008 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, παράλληλα με την ενοχική ευθύνη του εφοπλιστή δημιουργείται καθαρχή ενοχική υποχρέωση του κυρίου του πλοίου απέναντι στους δανειστές από τον εφοπλισμό, η οποία όμως είναι περιορισμένη, συγκεντρώνεται δηλαδή στο πλοίο και με την έννοια αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί πραγματοπαγής, κατά δε την έκταση αυτή και μέχρι την αξία του πλοίου δημιουργείται μεταξύ του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου παθητική ενοχή εις ολόκληρον και ο τελευταίος έχει ενοχική υποχρέωση για την ικανοποίηση των απορρεουσών από τον εφοπλισμό απαιτήσεων, η οποία θεμελιώνεται ευθέως στον νόμο και ότι η ενοχική φύση της υποχρέωσης αυτής δεν επηρεάζεται από τον προσωποπαγή χαρακτήρα που της αποδίδεται (βλ. σχετ. Ι.Χαμηλοθώρη, Η ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό απαιτήσεις). Εξάλλου, από τις σχετικές διατάξεις προκύπτει ότι ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει από κοινού με τον κύριο του πλοίου στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης του πλοίου ότι θα το εκμεταλλεύεται αυτός πλέον για δικό του λογαριασμό, η δε δημοσιότητα αυτή αποσκοπεί στην προστασία τρίτων συναλλασσομένων και την εξυπηρέτηση των εννόμων συμφερόντων της ιδιοκτησίας του πλοίου. Σε περίπτωση δε ελλείψεως της ως άνω δηλώσεως υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό. Για την ανατροπή του τεκμηρίου απαιτείται ο κύριος του πλοίου να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι όχι μόνο ότι έχει αποξενωθεί από το πλοίο, αλλά και ότι οι τρίτοι γνώριζαν τούτο (ΜονΠρΚαβ 72/1998 ΑρχΝ 2001.47). Διότι οι ως άνω διατυπώσεις δημοσιότητας σκοπό έχουν να προστατέψουν τους τρίτους που επισήμως λαμβάνουν γνώση της μεταβολής και ως εκ τούτου η μη τήρησή τους δημιουργεί σε αυτούς την εντύπωση ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται ο ίδιος ο κύριος, που δεν τις τήρησε. Εάν δεν γίνει η γνωστοποίηση αυτή στον τρίτο, η όποια πιθανή αποξένωσή του από το πλοίο ή η όποια πιθανή λήξη της συμβατικής σχέσης μεταξύ αυτού και του εφοπλιστή αποτελούν για τον τρίτον «res inter alia acta», αφού αφορούν και μόνο εσωτερικές σχέσεις αυτών. Ενόψει του ότι η διάταξη της παρ.2 εδ.α΄ του άρθρου 106 ΚΙΝΔ εγκαθιδρύει την έννοια της υπεγγυότητας ορίζοντας τον κύριο του πλοίου υπεύθυνο για τα χρέη του εφοπλιστή, χρέη που δεν είναι δικά του, αλλά προέρχονται από την εκμετάλλευση του πλοίου στα πλαίσια του εφοπλισμού του, δημιουργεί άλλη μία νομική βάση ικανοποίησης των τρίτων δανειστών και δη των εργαζομένων ναυτικών από την ευθύνη του κυρίου μέχρι την αξία του πλοίου, διότι αφενός μεν, αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του, το οποίο αξιοποιεί με την ναύλωσή του στον εφοπλιστή και καρπούμενος το αντίτιμο της ναύλωσής του, αφετέρου δε, οφείλει να αναδέχεται και τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις από την εκμετάλλευση αυτή του πλοίου του που γεννώνται από την άσκηση του εφοπλισμού από τον ναυλωτή (εφοπλιστή), όμως όχι με την προσωπική του περιουσία αλλά με την αξία του ιδίου του πλοίου (πραγματοπαγής ενοχή), και αυτό είναι δίκαιο, διότι έτσι εξισορροπούνται τα αντίθετα συμφέροντα, ήτοι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα από την κυριότητα του πλοίου και την εκμετάλλευσή του με ναύλωσή του στον εφοπλιστή, αλλά και τα συμφέροντα των μερών, όταν πρόκειται για αξιώσεις τρίτων δανειστών (και ναυτεργατών) που δικαιούνται σε κάθε περίπτωση να εισπράξουν τα οφειλόμενα (λ.χ. μισθολογικές αποδοχές) ακόμη κι αν στραφούν εναντίον του πλοίου, ως προσοδοφόρου πηγής εμπορικής εκμετάλλευσης και παραγωγής εισοδήματος τόσο υπέρ του εφοπλιστή, όσο και του κυρίου, τούτο δε ανεξαρτήτως καλή ή κακής πίστης, αφού η εν λόγω διάταξη δε διακρίνει ούτε προβλέπει σχετική ειδική εξαίρεση απαλλαγής του κυρίου του πλοίου – για όσο διάστημα παραμένει κύριος του- από τις υποχρεώσεις έναντι τρίτων δανειστών που γεννώνται ακόμη κι από τη σχέση εφοπλισμού εκ μέρους του εφοπλιστή του πλοίου έναντι αυτών, προκειμένου να προστατεύσει τους τρίτους συναλλασσόμενους δανειστές, το δε πνεύμα της επιτάσσει τη σε κάθε περίπτωση ευθύνη και του κυρίου του πλοίου μέχρι την αξία αυτού ως υπέρτατο όριο, αλλά και υπό την προϋπόθεση ότι το πλοίο δεν έχει στο μεταξύ μεταβιβαστεί σε τρίτον κύριο (μεταβολή κυριότητας), οπότε εφόσον ο αρχικός κύριος έχει παύσει να αντλεί οφέλη από αυτό, δεν υποχρεούται εκ του νόμου και να φέρει τα σχετικά βάρη για κάλυψη των αξιώσεων των τρίτων δανειστών (ναυτεργατών) με υπέγγυα πλέον την προσωπική του περιουσία. Πολύ περισσότερο δε εν προκειμένω που οι ενάγοντες-εκκαλούντες δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζαν ή ότι μπορούσαν να γνωρίζουν για την ανώμαλη εξέλιξη στη σχέση μεταξύ των εναγομένων εταιρειών, κυρίας και εφοπλίστριας του εν λόγω πλοίου, ελλείψει δε και της ανάλογης δημοσιότητας και δη περί της καταγγελίας της μεταξύ τους σύμβασης ναύλωσης από την πρώτη προς τη δεύτερη, καθόσον στο νηολόγιο ήταν καταγεγραμμένη εξ αρχής η δήλωση περί εφοπλισμού του άρθρου 105 ΚΙΝΔ, που δημιουργεί την ευθύνη του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου κατ’ άρθρο 106 ΚΙΝΔ, άνευ εμφανούς μεταβολής της μέχρι τον επίδικο χρόνο, δεδομένου ότι ούτε η καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης είχε καταχωριστεί στο νηολόγιο για τους τρίτους (ΜονΠρΚαβ 72/1998 ΑρχΝ 2001.47), η δε πρώτη εναγομένη εταιρεία σε κάθε περίπτωση παρέμενε κυρία του επίδικου και υπέγγυου πλοίου κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και μέχρι σήμερα, αφού δεν προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο της δικογραφίας το αντίθετο, καθόσον δεν απέδειξε ότι δεν είχε την κυριότητα αυτού, αφού ούτε το πλοίο μεταβιβάστηκε σε άλλον κύριο, η δε αλλαγή σημαίας και ονόματος του δεν σημαίνει και τη νόμιμη μεταβίβαση του πλοίου κατά κυριότητα σε τρίτον, ώστε να συνεπάγεται την απαλλαγή της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης, ως κυρίας αυτού, άλλωστε, η τελευταία ως κυρία ζήτησε την επιστροφή του, οπότε δεν παύει να δεσμεύεται κατά τον επίδικο χρόνο έναντι των εναγόντων-εκκαλούντων κατ’ άρθρο 106 ΚΙΝΔ για τις επίδικες εργατικές αξιώσεις τους, από τη σχέση εφοπλισμού του πλοίου, εις ολόκληρον με την εφοπλίστρια αυτού, καθόσον εξακολουθεί να ισχύει σε βάρος της το μαχητό τεκμήριο των άρθρων 105-106 ΚΙΝΔ, εφόσον η σχετική δήλωση στο νηολόγιο δεν είχε παύσει να ισχύει και δεν είχε ανατραπεί έναντι των τρίτων συναλλασσομένων και δανειστών και δη των εν λόγω εργαζομένων εναγόντων-εκκαλούντων για την προστασία τους στο πλαίσιο του εφοπλισμού του πλοίου, με βάση και την αρχή της (μη) δημοσιότητας αυτών στο νηολόγιο του επίδικου πλοίου (ΑΠ 991/1991 ΕΕμπΔ 1992.639, ΑΠ 624/1968 ΕΕμπΔ Κ΄.243, ΕφΠειρ 268/1989 ΕΝΔ 89.517, ΕφΑθ 8734/1986 ΕΕμπΔ ΛΣ΄.664, ΕφΠειρ 13/1986 ΕΝΔ 17.459, ΕφΠειρ 671/1983 ΕΝΔ 11.364). Για δε τους εργαζόμενους στο πλοίο ενάγοντες-εκκαλούντες δεν μπορεί να αξιωθεί ή να συνάγεται ότι γνώριζαν για την εξέλιξη της εσωτερικής σχέσης μεταξύ κυρίας και εφοπλίστριας του πλοίου, ακόμη κι από την αλλαγή των δρομολογίων αυτού, καθόσον μπορεί αν έγινε στα πλαίσια τροποποίησης και του αρχικού συμφωνηθέντος ναυλοσυμφώνου μεταξύ τους, εν αγνοία τους, οι ίδιοι οφείλουν δε ως εργαζόμενοι να συμμορφωθούν στην παροχή ναυτικής εργασίας προς την εφοπλίστρια στο εν λόγω πλοίο, κατά τη μεταξύ τους σύμβαση ναυτικής εργασίας, εάν θέλουν να συνεχίσουν να εργάζονται και να λαμβάνουν εργατικές αποδοχές βάσει των ΣΣΝΕ και των μεταξύ τους συμβάσεων. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση η εφοπλίστρια του πλοίου εξακολουθούσε έναντι των τρίτων δανειστών της, και των ιδίων των μελών του πληρώματος του πλοίου (ναυτεργατών), να ασκεί τον εφοπλισμό του de facto. Πάντως, δεν αποδείχθηκε στην πράξη ότι οι προαναφερόμενοι εργαζόμενοι στο πλοίο γνώριζαν για την καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης μεταξύ των δύο εταιρειών, κυρίας και εφοπλίστριας αυτού, πλην όσων είχαν δημοσιευθεί και παρέμεναν εν ισχύ με βάση την καταχώριση στο νηολόγιο του πλοίου, απορριπτομένων δε ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εφεσίβλητης και πρώτης εναγομένης Επομένως, η εκκαλουμένη εσφαλμένως ερμήνευσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις της δικογραφίας, βάσει των προδιαλαμβανομένων, κρίνοντας ότι η εφεσίβλητη και πρώτη εναγομένη εταιρεία δε φέρει οποιαδήποτε ευθύνη απορρέουσα από τις επίδικες συμβάσεις ναύλωσης που κατήρτισε η δεύτερη εναγομένη εταιρεία ως εφοπλίστρια με τους ενάγοντες-εκκαλούντες εργαζομένους από τον Ιούλιο του έτους 2011 και εντεύθεν, διότι η μεταξύ αυτής και της εφεσίβλητης σύμβαση ναύλωσης του επίδικου πλοίου είχε καταγγελθεί από την 21-7-2011, χωρίς όμως και να αναφέρει καν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο σκεπτικό του εάν η καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης αυτής είχε λάβει οποιαδήποτε δημοσιότητα ή εάν τελούσαν εν γνώσει αυτής οι ενάγοντες-εκκαλούντες εργαζόμενοι, κρίνοντας εσφαλμένως ότι αρκούσε και μόνο η καταγγελία αυτή της σύμβασης ναύλωσης εκ μέρους της εφεσίβλητης-πρώτης εναγομένης εταιρείας για την ανατροπή του τεκμηρίου κυριότητάς της επί του πλοίου και συνακόλουθα του συνδέσμου της ευθύνης της λόγω του πλοίου της έναντι των τρίτων συναλλασσομένων-δανειστών (ναυτεργατών), καθόσον ρητώς αναφέρεται σε αυτήν ότι παρά τη γενόμενη ως άνω καταγγελία που επιδόθηκε στις 21-7-2011 στη δεύτερη εναγομένη-εφοπλίστρια, η τελευταία δεν παράδωσε το πλοίο στην εφεσίβλητη κυρία αυτού. Γενικώς, η απόρριψη της αγωγής έναντι της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης, ελλείψει ειδικής αιτιολογίας στο σκεπτικό του Πρωτοβάθμιο Δικαστηρίου, πάσχει από νομικής και πραγματικής απόψεως, κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με βάση τα προδιαλαμβανόμενα από νομικής και από πραγματικής απόψεως. Ειδικότερα, με βάση όσα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν ως άνω, κατά το ιστορικό της αγωγής που και προηγουμένως εκτέθηκε στην παρούσα, από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, ήτοι από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που ελήφθησαν νομίμως με επιμέλεια των διαδίκων στην πρωτοβάθμια δίκη και καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, λαμβάνονται δε υπόψη καθ’ εαυτές και ανάλογα με τη γνώση και την αξιοπιστία τους, σε συνδυασμό προς το σύνολο των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία άλλωστε στην προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη ακόμα και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 §1 εδ.α’ ΚΠολΔ), καθώς και από όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά την προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 261, 352 §1 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 §4 ΚΠολΔ), δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες-εκκαλούντες ως τρίτοι γνώριζαν ούτε ότι όφειλαν ή μπορούσαν να γνωρίζουν τις συμφωνίες, τις οικονομικές διαφορές και την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης ναύλωσης μεταξύ της κυρίας και της εφοπλίστριας του πλοίου μέχρι την καταγγελία της εκ μέρους της πρώτης έναντι της δεύτερης των εναγομένων, το δε σχετικό βάρος εν προκειμένω έφερε η εφεσίβλητη, η οποία δεν κατόρθωσε έτσι να ανατρέψει το σχετικό τεκμήριο περί ευθύνης της ως κυρίας του επίδικου πλοίου, ο δε εκκαλούντες-ενάγοντες απέδειξαν την ουσιαστική βασιμότητα των επίδικων εργατιών αξιώσεων τους από δεδουλευμένα από τη μεταξύ τους σχέση ναυτικής εργασίας κατά αμφότερων των εναγομένων εταιρειών κυρίας και εφοπλίστριας του πλοίου στο οποίο εργάζονταν, καθόσον δε οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων-εναγόντων αποδείχθηκαν βάσιμοι κατ’ ουσίαν, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, στον πρώτο βαθμό, με βάση όσα διαλαμβάνονται στις προτάσεις της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, οι οποίοι τυγχάνουν απορριπτέοι ως βάσιμοι. Συνεπεία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα αντίθετα και απέρριψε την αγωγή κατά της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή των ισχυρισμών της, εσφαλμένα τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε ενώ εάν ορθά τον είχε ερμηνεύσει και εφαρμόσει και είχε εκτιμήσει τις αποδείξεις, θα είχε κάνει δεκτή την κρινόμενη αγωγή και κατά της πρώτης εναγομένης υποχρεώνοντάς την εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη στην καταβολή των επιδικασθέντων ποσών, όπως εκτιμάται από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ως εκ τούτου, πρέπει κατά παραδοχή του πρώτου λόγου έφεσης των εκκαλούντων ως βάσιμου κατ’ ουσίαν, παρελκούσης πλέον της εξέτασης του δεύτερου λόγου έφεσής τους ως επικουρικού και ελάσσονος του πρώτου, ως άνω, να γίνει δεκτή η έφεσή τους και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση έναντι της πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης εταιρείας ως κυρίας του επιδίκου πλοίου, στην έκταση που εκκαλείται η πρωτόδικη απόφαση και έγινε δεκτός ο πρώτος (μείζων και κύριος) λόγος έφεσης ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, και κατόπιν να διακρατηθεί η κρινόμενη αγωγή τους και κατ’ αυτής και να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν στο σύνολό της, ως προς την κύρια βάση της, παρελκούσης σε κάθε περίπτωση της εξέτασης της επικουρικής της βάσης (άρθρα 904επ. ΑΚ), ενόψει και του ότι η πρώτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη ουδόλως είχε εκφράσει αντιρρήσεις ή ενστάσεις ή αντίθετους ισχυρισμούς ως προς τη βασιμότητα των αγωγικών αξιώσεών τους (και) σε βάρος της, αλλά γενικά για τη νομική και ουσιαστική ευθύνη της και μόνο, τα οποία άλλωστε δεν αμφισβητεί κατά τρόπο ειδικό, ρητό και σαφή, συνεπώς, εκτιμάται ότι τα συνομολογεί (άρθρα 352,261 ΚΠολΔ), σε κάθε δε περίπτωση, αποδεικνύονται ως βάσιμες κατ’ ουσίαν οι επίδικες αγωγικές εργατικές αξιώσεις των εναγόντων και σε βάρος της, με βάση τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο ιστορικό της αγωγής, όπως παρατίθενται προηγουμένως και για την κρινόμενη έφεση στην παρούσα απόφαση, και περαιτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί αυτή, ως κυρία, εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη, εφοπλίστρια του επίδικου πλοίου εταιρεία, να καταβάλει στους ενάγοντες τα αιτούμενα με την αγωγή τους χρηματικά ποσά, από την ίδια επίδικη νομική και πραγματική αιτία, της σχέσης ναυτικής εργασίας με την εφοπλίστρια εταιρεία του ως άνω πλοίου, ήτοι στον μεν πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα επτά (6.557) ευρώ, στον δε δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των χιλίων εννιακοσίων εβδομήντα επτά (1.977) ευρώ, ως διαφορά από δεδουλευμένες αποδοχές τους, νομιμοτόκως δε από την επομένη της απόλυσής τους, ως δήλη ημέρα εκ του νόμου, ήτοι από την 1-10-2011 για τον πρώτο και από την 3-10-2011 για τον δεύτερο των εναγόντων, και τέλος, να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης των εναγόντων-εκκαλούντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης αυτών, ενόψει της παραδοχής της έφεσής τους σε βάρος της ως βάσιμης κατ’ ουσίαν, όπως ορίζεται ειδικότερα αυτή στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 176,183,191§2 ΚΠολΔ, 63§1,68§1, 69 του Ν.4194/2013-ΚωδΔικ). Τέλος, επειδή η εφεσίβλητη ερημοδικεί, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της κατά της απόφασης αυτής, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της (άρθρα 501, 502 §1, 505 §2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

      ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπομένης στη δίκη αυτή εφεσίβλητης, κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

      ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

      ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ.99/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.

     ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ουσίαν την αγωγή κατά της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή, κατά την κύρια βάση, κατά της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη εταιρεία ως κυρία του επιδίκου πλοίου να καταβάλει στους ενάγοντες ως διαφορά από εργατικές μισθολογικές αποδοχές λόγω δεδουλευμένων στο πλοίο της δυνάμει συμβάσεων ναύλωσης με την εφοπλίστρια αυτού εταιρεία (δεύτερη εναγομένη) και εις ολόκληρον με αυτήν, στον μεν πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα επτά (6.557) ευρώ, στον δε δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των χιλίων εννιακοσίων εβδομήντα επτά (1.977) ευρώ, ως διαφορά από δεδουλευμένες αποδοχές τους, νομιμοτόκως δε από την επομένη της απόλυσής τους, ως δήλης ημέρας εκ του νόμου, ήτοι από την 1-10-2011 για τον πρώτο των εναγόντων και από την 3-10-2011 για τον δεύτερο των εναγόντων.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εφεσίβλητη σε πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζει σε ποσό τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις     -11-2019.

             Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ