ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός Αποφάσεως
4044 /2019
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από το Δικαστή Πολυζωγόπουλο Νικόλαο, Πρωτοδίκη τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του την 2α Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Της … 2) Της …, 3) Του … οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Παρασκευής Κόλιου – Κατωπόδη και 4) Της … ως προς την οποία η πληρεξούσια δικηγόρος της Παρασκευή Κόλιου – Κατωπόδη παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της εταιρείας με την επωνυμία … με έδρα την …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Παναγιώτας Λουκάκου.
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 27.11.2018 και με αριθμό κατάθεσης 13417/6123/2018 ανακοπή τους, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά της στο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Στην περίπτωση της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται από την άσκηση ανακοπής κατά της δήλωσης του τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 986 ΚΠολΔ, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι ή όχι και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Επομένως, στο δικόγραφο της ανακοπής, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ’ ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν (ΑΠ 663/2017, 480/2012, 1065/2009 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, το αντικείμενο της ανακοπής και της σχετικής δίκης οριοθετείται από το περιεχόμενο του κατασχετηρίου και τη δήλωση του τρίτου, και -συνεπώς- δεν είναι δυνατή η επέκταση της κατάσχεσης σε απαίτηση ή έννομη σχέση που δεν περιέχεται στο κατασχετήριο. Έτσι, σε περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, κρίσιμο στοιχείο, για τον καθορισμό της προσήκουσας δικαιοδοσίας και διαδικασίας, είναι όχι η τυχόν αστική φύση της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή κατά του οφειλέτη του, της οποίας τελικά επιδιώκεται η ικανοποίηση μέσω της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, αφού αυτή δεν είναι η επίδικη, αλλά η φύση της απαίτησης που κατασχέθηκε, δηλαδή η φύση της υποκείμενης σχέσης μεταξύ τρίτου και καθ’ ου η εκτέλεση (αρχικού οφειλέτη του επισπεύδοντος την εκτέλεση), εφόσον αυτή τίθεται σε αμφισβήτηση με την άσκηση της ανακοπής, δεδομένου ότι η ανακοπή κατά της δήλωσης του τρίτου που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 986 ΚΠολΔ επέχει κατ’ ουσίαν θέση αγωγής του αρχικού οφειλέτη (και δανειστή του τρίτου) κατά του τρίτου (ΑΕΔ 1/2019, ΑΠ 161/2011, 884/2010, 1182/2009 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Με την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ μπορεί να ζητηθεί η καταδίκη του τρίτου σε πληρωμή τόκων επί της απαιτήσεως, αξίωση που αρχίζει, όμως, όχι με την επιβολή της κατασχέσεως, αλλά μόλις περάσει η προθεσμία του άρθρου 988§1 ΚΠολΔ, από τότε, δηλαδή, που ο τρίτος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει την απαίτηση στον κατασχόντα (αρθρ. 988§ 1 εδ. α` και 345 ΑΚ) (ΕφΑθ 9000/2005, ΝΟΜΟΣ, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Τομ. II, Ειδικό Μέρος, 2001, σελ. 824), ή, επί κατασχέσεως μέλλουσας απαιτήσεως, μόλις γεννηθεί η απαίτηση, ή, επί κατασχέσεως υφιστάμενης (γεγενημένης) αλλά μη εισέτι ληξιπρόθεσμης απαιτήσεως, μόλις αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη. Εξάλλου, το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής δεν αποκλείεται (Π. Γέσιου Φαλτσή, ο.π.,σελ. 823, βλ. και ΠΠρΑΘ 6615/1978, Αρμ 1979,414, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Προσέτι, στη δίκη που ανοίγεται με την ως άνω ανακοπή, ο τρίτος μπορεί να προτείνει όλες τις ενστάσεις τις οποίες έχει κατά του δανειστή του (καθ` ου η εκτέλεση), που αφορούν την οφειλή του, αλλά δεν μπορεί να προτείνει ενστάσεις κατά της εκτελεστότητας του τίτλου από το ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο, μπορεί όμως να προτείνει ενστάσεις βάσει του άρθρου 987 ΚΠολΔ, ήτοι ενστάσεις που αφορούν τις αναφερόμενες σε αυτό πράξεις της διαδικασίας της κατάσχεσης (ΕφΑΘ 5526/2006, ΝοΒ 2007, ΝΟΜΟΣ). Ο αποκλεισμός προσβολής της κατάσχεσης για ουσιαστικούς λόγους, όπως για ελαττώματα της απαίτησης του κατάσχοντας, του εκτελεστού τίτλου (π.χ. κατά του κύρους της απαίτησης του κατασχόντος, κατά του οφειλέτη του, την εξόφληση αυτής, την εικονικότητα αυτής ή την εικονικότητα της εκχώρησης αυτής) δικαιολογείται από το γεγονός ότι αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά της δήλωσης του τρίτου είναι η αλήθεια ή όχι της δήλωσής του και η ύπαρξη ή όχι οφειλής του προς τον οφειλέτη του κατασχόντος. Ενόψει, δε, του ότι η κατάσχεση εις χείρας τρίτου αποτελεί μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μπορεί να προσβληθεί από τον καθ` ου η εκτέλεση υπό τις προϋποθέσεις, τους περιορισμούς και κατά τη διαδικασία των αρθρ. 933 επ ΚΠολΔ. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 986 εδ. α` ΚΠολΔ, η ανακοπή ασκείται ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ.και 23 επ. δικαστηρίου. Με βάση τη ρύθμιση αυτή, ως κριτήρια για τον καθορισμό της καθ` ύλην αρμοδιότητας πρέπει να λαμβάνονται αφενός η αξία του αντικειμένου της διαφοράς (αρθρ. 14,16, 18 ΚΠολΔ) και αφετέρου η φύση της. Αφού, μάλιστα, αντικείμενο της ανακοπής είναι μόνον η ύπαρξη του ποσού της απαιτήσεως που κατασχέθηκε, και όχι η ύπαρξη της απαιτήσεως του κατασχόντος, η καθ` ύλην αρμοδιότητα (καθώς και η λειτουργική) κρίνεται με βάση το ποσό και το είδος της πρώτης. Λαμβάνεται, επομένως, υπ’ όψιν και η φύση της απαιτήσεως που κατασχέθηκε, ώστε, αν το αντικείμενο που κατασχέθηκε εμπίπτει στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου (αρθρ. 15 ΚΠολΔ) ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου (αρθρ. 16, 17 ΚΠολΔ), η καθ` ύλην αρμοδιότητα να κρίνεται χωρίς να ληφθεί κατ` αρχήν υπ` όψιν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς. Σε ότι αφορά ειδικότερα το κριτήριο της αξίας της διαφοράς, η καθ` ύλην αρμοδιότητα πρέπει να κρίνεται με βάση όχι το σύνολο της αξίας του κατασχεμένου αντικειμένου, αλλά μόνο το μικρότερο ποσό που ενδεχομένως κατασχέθηκε, αφού αυτό θα αποτελέσει το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση τις γενικές ρυθμίσεις που αφορούν την αγωγή και ως αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο νοείται εκείνο στο οποίο θα εναγόταν ο τρίτος, αν ασκούσε αγωγή ο καθ` ου η κατάσχεση. Λαμβάνεται δηλαδή υπ` όψιν η γενική δωσιδικία του τρίτου (αρθρ. 22 επ. ΚΠολΔ), ο οποίος αντιμετωπίζεται έτσι νομοθετικά ως εναγόμενος. Αν όμως υπάρχει συντρέχουσα ή αποκλειστική ειδική δωσιδικία που να καλύπτει την οφειλή της οποίας ζητείται η αναγνώριση, αφού αυτή συνιστά το αντικείμενο της ανακοπής, η κατά τόπον αρμοδιότητα μπορεί ή πρέπει να κριθεί με βάση αυτήν. Στις περιπτώσεις που υπάρχει συντρέχουσα δωσιδικία για την οφειλή του τρίτου, αναγνωρίζεται στον ανακόπτοντα – κατασχόντα δικαίωμα επιλογής (αρθρ. 41 ΚΠολΔ) μεταξύ του δικαστηρίου της γενικής και της ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας (Π. Γέσιου – ώαλτσή, ο.π., σελ. 829 επ., βλ. και ΠΠρΑΘ 3661/2011, ΕφΑΔ 2013,265, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η εν λόγω ανακοπή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (Π. Γέσιου – ώαλτσή, ο.π., σελ. 846). Προσέτι, μολονότι η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ εμπεριέχει και καταψηφιστικό αίτημα, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου λόγω της φύσης της ανακοπής, ως παρεμπίπτουσας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, που αποσκοπεί στην ικανοποίηση απαιτήσεως για την οποία έχει ήδη καταβληθεί δικαστικό ένσημο (ΠΠρΑΘ 3661/2011, ΠΠρΑΘ 6672/1994, ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Η σχετική μ’ αυτές ρύθμιση στο νόμο είναι εξαιρετικά ελλιπής, αφού ως γενική διάταξη υπάρχει μόνον αυτή του άρθρ. 2 του από 2(14).5.1835 διατάγματος “περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων”, σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως πράξη εμπορική και η Επιχείρηση Πρακτορείας, ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για ορισμένες μορφές πρακτορικής δράσης, όπως αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το ΠΔ/γμα 229/1995 και το τροποποιητικό αυτού ΠΔ/γμα 427/1995. Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις η Επιχείρηση Πρακτορείας έχει ως αντικείμενο την έναντι ανταλλάγματος παροχή προς το κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών κάθε φύσεως (ΑΠ 1041/2010, 539/2012 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Κατά την έννοια αυτή η σχέση πρακτορείας προσλαμβάνει το χαρακτήρα είτε της εμπορικής αντιπροσωπείας προς παροχή υπηρεσιών είτε της παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας, αφού κύριο μεν γνώρισμα του εμπορικού αντιπροσώπου είναι ότι ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ενώ αντίθετα κατά το άρθ. 90 ΕμπΝ ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος ενεργεί με το δικό του όνομα για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευομένου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται περί εμμέσου αντιπροσωπείας και ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος γίνεται κύριος του κινητού πράγματος που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, έχοντας απλώς ενοχική υποχρέωση να το μεταβιβάσει στον εντολέα, η υπ’ αυτού όμως αθέτηση της ενοχικής αυτής υποχρεώσεώς του δεν συνιστά υπεξαίρεση. Συνεπώς, εφόσον η σύμβαση πρακτορείας έχει σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία εντολής και η ρύθμισή της, μολονότι αναγκαία, είναι ελλιπής, καταλείποντας ακούσιο (γνήσιο) κενό, εφαρμόζονται αναλογικά σ` αυτή οι διατάξεις, κατ` αρχήν, του ΑΚ για την εντολή (άρθ. 713 – 729), στις οποίες μάλιστα ρητά ως προς τη σύμβαση παραγγελίας παραπέμπει το άρθ. 91 ΕμπΝ σε συνδυασμό με το άρθ. 3 ΕισΝΑΚ (ΑΠ 1728/2014 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), ενώ αναλογικά εφαρμόζονται με βάση ήδη και τη διάταξη του άρθ. 14 παρ. 4 του Ν. 3577/2007 οι διατάξεις και του ΠΔ/τος 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”, όπως τροποποιήθηκε με τα ΠΔ/τα 249/1993, 88/1994 και 312/1995, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαμεσολαβητική δραστηριότητα του πράκτορα προσομοιάζει κατά περιεχόμενο με τη λειτουργία της εμπορικής αντιπροσωπείας ή και ταυτίζεται μ’ αυτή κατά τα ουσιώδη στοιχεία της (Ολ. ΑΠ 15/2013 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Πράκτορες, με την ανωτέρω έννοια, είναι και οι πράκτορες ταξιδιών, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο πράκτορας, ο οποίος κρατεί θέσεις για θαλάσσιο ταξίδι και εκδίδει το εισιτήριο με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος (ΑΠ 445/2012, 159/20018, δημ. στη ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 404 AK o οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή, κατά δε το άρθρο 405 παρ. 1 ιδίου Κώδικα ή ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσό για την περίπτωση που δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, η ποινή δε αυτή καταπίπτει, αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία, ενώ η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία (ΑΠ 224/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 891/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1848/2007 ΕλλΔνη 48.1434, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 47.184, ΕφΑθ 1890/2003 ΕλλΔνη 45.250, ΕφΑΘ 3264/2003 ΕλλΔνη 45.1508), οπότε υφίσταται εναντίον του οφειλέτη αγώγιμη αξίωση του δανειστή και κατά τις διακρίσεις των άρθρων 406 και 407 ΑΚ. Η γνήσια ως άνω ποινική ρήτρα, η οποία αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία και μέσο πίεσης στην εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής (ΑΠ 611/1998 ΕλλΔνη 40.141), που θεμελιώνει ενοχή η οποία τελεί ως άνω υπό την ιδιόρρυθμη (αρνητική) αίρεση της μη εκπλήρωσης ή της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής που πηγάζει από την κύρια σύμβαση (ΕφΑθ 11643/1995 ΕλλΔνη 38.1620, ΕφΑθ 332/1994 ΕλλΔνη 36.1302).
Οι ανακόπτοντες εκθέτουν στην κρινόμενη ανακοπή τους ότι με το από … κατασχετήριο επέβαλαν εις χείρας της καθ’ ης η ανακοπή κατάσχεση ποσού 24.190,18 ευρώ, επί κάθε υφιστάμενης ή μελλοντικής απαίτησης της οφειλέτιδας τους Ζ. Ν. – Π. έναντι της τελευταίας, προς ικανοποίηση απαίτησης τους (ανακοπτόντων) που επιδικάσθηκε και κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή με την υπ’ αριθ. 29/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καρύστου. Ότι η καθ’ ης υπέβαλε αρνητική δήλωση τρίτου, η εν λόγω δε υποβολή δήλωσης είναι ανειλικρινής και ανακριβής, δεδομένου ότι κατά τον επίδικο χρόνο η καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτης διατηρούσε απαίτηση σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή με βάση τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας που τους συνδέει. Ότι η αρνητική δήλωση εκ μέρους της καθ’ ης κατέστησε αδύνατη την ικανοποίηση της απαιτήσεως τους. Ζητούν, λοιπόν, οι ανακόπτοντες για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους, να θεωρηθεί αναληθής και να ακυρωθεί η αρνητική δήλωση της καθ’ ης η ανακοπή, σχετικά με την ύπαρξη στα χέρια της, της απαιτήσεως της οφειλέτιδας Ζ. Ν. Π., κατόπιν αναγκαστικής κατάσχεσης που επέβαλε στα χέρια της καθ’ ης ως τρίτης και να υποχρεωθεί η καθ’ ης να τους αποδώσει το αναγκαστικώς κατασχεθέν ποσό ύψους 24.190,18 ευρώ, νομιμοτόκως μέχρι εξοφλήσεως. Τέλος, με τις προτάσεις τους παραδεκτώς ζητούν να καταδικασθεί η καθ’ ης στη καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 9, 14, 25 ΚΠολΔ) για να δικασθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία κατά την οποία είναι εκδικαστέα η διαφορά από την κατασχεμένη απαίτηση. Περαιτέρω η ανακοπή, που είναι εμπρόθεσμη καθόσον ασκήθηκε εντός 30 ημερών από την υποβολής της αρνητικής δηλώσεως της καθ’ ης ως τρίτης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δ. Π.), είναι απορριπτέα ως προς το αίτημα της να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη αρνητική δήλωση, δεδομένου ότι η εν λόγω ανακοπή έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα (Β. Μπρακατσούλας ο.π. σελ. 610 υπό 1β) και συνέπεια της παραδοχής της δεν είναι ακύρωση της ανειλικρινούς δήλωσης αλλά η αναγνώριση της ανειλικρίνειας της αρνητικής δήλωσης ή της προς αυτήν εξομοιούμενης παράλειψης του τρίτου (ΕφΠειρ 377/2015 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Κατά τα λοιπά αιτήματα της η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερείδεται στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα ως άνω σκέψη, ως επίσης σε αυτές των άρθρων 340, 346 ΑΚ, 70, 218 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, αφού δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.
Από τα έγγραφα, που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία χρησιμεύουν προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών, τεκμηρίων, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, όπου ειδικότερα και συγκεκριμένα διαλαμβάνεται στη συνέχεια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ανακόπτοντες διατηρούν σε βάρος της Ζ. Ν. Π. απαίτηση ύψους 49.432,15 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από 9-5-2013 για το ποσό των 32.216,80 ευρώ, πλέον δικαστικών εξόδων ύψους 600 ευρώ, που της έχει επιδικασθεί με την υπ’ αριθ. 29/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καρύστου. Προς ικανοποίηση της απαίτησης τους που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 21.712,60 ευρώ επέδωσαν στην ως άνω οφειλέτιδα της αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της πιο πάνω απόφασης μετά της κάτωθι αυτού από 29-6-2018 επιταγής προς πληρωμή (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ευβοίας Π. Ε. Τ.), επιτάσσοντας την να καταβάλει το πιο πάνω κεφάλαιο και τη δικαστική δαπάνη, πλέον εξόδων για λήψη απογράφου και έκδοση αντιγράφου ύψους 523,09 ευρώ, για σύνταξη της επιταγής και νομική συμβουλή ποσού 600 ευρώ και για την επίδοση αυτής ποσού 100 ευρώ, ήτοι συνολικά για την καταβολή του ποσού των 23.535,69 ευρώ, νομιμότοκα μέχρι την εξόφληση. Ακολούθως, λόγω της μη εκούσιας συμμόρφωσης της οφειλέτιδας τους, με το από … κατασχετήριο εις χείρας τρίτου, που επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 23.11.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δ. Π.), επέβαλαν εις χείρας της ως κατάσχεση επί των πάσης φύσης ληξιπρόθεσμων ή μελλοντικών απαιτήσεων, που διατηρούσε η Ζ. Ν. κατά της καθ’ ης η ένδικη ανακοπή, μέχρι του ποσού των 24.190,18 ευρώ, νομιμοτόκως από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι την εξόφληση του. Το εν λόγω κατασχετήριο επέδωσαν την ίδια ημεροχρονολογία και προς την Ζ. Ν. (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας Π. Τ.). Η καθ’ ης υπέβαλε σύμφωνα με το άρθρο 985 ΚΠολΔ την από 30-11-2018 αρνητική δήλωση εντός οκτώ ημερών από την επίδοση της κατασχέσεως, η οποία ωστόσο ήταν ανειλικρινής δεδομένου ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η Ζ. Ν. διατηρούσε (και συνεχίζει να διατηρεί) κατά της καθ’ ης η ανακοπή απαίτηση που απορρέει από τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας που τους συνδέει. Ειδικότερα, η καθ’ ης η ανακοπή κοινοπραξία συστάθηκε με το από 30-9-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό από τις ναυτικές εταιρείες με την επωνυμία … με διάρκεια δεκαετή και σκοπό την πραγματοποίηση θαλάσσιων δρομολογίων για την εξυπηρέτηση των συγκοινωνιακών γραμμών Ραφήνας – Μαρμαρίου και αντίστροφα. Για το λόγο αυτό στις 8-5-2013 η καθ’ ης κοινοπραξία κατήρτισε με την Ζ. Ν. που διατηρούσε ατομική επιχείρηση με αντικείμενο την πρακτορεία, σύμβαση ναυτικής πρακτορείας με σκοπό την επί προμήθεια πώληση εισιτηρίων και την προώθηση των δρομολογίων των πλοίων της κοινοπραξίας. Στη σχετική σύμβαση συμφώνησαν ότι η προμήθεια του πράκτορα θα ανέρχεται σε ποσοστό 5% επί του καθαρού ναύλου, πλέον ΦΠΑ, καθώς και ότι «η πώληση των εισιτηρίων γίνεται πάντα τοις μετρητοίς και η είσπραξη του αντιτίμου γίνεται για λογαριασμό της εταιρείας. Η καταβολή των εισπραχθέντων θα γίνεται σε πέντε ημέρες από την παραλαβή από τον πράκτορα του χρεωστικού σημειώματος της εταιρείας με μετρητά ή επιταγή ημέρας…Πριν από κάθε καταβολή θα αφαιρείται η συμφωνημένη προμήθεια για την οποία θα εκδίδεται νόμιμο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών… Ο πράκτορας υποχρεούται στην καταβολή εγγυήσεως ανερχόμενη στο ποσό των 30.000 ευρώ». Η καθ’ ης συνομολογεί την ύπαρξη, κατά το χρόνο της κατασχέσεως, της βασικής σχέσεως, δηλαδή την ιδιότητα της οφειλέτιδας της Ζ. Ν.. Αρνείται όμως την κατά τον ως άνω χρόνο της κατασχέσεως αλλά και για το μέλλον ύπαρξη της απαίτησης της τελευταίας κατ’ αυτής, λόγω της εξόφλησης της που συντελείται με την παρακράτηση της σχετικής προμήθειας που δικαιούται (η Ζ. Ν.) από την ίδια κατά το χρόνο απόδοσης των εισπραχθέντων αντιτίμων των εισιτηρίων στη Κοινοπραξία. Ο ουσιώδης αυτός ισχυρισμός (ΑΚ 416) συνιστά ένσταση καταλυτική της κατασχεθείσας απαιτήσεως και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Με βάση τη σχέση εντολής που συνδέει την καθ’ ης με την Ζ. Ν., η τελευταία αποκτά την κυριότητα αρχικά του εισπραττόμενου τιμήματος από τις πωλήσεις των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, ως έμμεση – με βάση τη μεταξύ τους εκτεθείσα σχέση – αντιπρόσωπος (ΑΚ 1034), το οποίο στη συνέχεια, δυνάμει της εσωτερικής τους σχέσης οφείλει να το αποδώσει στην αντιπροσωπευόμενη εταιρεία (αφού προηγουμένως παρακρατήσει την προμήθειά της). Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει, ότι με βάση την εσωτερική τους σχέση υπήρξε και συμφωνία για προαντιφώνηση της νομής των χρημάτων, που αποκτούσε κατά κυριότητα αρχικά η ως άνω Ζ. Ν., ως έμμεσος αντιπρόσωπος, ήτοι συμφωνία για εκ των προτέρων μεταβίβαση προς την εταιρεία (κοινοπραξία) της κυριότητας των χρημάτων, τα οποία θα αποκτούσε από την πώληση των εισιτηρίων, ώστε να παραμένει ως προς αυτά ως απλός κάτοχος. Επομένως, αποδείχθηκε ότι βάσει συμφωνίας μεταξύ της κοινοπραξίας και της πράκτορα, η τελευταία παρακρατεί μέρος του αντιτίμου που εισέπραξε για την εξόφληση της αμοιβής της. Η συμφωνία αυτή υφίσταται παράλληλα προς την σχέση εντολής και είναι συνυφασμένη με έτερη έννομη σχέση δια της οποίας καταλύεται η απαίτηση της κοινοπραξίας επί του παρακρατηθέντος αντιτίμου και ως εκ τούτου η κατάσχεση των ανακοπτόντων ως δανειστών της Ζ. Ν. εις χείρας της Κοινοπραξίας της εκ της σχέσεως της εντολής γεννηθείσας υποχρέωσης προς καταβολή αμοιβής είναι ανίσχυρη, καθόσον με την ως άνω συμφωνία έπαυσε να υφίσταται η σχετική υποχρέωση και η αντίστοιχη απαίτηση του εντολοδόχου (βλ. Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος Τρίτος, Β΄ Έκδοση, άρθρο 982, σελ. 1288). Περαιτέρω, η Ζ. Ν. κατά την κατάρτιση της συμβάσεως παρέδωσε «ως εγγύηση» (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία) την υπ’ αριθ. … επιταγή της Ε. Τ. ποσού 30.000 ευρώ, η οποία εκδόθηκε σε διαταγή της καθ’ ης κοινοπραξίας, την οποία εξουσιοδότησε να χρονολογήσει και εμφανίσει προς πληρωμή στη περίπτωση που ανέκυπτε οφειλή σε βάρος της Ζ. Ν.. Η συμφωνία αυτή διέπεται, ως προς τη λειτουργία της και ιδίως την τύχη της, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 361 ΑΚ. Έτσι, με σαφήνεια συνάγεται ότι το ποσό αυτό δόθηκε ως συμβατική εγγυοδοσία και φέρει το χαρακτήρα της ποινικής ρήτρας για την πιστή τήρηση των όρων της συμβάσεως. Η αξίωση του πράκτορα για απόδοση της εγγυοδοσίας γίνεται ληξιπρόθεσμη με τη καταγγελία της της έννομης σχέσης που τους συνδέει, εφόσον η κοινοπραξία δεν διατηρεί ισόποσες απαιτήσεις, οπότε υφίσταται είτε αγώγιμη αξίωση της καθ’ ης η εκτέλεση προς απόδοση του ποσού της ποινικής ρήτρας με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού στη περίπτωση που δεν καταπέσει, είτε αγώγιμη αξίωση του δανειστή (καθ’ ης η ανακοπή) κατά τις διακρίσεις των άρθρων 406 και 407 ΑΚ σε περίπτωση κατάπτωσης της. Κατόπιν τούτων, η οφειλέτιδα των ανακοπτόντων διατηρεί απαίτηση που απορρέει από τη σύμβαση ποινικής ρήτρας, η οποία θεμελιώνει ενοχή που τελεί ως άνω υπό την ιδιόρρυθμη (αρνητική) αίρεση της μη εκπλήρωσης της παροχής από την κύρια σύμβαση, δηλαδή της απόδοσης των εισπραχθέντων αντιτίμων από την πώληση των εισιτηρίων και για το λόγο αυτό νομίμως οι ανακόπτοντες προέβησαν στην κατάσχεση της εις χείρας της καθ’ ης (ΕφΑθ 11643/1995 ΕλλΔνη 38.1620, ΕφΑθ 332/1994 ΕλλΔνη 36.1302, ΕφΑθ 6431/1975 Αρμ 30.). Εξάλλου, από τις προσκομιζόμενες μηνιαίες εκκαθαρίσεις και τις κινήσεις του τραπεζικού λογαριασμού που διατηρεί η κοινοπραξία στην τράπεζα …, αποδεικνύεται ότι η Ζ. Ν. παραμένει ναυτικός πράκτορας της κοινοπραξίας χωρίς να έχει προκύψει χρεωστικό σε βάρος της τελικό υπόλοιπο απορρέον από την έννομη σχέση που τους συνδέει, διαφορετικά η κοινοπραξία θα είχε προβεί στην καταγγελία της σχετικής σύμβασης. Μετά ταύτα, εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη της ως άνω απαίτησης ύψους 30.000 ευρώ κατά το χρόνο επιβολής της κατασχέσεως (αλλά και μεταγενέστερα), θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η αρνητική δήλωση της καθ’ ης ήταν ανειλικρινής, να αναγνωρισθεί η ύπαρξη της κατασχεμένης απαιτήσεως και να υποχρεωθεί η καθ’ ης κατ’ άρθρο 990 ΚΠολΔ σε καταβολή του πιο πάνω ποσού της κατασχέσεως. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή (αγωγή), να αναγνωρισθεί ότι η προσβαλλόμενη αρνητική δήλωση της καθ’ ης είναι ανειλικρινής, να αναγνωρισθεί η ύπαρξη της κατασχεμένης απαίτησης της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδας Ζ. Ν., εις χείρας της καθ’ ης η ανακοπή και να υποχρεωθεί η καθ’ ης σε καταβολή του κατασχεθέντος ποσού προς την ανακόπτουσα, νομιμοτόκως από την επίδοση της ανακοπής, δεδομένου ότι – κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη – συνέπεια της παραδοχής της επίδικης ανακοπής είναι η αναγκαστική νόμιμη εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης στην ανακόπτουσα, ως επισπεύδουσας την εκτέλεση. Η καταδίκη τελεί υπό την προϋπόθεση της πληρώσεως της αιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 69 ΙΙ εδ. γ΄ ΚΠολΔ. Τέλος, κατόπιν συναφούς αιτήματος, θα πρέπει να καταδικασθεί η καθ’ ης στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των ανακοπτόντων, δεδομένου ότι το μέρος κατά το οποίο απορρίφθηκε η ανακοπή είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή σε αύξηση των εξόδων (άρθρα 176, 178 ΚΠολΔ και 65 του ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η προσβαλλόμενη αρνητική δήλωση της καθ’ ης είναι ανειλικρινής και ότι υφίσταται η κατασχεμένη απαίτηση ποσού είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (24.190,18) της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδας Ζ. Ν. Π. εις χείρας της καθ’ ης η ανακοπή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθ’ ης να καταβάλει στους ανακόπτοντες το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (24.190,18), νομιμοτόκως από την επίδοση της ανακοπής και μέχρι εξοφλήσεως, υπό την προϋπόθεση της πληρώσεως της αιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 69 ΙΙ εδ. γ΄ ΚΠολΔ .
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ