ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
4321 /2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 11492/5682/2017)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα στην έδρα της, στην Ελλάδα δε από την εταιρεία με την επωνυμία …», η οποία είναι εγκατεστημένη (στην Ελλάδα) δυνάμει του Ν. 89/67 και διατηρεί γραφείο στην …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αθηνών Αποστόλου Μπουρνέλου (Α.Μ. ΔΣΑ 7948).
Του εφεσίβλητου: Κ. Χ. Χ., κατοίκου … ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Μάριου Κόκκαλη (Α.Μ. ΔΣΑ 27195), βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 23-07-2014 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 4785/94/24-07-2014) αγωγή του κατά της εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Ακολούθως, η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 26-03-2015 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 1521/29/26-03-2015) αγωγή της κατά του εφεσίβλητου και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 52/2017 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω από 23-07-2014 αγωγή του εφεσίβλητου και απέρριψε την από 26-03-2015 αγωγή της εκκαλούσας. Ήδη η εκκαλούσα με την από 27-10-2017 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 10429/196/27-10-2017) έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 11492/5682/30-10-2017, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 06ης-02-2018 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 23-07-2014 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 4785/94/24-07-2014) αγωγή του, o ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 7.961,03 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, αξίωση που αντιστοιχεί σε αποζημίωση απόλυσης κατά το άρθρο 5 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω και ερείδεται σε μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου καταρτισθείσας στις 05-12-2013 στον Πειραιά, σε εκτέλεση της οποίας ο ίδιος προσελήφθη στο υπό ελληνική σημαία φορτηγό – φορτίου χύδην πλοίο (bulk carrier) “… με διακριτικό σήμα … κόρων ολικής χωρητικότητας 40609, πλοιοκτησίας της εναγομένης – εκκαλούσας ως «Πλοίαρχος Α», ενώ απελύθη στις 10-05-2014 στο λιμάνι Lanshan της Κίνας κατόπιν μονομερούς καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την πλοιοκτήτρια και άνευ υπαιτιότητάς του. Ακολούθως, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 26-03-2015 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 1521/29/26-03-2015) αγωγή της κατά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου και ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος – εφεσίβλητος, ως πλοίαρχος του ως άνω πλοίου, να της καταβάλει µε απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 18.923,92 ευρώ, νοµιµοτόκως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, αξίωση που αντιστοιχεί στη θετική ζηµία που υπέστη η ίδια εξαιτίας της αντισυµβατικής του συµπεριφοράς, συνιστώσα παράλληλα και εκ μέρους του αδικοπραξία, όπως αυτή ειδικότερα εκτέθηκε στην αγωγή, καθώς και σε χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη η εταιρεία από την προσβολή και µείωση της φήµης κα του εµπορικού ονόµατός της, ωσαύτως συνδεόµενης µε την αδικοπρακτική συµπεριφορά του εναγοµένου –εφεσίβλητου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 52/2017 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω από 23-07-2014 αγωγή του εφεσίβλητου και υποχρέωσε την εναγομένη – εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 7.652,93 ευρώ, εκ των οποίων κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστό ποσό 3.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την 13η-05-2014, ενώ απέρριψε την από 26-03-2015 αγωγή της ενάγουσας- εκκαλούσας. Ήδη µε την υπό κρίσιν εφεσή της, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ζητεί για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που αφορούν εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της εκκαλουµένης και την απόρριψη της αγωγής του εφεσίβλητου στο σύνολό της. Η άνω έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της τελευταίας (άρθρα 495 παρ.1,2, 511,513 παρ.1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδικάσθηκε η υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήτοι αυτή των περιουσιακών διαφορών (εργατικών διαφορών).
Πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή , έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ` αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξεως, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Ειδικότερα οι αρμοδιότητες του πλοιάρχου μπορούν να διακριθούν σ` εκείνες: 1)του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙ ΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α)δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β)δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ειδική εφαρμογή της ως άνω εκπροσώπησης (αν και προσεγγίζει περισσότερο τη διοίκηση αλλότριων υποθέσεων) αποτελεί η διάταξη του αρθρ. 45 ΚΙΝΔ, κατά την οποία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (όπως επιτακτική ανάγκη κατά τη διάρκεια του πλου, αδυναμία συνεννόησης με τον πλοιοκτήτη κ.α.), ο πλοίαρχος, προκειμένου να εξεύρει χρήματα χάριν επιτακτικών επισκευών του πλοίου ή χάριν άλλων επειγουσών αναγκών, μπορεί να πουλήσει ή να ενεχυριάσει μέρος του φορτίου ή να συνομολογήσει τις σχετικές συμβάσεις με πίστωση. Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται επίσης και όταν ανακύψουν και άλλοι λόγοι επείγουσας φύσης, όπως είναι η πληρωμή καθυστερούμενων μισθών, η καταβολή ασφαλίστρων, η εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων που απειλούν με κατάσχεση το πλοίο κ.α. 2)του νομίμου εκπροσώπου των ενδιαφερομένων για το φορτίο 3)του νομίμου εκπροσώπου του πληρώματος και των επιβατών και 4)του εκπροσώπου της πολιτειακής εξουσίας (δημόσιου λειτουργού), ενόψει του ότι λόγω της απομόνωσης του πλοίου διαρκούντος του πλου και της αδυναμίας παρουσίας ή επέμβασης της κρατικής εξουσίας, ο πλοίαρχος περιβάλλεται προσωρινά με τις αρμοδιότητες του ληξιάρχου, του συμβολαιογράφου, του ανακριτικού υπαλλήλου (υποχρεούμενος μεταξύ άλλων, να προβεί σε προανάκριση για κάθε τελούμενο στο πλοίο αδίκημα) και του έχοντος πειθαρχική εξουσία επί του πληρώματος και των επιβατών, για την τήρηση της τάξεως, της πειθαρχίας και της ομαλής διεξαγωγής του πλου. Εκτός όμως από τις προαναφερθείσες αρμοδιότητες και εξουσίες του πλοιάρχου, ο νόμος του επιβάλλει και ορισμένα ειδικά καθήκοντα, τα οποία μπορούν να διακριθούν σε δύο γενικότερες κατηγορίες: 1)σε καθήκοντα που συνδέονται με την κυβέρνηση του πλοίου, τα οποία διακρίνονται περαιτέρω σε: α) καθήκοντα πριν από τον απόπλου, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την κατάρτιση του πληρώματος (αρθρ.39ΚΙΝΔ), τη βεβαιότητα ότι το πλοίο είναι ικανό για τον επιχειρούμενο πλου, ότι φέρει τα απαραίτητα εφόδια, ότι το πλήρωμα έχει την κανονική σύνθεση και ότι το φορτίο είναι καλώς στοιβαγμένο (αρθρ. 106 ΚΔΝΔ) β)καθήκοντα που αφορούν στην καθεαυτή κυβέρνηση του πλοίου και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την υποχρέωση του πλοιάρχου να κυβερνά το πλοίο με κάθε επιμέλεια, να τηρεί τις διατάξεις και τους κανονισμούς που αναφέρονται στην ασφάλεια της ναυσιπλοίας, να κυβερνά αυτοπροσώπως το πλοίο σε κάθε περίπτωση δυσχερούς πλου (αρθρ. 113 ΚΔΝΔ) γ)καθήκοντα που αφορούν τα ναυτιλιακά έγγραφα δ)καθήκοντα που αφορούν τους επιβαίνοντες του πλοίου και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αίτηση προς την αρμόδια λιμενική ή προξενική αρχή για την αποβίβαση επιβάτη που διαταράσσει σοβαρά την τάξη (αρθρ. 111 ΚΔΝΔ) και ε)γενικότερα δημόσιου συμφέροντος καθήκοντα που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την παροχή κάθε δυνατής βοήθειας σε πλοία, αεροσκάφη ή πρόσωπα που κινδυνεύουν στη θάλασσα, στην αναγγελία σε πολεμικά πλοία που συναντά στη θάλασσα κάθε θαλάσσιου, διεθνώς διωκόμενου, εγκλήματος (π.χ. πειρατία) κ.α. 2)σε καθήκοντα ως εμπορικού βοηθού του πλοιοκτήτη, στα οποία περιλαμβάνεται η υποχρέωση του πλοιάρχου να εκδίδει φορτωτικές για τα επί του πλοίου φορτία (αρθρ. 168 ΚΙΝΔ) και η απαγόρευση φόρτωσης εμπορευμάτων για δικό του λογαριασμό, χωρίς τη ρητή έγγραφη άδεια του πλοιοκτήτη (αρθρ. 46 ΚΙΝΔ). Εκτός όμως από τις ευρείας εκτάσεως εξουσίες και τα ειδικότερα καθήκοντα που προαναφέρθηκαν ο πλοίαρχος υπέχει και ευθύνες, τόσο απέναντι στον πλοιοκτήτη ή στον εφοπλιστή από τη μεταξύ τους σχέση, όσο και απέναντι στους τρίτους, (αρθρ. 40 ΚΙΝΔ). Ειδικότερα: α)ως προς την ευθύνη απέναντι στον πλοιοκτήτη ή στον εφοπλιστή, αυτή ρυθμίζεται από τη νομική φύση της σχέσης μεταξύ των τελευταίων και του πλοιάρχου, η οποία αποτελεί μικτή σύμβαση που περιέχει τόσο τα στοιχεία της μίσθωσης εργασίας όσο και της εντολής. Έτσι η διάταξη του αρθρ. 40 ΚΙΝΔ, την οποία ορίζεται ότι ο πλοίαρχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, τελεί σε αρμονία τόσο προς την ευθύνη του εκμισθωτή εργασίας έναντι του εργοδότη (άρθ.652 ΑΚ), όσο και του εντολοδόχου έναντι του εντολέως (αρθρ.714 ΑΚ), με τη διαφορά ότι στην ευθύνη του πλοιάρχου δεν έχουν εφαρμογή οι διακρίσεις του άρθ.652 εδ. 2 ΑΚ ως προς το βαθμό της επιμέλειας. Αυτονόητο είναι επίσης ότι εάν ο πλοίαρχος ενήργησε βάσει οδηγιών του πλοιοκτήτη δεν υπάρχει πταίσμα ούτε ευθύνη απέναντι στον τελευταίο β)ως προς την ευθύνη απέναντι τους τρίτους, αυτή εξαρτάται από το αν προέρχεται: αα)από δικαιοπραξία, οπότε ο πλοίαρχος δεν ευθύνεται κατ` αρχήν, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από το νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση ή ββ)από αδικοπραξία κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οπότε προκύπτει κατά κανόνα προσωπική του ευθύνη, με τις προϋποθέσεις και τους όρους τωνάρθ. 914 ΑΚ επ., μπορεί δε να αφορά αποκλειστικά τον πλοίαρχο ή να συντρέχει παράλληλα με την ευθύνη του αντιπροσωπευόμενου πλοιοκτήτη. Για τις πράξεις όμως του πληρώματος δεν μπορεί να ευθύνεται κατ` αρχήν ο πλοίαρχος, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αφού το πλήρωμα θεωρείται ότι συνίσταται από βοηθούς εκπλήρωσης ή προστηθέντες του πλοιοκτήτη και όχι βοηθούς εκπλήρωσης του πλοιάρχου. Μόνον όταν υπάρχει ίδιο πταίσμα του πλοιάρχου, σχετικά με τις πράξεις του πληρώματος, είναι δυνατόν να προκύψει ιδία αυτού ευθύνη, διότι π.χ. παρέλειψε να εμποδίσει τις εν λόγω πράξεις, με βάση την αναγνωριζόμενη από το νόμο πειθαρχική του εξουσία. (Ν.Δελούκας: Ναυτικόν Δίκαιον, §109-121 σελ.162-181, Δ.Καμβύσης: Ναυτεργατικόν Δίκαιον, εκδ.1977, σελ.38-41,43,49-56, Ιω. Κοροτζής: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, εκδ.1990, παρ. 9-14α, σελ.45-71). Περαιτέρω η πλοιαρχική σχέση μπορεί να λυθεί με ποικίλους τρόπους, συνηθέστερος των οποίων είναι με την καταγγελία εκ μέρους του πλοιοκτήτη οποτεδήποτε, χωρίς την τήρηση προθεσμίας και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης (αρθρ.38 ΚΙΝΔ), εκτός εάν υπάρχει αντίθετη περί αυτού συμβατική ρύθμιση, δηλ. συμφωνία μεταξύ πλοιοκτήτη και πλοιάρχου, ότι σε περίπτωση λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του τελευταίου με καταγγελία του πρώτου, αυτός θα υποχρεούται σε αποζημίωση του πλοιάρχου. Τέτοια υποχρέωση αποζημίωσης λόγω λύσεως της συμβάσεως ναυτολόγησης του πλοιάρχου με καταγγελία της από τον πλοιοκτήτη υπάρχει επίσης και όταν αυτή προβλέπεται από τη σχετική ΣΣΝΕ, που καθιερώνει ειδική νομοθετική ρύθμιση, κατισχύουσα εκείνης του αρθρ. 38 ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 612/1981 ΕΝΔ 12.163, ΑΠ 871/89 ΕΝΔ 18,13, Εφ Πειρ 830/94 Νομ Ναυτ Τμ Εφ Πειρ 1994-1995.426, Εφ Πειρ 57/01 ΕΝΔ 29,462, Εφ Πειρ 199/03 ενδ 31.272).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωση του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειες του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, τέτοια δε νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη (ΕφΠειρ 161/2004 ΕΝΔ 2004.3), η οποία (αρχή) σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει να επιχειρήσει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 2247/2009 δημ.«ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008.880). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Από τη διάταξη δε του άρθρου 298 εδ. β` του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ): α) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 605/2009, Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 2247/2009 ο.π).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από τις υπ’ αριθμ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος – εφεσίβλητου (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά Ι. Α.), την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία ελήφθη με επιμέλεια του εφεσίβλητου, μετά από νόμιμη γνωστοποίηση της εκκαλούσας στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), οι οποίες θα αναφερθούν ειδικότερα κατωτέρω, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας επτάμηνης διάρκειας, καταρτισθείσας μεταξύ της εκκαλούσας – εναγομένης, η οποία στην Ελλάδα εκπροσωπείται από την εταιρεία µε την επωνυµία …» και του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε ως πλοίαρχος Α έναντι µηνιαίου κλειστού µισθού 10.204 ευρώ στο υπό ελληνική σηµαία φορτηγό- φορτίου χύδην πλοίο (bulk carrier) «… µε διακριτικό σήµα …, κόρων ολικής χωρητικότητας 40609 πλοιοκτησίας της εκκαλούσας/εργοδότριας, στο οποίο εργάσθηκε από 06-12-2013, ότε και ναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Tianjin μέχρι τις 12-05-2014 ότε και απολύθηκε στο λιµάνι Lanshan, κατόπιν µονοµερούς καταγγελίας από την πλοιοκτήτρια εταιρεία και αντικαταστάθηκε από τον πλοίαρχο Γ. Π.. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της και κατ’ εκτίμηση αυτού, η εκκαλούσα ισχυρίζεται, ότι η εκκαλουμένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 106 ΚΠολΔ, διότι παραβιάσθηκε η αρχή της διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, επί τη βάσει της οποίας το αντικείμενο της δίκης καθορίζεται από τον ενάγοντα. Και τούτο διότι ο ενάγων – εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε και η εκκαλουμένη δέχτηκε, ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του και το ενταύθα δικαίωμα αποζημιώσεώς του διέπεται από τις διατάξεις της ΣΣΝΕ Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων από 4.500 DTW και άνω, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.1/01/2011 ΕΝ (ΦΕΚ Β 123/09-02-2011) και ότι μάλιστα τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν να υπαχθούν σε αυτήν, με ρητή αναφορά στο έντυπο της σύμβασης, παρότι η εν θέματι ΣΣΝΕ είχε αποβάλει την ισχύ της ήδη από το έτος 2010. Ο λόγος ωστόσο αυτός είναι μη νόμιμος, καθώς οι ΣΣΕ των ετών 2010 και 2011 που ρύθμιζαν τομείς ναυτικής εργασίας, καίτοι η συμβατική διάρκειά τους φερόταν να έχει λήξει κατά το τέλος του έτους υπογραφής τους, παραταύτα εξακολούθησαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται από όλους τους εμπλεκόμενους (εργαζόμενους, εφοπλιστές κλπ) σε όλη την έκτασή τους ως διοικητικές – κανονιστικές πράξεις, μέχρι τη ρητή κατάργησή τους ή τροποποίησή τους από νέα κανονιστική πράξη, ήτοι νέα ΣΣΕ, η οποία εν προκειμένω δεν είχε λάβει χώρα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της κατάρτισης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του εφεσίβλητου. επομένως ορθά ο εφεσίβλητος στήριξε τις ένδικες αξιώσεις του στην ως άνω ΣΣΝΕ Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων από 4.500 DTW και άνω και ορθά η εκκαλουμένη έκρινε, εφαρμόζοντας αυτή αναφορικά με την αιτούμενη από τον εφεσίβλητο αποζημίωση απόλυσης. Ακολούθως με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίσθηκε, ότι ναι μεν στην από 05-12-2013 σύμβαση ναυτολόγησης του εφεσίβλητου προβλέφθηκε η υπαγωγή της σχέσης εργασίας του με την εκκαλούσα στην ως άνω οικεία ΣΣΝΕ, η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 3525.1.1./01/2011, ωστόσο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, καθώς το έντυπο της σύμβασης είναι ένα τυποποιημένο κείμενο, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση της ρυθμίσεως ορισμένων μόνο ζητημάτων της έννομης σχέσης της συμβάσεως ναυτολόγησης και κυρίως τη μισθοδοσία και τις εισφορές στο ΝΑΤ και όχι τα θέματα της καταγγελίας και της αποζημίωσης του πλοιάρχου σε περίπτωση δικού του πταίσματος, περίπτωση, για την οποία θα έπρεπε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να είχε εφαρμόσει τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Και αυτός ο λόγος ωστόσο, πέραν της αντιφατικότητάς του σε σχέση με τα προβληθέντα από την εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο έφεσης, μη νομίμως προβάλλεται, καθώς σύμφωνα με τα ως άνω εκτεθέντα, η ΣΣΝΕ Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων από 4.500 DTW και άνω, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.1/01/2011 ΕΝ (ΦΕΚ Β 123/09-02-2011), δεν είχε απολέσει την ισχύ της και ρύθμιζε όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα από τη σχέση ναυτικής εργασίας του εφεσίβλητου με την εκκαλούσα. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, ορθά απεφάνθη ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης. Περαιτέρω, η εναγομένη – εκκαλούσα ισχυρίσθηκε, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντα εφεσίβλητου έλαβε χώρα λόγω διαδοχικών παραπτωµάτων του τελευταίου και µετά από την εκ µέρους του πρόκληση ζηµίας σε αυτή, προς επίρρωση δε των ισχυρισμών της εξέθεσε τρία περιστατικά, ενδεικτικά της αντισυμβατικής, αλλά και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε η εργοδότρια εταιρεία ότι στις 17-03-2014 στο λιµένα Haypoint, λόγω της εκ µέρους του ενάγοντος πλοιάρχου καθυστερηµένης εντολής προς το πλήρωµα του πλοίου δεν επετεύχθη η πλήρης απάντληση θαλασσέρµατος µε αποτέλεσµα να παραµείνουν 1500 µετρικοί τόνοι θαλασσέρματος εντός των διπυθµένων και, ως εκ τούτου, να φορτωθεί φορτίο γαιάνθρακος κατά 1500 µετρικούς τόνους λιγότερο, υφιστάμενοι ούτως οι ναυλωτές του πλοίου και οι παραλήπτες του φορτίου περιουσιακή ζημία. Το συµβάν αυτό ωστόσο δεν έγινε αντιληπτό ούτε από τους ελεγκτές (surveyors), του λιµένα φόρτωσης (Haypoint) Αυστραλίας, ούτε από τους ελεγκτές του λιµένα εκφόρτωσης (Zhousan Κίνας), στους υποχρεωτικούς ελέγχους που διεξήχθησαν και στα δύο λιμάνια. Ο ισχυρισμός της εναγομένης – εκκαλούσας (όπως εισφέρθηκε με τον τρίτο λόγο έφεσης), ότι οι ελεγκτές σκοπίμως δεν κατέγραψαν την ελλείπουσα ποσότητα γαιάνθρακος, διότι σε αυτή την περίπτωση θα εισέπρατταν μικρότερο τίμημα με βάση την αναγραφόμενη στη φορτωτική ποσότητα, δεν κρίνεται πειστικός, σε κάθε δε περίπτωση, πέραν των ισχυρισμών της εκκαλούσας και των προστηθέντων της, η εν λόγω συμπεριφορά του εφεσιβλήτου δεν αποτυπώθηκε σε κανένα εκ των εγγράφων που χρησιμοποιήθηκαν στις συναλλαγές (φορτωτικές, τιμολόγια, εκθέσεις ελεγκτών κλπ). Επιπλέον από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε, ότι το εν λόγω περιστατικό έγινε αντιληπτό από τους ναυλωτές, ή ότι οι τελευταίοι εξέφρασαν το οποιδήποτε παράπονο ή ήγειραν κατά της εναγοµένης – εκκαλούσας οποιαδήποτε αξίωση, ως εκ τούτων η εκκαλούσα σε κάθε περίπτωση δεν υπέστη οποιαδήποτε ζηµία. Ακολούθως, αναφορικά µε το δεύτερο συµβάν, ενδεικτικό κατά την εκκαλούσα της αντισυμβατικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς του εφεσίβλητου εξαιτίας της εκ µέρους του ελλιπούς εποπτείας, ήταν ότι σε γενόµενο έλεγχο επί του πλοίου στις 08-04-2014 στο λιµένα Nanjing της Κίνας από τις τοπικές λιµενικές αρχές, διαπιστώθηκε η βλάβη της αντλίας πυρκαγιάς εκτάκτου ανάγκης, η µη λειτουργία του συστήµατος καθαρισµού ακαθάρτων υδάτων, η εµπλοκή του αυλού αποχετεύσεως του µανόµετρου του βοηθητικού λέβητος, η µη στεγανότητα της θύρας στεγανότητος της αριστεράς σωσίβιας λέµβου και τέλος η έλλειψη καλυµµάτων των δοχείων συλλογής διαφυγόντων ελαίων, µε αποτέλεσµα την απαγόρευση απόπλου του πλοίου για µία µέρα και τη συνακόλουθη αξίωση των ναυλωτών για αφαίρεση ναύλου µιας ηµέρας. Και σε αυτή την περίπτωση ωστόσο δεν αποδείχθηκε οποιοδήποτε πταίσµα του εφεσίβλητου πλοιάρχου, µε δεδοµένο ότι οι ως άνω ελλείψεις δεν ανάγονται στον απευθείας έλεγχο του πλοιάρχου, ο οποίος, µη έχοντας επαρκείς µηχανικές γνώσεις, ασκεί έλεγχο στον µηχανικό, εντός των καθηκόντων του οποίου περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Β.Δ. 806/1970 και η διόρθωση των ανωτέρω διαπιστωθεισών βλαβών του πλοίου, αντιθέτως δε (ο πλοίαρχος) είναι αυστηρά υπόχρεος για τον τακτικό, πλήρη και διεξοδικό έλεγχο των µελών του πληρώµατος ως προς τη σωστή εκ µέρους τους εκτέλεση των εργασιών. Από κανένα ωστόσο αποδεικτικό μέσο δεν διαπιστώθηκε, ότι ο εφεσίβλητος δεν διενεργούσε τους απαραίτητους τακτικούς ελέγχους (γυµνάσια) ώστε να υπάρξει αιτιώδης σύνδεσµος της αµέλειάς του αυτής µε τις κατά τα ανωτέρω ελλείψεις που σηµείωσαν οι λιµενικές αρχές, προκειµένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη σε βάρος του. Αντιθέτως μάλιστα, κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προέκυψε, ότι κατά παγία τακτική ο πλοίαρχος κατά τη διάρκεια των «γυµνασίων» παραµένει στη γέφυρα, ενώ αναφορικά με τη λειτουργία των μηχανικών τμημάτων, ο πλοίαρχος αρκείται σε έλεγχο των προσκοµιζόµενων σε αυτόν εκθέσεων από τον Μηχανικό περί του εάν αν λειτουργεί ή όχι το εκάστοτε υπό έλεγχο µέρος («working/not working»). Επιπλέον δεν απεδείχθη η οποιαδήποτε ζηµία της εκκαλούσας από το ως άνω γεγονός, ούτε ακόμη κι από την καθυστέρηση µιας ηµέρας στην αναχώρηση του πλοίου που ισχυρίζεται ότι υπήρξε και ότι εξ αυτού οι ναυλωτές της αφαίρεσαν το αντίστοιχο ναύλο, χωρίς ωστόσο να προσκομίζει κάποιο σχετικό αποδεικτικό περί της βασιμότητας των ανωτέρω. Τέλος, απέδωσε η εκκαλούσα στον εφεσίβλητο, ότι το διάστηµα από 20-22 Απριλίου 2014 κι ενώ το πλοίο κατευθυνόταν προς τον λιμένα της νήσου Koolan της Αυστραλίας, τελώντας το πλοίο σε χρονοναύλωση, έχοντας σαφή εντολή από τους χρονοναυλωτές να αφιχθεί στο λιµένα όχι νωρίτερα από τις 22-04-2014 και ώρα 12:00, έχοντας προσεγγίσει την ευρύτερη περιοχή ήδη από τις 22-04-2014, υπό τις οδηγίες του, διέγραφε κυκλικές διαδροµές. Το εν λόγω περιστατικό, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσίβλητο, ήταν, κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, αντίθετο µε τις εντολές τις ναυλώτριας, η οποία είχε δώσει ρητή οδηγία σε περίπτωση άφιξης νωρίτερα, το πλοίο να µείνει έξωθεν του λιµένα (είτε επ’ άγκυρα, είτε όχι) για ευνόητους λόγους µη κατανάλωσης καυσίµων. Ισχυρίζεται, όµως, η εκκαλούσα ότι εξαιτίας της κατά τα ανωτέρω εντολής του πλοιάρχου να διατηρήσει εν κινήσει το πλοίο, αναλώθηκαν επιπλέον καύσιµα FO (Fuel Oil) ανερχόµενα σε 19,84 µετρικούς τόνους, ύψους 12.142 δολλαρίων ΗΠΑ, για τα οποία οι ναυλωτές διατηρούν εναντίον της αξίωση και ως προς αυτό υπέστη ζηµία. Από πουθενά, όµως δεν προέκυψε ότι έχει είχε καταβληθεί το ως άνω ποσό στους ναυλωτές, όπως υποστήριξε η εκκαλούσα. Επιπλέον προέκυψε, ότι η επιλογή του πλοιάρχου – εφεσίβλητου να διατηρήσει το πλοίο εν κινήσει, έγινε για λόγους ασφάλειας αυτού, καθώς τα θαλάσσια ρεύµατα και η µορφολογία της θαλάσσιας περιοχής εκτός λιµένος δεν επέτρεπαν την ασφαλή αναµονή µε άγκυρα ή χωρίς. Σε κάθε δε περίπτωση, οι επιπλέον κυκλικές και άσκοπες κατά την εκκαλούσα κινήσεις του πλοίου ελάµβαναν χώρα επί τριήµερον (20-22-04-2014), ως εκ τούτου, η πλοιοκτήτρια µε το σύστηµα παρακολούθησης πλοίου που διέθετε, ήταν σε θέση να επιβλέπει την πορεία του και, ανά πάσα στιγµή, να επιχειρήσει να ζητήσει εξηγήσεις και να δώσει εντολή να µείνει στάσιµο αυτό διακόπτοντας τους κυκλικούς πλόες, αποτρέποντας την ανάλωση καυσίµων. Εξ όλων των ανωτέρων δεν προκύπτει ούτε αντισυμβατική ούτε ζηµιογόνος συμπεριφορά του εφεσιβλήτου, επομένως, δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη από την οικεία ΣΣΝΕ αποζημίωση απόλυσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, πρέπει συνεπώς να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος της κρινόμενης έφεσης. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση, η δε εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 31 -12 -2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ