Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

                                  ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

                                                      220/2020

                      ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη Εισηγητή, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 12-03-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Α. (οδός Α.  ) με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», διαδόχου μέσω διασυνοριακής συγχώνευσης της «…», για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Πράσσος.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: … του A., κατοίκου Π……. (οδός …), για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Παναγιώτης Πιερράκος.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-10-2018 αγωγή της η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10733/4824/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

 

 

                           ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

H ενάγουσα στην υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης κατέστη στις 26-3-2013 ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «…», η οποία στις 15-12-2010 είχε απορροφήσει μέσω διασυνοριακής συγχώνευσης την τράπεζα «…». Ότι μεταξύ της τράπεζας «….», η οποία έδρευε στη Θ., αλλά διατηρούσε υποκατάστημα στον Π…….., και  των ναυτιλιακών εταιρειών με την επωνυμία «…» που εδρεύουν τυπικά στη Λ., στην πραγματικότητα όμως στον Π……., καταρτίσθηκε στις 21-5-2009 σύμβαση χρηματοδότησης με μειούμενη ανανεούμενη πιστωτική διευκόλυνση, σε εκτέλεση της οποία η πρώτη χορήγησε στις δανειολήπτριες εταιρίες, πίστωση μέχρι το ποσό των 7.240.000 δολ ΗΠΑ, αποπληρωτέο σε δόσεις σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που αναφέρονται στη Σύμβαση. Ότι σκοπός της πίστωσης ήταν αφενός η αναχρηματοδότηση μέχρι του ποσού των 6.427.572 δολ ΗΠΑ, υφιστάμενου δανείου που είχε χορηγηθεί στις δανειολήπτριες εταιρείες και αφετέρου η αποπληρωμή με το υπόλοιπο ποσό του δανείου των λειτουργικών και λοιπών χρεών προς τρίτους σε σχέση με τα πλοία που ανήκαν στην πλοιοκτησία τους. Ότι, ως ημερομηνία τελικής εξόφλησης του δανείου ορίστηκε η αντίστοιχη ημερομηνία μετά την πάροδο 63 μηνών από την εκταμίευση. Εκθέτει περαιτέρω, ότι οι δανειολήπτριες εταιρείες εκταμίευσαν στις 21-5-2009 το σύνολο της πίστωσης, ενώ για την εξυπηρέτηση και παρακολούθηση του δανείου τηρήθηκε αντίστοιχος λογαριασμός. Ότι, δυνάμει της από 21-5-2009 σύμβασης εγγύησης αορίστου χρόνου που συνήψε ο εναγόμενος με την δικαιοπάροχο της ενάγουσας, εγγυήθηκε την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του ως άνω δανείου, των συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, προμηθειών, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων, υπό τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση, ενεχόμενος σε ολόκληρον με τις δανειολήπτριες και ως αυτοφειλέτης, ενώ, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε να διέπεται η σύμβαση εγγύησης από το ελληνικό δίκαιο και να υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά. Ότι παρά τα συμφωνηθέντα οι δανειολήπτριες κατέστησαν υπερήμερες και στις 30.8.2018, η ενάγουσα κοινοποίησε σ’ όλους τους ανωτέρω την από 27.8.2018 εξώδικη καταγγελία της σύμβασης δανείου, με την οποία προσκλήθηκαν αυτοί, ταυτόχρονα, να της καταβάλουν το συνολικά οφειλόμενο υπόλοιπο, για την ως άνω αιτία, ποσό των 4.043.021,52 δολ ΗΠΑ καθώς και το ποσό των 15.193,50 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Με βάση το ιστορικό αυτό και τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ζητεί να καταδικασθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής ποσό των 1.000.000 δολ. ΗΠΑ μέχρι του οποίου είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο ιδιοκτησίας του υπέρ της δανείστριας τράπεζας, νομιμοτόκως από την επομένη της καταγγελίας του δανείου ήτοι από τις 31.8.2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής, πλέον τόκων επιδικίας, μέχρι την εξόφληση. Ζητεί περαιτέρω να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η κρινομένη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14 και 18, 41, 42, 43 ΚΠολΔ, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1 και 3Β΄ περ. ιε΄ του ν. 2172/1993), λόγω της ύπαρξης ρήτρας παρέκτασης που θεμελιώνει την συντρέχουσα δωσιδικία του Δικαστηρίου τούτου (όρος 19.02 της σύμβασης εγγύησης). Η συμφωνία παρέκτασης ισχύει κατ’ αρχήν μόνο μεταξύ των μερών, δηλαδή της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας (….) όμως κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η διεύρυνση των υποκειμενικών της ορίων και η επίκλησή της υπέρ ή κατά διαδίκου που ήταν τρίτος κατά την κατάρτισή της, όπως στις περιπτώσεις καθολικής ή ειδικής διαδοχής και κατά συνέπεια δύναται να την επικαλεσθεί και η ενάγουσα ως ειδική διάδοχος της αντισυμβαλλομένης τράπεζας του εγγυητή (ΔΕΚ 14.7.1983, Gerling/ Amministrazione del Tesoro dello Stato, 201/1982, ΣυλλΝομολ 1983.2503, σκέψεις 13, 19, ΔΕΚ 19.6.1984, Tilly Russ/Nova, 71/1983, ΣυλλΝομολ 1984.2417, σκέψεις 24-25, ΔΕΚ 21.5.2015, Cartel Damage Claims Hydrogen Peroxide, C-352/2013, σκέψη 65, ΑΠ 1542/2014 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ενόψει του ότι στη σύμβαση εγγύησης περιλήφθηκε η ρήτρα 19.01, η οποία ορίζει ως εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό, η ιδιωτική διαφορά που εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση θα κριθεί κατά το δίκαιο αυτό (άρθρο 25 εδ. α΄ΑΚ). Πρέπει να σημειωθεί ότι η έννομη σχέση που δημιουργήθηκε με τη σύμβαση εγγύησης είναι στην προκείμενη περίπτωση μία σχέση εσωτερική από τη σκοπιά του forum, δεδομένου ότι όλα τα στοιχεία που την απαρτίζουν συνδέονται με μία μόνο έννομη τάξη, την ελληνική, η οποία και χωρίς τη συμβατική πρόβλεψη για το εφαρμοστέο δίκαιο, θα ρύθμιζε με τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της τη σχέση αυτή (άρθρο 25 εδ. β΄ΑΚ). Ρυθμιστικό στοιχείο για την κατάφαση αυτή αποτελεί ο τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης εγγύησης και όχι η ιθαγένεια του εναγομένου, η οποία είναι αδιάφορη ως προς τον διεθνή χαρακτήρα της επίδικης έννομης σχέσης. Συνεπώς, εφαρμοστέα είναι μόνο η διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ και όχι το ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. Εξάλλου, η σύμβαση εγγύησης, αν και παρεπόμενη σύμβαση, δεν διέπεται κατ’ ανάγκη από το δίκαιο που διέπει την κύρια ενοχή, ήτοι εν προκειμένω από το αγγλικό δίκαιο που διέπει την από 21-5-2009 σύμβαση χρηματοδότησης σύμφωνα με τον όρο 38.01 αυτής, αλλά έχει τη δική της lex obligationis, που καθορίζεται από τις διατάξεις του προαναφερόμενου άρθρου (βλ. σχετ. ΠΠρΠειρ 4211/2018 αδημ. στο νομικό τύπο, καθώς και Βρέλλη Σπ., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο (1988), σελ. 129επ.). Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη κατά τις διατάξεις των άρθρων 345, 346, 361, 847, 849, 851, 857  ΑΚ καθώς και αυτές των άρθρων 176, 189 παρ.1 και 191 παρ.2, 907, 908  ΚΠολΔ. Επομένως θα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 8-2-2019 απόδειξη ηλεκτρονικής πληρωμής της τράπεζας Πειραιώς).

Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της δανειακής σύμβασης πραγματοποιήθηκε από την δικαιοπάροχο της ενάγουσας και δανειοδότρια «….» στις 19-8-2009 με αποτέλεσμα την ανενέργεια της από 27-8-2018 καταγγελίας του δανείου από την ενάγουσα. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι το ανεξόφλητο ποσό του δανείου υπολογίσθηκε με επιτόκιο που υπερβαίνει κατά δύο μονάδες το συμβατικό με αποτέλεσμα η έγκυρη οφειλή να υπολείπεται του ποσού που ζητείται με την αγωγή. Ότι ο όρος της δανειακής σύμβασης για την αποδεικτική αξία των αποσπασμάτων των τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούνταν προς εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης δεν δεσμεύει τον εναγόμενο, επικουρικά ισχυρίζεται ότι τα αποσπάσματα αυτά δεν έχουν αποδεικτική ισχύ, διότι δεν φέρουν βεβαίωση για τη γνησιότητα της εκτύπωσης τους και την ακρίβεια του περιεχομένου τους από υπαλλήλους της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας «….» κατά παράβαση του σχετικού όρου της δανειακής σύμβασης.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικύρωσε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που βεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει (443). Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) τα βιβλία που έμποροι και επαγγελματίες τηρούν κατά τον εμπορικό νόμο ή άλλες διατάξεις, β) και γ) φωτογραφίες ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση {444 ΚΠολΔ}. Η αποδεικτική δύναμη των βιβλίων αυτών ρυθμίζεται στο άρθρο 448 ΚΠολΔ, κατά το οποίο τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 εδ. 1 και 2 ΚΠολΔ, εφόσον είναι συνταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρεωμένων να τηρούν όμοια βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε αυτά, αλλά επιτρέπεται η ανταπόδειξη. Κατά προσώπων όμως που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν αυτά τα βιβλία αποτελούν πλήρη απόδειξη για το μέγεθος της απαίτησης, όταν η ύπαρξη τους είναι αποδεδειγμένη με άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος αφότου γίνει η εγγραφή, εκτός και αν ο υπόχρεος αναγνώρισε με την υπογραφή του το περιεχόμενο. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 447 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο τα ιδιωτικά έγγραφα αποδεικνύουν μόνο κατά του εκδότη τους, τα επαγγελματικά βιβλία αποδεικνύουν, παρότι δεν φέρουν υπογραφή, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 448 ΚΠολΔ και υπέρ αυτού. Η εξαίρεση αυτή, όμως, ισχύει μόνο για τα επαγγελματικά βιβλία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά νόμο (εμπορικό ή άλλες διατάξεις). Εξ αντιδιαστολής από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν τα υποχρεωτικά εκ του νόμου βιβλία των αναφερομένων στο άρθρο 444 ΚΠολΔ προσώπων, τα προαιρετικά βιβλία των προσώπων αυτών αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα και έχουν αποδεικτική δύναμη μόνο υπό τους όρους του άρθρου 443 ΚΠολΔ. Εξάλλου, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας δεν αποτελούν έγγραφα αποδεικτικά των απαιτήσεων του τηρούντος αυτά προσώπου κατά τρίτων, κατά την έννοια των άρθρων 444 αρ. 1 και 2 και 448 παρ.1, 2, επιτρέπεται, όμως, να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων ότι τα εν λόγω αποσπάσματα θα αποτελούν πλήρη απόδειξη υπέρ του εκδότη τους. Συγκεκριμένα, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση δανείου ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνονται οι χρεώσεις και οι πιστώσεις του δανειακού λογαριασμού, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ/τος 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας Τράπεζας. Στην περίπτωση, όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της Τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου αλλά πρωτοτύπου (ΑΠ 589/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1022/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1117/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, σ.1039). Ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα, το βάρος δε απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο απόδειξης, φέρει ο πιστούχος (ΑΠ 916/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, σ.1039, ΕφΑθ 2102/2011, ΔΕΕ 2011, σ.916, ΕφΑΘ 5900/2006 ΔΕΕ 2007, σ.327, ΕφΠειρ 469/2009, ΔΕΕ 2010, σ.192). Έτσι, τα αποσπάσματα, στα οποία αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχουν θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, από το οποίο, σύμφωνα με τη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να διαταχθεί απόδειξη σε βάρος της, εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επί μέρους κονδυλίων πιστοχρεώσεως που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τα οικεία θέματα απόδειξης. Η άρνηση, δε εκ μέρους του οφειλέτη της απαίτησης είναι αόριστη, εάν δεν περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού διότι η γενική αμφισβήτηση δεν αρκεί (βλ. ΑΠ 583/1990, ΕλΔνη 1991, σ.119, ΕφΑθ 7318/2013, ΔΕΕ 2014, σ.248, ΕφΛαρ 64/2013, ΔΕΕ 2013, σ.796, ΕφΑθ 91/2004, ΔΕΕ 2004, σ.427, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, σ.1039, ΕφΔωδ 2/1996, ΔΕΕ 1997, σ.725 με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία).

Από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, την υπ’ αριθ. …/2019 ένορκη βεβαίωση του Σ. Φ., η οποία συντάχθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Β., κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. …/14-1-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Χ. Σ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 21 Μαΐου 2009 σύμβασης χρηματοδότησης που υπεγράφη μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην Θ., ενεργούσας εν προκειμένω μέσω του Υποκαταστήματος της στον Π……, και των εδρευουσών σύμφωνα με το καταστατικό τους στην Μ. της Λ., αλλά ουσιαστικά στον Π……, ναυτιλιακών εταιρειών με τις επωνυμίες «…», χορηγήθηκε στις τελευταίες χρηματοδότηση με τη μορφή της ανανεούμενης πιστωτικής διευκόλυνσης (reducing revolving credit facility) μέχρι του ποσού των επτά εκατομμυρίων διακοσίων σαράντα χιλιάδων (7.240.000) δολ. ΗΠΑ. Το ποσό αυτό συμφωνήθηκε να εκταμιευθεί με αίτημα των δανειοληπτριών σε μία δόση ποσού έξι εκατομμυρίων τετρακοσίων είκοσι επτά χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα δύο (6.427.572) δολ. ΗΠΑ προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την πλήρη αναχρηματοδότηση εκκρεμούς τότε οφειλής τους προς την τράπεζα από προηγούμενη δανειακή σύμβαση και το υπόλοιπο ποσό του δανείου κατόπιν αιτήματος για την αποπληρωμή λειτουργικών και λοιπών χρεών σε σχέση με τα πλοία που αναφέρονται στην σύμβαση και για λοιπές ταμειακές ανάγκες των δανειοληπτριών. Την αποπληρωμή του δανείου με την από 21 Μαΐου 2009 σύμβαση εγγυήθηκε ο εναγόμενος ως προσωπικός εγγυητής, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης για ολόκληρο το ποσό του δανείου. Το δάνειο συνομολογήθηκε έντοκο και αποπληρωτέο σε δόσεις, με τελευταία δόση αποπληρωμής καταβλητέα την προηγουμένη της ημεροµηνίας λήξης ή της ημερομηνίας απαίτησης. Κατά τα οριζόµενα στην δανειακή σύμβαση «Ημερομηνία Λήξης» σημαίνει την ημερομηνία που συμπίπτει εξήντα τρεις (63) μήνες µετά από την ηµερομηνία ανάληψης» και «Ημερομηνία Απαίτησης» σημαίνει οποιαδήποτε ημερομηνία κατά την οποία η δανείστρια θα υπέβαλε απαίτηση έναντι των δανειοληπτριών για την αποπληρωμή της πιστωτικής διευκόλυνσης, δηλαδή του χρεωστικού υπολοίπου του δανείου. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι κατά τα προβλεπόµενα στο άρθρο 23 της σύμβασης δανείου σε περίπτωση αδυναμίας των δανειοληπτριών ή οποιασδήποτε εξ αυτών ή οποιουδήποτε άλλου συμβαλλομένου ασφαλείας να πληρώσει κατά την ημεροµηνία λήξης πληρωμής οποιοδήποτε ποσό το οποίο έχει καταστεί οφειλόµενο δυνάμει της (23.01.01) ή επελεύσεως ενός Συμβάντος Αθέτησης δυνάμει οποιουδήποτε σχετικού Εγγράφου (23.01.03) ή παύσης ή αδυναμίας ή παραδοχής της αδυναµίας πληρωµών των ληξιπροθέσμων οφειλών τους (23.01.14) ή σημαντικής επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης ή λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων εκ των Συµβαλλοµένων (23.01.17), η δανείστρια θα έχει το δικαίωμα με έγγραφη ειδοποίηση προς τις Δανειολήπτριες να καταγγείλει τη σύμβαση και να αναζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του, κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις, το οποίο καθίσταται απο της καταγγελίας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Όπως αποδείχθηκε, χωρίς να αμφισβητείται από τον εναγόμενο, οι δανειολήπτριες εταιρείες εκταμίευσαν το σύνολο της πίστωσης, ωστόσο υπήρξαν ασυνεπείς στις συµβατικές υποχρεώσεις τους, διότι παρέλειψαν να καταβάλουν την ληξιπρόθεσμη δόση συµβατικών τόκων για την περίοδο από 22 Ιουνίου 2009 έως την 22 Ιουλίου 2009 ποσού Δολαρίων ΗΠΑ 25.343,45, ενώ παράλληλα ήδη από τις 2 Ιουλίου 2009 είχαν αναγνωρίσει εγγράφως την αδυναµία πληρωµής των υποχρεώσεων τους. Σύμφωνα µε τους σχετικούς όρους της σύµβασης δανείου, η πιστοδότρια τράπεζα την 20.8.2009 έκλεισε τον τραπεζικό λογαριασμό που είχε ανοίξει και τηρούσε στο όνοµα των δανειοληπτριών εταιρειών, ο οποίος (λογαριασµός) εµφάνιζε την 20.8.2009 χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 6.417.157,50 δολ. ΗΠΑ, πλεόν ποσού 21.393,20 δολ. ΗΠΑ για συµβατικούς τόκους και ποσού 123,91 δολ. ΗΠΑ για τόκους υπερηµερίας, το οποίο μετέφερε τµηματικά την 19.8.2009 στον µε αριθµό … λογαριασµό οριστικής καθυστέρησης. Με την από 19-8-2009 εξώδικη δήλωση της τράπεζας που κοινοποιήθηκε στον Π. Π. ως αντίκλητο των αντισυμβαλλομένων της, ήτοι των δανειοληπτριών εταιρειών και του εγγυητή, που είχε ορισθεί συμβατικώς, η δανείστρια προέβη στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης (βλ. σχετ. 2 που προσκομίζει με επίκληση ο εναγόμενος) με αποτέλεσμα να καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο της οφειλής. Ωστόσο, μετά την καταγγελία και τη λύση της έννομης σχέσης του δανείου η αρχική δανείστρια απορροφήθηκε μέσω διασυνοριακής συγχώνευσης από την τραπεζική εταιρεία «…». Συνεπώς, η τελευταία απέκτησε, κατόπιν σχετικής εκχώρησης, την απαίτηση που διατηρούσε η δανείστρια έναντι των οφειλετών της. Εν συνεχεία, η επίδικη απαίτηση τόσο έναντι των δανειοληπτριών όσο και έναντι του εγγυητή εκχωρήθηκε δυνάμει σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης από την τράπεζα «…» στην ενάγουσα τραπεζική εταιρεία, χωρίς ωστόσο να προκύπτει η αναγγελία της εκχώρησης αυτής. Σημειωτέον, ότι η εκχώρηση της απαίτησης από τη δανειακή σύμβαση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, ενώ σύμφωνα με όρο που περιλαμβάνεται σ’ αυτή (34.03) η εκχωρήτρια όφειλε να κοινοποιήσει την εκχώρηση στις δανειολήπτριες. Αντίστοιχα, η απαίτηση που απορρέει από τη σύμβαση εγγύησης διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και σύμφωνα με όρο που περιλαμβάνεται σ’ αυτή (13.01) ήταν δυνατή η εκχώρηση της απαίτησης αυτής, την οποία ωστόσο όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 460 ΑΚ να αναγγείλει στον οφειλέτη, εν προκειμένω τον εγγυητή, είτε εκχωρήτρια είτε εκδοχέας. Η ενάγουσα προέβη το πρώτον στην αναγγελία της σχετικής εκχώρησης με την από 27-8-2018 εξώδικη δήλωση – όχληση της, η οποία επιδόθηκε στις 30-8-2018. Η εξώδικη αυτή δήλωση δεν επέχει θέση καταγγελίας της πιστωτικής σύμβασης, παρά μόνον αναγγελίας, δεδομένου ότι η συμβατική σχέση του δανείου είχε ήδη λυθεί κατόπιν καταγγελίας της από την αρχική δανείστρια και αντισυμβαλλομένη του εναγομένου. Ο εναγόμενος, εξάλλου, με τις προτάσεις του συνομολογεί την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης από την αρχική δανείστρια τράπεζα, καθώς και το ύψος του οφειλόμενου κεφαλαίου και προβάλλει αντιρρήσεις μόνο ως προς την τοκοφορία του κεφαλαίου. Επομένως, εφόσον η επίδικη αξίωση υπολείπεται του οφειλόμενου κεφαλαίου, δεν απαιτείται η παρεμπίπτουσα εξέταση της εξέλιξης της δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 423 ΑΚ, η οποία ορίζει τη σειρά του καταλογισμού της παροχής, υπηρετεί τα συμφέροντα του δανειστή (ΣΕΑΚ Απ. Γεωργιάδη, άρθρο 423 ΑΚ, σελ. 869, παρ. 3) και κατά συνέπεια παραδεκτώς και νομίμως η ενάγουσα καταλογίζει την επίδικη αξίωση στο κεφάλαιο της απαίτησης της. Περαιτέρω, μετά την πίστωση των ποσών που εισπράχθηκαν λόγω ολικής απώλειας του πλοίου «…» και πλειστηριασμού του πλοίου «…» ή λόγω αντιλογισμού, την 6-9-2018 το υπόλοιπο κεφαλαίου του δανείου ανερχόταν στο ποσό των 2.937.472,85 δολ. ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον όρο 13.02 της σύμβασης πίστωσης, καθώς και τον όρο 7.04 της σύμβασης εγγύησης, συμφωνήθηκε ότι «…οι εγγραφές που πραγματοποιούνται στους λογαριασμούς δανείου που τηρούνται από τον Δανειστή σύμφωνα με τον όρο 13.01 της σύμβασης χρηματοδότησης, θα αποτελούν αναμφισβήτητα αποδεικτικά (με εξαίρεση την περίπτωση πρόδηλου σφάλματος) της ύπαρξης και των ποσών των ευθυνών των δανειοληπτών που καταγράφεται σε αυτούς, και του Εγγυητή δυνάμει της παρούσας εγγύησης». Η ως άνω ανεξόφλητη οφειλή των δανειοληπτριών έναντι της ενάγουσας, κατά την ως άνω ημερομηνία, αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, αποσπάσματα των ηλεκτρονικά τηρούμενων λογιστικών βιβλίων της και των αντίστοιχων λογαριασμών οριστικής καθυστέρησης και συγκεκριμένα: α) του υπ, αριθ. … λογαριασμού δανείου σε Δολάρια ΗΠΑ που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την δικαιοπάροχό της ενάγουσας «…» επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 21.5.2009, με την εκταμίευση του Δανείου ποσού Δολαρίων ΗΠΑ 7.240.000, έως την ημεροµηνία κλεισίματος του δηλ. την 20.8.2009 (ημερομηνία αξίας 19.8.2009), β) του υπ, αριθ. …) λογαριασµού δανείου οριστικής καθυστέρησης σε Δολάρια ΗΠΑ που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την δικαιοπάροχό της ενάγουσας «…» επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 19.8.2009, ημερομηνία μεταφοράς του υπολοίπου του … ως άνω λογαριασμού έως την ημερομηνία κλεισίματος του δηλ. την 17.10.2013, γ) του υπ, αριθ. … λογαριασµού δανείου οριστικής καθυστέρησης σε Δολάρια ΗΠΑ που άνοιξε και τηρούσε η ενάγουσα στο όνομα των δανειοληπτών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του δανείου από 17-10-2013, με την μεταφορά του υπολοίπου του δανείου ύψους 3.107.100,49 ευρώ, από τον υπ’ αριθ. … ως άνω λογαριασμό μέχρι την 6η-9-2018 και δ) του υπ’ αριθ. … λογαριασμού δανείου σε ευρώ σε οριστική καθυστέρηση και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση από 11-4-2014 έως 6-9-2018. Τα ως άνω αποσπάσματα, φέρουν βεβαίωση περί της γνησιότητας της εκτύπωσής τους, από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, που τηρούνται σε πρωτότυπο στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της, υπογεγραμμένα από τους υπάλληλο της ενάγουσας. Τα έγγραφα αυτά, πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον προαναφερόμενο όρο της σύμβασης δανείου, περί δυνατότητας απόδειξης της εκάστοτε ανεξόφλητης οφειλής από τη σύμβαση δανείου με σχετικό απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας. Ειδικότερα, η περιλαμβανόμενη στην επίδικη σύμβαση δανείου ειδική συμφωνία (όπως το περιεχόμενο αυτής αναλυτικά αναφέρεται ανωτέρω) ότι η οφειλή των πιστούχων εταιρειών προς την πιστώτρια τράπεζα, θα προκύπτει από το απόσπασμα  των βιβλίων ή αρχείων ή των ηλεκτρονικών αρχείων της Τραπέζης ή/και αποσπάσματα εκ του δανειακού λογαριασμού, τα οποία τηρούνται σύμφωνα με τον ανωτέρω αναφερόμενο όρο της σύμβασης, ως δικονομική σύμβαση, κρινόμενη κατά το ελληνικό δίκαιο, είναι έγκυρη, υπό τα αναλυτικά ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, αναφερόμενα, αφού δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού. Με βάση τη συμφωνία αυτή, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, που διαφορετικά δεν θα είχαν τέτοια αποδεικτική δύναμη, αποτελούν prima facie αποδεικτικό μέσο, χωρίς να χρειάζεται να τεθεί περαιτέρω απόδειξη αναφορικά με την αξίωση της ενάγουσας. Εξάλλου, ο εναγόμενος δεν προσκομίζει σχετική ανταπόδειξη κατά των ως άνω αποσπασμάτων που εξήχθησαν από τα ηλεκτρονικά βιβλία της Τράπεζας, με έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγομένος να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, του ποσού του ενός εκατομμυρίου ΔολΗΠΑ (1.000.000), με το νόμιμο τόκο από 31-8-2018 και μέχρι την εξόφληση του. Περαιτέρω, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει επίσης να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου (άρθρα 176, 191§2, 189 του ΚΠολΔ, συνδ. αρθρ. 61, 63, 68 Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων).

 

                                   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, του ποσού του ενός εκατομμυρίου ΔολΗΠΑ (1.000.000), με το νόμιμο τόκο από 31-8-2018, μέχρι την οριστική εξόφληση του ποσού αυτού.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ (15.000).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στο Πειραιά στις                           .

 

      Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις

 

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ