ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
221/2020
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη Εισηγητή, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 12-03-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «….» («….»), που εδρεύει στη Ν. Ι. Α. (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα από το Σ. Π. του Κ., με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και παραστάθηκε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Δουλαβερη.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Α. (A.) N. (D.) του Ι. (I.) και της Ν. (N.), προσωρινά διαμένοντος στη Ν. Σ. Α. (οδός …) και ήδη αγνώστου διαμονής, για τον οποίο δεν προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο πληρεξούσιος δικηγόρος του.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-7-2018 αγωγή της η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8931/3958/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. …/13-08-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Π. Κ., την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη με την οποία ορίζεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για παράσταση στη δικάσιμο που θα οριζόταν, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, για τον ήδη αγνώστου διαμονής εναγόμενο, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 134 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ δημοσιεύτηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, ύστερα από υπόδειξη της ανωτέρω Εισαγγελέα, και συγκεκριμένα στην εφημερίδα «…», στο υπ’ αριθ. …/15-08-2018 φύλλο αυτής, και στην εφημερίδα «…» και στο υπ’ αριθ. …/15-08-2018 φύλλο αυτής, περίληψη του ως άνω επιδοθέντος δικογράφου με αναφορά των προβλεπόμενων, στη διάταξη του αρθ. 135 ΚΠολΔ, στοιχείων. Ο εναγόμενο, όμως, δεν εμφανίστηκε στην παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεδομένου ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευσή του (άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ). και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρα 115, 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ
Σύμφωνα με το άρθρο 175 του ΑΚ «η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη αν ο νόμος την απαγορεύει. Αν η απαγόρευση έχει οριστεί για το συμφέρον ορισμένων προσώπων, την ακυρότητα μπορούν να προτείνουν μόνο αυτά». Η ακυρότητα αυτή, που αποτέλεσμά της, κατά το άρθρο 180 ΑΚ, είναι να θεωρείται η απαγορευμένη διάθεση σαν να μην έγινε, μη επιφέρουσα το σκοπούμενο έννομο αποτέλεσμά της, έχει τον χαρακτήρα της σχετικής ακυρότητας, καθόσον έχει ταχθεί για την προστασία του συμφέροντος ορισμένου προσώπου (άρθρο 175 εδ. β ΑΚ), και πρέπει να γίνει επίκληση της από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο. Η ως άνω σχετική ακυρότητα είναι δεκτική θεραπείας, αν αρθεί η απαγόρευση (ΣΕΑΚ Απ. Γεωργιάδη, άρθρο 175, σελ. 311, παρ. 5, ΑΠ 182/1957 ΕΕΝ, 1957, σελ. 358), αν αυτός που δικαιούται να την επικαλεστεί, συναινέσει στην άκυρη δικαιοπραξία ή παραιτηθεί, με οποιονδήποτε τρόπο από την επίκληση της ακυρότητας, ή απωλέσει το έννομο συμφέρον να προτείνει την ακυρότητα, διότι σε τέτοια περίπτωση ουδείς άλλος πλέον μπορεί να την προτείνει. Ως εκ τούτου η απαγορευμένη διάθεση γίνεται απρόσβλητη και δεν υπάρχει νόμιμο εμπόδιο να αναπτύξει ενέργεια έγκυρης εξ υπαρχής δικαιοπραξίας (ΑΠ 20/2015 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, απαγορεύσεις διαθέσεως απαντώνται όχι μόνον στον Αστικό Κώδικα, αλλά και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στις διατάξεις των άρθρων 715 παρ. 1, 958 παρ. 1, 984 παρ. 1, 997 παρ. 1. Η προβλεπόμενη ακυρότητα δεν είναι δικονομική, αλλά ακυρότητα του ιδιωτικού δικαίου, γι’ αυτό και εμπίπτει ευθέως στο πεδίο εφαρμογής της ΑΚ 175 (Λαδάς, Η απαγόρευση διαθέσεως στο ουσιαστικό δίκαιο και στην αναγκαστική εκτέλεση, Επ Αρμ (1990), σελ. 87 επ.). Η διατύπωση του πρώτου εδαφίου της ΑΚ 175, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό αποτελεί ειδική εφαρμογή (Μπαλής, σ. 173· Καράσης, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 175-177, αριθ. 4) της ΑΚ 174, με την έννοια ότι, ακόμη και σε περίπτωση που έλλειπε, η απαγόρευση της διαθέσεως εκ του νόμου θα συναγόταν ήδη εξ αυτής της διατάξεως. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι η ratio της ΑΚ 175 έγκειται στην ιδιαίτερη έξαρση των περιπτώσεων της σχετικής ακυρότητας, οι οποίες μπορούν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής στην ΑΚ 175 εδ. 2, εν αντιθέσει προς την απόλυτη ακυρότητα, την οποία επισύρει η εφαρμογή της ΑΚ 174 (Μπαλής, σ. 173). Πράγματι, στο δεύτερο εδάφιο της εξεταζόμενης διάταξης, η έννομη συνέπεια της ακυρότητας τάσσεται προς το συμφέρον ορισμένων μόνο προσώπων, τα οποία και δύνανται να την προτείνουν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα απαγορεύσεων με σχετική ακυρότητα αποτελούν ενδεικτικά οι: ΑΚ 206, 1290, 1937 παρ. 2, αλλά και οι ΚΠολΔ 715 παρ. 1, 958 παρ. 1, 984 παρ. 1, 997 παρ. 1, 1025 παρ. 2 (Μπαλής, σ. 174· Λαδάς, ό.π., αριθ. 51). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 997 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ ορίζει ότι η γενομένη από τον οφειλέτη ή τον τρίτο, κύριο ή νομέα, διάθεση του κατασχεμένου είναι άκυρη υπέρ του κατασχόντος και των αναγγελθέντων δανειστών. Πρόκειται για ακυρότητα του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1312/1988 ΕΕΝ 1989, σ. 667, ΕφΘες 1336/1997, Αρμ 1978, σ. 280) και μάλιστα σχετική. Έχει υποστηριχθεί ότι η ακυρότητα του άρθρου 997 παρ. 1 εδ.α ΚΠολΔ συνιστά παραλλαγή της σχετικής ακυρότητας. Διότι ενώ στη σχετική ακυρότητα η δικαιοπραξία είναι άκυρη και την ακυρότητα μπορούν να επικαλεστούν ορισμένα πρόσωπα, στα πλαίσια του άρθρου 997 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, η δικαιοπραξία είναι ισχυρή, ανενεργός όμως έναντι ορισμένων προσώπων (Κων. Ι. Σημαντήρας, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. 4η, 1988, σς. 631-632). Εάν η ακυρότητα του άρθρου 997 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ ήταν απόλυτη, τότε θα μπορούσαν να την επικαλεστούν ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης – διαθέσας και ο αποκτών. Επιπλέον, το κατασχεθέν θα καθίστατο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 175 εδ. β΄ΑΚ ουσιαστικά εκτός συναλλαγής πράγμα (Γ. Ορφανίδης, Συγκρούσεις Συμφερόντων Δανειστών στην Αναγκαστική Εκτέλεση, ο.π. σ. 31-32). Η ως άνω ακυρότητα είναι αυτοδίκαιη δηλαδή δεν χρειάζεται να απαγγελθεί με δικαστική απόφαση (ΠΠρΛαρ 555/2003 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2004, σ. 84). Τέλος, η ακυρότητα που συνεπάγεται η απαγορευμένη διάθεση του κατασχεθέντος δεν είναι δικονομική ακυρότητα και κατ’ επέκταση, δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 159 ΚΠολΔ και η ενεργοποίηση της δεν εξαρτάται από την προηγούμενη δικαστική απαγγελία της. Αντίθετα, εντάχθηκε στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για καθαρά νομοτεχνικούς λόγους, πλην όμως πρόκειται για ακυρότητα του ιδιωτικού δικαίου, καθώς αφορά σε πράξη που τόσο ως προς τις προϋποθέσεις, όσο και ως προς τις έννομες συνέπειες της ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Συνεπώς, η ακυρότητα αυτή, όπως και κάθε άλλη ακυρότητα του ιδιωτικού δικαίου είναι αυτοδίκαιη.
ΙΙ. Στις διατάξεις των άρθρων 46 και 48 του ν. 3691/2008, αντικείμενο του οποίου είναι η πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως τα αδικήματα αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν (βλ. αρθρ. 2§1 του εν λόγω νόμου), ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 46: «§1. Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεως τους στον ιδιοκτήτη κατά την παρ. 2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 ΚΠΔ, δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων. §2. Σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά την παράγραφο 1 δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους της παραγράφου 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και χρηματική ποινή μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος. §3. Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών…». Άρθρο 48 (όπως οι παράγραφοι 4 και 5 αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5§1 του ν. 3932/2011): «§1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 44 ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο. §2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου τυχόν εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. §3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. §4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της αίτησης και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία. §5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Α΄ Μονάδα της Αρχής (ενν. η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης), η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης, διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 4». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι όταν διεξάγεται έρευνα από την Α΄ Μονάδα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες μπορεί να διαταχθεί η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης ορισμένου περιουσιακού στοιχείου από τον Πρόεδρο της ανωτέρω Αρχής σε επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον α) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι το περιουσιακό αυτό στοιχείο αποτελεί προϊόν του ανωτέρω αδικήματος ή αποκτήθηκε αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιου αδικήματος ή αποτελεί μέσο που χρησιμοποιήθηκε ή προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί προς τέλεση αυτού του αδικήματος, οπότε υπόκειται σε κατάσχεση και υποχρεωτική δήμευση (η οποία διατάσσεται με την καταδικαστική απόφαση ή, όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη, με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών), ακόμη και αν ανήκει σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του αδικήματος κατά το χρόνο κτήσεως αυτού, ή β) πρόκειται περί περιουσιακού στοιχείου ίσης αξίας με την περιουσία που προήλθε από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος κλπ, το οποίο υπόκειται επίσης σε κατάσχεση και δήμευση εφόσον η ως άνω περιουσία δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του Προέδρου της ως άνω Αρχής, με την οποία διατάσσεται η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης του περιουσιακού στοιχείου, επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως και επιδίδεται στον ύποπτο τέλεσης του αδικήματος και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών (αν πρόκειται περί ακινήτου, ή στον αρμόδιο νηολόγο και ναυτικό υποθηκοφύλακα αν πρόκειται περί πλοίου, όπως εν προκειμένω), ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου (αν πρόκειται περί ακινήτου ή του νηολογίου και ναυτικού υποθηκολογίου αν πρόκειται περί πλοίου) μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. Επομένως, η ακυρότητα των ως άνω πράξεων, καθώς και κάθε άλλης πράξης μεταβίβασης ή εκποίησης του ακινήτου ή του πλοίου, όπως η επίσπευση αναγκαστικού πλειστηριασμού αυτού με την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, μετά την εγγραφή στο οικείο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου ή του νηολογίου και ναυτικού υποθηκολογίου της σχετικής σημείωσης περί της διαταχθείσας με την απόφαση του Προέδρου της ως άνω Αρχής απαγόρευσης της μεταβίβασης ή εκποίησης του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, είναι σχετική, καθώς υφίσταται, όπως ρητά ορίζεται στο νόμο, αποκλειστικά χάριν του Δημοσίου, το οποίο και μόνον δικαιούται να την προτείνει. Ως απαγορευμένη, ιδιόρρυθμης μορφής, διάθεση του δεσμευθέντος ακινήτου, εξάλλου, πρέπει να θεωρηθεί και η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης σ’ αυτό (πρβλ. Α.Π. 642/2017, ΕφΘεσ 2023/2012 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), δεδομένου ότι η κατάσχεση, αν και διακριτή πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης αποβλέπει ουσιαστικά στη διενέργεια πλειστηριασμού, ο οποίος συνιστά πράξη εκποίησης του δεσμευθέντος ακινήτου.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ ο κύριος του πράγματος δικαιούται ν’ απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του επ’ αυτού, καθώς και την απόδοση του πράγματος στον ίδιο. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι εναγόμενος στη διεκδικητική αγωγή είναι εκείνος που κατά την άσκησή της (αγωγής) νέμεται ή κατέχει για λογαριασμό του ή ως αντιπρόσωπος άλλου το διεκδικούμενο πράγμα, τούτο δε αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής. Εξάλλου, αν ο εναγόμενος δεν είναι νομέας ή κάτοχος του πράγματος, αλλά απλώς ισχυρίζεται ότι η κυριότητα του ανήκει ή αν αμφισβητεί την κυριότητα του ενάγοντος, τότε δεν είναι δυνατή η έγερση κατ’ αυτού της διεκδικητικής, αλλά μόνον της αναγνωριστικής αγωγής κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 243/1996 ΕλλΔνη 1996. 1543, 713/1993 ΕλλΔνη 1995. 132, ΕφΑθ 2728/1999 ΑρχΝ 2002. 769, 75/1998 ΕλλΔνη 1998. 1643).
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. …/15-10-2013 έκθεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ε. Π., η εταιρεία με την επωνυμία «….» επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό τουριστικό πλοίο με το όνομα «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, αξίας 3.000.000 ευρώ, το οποίο ανήκει στην πλοιοκτησία της. Ότι με την υπ’ αριθ. 481 Α΄ Επαναληπτική Περίληψη του ως άνω δικαστικού επιμελητή επισπεύσθηκε για την 26η-11-2014 ο πλειστηριασμός του σκάφους, το οποίο δυνάμει της υπ’ αριθ. …/28-7-2015 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών Ά. Δ. Δ. κατακυρώθηκε στον εναγόμενο ως πλειοδότη αντί του ποσού των 200.010 ευρώ. Εκθέτει περαιτέρω ότι κατά το χρόνο του πλειστηριασμού είχε επιβληθεί δυνάμει της υπ’ αριθ. 75/2011 απόφασης του Προέδρου της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης η απαγόρευση της νομικής μεταβολής του, η οποία άρθηκε με το υπ’ αριθ. 4594/2015 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ότι λόγω της ακυρότητας του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης του ως άνω πλοίου ο εναγόμενος παρανόμως το κατέχει. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα τυγχάνει κυρία του ως άνω σκάφους και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 8, 9, 10, 11 αρ. 1, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2, 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 22 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), είναι όμως απορριπτέα ως μη νόμιμη και τούτο διότι σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή η απαγόρευση νομικής μεταβολής του σκάφους με Απόφαση της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, η οποία προϋπήρχε του πλειστηριασμού, ήρθη με το υπ’ αριθ. 4594/2015 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με αποτέλεσμα την αναδρομική επανάκτηση της εξουσίας διάθεσης του σκάφους από τον εναγόμενο. Εξάλλου, η απαγόρευση διάθεσης του ως άνω σκάφους λόγω της ως άνω απόφασης της Ανεξάρτητης Αρχής, που επέχει θέση κατάσχεσης, έχει οριστεί για το συμφέρον μόνο του Ελληνικού Δημοσίου και κατά συνέπεια εφόσον την ακυρότητα αυτή δεν την επικαλέστηκε με την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας είτε ανακοπής κατά της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης του σκάφους, η κατακύρωση του εκπλειστηριασθέντος σκάφους στον εναγόμενο παραμένει ισχυρή (άρθρο 175 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 997 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η προβλεπόμενη ακυρότητα δεν είναι δικονομική, αλλά ακυρότητα του ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα σχετική. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, δεδομένου ότι αφενός παραμένει ισχυρή, λόγω μη προβολής της σχετικής ακυρότητας από το Ελληνικό Δημόσιο, η κατακύρωση στον εναγόμενο του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, αφετέρου δε έχει εκδοθεί βούλευμα που αίρει την απαγόρευση εκποίησης του με αποτέλεσμα την αναδρομική κτήση της εξουσίας διάθεσης τους, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη. Παρά την απόρριψη της αγωγής, θα οριστεί παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, καθώς το έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας δεν εξετάζεται από το Δικαστήριο τούτο (Ολ.Α.Π. 15/2001 δημ στη ΤΝΠ Νόμος).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγομένου.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΟΡΙΖΕΙ το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, κατά της παρούσας απόφασης από τον ερημοδικασθέντα εναγόμενο στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στο Πειραιά στις .
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ