Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ

 

 Αριθμός αποφάσεως  1620/2018

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 1014/507/2017)

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ(τακτική διαδικασία)

         Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.  Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Νικόλαος Λύγουρης του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ 17426 – βλ. το Νο …/11.5.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος … και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον … και 2) του Γ. Π. του Β., κατοίκου …, οδός …, νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρίας, οι οποίοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.             Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 24.1.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 1014/507/31.1.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 28.8.2017 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει -μεταξύ άλλων- ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο θα ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και ενάγοντος στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Η υποχρέωση αυτή ορίζεται στο άρθρο 271 παρ. 1, με την εξής διατύπωση «Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ. 2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος – Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η έκδ., σελ. 87, 343, 533 επ.,  Μακρίδου, Απαλαγάκη, Διαμαντόπουλος,  Πολιτική δικονομία, έκδ. 2016, σελ. 9, Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ. 472 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 31.1.2017 και η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 11.5.2017, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/9.5.2017 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αγγελικής Παντελάκη. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνει κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αντίθετα, οι εναγόμενοι δεν έχουν καταθέσει προτάσεις. Από τις υπ’ αριθ…/15.2.2017 και …/15.2.2017 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, με την κάτωθι αυτών από 15.2.2017 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας, απόντος του προϊσταμένου αυτού, και την ταυθήμερη βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, τις οποίες νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών, επιδόθηκε στους εναγομένους νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 α΄,γ΄, 128 παρ. 4, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015). Επομένως, οι εναγόμενοι πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 1 περ. β΄, 16 αριθ. 1 και 614 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 3,2 και άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 αντίστοιχα, συνάγεται ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ύψους συμφωνημένου μηνιαίου μισθώματος δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο) να δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 εδ. α΄, 615-620 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), κάθε μισθωτική διαφορά, ήτοι τις κύριες ή παρεπόμενες διαφορές από μίσθωση κάθε είδους πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία. Περαιτέρω, η διά­ταξη του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τον Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται επί αγωγών και λοιπών ενδί­κων βοηθημάτων που κατατέθηκαν μετά την 1.1.2016, εφαρμόζεται όχι μόνο όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικα­σία, αλλά και όταν έχει εισαχθεί στην τακτική διαδικασία, ενώ έπρεπε να εισαχθεί σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Κατά το περιεχόμενο της διάταξης αυτής το δικαστήριο έχει μεν την ευχέρεια να διακρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει το ίδιο με την προσήκουσα διαδικασία και με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, πλην όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να έχουν τηρηθεί οι προϋπο­θέσεις της προσήκουσας διαδικασίας και δη αναφορικά με την προδικασία των ειδικών διαδικασιών, παρά­στασης κατά τη συζήτηση, κατάθεσης προτάσεων και αποδεικτικών μέσων επί της έδρας, αμεσότητας της απόδειξης και προφορικότητας της διαδικασίας, τις οποίες το Δικαστήριο ερευνά ακόμη και μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003.256, ΕφΑθ 1999/2000 ΕΔΠολ 2002.182, ΜΠρΣυρ 136/2016 ΕλλΔνη 2016.1740, ΜΠρΤρικ 70/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Κ. Οικονόμου, Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016.34 επ., ιδίως σελ. 40, Χρ. Σεβαστίδη, Οι ειδικές διαδικασίες στον νέο ΚΠολΔ (ν. 4335/2015), ΕλλΔνη 2016.73 επ., ο οποίος διαπιστώνει το περιορισμένο πλέον πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παρ. 6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, με συνέπεια να απομένει περίπτωση εφαρμογής της μόνο μεταξύ δύο ειδικών διαδικασιών). Εφόσον το Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο αλλά δεν μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, υποχρεούται να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίασή του, προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα διαδικασία (βλ. Σ. Μούζουρα, Οι γενικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών – Οι διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση – Περιουσιακές διαφορές, ΕλλΔνη 2016.78 επ., ιδίως σελ. 83). Τέλος, στο ειδικό τμήμα ναυτικών διαφορών που συστάθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιά με βάση το άρθρο 51 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2172/1993, εκδικάζονται οι ναυτικές διαφορές, που είναι οι ιδιωτικές διαφορές  που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου καθώς επίσης και τη χρησιμοποίηση λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό και που προσδιορίζονται μεν, ορισμένες από αυτές, αλλά κατά τρόπο απλώς ενδεικτικό και όχι περιοριστικό (51 παρ. 3 Β Ν. 2172/1993). Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3Α του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου κ.λπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα ή εκ του νόμου. Συνεπώς, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική βάση της διαφοράς, εφόσον η διαφορά αυτή πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια η οποία εκτέθηκε ανωτέρω ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3Β του άρθρου 51 ν. 2172/1993, η διαφορά αυτή αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά και πρέπει να εκδικασθεί από αυτά, ώστε να κριθεί από Δικαστή με αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων των εν λόγω διαφορών και δυνατότητα να κρίνει και τις υπόλοιπες διαστάσεις της διαφοράς (βλ. ΕφΠειρ 253/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με παραπομπές σε θεωρία).

Με την υπό κρίση αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε (άρθρο 224 ΚΠολΔ), η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει της από … συμβάσεως μίσθωσης και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Τουριστικού Λιμένα Ζέας, μίσθωσε από την εταιρία με την επωνυμία «…» τον τουριστικό λιμένα Ζέας και ανέλαβε τη διαχείριση και εκμετάλλευσή του από την 01.01.2003 και για σαράντα έτη, με το δικαίωμα να εισπράττει και τα τέλη ελλιμενισμού από τα σκάφη που ναυλοχούν εκεί. Ότι την 1.1.2012 κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο, σύμβαση παραμονής στον τουριστικό λιμένα Ζέας του ανήκοντος στην πλοιοκτησία της (α΄ εναγόμενης) υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «…», υπ’ αριθ. νηολογίου Πειραιώς … σε εκτέλεση δε της συμβάσεως αυτής, παρείχε, κατά τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, υπηρεσίες ελλιμενισμού του ως άνω σκάφους, έναντι μηνιαίων τελών ύψους 2.475 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.12.2016 και 2.593 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31.12.2017. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις της (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να τής καταβάλουν εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 14.693,00 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται το οφειλόμενο υπόλοιπο τελών ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους της πρώτης εξ αυτών (εναγομένων) για το χρονικό διάστημα από την 1.4.2016 μέχρι τις 31.1.2017, όπως αυτά προκύπτουν και εξειδικεύονται στα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο τιμολόγια που έχει εκδώσει η ενάγουσα, νομιμοτόκως από την πάροδο του πρώτου πενθημέρου κάθε αντίστοιχου μήνα ελλιμενισμού, κατά την επικαλούμενη συμφωνία δήλης ημέρας για την καταβολή των οφειλομένων τελών, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή ερείδεται, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, σε αξιώσεις που απορρέουν από καταρτισθείσα σύμβαση μίσθωσης (άρθρα 574 επ. ΑΚ), διότι, κατά τα επικαλούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν με την εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού πρωτίστως στην παραχώρηση της χρήσης του χώρου της … για τον ελλιμενισμό του σκάφους «…» ως βασική υποχρέωση της ενάγουσας και όχι στη φύλαξη αυτού (σκάφους) ή την παροχή επιπρόσθετων υπηρεσιών εκ μέρους της (βλ. και ΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 734/2013 ΔΕΕ 2014.984, ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011. 220, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989.426, ΔΕΚ 428/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εσφαλμένα εισάγεται για συζήτηση σ’ αυτό το Δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία, καθώς πρόκειται για μισθωτική διαφορά, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, με συνέπεια να εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών των άρθρων 591, 614 παρ. 1 και 615-620 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015, από το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, με βάση το ύψος του συμφωνημένου μισθώματος, που υπερβαίνει κατά τ’ ανωτέρω το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως (άρθρο 14 παρ. 1β, 2 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, η συζήτηση έπρεπε να διεξαχθεί προφορικά (άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ), με κατάθεση των προτάσεων και προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων των διαδίκων κατά τη συζήτηση, καθώς και ανάπτυξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους προφορικά στο ακροατήριο με καταχώριση στα πρακτικά (άρθρο 591 παρ. 1 γ΄-ε΄ ΚΠολΔ). Μολονότι δε με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς αντίστοιχη περίπτωση (άσκηση αγωγής κατά την τακτική διαδικασία, ενώ αυτή εκδικάζεται κατά την ειδική) δεν θα αποτελούσε κώλυμα για το Δικαστήριο στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία, υπό το ισχύον δίκαιο, ενόψει των προβλέψεων που εισάγει ο Ν. 4335/2015 αναφορικά με τη διαδικασία συζήτησης των υποθέσεων της τακτικής διαδικασίας, με την καθιέρωση της έγγραφης καταρχήν διεξαγωγής της δίκης, βάσει των προτάσεων και των περιεχόμενων σ’ αυτές ισχυρισμών των διαδίκων, με τυπική συζήτηση στο ακροατήριο, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους και χωρίς την εξέταση μαρτύρων (άρθρο 237 παρ. 1, 2, 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι δεν υφίσταται δυνατότητα αυτού του Δικαστηρίου να εφαρμόσει την προσήκουσα ειδική διαδικασία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 46 ΚΠολΔ και κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, με πρωτοβουλία των διαδίκων, η υπόθεση να παραπεμφθεί για συζήτηση σε άλλη συνεδρίαση του τμήματος ναυτικών διαφορών αυτού του Δικαστηρίου, καθόσον, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, η υπό κρίση διαφορά είναι ναυτική, κατά την έννοια του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, ανεξαρτήτως της νομικής βάσης στην οποία ερείδεται, το οποίο θα δικάσει κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών. Διάταξη για δικαστική δαπάνη δεν θα περιληφθεί, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική, αφού με αυτή το Δικαστήριο δεν απεκδύεται από την εξουσία του για την κρίση της διαφοράς, αλλά επιφυλάσσεται να την ερευνήσει με άλλη διαδικασία [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ποδηματά), ΚΠολΔ ΙΙ (2000) 591 αριθ. 11]. Τέλος, πρέπει να καθοριστεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, καθόσον σε ανακοπή ερημοδικίας υπόκεινται και οι μη οριστικές αποφάσεις, αν υπάρχει έννομο συμφέρον [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ Ι (2000) 501 αριθ. 3], η δε ύπαρξη ή μη ειδικού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την τυχόν ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για να δικαστεί σε άλλη συνεδρίαση αυτού του Δικαστηρίου από το τμήμα ναυτικών διαφορών, το οποίο θα δικάσει κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ