Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ

 

Αριθμός αποφάσεως  1719/2018

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 10905/5633/2016)

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ(τακτική διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…»), που εδρεύει στη Λ. Κ. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα (…), για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Θεόδωρος Μητράκος του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ 10386 – βλ. …/5.4.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος ……, …, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρίας με την επωνυμία «…»), 2) της εταιρίας με την επωνυμία «…» («…»), 3) της εταιρίας με την επωνυμία «…» («…»), που έχουν όλες την καταστατική τους έδρα στις …) και εκπροσωπούνται νόμιμα, στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύουν όλες στη … και στα εκεί (οδός …) γραφεία Ν. 27/75 της πράκτορος, διαχειρίστριας και εκπροσώπου τους τέταρτης των εναγομένων εταιρίας με την επωνυμία «…», όπως και αυτή εκπροσωπείται νόμιμα, 4) Της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» και για τις συναλλαγές της στην αλλοδαπή «…» («…»), που διατηρεί στη … γραφείο εγκατεστημένο σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 378/68, Ν 27/75, Ν 814/78 κ.λπ., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν προκατέθεσαν προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.             Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 24.12.2016 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 10905/5633/27.12.2016 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 28.8.2017 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294 και 297 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και, στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238, πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Άλλωστε, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκείται με αυτήν έγκυρα πραγματοποιείται και με τις προτάσεις, μολονότι αυτές δεν επιδίδονται (όπως τα δικόγραφα) στον αντίδικο [βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ερμηνευτικό συμπλήρωμα (μετά το Ν. 4335/2015), υπό το άρθρο 294]. Η νομότυπη ως άνω παραίτηση έχει ως συνέπεια ότι η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε (άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ) και επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογη με το περιεχόμενο και την έκτασή της) κατάργηση της δίκης (σχετ. ΑΠ 320/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με καταχωρισθείσα στις προτάσεις της δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τη δεύτερη και την τρίτη των εναγομένων, προτού αυτές καταθέσουν προτάσεις. Επομένως, η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτές και πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη η δίκη ως προς τη δεύτερη και την τρίτη των εναγομένων.

Στο άρθρο 126 παρ. 1 περ. γ΄ ΚΠολΔ ορίζεται ότι η επίδοση αγωγής γίνεται για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, ενώ στο άρθρο 134 ΚΠολΔ προβλέπεται ο τρόπος επίδοσης προς φυσικά πρόσωπα που έχουν κατοικία στο εξωτερικό ή νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους στος εξωτερικό και επιπλέον δεν έχουν ορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα, λαμβανομένων κατά τα λοιπά υπόψη και των διαφόρων διμερών συμβάσεων με ξένες χώρες, καθώς και της Σύμβασης της Χάγης (ν. 1334/1983) και του Κανονισμού του Συμβουλίου της ΕΕ 1393/2007. Σε ό,τι αφορά, όμως, τα νομικά πρόσωπα κρίσιμη είναι η πραγματική, όπου δηλαδή ασκείται η διοίκηση του νομικού προσώπου, και όχι η καταστατική έδρα τους [βλ. σχετ. ΠΠρΘεσ 17330/2011 Αρμ 2014.789· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης) ΚΠολΔ Ι (2000) 134 αριθ. 2, Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2012, 134 αριθ. 1-3]. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 27.12.2016 και η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 5.4.2017, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, δυνάμει του από 8.2.2017 πληρεξουσίου εγγράφου, κατ’ άρθρο 96 ΚΠολΔ. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνει κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αντίθετα, οι εναγόμενες δεν έχουν καταθέσει προτάσεις. Από τις υπ’ αριθ. 2836/28.12.2016 και 2833/28.12.2016 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά Νικολάου Καρατώλου, τις οποίες νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών, επιδόθηκε στις εναγομένες νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 129 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015). Σημειώνεται ότι, κατά τα εκτιθέμενα στο εισαγωγικό δικόγραφο, η πρώτη εναγομένη έχει μεν την καταστατική της έδρα στις νήσους Μ., πλην όμως εδρεύει πραγματικά στα γραφεία που διατηρεί στη … η τέταρτη εναγομένη διαχειρίστριά της. Επομένως, οι πρώτη και τέταρτη των εναγομένων πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 εδ. α΄, 298 του ΑΚ και 1 του Ν. 2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου», όπως ισχύουν, σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ, με το οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή ως εθνικό νόμισμα, προκύπτει ότι κάθε αξίωση για αποζημίωση που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, είτε αυτή απορρέει από αθέτηση συμβάσεως είτε από αδικοπραξία είτε από το νόμο, πρέπει από 1η.1.2002 να προσδιορίζεται σε ευρώ, το οποίο και μόνο δικαιούται να ζητήσει αυτός που αξιώνει την αποζημίωση, αφού στη διάταξη του άρθρου 297 εδ. α΄ ΑΚ ορίζεται ρητώς ότι ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Ως «χρήμα», κατά την ίδια διάταξη, νοείται το εθνικό νόμισμα, δηλαδή η δραχμή μέχρι 31.12.2001 και από 1η.1.2002 το ευρώ. Με το νόμισμα δε αυτό πρέπει όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή αποθετική ζημία του αδικηθέντος – ζημιωθέντος και να πληρωθεί η αποζημίωση (ΑΠ 124/2014 ΧρΙΔ 2014.422, ΑΠ 1203/2010 ΕλλΔνη 2011.804,1063, ΑΠ 1379/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 536/2004 ΕλλΔνη 2006.480, ΕφΠειρ 601/2015, ΕφΠειρ 548/2015, ΕφΠειρ 34/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2015 μέχρι τον Νοέμβριο του έτους 2016 κατήρτισε μέσω της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα «…» με την τέταρτη των εναγομένων διαχειρίστρια εταιρία, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Κύπρου πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην (bulk carrier) “…”, νηολογίου …, η οποία είναι αλλοδαπή εταιρία αλλά με πραγματική έδρα στη …, διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως, δυνάμει των οποίων παρέδωσε στο ανωτέρω πλοίο διάφορα είδη ανταλλακτικών μηχανής, τα οποία αναλυτικώς κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή αναφέρονται στα σχετικώς εκδοθέντα πέντε τιμολόγια, το περιεχόμενο των οποίων εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής, ήτοι στα υπ’ αριθ.: 1) …/31.12.2015 αξίας 2.343.839 γιεν Ιαπωνίας, β. …/18.5.2016 αξίας 251.765 γιεν Ιαπωνίας, 2) …/4.3.2016 αξίας 620,90 δολαρίων ΗΠΑ και 3) α. …/15.4.2016 αξίας 502,41 ευρώ και β. …/4.5.2016 αξίας 98,78 ευρώ, αντί συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος ποσού γιεν Ιαπωνίας 2.595.604, δολαρίων ΗΠΑ 620,90 και ευρώ 601,19, καταβλητέου εντός τριάντα ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου. Ότι, αν και παρήλθε η ως άνω συμφωνηθείσα προθεσμία και παρά την από 29.8.2016 έγγραφη όχλησή της προς την τέταρτη εναγομένη διαχειρίστρια εταιρία, οι εναγόμενες αρνούνται να της καταβάλουν το ως άνω οφειλόμενο ποσό. Ακόμη, ότι η τέταρτη εναγομένη έχει αναδεχθεί σωρευτικά μεταξύ άλλων και το επίδικο χρέος της ως άνω αγοράστριας εταιρίας (πρώτης των εναγομένων). Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως παραδεκτά περιόρισε το αγωγικό της αίτημα με τις προτάσεις (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ), η ενάγουσα ζητεί, επικαλούμενη επικουρικά ευθύνη των εναγομένων με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον αυτές παρέλαβαν και χρησιμοποίησαν έκτοτε τα πωληθέντα προϊόντα χωρίς να τής καταβάλουν την ισόποση αξία τους, κατά την οποία κατέστησαν πλουσιότερες σε βάρος της περιουσίας της, η δε ωφέλειά τους σώζεται, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, να της καταβάλουν το ποσό των γιεν Ιαπωνίας 1.343.839, ως οφειλόμενο υπόλοιπο εκ του υπ’ αριθ. 52627/31.12.2015 τιμολογίου, δολαρίων ΗΠΑ 620,90 και ευρώ 601,19, σε αυτούσιο συνάλλαγμα λόγω διεθνούς συναλλαγής, άλλως το ισόποσό τους σε ευρώ κατά την επίσημη τιμή πώλησης του αντίστοιχου νομίσματος κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως ευρώ 12.160,81, με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, νομιμοτόκως από την επομένη της παρελεύσεως της ως άνω προθεσμίας των τριάντα ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή λόγω της εμπορικότητας της διαφοράς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, 51 ν. 2172/1993), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, ενόψει και της πραγματικής έδρας της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα και δη στη …, στα γραφεία που διατηρεί σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 378/68, Ν 27/75 και Ν 814/78 επί της οδού … η τέταρτη εναγομένη διαχειρίστριά της, απ’ όπου διενεργείται και η διεύθυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώτης εναγομένης (άρθρα 4 παρ. 1, 63 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις), ερευνώμενη δε κατά τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, το οπoίο είναι εφαρμοστέο ενταύθα, και δη όσoν μεν αφορά τις επικαλούμενες συμβάσεις πωλήσεως με βάση το άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού ΕΚ 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»), καθόσον από το σύνολο των περιστάσεων (κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης μέσω της αντιπροσώπου της ενάγουσας στην Ελλάδα και της τέταρτης εναγομένης – διατηρούσης γραφεία στην Ελλάδα, πραγματική έδρα της πρώτης των εναγομένων στην ημεδαπή) συνάγεται ότι η σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα με την Ελλάδα από εκείνη στην οποία αναφέρεται η παρ. 1α του άρθρου 4 (Κύπρος), όσον δε αφορά τη σύμβαση αναδοχής χρέους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 του αυτού ως άνω Κανονισμού, καθόσον η σύμβαση αυτή συνδέεται στενότερα με την Ελλάδα, όπου η τέταρτη των εναγομένων, που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (καταβολή χρέους), έχει την κύρια εγκατάστασή της (πρβλ. ΠΠρΠειρ 245/1996 ΕΝαυτΔ 1997.98, με παραπομπή σε θεωρία ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο επί αναδοχής χρέους), είναι επαρκώς ορισμένη (άρθρα 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ως περιέχουσα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία, και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292, 361, 477, 481, 513 επ., 713 επ., 341 παρ. 1 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 346 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 στ΄, 176 ΚΠολΔ, πλην του κυρίου αιτήματος της αγωγής περί καταψηφίσεως των εναγομένων σε πληρωμή αυτούσιου αλλοδαπού νομίσματος, το οποίο τυγχάνει νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, ενώ νόμιμα τυγχάνουν τα αιτήματα περί καταβολής του ισαξίου σε ευρώ των αλλοδαπών νομισμάτων και του προαναφερθέντος ποσού σε ευρώ. Καίτοι η ένδικος αξίωση, έχουσα ως γενεσιουργό αιτία τη μη εκπλήρωση προϋφισταμένης ενοχής και προκύψασα εκ διεθνούς συναλλαγής νομίμως προσδιορίζεται σε αλλοδαπό νόμισμα, η ενάγουσα δικαιούται να ζητήσει δια της αγωγής μόνο το ισάξιο του νομίσματος σε ευρώ προς την επίσημη τιμή της ημέρας της πληρωμής ή μόνο ευρώ, αντιστοίχως δε να καταδικασθούν οι οφειλέτες δια της αποφάσεως (πρβλ. ΠΠρΠειρ 245/1996 ό.π.). Όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που στηρίζεται στα ίδια περιστατικά μ’ αυτά της σύμβασης, ερευνώμενη επίσης κατά τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, το οπoίο είναι εφαρμοστέο ενταύθα, με βάση το άρθρο 10 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΚ αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), καθόσον η εν λόγω εξωσυμβατική ενοχή συνδέεται με την υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων σχέση απορρέουσα από τις ως άνω συμβάσεις πωλήσεως και την αναδοχή χρέους, που εμφανίζει στενό σύνδεσμο με τον επικαλούμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, αφού η αγωγή αυτή που είναι επιβοηθητικής φύσεως ασκείται μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της ομοίας από σύμβαση ή αδικοπραξία (ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 1984.1354, ΕφΑθ 6601/2011 ΕλλΔνη 2013.189, ΕφΛαρ 273/2002 Δικογραφία 2003.163, ΕφΑθ 4861/2000 ΠειρΝομ 2000.468, ΕφΘεσ 1868/1999 Αρμ 2001.809). Μετά ταύτα, εφόσον κατεβλήθη και το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. προσαγ. e-παράβολο Υπουργείου Οικονομικών με κωδικό 130419071957 0619 0014) η αγωγή, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση, η οποία να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Συνεπώς, εφόσον οι εναγόμενες ερημοδικούν, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο, δεδομένου ότι θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους των ερημοδικαζόμενων εναγομένων (άρθρο 271 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 271 ΚΠολΔ είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμω βάσιμη, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι πρώτη και τέταρτη των εναγομένων, εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας ευρώ – γιεν Ιαπωνίας και ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής, των γιεν Ιαπωνίας ενός εκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα τριών χιλιάδων οχτακοσίων τριάντα εννιά (1.343.839 ¥), δολαρίων ΗΠΑ εξακοσίων είκοσι και ενενήντα σεντς (620,90 $), καθώς και ευρώ εξακοσίων ενός και δεκαεννιά λεπτών (601,19 €), πλέον τόκων υπερημερίας, υπολογιζομένων από την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου (δήλη ημέρα) και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, γι’ αυτό και το αίτημα να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση αναφορικά με την καταψηφιστική της διάταξη πρέπει ν’ απορριφθεί. Τέλος, οι εναγόμενες πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1  i περ. α, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της παρούσης ανακοπής ερημοδικίας από αυτές (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ καταργημένη τη δίκη ως προς τη δεύτερη και την τρίτη των εναγομένων.

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης και της τέταρτης των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια (200,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις πρώτη και τέταρτη των εναγομένων, εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά την επίσημη τιμή πώλησης γιεν και δολαρίου κατά το χρόνο πληρωμής, των γιεν Ιαπωνίας ενός εκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα τριών χιλιάδων οχτακοσίων τριάντα εννιά (1.343.839 ¥), δολαρίων ΗΠΑ εξακοσίων είκοσι και ενενήντα σεντς (620,90 $), καθώς και ευρώ εξακοσίων ενός και δεκαεννιά λεπτών (601,19 €), με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου επιμέρους οφειλόμενου κονδυλίου, ήτοι από την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστου των αναφερομένων στο σκεπτικό της παρούσας τιμολογίων, ως προς το επιμέρους ποσό εκάστου εξ αυτών, και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ