ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ
Αριθμός αποφάσεως 1824/2018
(ΓΑΚ/ΑΚ αγωγής 40716/7484/2014)
(ΓΑΚ/ΑΚ ανακοίνωσης δίκης 8547/4699/2015)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και έχει εγκατασταθεί αφενός στον … κατά τις διατάξεις του ΑΝ 89/1967, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3427/2005, αφετέρου στη …, όπου διατηρεί γραφείο επί της …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Σπυρίδωνος Φωκά του Παναγιώτου (ΑΜ/ΔΣΠ 1408 – βλ. το Νο …/17.10.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κατοίκου … που υπέβαλε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρίας με την επωνυμία «….», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, πλοιοκτήτριας του M/V …, που εδρεύει στο …, 2) Της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως χρονοναυλώτριας του ως άνω πλοίου, οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Νικόλαου Τρομπέτα του Παναγή (ΑΜ/ΔΣΠ 2996 – βλ. το Νο …/17.10.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κατοίκου …, που υπέβαλε προτάσεις. Β) Των ανακοινωνουσών δίκη: 1) Της εταιρίας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στο …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) Της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Νικόλαου Τρομπέτα του Παναγή (ΑΜ/ΔΣΠ 2996 – βλ. το Νο …/17.10.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κατοίκου …, που υπέβαλε προτάσεις. Των καθ’ ων η ανακοίνωση δίκης: 1) Της υπό πτώχευση εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει …, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον εκκαθαριστή της κ. …, κάτοικο …, 2) Της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «….» και τον διακριτικό τίτλο «..», η οποία εδρεύει στο …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν παραστάθηκαν. Κοινοποιούμενη προς: Την εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη … (… και έχει εγκαταστήσει γραφεία αφενός στη … και αφετέρου στον …
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 4.12.2014 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 40716/7484/2014, προσδιορίστηκε να συζητηθεί, κατόπιν διαδοχικών αναβολών από την αρχική δικάσιμο της 3ης.11.2015, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό 3. Οι ανακοινώνουσες δίκη, με το από 28.7.2015 δικόγραφο ανακοίνωσης δίκης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 8547/4699/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 1ης.3.2016, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό 1, ανακοίνωσαν την ως άνω δίκη στις καθ’ ων απευθύνεται.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εισάγονται: α) η από 4.12.2014 (αριθ. καταθ. 40716/7484/2014) αγωγή και β) η από 28.7.2015 (αριθ. καταθ. 8547/4699/2015) ανακοίνωση δίκης, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 91 και 92 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η ανακοίνωση δίκης δεν αποτελεί μορφή αιτήσεως παροχής ένδικης προστασίας και δεν δημιουργεί υποχρέωση του Δικαστηρίου ν’ αποφανθεί επ’ αυτής ούτε του προς ον η ανακοίνωση ν’ απαντήσει στην ιστορική βάση αυτής. Στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ του ανακοινούντος και του προς ον η ανακοίνωση θα ερευνηθεί αν αυτή ήταν έγκυρη και προκάλεσε την έκπτωση του προς ον η ανακοίνωση από τη δυνατότητα ν’ ασκήσει το δικαίωμα της τριτανακοπής (ΑΠ 1012/1991 Δ 1992.459). Επομένως, το παρόν Δικαστήριο δεν προβαίνει σε περαιτέρω έρευνα ή αξιολόγηση της ανωτέρω ανακοίνωσης δίκης, η οποία έχει ασκηθεί νομοτύπως με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επίδοση νομίμως επικυρωμένου και μεταφρασμένου αντιγράφου της στις προς ας η ανακοίνωση εταιρίες με κλήση τους να παραστούν, προκειμένου ν’ ασκήσουν παρέμβαση, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 1ης.3.2016, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και για την οποία δεν χρειαζόταν νέα κλήτευσή τους – άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ, δ ΚΠολΔ [βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. …΄/24.9.2015 και …΄/24.9.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Β. Χ. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, ως υπηρεσία διαβίβασης, σε συνδυασμό με τις από 12.10.2015 βεβαιώσεις της υπηρεσίας ταχυμεταφοράς «…» περί απευθείας επίδοσης (ταχυδρομικώς) στον σύνδικο πτώχευσης της «…», καθώς και στην τραπεζική εταιρία «….», και παραλαβής του δικογράφου ανακοίνωσης δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις], οι οποίες δεν άσκησαν παρέμβαση.
Με την κρινόμενη αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμησή της, η ενάγουσα εταιρία με καταστατική έδρα τη …, η οποία έχει εγκατασταθεί νόμιμα στον …… σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/1967, εκθέτει ότι μέσω του δικτύου σταθμών εφοδιασμού καυσίμων που διατηρεί σε λιμένες ανά τον κόσμο, ανεφοδιάζει πλοία με καύσιμα, τα οποία προμηθεύει σε εκτέλεση συμβάσεων πωλήσεως καυσίμων, τις οποίες καταρτίζει είτε απευθείας με τους πλοιοκτήτες ή τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενους πλοία ή με ναυλωτές πλοίων είτε μέσω ανεξάρτητων εμπόρων. Ότι μεταξύ άλλων ανεξάρτητων ενδιάμεσων εμπόρων, διατηρούσε με τον όμιλο εταιριών «…» πολυετή εμπορική συνεργασία, στο πλαίσιο της οποίας κατήρτισε εγγράφως με την ανήκουσα στον ανωτέρω όμιλο εταιρία «…», που εδρεύει στο …, στις 16.10.2014 σύμβαση πώλησης 250 μετρικών τόνων καυσίμου (πετρελαίου τύπου Fueloil 380 – CST 3,5%), παραδοτέων μεταξύ 21 και 23 Οκτωβρίου στον λιμένα Βανκούβερ του Καναδά στο πλοίο “M/V …” με σημαία …, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, αντί τιμήματος 504,50 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, πληρωτέου εντός 30 ημερών από της παραδόσεως. Ότι με τη σύμβαση αυτή, όπως και με όσες άλλες είχε κατά το παρελθόν συνάψει η ενάγουσα με τις εταιρίες του ομίλου, συμφωνήθηκε ότι η επίμαχη προμήθεια διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και από τους Γενικούς Όρους και Προϋποθέσεις για την πώληση καυσίμων της … (ενάγουσας), σύμφωνα με τους οποίους τα Δικαστήρια του Πειραιά έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία, ότι για την πληρωμή του τιμολογίου καυσίμου ενέχεται, πέραν του ενδιάμεσου εμπόρου και καθένας από τους πλοιοκτήτες, διαχειριστές, ναυλωτές ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενους το πλοίο και ότι η κυριότητα των καυσίμων μέχρι την αποπληρωμή τους παραμένει στον προμηθευτή, ασκουμένης της σχετικής απαιτήσεως αποπληρωμής και κατά του ανωτέρω πλοίου ως βάρους (lien) επ’ αυτού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους αντιστοίχως παρατιθέμενους έγγραφους γενικούς όρους. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και του ενδιάμεσου εμπόρου […], η ενάγουσα παρέδωσε στο πλοίο “M/V …”, 250 μετρικούς τόνους πετρελαίου, υπογραφείσης σχετικώς από τον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου ενεργούντος για λογαριασμό αφενός της πρώτης εναγόμενης πλοιοκτήτριας και αφετέρου της δεύτερης εναγόμενης ναυλώτριας, απόδειξης παραλαβής των καυσίμων. Ότι στην απόδειξη αυτή είχαν περιληφθεί όροι, σύμφωνα με τους οποίους «οι πλοιοκτήτες ή/και οι εκμεταλλευόμενοι ή/και οι ναυλωτές του πλοίου είναι από κοινού και έκαστος κεχωρισμένως υπεύθυνοι για την πληρωμή όλων των καυσίμων που παρεδόθησαν με αυτήν και μέχρις της αποπληρωμής του οφειλόμενου ποσού του τιμολογίου για αυτά. Η κυριότητα των καυσίμων αυτών παραμένει στους προμηθευτές. Όλες οι διαφορές οι οποίες είναι ενδεχόμενο να αναφυούν από τον παρόντα ανεφοδιασμό με καύσιμα θα επιλυθούν από τα ελληνικά δικαστήρια». Ότι για την πώληση αυτή η ενάγουσα, αποδεχόμενη την περιεχόμενη στην ανωτέρω απόδειξη παραλαβής καυσίμων δήλωση εγγυοδοσίας των εναγομένων, εξέδωσε το υπ’ αριθ. …/31.10.2014 τιμολόγιο συνολικού ποσού, με βάση τη συμφωνηθείσα τιμή μονάδας, 135.125 δολαρίων ΗΠΑ, καταβλητέου την 22α.11.2014, σε χρέωση τόσο του ενδιάμεσου εμπόρου […] ως αγοραστή όσο και της πρώτης εναγόμενης πλοιοκτήτριας και της δεύτερης εναγόμενης ναυλώτριας του ανωτέρου πλοίου ως εγγυοδοτριών. Ότι, όμως, ο ενδιάμεσος έμπορος δεν κατέβαλε το οφειλόμενο τίμημα της παραληφθείσας ποσότητας καυσίμων και οι εγγυοδότριες εναγόμενες αρνούνται να το εξοφλήσουν. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενη, ως κύρια βάση, την ευθύνη των εναγόμενων, την απορρέουσα από την ιστορούμενη σύμβαση εγγυοδοσίας, επικουρικά δε ότι υπέστη κατά το ίδιο ποσό ζημία λόγω αδικοπραξίας των εναγόμενων, συνισταμένης στο ότι αυτές ενεργώντας με πρόθεση ανάλωσαν, άλλως ανάμιξαν τα πωληθέντα καύσιμα, μολονότι γνώριζαν ότι αυτά ανήκαν στην κυριότητα της ίδιας (της ενάγουσας), άλλως κατά δεύτερη επικουρική βάση, με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον έκαστη, να της καταβάλουν το ποσό των 135.125 δολαρίων ΗΠΑ με το νόμιμο τόκο από τις 23.11.2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ή το ισόποσό του σε ευρώ, με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά την ημερομηνία της πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα της συζητήσεως της αγωγής και σε κάθε περίπτωση κατά την ημέρα ασκήσεώς της. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη.
Ι] Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ενώ κατά το άρθρο 4 εδ. τελευταίο του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση εάν δεν έχει δικαιοδοσία. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (ΑΠ 803/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 108/1988 ΕλλΔνη 1988.1392, ΕφΑθ 6073/2002 ΕλλΔνη 2003.211, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 2004.1466). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΕφΑθ 4467/2010 ΕΠολΔ 2011.358, ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009.970). Τέτοια αρμοδιότητα υφίσταται, κατά τα άρθρα 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ, εκτός άλλων περιπτώσεων (π.χ. της κατ’ άρθρο 22 ΚΠολΔ γενικής δωσιδικίας του εναγόμενου στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του), προκειμένου περί νομικών προσώπων τα οποία έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια αυτού ή, αναφορικώς με δικαιώματα που πηγάζουν από σύμβαση, του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος καταρτίσεώς της ή όπου εκπληρώθηκε η παροχή (ΕφΠειρ 381/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της τελευταίας εκ των ανωτέρω διάταξης (33 ΚΠολΔ), στην προκειμένη δωσιδικία υπάγονται κατά κύριο λόγο διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξιών εν ζωή, ήτοι αστικών ή εμπορικών συμβάσεων, αλλά και μονομερών δικαιοπραξιών, καθώς και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές, κατά συνέπεια δε, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν αγωγή κατά αλλοδαπού, που κατοικεί στο εξωτερικό, με βάση τη δωσιδικία αυτή. Τόπος δε κατάρτισης της παροχής προς θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου νοείται ο κατά το ουσιαστικό δίκαιο τέτοιος τόπος, δηλαδή, κατά σειρά, εκείνος που προκύπτει ρητά ή σιωπηρά από τη σύμβαση, αλλιώς εκείνος που συνάγεται από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, αλλιώς εκείνος που καθορίζεται από τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 320-322 ΑΚ. Έτσι αν πρόκειται για χρηματική αξίωση από σύμβαση, ο τόπος εκπλήρωσης της υποχρέωσης του οφειλέτη-εναγόμενου, με βάση την οποία προσδιορίζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου, αν δεν προκύπτει από τη σύμβαση ρητά ή σιωπηρά ή από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, είναι εκείνος όπου έχει την κατοικία του ο δανειστής ή την έδρα του, αν είναι νομικό πρόσωπο, κατά το χρόνο της καταβολής, εφόσον η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση επαγγέλματος του δανειστή (βλ. ΑΠ 786/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2371/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 579/2000 ΕλλΔνη 2010.810, ΠΠρΠειρ 1558/2016 προσκομιζόμενη όπου και λοιπές νομολογιακές και θεωρητικές παραπομπές). Επί αγωγικής απαίτησης που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ), για τον καθορισμό του κατά τόπον αρμόδιου προς εκδίκαση δικαστηρίου εφαρμόζεται ερμηνευτικώς η διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ, μόνο, όμως, εφόσον συναρτάται προς προϋπάρχουσα σύμβαση, όπως επί αγωγής για απόδοση του τιμήματος που είχε καταβληθεί δυνάμει άκυρης συμβάσεως [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), ΚΠολΔ Ι (2000), 33 αριθ. 1, Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2012, 33 αριθ. 10· βλ. και ΕφΑθ 1781/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 77/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004.200 – contra ΕφΘεσ 2402/1996 Αρμ 1997.98]. Συνεπώς, εάν η απαίτηση αχρεωστήτου δεν τελεί σε συνάρτηση με προϋπάρξασα σύμβαση, για τον καθορισμό του κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου της επίδικης διαφοράς θα έχει εφαρμογή η γενική περί της κατά τόπον αρμοδιότητας διάταξη του άρθρου 22 ΚΠολΔ, η οποία καθορίζει τη γενική κατά τόπον αρμοδιότητα από την κατοικία του εναγομένου, προκειμένου δε περί νομικών προσώπων, από την έδρα αυτών κατ’ άρθρο 25 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με το άρθρο 35 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3994/2011, ορίζεται ότι «διαφορές από αδικοπραξία μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή επίκειται η επέλευσή του». Η νέα αυτή διατύπωση του άρθρου 35 επιλέχθηκε, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του παραπάνω νόμου, προκειμένου να εναρμονιστεί η σχετική ρύθμιση προς την αντίστοιχη του άρθρου 5 σημ. 3 Κανονισμού ΕΚ 44/2001 (βλ. και Μαργαρίτη, ό.π., 35 αριθ. 3). Σύμφωνα δε με τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, ως κρίσιμος τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου του Κανονισμού, θεωρείται τόσο ο τόπος όπου επήλθε το επιζήμιο αποτέλεσμα, όσο και ο τόπος όπου έλαβε χώρα το γεγονός, που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας. Ως τόπος της αδικοπρακτικής ενέργειας θεωρείται ο τόπος όπου εκδηλώθηκε ή απειλείται να εκδηλωθεί η συμπεριφορά, που εκπληρώνει τη νομοτυπική μορφή της αδικοπραξίας, ενώ ως τόπος όπου επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα θα πρέπει να χαρακτηριστεί ο τόπος όπου επήλθε η παράνομη επέμβαση στο προστατευτέο έννομο αγαθό. Ο τόπος δε αυτός δεν πρέπει να συγχέεται με τον τόπο επαγωγής της ζημίας, τον τόπο δηλαδή όπου επέδρασε αρνητικά στην περιουσία του παθόντος η παράνομη προσβολή του έννομου αγαθού. Ο τόπος επαγωγής της ζημίας δεν αρκεί για τη θεμελίωση αρμοδιότητας της διεθνούς δικαιοδοσίας. Διαφορετικά ο παθών θα μπορούσε να δημιουργεί επ’ άπειρον fora delicti και ουσιαστικά να αχρηστεύσει το σύστημα προστασίας του εναγομένου. Κρίσιμος, έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ο τόπος όπου εμφανίστηκε η πρώτη σοβαρή υλική εκδήλωση της ζημίας, εκεί όπου επήλθε η πρωταρχική ζημία, ο τόπος «της αρχικώς επελθούσας ζημίας» (βλ. ΠΠρΠειρ 1588/2016 προσκομζόμενη, όπου και παραπομπές σε ΔΕΚ 19.9.1995 (Marinari) C-364/93, ΣυλλΝομολ 1995.Ι-2719 = ΕλλΔνη 1997.1684).
ΙΙ] Εξάλλου, με το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, το οποίο εφαρμόζεται και στην περίπτωση που ο εναγόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΠΠρΠειρ 1558/2016 προσκομιζόμενη) ορίζεται ότι «αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία πρέπει να καταρτιστεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Από τις διατάξεις του άρθρου αυτού προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή, που επιτρέπει στα μέρη να παρεκκλίνουν από τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του Κανονισμού και να υποβάλλουν τις διαφορές τους στο Δικαστήριο που αυτά θα συμφωνήσουν, αποσκοπεί στον καθορισμό, με σαφή και ακριβή τρόπο, ενός δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, σύμφωνα με τη σύμπτωση βούλησής τους, εκφραζόμενη κατά τις οριζόμενες στην άνω διάταξη αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή ιδρύεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων του κράτους που επιλέχθηκε, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν διαφορετικά. Συναφώς, κατά το άρθρο 60 του Κανονισμού η εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της. Για τον καθορισμό δε της έδρας αυτής εφαρμόζονται οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του δικάζοντος δικαστή (ΠΠρΠειρ 1558/2016 προσκομιζόμενη, όπου και παραπομπή σε ΔΕΚ υποθ.C-387/1998 ΕEμπΔ 2000.813 = ΠειρΝ 2001.378), η δε ύπαρξη και το κύρος της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας που έχει αποκλειστικά δικονομικές επενέργειες θα κριθεί από το δικονομικό δίκαιο της χώρας του Δικαστή που δικάζει την υπόθεση, δηλαδή τη lex fori, και όχι από τις διατάξεις του Κανονισμού, είτε το Δικαστήριο που δικάζει ανήκει σε συμβαλλόμενο κράτος είτε όχι (ΑΠ 948/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014 ΧρΙΔ 2015.205, ΕφΠειρ 174/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 516/2009 ΕλλΔνη 2010.820). Περαιτέρω, το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας για υφιστάμενες διαφορές καθώς και για τις μελλοντικές που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση (σύμβαση), καλύπτει και τις συναφείς αδικοπρακτικές αξιώσεις, που απορρέουν μεν από το νόμο και όχι από τη σύμβαση, πλην όμως έχουν αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο αυτή και συνδέονται στενά με τα βιοτικά περιστατικά της παράβασης της σύμβασης, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις, που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες, εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (ΑΠ 1542/2014 ό.π., ΑΠ 1697/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 1558/2016 προσκομιζόμενη). Επίσης, με το άρθρο 24 του Κανονισμού ορίζεται ότι «πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας, όμως, αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22». Κατά παρεμφερή τρόπο αναγνωρίζεται η δυνατότητα σύναψης σιωπηρής συμφωνίας παρέκτασης και στον ΚΠολΔ, στο άρθρο 42 παρ. 2 του οποίου ορίζεται ότι «υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στην πρώτη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας», η οποία σιωπηρή συμφωνία τεκμαίρεται και επί ασκήσεως (μη επικουρικής) ανταγωγής [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), ΚΠολΔ Ι (2000) 42 αριθ. 4]. Επισημαίνεται δε στο σημείο αυτό ότι διερευνάται με βάση τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, η αιτούμενη εφαρμογή του προαναφερόμενου Κανονισμού (ΕΚ) και όχι του ήδη ισχύοντος κατά το χρόνο συζήτησής της Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές-εμπορικές υποθέσεις, καθότι κατά την κατάθεσή της στις 4.12.2014, οπότε επήλθαν οι δικονομικές συνέπειές της (εκκρεμοδικίας, αμετάβλητο δικαιοδοσίας κ.ά. – βλ. και ΑΠ 1521/2013 ΧρΙΔ 2014.284 = ΕΠολΔ 2014.715), εφαρμοστέος ήταν ακόμα ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 και όχι ο μετέπειτα ισχύων από 10.1.2015 Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 (άρθρα 81 και 66 παρ. 2).
ΙΙΙ] Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επ. και 713 επ. ΑΚ. Από τον συνδυασμό των τελευταίων πιο πάνω διατάξεων, με εκείνες των άρθρων 229 και 238 ΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση καταρτισθείσα με πρόσωπα μη εκπροσωπούντα νομίμως οιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή μη έχοντα αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι, αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου. Η έγκριση αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος των συμβαλλομένων (άρθρα 236 και 238 ΑΚ), υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βουλήσεως (ΑΠ 2064/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικά όσον αφορά τις εξουσίες του πρώτου μηχανικού ως μέλους του πληρώματος ενός πλοίου, στο άρθρο 66 του Β.Δ. 683/1960 ορίζεται ότι «1. Ο Α΄ Μηχανικός είναι ο αξιωματικός προϊστάμενος Υπηρεσίας Μηχανής και του προσωπικού αυτής. 2. Τελεί υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχο του Πλοιάρχου ή του νόμιμου αναπληρωτή του και είναι υπεύθυνος και υπόλογος έναντι αυτών εν τη ασκήσει των καθηκόντων του» και στο άρθρο 73 του ίδιου Β.Δ. ορίζεται ότι «1. Ο Α΄ Μηχανικός οφείλει εν όρμω να λαμβάνει άπαντα τα ενδεδειγμένα μέτρα δια την καλή συντήρησιν και καθαριότητα των λεβήτων εσωτερικώς και εξωτερικώς, ιδίως όταν το πλοίον πρόκειται να παραμείνει επί πολύ εις τον λιμένα, ούτως ώστε να αποφεύγηται η οξείδωσις αυτών. 2. Μεριμνά όπως τα ύδατα του κύτους είναι τελείως εξηντλημένα και οι κρουνοί και τα επιστόμια είναι τελείως κλειστά. 3. Λαμβάνει άπαντα τα ενδεδειγμένα μέτρα προς εξουδετέρωσιν παντός κινδύνου εξ αυτομάτου αναφλέξεως και πυρκαϊάς εν γένει εις τα διαμερίσματα της δικαιοδοσίας του. 4. Ελέγχει καθ’ εκάστην εσπέραν την κατάστασιν υλικών κινήσεως και συντηρήσεως της μηχανής και ενεργεί τα σχετικάς καταχωρήσεις εις το ημερολόγιον. 5. Εποπτεύει και διευθύνει την παραλαβήν καυσίμου ύλης του πλοίου, βοηθούμενος υπό Αξιωματικού καταστρώματος οριζομένου υπό του Πλοιάρχου λαμβάνων παν πρόσφορον μέτρον προς αποτροπή οιουδήποτε κινδύνου. 6. Ο Α΄ Μηχανικός είναι προσωπικώς υπεύθυνος δια την διατήρησιν φυλακής εν όρμω.».
IV] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Επομένως, περιεχόμενο της εγγυήσεως είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρεώσεως απέναντι στον δανειστή να εκπληρώσει την παροχή του πρωτοφειλέτη, αν δεν το κάνει ο τελευταίος (βλ. Βρέλλη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, 847 αρ. 1 και τις εκεί παραπομπές). Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής, με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα (βλ. Βρέλλη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, 847 αριθ. 4,5,7), καταρτίζεται δε μεταξύ εγγυητή και δανειστή χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη ή συναίνεση του οφειλέτη (ΑΠ 238/1977 ΝοΒ 25.1183). Με βάση τα ανωτέρω, η σύμβαση της εγγυήσεως διαφέρει από την εγγυοδοσία, δηλαδή την εξασφάλιση που παρέχεται με μετρητά, χρεώγραφα κ.λπ. από ένα πρόσωπο για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων του ή από τον οφειλέτη ή τρίτο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Η σύμβαση της εγγυοδοσίας αποτελεί εξασφαλιστική σύμβαση και ορίζεται ειδικότερα ως η αυτόνομη υπόσχεση που ένα πρόσωπο (ο εγγυοδότης) δίνει προς τρίτο πρόσωπο (τον εγγυολήπτη), ότι θα ευθύνεται απέναντί του για την περίπτωση που πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος που αφορά τον εγγυολήπτη. Η εγγυοδοσία είτε καθορίζεται από το νόμο ή επιβάλλεται από δικαστική απόφαση (αναγκαστική εγγυοδοσία), είτε προβλέπεται από τη συγκεκριμένη σύμβαση (συμβατική εγγυοδοσία). Κατά την κρατούσα άποψη η εγγυοδοτική σχέση αποτελεί σύμβαση suis genera που θεμελιώνεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ, βλ. ΕφΑθ 14663/1988 ΕΕμπΔ 1993.205). Η διαφορά μεταξύ της σύμβασης εγγύησης και της συμβατικής εγγυοδοσίας συνίσταται στο ότι η ευθύνη του οφειλέτη στην δεύτερη περίπτωση είναι κύρια και όχι παρεπόμενη, όπως στην εγγύηση. Έτσι, στη συμβατική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εγγυήσεως (βλ. Βρέλλη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, 847 αριθ. 32,37· Μάρκου, «Η αιτία στις εγγυοδοτικές συμβάσεις», ΕλλΔνη 35.267), λ.χ. οι διατάξεις του άρθρου 855 ΑΚ (ΑΠ 1261/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά οι γενικές διατάξεις περί συμβάσεων. Ερευνάται, επομένως, μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων που θέτει σαφώς η ίδια η εγγυοδοτική σύμβαση, για τη δυνατότητα του εγγυολήπτη να στραφεί κατά του εγγυοδότη (ΕφΠειρ 430/2009 ΔΕΕ 2009.1247· βλ. και Γεωργιάδη, «Η εξασφάλιση των Πιστώσεων» 2001, σελ. 124-5 και 131-2). Έτι περαιτέρω, η αυτοτέλεια και το αναιτιώδες είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αφηρημένης υπόσχεσης χρέους κατά την ΑΚ 873. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, όταν οι συμβαλλόμενοι της εγγυητικής σχέσης θέλησαν να καταρτίσουν όχι απλά ένα είδος εγγύησης του ΑΚ, όπως π.χ. συμβαίνει, όταν θέλησαν τα μέρη απλώς να αποκλείσουν την εφαρμογή της ένστασης δίζησης, οπότε η οφειλή του εγγυητή διατηρεί τον παρεπόμενο χαρακτήρα της, αλλά όταν τα μέρη θέλησαν με την εγγυοδοτική σύμβαση να δημιουργήσουν μια αυτοτελή και αναιτιώδη υποχρέωση του τρίτου (εγγυητή), πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση αυτή θα πρόκειται κατά κανόνα για υποχρέωση η οποία αποτελεί αφηρημένη ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ. Για να είναι, όμως, η εγγυοδοτική αυτή σύμβαση έγκυρη ως αφηρημένη ενοχή πρέπει επιπλέον η υπόσχεση του εγγυοδότη να γίνει εγγράφως (βλ. Μάρκου, «Η αιτία στις εγγυοδοτικές συμβάσεις», ΕλλΔνη 35.269).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες εταιρίες προβάλλουν με το δικόγραφο των προτάσεών τους προεχόντως την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 3, 42 παρ. 1, 43, 44 και 263 ΚΠολΔ), προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς, ισχυριζόμενες ότι δεν έχουν καταρτίσει την επικαλούμενη από την ενάγουσα δικονομική συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και ότι δεν υφίσταται άλλη βάση απονέμουσα διεθνή δικαιοδοσία σε αυτό. Η ένσταση αυτή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί συναγόμενης συμφωνίας παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω ασκήσεως από τις εναγόμενες της κατά τα ανωτέρω συνεκδικαζόμενης ανακοίνωσης δίκης, δεν είναι βάσιμος, αφού η σχετική σιωπηρή συμφωνία τεκμαίρεται, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, μόνο επί ασκήσεως ανταγωγής και όχι ανακοίνωσης δίκης, όπως εν προκειμένω.
Από την εκτίμηση της με αριθμό …/16.10.2017 ένορκης βεβαίωσης της Ά. Δ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονοπούλου, που λήφθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντικλήτου των εναγομένων, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …΄/11.10.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, της με αριθμό …/16.3.2016 ένορκης βεβαίωσης του … ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Βανκούβερ και της με αριθμό …/13.10.2017 ένορκης βεβαίωσης του … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντικλήτου της ενάγουσας, όπως προκύπτει αντίστοιχα από τις υπ’ αριθ. …΄/7.3.2016 και …΄/9.10.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά Β. Χ., καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι (περιλαμβανομένων και των εξ αυτών νομίμως μεταφρασμένων), τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται κατά το παρόν στάδιο εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας της προβληθείσας ένστασης έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία πώλησης καυσίμων πλοίων, που έχει την καταστατική της έδρα στη … και είναι εγκαταστημένη στον Π….κατά τις διατάξεις του ΑΝ 89/1967 και στη …, διατηρούσε πολυετή συνεργασία με τον όμιλο εταιριών «…», ο οποίος αποτελούσε έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές καυσίμων πλοίων παγκοσμίως. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, η ενάγουσα επιβεβαίωσε εγγράφως στις 16.10.2014 την αυθημερόν παραγγελία από μέρους της εδρεύουσας στο … και ανήκουσας στον ανωτέρω όμιλο, εταιρίας «…» για την πώληση 250 μετρικών τόνων καυσίμων πετρελαίου τύπου Fueloil 380 CST 3,5%, παραδοτέων μεταξύ 21 και 23.10.2014 στον λιμένα Βανκούβερ του Καναδά, στο πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου “…” με σημαία …, ΙΜΟ Νο 9593713 κυριότητας της πρώτης εναγομένης, αντί τιμήματος 504,50 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, πληρωτέων εντός τριάντα ημερών το αργότερο από την ημερομηνία της παράδοσης, πλέον 9.000 δολαρίων ΗΠΑ ως κόστος του εφοδιαστικού πλοίου, επίσης πληρωτέων εντός τριάντα ημερών από της παραδόσεως. Την παραγγελία αγοράς της ρηθείσης ποσότητας καυσίμων με αριθμό 24-29093, για την εκτεθείσα πετρέλευση, επιβεβαίωσε προς την ενάγουσα την επόμενη ημέρα και δη στις 17.10.2014 η «…» (εφεξής …), συναφθείσης της σχετικής πώλησης. Η τελευταία ως αγοράστρια – ενδιάμεσος έμπορος αποδέχθηκε τους όρους πώλησης που έθεσε η ενάγουσα, μεταξύ των οποίων περιελήφθησαν όροι: α) υπαγωγής της σύμβασης στο ελληνικό δίκαιο, β) αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Πειραιά, γ) συνευθύνης για την πληρωμή του τιμολογίου, εκτός του αγοραστή εμπόρου και καθενός από τους πλοιοκτήτες, διαχειριστές, ναυλωτές ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενους το πλοίο, αλλά και του ίδιου του πλοίου (ως lien) και δ) παρακράτησης της κυριότητας των καυσίμων από την ενάγουσα μέχρι την αποπληρωμή της, οι οποίοι, όμως, ουδέποτε είχαν κοινοποιηθεί πριν από την ένδικη πετρέλευση στις εναγόμενες, που γι’ αυτό το λόγο τις αγνοούσαν. Το ανωτέρω δε πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου είχε ήδη, δυνάμει του από 20.9.2007 συμφωνητικού μακροχρόνιας χρονοναύλωσης που είχε συναφθεί μεταξύ της εδρεύουσας στο Luebeck Γερμανίας εταιρίας «…» και της δεύτερης εναγομένης, σε συνδυασμό με την από 25.9.2014 Προσθήκη υπ’ αριθ. 152 σ’ αυτό, εκναυλώσει η πρώτη εναγόμενη, που εδρεύει στο …, στην «…» («γυμνή ναυλώτρια»), που εδρεύει στις νήσους Μάρσαλ, η οποία και είχε αναλάβει τη λειτουργία και αποκλειστική εκμετάλλευση του πλοίου, ως εφοπλίστριά του, με συνέπεια η πρώτη εναγόμενη να διατηρεί την ιδιότητα της κυρίας, όχι δε και της πλοιοκτήτριας του ένδικου πλοίου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή. Εν συνεχεία, η «…» υπεκναύλωσε το πλοίο στην «…» («χρονοναυλώτρια») και η τελευταία το υπεκναύλωσε περαιτέρω στη δεύτερη των εναγομένων καναδική εταιρία. Αφορμή δε της σύναψης της επίδικης πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, ήταν το αναντίλεκτο γεγονός ότι η δεύτερη εναγόμενη ως ναυλώτρια του “…” είχε προηγουμένως απευθυνθεί στην …, ζητώντας της να της υποβάλει προσφορά για την πετρέλευση του εν λόγω πλοίου με 250 μ.τ. καυσίμων του ως άνω τύπου στον λιμένα Βανκούβερ μεταξύ 21.10.2014 και 26.10.2014, η δε … σε επιβεβαίωση και εκπλήρωση της σχετικής δικής της υποχρέωσης ως ενδιάμεσου έμπορου-πωλητή καυσίμων προς τη δεύτερη εναγόμενη επιβεβαίωσε εγγράφως προς αυτήν στις 17.10.2014 την παραγγελία πώλησής τους με αριθμό 24-29093, παραγγελία που αποδέχθηκε η δεύτερη εναγόμενη αυθημερόν. Περαιτέρω η ενάγουσα, σε εκτέλεση της καταρτισθείσης σύμβασης πώλησης προς την …, παρέδωσε στον λιμένα Βανκούβερ του Καναδά, στις 23.10.2014 στο πλοίο “…” με σημαία …, διακόσιους πενήντα (250) μετρικούς τόνους πετρελαίου Fueloil 380 CST 3,5%. Mετά την εκτέλεση του ανεφοδιασμού, υπογράφηκε, υπό τις κατωτέρω περιγραφόμενες συνθήκες, η υπ’ αριθ. …/23.10.2014 απόδειξη παραλαβής καυσίμων από Α΄ Μηχανικό του εν λόγω πλοίου, όπως συνομολογεί στις προτάσεις της και η ίδια η ενάγουσα και όχι από τον Πλοίαρχο αυτού, όπως αβασίμως διαλαμβάνεται στην αγωγή. Σ’ αυτή την απόδειξη παραλαβής υφίσταντο προδιατυπωμένοι όροι, τεθέντες μονομερώς από την ενάγουσα, σύμφωνα με τους οποίους οι πλοιοκτήτες και/ή οι διαχειριστές και/ή οι ναυλωτές του πλοίου θα ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για την πληρωμή όλων των καυσίμων που παραδόθηκαν με αυτήν και μέχρις της αποπληρωμής του οφειλόμενου ποσού του τιμολογίου γι’ αυτά. Η κυριότητα δε των καυσίμων αυτών θα παρέμενε στους προμηθευτές. Τέλος, όλες οι διαφορές οι οποίες ήταν ενδεχόμενο να ανακύψουν από τον παρόντα ανεφοδιασμό, σύμφωνα με τους ίδιους όρους, θα επιλύονταν από τα ελληνικά δικαστήρια. Επιχειρήθηκε, δηλαδή, με την ως άνω έγγραφη παράθεση των επίμαχων προδιατυπωμένων όρων η γέννηση αυτοτελούς και ανεξάρτητης, σε σχέση με την ένδικη πώληση καυσίμων, υποχρέωσης των εναγόμενων απέναντι στην ενάγουσα για την καταβολή του τιμήματός τους. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από το προαναφερόμενο χρονοναυλοσύμφωνο τύπου N.Y.P.E (New York Produce Exchange), σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις, το μνημονευθέν πλοίο, στο οποίο παραδόθηκαν τα πωληθέντα καύσιμα, ήταν μεν κυριότητας της πρώτης εναγομένης, με διαχειρίστρια την εταιρία «…. … (….)», πλην όμως κατά το χρόνο της επίδικης πετρέλευσης αφενός η διαχείρισή του είχε ανατεθεί προσωρινά στην εταιρία «…», η οποία είχε αναλάβει ειδικότερα την εμπορική του διαχείριση και εκμετάλλευση και αφετέρου είχε (το πλοίο) χρονοναυλωθεί, όπως προεκτέθηκε, στη δεύτερη εναγόμενη από τις 25.9.2014. Με το από 20.9.2007 συμφωνητικό μακροχρόνιας χρονοναύλωσης είχε συμφωνηθεί, μεταξύ άλλων, ότι η ναύλωση θ’ αφορούσε σε ταξίδια μεταξύ ασφαλών λιμένων, από την ευρύτερη περιοχή του Όρεγκον των ΗΠΑ προς διάφορες περιοχές του κόσμου, όπως για παράδειγμα στις περιοχές Μαλαισίας / Ιαπωνίας ή της Ωκεανίας ή της Αλάσκας, όπως θα καθοριζόταν από τη δεύτερη των αντισυμβαλλομένων ναυλώτρια, με αντικείμενο τη μεταφορά χύδην φορτίων σιτηρών, και ότι κατά τη διάρκεια της ναύλωσης αυτής η δεύτερη των εναγομένων θα κατέβαλλε τα έξοδα κατανάλωσης καυσίμων του πλοίου και δεν θα επέτρεπε να επιβαρυνθεί το πλοίο με οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα ή βάρος, το οποίο θα μπορούσε να έχει προνομιακό χαρακτήρα και να ικανοποιηθεί κατά προτεραιότητα σε σχέση με τα συμφέροντα της πλοιοκτήτριας, ενώ με την από 25.9.2014 Προσθήκη υπ’ αριθ. 152 συμφωνήθηκε ειδικότερα ότι το ως άνω πλοίο θα παραδιδόταν στη ναυλώτρια μεταξύ 16 και 25 Οκτωβρίου 2014 στην περιοχή του Βανκούβερ Καναδά. Με βάση τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές η πρώτη εναγόμενη κυρία του πλοίου ουδεμία συμβατική σχέση αποδεικνύεται ότι διατηρούσε τόσο με τον ανωτέρω ενδιάμεσο έμπορο (…) όσο και με την ενάγουσα-φυσικό προμηθευτή της υπόψη ποσότητας καυσίμων πριν και κατά την επίδικη πετρέλευση. Επιπλέον ενισχυτικό της ρηθείσης παραδοχής είναι το γεγονός ότι η … στις 23.10.2014 εξέδωσε για την προαναφερόμενη πετρέλευση το υπ’ αριθ. 24-30921 τιμολόγιό της, που ήταν πληρωτέο στις 22.11.2014 και το οποίο απηύθυνε μόνο στη δεύτερη εναγόμενη ναυλώτρια, χρεώνοντας την τελευταία με το συνολικό ποσό των 136.125 δολαρίων ΗΠΑ (127.125 δολάρια ΗΠΑ για το κόστος αγοράς 250 μ.τ. καυσίμων τύπου Fueloil 380 και 9.000 δολάρια ΗΠΑ για το κόστος μεταφοράς καυσίμων). Επελθούσας δε εντός του αμέσως προαναφερόμενου χρόνου πίστωσης, της αιφνίδιας κατάθεσης αίτησης πτώχευσης και της συνεπεία αυτής κατάρρευσης της μητρικής εταιρίας του ενδιάμεσου εμπόρου και αγοραστή προς μεταπώληση της ένδικης ποσότητας καυσίμων, δηλαδή της «…», ανέκυψε η επίδικη διαφορά καταβολής του τιμήματος των 135.125 δολαρίων ΗΠΑ (βλ. το Νο …/31.10.2014 τιμολόγιο της ενάγουσας), στην ενάγουσα. Περαιτέρω αποδεικνύεται από τα σχετικώς προσκομιζόμενα έγγραφα σε συνδυασμό με τις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις και ιδιαίτερα αυτήν του ενόρκως βεβαιώσαντος …, ο οποίος ως εργαζόμενος στη διαχειρίστρια του ενδίκου πλοίου (“…”) είχε, εξ αντικειμένου, προσωπική αντίληψη της παρακολούθησης και αντιμετώπισης των ζητημάτων που ανέκυψαν από την επίμαχη πετρέλευση, ότι όπως σε όλα τα χρονοναυλοσύμφωνα, έτσι και στο ως άνω ο ναυλωτής, ως έχων την αποκλειστική ευθύνη για τον εφοδιασμό του πλοίου με καύσιμα, ήταν αυτός που συνήπτε και τις συναφείς συμφωνίες για τις πετρελεύσεις των πλοίων και είχε συνακόλουθα και την ευθύνη για την καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Στο πλαίσιο αυτό, στη διαδικασία παραλαβής καυσίμων χρονοναυλωμένων πλοίων διαχείρισης της ανωτέρω εταιρίας, όπως το ένδικο, ουδεμία ουσιαστική ανάμειξη είχε ο πλοίαρχος, ο οποίος απλώς ενημερωνόταν από τον εκάστοτε ναυλωτή σχετικά με το γεγονός της επικείμενης πετρέλευσης και ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωνε τον πρώτο μηχανικό, ώστε να ετοιμαστούν για την παραλαβή των καυσίμων για λογαριασμό των ναυλωτών, στην αρμοδιότητα δε του τελευταίου ήταν η επιμέλεια της διαδικασίας παραλαβής των καυσίμων και υπογραφής του οικείου δελτίου παράδοσης. Η σχετική μάλιστα εξουσιοδότηση που παρεχόταν στους μηχανικούς των πλοίων διαχείρισης της ίδιας ως άνω εταιρίας (όπως αυτό της πρώτης εναγομένης) αφορούσε μόνο τον έλεγχο, κατά την υπογραφή των δελτίων παράδοσης, των αναγραφόμενων σ’ αυτά τεχνικών στοιχείων, όπως του όγκου των παραδοθέντων καυσίμων, του τύπου, της θερμοκρασίας μέτρησης κ.ά. και την αντίστοιχη καταμέτρηση των καυσίμων, και όχι την ανάληψη για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ή της εκάστοτε χρονοναυλώτριας του πλοίου οποιασδήποτε συμβατικής δέσμευσης έναντι του φυσικού προμηθευτή των καυσίμων, καθότι τα πληρώματα των πλοίων δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις διαπραγμάτευσης εμπορικών και νομικών όρων στην κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης, σε εκτέλεση των οποίων διεξάγονται οι εκάστοτε πετρελεύσεις. Ο μόνος, δηλαδή, έλεγχος που πραγματοποιείτο μεταξύ του πρώτου μηχανικού του εκάστοτε πλοίου διαχείρισης της «…. … (….)» και του πλοιάρχου της εκάστοτε φορτηγίδας που μετέφερε τα καύσιμα αφορούσε ευλόγως τα προαναφερόμενα τεχνικά σημεία. Γι’ αυτό μάλιστα τον λόγο η ανωτέρω διαχειρίστρια έδινε εντολή στους πλοιάρχους και στους πρώτους μηχανικούς των πλοίων που διαχειριζόταν, κατά την παραλαβή των καυσίμων για λογαριασμό των ναυλωτών (εφόσον τα πλοία ήταν χρονοναυλωμένα), να θέτουν ευδιάκριτη σφραγίδα επί των σχετικών δελτίων παράδοσης, όπου θα αναγραφόταν ότι τα καύσιμα παραλαμβάνονταν για λογαριασμό των ναυλωτών και ότι μόνον αυτοί ήταν υπεύθυνοι για την πληρωμή του τιμήματός τους, ενώ σε περίπτωση που ο πλοίαρχος της φορτηγίδας παράδοσης των καυσίμων δεν δεχόταν να τεθεί τέτοια σφραγίδα επί του δελτίου παράδοσης, τότε ο πλοίαρχος του υπό πετρέλευση πλοίου θα παρέδιδε στον πλοίαρχο της φορτηγίδας επιστολή διαμαρτυρίας για την άρνηση τοποθέτησης της ρηθείσης σφραγίδας, ενημερώνοντας τόσο τον τελευταίο όσο και τον φυσικό προμηθευτή ότι το πλοίο είναι χρονοναυλωμένο και ότι τα καύσιμα είχαν παραληφθεί για λογαριασμό του ναυλωτή και όχι της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η βασιμότητα των ανωτέρω ουσιαστικών παραδοχών επιστηρίζεται, όπως αναφέρθηκε, στα όσα λεπτομερώς ενόρκως βεβαίωσε ανταποδεικτικά ο …ς εκ της προαναφερόμενης ιδιότητάς του ως άμεσου χειριστή των ζητημάτων που αφορούν και ανέκυψαν από την επίδικη πετρέλευση για λογαριασμό της ως άνω διαχειρίστριας εταιρίας. Ειδικότερα, τα όσα βεβαίωσε ενόρκως ο ανωτέρω, ότι συνέβησαν και στην επίδικη πετρέλευση του ναυλωμένου στη δεύτερη εναγόμενη πλοίου “…”, επαληθεύονται από τα ακόλουθα περιστατικά: Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της πετρέλευσης αυτής, υπογράφηκε από τον πρώτο μηχανικό του πλοίου …, κινεζικής υπηκοότητας, κάτωθι της σφραγίδας του ανωτέρω πλοίου και στη θέση του πρώτου μηχανικού (…), το δελτίο παράδοσης καυσίμων της ενάγουσας εταιρίας, στο οποίο σημειωτέον αναγράφηκε μόνον μία διεύθυνση της ενάγουσας (…), αυτή της …. Ο τελευταίος έλεγξε, όπως άλλωστε προβλέπεται και κατά νόμον (κατά τα σχετικώς διαλαμβανόμενα και στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη) και όπως εν προκειμένω συνηθιζόταν, κατά τα εκτεθέντα, σε παρόμοιες πετρελεύσεις, μόνο τις παραληφθείσες ποσότητες καυσίμων χωρίς να αναλάβει καμία δέσμευση έναντι του πλοίου και του χρονοναυλωτή αναφορικά με τους επίμαχους έντυπους όρους που υπήρχαν στο ως άνω από 23.10.2014 δελτίο παράδοσης καυσίμων, στους οποίους περιλαμβάνονταν τόσο η επικαλούμενη από την ενάγουσα σύμβαση παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων όσο και η επικαλούμενη σύμβαση εγγυοδοσίας ανάμεσα στην ίδια και αμφότερες τις εναγόμενες, ώστε εντεύθεν να ανακύπτει περίπτωση δικαιοδοσίας των ίδιων δικαστηρίων ως εκ του τόπου της πραγματικής έδρας της ενάγουσας, βάσει της εκτιθέμενης ιδιότητάς της ως δανείστριας της επίδικης κομίσιμης (χρηματικής) οφειλής. Τούτο επιρρωνύεται από το γεγονός ότι ο Α΄ μηχανικός έθεσε στο δελτίο παράδοσης καυσίμων τη μνημονευθείσα σφραγίδα περί της επισήμανσης ότι η παραλαβή της ένδικης ποσότητας καυσίμων έγινε αποκλειστικά για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης ναυλώτριας και όχι για λογαριασμό του πλοίου ή της πλοιοκτήτριάς του και ότι συνεπώς δεν θα μπορούσε να ανακύψει κάποιο εμπράγματο και προνομιακό δικαίωμα ή άλλη απαίτηση επί του πλοίου από την υπόψη πετρέλευση. Η μη ανάληψη δέσμευσης ως προς τους επίμαχους έντυπους όρους αποδεικνύεται περαιτέρω από την ανυπαρξία οποιασδήποτε σχετικής εντολής και εξουσιοδότησης προς τον πρώτο μηχανικό από τις εναγόμενες ή/και από την ανωτέρω διαχειρίστρια, ελλείψει προεχόντως των σχετικών γνώσεων στο πρόσωπό του. Εντολής δε και εξουσιοδότησης, για την οποία σε κάθε περίπτωση έπρεπε να είχε τηρηθεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 217 εδ. β΄, 158, 159 εδ. α΄ και 180 ΑΚ (πρβλ. ΑΠ 1925/2006 ΔΕΕ 2007.463) ο έγγραφος τύπος ή τουλάχιστον να είχε εγκριθεί εγγράφως η συνομολόγηση του ως άνω επιδίκου όρου από τις εναγόμενες εταιρίες, φερόμενες ως εντολείς του προαναφερόμενου πρώτου μηχανικού, διότι, κατά τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στις υπό στοιχεία ΙΙΙ και IV μείζονες σκέψεις, η ιστορούμενη σύμβαση εγγυοδοσίας (όπως επιχειρείται να αποκτήσει έρεισμα στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου – ΑΚ), στην οποία η εντολή αυτή θα αφορούσε, είναι έγκυρη ως αφηρημένη ενοχή του άρθρου 873 ΑΚ, τηρηθέντος του κατά νόμον προβλεπόμενου έγγραφου τύπου για την επικαλούμενη υπόσχεση των φερομένων ως εγγυοδοτριών, εναγομένων. Το επικαλούμενο από την ενάγουσα γεγονός ότι είχαν εκδοθεί και στο παρελθόν και συγκεκριμένα στις 14.6.2012 και στις 6.12.2012 δελτία παράδοσης καυσίμων στο πλαίσιο προηγούμενων πετρελεύσεων του ίδιου πλοίου από την ενάγουσα ως φυσική προμηθεύτρια και με την ίδια εταιρία μεταπώλησης και ότι ως εκ τούτου η πρώτη εναγόμενη, νομίμως εκπροσωπούμενη, γνώριζε και αποδεχόταν εκ των προτέρων τους νυν διαφιλονικούμενους προδιατυπωμένους όρους που έθετε κάθε φορά η ενάγουσα στα δελτία παράδοσης καυσίμων, ουδεμία έννομη συνέπεια εγκαθιδρύουσα ευθύνη και δέσμευση για την πρώτη εναγόμενη επέχει, καθόσον: α) αφενός ουδέποτε μέχρι την ημερομηνία της επίδικης πετρέλευσης είχε ανακύψει ζήτημα μη αποπληρωμής των αντίστοιχων τιμημάτων από τον κυρίως αντισυμβαλλόμενο ενδιάμεσο έμπορο (και εντεύθεν ουσιαστικής ανάληψης της σχετικής υποχρέωσης από τη νυν πρώτη εναγόμενη ή από κάποια από τις τυχόν προηγούμενες ναυλώτριες) ούτε περαιτέρω προκύπτει αν οι επικαλούμενες προηγούμενες πετρελεύσεις διεξάγονταν σε χρονοναυλωμένα πλοία της πρώτης εναγομένης υπό τη διαχείριση της «…. … (….)» και β) αφετέρου στην προκειμένη περίπτωση η θέση της εκτεθείσης σφραγίδας στο από 23.10.2014 δελτίο παράδοσης καυσίμων της ενάγουσας, προτού ανακύψει η επίδικη διαφορά, συνιστά ουσιώδες περιστατικό, που ενδεικνύει και επιβεβαιώνει ξεκάθαρα την έλλειψη οποιασδήποτε συμβατικής (αυτοτελούς) δέσμευσης της πρώτης εναγομένης από τη σχετική συμφωνία εκπλήρωσης της επίδικης πετρέλευσης, απορρέουσας από τη σχετική σύμβαση πώλησης ανάμεσα στην ενάγουσα (φυσική προμηθεύτρια) και την … (ενδιάμεσο έμπορο-μεταπωλητή). Επιπλέον, εξ ουδενός στοιχείου αποδείχθηκε η ταυτότητα των επιδίκων εντύπων όρων περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και εγγυοδοσίας προς την ενάγουσα με τους όρους της έτερης επιμέρους και αυτοτελούς σύμβασης μεταπώλησης της προαναφερόμενης ποσότητας καυσίμων μεταξύ της … και της δεύτερης εναγομένης ναυλώτριας του “…”. Επικαλούμενη, μετά ταύτα, η ενάγουσα κατά τρόπο μη πειστικό για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, μόνη την ύπαρξη προηγούμενης συναλλακτικής πρακτικής, αφορώσης αποσπασματικά δύο έτερες πετρελεύσεις του ενδίκου πλοίου με τους ίδιους, με τους επίδικους, προδιατυπωμένους όρους συναλλαγών στα σχετικά δελτία αποστολής – υπό αδιευκρίνιστες μάλιστα περιστάσεις σχετικά τόσο με τη ναύλωσή του ή μη στην ίδια ή διαφορετική (από τη δεύτερη εναγόμενη) ναυλώτρια εταιρία όσο και με τη διαχείρισή του από την ως άνω διαχειρίστρια εταιρία – προκειμένου να θεμελιώσει την προηγούμενη γνώση και συμφωνία αμφοτέρων των εναγομένων εταιριών για την υπαγωγή τους στους ως άνω προδιατυπωμένους όρους, ουδέν αποδεικνύει για την ύπαρξη συμβατικού δεσμού αφ’ εαυτού με τις εναγόμενες ούτε και το στοιχείο της εκ των προτέρων γνώσης των τελευταίων περί της δεσμευτικής ισχύος των όρων αυτών για τις ίδιες. Δεδομένων των παραπάνω, καθίσταται προφανές ότι ουδέποτε καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η από την ενάγουσα επικαλούμενη σύμβαση παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων επί των διαφορών εκ της ρηθείσης πετρέλευσης, ούτε όμως και η επικαλούμενη σύμβαση εγγυοδοσίας, ώστε να ανακύπτει περίπτωση δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, βάσει της επικαλούμενης ιδιότητας της ενάγουσας ως δικαιούχου της επίδικης χρηματικής οφειλής ως εκ του τόπου της φερομένης ως πραγματικής έδρας της, όπως ήδη συνοπτικώς αναφέρθηκε ανωτέρω. Κατ’ επάλληλη δε και πλεοναστική σκέψη, το τίμημα της πώλησης για το οποίο παρείχαν, κατά την αγωγή, εγγυοδοσία οι εναγόμενες, είχε συμφωνηθεί καταβλητέο, σύμφωνα με το επίδικο και προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως με αριθμό …/31.10.2014 μεταφρασμένο τιμολόγιο της ενάγουσας, σε λογαριασμούς που αυτή τηρούσε στην αλλοδαπή και δη στις τράπεζες …, εντός 30 ημερών από την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων στο ένδικο πλοίο, δηλαδή μέχρι τις 22.11.2014. Ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται τοπική αρμοδιότητα και, κατ’ επέκταση, διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου ούτε από τον τόπο εκπλήρωσης της παροχής, ώστε να μην ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής των, εν αμφιβολία εφαρμοζομένων, ρυθμίσεων του άρθρου 321 ΑΚ. Συναφώς, η εκτιθέμενη συμπεριφορά των εναγομένων, που κατά την επικουρική βάση της αγωγής χαρακτηρίζεται ως αδικοπρακτική, τόσο σε επίπεδο εκδήλωσής της όσο και επέλευσης του ζημιογόνου αυτής αποτελέσματος, δεν συνδέεται τοπικά με την ελληνική επικράτεια αλλά με τον Καναδά, όπου έγινε η ένδικη πετρέλευση και η ιστορούμενη ανάμιξη/ιδιοποίηση από τις εναγόμενες των καυσίμων κυριότητας της ενάγουσας. Το κράτος δε αυτό αποτελεί, καταρχήν, τόσο τον τόπο όπου εκδηλώθηκε το επικαλούμενο ζημιογόνο γεγονός όσο και τον τόπο όπου επήλθε πρωταρχικώς στην ενάγουσα η ζημία, αφού κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, για τη θεμελίωση του σχετικού συνδέσμου δεν ασκεί επιρροή ο τόπος της έδρας της ενάγουσας ως ο τόπος επαγωγής της ζημιάς της. Ομοίως, ούτε για τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, που ερείδεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, έχει διεθνή δικαιοδοσία το Δικαστήριο τούτο, καθόσον, ενόψει του ότι δεν έχει προϋπάρξει σύμβαση που να συνδέει την ενάγουσα και τις εναγόμενες, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση υπό στοιχείο Ι, τοπικά αρμόδιο για τις σχετικές αξιώσεις τυγχάνει το Δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας των εναγομένων αλλοδαπών εταιριών (άρθρα 22-25 παρ. 2 ΚΠολΔ) και δη των τόπων όπου έχουν την έδρα τους. Και για τη μεν δεύτερη εναγόμενη ναυλώτρια εταιρία εκτίθεται ότι αυτή εδρεύει στον Καναδά (χωρίς να γίνεται επίκληση διαχωρισμού τυπικής και ουσιαστικής έδρας της), για την δε πρώτη εναγόμενη αναφέρεται στο εισαγωγικό τμήμα της αγωγής ότι αυτή εδρεύει τυπικά μεν στο …, ουσιαστικά όμως στον ………., όπου εδρεύει η ως άνω διαχειρίστρια του ενδίκου πλοίου με την επωνυμία «…. … (….)», πλην όμως δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι η ίδια η πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη, διενεργεί από την ημεδαπή συναλλαγές και οποιαδήποτε ναυτιλιακή δραστηριότητα απασχολώντας (στην ημεδαπή) ίδιο υπαλληλικό προσωπικό, ούτε ότι ασκείται στην ημεδαπή η διοίκησή της, δηλαδή η λήψη βασικών για τη λειτουργία και οικονομική απόδοσή της αποφάσεων. Το γεγονός, εξάλλου, ότι η ρηθείσα διαχειρίστρια εταιρία του «M/V …» εδρεύει στον …. ουδεμία έννομη συνέπεια ως προς την ταυτοποίηση της πραγματικής έδρας της εναγόμενης κυρίας του ως άνω πλοίου με την έδρα της διαχειρίστριας παράγει, δεδομένης της ετερότητας της διαχειρίστριας τόσο ως νομικού προσώπου όσο και ως λειτουργικής και οικονομικής οντότητας, καθότι η προκείμενη σύμβαση τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης που συνήψε η πρώτη εναγόμενη με την ως άνω διαχειρίστρια για το προαναφερόμενο πλοίο της, συνιστά, όπως και κάθε παρόμοια σύμβαση, μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή (βλ. και ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536).
Κατ’ ακολουθία όσων εκτέθηκαν, μη αποδεικνυομένης της υπάρξεως συνδέσμου βάσει του οποίου να θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων επί της ένδικης διαφοράς, θα πρέπει, μετά από παραδοχή της υπό κρίση ενστάσεως των εναγομένων ως νόμω και ουσία βάσιμης, να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει της διαδικαστικής προϋποθέσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, ενόψει του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 4.12.2014 (αριθ. καταθ. 40716/7484/2014) αγωγή και β) την από 28.7.2015 (αριθ. καταθ. 8547/4699/2015) ανακοίνωση δίκης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ